Δελφικός Λόγος I (Σικελιανός)
Δελφικός Λόγος Ι Συγγραφέας: |
Δελφικός Λόγος ΙΙ→ |
Την ίδια αν έταξα καρδιά, να σκώσω στην κορφή της,
– τάμα τρανό –, σαν αθλητής, ιερέας και προφήτης,
τον πειρασμό της καυχησιάς πικρά για να πατάξω,
για τούτο δεν εγύριζα τα μάτια, να κοιτάξω.
Τι αλί· όπου βράχοι μόνοι τους μ’ αποσκεπάζαν τα ύψη,
εκεί συχνά τον κόπο μου σα θησαυρό είχα κρύψει.
Κι ως ασκητής, στην έρημο, π’ ανοίγει ένα πηγάδι,
τον ουρανό στα βάθη του να βλέπει και τον Άδη,
και δεν τον μέλει αν ο καιρός κ’ η σάρκα του περάσει
πριν απ’ τη φλέβα της πηγής τη δίψα του κεράσει,
αλλά στον κόπο τον πολύ, σα λίγο αποκοιμιέται,
θαρρεί αναβρύζει το νερό που τόσο αποθυμιέται·
σαν ερημίτης δυνατός, που ολοζωής νηστεύει,
για να το ιδεί ολοφάνερο το θάμα που πιστεύει,
μα στης σαρκός τον πειρασμό πολύ σαν αποστάσει,
θαρρεί πώς, τ’ άγιο σύνορο, μονόδρομα έχει φτάσει·
σαν ο βοσκός που απ’ αγρυπνιά, πα στα γκρεμά γλαρώνει,
κι ορθός, πάνω στην ίδια του την γκλίτσα αποκαρώνει,
κι αναλογιέται μονομιά μες στο βαθύ σκοτάδι
πως είναι μέρα, κι όλο του χωρίζει το κοπάδι·
συχνά, στο δρόμο ως έστεκα, θαρρούσα δεν τελειώνει
ποτέ ο καιρός, κ’ η σκέψη μου πώς κάστρο θεμελιώνει,
θαρρούσα αιώνιον η ψυχή πως είχε μετερίζι
και πως το στάχυ του Ηρακλή, όπου έσπειρε, θερίζει.
Αλλ’ ως αιφνίδια ο ασκητής, στον ύπνο ανανογιέται
πως είναι πλάνο τ’ όνειρο, κι ολόκορμος πετιέται
να πιάσει πάλι το βαρύ λοστό και το λισγάρι·
κι ως ο ερημίτης ο τρανός, των ερμιτών φεγγάρι,
αν ξαφνικά τα μάτια του σηκώσει, και κοιτάξει,
και το γιγάντιον όραμα μπορεί να το διατάξει,
κι αν είν’ μελίσσι γύρα του τρεμάμενο οι αγγέλοι,
κι αν είν’ ο πόθος τους αψύς, τι αυτός κρατάει φραγγέλι,
κι ακόμα και στη σύναξη, π’ ακούει, των Ασωμάτων
Δυνάμεων, τρέμει τον καημό των άπλερων σπερμάτων·
κι ως ο βοσκός που γνοιάζεται, το πράμα ενώ σκαρίζει,
πετιέται από το κάρωμα και χουγιαχτά σουρίζει,
και το κοπάδι σταματά μεμιά το πάτημά του
και περιμένει τον βοσκό να ξαναρθεί σιμά του·
όμοια, στα βάθη του γοργού που μ’ έζωνε ληθάργου,
μεμιάς ανοίγαν μέσα μου τα μύρια μάτια του Άργου,
κι αν σαν κρυμμένος θησαυρός μου φάνταζεν ο κόπος,
από τον ίδιο δράχνονταν η βούλησή μου· κι όπως
όσο δουλεύεται τραβά περσότερο ο μαγνήτης,
τόσο η ψυχή μου εγνώριζε την κρύφια δύναμή της …
Αλλ’ ως στα βάθη της ψυχής, μαζί και χώρια εβρήκα,
με του βουνού τη δύναμη, του κάμπου όλη τη γλύκα,
στους ζωντανούς ανάμεσα και τους νεκρούς αντάμα
απολησμόνησε η καρδιά το πιο τρανό της τάμα.
