Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Σταθείτε, μη τρέχωμεν!

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1889
Συγγραφέας:
Σταθεῖτε, μὴ τρέχωμεν!


ΣΤΑΘΗΤΕ, ΜΗ ΤΡΕΧΩΜΕΝ!
ΥΠΟ
Ι. ΙΣΙΔΩΡΙΔΟΥ ΣΚΥΛΙΣΣΗ


Ι. Ἱσιδωρίδης Σκυλίσσης
Χρεια πρῶτον να εξηγηθῶ, ὅτι, λέγων να σταθῶμεν, δεν εννοῶ να μη προχωρῶμεν, — διότι κ’ ἐγω εἰπερ τις και άλλος εῖμαι τῆς προόδου φίλος, — αλλα να μη τρέχωμεν· να σπεύδωμεν, μάλιστα· αλλα βραδέως, επειδη ὑπάρχει κίνδυνος μη προσκόψωμεν, αντι να προκόψωμεν· μη σκοντάψωμεν δηλαδή, ὡς και ήδη εσκοντάψαμεν πολλαχῶς, — δυστυχῶς.

Τοῦτο το «σπεύδειν βραδέως» εῖνε παράγγελμα προγονικόν, αξιοσημείωτον και αξιομνημόνευτον, ὡς εφόδιον παντος ανθρώπου αφορῶντος εις ασφαλῆ επίτευξιν οἱουδήποτε καταθυμίου· ουχ ἧττον δε και άρθρον στοιχειῶδες τῆς τε πρακτικῆς διπλωματικῆς δια τους πολιτευομένους, και τῆς τέχνης τοῦ βίου δια πάντα άνθρωπον. Τοῦτο διεσάλπισεν ὁ αοίδιμος Κοραῆς και δια μακρῶν εσχολίασεν έκτοτε, προς σύνεσιν τῶν ιθυνόντων τας τύχας τοῦ ἐτι αρτιπαγοῦς Έθνους· αλλα δεν ηκούσθη, ὡς απέδειξαν τα πράγματα· ούτε και σήμερον θα ηκούετο, μεθ’ ὅλας τῆς πείρας τας αποδείξεις.

Και οἱ Ιταλοι δε προσόμοιόν τι αποφθέγγονται, λέγοντες ὅτι «Chi va piano va sano, e chi va sano va lontano»· τουτέστιν, ὁ βραδέως προβαίνων σῶος προβαίνει, ὁ δε σῶος προβαίνων προβαίνει μακράν.

Αλήθειαι ὡς ὁ αδάμας στερεαί! δεδοκιμασμέναι σωστικαι ἀλήθειαι, εγκολπίου άξιαι! έπη χρυσᾶ, διατί να παρορᾶσθε!

«Εθαύμασα κατ’ αυτάς, (έγραφε περι τα τέλη τοῦ παρελθόντος αιῶνος ὁ κόμης de Segur) ὑπερήφανόν τινα δίφρον, ὅν έσυρε θυμοειδης λαμπρος ἵππος ελαυνόμενος ὑπο νεανίου εκ τῶν κομψῶν Παρισιανῶν εκείνων. Διήρχετο την μεγάλην δενδροστοιχίαν τῶν Ηλυσίων μετα ῥύμης αξίας όντως στεφάνων εις αγῶνα ολυμπιακόν. Εξίσταντο βλέποντές τον οἱ περιπατηταί· αἱ γυναῖκες δε μάλιστα προδήλως εφαίνοντο ζηλεύουσαι την τύχην ερασμίας τινος νύμφης, ἥτις εκάθητο χαριέντως πλησίον τοῦ νέου επι τοῦ πτερόεντος εκείνου θριαμβικοῦ ἅρματος. Εκεῖ και μικρόσωμόν τι γερόντιον πολιόν, στηρίζον επι ῥαβδίου οζώδους το βάρος τοῦ σώματος, αντι να συμμερισθῇ τον γενικον θαυμασμόν, έβαλεν αιφνιδίως προς τον διφρηλατοῦντα φωνὰς· — Σταθῆτε, μη τρέχετε! μη τρέχετε! — Ὁ κόσμος ὁ περιεστως απεδοκίμαζε παντοίοις λόγοις την επιφώνησιν ταύτην ὡς απροσδιόνυσον και προπετῆ, ὅτε, ολίγα βήματα παρέκει, είδομεν τον ελαφρον εκεῖνον δίφρον προσκόψαντα κατ’ εμποδίου τυχαίου, ανατραπέντα, θραυσθέντα. Ὁ ὁδηγος αυτοῦ, παρατετριμμένος, εκ τῶν χωμάτων και κατησχυμένος, ανήγειρε χαμόθεν την καλήν του σύντροφον, ἧς ἡ πτῶσις, καθο επι ἄμμου, μόνην την αιδω εῖχέ πως τραυματίσει, αμφότεροι δ’ εκπεπτωκότες απο του ὕψους τῆς δόξης προσεκάλουν οικτρῶς το πλησιέστερον τῶν αγοραίων οχημάτων, ὅπως κρυβῶσιν απο τῶν αδιακρίτων ομμάτων τοῦ πλήθους, προσδραμόντος περι αυτους ὑπο χαιρεκάκου μᾶλλον η συμπαθοῦς περιεργείας.

