Γλώσσαι/Χ
< Γλώσσαι
←Φ | Γλώσσαι Συγγραφέας: Χ |
Ψ→ |
- <Χαβόν>
- καμπύλον. στενόν
- <χαβῶνες>
- στέατα ὀπτώμενα ἀπὸ ἀλεύρου
- <χαδέειν>
- χωρῆσαι
- <χάδεν>
- ἐχώρησεν
- <χάζει>
- πρ(ος)δεῖται. χαλᾶται
- <χάζειν>
- ἀναχωρεῖν. φυλάσσεσθαι
- <χάζεο τῆλε>
- ἀναχώρει μακράν
- <χάζεσθαι>
- ὑποχωρεῖν
- <χάζεται>
- ἀναχωρεῖ
- <χάζετο>
- ἀνεχώρει
- <χαζόμενον>
- ἀναχωροῦντα
- <χάἱα>
- ἀγαθή
- <χαίνας>
- στέαρ
- <χαίνει>
- ἀνοίγει τὸ στόμα
- <χάἱος>
- ἀγαθός
- <χαίρετε>
- θαῤῥεῖτε
- <χαίρειν>
- ἐῤῥῶσθαι. <τὸ χαίρειν> ταῖς ἐπιστολαῖς προσετίθεσαν. ἔστι δὲ καὶ ἀπαλλασσομένων προσαγόρευσις
- <χαίρειν θ' ἐᾶσαι>
- καταφρονεῖν
- <χαίρειν>
- φράσαντες. ἀποταξάμενοι ......
- <χαιρέτω ληρῶν>
- ἐρυθριάτω ......
- <χαιρηδόνα>
- τὴν χαράν
- <χαιροσύνη>
- χαρά
- <χαιρωθῆναι>
- ἐκπλαγῆναι
- <χαῖται>
- αἱ κεχυμέναι τρίχες
- <χαιτήεντος>
- κομήτου
- <χαίτη>
- ἡ ἐπὶ τοῦ τραχήλου θρίξ
- <χαλαβεῖν>
- φοβεῖν, θορυβεῖν
- *<χαλᾷ>
- χαλάσσει, καὶ πόδαι
- [<χαλάδες>
- τὰ ἔντερα. ἢ λιθώδεις
- <χαλάδος>
- λιθώδης. ἐξέντερος]
- <χάλανδρον>
- κράββατον
- <χάλαζα>
- σημεῖον θυτικόν. καὶ πάθος περὶ τὰς σῦς
- *<χαλεπαίνει>
- δυσχεραίνει, ἀγανακτεῖ
- <χαλαίρυπος>
- ὁ τῶν πλυνομένων ἱματίων ῥύπος
- <χαλαρὰ ἅλυσις>
- ........
- <Χαλάμβριοι ἵπποι>
- ἀπὸ τόπου τῆς Λιβύης
- <χαλαργούς>
- ........ τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν (ἢ) τῶν ὀνύχων, οἷον πο- δαργούς, ἢ ταχύποδας
- <χαλαρῶν>
- ὡραίων
- <Χαλαστραίων συῶν>
- [πόλις τῆς Μακεδονίας καὶ λίμνη ἔνθα τὸ Χαλαστραῖον νίτρον γεγένηται
- <Χαλδαῖοι>
- γένος μάγων πάντα γινωσκόντων
- <χαλεπὰ τὰ καλά>
- ....... Σόλωνα ταῦτα πυθόμενον εἰπεῖν· <χαλεπὰ τὰ καλά>· καὶ ἐντεῦθεν εἰς παροιμίαν ἐλθεῖν. Ἔνιοι δὲ τὸ χαλεπὸν ἀκούουσιν ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου. ἀδύνατον οὖν ἐστιν ἐφ' ἅπαντι ἀγαθὸν εἶναι
- <χαλεπήνας>
- ἀγανακτήσας
- <χαλεπόν>
- δύσεργον, σκληρόν, δεινόν
- <χαλεπήνῃ>
- εἰς χαλεπότητα ἀγάγῃ
- <χαλέπ(τ)ει>
- ἐρεθίζει. ἀπειλεῖ. φοβεῖ. ἀγανακτεῖ. κακίζει. βλάπτει. εἰς χαλεπότητα ἄγει
- <χαλεπτύς>
- χαλεπότης
- <χαλεπῶς>
- δυσκόλως
- [<χαλέσιν>
- ὄνυξι]
- <χαλεψάμενος>
- χολωθείς
- [<χαλέρυπον>
- τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γενόμενον, ὅ τινες <νί- τρωμα> λέγουσι]
- <χαλία>
- ἡσυχία
- <χαλίδιον>
- πινάκιον
- <χάλικες>
- οἱ εἰς τὰς οἰκοδομὰς μικροὶ λίθοι
- <χαλίκρατον>
- εὔκρατον, ἄκρατον
- <χάλιμα>
- φαρμακός
- <χαλιμάδες>
- ἀναίσχυντοι καὶ θρασεῖαι
- <χάλις>
- ὁ ἄκρατος οἶνος. καὶ ὁ μεμηνὼς καὶ κεχαλασμένος τὰς φρένας
- <χαλιστόν>
- σκαιόν. ἢ ἀγαθὸν καὶ δίκαιον
- <χαλίφρονας>
- παράφρονας, μαινομένας· βέλτιον δὲ τὰς καταφερεῖς καὶ κεχαλασμένας πρὸς συνουσίαν ὑφ' ἡδονῆς
- <χαλιφροσύνη>
- ἡ τῆς ψυχῆς ἄνεσις
- <χαλίφρων>
- κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας, ἤγουν ἀσύνετος
- <χάλκεα>
- τὰ ὅπλα συνήθως καὶ τὰ ἐκ σιδήρου
- <χάλκεα ἐπίσωτρα>
- τὰ ἔξωθεν τῶν τροχῶν οἱ κανθοί
- <χαλκεγχέων>
- πολεμιστῶν
- <χαλκεῖα>
- ὑπομνήματα τῆς τῶν τεχνῶν εὑρέσεως
- <χαλκεομήστορος>
- ἰσχυρόφρονος
- [<χαλκεοπίσσωτρα>
- ὁμοίως]
- <χάλκεον>
- ὀχυρόν. σκληρόν. ἄλλοι <ὕπνον> [ἢ]· θάνατον
- <χάλκεος>
- ἰσχυρός
- <χάλκεος κέραμος>
- εἱρκτή. πίθος. καὶ ὄρος
- <χαλκεόφωνον>
- ἰσχυρόφωνον
- <χαλκεύς>
- πᾶς τεχνίτης, καὶ ὁ ἀργυροκόπος, καὶ ὁ χρυσοχόος
- <χαλκεῶνα>
- ......
- <χάλκιον>
- ἐν ᾧ τοὺς κοττάβους ἐποιοῦντο
- <χάλκη>
- πορφύρα
- <Χαλκηδών>
- πόλις
- <χαλκῆ μυῖα>
- εἶδός τι μυίας
- <χαλκήρεα>
- χαλκῷ ἀρηρότα
- <χαλκήρεας>
- χαλκῷ ἡρμοσμένους
- <χαλκήρη>
- χαλκῷ ἡρμοσμένα
- <χαλκόστομα>
- χαλκία κύμβαλα
- <Χαλκίδαι>
- γένος
- <χαλκιδεύς>
- δειλός
- [<Χαλκιδική>
- Σκυθική. τὰ μέταλλα τοῦ σιδήρου ἐκεῖ πρῶτον εὑρε- θέντα]
- <χαλκιδίζειν>
- ἀπὸ τῶν κατ' Εὔβοιαν Χαλκιδέων. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν παιδεραστούντων, ἐπεὶ ἐπλεόναζον παρ' αὐτοῖς οἱ παιδικοὶ ἔρωτες
- <Χαλκιδικὸν δίωγμα>
- διότι εἰς Χαλκίδα ἐγένετο ἡ ἐκδίωξις
- <χαλκιδικὸς λειμών>
- οἱ μὲν τὴν Κυκλωπίαν κώμην. οἱ δὲ Κυκλωπι.. λίμνη
- <χαλκιδίκων>
- χαλκίς, ὁ ἰχθῦς
- <Χαλκιδικός>
- εἶδος ἀλεκτρυόνος
- <Χαλκίναος>
- Χαλκίοικος
- <χαλκίνδα>
- τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν
- <χαλκίον>
- τὸ χαλκοῦν
- <χαλκίον μακρόν>
- τὴν ἐλαιηρὰν ἐπίχυσιν
- <χαλκίς>
- εἶδος ὀρνέου, καὶ ἰχθύος. καὶ πόλις τῆς Βοιωτίας
- <χαλκοβάρεια>
- ἰσχυρά, ἡ ἐκ τοῦ χαλκοῦ βαρεῖα
- <χαλκοβαρής>
- ὁ ἐκ τοῦ σιδήρου βαρούμενος
- <χαλκοβατές>
- τὸ ἰσχυρῶς βεβηκός
- <χαλκόβατον>
- ἰσχυρῶς βεβηκότα
- <χαλκογλώχινος>
- χαλκὴν ἐπιδορατίδα ἐχούσης
- *<Χαλκηδάνη>
- ταύτης ἱερὸν ἐν Σπάρτῃ
- <χαλκοδεσμωτήρ>
- χαλκόδερμος, ἐπεὶ ὥπλιστο. λέγεται δὲ καὶ <χαλκο- δεσμήτωρ>
- <χαλκοκορυσταί>
- χαλκῷ καθωπλισμένοι
- <χαλκοκνήμιδες>
- οἷς σιδηραῖ ἧσαν, ἢ χαλκαῖ αἱ κνῆμαι
- <χαλκοκορυστήν>
- χαλκῷ ὡπλισμένον
- <χαλκοκράς>
- τὸ χαλκόκρατον νόμισμα
- <χαλκόκροτος>
- ἡ Ῥέα διὰ τὰ κύμβαλα
- <χαλκολογεῖ>
- νουμία συλλέγει[ν]
- <χαλκό(ν .....) λόφον ἱππιοχαίτην>
- τὸ ἐπανάστημα τῆς περικε- φαλαίας, ἣ ἐξ ἱππείων τριχῶν κεκόσμητο ....
