Δελφικός Λόγος IV (Σικελιανός)

Δελφικός Λόγος ΙV
Συγγραφέας:


ΙV

Τέτοιος ο λόγος πόστεκε βαθιά μου παραστάτης.
Κ’ εγώ, σα να ’μουν μυστικός των άστρων χοροστάτης,

με την ψυχή και το κορμί να σμίξω ως εποθούσα
στο θείο χορόν, ατρόμητος μες στο Ρυθμό εβυθούσα.

Κι όπως μιαν αίστηση τρανή τα φρένα μου εσηκώνα,
των κόσμων όσο ζύγωναν τη φοβερήν εικόνα,

Λύρα τα νεύρα μου, ο Ρυθμός απέραντος εδόνει,
και την καρδιά μου, μυθικόν ακοίμητον αηδόνι.

Μα εδάμαζα, μερόνυχτα, του Οργίου τα καρδιοχτύπια,
κι αν απ’ το τύμπανο έφαγα, κι αν απ’ το κύμβαλο ήπια,

κι αν το ψωμί γευόμουνα που όλα μου ’διναν τ’ άστρα,
και το κρασί, που μ’ άνοιγε των ήλιων η κεράστρα.

Τι, ομπρός μου, θέληση η ψυχή· τρανή πλημμύρα η μνήμη,
και μούσα η μάνα των Μουσών, μια αθάνατη Επιστήμη.

Κ’ εγώ, μπροστά στο μέγα της που περίκλειε βλέμμα,
σα στην Ορθίαν Αρτέμιδα μπροστά, στο ίδιο του αίμα

από την άγια μάστιγα μιας πειθαρχίας λουσμένος,
ο Σπαρτιάτης ο έφηβος σ’ ευλάβεια ζυγιασμένος.

Τι αυτή με κράτησ’ άσειστο, στο μυστικόν αλώνι,
που ο λογισμός του ολάκερο με ζει και με στυλώνει·

αυτή, τριγύρα απ’ τον παλμό, μου χάραξε ένα κάστρο,
για να γνωρίσω την καρδιά, μες στ’ άστρα ξέχωρο άστρο·

αυτή μου ερίζωνε κρυφά τη σκέψη στο σκοπό της,
ακλόνητη, όσο να νιωστεί σα δάφνη στον καρπό της·

αυτή μου γιόμιζε, καιρό, με θείο ρυθμό τη φλέβα,
πριχού και πάλι μοναχή να πει η καρδιά: «κατέβα ...»

Πόσο με κράτησε καιρόν, ακοίμητο μπροστά της,
π’ ο λόγος μέσα μου ο τρανός αγρύπναε παραστάτης,

ν’ αναμετρήσω δεν μπορώ· μα, ως κίνησα, όλη αντάμα
μου φάνη κίνησε κ’ η γη για ένα καινούριο τάμα.

Τι, ίσα ανάνιωθα το φως του νου μου μερασμένο
στο ζωντανό και στο νεκρό και στο λησμονημένο.

Κι όλη ξοπίσω αιστάνομουν της γης την άγια κλήρα,
λιτανευτά των νεύρων μου ν’ ακολουθάει τη λύρα.

Τι, πια, το βήμα ελόγιαζα, το βλέμμα μου, τα στήθη,
απ’ την τεράστια μοναξιά κι αν πήαινα προς τα πλήθη,

απάνου σ’ άγια ρέματα μονάχα τους με πάνε,
καθώς τ’ ακρόφτερα του αϊτού, που λάμνουν, δε χτυπάνε.

Κι ο νους μου που ’ταν της σιγής και του ρυθμού το θρέμμα,
κι η διάπλατή μου αναπνοή, και το κυκλώπειο βλέμμα,

τριγύρα τους ξανοίγανε, πρωτύτερα κρυμμένα,
νεογέννητα διαστήματα, πλατιά φανερωμένα.