— Νά το! εῖπε τότε το αγαθον γερόντιον· εγω το επρόβλεπα. Ποῖος σε ακούει; Εις αυτον τον κόσμον ποτε δεν θα μάθουν να σταματοῦν!

«Ὁ καύσων ῆτο πολύς· εκάθησα εις μίαν τῶν καθεδρῶν τοῦ δημοσίου περιπάτου και έδοσα ακρόασιν εις τους παρακαθημένους, σχολάζοντας το συμβεβηκος οὗτινος ετύχομεν ὅλοι εκεῖ θεαταί. Απο λόγου εις λόγον, ἡ συνομιλία ετράπη εις τα νέα έθη· κατεκρίνοντο δε πολλα τῶν τοῦ λεγομένου συρμοῦ, ὡς ασύνετα καὶ ἅμα απειρόκαλα. Τότε νέος τις εκ τῶν ευπαρυφοτέρων, ὑψηλον φέρων το περιλαίμιον τοῦ χιτῶνος, θηλυπρεπῆ την χωρίστραν τῆς κόμης, και τας προωτίδας (ήτοι τας επι τῶν κροτάφων τρίχας τοῦ γενείου) επιμελῶς περιξυρισμένας εις σχῆμα βδελλῶν, ὑπερησπίζετο εκτενῶς πᾶν ὅ,τι νεωτερίζον· ἕτερος δε ανήρ, ὥριμος οὗτος και σεμνην έχων την περιβολήν, έσκωπτεν οξυχόλως τὴν κουφόνοιαν και την αυταρέσκειαν τῶν νέων, τους εξωμισμους τῶν γυναικῶν και τας πολυτελεῖς αυτῶν ενδυμασίας, δι’ ἃς τοσοῦτοι σύζυγοι δυστυχεῖς καταστρέφονται δαπανῶντες ὑπερ δύναμιν, και τέλος τας επι τοῦ λιθοστρώτου τῶν ὁδῶν συρομένας σπάθας τῶν στρατιωτικῶν, ὡς εις τοῦτο και μόνον χρησιμευούσας. Ἡ συζήτησις και εξ αρχῆς μεν διεξήγετο πως δριμύλη, δακνώδης δε μάλιστα, αλλα προϊοῦσα παρωξύνθη μέχρις εμπαθοῦς λογομαχίας. Εκεῖ, βλέπω πάλιν το γερόντιον μου ανακράζον, — Σταθῆτε, μη τρέχετε! — Ουδεις ὅμως έδοσεν εις αυτο προσοχήν· ἡ έρις εξηκολούθησεν οξυθυμωτέρα, και μετ’ ολίγον έτι έληξεν εις πρότασιν μονομαχίας, ὅπου την επιοῦσαν ανῃρέθη ἑνος τῶν δύο λογομαχησάντων ἡ ζωή.»

Είτε ἱστόριον τοῦτο, είτε μῦθος, εῖνε πρᾶγμα εκ τῶν συμβαινόντων καθεκάστην. Σταθῆτε λοιπόν, μητρέχωμεν ουδ’ ἡμεῖς.

Τρέχομεν αληθῶς αποδεχόμενοι και κατασπαζόμενοι πᾶν ὅ,τι ἡ Ἑσπερία ανελίσσει προ τῶν οφθαλμῶν ημῶν λαμπυρίζον, ὡς νήπια θαμβούμενα απέναντι πραγμάτων φυκίῳ καὶ νόθῳ κόσμῳ κεκοσμημένων. Πολλα έχει τις περι τουτου να είπῃ, αλλ’ ἅτε γράφων δι’ ἡμερολόγιον επαγγελλόμενον το να τέρψῃ τον αναγνώστην, μᾶλλον η να βυθίσῃ αυτον εις πραγματείας εκ τῶν ἐμβριθεστέρων, θα περιορισθῶ εις τα ευδιαβολώτερα.

