Δελφικός Λόγος II (Σικελιανός)

Δελφικός Λόγος ΙI
Συγγραφέας:


ΙI

Αλλ’ ως στον ύπνο, μυστικό του ονείρου το προζύμι
πότε στυλώνει φοβερήν αγνάντια μας τη Μνήμη,

πότε, κινώντας της ψυχής σπουδαχτικά τα φύλλα,
τη στει στον τρίποδα, τρανήν αξίπαστη Σιβύλλα,

παρόμοια, στην αθάνατη σιγή που στεριωνόμουν,
κάθε μου θύμηση χρησμός κι ως απ’ αρχής γεννιόμουν.

Κι ως του μαγνήτη καρφωτό το βέλος, π’ όλο τρέμει,
δεν το κινάν τα κύματα τριγύρα του κ’ οι ανέμοι,

μα, σε γαλήνη ανάμεσα κι αν πλέει η τρικυμία,
σπαρνά απ’ την ίδια πιθυμιά, που ’ν’ άμετρη και μία,

όμοια, ως εκάρφωνε βουβή φροντίδα το κορμί μου,
στη γην ακέρια πέτονταν η σκλαβωμένη ορμή μου,

κι ωστόσο, σαν καματερού που δεν ελύθη ακόμα
απ’ το ζυγό, μου ελύγιζεν η κεφαλή στο χώμα.

Στιγμή ή αιώνες ήτανε τριγύρα η συνοδειά μου
δεν το ’νιωθα, τι βάραινε σα σίδερο η καρδιά μου.

Μόνο στο μέγα βυθισμό, που εχώνευα τον κόπο,
όλης της γης σα να ’πιανε τριγύρα μου τον τόπο,

το χθόνιο φίδι λόγιασα αργά που εξετυλίχτη,
κι ακέρια η γη, σαν ο καρπός το σπόρο του που δείχτη,

εσκίστη ομπρός μου, κι ως ξερνά η ζύμη από τη σκάφη,
τους πεθαμένους μου ’δειξαν απ’ άκρη σ’ άκρη οι τάφοι,

τον ασκητή φανέρωσεν ακέριον η σπηλιά του,
κι ο σαρκοφάγος έδωκε γυμνό το βασιλιά του!

Στιγμή ή αιώνες διάβηκαν ολόγυρα από μένα,
δεν το ’πα ως ξαναβρέθηκαν τα μάτια μου ανοιγμένα·

μόνο κοιτάζοντας ψηλά και γύρα μου και πέρα,
δεν είδα πια στη βίγλα Του της γης μου τον πατέρα.

Μόν’ είδα πως στεκόμουνα στον τόπο Του μονάχος,
κι απάνωθέ μου ολάκερος ο ανήφορος κι ο βράχος.

Άσειστο βάρος μοναχά, μου επλάκωνε τα στήθη·
ώσπου σε τέτοιο στεναγμόν η πίκρα μου εξεχύθη:

«Α, τόσων χρόνων όργωμα να μου κρατεί, κολόνα,
τ’ αδρό κορμί, για να σταθώ ενάντιος στον αιώνα·

»να μου στεριώσει, σα θεού, του νου την άξια γύμνια
ίσαμ’ εκεί που μ’ έφεραν τ’ ατσάλινα αντικνήμια,

»που ο ήλιος μοιάζει μοναχός και μόνο το φεγγάρι,
με των βουνών τη δύναμη τριγύρα ωσά λιοντάρι,

»κι ακόμα ο δρόμος να ’ν’ πολύς, και πίσω να κοιτάξω
να μη μπορώ, τ’ είν’ η κορφή μακρά, για να πετάξω.

»Μα τ’ ανηφόρι να τραβώ, καθώς μιαν άγρια πλεύρα
οργώνει ο ταύρος, όλα του τεντώνοντας τα νεύρα·

»και ν’ αντιστέκεται η πλαγιά· και να βουλιάει το πόδι
σα στο ίδιο χώμα, π’ όργωσεν, απιστομάει το βόδι·

»το χέρι μου πεντάβαρη να το κλαδώνει η φλέβα
δίπλα στο γόνα, κ’ η καρδιά να βόγκει μόνο: “ανέβα!”

»Κι α! Μηδέ να ’χω σύντροφο, μηδέ και μόνος να ’μαι,
μα να ’μαι μόνος άγρυπνος, και μ’ όλους σαν κοιμάμαι.

»Μα, με τον ήλιο ή τη βροχή, τη μέρα να δουλεύω,
κι ολονυχτίς, με το Θεό, στα σκότη να παλεύω·

»τι, αν τέλος με τον κάματο τα μέλη μου πλαγιάζω,
τη ζέστα να ’χω απάνω μου των ουρανών, λογιάζω·

»κι αν θαρρευτώ πως έφτασε λυσίπονη η βραδιά μου,
σα βέλη τα πεφτάστερα να σκίζουν την καρδιά μου …

»Κι α! Μηδέ να ’μαι μοναχός, μηδέ συντρόφους να ’χω·
αλλ’ ως δε στρέφω πίσω μου κι ανηφοράω το βράχο,

»κι ως με στυλώνει απάρθενο του μόχτου η περηφάνια,
να χύνεται στη ράχη μου, της μοναξιάς η ορφάνια!

»Τι, κάτουθέ μου, σαν καπνός από φωτιά σβημένη,
μάταιων σαλπίγγων η αχώ κυλάει η σκλαβωμένη,

»και των λαών η χλαλοή μ’ ακολουθά ώς απάνω,
σαν το σκυλί που χύνεται ξοπίσω απ’ το ζητιάνο …

»Βόηθα με, Γη· τι εσάλεψε βαθιά μου η πρώτη τάξη:
Του κόσμου η πράξη είναι καπνός, κ’ η σκέψη μου είναι πράξη.

»Βόηθα με, Γη· το μόχτο Σου στο μόχτο μου στραγγίζω·
σαν τον Ανταίον αν λύγισα, καθώς αυτός Σε αγγίζω.

»Βόηθα με, Γη· κ’ Εσύ, Ουρανέ, το μέγα κόμπο λύσ τον,
πάνω απ’ τη Γην η κιβωτός να πλέξει των Αρίστων!»