Μόνο τα πάντα, τ’ αυριανά, τα σημερνά, τα αιώνια
σα συννεφιά ανοιξιάτικη μου τα ’κλωθε η συμπόνια …
Μόνο ταχύτερα πολύ κι απ’ ό,τι δεν προφτάνει
άμα γυρίζει ο πιστικός τα πρόβατα στη στάνη,
κι απ’ το σταλί, το αβύζαχτο που πείναγε ολημέρα
βελάζει, κι ανυπόμονα σπρωγμένο πέρα ως πέρα
ψάχνει να βρει τη μάνα του, κι αυτή το αποζητάει·
αλλά ο βοσκός, πιο γρήγορος, μπροστά της το πετάει,
ώσπου άλλη πια τριγύρα τους αχώ δεν ανασαίνει
παρά του αρνιού το βύζαγμα, που την ουρά του σαίνει –
στων ζωντανών και των νεκρών τη μέση απ’ το κοπάδι,
της μάνας έλεα να ’δινα, που ξέφυγ’ απ’ τον άδη
το βρέφος· να ’δινα το γιο στον έρμο του πατέρα·
τον αδερφό στον αδερφό· όσο που πέρα ως πέρα
η δυνατή συμπόνια μου, στα πάντα που είχ’ απλώσει,
στην πλάση μέσα ένα κρυφό ξανάσασμα να κλώσει …
Μα ήρθεν η μέρα που οι νεκροί κ’ οι ζωντανοί, σιμά μου,
καθώς οι βάτοι, επιάνονταν από το φόρεμά μου·
και μοναχός απόμεινα στα ράκη μέσα ατός μου,
κ’ είπα: «Καιρός κ’ εμένανε να φέξει ο σκελετός μου·
»μόνο, ψυχή μου, πριν σβηστείς, ξεδιάλυνε και κρίνε
σε ζωντανούς και σε νεκρούς ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ, ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ.»
Κι ως το ραβδί μου μου σήκωσα για να χτυπήσω αιφνίδια
μες στο κοπάδι, η όψη του πια δε μου φάνη η ίδια.
Σα σκήπτρου εφάνταξε μεμιά τη λάμψη να ’χε πάρει,
και μες στη φούχτα το’νιωσα να τρέμει, θείο κοντάρι.
Γιατί, την ώρα της οργής και του χαμού, από πέρα
είδα, ασκητή των ασκητών, της γης μου τον πατέρα.
Σώμα είτε πνέμα να Τον πω – κι ο λόγος δεν το πλάθει –,
μ’ από τη σάρκα ήταν γυμνός, σαν απ’ τη θήκη η σπάθη.
Κ’ έκραξα: «Ω Συ που πρόσμενα· σταμάτα την ορμή μου,
τι Εσύ ’σαι η δυνατότερη συμπόνια στο κορμί μου!
»Εσύ ’σαι ο μόχτος ο τρανός· Εσύ ’σαι τ’ άγια θάρρη·
Εσύ του νου μου, το κρυφόν ακρόγωνο λιθάρι!
»Τα μονοπάτια μου έφεξαν αρχή ομορφιάς ως πέρα·
μα ας ήτανε να Σ’ άγγιζα τα γόνατα, πατέρα!
»Σαν τέλος φανερώθηκες, σταμάτα κι άκουσέ με·
κι ως ο σκαφτιάς κι ως ο σποριάς τη γη, διβόλισέ με,
διβόλισε ώς το κόκαλο και ψάξε με ώς το σπλάχνο!»
Και, φάνη μου, αποκρίθηκε: «Πριν γεννηθείς Σε ψάχνω.»
Τι, χείλι δεν εσάλεψεν Αυτός και δε μιλούσε,
μα ο στοχασμός Του σα βροντή στις φλέβες μου εκυλούσε.
Μα στο κεφάλι μου άπλωσε το χέρι, κι αν βλογούσε
δε θάρρεψε, τι ολόκερο στη γη μού το λυγούσε.
Κ’ είπα: «Πατέρα· θες σκυφτός να μείνω, κι όσο ζήσω
σα σε πηγή, στα πόδια Σου τη δίψα μου να σβήσω;
»Τι Εσύ ’σαι ολόρτος· κι αν σκυφτή εδιάβαινε η ζωή μου,
κι αν όλη ξόδευα, μπροστά στα μάτια Σου, την πνοή μου,
»σπίθα φυσώντας λιγοστή στο μυστικό σου σπήλιο
για να ξανάψω ένα τρανό ναυαγισμένον ήλιο·
»διάταξε, αν είναι να σταθώ στα πόδια Σου, πατέρα,
να μην τοξέψω της καρδιάς τον πόθο ακόμα πέρα,
»του άθλου τη λάμψη να γδυθώ, και νά με, θέρισέ τη
τη σκέψη που μου θράφηκεν ανέμποδα σα χαίτη!»
Κ’ είπα: «Στον άγιο δρόμο Σου, πατέρα, ως ήταν νά μπω,
συχώρα με αν πλανήθηκα στης αρνησιάς τον κάμπο·
»κι αν, όπου σέρνει ο άνθρωπος μια γνώμην ακαμάτρα,
αν κάποτε δυνάμωνε τριγύρα μου τη λάτρα,
»παρακαλιόμουν το άμετρο ποτάμι Σου να στρέψει
όπου η χαρά μού φούντωνε για μια στιγμή τη σκέψη·
»ή, στο χαμό αν δεόμουνα που βάδιζε ο λαός Σου,
βοήθειας χέρι ακούραστο να γείρει το έλεός Σου.