- <χαλκός>
- ὁ σίδηρος. καὶ νόμος ἀκίνητος
- <χαλκοπαρείη>
- χαλκᾶς παρειὰς ἐχούσης
- <χαλκόποδας>
- ἰσχυρόποδας
- <χαλκοῦν πινάκιον>
- Ἀθηναῖοι εἶχον ἕκαστος πινάκιον πύξινον ἐπι- γεγραμμένον τὸ ὄνομα [τοῦ] αὐτοῦ καὶ τοῦ δήμου πατρόθεν
- *<χαλκοτύπους>
- χαλκοπλήκτους
- <χαλκοῦς>
- τοῦτο ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ ἀργύρου ἔλεγον
- <χαλκοχιτώνων>
- χαλκοθωράκων, ἢ ἰσχυροθωράκων
- <χαλκώδοντας στόλους>
- χαλκοῦς ὀδόντας ἔχοντας. <Ὀδόντας> δὲ ἔλεγον τὰ ἔμβολα, ἅ τινες ἐμβόλια
- <χαλκώνητος>
- ἠγορασμένος
- <χαλκωτῆρα>
- κέραμός τις
- <Χάλυβοι>
- ἔθνος τῆς Σκυθίας, ὅπου σίδηρος γίνεται
- <Χαλυβδική>
- τῆς Σκυθίας, ὅπου σιδήρου μέταλλα
- <Χαλυβώνιος>
- εἶδος οἴνου ἀπὸ τόπου τινὸς τῆς Συρίας
- [<χαλυνέοντα>
- λύραις]
- [<χαλοπὴ κιθάρα>
- ἀπὸ γὰρ ὀστράκων χελώνης ἡ κιθάρα γίνεται]
- <χαλῶσα>
- χάσκουσα
- <χαμα(ι)δύται>
- κοχλίαι
- *<χαμᾶζε>
- χαμαί, χαμάδες
- *<χαμάδις>
- τὰ αὐτά
- *<χαμά[ι]δις χέει[ν]>
- χαμαὶ καταβάλλει[ν]
- <χαμαιευνάδες>
- οἱ σύες ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος αὐτοῖς. πολλὰ γὰρ τῶν ἄλλων τετραπόδων ὀρθὰ κοιμᾶται καὶ ἑστῶτα. Ἀπίων δὲ ὅτι βόθρους ὀρύσσουσι. ἢ χαμαικοιτοῦντες
- [<χαμῶνας>
- στέαρ, ἢ τὰ ἐκ στέατος τικτόμενα]
- <χαμαίζηλα>
- ταπεινά, γήϊνα
- <χαμαίζηλοι>
- εὐτελεῖς
- <χαμαιλέων>
- ζῶον ὠοτόκον καὶ πεζόν
- <χαμαιπετεῖ>
- ταπεινῷ, ἢ χαμαὶ κειμένῳ
- <χαμαιπετῶς>
- ὥστε [μὴ] εἰς τοὔδαφος ῥῖψαι
- <χαμαιρεπῶς>
- χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων
- <χαμαιτύπη>
- πόρνη ἄδοξος
- <χαμαιτυπιῶν>
- τῶν πολυκοίνων συνουσιῶν, ἤτοι πορνείων
- <χαμερπής>
- γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος
- <χαμεταιρίς>
- ἡ πόρνη
- <χάμευνα>
- ταπεινά
- <χαμευνεῖ>
- χαμαικοιτεῖ
- <χαμεύνη>
- στιβάς, καὶ ἡ ταπεινὴ κλινίς. καὶ <χαμεύνης>· ὁ χαμαὶ κοι- μώμενος
- <χαμεύνιον>
- κλινίδιον πενιχρόν
- <χαμηλόν>
- χαμαίζηλον
- <χαμόθεν>
- ἐκ τῶν χαμαί
- <χαμόκοιτος>
- ὁ εἰς τὴν γῆν κοιμώμενος
- <χαμόν>
- καμπύλον
- <χανά>
- κόσμησις
- <χαναβίς>
- ἄλης
- [<χάναι>
- ἀνοῖξαι στόμα]
- *<Χαναάμ>
- σάλος
- <χανακές>
- ἐπιεικές
- <χανάκτιον>
- τὸ μωρόν. Δωριεῖς
- <χαμᾶσθαι>
- χασμᾶσθαι
- <χανδάνειν>
- χωρεῖν, δέχεσθαι
- <χανδόν>
- πολύ[ν], καὶ ὅσον δυνατόν, καὶ ἀθρόως, ἀπὸ τοῦ κεχηνέναι πλατύ
- <χανδὸν πιεῖν>
- κεχηνότως καὶ ἀθρόως πιεῖν ὅλῳ στόματι
- <χανεῖ>
- φυλάσσει. ἀνοίγει. ἀπαγγελεῖ
- <χανητός>
- τὸ ἐπὶ τὴν ἅμαξαν ἐπιτιθέμενον πλέγμα
- <χάνοι>
- χάσμα ποιήσαι
- <χάνοι εὐρεῖα χθών>
- εὐρὺ χάσμα ποιήσειεν ἡ γῆ
- <χά(ν)οιμι>
- εἴποιμι
- <χάνος>
- στόμα
- <χανών>
- ἀνοίγων στόμα
- <χανύειν>
- βοᾶν
- <χανύσσει>
- βία καλεῖ
- <χάος>
- χώρησις. καὶ τὸ κενὸν ἀπὸ τοῦ κεχύσθαι. ἢ σκότος
- <χαρά>
- ἡδονή, ἀγαλλίασις, εὐφροσύνη
- <χαράβδη>
- λύμη σίτου
- <χαράδρα>
- χείμαῤῥος ποταμός. κατάγει δὲ οὗτος παντοῖα ἐν τῷ ῥεύ- ματι, καὶ κατασύρει
- <χαράδραι>
- αἱ χαράξεις τοῦ ἐδάφους. καὶ οἱ κοῖλοι τόποι ἀπὸ τῶν καταφερομένων ὀμβρίων ὑδάτων
- <χαραδριός>
- εἶδος ὀρνέου
- <χάρακες>
- τάφροι. καὶ ἀκανθώδη φυτά. καὶ οἱ κάλαμοι
- <χαρακίαι>
- οἱ ἐν τοῖς χάραξι διατρίβοντες
- <χαράκια>
- ὑποστηρίγματα
- <χαρακίζειν>
- σπαίρειν. μετεωρίζειν. διαιρεῖν
- *<χαρακτηρίζει>
- σημαίνει τοὺς χαρακτῆρας
- *<χαρακτηριστικόν>
- σημεῖον δηλοῦν τοὺς χαρακτῆρας
- *<χαρακτήρ>
- ὁμοίωσις
- <χαρακίας>
- τιθύμαλλος
- <χαραμός>
- ἡ τῆς γῆς διάστασις, οἷον χηραμός
- *<χάρακα>
- χαράκωμα, περίφραγμα
- <χάραξ>
- φραγμός, ὀξέσι ξύλοις, οἱ δὲ καλάμοις, οἱ δὲ σταυροῖς (ἐχό- μενος)
- <χάραξ τὴν ἄμπελον>
- παροιμία, ὅταν ὑπὸ τοῦ σωζομένου τὸ σῶζον ἀπατηθῇ
- <χαράξαι>
- κόψαι. κοιλᾶναι. τυπῶσαι
- <χαρή>
- χαρά
- <χαρείη>
- τερφθείη
- <χαρία>
- βουνός
- <Χαρίδαι>
- γένος ἐξ οὗ ὁ ἱερεὺς τοῦ Κραναοῦ
- <χαρίεν>
- καλόν, ἀγαθόν, ἀστεῖον, ὡραῖον
- <χαρίεντα>
- καλά, κεχαριτωμένα
- <χαρίζεσθαι>
- τὸ δρᾶν τὰ κεχαρισμένα
- *<χαρίεια>
- φίλτρα
- [<χάριξον>
- ἐπισκεύασον]
- <χάρις>
- δωρεά. χαρά. καὶ θῦμα ἐκ τριῶν ποπάνων συγκείμενον. τινὲς δὲ πλακούντων εἴδη, καὶ <ἀρτοχάριτας> καλεῖσθαι. καὶ ἀμοιβὴ κατὰ εὐεργεσίαν
- *<χάρισμα>
- δῶρον
- <χαριστήρια>
- χαρίεντα δῶρα
- <χαρίσιον>
- εἶδος πλακούντων. οἱ δὲ ἄρτον ἀπὸ τῶν λειμμάτων
- <χαρίσασθαι>
- παρασχεῖν. λέγονται γὰρ χώρας γυναῖκες χαρίζεσθαι πρὸς συνουσίαν αὐτοῖς ἐκδιδοῦσαι .....