Γελῶ βλέπων εις τους τοίχους ανηρτημένα και εις τα τραπέζια τῶν αἰθουσῶν τῆς δεξιώσεως ἐκτεθειμένα παντοῖα και πολυπληθῆ κομψοτεχνήματα, ὧν πολλα φιλοδωροῦνται κατα πᾶσαν πρώτην τοῦ έτους, αντι δαπάνης επαισθητῆς εις τους προσφέροντας, καίτοι ὅλως άχρηστα. Νομίζεις ὅτι εὑρίσκεσαι εις το ῥωποπωλεῖον τοῦ ιουδαίου Μαϊφάρτου, και φοβεῖσαι μη διερχόμενος η μετακινούμενος προξενήσῃς ζημίαν. Ιδου ποῖα πράγματα τῆς Ἑσπερίας προ πάντων μιμούμεθα· τα κουφότερα και επουσιωδέστερα, δαπάνῃ και τῶν μετρίων ἡμῶν πόρων καὶ τῆς ἡμετέρας αναπαύσεως.

Εγίνωσκον οἱ πατέρες ἡμῶν τί εστι δένδρον τῶν Χριστουγέννων; Εισήξαμεν και τοῦτο το φραγκικον έθιμον· καὶ ὑπομονη αν το περιωρίζαμεν εις πεμμάτια ζαχαρόπλαστα και εις οπώρας, αλλ’ αναρτῶμεν και αθυρμάτια αξίας, πλαγγόνας πολυτελεῖς, έλυτρα περιεκτικα πολυτίμων κοσμημάτων, καί, καί.... ὡσανει ὑπερεπλεόνασε και παρ’ ἡμῖν το χρυσίον. Το δε κάκιστον και ασυνείδητον, εἰσήξαμεν και τους χορους τῶν παίδων, οἱονει θέλοντες να ἐκφαυλίσωμεν και αυτους απο τῆς τρυφερᾶς ἡλικίας των· να περισπάσωμεν απ’ αυτῆς τῆς ἡλικίας την διάνοιάν των εις ψυχαγωγίας, ὧν αἱ εντυπώσεις θα πρωτεύσωσι πάσης διδασκαλίας εξάπαντος εις τας ψυχάς των. Φυσικῷ τῷ λόγῳ, τα μαθήματα τοῖς φαίνονται έπειτα ὀχληρότερα· καὶ τις ὁ ένοχος, αφοῦ ἡμεῖς ηθελήσαμεν χάριν διασκεδάσεως, βεβήλου ἀληθῶς, να καταστήσωμεν αρνητικον τον νοῦν των εις τα σπουδαῖα;

Ναί, ὁ Ἕλλην εῖνε φύσει φιλόκαλος, αλλα το προτέρημα τοῦτο δύναται να τον καταστρέψῃ, μη έχοντα τους πόρους ὧν ἀφθονοῦν τὰ έθνη τῆς Ἑσπερίας, προς απόκτησιν τῶν περιττῶν. Ὅ,τι πράττων οἱ ευπορώτατοι παρ’ εκείνοις θέλει και ὁ απορώτατος παρ’ ἡμῖν· ἑπομένως προστρέχει εις τας παραβόλους επιχειρήσεις ὅπως πλουτήσῃ ταχέως, εις την χαρτοπαιξίαν, εις τοῦ χρηματιστηρίου τας κυβείας, καὶ τέλος εις τον νοσφισμὸν τῶν αλλοτρίων, δημοσίων η ιδιωτικῶν. Τα δημόσια εῖνε ἱερώτερα, και ὅμως εις τούτων μᾶλλον τον σφετερισμον δὲν ἔχει συνείδησιν. Τα καταβάλλουν πολλοί, άρα εῖνε τοῦ τυχόντος.

