Δελφικός Λόγος III (Σικελιανός)

Δελφικός Λόγος ΙII
Συγγραφέας:


ΙII

Τόσο αναστέναξα βαθιά, που τ’ αναστέναγμά μου
σα να μου γίνηκε ραβδί και καρδιοστήριγμά μου.

Κ’ είπα: «Κι αν είσαι μοναχός, τι τάχατε σημαίνει,
μια κ’ είν’ απόμακρα η κορφή που ν’ ανεβείς σου μένει;

»Και γιατί τάχατε ζητάς να σου ’ρθουνε συντρόφοι,
μια κ’ είν’ ακόμα ανέβασμα για σένα, όχι πιστρόφι;»

Κι ως ολοένα απλώνονταν η νύχτα γύραθέ μου,
τα μάτια μου ανασήκωσα στη νύχτα, κ’ είπα: «Θέ μου,

»δεν ήρτε πια ο απόδειπνος ο μέγας της σαρκός μου;
Δεν έδιωξα απ’ τα μέλη μου την άργητα του κόσμου;

»Δεν είμαι τάχατ’ έτοιμος, σ’ ένα τρανό Σου νέμα,
σα μια αστραπή το σύννεφο, όλο να δώσω το αίμα;»

Και φάνηκέ μου απάντησε φωνή που κι απ’ του αιμάτου
ήταν βαθύτερη πολύ, κι από το χτύπημά του:

»Τρανός σε γύμνασ’ έρωτας, μ’ αν είν’ αλήθεια, ανέβα
ώσπ’ από μόνη της, ψηλά, του νου ν’ ανοίξ’ η φλέβα·

»μάταιη σπονδή δεν καρτερώ, και ξέρε το, από σένα.
Μα ως ανεβείς τα μυστικά σκαλιά τα πεπρωμένα

»κι ανοίξουν δρόμο οι αστραπές του νου σου, ας ακλουθήσει
και το κορμί στου απόκρυφού μου Ολύμπου το μεθύσι,

»μες στο κρυφό χοροστασιό που είμ’ όλος βυθισμένος
του νου σου ακέριο να δειχτεί το γενετήσιο μένος.

»Μάταιη δε θέλω ’γω σπονδή· τι, τίποτα δε μένει
στη γη, ή μια σκέψη ατίθαση, κι αυτή αστραποκαμένη.

»Κοίτα την άβυσσο καλά, να σου θεριέψει η σκέψη,
τι και την άβυσσον ο νους μπορεί να τη φυτέψει!»

Έτσι μου φάνηκε άκουσα φωνή που κι απ’ του αιμάτου
ήταν βαθύτερη πολύ, κι από το χτύπημά του.

Και τότε, ως σώμα ολάκερο που πυρωθεί στη μάχη
και δε λογιάζει θάνατο ποτέ μπροστά του να ’χει,

με θέρμη ξάφνου απάντεχη, σα να ’ταν αποφόρι
φιδιού τα πριν, ξανάρχισα και πάλι τ’ ανηφόρι.

Κ’ είπα: «Ποτέ μου μη σταθώ· γιατί από δω και πέρα
μιαν ευωδιά αθάνατη μυρίζομαι στον αέρα.

»Δώσ’ εκεί πάνω, μοναχά, όπου αναπνές, να πάρει
να λυτρωθεί της σκέψης μου το κρύφιο κεφαλάρι·

»τι εδώ μου ρεύει ο λογισμός και χάνεται στη λήθη
απ' ώρα σ' άλλη, ως στης νυχτός τα σκότη τ' αστρολίθι.

»Δος μου, όπως θες, να ζυγιαστώ στο μυστικό στατέρι,
που όμοια βαραίνει ο πλέριος νους, μ’ ολάκερον αστέρι!»

Και πάλι απάντησ’ η βαθιά φωνή: «Μηδ’ η βιασύνη
δε θα σου δώσει την τρανή π’ αξίζει σου ευφροσύνη.

»Μα εδώ, που πλέρια της νυχτός ξανοίγονται τα δώρα,
σε ασύχναστο μυστήριον αργά αναδώσου τώρα,

»και για τον πόθο τον τρανό αργά και στέρια πάτει,
για να γενεί και γι’ αλλουνούς στρατί και μονοπάτι.