- <χάρμα>
- ἡδονή, χαρά
- <χάρματος>
- χαρᾶς
- <χάρμη>
- ἡ μετὰ χαρᾶς μάχη
- <χάρμης>
- μάχης
- *<χαρά>
- ὀργή, ἢ ὀργίλος
- <χαρμονή>
- χαρά. συλλογή
- <χαρμόσυνα>
- ἑορταὶ Ἀθήνησι. καὶ <χαρμόσυνα
- χαρμοσύνη>
- ὀνομασία
- <Χαρμόφρων>
- ὁ Ἑρμῆς
- [<χαρόνη>
- χαρῖνος ἄμπελος]
- <χαροπός>
- περιχαρής. γλαυκός. ξανθός. φοβερός
- <χαρτός>
- χαρᾶς ἄξιος. ἢ βακτηρία
- <χάρυβδις>
- χάσμα θαλάσσης. ἢ καταιγίς
- <χάρυβδις ὠμόβροτος>
- ἡ ἀναπινομένη θάλασσα
- <χάρων>
- ὁ λέων, ἀπὸ τῆς χαροπότητος
- *<χαροπόν>
- ξανθόν. γλαυκόν. φοβερόν. περιχαρῆ[ν]
- <Χαρών(ε)ιον>
- θύρα μία τοῦ νομοφυλακίου, δι' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἐξήγοντο
- *<χαρά>
- ὀργίλον, ἢ ὀργή
- *<χάσις>
- διάκρισις, χώρησις
- <χάσιος>
- ἀγαθός, χρηστός
- <χάσκοντες>
- ἀνοίγοντες
- <χασκωρεῖν>
- περιβλέπειν
- <χάσμα>
- στόμα ἢ σχίσμα γῆς
- <χάσμα θηρός>
- ὄψις θηρός. [ἢ θαλάσσης πρόσωπον
- <χασμᾶται>
- ἀνοίγεται
- <χασσάμενος>
- ἀναχωρήσας
- <χάσσασθαι>
- ἀναχωρῆσαι, χωρῆσαι
- <χάσσεται>
- χωρήσει, ἀναχωρήσει
- <Χαστιᾶ>
- τὸν ἀπὸ δήμου. Χαστιεῖς γὰρ δῆμος
- <Χαστιεῖς>
- ὄνομα δήμου
- <χαστηρίᾳ>
- τῇ ἀνειργούσῃ
- *<χατέ(ων)>
- χρείαν ἔχων
- <χατέοντα>
- δεόμενον, χρῄζοντα
- <χατέοντί περ>
- καίπερ χρῄζοντι
- <χατεύει>
- χατίζει. ἐπιθυμεῖ
- <χατεύουσα>
- χρῄζουσα, δεομένη
- <χᾶτις>
- ἐπιθυμία. χρῆσις
- <χαυλιόδοντα>
- τὸν ἐπικεχαλασμένους ἔχοντα τοὺς ὀδόντας ἔξω τῶν ἄλλων ὀδόντων καὶ τοῦ στόματος. οἱ δὲ ἀμφόδοντας
- <χαυλίξυν>
- ἀλαζόνα
- <χαυνάκων>
- χαυνοποιῶν, οἱ δὲ χαυνολόγων
- <χαυνιάζει>
- πλανᾷ
- <χαυνῶσαι>
- τὸ φυσῆσαι
- *<χαυνῶνες>
- ἄρτοι ἐλαίῳ ἀναφυραθέντες
- <χεδροπά>
- ὄσπριον τι. οἱ δὲ πανσπερμίαν
- <χέδροψ>
- πᾶν ὄσπριον. σπέρμα
- <χει>
- ἐπὶ τῶν χ[ε]ιλ(ι)ῶν δραχμῶν τοῦτο ἐχάραττον
- <χειά>
- ἡ κατάδυσις τῶν ὄφεων καὶ δρακόντων
- <χειαί>
- ὁμοίως
- <χειδροπῶν>
- ὀσπρίων
- <χειλεύει στρατόν>
- σιτοδοτεῖ στρατόν, τρέφει
- *<χείλει ἄκρῳ>
- ......
- <χειλαί>
- αἱ συμπτώσεις τῶν βλεφάρων
- <χειλιοστύες>
- αἱ φυλαί
- <χειλός>
- τροφή, βρῶσις. χόρτος, καὶ πᾶν ἄλλο χόρτασμα
- <χειλοῦται>
- μεγαλύνεται, αὔξεται
- <χειλοῦσθαι>
- παχύνεσθαι. σιτίζεσθαι
- <χειλῶνες>
- τῶν ἀλεκτρυόνων τινές
- <χεῖμα[ν]>
- χειμῶνα
- <χειμάδα>
- ἱμάτιον χειμερινόν
- <χειμάδιον>
- εἰς τὸ χειμάζειν
- <χειμάμυνα>
- ἣν Ὅμηρος <ἀλεξάνεμον> λέγει
- <χειμάῤῥοι>
- [οἱ ἐν τῷ χειμῶνι γενόμενοι ἔριφοι.] καὶ οἱ ποταμοί, καὶ ῥύακες
- <χειμάς>
- χειμών
- <χειμασία>
- ζάλη. ταραχή
- <χείμαστρον>
- χειμερινὸν ἱμάτιον
- [<χείμεθλον>
- τὸ ἐν χειμῶνι γενόμενον ἕλκος]
- <χειμέρας>
- χειμερινάς
- <χειμεριοῦντας>
- διαχειμάσοντας
- <χειμεῶ>
- ῥιγῶ χειωσάμενος
- <χειμήβοτος>
- χειμερινὴ ὥρα
- <χειμών>
- ἡ ὥρα. καὶ κίνδυνος. ταραχή. ζάλη. διωγμός
- <χειμῶντα>
- ῥιγοῦντα
- <χείρ>
- ἡ δράξ. καὶ τὸ μέλος. καὶ μέρος
- [<χειράδες>
- αἱ μετὰ λίθων καὶ ὅπλων βολαί
- <χειραδίαι>
- τῶν χειμάῤῥων αἱ λιθώδεις ἀθροίσεις]
- <χ[ε]ιράδας>
- τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας. ἔνιοι δὲ φῷδας
- <χεῖρε>
- τὰς χεῖρας, δυϊκῶς
- <χειραγωγῶ>
- τῇ χειρὶ ἄγω
- <χείριον>
- ὑποχείριον, τιθασόν
- <χειρίζειν>
- διοικεῖν
- <χείριον>
- ὑποχείριον, χειροήθη
- *<χεμβρῶν>
- ζυγή. ἡ ἑταιρεία
- <χείριος>
- χρήσιμος. ὑποχείριος
- *<χειρίων>
- ἐλάττων, χείρων
- <χείριστα>
- δεινά, κάκιστα
- <χειροβοσκόν>
- τὸν διὰ χειρῶν ζῶντα
- <χειροβρῶτι δεσμῷ>
- τοῖς πυκτικοῖς ἱμᾶσι, διὰ τὸ τὰς σάρκας δια- κόπτειν καὶ ἀναλίσκειν
- <χειροβλήματα>
- δράγματα· οἱ δὲ <χειρόβλητα>
- <χειρογάστορες>
- οἱ διὰ τῶν χειρῶν ζῶντες
- <Χειρογονία>
- ἡ Περσεφόνη
- <χειρόγραφον>
- συμβόλαιον. γραμματεῖον
- <χειρόδοτον>
- ἀχρημάτιστον δάνειον
- <χειροέρκτης>
- χειρουργός
- <χειροήθεις>
- πρᾶοι, ἥμεροι
- <χειρόηθες>
- πρᾶον, ἥμερον
- *<χειροθετεῖ>
- χεῖρας ἐπιτίθησι
- <χειρόκμητα>
- χειροποίητα, ἤγουν ὑπὸ χειρῶν γεγενημένα
- <χειρομάντεις>
- οἱ ἀπὸ χερῶν μαντευόμενοι
- *<χειρόμακτρον [ἢ χειρόμαστρον]>
- μανδήλιον
- <χεῖρον>
- κάκιστον. ἔλαττον
- <χείρονα>
- ὅμοια
- [<χειρονάκτας>
- χειροτέχνας]
- <χειρονόμος>
- ὀρχηστής
- <χείρονος>
- ἐλάττονος
- <χειροπόνια>
- ἑορτή, ἐν ᾗ τεχνῖται θύουσιν
- <χειροπόδες>
- ῥαγοπόδες
- <χειροτέρη>
- ἐλάττων
- <χειρότερον>
- χείρονα
- <χειροτονεῖν>
- καθιστᾶν. ψηφίζειν
- <χειροτονία>
- ἐκλογή .....