Ἡ γυνή, ἥτις ώφειλε να τον αναχαιτίζῃ ἐν ταῖς περιτταῖς δαπάναις, δεν διαπλάττεται εν τοῖς παρθεναγωγείοις, ούτε ἐν τῇ ἑστίᾳ τοῦ οίκον πρὸς τοιαύτην επαγγελίαν· τοὐναντίον, πολλῷ μᾶλλον φιλόκαλος και αὕτη οῦσα, προς δε και μη έχουσα γνῶσιν ακριβῆ τῶν επιχειρήσεων και τῆς βιοποριστικῆς θέσεως τοῦ ανδρός της, η μη πιστεύουσα εις τας δυσπραγίας του, τρέχει προ αυτοῦ και τον σύρει απο τῆς χειρος εις τον κατήφορον, το μεν θωπεύουσα, το δε προτείνουσα όνυχας· ὡς δε γνωστόν, μεταξυ τοῦ ἁπαλοῦ τῆς άκρας τῶν δακτύλων και τοῦ σκληροῦ τῶν ονύχων, ελαχίστη ἡ απόστασις· σχεδον δεν ὑπάρχει μεταίχμιον.

Άλλοτέ ποτε ἡ γυνη ῆτο ἡ μεγάλη οικονομία τοῦ σπιτιοῦ· σήμερον εῖνε ἡ μεγάλη αυτοῦ δαπάνη. Άλλοτε, ὅταν ἡ γυνη εισήρχετο εις την οικίαν τοῦ ανδρός, το σπίτι καθίστατο νοικοκυρεμένο, διότι, ἡ γυνη ῆτο αληθῶς νοικοκυρά· — αυτη έρραπτεν, αυτη και ὕφαινεν· αυτη έστρωνεν, αυτη και εζύμωνε, αυτη δε και έπλυνεν ἡ εσιδηροπάτει τα οθόνια ὅσα εἶχον χρείαν λειάνσεως. Σήμερον, ανάγκη να στρώσῃ άλλος αντ’ αυτῆς· — δεν λέγω να ζυμώσῃ, να ὑφάνῃ, να πλύνῃ και να σιδηροπατήσῃ αυτη ἡ ιδία· ταῦτα θα εφαίνοντο τερατώδεις απαιτήσεις· — αλλα και να ῥάψῃ τα ίδιά της φορέματα δεν δύναται· τοῦθ’ ὅπερ οικτρόν, καθόσον μάλιστα τα ῥαπτικα τῶν γυναικείων ενδυμάτων καθίστανται ὁσημέραι βαρύτερα. Σήμερον, όχι μόνον δεν έχει αυτη να φροντίσῃ δια την άνεσιν τῶν οικείων, ἀλλ’ εῖνε χρεία θεραπόντων ὅπως φροντίζωσι περι τῆς ανέσεώς της. Το κακον προχωρεῖ μέχρι τῆς ανάγκης θαλαμηπόλου, ὅπως την ενδύῃ και την εκδύῃ, έστι δ’ ὅτε καὶ κομμωτοῦ, ὅπως την κτενίζῃ.

Ὡς βλέπομεν, ήλλαξεν όλως διόλου ἡ τάξις τῶν πραγμάτων εν τῷ παρ’ ἡμῖν συνοικεσίῳ. Δεν κατακρίνω δια τοῦτο την γυναῖκα· αὕτη δεν πταίει. Εκ τῶν πολλῶν ἅς εῖχεν ὁ Νασρεδδιν Χόζας, ἡ μία ἥν έλαβε τελευταίαν έτυχε φιλεργος τόσον, ὥστε και τον άνδρα της και τας άλλας του γυναῖκας μετήνεγκεν εις επάρκεσιν απο τῆς εσχάτης πενίας. Τοῦτο δηλοῖ, ὅτι ἡ γυνη εῖνε και καταστροφη καὶ θησαυρός. Εξαρτᾶται εκ τῆς τροπῆς ἥν έλαβεν ἡ ανατροφή της.

Ούτε εννοῶ ὅτι και σήμερον έδει να έχωμεν την γυναῖκα ὡς επι τῶν ἡμερῶν τοῦ Βοοζ καὶ τῆς Ρούθ, κοιτωμένην εις τους πόδας τοῦ ανδρός, νίπτουσαν δε και τούτους. Τοὐναντίον, ὁ ανηρ ας νίπτῃ τους τῆς γυναικός, ὡς χάριν μάλιστα εξαιτούμενος τοῦτο, — καίτοι τα σημερινα ὑποδημάτια, ὡς εις στρέβλην συσφίγγοντα διηνεκῶς τους δακτύλους, τους παραμορφοῦν. — Ἡ αγάπη και τί δεν στέργει; Στέργει την δουλείαν αυτην ὡς εύνοιαν, και ὡς λουτρον ιδίας ανέσεως τους ἱδρωδεστάτους τῶν μόχθων προς άνεσιν τοῦ αγαπωμένου.