Κι ανάπνεε στήθος, μάτι, νους καθάρια αθανασία,
κάθε γωνιά, πλατύτερην από την άγια Ασία,

απ’ τους αιώνες πιο βαθιά κάθε στιγμή απλωμένη,
κάθε αναπνοιάν, ασκόντεφτα με τ’ άστρα ανταμωμένη …

Έτσι, ως τα μάτια μου, άμετρα το διάστημα διαβαίναν
(ποιοι τάχατ’ ίσκιοι κατά μέ ολοένα αργά ανεβαίναν;)

είδα, κοιτώντας χαμηλά, το βράχο που ’χα αφήσει,
σάμπως διαμάντι νιόκοπο στο βλέμμα μου ν’ ανθίσει,

είδα, κοιτώντας χαμηλά, το βράχο που ’χα αφήσει,
σάμπως διαμάντι νιόκοπο στο βλέμμα μου ν’ ανθίσει,

κ’ έτσι του φώναξα γλυκά: «Γεια Σου κ’ Εσέ, χαρά Σου,
τι πέρ’ από τ’ άστρα σήμερα φωτάν τα σύνορά Σου!»

Μα τη ματιά μου στύλωσα στα πλάγια του, ως ανοίγει
την κόραν όλη του ματιού, ο αϊτός για το κυνήγι.

Τι, φάνηκέ μου, ανθρώπινες μορφές, ξεκινημένες,
ή στέκαν, ή σκαρφάλωναν στο βράχο, σκορπισμένες.

Κ’ ήταν σαν όλες να ’χασαν στο ανέβασμα το δρόμο,
και το δισάκι, φανερά, τους βάραινε στον ώμο …

Τότε το βήμα ετάχυνα, τι ανάνιωσα στα στήθια
κρυφό παλμό, σαν άνθρωπος που ξεκινά για βοήθεια.

Κι ως σίμωσα περσότερο, στηλά εξανάειδα πάλι·
και μου φανήκαν άνθρωποι όχι άμαθοι από πάλη.

Ποιοι ’ταν δεν ξέρω· μα όλοι τους, ορθοί είτε πλαγιασμένοι,
κάτι ο καθένας έμοιαζε βουβός να περιμένει.

Κι όλοι, από κάποιο ανέβασμα του χρόνου ανεβασμένοι,
κι ας εξεκίνησαν μαζί, φαντάζαν χωρισμένοι.

Κ’ ήταν σαν όλοι που κινάν σπρωγμένοι από το αίμα
για να χαρούνε κάποτε σ’ ένα μεγάλο βλέμμα

όσα η κοντόφθαλμη ματιά του κόσμου ξεχωρίζει
κι όσα να σμίξει ο λογισμός αγάλλεται κι ορίζει.

Μ’ απ’ τον τραχύν ανήφορο και την πολλή τους βιάση,
καθείς λογιάζει για κορφήν εκεί πόχει αποστάσει.

Τότε, η καρδιά μου εχτύπησε περσότερο από πρώτα,
σάμπως με πίκρα και χαρά στα βάθη τους να ερώτα:

«Τάχα είν’ αυτοί που πρόσμενες να σου ’ρθουνε συντρόφοι,
και να τους βρεις, ελόγιαζες, στο φωτεινό πιστρόφι;»

Κι ως έκαμα το ρώτημα και τ’ άρθρωσα βαθιά μου,
σάμπως λιθάρι εζύγιασα στα στήθια την καρδιά μου.

Κ’ είπα: «Προχώρα· τι ο καιρός κάθε σου βήμα κρίνει·
κι ο λόγος πόχει δύναμη, πικρό κεντρί να γίνει,

»κι ως την αγάπη σου, καλά συγκράτα το μαστίγι·
μα μην αφήνεις, ο καιρός που σου ’λαχε, να φύγει.

»Τι ορμάει η ώρα της σποράς· κι ορμαέι το καλοκαίρι·
ρίξε σπορά, και τη σοδειά καιρός θα σου τη φέρει.»

Έτσ’ είπα· και το σπλάχνο μου βαθιά μου δεν ταράχτη,
μα αναβακχεύτηκε η ψυχή κι ως φλόγα ανατινάχτη.

Τότε, με τράχηλο σταλό, σηκώνοντας το βάρος
της εντολής, προχώρησα στη μέση τους με θάρρος.