- <χειρουργεῖ>
- χερσὶν ἐργάζεται
- <Χείρων>
- Κρόνου καὶ Φιλύρας υἱός
- <χειρωνάκτας>
- χειροτέχνας
- <χειρῶναξ λεώς>
- ὁ χειροτέχνης
- <χειρωσάμενοι>
- καταγωνισάμενοι
- <χειρώσασθαι>
- ὑποτάξαι. φονεῦσαι
- <χειρωτόν>
- εὐάλωτον. καταγωνίσασθαι
- [<χειτών>
- ἔνδυμα, περιβόλαιον]
- <χείσεται>
- χωρήσει
- <χελεῦ χελώνη
- χελεύς>
- κιθάρα
- <χελεάρ>
- χελιδών. χελιδονίας. καὶ ἰχθῦς ποιός
- *<χελιδών>
- τὸ κοῖλον τῆς ὁπλῆς τῶν ἵππων. καὶ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἄνωθεν τοῦ ἀγκῶνος τὸ κατὰ τὰς καμπάς
- <χελιδονισταί>
- οἱ τῇ χελιδόνι ἀγείροντες
- <χελιδόνος δίκην>
- τοὺς βαρβάρους χελιδόσιν ἀπεικάζουσι διὰ τὴν ἀσύνθετον λαλιάν
- <χελιδόνων φάρμακον>
- <χελιδόνων μουσεῖον>
- ὡς βάρβαρα καὶ ἀσύνετα ποιούντων τῶν τρα- γικῶν
- <χελιδόνεως>
- εἶδος ἰσχάδων
- <χέλ.ιον>
- τὸ ἀπωστρακωμένον τῆς χελώνης δέρμα χέλυος νῶτος ὀστρα- κώδης
- <χελούειν>
- βήσσειν. καὶ <χελούσειν> ὁμοίως
- <χέλους>
- μουσικὸν ὄργανον
- (*)<χελλών>
- ἰχθῦς ποιός
- <χέλυν>
- [χεῖλος. καὶ] μέρος τῶν ἱερείων
- <χελῦναι>
- χῆλαι
- <χέλυν ἔν τ' ἀλύροις .....
- χέλυς> ἡ κιθάρα· ἀπὸ γὰρ ὀστράκου χελώνης κιθάρα γίνεται
- <χελυνέων>
- χημῶν
- <χελύνη>
- τὰ χείλη. ἄλλοι τὴν κιθάραν. καὶ τὴν χελώνην. καὶ λύραν. καὶ ὄργανον πολεμιστήριον
- <χελυνάζειν>
- χλευάζειν
- <χελύνιον>
- χελώνιον
- <χέλυς>
- χελώνη. λύρα. μηχάνημα
- <χέλυσμα>
- τὸ προσηλούμενον τῇ τρόπει ξύλον, ἕνεκα τοῦ μὴ πονεῖν τὰ ξύλα ἐν τῷ καθέλκεσθαι τὰ πλοῖα
- <χελύσσεται>
- βήσσει
- <χελώνη>
- τὸ ὑποπόδιον. καὶ (νόμισμα) Πελοποννησιακόν. καὶ ἡ τρόπις τῆς νεὼς διὰ τὸ ἐπικαμπές
- <χελωνίας>
- ἡ ποικίλη κανθαρίς
- <χελωνίδος>
- οὐδὸς τῆς θύρας τῆς σκηνῆς
- <χελωνός>
- τὴν θαλασσίαν χελώνην οὕτω λέγουσί τινες, ὣς τὴν ἀράχνην ἄραχνον
- <χελωνοφάγοι>
- ἀετοί τινες
- <χεννίον>
- ὀρνιθάριόν τι κατ' Αἴγυπτον ταριχευόμενον. καὶ εἶδος ἰχθύος
- [<χέραβος>
- χάσμα γῆς]
- [<χεράδες>
- αἱ τῶν χειμάῤῥων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις]
- <χέραδος>
- ἡ μετ' ὀστράκων καὶ λίθων ὕλη
- [<χεράς>
- τὸ ἀπὸ θαλάσσης καὶ ποταμῶν λιθῶδες. ἢ ὁ σωρὸς τῶν λίθων]
- [<χερδαμός>
- λίθος πληρῶν τὴν χεῖρα]
- <χερεῖον>
- χείρονα. ἐλάττονα. χεῖρον
- <χέρηϊ>
- χείρονι, ἥττονι, ἢ ἥσσονι
- <χέρμα>
- ποίημα. χάλιξ
- [<χερμάδιος>
- χειροπλήθης λίθος. καὶ ὁ ἀκροβολισμός]
- <χερμαδίῳ>
- χειροπλήθει λίθῳ
- [<χερμάδος>
- λίθος πληρῶν χεῖρα]
- <χερμάς>
- λίθος χειροπλήθης, ὃν τῇ χειρὶ βαστάσαι καὶ ἀνελέσθαι δύ- ναταί τις
- <χερματιστής>
- λίθος χειροπλήθης. καὶ δίσκος βακχεῖος
- <χερνής>
- πένης. λάτρις, χειροτέχνης, ὁ ἀπὸ χειρῶν ζῶν χειρόβιος ... <χερνήτης· χέρνα> γὰρ ἡ πενία
- <χερνῆτις>
- ἡ ἀπὸ χειρῶν ζῶσα, πενιχρά, χήρα
- <χέρνιβα>
- τὸ ἐπιχεόμενον ταῖς χερσὶν ὕδωρ
- <χερνιβ(ε)ῖον>
- [τὸ ἁγνισθῆναι δι' ὕδατος ἔχοντος κριθὰς καὶ ἅλας
- <χέρνιβος>
- τοῦ προχεομένου ὕδατος
- <χερνιψάμενος>
- τὰς χεῖρας νιψάμενος
- <χέῤῥον[α]>
- τὴν χέρσον γῆν. Λάκωνες
- <χεῤῥονησία γῆ>
- ἡ ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν ἔχουσα θάλασσαν
- <χερσεύει>
- Σοφοκλῆς Ἴωνι· <κείμενος μὲν βουστάδας αὐλὰς> ἐπὶ χέρσου ἢ διὰ χειρῶν ἔχει, ἢ οὕτως ἐμβατεύει
- <χερσεία>
- ἐρημία
- <χερσόνησος>
- γῆ εἰς θάλασσαν ἐκνεύουσα, ἡ μήτε χέρσος, μήτε θά- λασσα .....
- <χέρσος>
- ἡ ἔρημος γῆ καὶ τραχεῖα, καὶ πᾶσα γῆ ἄκαρπος καὶ ἀνέρ-
- γαστος
- <χερσωθήσονται>
- ἐρημωθήσονται
- <χερωίς>
- εἶδος δρυός
- <χεῦαι>
- ἐπιχέαι, καταχῶσαι ἐπὶ τῶν τελευτώντων
- <χευάμεναι>
- περιβαλόμεναι
- <χεύει>
- ῥεῖ
- <χεῦμα>
- ῥεῦμα, ὕδωρ
- <χεύμασι>
- [προχόη. [ἡ ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν ἔχουσα θάλασσαν]
- <χεύωσι>
- χ[ε]ύσωσι, χώσωσιν
- [<χῆ>
- ἔθος. ἀπορία
- <χηΐωνος>
- οἶκος]
- <χηλᾶς>
- ῥάπτης, πλέκτης ἢ τροφεύς
- <χηλεύει>
- ῥάπτει, πλέκει
- <χηλευ[μα]τὰ κράνη>
- τὰ ῥαπτά, χηλὰς ἔχοντα ποιάς
- <χηλή>
- ὁπλή, ὄνυξ βοός. γνάθος
- (*)<χηλεύσεις>
- πλέξεις. <Χηλεύματα> γὰρ ἐλέγοντο οἷον ὀπήτια, οἷς πλέκουσιν ἢ ῥάπτουσιν
- <χήλινον>
- πλεκτόν
- <χηλοδευσεῖν>
- ἀδολεσχεῖν. οἱ δὲ τρίβειν
- <χηλός>
- κιβωτός
- <χηλῶι[ος]>
- ὅμοιον
- <χήλωμα>
- γλυφίς
- [<χηλώνη>
- μηχανὴ πολέμου]
- <χηλώτια>
- αἱ ῥαφίδες τῶν δικτυοπλόκων
- <χήμη>
- χάσμη. χηραμ[β]ίς. λεία
- <χην(ά)λοπες>
- ὄρνεα ποιά. ὅπερ ἔνιοι <χηναλώπεκες
- χῆνα ὀμνύειν>
- ἔθος ἦν τὸ κατὰ τῶν τοιούτων ὀμνύειν τοῖς παλαιοῖς
- <χήνημα>
- καταμώκημα
- <χηνῆσαι>
- καταμωκήσασθαι
- <χηνοβοσία>
- χηνοβοσκία
- <χηνύστρα>
- αὐτὴν τὴν χάσμην. καὶ τὸ στραγγεύεσθαι
- <χηνυστρᾶσθαι>
- χα(ς)μᾶσθαι
- <χηνυστ(ρ)εῖς>
- βοᾷς, κέκραγας. ἐνίοτε στραγ(γ)εύῃ
- <χήπτη>
- ἐν σπάνει καὶ χρείᾳ ἐστίν
- <χήρ>
- ἐχῖνος
- <χήρα>
- ἡ μετὰ γάμον μὴ συνοικοῦσα ἀνδρί, ἡ τὸν ἄνδρα στερηθεῖσα γυνή
- <χῆραι>
- αἱ μὴ ἔχουσαι ἄνδρας
- <χηράμβη[ς]>
- χηρῶν οἴκημα
- <χηραμοί>
- οἱ φωλεοὶ τῶν θηρίων, καὶ αἱ καταδύσεις, σπήλαια, καὶ πέτραι κοῖλαι
- *<χῆροι>
- ἄνδρες μὴ ἔχοντες γυναῖκας
- <χηραμύδες>
- τὰ κοῖλα καὶ ἔχοντα κενώματα
- <χήρατο>
- ἐχάρη
- <χηρεύει>
- ἐνδεής ἐστιν, ἢ ἔρημος
- <χηρήϊον οἶκον>
- παρὰ Ἀντιμάχῳ τὸν ἄτεκνον
- <χῆρον>
- τὸν ὀρφανόν. ἢ ἐστερημένον, ἢ ἔρημον, καὶ χρείαν ἔχων τινός
- <χηροπτάζουσα>
- διὰ χειρὸς ἔχουσα
- [<χηροσταί>
- οἱ μακρόθεν κατὰ γένος, προσήκοντες δέ, καὶ οἱ χηρεύον- τος τοῦ οἴκου τῶν ἀγχιστέων κληρονομούντων ......]