Δεν κατακρίνω λοιπον την γυναῖκα, ἣν ονειροπολῶν ὡς δέσποιναν τῆς οικίας μου και κυρίαν εμήν, έγραφα, νέος και έτι ἄγαμος.

Ω τῶν εικόνων ὅσας ἡ φαντασία
εις τας εκστάσεις τοῦ ποιητοῦ γεννᾷ,
μορφη σταθερατάτη εν οπτασίᾳ…
Ὑπάρχεις ᾶρά γ’ επι τῆς ὑφηλίου
άγγελος, πλάσμα εις σχῆμα γυναικός;
Ω, αν ὑπῆρχες κ’ ἡ τύχη με ηξίου
σε ν’ απαντήσω εις την ὁδον τοῦ βίου!
λατρεία μου θα ῆσο διηνεκῶς.

Την γυναῖκα δεν καταδικάζω· μή μοι αρνηθῆτε ὅμως ὅτι κατακριτέα εῖνε ἡ τροπη ἥν εδόσαμεν εις αυτήν, τροπη ἧς ένοχον λέγω μᾶλλον τον άνδρα, καθο τοῦτον πρῶτον ευαρεστηθέντα εις την μεταβολὴν τῆς επαγγελίας της, και τοῦτον επιμένοντα εις την μόρφωσιν ἥν εξακολουθοῦν να τῇ δίδωσι τα καθ’ ἡμᾶς παρθεναγωγεῖα.

Και τώρα πλέον το ῥεῦμα δεν έχει αναστολήν· κυλιόμεθα εις το βάραθρον ακρατήτως. Ὅσα και αν τῇ είπῃς περι τῆς γυναικος τοῦ Φωκίωνος η περι τῆς μητρος τῶν Γράκχων, ὅσας και αν τῇ καταβιβάσῃς απο τῶν αρχαίων τῆς πινακοθήκης αξιομιμήτους γυναῖκας, απαθανατισμένας εις βιβλία, στερεοτυπωμένας εις αγάλματα, μα την ζωήν μου, μα την ψυχήν μου — «Ναί, ναί» — θ’ ακούσῃς παρ’ αυτῆς, μόλις ῥιψάσης επ’ αυτῶν ἓν ανυπόμονον βλέμμα και πάραυτα θὰ την ίδῃς στρεφομένην προς το ανδρείκελον ὅ έλαβεν εσχάτως εκ Παρισίων ἡ Λιζιέ, ἡ Μαρουλού, ἡ Σουρουλού, η πᾶσα άλλη πεφημισμένη μοδίστρια.

Εκεῖ ἡ ψυχή της θα κολληθῇ. Εῖνε ανώτερον τῶν δυνάμεών της τοῦτο· ανώτερον τῶν δυνάμεων δι’ ὧν εξ ἁπαλῶν ονύχων την συνεκροτήσαμεν. Τώρα πλέον, γνώριζε εις αυτήν, ακούστιζε εις αυτην ὅλας τῶν σοφῶν τας ὑγιεῖς νουθεσίας· θα μειδιάσῃ τῆς μωκίας το μειδίαμα, διότι το τιρτίρι το χρυσοῦν τιρτιρίζει εις τα ῶτά της· θα μορφάσῃ, διότι αἱ λαμπηδόνες τῶν αδαμαντίνων ελλοβίων της διαθλώμεναι ὑπο τοῦ κατόπτρου τῆς μαγγανεύουν την ψυχήν· αν επιμείνῃς, θ’ αδημονήσῃ επι τέλους, επειδη τῇ κατήντησες φορτικός· επειδή, περισπωμένη ὑπο τῆς οχληρᾶς κατηχήσεώς σου, δεν κατορθόνει να συγκλείσῃ την πόρπην τῶν μαργαριτῶν τοῦ περιδέραιου της. Καί, τέλος, αφοῦ φορέσῃ τα χειρόκτια, περιλαμβάνοντα την μικράν της χεῖρα ὡς κηρος αναλελυμένος, και αφοῦ λάβῃ το πτεροειδές της μανδύλιον μετα τοῦ χρυσελεφαντίνου ῥιπιδίου, μίαν θα σοι καταφέρῃ εις το μετάφρενον δι’ αυτοῦ, επιλέγουσα — Φρενοκομεῖον! φρενοκομεῖον!