»Ωσάν αυτός, του αλόγου του τη χαίτη όπου χτενίζει
και το ταξίδι ωσά ρυθμό στη σκέψη του αρμονίζει,

»όμοια γυρεύω ν’ ανεβείς, γερά και μετρημένα,
αν θες αλήθεια στην κορφή ν’ ανταμωθείς μ’ εμένα.»

Έτσι είπε· και σα να ’νιωσα καλά το τι ζητούσε,
– καθώς ο Ορφέας που, βλέποντας τον ουρανό, κρατούσε

μια φούχτα χώμα στο ιερό του χέρι – όμοια δεμένα
σ’ άρτιο ρυθμό, ξεκίνησα τα βήματα αλλαγμένα:

Και πια, το κάθε πάτημα σκοπός· σκοπός το βλέμμα·
η κάθε σκέψη μου σκοπός π’ αδέρφωνέ μου το αίμα.
  
Κ’ είπα: «Δεν πρέπει να βιαστώ· ν’ αργήσω δε μου πρέπει·
τι, την κορφή ο ανήφορος, σα νύφη μού τη σκέπει.

»Πρέπει να φτάσω, σα γαμπρός σε νύφη στολισμένη
που με γαλήνη αθάνατη γαλήνιο με προσμένει.»

Έτσ’ είπα· κ’ έτσι ανέβηκα σ’ Εσέ, χαρά κρυφή μου,
έτσι τον πέπλο Σου άγγιξα τον άγγιχτο, κορφή μου.

Βουβά τα πάντα· απέραντη τριγύρα μου ηρεμία·
βουβά τα φρένα μυστική, βουβή ιερογαμία!

Και ιδές· η σκέψη, αμίλητη κι απέραντη, από μόνη
τριγύρα μου κατέβαινε, πυκνή, γοργή, σα χιόνι.

Και γύρα μου κατέβαινεν, όχ’ η χαρά, η ψυχή της·
κι απλώνονταν, σαν κύματα σε πέλαο, μοναχή της.

Κι ανέβαινε, κατέβαινε και κύκλωνέ με πάλι,
σαν πέλαο που δεν έβρισκε να σπάσει σε ακρογιάλι.

Κι ολοένα, ανάνιωθα μια πνοή τεράστια να μ’ αλλάζει,
σα μέγα δέντρο, ολάκερο π’ από τη ζέστα αλλάζει.

Κι ως ξάφνου ανοίγ’ η μυγδαλιά όλα της τ’ άνθια αντάμα,
άνθισ’ ο νους μου μονομιά το ζωντανό μου τάμα.

Και τότε μόνο, το άκρατον ως γνώρισα μεθύσι,
κι Όλυμπος πια χεροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει,

και τότε ως όλα ελάμψανε, τα μέσα και τα γύρα,
μες στην απέραντη σιγή, (σάλπιγγα τάχα ή λύρα;)

καθώς το αηδόνι στη νυχτιά, στη ζέστα το τζιτζίκι,
εβούιξε με τα σύμπαντα φωνή: «Η νίκη, η νίκη!»

Κι όλος ο πέπλος της κορφής σωριάστηκε μπροστά της,
και κράτησ’ όλο το αίμα μου μια βοή, σαν αιμοστάτης:

«Χαρά στον κρύφιον έρωτα, που σου ’πε πάντα “ανέβα”,
ώσπου ν’ ανοίξει της ψηλά του νου σου η φλέβα,

»και στο κρυφό χοροστασιό, που είν’ όλο βυθισμένος,
να νιώσει ακέριο μέσα του το γενετήσιο μένος.

»Τι εδώ ψυχή είν’ η θέληση· και πέλαγο είν’ η μνήμη·
και μούσα η μάνα των Μουσών, μια αθάνατη Επιστήμη.

»Κ’ εδώ είν’ ο λόγος προσταγή και δύναμης πλημμύρα,
για να βυθίσεις μέσα σου των νεύρων σου τη λύρα,

»κι ωσά γιομίσεις εντολή την καθεμιά σου φλέβα,
μεστός από ύμνο αθάνατο, μην καρτερείς· κατέβα!»