- <χηρῶσαι>
- ἐρημῶσαι
- <χήρωσας>
- χήραν (ε)ἴασας
- <χήρωσε>
- ἔξανδρον ἐποίησεν
- <χηρωσταί>
- οἱ μακρόθεν συγγενεῖς
- <χήτεϊ>
- στερήσει, ἐνδείᾳ, σπάνει
- *<χήτει ἐνευναίων>
- ἐνδείᾳ τῶν ἐγκοιμησομένων ἤτοι περιβολαίων
- <χητεία>
- χ[η]ρεία
- <χῆτος>
- ἔνδεια, στέρησις
- <χθαμαλός>
- ταπεινός. ἴσος, ὁμαλός. κοῖλος
- <χθαμαλώτερος>
- κατὰ σύγκρισιν
- <χθές>
- χθιζόν, ἐχθές
- <χθεσιφωνῶν>
- κακολογῶν
- <χθιζά>
- τὰ χθὲς καὶ πρώην
- <χθιζά (τε) καὶ πρωϊζά>
- χθὲς καὶ πρωΐ
- <χθιζοί>
- χθεσινοί
- <χθιζός>
- χθεσινός
- <χθόα>
- σῶμα
- [<χ[θ]όϊνος> καὶ <χθόνιος>
- γήϊνος, ἐπίγειος]
- *<Χθόνιος Ζεύς>
- ὁ Ἅιδης
- <χθόνια>
- ὑπόγεια. κεκρυμμένα. βαρέα. φοβερά. μεγάλα
- *<χθονίην>
- νεκρικεν
- (*)<χθόνια λουτρά>
- τὰ τοῖς νεκροῖς ἐπιφερόμενα. ἐκόμιζον γὰρ ἐπὶ τοὺς τάφους λουτρά
- <χθονήρεις>
- χθονίους
- <χθονίαν λώβαν>
- ἀντὶ τοῦ μεγάλην ὕβριν, καὶ τὴν χθονὸς λώβην
- <χθόνιον>
- μέγα
- <χθονίους Ἰναχίδας>
- αὐτόχθονας καὶ οὐκ ἐπήλυδας
- <χθονίων>
- ἐπιγείων
- <χθονόπαιδα Ὥραν>
- καθ' ὃ ἐκ Γῆς αἱ Ὧραι τὰ φυόμενα, ὡς Ἡμέρα Ἡλίου, καθ' ἱστορίαν
- <χθονός>
- γῆς
- <χθών>
- ἡ γῆ ἀπὸ τῆς χύσεως
- <χιάζειν (καὶ) σιφνιάζειν>
- ......
- <χῖαι>
- ὑποδήματος ἀνδρείου εἶδο[υ]ς
- [<χιαρόν>
- χλιαρόν, θερμόν]
- <χιαστὶ τίλλειν>
- ὡς τῶν Χίων κατεαγότων καὶ παρατιλλομένων
- [<χιδά>
- φρικτή]
- <χιδαλέον>
- τυφλόν. ἄγαμον. πεφρικός
- <χίδαδον>
- τὸ παιδίον
- <χίδαι>
- ἀντὶ τοῦ Κρῆτες
- <χιδᾶν>
- χ(ε)ιμάζεσθαι. δειλιᾶν
- *<χίδρα>
- στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ σῖτος νέος φ(ρ)υττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα
- <χίδρυ>
- ὄνομα δειλόν
- *<χίδρων>
- νέων καρπῶν. καὶ θερμῶν
- <χιλ[α]άγρα>
- ζωύφιόν τι
- <χιλίαρχος>
- χιλίων ἄρχων
- <χιλιοστή>
- τέλος ἀπὸ τῆς θυσίας
- <χιλός>
- ἡ τροφή. καὶ <χιλὸν> τὸ αὐτό. καὶ χόρτος τῶν βοσκημάτων. [καὶ τοῦτο ζήτει εἰς τὸ χιλωθῆναι χιλίας]
- [<χεῖ>]
- [<χειλεύει>]
- <χιλοῦσθαι>
- παχύνεσθαι. σιτίζεσθαι
- <χιλ(.)ωθῆναι>
- χιλίας δραχμὰς ζημιωθῆναι
- <χιλωτήρ>
- τὸ τοῖς ὑποζυγίοις ἀπὸ κορυφῆς ἐξαρτώμενον, ἐν ᾧ ἡ τροφή
- [<χιμαδίῳ>
- ....... χειμῶνος
- <χιμάζειν>
- τὸν χειμῶνα διάγειν
- <χιμάζω>
- παραχειμάζω]
- <Χίμαιρα>
- τρίμορφον θηρίον, ὃ πρόσθεν μὲν λέων, μέσον δὲ χίμαιρα, ὄπισθεν δὲ δράκων. φασὶν δὲ ἐν Λυκίᾳ γίνεσθαι ὡς κεφαλὴν μὲν λέοντος ἔμπροσθεν, καὶ ἀπὸ στόματος πῦρ ἀποπέμπον, ὄπισθεν δὲ δράκοντος ἔχον κεφαλήν
- <χιμᾶν>
- ῥιγοῦν
- <Χιμαρίδαι>
- γένος τι Ἀθήνησιν
- <χίμαροι>
- αἶγες χειμέριαι, ἢ τράγοι, ἢ ἔριφοι. [ῥύακες, ποταμοὶ ἐξ ὄμβρων]
- <χίμετλον>
- τὸ ἐν χειμῶνι γενόμενον ἕλκος ὑπὸ ψύχους
- [<χειμαίῤῥαν>
- αἶγαν ἀγρίαν]
- <Χίοις>
- τὰ ἀγαθὰ εὔχεσθαι Ἀθήνησιν ἱστορεῖ τὸν κήρυκα
- <χιονέα>
- λευκά[ν]. ἢ φωτώδη
- <χιονίζει>
- λευκαίνει
- <Χῖον [ὁ] ἐκ Λακαίνης>
- ἐκ κύλικος Λακαίνης οἶνον
- <χιονολόφον>
- τὸ ἀποταμῆναι τῆς κεφαλῆς τὸ μέσον
- <χίραι>
- αἱ ἐν ταῖς πτέρναις ῥαγάδες
- <χιραλέους>
- τοὺς πόδας κατειργασμένους
- <χιτών>
- ἐσθής, θώραξ, ἱμάτιον ἀνδρικόν
- [<χιωνοθήσονται>
- λευκανθήσονται. λαμπρυνθήσονται]
- <χλαβόν>
- εὐτραφές
- <χλαῖνα>
- χλανίς, ἢ ἱμάτιον χειμερινόν, ἀπὸ τοῦ <χλιαίνειν>, ὅ ἐστι θερμαίνειν
- *<χλανίαι>
- περιβολαί
- *<χλανίτιδες>
- αἱ ὅρμοι παρθένων
- <χλαμυρίς>
- πόα, ὁ κυρίως βρόμος
- <χλαμύς>
- πορφύρα ἢ χιτών
- *<χλαμός>
- χλαῖνα
- *<χλαμυραί>
- τρυφῶσαι. γρυπῶσαι
- <χλανίδες>
- λεπτὰ ἱμάτια
- <χλανίδιον>
- ἱμάτιον λεπτόν
- <χλάνος>
- τὸ περὶ τοὺς τραχήλους δάσος
- <χλαρόν>
- κόχλαξ
- <χλαρά>
- ψαιστὰ ἐν ἐλαίῳ
- <χλαρόν>
- ῥυπαρόν. λεπτόν. τρυχαλέον. ὠχρόν
- <χλαρόν>
- ἐλαιηρὸς κώθων
- <χλεμερόν>
- χλιαρόν. θερμόν
- <χλεμύρα>
- χλοανθοῦντα
- *<χλεαίεται>
- θερμαίνεται
- <χλευάζει>
- ἐμπαίζει, γελᾷ
- *<χλεύη>
- γέλως
- <χλευασμός>
- ἐμπαιγμός
- <χλευδόν>
- χύδην. σωρηδόν. πληθύοντα
- <χλῆδος>
- ὁ σωρὸς τῶν λίθων
- *<χλήδης>
- σπάδων, θλαδίας, εὐνοῦχος
- <χλιδᾷ>
- φρίκη, ῥῖγος. τρυφᾷ
- <χλιδαί>
- ἀγλαΐσματα, τρυφαί
- <χλιδανή>
- τρυφηλή
- <χλιδανόν>
- τρυφερὸν ὁμοίως
- <χλιδή>
- τρυφή. ἱμάτιον χειμερινόν
- <χλιδός>
- σακκοπάθνιον
- <χλίδωνες>
- κόσμος ὃν αἱ γυναῖκες περὶ τοῖς βραχίοσιν εἰώθασι φορεῖν καὶ τοὺς τραχήλους
- <χλιδωνό[ς]πουν>
- χλίδωνας περὶ τοὺς πόδας ἔχοντα[ς], τουτέστι περισκελίδας