»Μόνο, πατέρα, ας ήτανε η θλίψη κ’ η σιωπή μου
στους άγιους μέσα βράχους Σου, να σβήσουν τη ντροπή μου!»
Και θάρρεψα αποκρίθηκε: «Για να ’ρθεις ώς εμένα,
πολλά σού φέξαν κόκαλα στο δρόμο σου σπαρμένα.
»Δεν είναι διάβα ενός λαού· δεν είναι κοιμητήρι
λίγων νεκρών, το άθανατο που μπήκες χωνευτήρι.
»Εδώ ’ναι η άμετρη σιγή· εδώ ’ναι η κρύφια τάξη·
εδώ κ’ η δρόσο ακούγεται, από τα νέφη αν στάξει.
»’Δώ ’ναι το πλέγμα των ναών· η συντυχιά της φύσης·
εδώ ανταμώνονται της Γης, σε μια, οι τρανές αισθήσεις·
»εδώ του πόνου είν’ ο βυθός· εδώ του μόχτου η κόχη·
εδ’ όλος τρέμει ο άνθρωπος, το ναι ν’ ακούσει ή τ’ όχι.
»Εδώ, ως τον ζώσει αλάλητη του Θεού η ακράτητη άχνα
που ακέρια λύνει μέσα του τα φρένα και τα σπλάχνα,
»ξαστράφτοντας αγνάντια του της Βούλησης το δρόμο,
ή του στεριώνει αθάνατη την κεφαλή στον ώμο
ή, σάμπως χώρια απ’ το κορμί, η σκέψη η κορυφαία
την προβοδά – ως τα κύματα την κεφαλή του Ορφέα,
»οπού τραγούδαε μοναχή – λογιάζοντας ν’ αράξει
στης αφθαρσίας το πέλαγο, π’ όλ’ η ψυχή είναι πράξη …
»Τι, μάταιη σκέψη και θαμπή ποτέ δεν τριγυρίζει
του τόπου ετούτου τ’ αψηλό, γαλήνιο μετερίζι·
»αλλ’ ως αιώνια γύρω του κρατούν οι αϊτοί ανοιγμένη
πλατιά φτερούγα, από τρανό ρυθμό κυβερνημένη,
»τρανοί παρόμοια οι στοχασμοί, κι αδάμαστοι, και λίγοι,
εκεί του ανθρώπου η βούληση, π’ απιστομάει να φύγει,
»τη μοναξιά τρομάζοντας και το βαρύν αγώνα,
σαν η καρδιά σφυροκοπά σε χέρια, νου και γόνα,
»την κάτου γη με του φτερού το μέγα ίσκιο σκέπουν,
κι όλα αξεχώριστα τ’ ακούν αντάμα και τα βλέπουν …
»Μόνο, το νου σου σε τρανούς βυθούς αν να βυθίσεις
ζητάς, εδώ στα πόδια μου να ’ρθεις και να καθίσεις.»
Έτσι τα λόγια Του σιγά στα φρένα μου εκινούσαν,
κι απάνωθέ μου ελάμνανε οι αϊτοί και τριγυρνούσαν ...
Και νά· σαν ένας, σε βαρύ χειμώνα αποσταμένος,
που βρει φωτιά, κι ολόψυχα μπροστά της καθισμένος
κοιτά τη φλόγα αμίλητος, κι αμίλητος ξαμώνει
τα κρύα του χέρια στη μεριά που η φλόγα δυναμώνει,
κι όπως η ζέστα τα κρατεί στον κύκλο της κλεισμένα
ο νους του πια λυτρώνεται σε σκέψη – όμοια κ’ εμένα,
καθώς μια πύρα στο άκουσμα μ’ ανέβαινεν αιώνια,
άρχισ’ ο νους μου απόκρυφη να πλημμυρά αρμονία.
Και κάθισα στα πόδια Του σαν ένας που θυμιέται
βαθιά, και πάνω στο ίδιο του το γόνα αποκοιμιέται.
Κι ως ο προφήτης, το τρανό, που γνώρισε, Όργιό του,
μνήσκει τυφλός μα αγάλλεται στο σκότος το άγιό του,
τι, πια, δεν έχει μέρας φως να του μποδάει τ’ αστέρια,
μα η μέρα του είν’ απέραντη κ’ η νύχτα του είν’ ακέρια,
και δεν τον κράζει ένας αχός, μα το στερέωμα όλο
της ακοής ολάκερης του πλημμυράει το θόλο,
και δε θωρεί τι ’ναι μακρά και τι ’ναι εκεί σιμά του,
τι πια όλ’ η Γη είναι κάτουθε σε κάθε πάτημά του·
έτσι κ’ εγώ, στα πόδια Του σφιχτά συμμαζεμένος,
άσειστος ήμουν ζωντανός, και ζούσα ο πεθαμένος.