Κι αυτοί, το βήμα ως άκουσαν και κοίταξαν απάνω,
στο νου τους με λογιάσανε για του βουνού τσοπάνο.

Μα ’γω σταμάτησα εκειδά· κ’ ήταν θρονί μου ο βράχος·
και κυκλικά τους κοίταξα καθώς ο αρχαίος διδάχος:

«Τρανό του μόχτου το άγαλμα ανάμεσό σας σταίνω·
και το κορμί σας και το νου, με τ’ άγαλμα ανασταίνω.

»Ντροπή» τους έκραξα «ντροπή σκωθείτε, τιναχτείτε»·
κ' ένας τον άλλο σμίγοντας, στα μάτια κοιταχτείτε!

»Ντροπή» τους έκραξα «ντροπή στα νιάτα σας λιγάκι,
να σας βαραίνει το ψωμί σα να ’τανε φαρμάκι·

»απλοχερίστε απάνω του γοργά και δυναμώστε·
κι αν εκινήσατε μαζί, κ’ εδώ ψηλά ανταμώστε!»

Έτσι επρωτόκραξα, κι αυτοί, κοιτάζοντας απάνω,
πάλι στο νου με λόγιασαν για του βουνού τσοπάνο.

«Σκωθείτε, κι απ’ το κάρωμα το λογισμό σας λούστε»
πάλι τους έκραξα μεμιά «και τη φωνή μου ακούστε.

»Τι, πια, πηδά στο πνέμα μου ο λόγος, σαν το κριάρι
που το ’χει ζώσει η άνοιξη και το ψηλό χορτάρι.

»Πως στην τραχιά συνήθισαν π’ ακούτε αχώ τ’ αυτιά μου,
κ’ είναι βουνίσια δύναμη, θαρρείτ’, η αποκοτιά μου;

»Η δύναμ’ είν’ η μυστική που διαπερνά τους αιώνες,
κι ως ο Σαμψών, απ’ του καιρού κρατιέμαι τις κολόνες.

»Άλλο τραπέζι» ακλούθησα «για Σας είχα στρωμένο …
Αχ, πόσο, να το ξέρατε, καιρό, σας περιμένω!»

Τότε, τα μάτια ανοίξανε πλατιά στο πρόσωπό μου,
σα να μαντέψανε θαμπά το νου και το σκοπό μου …

Και τότ’ εγώ το πνέμα μου, σα βακχικό αμφορέα,
προς των μελλόντων στρέφοντας τον θείον αρχιερέα,

τον Ήλιο, έτσι τους μίλησα, που πάρθηκε η μιλιά τους
από το σπλάχνο, κι άνοιξαν σ’ εμέ την αγκαλιά τους.

Κι άκουαν, ορθάνοιχτη ακοή, πως έλεγα, ένα ένα,
τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα αιώνες ξεχασμένα.

Κι αθρόο το δώρο πάνω τους ολοένα ως εκατέβη,
στ’ άκουσμα, κάθε αρχίνησε ψυχή να παρθενεύει.

Κι αλλάξανε τα βλέμματα, τα χέρια, το κεφάλι,
και μοιάζαν να ’ταν έτοιμοι σα για χορό ή για πάλη.

Κ’ είπα: «Για πάλη ή για χορό έτοιμοι τώρα αν είστε,
τ’ ανοιξαντάρια ψάλλοντας όλης της γης, κινήστε.

»Κορμιά μυημένα, από τη νια χαρά χορεύτε γύρω,
τι η μοίρα τώρα ξεπετά και το δικό Σας κλήρο.

»Κι όλοι, ανυπόμονη καρδιά, τόλμη ιερή γεμάτοι,
τη γη χτυπάτε, ως τη χτυπά, για να κινήσει, το άτι.