- <χλιδώσαις>
- τρυφώσαις
- <χλίει>
- θρύπτει
- <χλιερόν>
- τὸ ἔνθερμον
- <χλιήνας>
- χλιάνας
- <χλιοῦται>
- σχίζεται
- <χλόα>
- βοτάνη
- <χλοάζει>
- ἀνθηρός ἐστιν, ἀνθηρεύεται
- <χλοάζεσθαι>
- γαστρίζεσθαι
- <χλοανθεῖν>
- χλωρὸν ἀνθεῖν
- [<χλοάνοις>
- τοῖς κοιλώμασιν, ἐν οἷς ἀναχεῖται τὰ χωνευόμενα]
- <χλοάσουσι>
- βλαστήσουσιν
- <χλόδη>
- ἔκλυσις καὶ μαλακία
- <χλοερόν>
- χλωρόν. χεαρόν. ὠχρόν. νέον. ἁπαλόν
- <χλόη>
- βοτάνη. φύλλα
- <χλοιά>
- ἑορτὴ ἀπὸ τῶν κάλπων
- <χλοιδᾶν>
- διέλκεσθαι καὶ τρυφᾶν
- <χλοιδέσκουσαι>
- γαστρίζουσαι
- <χλοιδῶσι>
- θρύπτονται
- <χλόος>
- χλωρίασις, ὠχρότης
- <χλοσσός>
- ἰχθῦς ὑπὸ Ἰώνων
- <χλουνάζειν>
- κινύρεσθαι
- <χλοῦναι>
- λωποδύται, οἱ τῇ χλόῃ εὐναζόμενοι
- <χλούνην>
- τὸν τῇ χλόῃ εὐναζόμενον
- <χλουνός>
- χρυσός
- <χλοῦς>
- ὠχρότης
- <χλωραί>
- συκαῖ
- *<χλωρός>
- τυρός
- <χλωρεύς>
- ὀρνιθάριον χλωρόν
- <χλωρηῒς ἀηδών>
- ἤτοι ἀπὸ τοῦ χρώματος ἡ χλωρά. ἢ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων. ἢ ἀπὸ Χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσα
- <χλωροί>
- οἱ φάσηλοι. μήποτε δὲ <ὦχροι> γραπτέον
- <χλωροκυρτίδες>
- εἶδος καρίδων
- <χλωρόν>
- ὑγρόν. δεινόν, χαλεπόν
- <χλωρὸν δέος>
- τὸ χλωροποιόν. τοιοῦτος γὰρ ὁ φόβος, χλωριάσεως ποιητικός
- <χλωρόν τε καὶ βλέπον(τα)>
- ἀντὶ τοῦ ζῶντα
- <χλωρὸν τυρόν>
- ἁπαλόν
- <χλωρός>
- ὠχρός
- <χλωρῷ πέδῳ>
- νεαρῷ
- [<χμαίνει>
- ἱμείρει]
- [<χλιάσαι>
- φονεῦσαι]
- <χναύει>
- λαμβάνει. κνίζει
- <χναύεται>
- περικνίζεται. λαμβάνει
- <χναῦμα>
- τὸ βρῶμα
- <χναύματα>
- τὰ βρώματα. καὶ τὰ τῶν κρεῶν ἀπανθρακίσματα
- <χναύων>
- περικνίζων. περιτίλλων
- [<χνεμύρεται>
- κισύρεται]
- *<χνισμός>
- νῆστις
- <χνιαρωτέρα>
- χνοω(δες)τέρα
- <χνίει>
- ψακάζει. θρύττει
- <χνόαι>
- αἱ χοινικίδες, αἱ τοῦ ἄξονος σύριγγες
- <χνόην>
- τὸν τῶν ποδῶν ψόφον
- <χνόο(ς)>
- ὁ χνοῦ(ς) τοῦ γεν(ε)ιᾶν ἀρξαμένου
- <χνόος>
- ξυσμός. ψόφος, φθόγγος
- <χνοῦς>
- τὰ λεπτὰ τῶν ἀχύρων
- <χοᾶ>
- χοῦν. μέτρον ὑγρῶν
- <χοαί[ξ]>
- θυσίαι. καὶ τὸ μελίκρατον. καὶ ἔλαιον
- <χοανεῦσαι>
- χωνεῦσαι
- <χοάνη>
- χώνη, τύπος, εἰς ὃν μεταχεῖται τὸ χωνευόμενον
- <χοάνοις>
- τοῖς φυσητῆρσι, ταῖς χώναις, καὶ κοιλώμασιν, εἰς ἃ ἐγχεῖται τὸ χωνευόμενον, ἢ τοῖς πηλίνοις τύποις
- <χοάρβηνα>
- τὰ γράμματα
- <χοάς>
- τὰς σπονδὰς τῶν νεκρῶν
- <χοᾶσθαι>
- καυχᾶσθαι
- <χοάς[ς]ομαι>
- ἐπίξομαι
- <Χοάσπης>
- ποταμὸς Ἰνδίας
- <χοδιτεύειν>
- ἀποπατεῖν
- <χόδανον>
- τὴν ἕδραν
- <χόες>
- χῶναι
- <χοΐ>
- χώματι
- [<χόϊνον>
- ποτήριον χαλκοῦν]
- <χοΐας>
- τὸ ἀθροῖσθαι
- <χοϊκός>
- πήλινος, γήϊνος
- <χοίνικες>
- αἱ βαθεῖαι πέδαι. καὶ αἱ ἀπὸ μέρους τροφαί
- <χοινίκη>
- τοῦ τροχοῦ ἐν ᾧ στρέφεται ὁ ἄξων
- <χοῖνιξ>
- μέτρον τι. καὶ πέδη. καὶ νάρθηξ
- <χοιράδες>
- αἱ ἐγκείμεναι πέτραι. καὶ πάθος τι δεινόν
- <χοιρίημα>
- τὸ χοιρίδιον
- <χοιρῖναι>
- αἱ θαλάσσιαι ψῆφοι
- <χοιρογρύλλιον>
- ὁ ἐχῖνος
- <χοιροκομεῖον>
- λεπτόν τι πλεκτὸν ὡς ὀρνι(θ)οτροφεῖον
- *<χοῖροι>
- ὁμοίως. ἢ καὶ αὐτὰ τὰ ζῶα οἱ χοῖροι
- <χοῖρος>
- χοιρόσακα, μηχάνημά τι οὕτως ἐκαλεῖτο
- <χοιροσφάγος>
- θύτης
- <χοιροτροφεῖον>
- περίζωμα γυναικεῖον. καὶ συφεόν
- <χοιροφόρημα>
- χοιρίδιον
- <χολάδες>
- τὰ ἔντερα ἀπὸ τοῦ κεχαλάσθαι
- <χολαδία>
- τὸ σχολάζειν
- [<χολάοντα>
- ἀνθοῦντα]
- <Χολαργῆς>
- δῆμος φυλῆς Ἀκαμαντίδος
- <Χολάς>
- ἑορτὴ Διονύσου
- <χολέρα>
- ἔκ(κ)ρισις κάτωθεν διὰ γαστρός, καὶ ἄνωθεν διὰ στόματος, ἐμετός
- [<χολεσέμεν>
- ὀργισθησόμεθα]
- <χολέρα>
- σωλήν, δι' οὗ τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῶν κεράμων φ(έρ)εται ἐξακον- τιζόμενον
- <χολή>
- μανία πικρά
- <χόλικες>
- αἱ παχύταται κοιλίαι. οἱ δὲ τὰ τῆς κοιλίας γράμματα
- <χόλιξι>
- κοιλίαις
- <χολόβαφα>
- τὰ χρυσῷ ἐμφερῶς βεβαμμένα
- <χολοβάφι(ν)ον>
- τοῦτο λέγεται ἅμα μέν, ὅτι τὰ φαῦλα βαφέντα χολῇ βάπτεται, ἅμα δὲ τὰ χρυσῷ ἐμφερῶς βεβαμμένα
- <χολόεν>
- πικρόν, χολοποιόν
- <χόλος>
- ὀργή. ἐπιμονή. καὶ ἡ τῆς χολῆς διάθεσις
- <χολοῦται>
- πικραίνεται, θυμοῦται
- <χολωθείς>
- ὀργισθείς, εἰς χόλον ἀχθείς
- <χονδράς>
- χορδάς
- <χονδρίον>
- πίναξ. κέραμος
- <χονδρεύει>
- σεμίδαλιν ποιεῖ
- <χονδρίλη>
- ἄγριόν τι λάχανον
- <χονδρίτης>
- σεμίδαλις
- <χονδριτῶν>
- παχεῖα σεμίδαλις .....