Οὕτω θα σε ῥίψῃ προ τῶν ποδῶν της γονυκλινῆ, γνωσιμάχον, ὁμολογητην τῆς φιλοσοφίας της.

Και ἕως να είπῃς «ἥμαρτον!» δεν θα σε αφίσῃ ν’ ανυψωθῇς μέχρι τῶν χειλέων της.

Αντέχεις; Εδῶ σε θέλω.

Δεν αντέχεις, ὄχι· το λέγεις. το ολέθριον τοῦτο «ἥμαρτον», και ιδου αυτη εθριάμβευσε και συ έπεσες. Έπεσες, και πλέον δεν εῖνε δυνατον να φανῇς ακολούθως οἷος ανήρ, εάν τι γίνεται εν τῇ οικίᾳ παρα την θέλησίν σου, ειμη εκτρεπόμενος εις θυμους και εις λοιδορίας, αποκλειούσας επι πολλας ἡμέρας την ὁμόνοιαν και ειρήνην απο τοῦ οίκου σου.

Φρενοκομεῖον! φρενοκομεῖον! αλήθεια επανθήσασα εις στόμα πολλην έχον δόσιν μέλιτος — δεν αντιλέγω — αλλα και ορθῶς επαναληφθεῖσα δίς, επειδη και εις σε μεν ἁρμόζει, αλλα και εις την γυναῖκα την μητέρα τέκνων, έτι μᾶλλον, καίτοι πόρρω απεῖχε τοῦ να το πιστεύσῃ προφέρουσα.

Πῶς θέλετε ν’ αναθρέψῃ, πῶς να ποδηγετήσῃ τα τέκνα της αὕτη ἡ μήτηρ; Δια λόγων μόνων, ενῷ την βλέπουν άλλα πράττουσαν; Πῶς το θυγάτριόν της ἰδίως; Δια τῆς συνήθους αποτροπῆς «Συ εῖσαι ακόμη μικρή» αποτροπῆς ἥτις προκαλεῖ εν τῷ πνεύματι τοῦ παιδίου τον ολέθριον συλλογισμόν «Άχ! πότε κ’ εγω να μεγαλώσω, να κάμνω τα ίδια ’σαν την μητέρα μου!».

Δύναταί ποτε να κρίνῃ ἄλλως πως ἡ θυγάτηρ εκείνη, και να πράξῃ άλλως πως εν τῇ ζωῇ ἥν μέλλει ακολούθως νὰ διανύσῃ;.. Μωροι είμεθα;

Σταθῆτε· ποῦ τρέχομεν; Εξετροχιάσθημεν οἱ Ἕλληνες. Οὕτω δεν προοδεύομεν. Ναι μέν, εξακολουθοῦμεν να προβαίνωμεν, αλλ’ εν ἅλμασι και δονήμασι κατα πετρῶν καὶ κρημνῶν. Δεν εῖνε δι’ ἡμᾶς αυτά· εῖνε δια μίαν τινα τάξιν τῆς Ἑσπερίας ἑτερόκλιτον, έστω και δια τους εκεῖ πανολβίους, τους απηλλαγμένους τοῦ φόβου μη ταχέως στειρεύσῃ τοῦ πλούτου των ἡ πηγή. Κακον δε το πιθηκίζειν. Ὁ πίθηκος, μιμούμενος τον ξυραφιζόμενον, λαμβάνει ὅπως, ὅπως το ξυράφιον, και τας αυτας επιχειρῶν κινήσεις εκείνου κατακόπτεται.