»Τι, πια, ωριμάσαν οι καιροί· κι ο χρόνος, που στοιχειώνει
τα πάντα, λιώνει τη σιγή των αιώνων σαν το χιόνι,

»να κατεβούν τα ρέματα των αιώνων, απ’ τα πλάγια
κάθε κορφής, ως στ’ άβαθα του πρώτου κόσμου, τ’ άγια,

»ρείπια κι ανθοί να σμίξουνε, απ’ τα βάθια να κράξει
της γης το πνέμα, σαν καρδιά κ’ η πέτρα να στενάξει …

»Μα, πριν κινήσετε μαζί, τριγύρα μου σιμώστε,
κι όλοι, τα χέρια δένοντας, τον μέγαν όρκο ομώστε:

»Ν’ ακούστε πρώτα το Ρυθμό που απ’ την κορφή Σάς φέρνω,
που με τον ίδιο οργώνω πια και με τον ίδιο σπέρνω,

»και για τον ίδιο Σας κρατώ, μαζί σας πριν να φύγω
για όλης της γης το θερισμό, για όλης της γης τον τρύγο.»

Είπα, κι ομώσαν· κ’ έσμιξε τα πνέματα ο αγώνας,
σα με τη γην εδέθηκεν ο νέος τους αρραβώνας.

Κι όλοι μαζί χτυπήσανε τη φτέρνα τους στο χώμα,
κ’ έτσι, αρχινώντας το χορόν, ανοίξανε το στόμα:

«Της Γης ο πρόβουλος, Ρυθμός· Ρυθμός ο σύντροφός της·
Ρυθμός μεγάλος και βαθύς και μυστικός, το φως της.

»Κύκνο δεν είχαμε οδηγό στο μυθικό ταξίδι
οπού ελογιάζαμε πώς πια δεν έχει διαβασίδι.

»Μα νά· των κύκνων η ψυχή, που αιώνες περιμένει,
τώρα χτυπά, απ’ το λήθαργο, φτερά, λευτερωμένη.»

Κ’ εγώ σάμπως απόμερα, και δεν ανάσαινα άχνα·
μα μια λαχτάρα μου άγγιζεν αμίλητα τα σπλάχνα.

Τι, φάνη μου, σα σήκωσα τα μάτια μου, από πέρα
πάλι ξανάειδα, μυστικά, της γης μου τον πατέρα.

Σώμα είτε πνέμα να Τον πω – κι ο λόγος δεν το πλάθει –,
μ’ από τη σάρκα ήταν γυμνός, σαν απ’ τη θήκη η σπάθη.

Σα χιόνι ήταν απάνω Του ανείπωτη η αγνότη,
κ’ ήταν τα γέρα Του ως ποτέ στη γη δεν ήταν νιότη …

Και σύνταχα, στα φρένα μου, σα να ’τανε φιλί Του
στο μέτωπό μου, τη στερνή ξεχώρισα εντολή Του:

»Παιδί της ίδιας μου ψυχής, τη δύναμή σου κράτει,
για να γενεί και γι’ αλλουνούς στρατί και μονοπάτι.

»Νά τη, των κύκνων η ψυχή, που αιώνες περιμένει,
τώρα χτυπά, απ’ το λήθαργο, φτερά, ξαλαφρωμένη …

»Μα πριν ολάκερη σκωθεί κι ολόρθα τα τινάξει
προς την καθάρια μουσική, προς την αιώνια πράξη,

»απ’ τα μαστάρια, που κρατάς, της γνώσης, τα μεγάλα,
κι ως καταρράχτες γαληνούς της γης αρμές το γάλα,

»να πιούνε δώσε τους, πλατιά, σα να ’ταν η ψυχή μου,
και στάλα στάλα, την κρυφή που πήρες διδαχή μου.»

Έτσι μου μίλησε· κ’ εγώ, σαν είδα να μου νεύει,
κι άρχισ’ η δίπλη του χορού να σιγογαληνεύει,

πάλι τους κράτησα εκειδά. Πάλι θρονί μου ο βράχος.
Πάλι τους είδα κυκλικά ωσάν ο αρχαίος διδάχος.

ΕΚΕΙ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ· ΕΚΕΙ ΞΑΝΑΒΡΑ Τ’ ΑΓΙΑ ΘΑΡΡΗ·
Κ’ ΕΔΩ ΑΚΟΥΜΠΩ ΤΟΥ ΛΥΤΡΩΜΟΥ ΤΟ ΑΚΡΟΓΩΝΟ ΛΙΘΑΡΙ.