- <χονδροκοπ(ε)ῖα>
- μύλων ὅπου ὁ χόνδρος κόπτεται
- <χόνδρον>
- σεμίδαλιν μεμιγμένην ὡς πλακοῦντα
- <χόνδρος>
- τραγανός. οὗτος ὁ ἅλιξ. ἢ παχύς, ἢ μωρός
- <χόνδροι ἁλῶν>
- παχεῖς ἅλες
- <χόν(ν)ος>
- ποτήριον χάλκε[ῖ]ον
- <χοραγ(ε)ίων>
- διδασκαλείων
- <χοραγός>
- διδάσκαλος. ἔξαρχος
- <χορδαψός>
- πάθος ἐντέρων
- <χορδή>
- νευρὰ κιθάρας
- <χορδεῦσαι>
- κακοποιῆσαι. τεμεῖν
- <χορεῖον>
- [διδασκαλεῖον. καὶ βωμός τις.] καὶ αὔλημά τι. καὶ μέρος τι [<χωρίον>· καὶ τὸ κάλυμμα τὸ συγγενόμενον ἐκ τῆς κοιλίας]
- <χορεύει>
- μελῳδεῖ. βακχεύει. ὀρχεῖται
- <χορηγία>
- δόσις
- <χορηγεῖ>
- παρέχει, δίδωσιν
- <χορηγόν>
- παιδίον
- <χορηγός>
- διδάσκαλος. καὶ ὁ ἐπιδούς τι τῶν ἰδίων. τοῦ χοροῦ ἐξάρχων
- <χόρια>
- τὰ τῶν ἀρνῶν καὶ ἐρίφων ἀγγεῖα. ἄλλοι τὰ μέλιτος καὶ γά- λακτος γενόμενα βρώματα
- <Χορίλα Ἐκφαντίδες>
- Κρατῖνος τὸν Ἐκφάντιδος οὕτως εἶπεν, αὐτὸν τὸν Χορίλλον
- <χορὸν δίδωμι>
- παροιμία ἐπὶ τῶν σκώμμασι νικώντων
- <χορός>
- κύκλος. στέφανος
- <χοροστασία>
- χορός
- <χοροστατῶν>
- χοροῦ κατάρχων
- <χοροῦ ἡγεῖται>
- χορὸν τρέφει
- <χορταῖος>
- δασὺς χιτών, οἷος τῶν Σειληνῶν
- <χορταιόβαμος>
- ὁ Σειληνός
- <χορταιοβάμων>
- χορταῖον τὸ ἔνδυμα τοῦ Σειληνοῦ
- <χόρτον οὐρανοῦ>
- τὸ περιόρισμα
- <χόρτος>
- ὁ συνήθης. καὶ ὁ περίβολος τῆς αὐλῆς, ὡς τό· αὐλῆς ἐν χόρτῳ οἱ δὲ εὐρυχωρίαν. δηλοῖ δὲ καὶ χώραν. καὶ χόρτασμα. καὶ τὸν ὅρον τὸν ἐκ γαίων, ὡς ἐν τῷ· σύγχορταναίω πεδία
- <χορῷ καλή>
- καλῶς χορεύουσα
- <χοῦαι>
- αἱ κατὰ ἀγροικίαν ἐπαγγηλίαι
- <χουμόν>
- χυλόν
- <χοῦς>
- ἄνθρωπος. καὶ τὸ ἐπιβαλλόμενον τῷ ὀρόφῳ. χῶμα. καὶ μέτρον κοτυλῶν. καὶ ἐρ(ε)ίπιον
- [<χοώμενος>
- λυπούμενος. ὀργιζόμενος]
- <χρᾷ>
- χρῄζει. θεσπίζει
- [<χραίει>
- κελεύει]
- <χραίνει>
- μολύνει. σαίνει. χρίει
- [<χραιματίσαι>
- κρᾶξαι ὡς ἵππος]
- [<χραιματισμός>
- ἡ τῶν ἵππων φωνή]
- <χραίνειν>
- μολύνειν. σαίνειν. χρίειν. μιαίνειν, ῥυπαίνειν
- <χραισμεῖν>
- βοηθεῖν
- <χραισμῆσαι>
- βοηθῆσαι
- <χραισμήσουσι>
- βοηθήσουσιν
- <χραισμῶσι>
- βοηθῶσιν
- <χρᾷν>
- χρῄζειν. μαντεύεσθαι. καὶ τὰ ὅμοια
- [<χαραμβαλιαστύς>
- γέλως ὁ μετὰ παιδιᾶς]
- [<χραμαδοῖλαι>
- γελῶναι. καὶ αἱ νωθρόταται τῶν κυνῶν. οἱ δὲ τοὺς κοχλίας]
- <χρᾶναι>
- χρῶσαι. καὶ τὰ ὅμοια
- <χράνας>
- μιάνας
- <χρανθείς>
- μιανθείς
- <χρανιεῖσθαι>
- χραν(θ)ήσεσθαι. ἐπικαυθήσεσθαι
- <χρᾶται>
- μολύνεται, καὶ τὰ τοιαῦτα. ἢ χρῆται
- <χραῦσαι>
- καταξύσαι. χρᾶναι. σκιάσαι. γράψαι. ἐπιτυχεῖν
- <χραύσῃ>
- καταξύσῃ. πλήξῃ
- <χραῦσις>
- ἄγκυρα μονόβολος
- <χρέα>
- δάνεια. μαντεύματα
- [<χρεῖ>
- δεῖ]
- *<χρεῖαι>
- ἔνδει[ν]αι
- <χρεαγωγός>
- ὁ ὑπὲρ ἑτέρου τὸν ὀφειλέτην ἄγων
- *<χρέος>
- ὄφλημα. χρεία
- <χρει.>, τὴν ἔνδειαν. [ποτὲ δὲ καὶ τῷ χρέει
- <χρειώ>
- χρέα. χρεία
- <χρείων>
- χρησμῳδῶν, χρησμολογῶν
- <χρείως>
- δέησις
- <χρεῖος>
- ὀφείλημα, χρέος
- <χρεμέδα>
- ἡγῆ ὡς Καλλίμαχος
- <χρεμετίζει>
- κιχλίζει ὡς ἵππος
- <Χρεμετίς>
- ὄνομα ποταμοῦ
- <χρεμετισμός>
- ἡ φωνὴ τῶν ἵππων
- <χρεμετᾷ>
- ἠχεῖ
- <χρεμίς>
- χρεμετίς
- <χρεμύς>
- ὁ ὀνίσκος ἰχθῦς
- <χρεμψιθέατρον>
- οἱ εἰσιόντες εἰς θέατρον .....