Αλλα μήπως και ἡ γυνη εῖνε ευδαιμονεστέρα εκ τῆς μετατροπῆς ἥν έλαβεν ὁ προορισμός της; Άρά γε πότε μᾶλλον εστέναξε δια τὴν λεγομένην πλῆξιν, δια το ανιαρον τῆς ζωῆς· επι τῆς προ ἑξήκοντα ετῶν διαίτης αυτῆς η τώρα; Ουδαμοῦ ὡς εν Παρισίοις, εν μέσῳ τῶν αδιαλείπτων ψυχαγωγιῶν και απολαύσεων ἅς παρέχει δαψιλῶς ἡ πρωτεύουσα εκείνη τοῦ κόσμου, ουδαμοῦ καθως εκεῖ ήκουσα την γυναῖκα στενάζουσαν, — oh! que je m’ennuie! mon Dieu, que je m’ennuie! — εαν προς στιγμην τῇ έλειπεν ἡ τέρψις. Συνείθισεν εις τας αλλεπαλλήλους απολαύσεις, και μιᾶς ὥρας διακοπη εν αργίᾳ τῇ καθιστᾷ την ζωην στενόχωρον και δυσφόρητον. Ἡ μάμμη μου, τοὐναντίον, ἥτις ὅλας τας ἑξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος οικούρει καταγινομένη εις το νοικοκυριό της, και μόνον την κυριακὴ η μὶαν ἑορτην επερίμενεν ὅπως φορέσῃ τα καλά της και εξέλθῃ τῆς οικίας εις την εκκλησίαν η τον περίπατον — και τί περίπατον! — απήλαυε πλείονος ευφροσύνης, η ὅσην και οἵαν αἰσθάνονται σήμερον αἱ κυρίαι ἡμῶν, καθεκάστην εξερχόμεναι και επισκεπτόμεναι τας φίλας των, μουσουργοῦσαι η ακροώμεναι μουσουργιῶν, πλεῖστα έχουσαι να μανθάνωσιν εκ τῶν καθημερινῶν εφημερίδων καὶ τῶν παραφυλλίδων των, εὑρίσκουσαι οχήματα και σιδηροδρόμους ὅπως μεταβαίνωσιν εις αποστάσεις, εὑρίσκουσαι θεάματα, καφεψεῖα και πεμματοπλαστεῖα, ὅπου να παρακάθηνται μετα τῶν ἀνδρῶν, τῶν τέκνων και τῶν γνωρίμων των και να διανθίζωσι τῆς ἡμέρας και αυτῆς τῆς νυκτος τας ὥρας.

Αἴ; πότε ῆτο μακαριωτέρα ἡ γυνή; ὅτε το φορτίον τοῦ νοικοκυριοῦ επεβάρυνεν αυτην σχεδον μόνην, η τώρα ὅτε αυτο ανετέθη εις τρεῖς και τέσσαρας ὑπηρέτας, και ὅτε αἱ άβραι λύουν τα σανδάλιά της και αποκαθηλοῦν τους κοσύμβους τῆς κόμης της;

Και τότε μέν, αληθῶς, κοπιῶσα επι τα οικιακα έργα και καθημένη να λάβῃ εν τῷ μεταξυ ολίγην άνεσιν, ηκούετο στενάζουσα· αλλ’ εστέναζε τον ευλογημένον εκεῖνον στεναγμον τοῦ καρποφορήσαντος κόπου, στεναγμον ὑγιᾶ, ανακουφιζόμενον ὑπο τῆς συναισθήσεως τοῦ πεπληρωμένου καθήκοντος, και ὑπο τῆς αγαλλιάσεως ὅτι εκ τοῦ καμάτου εκείνου το σπίτι της έφεγξεν ὑπο καθαριότητος και ευταξίας, η ὅτι το ψωμάκι της, καλῶς ζυμωθεν και πλασθέν, το φαγάκι της, καλῶς ἁλατισθεν και εξαφρισθέν, έμελλε να κατευφράνῃ τα παιδάκια της και τον άνδρα.

Ὑπῆρχεν απόλαυσις εν εκείνῳ τῷ στεναγμῷ, απόλαυσις άγνωστος εις την γυναῖκα τῆς σήμερον. Ανέβλυζε πνεῦμα Θεοῦ ἐν τῷ ώχ! εκείνῳ τοῦ καμάτου.

Τώρα....

Τώρα, το ώχ! το αναδιδόμενον απο των ενδομύχων τῆς γυναικος αχθομένης, εῖνε ώχ! τῆς αθυμίας, ἥτις την καταλαμβάνει εαν τῇ λείψῃ προς ὥραν οἱαδήποτε ψυχαγωγία, — ἑπομένων τῶν συνεχῶν ψυχαγωγιῶν και της ελαττώσεως τῶν οικιακῶν ασχολιῶν· — ώχ! νοσηρόν, μηδόλως θεραπευόμενον ὑπο τοῦ διασταλάγματος τῆς Κολωνίας, ὅπερ σπεύδει να φέρῃ ὑπο την όσφρησίν της ἡ θαλαμηπόλος της.

Σταθῆτε, ποῦ τρέχομεν; Το γερόντιον ανωτέρω εῖπεν, ὅτι «εις αυτον τον κόσμον ποτε δεν θα μάθουν να σταματοῦν.» Ας δοκιμάσωμεν ἡμεῖς να σταματήσωμεν· αλλ’ άρξασθε απο τῆς μεταρρυθμίσεως τῶν Παρθεναγωγείων· ἄλλως απολλύμεθα.

Ταὐτοχρόνως δε σύντονον λάβετε πρόνοιαν και περὶ τῆς εκπαιδεύσεως τῶν αρρένων, ἧς το σύστημα απεδείχθη κακον προ πολλοῦ ήδη. Καιρος τοῦ να καταστήσωμεν αυτην αληθινήν. Ἕως πότε πλανῶντες καὶ πλανώμενοι! Παίρνομεν και τους έξω αδελφους εις τον λαιμόν μας, καθο αφορῶντας εις ἡμᾶς καὶ ακολουθοῦντας την αυτην ὁδόν. Οἱ τῶν μαθητευόντων προβάντες εις την τετάρτην τῶν Γυμνασίων καιρος τοῦ να μάθωσι την γλῶσσαν τοῦ Ισοκράτους προς Δημόνικον· — ναί, ναί· απο τοῦ Ωμεγάλου να επανέλθωσιν εις αυτο το Ιῶτα· — αλλα να την μάθωσι, δηλαδη να την γράφωσι και να την λαλῶσιν ὡς την κοινήν, διότι τότε και μόνον τότε θα δύνανται να λέγωσιν αψευδῶς, ὅτι έμαθον ἑλληνικά.

Με δίδετε να εκφωνήσω και περι τούτου, ὡς και περι παντος άλλου μαθήματος εις ὅ προβιβάζεται κατ’ έτος ἡ καθ’ ἡμᾶς μαθητιῶσα νεότης «Σταθῆτε, μη τρέχωμεν»;

Το εκφωνῶ, το αναφωνῶ και επαναλαμβάνων αυτο διαρρήγνυμαι, γινόμενος άλλου είδους αυτόχειρ, — εφ’ οὗ, τοὐλάχιστον ἡ Εκκλησία, ευσυνειδήτως θα απαγγείλῃ τα νεκρώσιμα.

Ι. Ισιδωριδησ Σκυλισσησ[1].


  1. Παρακαλῶ τον φίλον εκδότην νὰ παραγγείλῃ εις τους στοιχειοθέτας μη επιθέσωσι ψιλας και βαρείας, μη βλέποντες ταύτας εν τῷ χειρογράφῳ μου. Έχω κανόνας, ὅτι
    α′. Πᾶν αρκτικον λέξεως φωνῆεν, μη φέρον το σημεῖον τῆς δασείας, εῖνε ψιλόν, ὡς μαρτυρει ἡ ψιλότης αυτοῦ, ὅταν μηδεν φέρῃ σημεῖον.
    β′. Ἡ λήγουσα πάσης λέξεως, μη ανακοπτομένης ὑπο οξείας η περισπωμένης, εξ ανάγκης πίπτει βαρεῖα· εξ οὗ καὶ το σημεῖον τῆς βαρείας αποβαίνει περιττόν· ὀξύνονται δέ, ὡς τα εγκλιτικά, αἱ αναφορικαι αντωνυμίαι· και τοῦτο ου μόνον προς διάκρισιν ἀπο τῶν άρθρων ὁ, ἡ, οἱ, αἱ, κτλ., αλλα και διότι αἱ αντωνυμίαι αὗται προφέρονται οξυτόνως.
    Ὅταν ἡ ψιλη και ἡ βαρεῖα ὁμολογηθῶσιν ὡς παρέλκουσαι εν τῷ σημειοῦσθαι, καθότι δηλοῦνται ὅπου αν λείπῃ ἡ δασεῖα, ἡ οξεῖα και ἡ περισπωμένη, αἱ 114 κυψέλαι τῆς τυπογραφικῆς στοιχειοθήκης τῶν τονουμένων θα ελαττωθῶσιν εις 54, και επι στοιχειοθήκης οὕτως ηλαττωμένης το συνθετήριον τοῦ στοιχειοθέτου θ’ αποκτήσῃ πτερά. Τοῦτο εῖνε το σπουδαιότατον εν τῷ ζητήματι.
    Απο τῆς 20 δεκεμβρίου τοῦ 1886 ανέφερα ταῦτα ευσεβάστως εις την Σύγκλητον τοῦ καθ’ ἡμᾶς Πανεπιστημείου, εξαιτούμενο, και αυτῆς την κρίσιν, αλλ’ εισέτι δεν κατηξιώθην αποκρίσεως. E pur si muove.
Εν Αθήναις, 8 ιουνίου 1888.

Ι. Ι. Σ.