- <χρέοντες>
- προφητεύοντες
- <χρεολυτήσων>
- χρεοδοτήσων
- <χρεῦμα>
- ῥεῦμα
- <χρεώ>
- χρεία. ἢ τὸ εἱμαρμένον. ἢ τὸ ὀφειλόμενον
- <χρεώμενος>
- χρώμενος
- <χρεῶν>
- ὀφειλομένων. ἢ χρησμολόγων
- <χρεῶν ἀποκοπαί>
- ὅταν τὰ ὑπὸ τῶν πενήτων ὀφειλόμενα τοῖς πλου- σίοις ἀκυρῆται
- <χρέως>
- χρέος, ὄφλημα
- <χρεωφειλέτης>
- ὁ τὸ χρῆμα ὀφείλων
- <χρή>
- δεῖ, πρέπει, καθήκει. χρησμῳδεῖ
- <χρήδανα>
- τὰ ὅπλα τοῦ ἱστοῦ
- *<χρῆμα>
- πρᾶγμα. πλοῦτος, οὐσία. λῆμμα
- *<χρήματα>
- οἷς τις δύναται χρῆσθαι. κτήματα. βοσκήματα
- <χρήϊα>
- πενία. ἢ χρήματα
- <χρηΐζοντα>
- ἐνδεόμενα, χρειώδη, χρείαν ἔχοντα
- <χρῆϊς>
- πονηρός
- <χρηματιεῖ>
- ποιεῖ
- <χρηματίζει>
- ἀποκρίνεται. λαλεῖ. πράττει. χρήματα συλλέγει
- <χρηματίσασθαι>
- πραγματεύσασθαι
- *<χρηματισμός>
- ὀπτασία(ς) νομοθεσία
- [<χρήμπτει>
- ἐγγίζει
- <χρημφθῆναι>
- προσπελάσαι, ἐγγίσαι. ἐνορμῆσαι]
- <χρῆναι>
- δέον εἶναι
- <χρῇς>
- θέλεις. χρῄζεις
- <χρῆσαι>
- θεσπίσαι
- <χρῆσθαι>
- καυχᾶσθαι. πράττειν. προσφέρεσθαι, χρησμῷ χρῆσθαι
- <χρησθήσεται>
- χρησιμεύσει
- *<χρησμός>
- τιμωρία
- <χρῆσις>
- ἐνέργεια
- <χρησμολογεῖ>
- προφητεύει, μαντεύεται
- <χρησμόν>
- κλῃδόνα
- <χρησμός>
- προφητεία, πρόῤῥησις. ὁ παρὰ θεοῦ διδόμενος λόγος. ἢ μαντεία
- <χρησμῴδημα>
- τὰ αὐτά
- <χρησμῳδία>
- μάντευμα, μαντεία, προλεγόμενον
- <χρησμῳδούμενα>
- τὰ αὐτά
- <χρηστὰ ποιεῖν>
- τὸν ὑπὲρ ἑτέρου ὀφείλοντα
- <χρήστης>
- ὀφειλέτης. ὁ μάντις. καὶ ὁ δανειστής
- <χρηστήριον>
- μαντεῖον
- <χρηστοί>
- οἱ καταδεδικασμένοι. χρήσιμοι
- <χρηστός>
- χρήσιμος
- <χρηστῶν>
- χρησίμων
- <χρήστωρ>
- μάντις
- <χρῆται>
- χρᾶται
- <χρῖ>
- χρίει
- [<χρία>
- μυρμήκων κοίτη]
- <χρί(μ)πτεσθαι>
- ἐρείδειν. ἐγγίζειν. ἐκπίπτειν. στηρίζεσθαι. ἐκβαλεῖν. ἀλείφειν. προσπελάζειν
- <χρίμπτεται>
- προσεγγίζει, καὶ τὰ ὅμοια
- <χριμφθῆναι>
- ἐμπελασθῆναι. ἐκριφῆναι. ἀνορμῆσαι
- <χρίμψαι>
- πελάσαι
- <χρόα>
- τὸ σῶμα. ἢ χρῶτα
- <χροανθές>
- εὐφεγγές
- <χροΐ>
- σώματι. ἐπιφανείᾳ
- <χροιά>
- ἐπιφάνεια
- <χροϊζόμενον>
- λαμπρυνόμενον
- <χρόμαδος>
- κρότος, ψόφος
- <χρόμη>
- φρυαγμός. ὁρμή. θράσος
- <χρόμις>
- εἶδος ἰχθύος
- <Χρόμιος>
- ὄνομα κύριον
- <χρόμοις>
- χρεμετισμοῖς
- <χρόμος>
- ψύχος. ψόφος ποιός. οἱ δὲ χρεμετισμός
- <χρονίζει>
- διατρίβει
- <χρόνιον>
- ἀρχαῖον. ἢ μετὰ πολὺν χρόνον
- <χρονιώτερον>
- ὑπερχρονίζον
- <χρόος>
- χρώς, καὶ τὸ <εις> ἀπὸ τοῦ σώματος διῆλθεν
- [<χροσάμενος>
- τοῦ σώματος κορεσθείς]
- <χροὸς ἆσαι>
- τοῦ χρωτὸς κορέσαι
- <χροιά>
- μακρά
- <χρυνάζει>
- καλεῖ
- <χρυσαΐζεται>
- κοσμεῖται
- <χρυσαλλίς>
- ζῶόν τι. οἱ δὲ τὴν ἀπὸ τῆς κάμπης γινομένην χρυσαλλίδα λέγουσιν
- <χρυσαμοιβός>
- ἀργυρογνώμων
- <χρυσάμπυκας>
- χρυσοχαλίνους. χρυσομίτρους
- <χρυσάμπυκες>
- χρυσόδεσμοι
- <χρυσάμπυκος>
- χρυσοδέσμου. χρυσοχαλίνου. οἱ δὲ χρυσοῦς δεσμοὺς ἔχοντος περὶ τὴν ἄμπυκα, ὅ ἐστιν ἡ τῶν τριχῶν εἰς τὸ ἄνω ἀνά- ληψις
- <χρυσάνθεμον>
- πόα. ἢ καὶ <χρυσάνθιμον>
- <χρυσάορον>
- χρυσο(ῦ)ν ξίφος ἔχοντα
- <χρυσαόρου>
- χρυς(οῦν) ἄορ ἔχοντος, ὅ ἐστι φάσγανον, μάχαιρα(ν), σπάθην
- [<χρυσατήρια>
- τὰ χωρία εἰς ἃ φοιτῶντες ἐλάμβανον ἱερεῖα καὶ χρησμούς]
- <χρυσαυγοῦντα>
- ἀστράπτοντα, ἡ στίλβοντα
- <χρυσάωρ>
- χρυσόηλ[ι]ος. χρυσοκίθαρις. ἢ καλλιόμιλος
- [<χρυσέντευκτος>
- ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένος]
- <χρύς(ε)ο(ν) σκῆπτρον ἔχων>
- ἀντὶ τοῦ αὐτὸς ὁ Τειρεσίας, περι- φραστικῶς
- <χρυσεοπή(νητος)>
- ἡ διὰ χρυσοῦ εἰργασμένη
- <χρυσέῳ>
- τῷ χρυσῷ. ἢ λαμπρῷ
- <χρυσῆ>
- ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης
- <χρυσηλάκατος>
- καλλίτοξος· <ἠλακάτη> γὰρ ὁ τοξικὸς κάλαμος
- <χρυσήλατος>
- χρυσῷ ἐληλασμένος καὶ κατεσκευασμένος
- <χρυσήνιος>
- χρυσᾶς ἡνίας ἔχων. οἱ δὲ καλάς. ἢ καλλίδιφρος
- <χρυσῆς Ἀφροδίτης>
- τῆς καλῆς
- <χρυσία>
- ὁ χρυσός
- [<χρυσίδα>
- τὴν χρυσῆν φιάλην]
- [<χρυσοπήνη>
- τὴν διὰ χρυσοῦ εἰργασμένην]
- *<χρῶ>
- μολυσμῷ
- <χρυσίς>
- ποτήριον. οἱ δὲ φιάλη χρυσῆ
- <χρυσίον>
- τὸ τῶν παιδίων αἰδοῖον
- <χρυσῖτις λίθος>
- ἡ καλουμένη βάσανος ἢ Λυδία
- <χρυσοκόλλα>
- βρῶμά τι ἐκ λινοσπέρμου καὶ μέλιτος. καὶ χρῶμά τι χλωρόν
- <χρυσοκόλ(λ)ητος σφραγίς>
- χρυσοδακτύλιος
- <χρυσόλοφοι δράκοντες>
- χρυσόλοποι. χρυσᾶς λεπίδας ἔχοντες
- <χρυσορανίς>
- ἡ χέρνιψ ἀπὸ τοῦ χρυσὸν ἔχειν
- *<χρυσόθρονος>
- καλλίθρονος
- *<χρυσόρ(ρ)απις>
- ὁ Ἑρμῆς· ἀπὸ τῆς ῥάβδου καλομήχανος
- <χρυσοραγές>
- χρυσοβαφές
- <χρυσορ(ρ)αγὲς ἔρνος>
- ἀπεῤῥηγμένον ἢ ἀπεστραμμένον ἀπὸ τοῦ δένδρου
- <χρυσότευκτος>
- ἐκ χρυσίου κατασκευασθείς
- <χρυσοτόρευτα>
- χρυσόγλυφα
- <χρυσοῦς>
- Πολέμαρχός φησι δύνασθαι τὸν χρυσοῦν παρὰ τοῖς Ἀττι- κοῖς δραχμὰς δύο, τὴν δὲ τοῦ χρυσοῦ δραχμὴν νομίσματος ἀργυρίου δραχμὰς δέκα. μνᾶς δὲ λέγεσθαι τοὺς πέντε χρυσοῦς
- <Χρύσω>
- δαίμων
- <χρώζει>
- προσάπτει. ψηλαφᾷ
- <χρῶμα>
- φρυαγμός. ὁρμή. θράσος. καὶ παρὰ τοῖς μουσικοῖς χροιά
- <χρωματισθεὶς εὐθὺς ἐξ εὐνῆς φόνῳ>
- ἀντὶ τοῦ χρωτισθείς
- <χρῶσαι>
- χρωματίσαι. μολῦναι
- *<χρώσω σῶμα>
- μολυνῶ σῶμα
- *<χρωσθῆναι>
- μολύνεσθαι
- <χρώσειν>
- μολυνεῖν
- *<χρὼς ζῶν>
- σῶμα ζῶν
- *<χρῶμαι>
- μολύνομαι
- <χρωτός>
- σώματος
- <χύδην>
- κεχυμένως, ἀθρόως. εἰκῆ. σωρηδόν, δαψιλῶς
- <χυλός>
- πεμμάτων ὑγρῶν ἐκπίεσμα
- <χύμα>
- ῥεῦμα. πλῆθος
- <χύματα>
- τὰ ἐπὶ τοῖς τάφοις χεόμενα
- <χυμοί>
- γεύσεις
- <χυμός>
- σίελος. [ἢ τάφου χῶμα
- <χυμῶν>
- πηγμάτων ὑγρῶν]
- <χύνιν>
- τὴν χεῖρα
- <χύντο>
- ἐξεχύθησαν
- <χύῤῥα>
- οὕτως εἰώθασι ταῖς ὑσὶν ἐπιφθέγγεσθαι
- <χυῤῥάβιο>
- δεσμοὶ συῶν
- <χύῤῥαβος>
- ὄρνις τις ποιός
- <χυῤῥοίδια>
- τὰ ζῶα τὰ χυ<οι>ῤῥοίδια
- <χυῤῥ(ε)ῖον>
- στρεπτόν, ᾧ δεσμεύουσι τοὺς χοίρους. ἔστι δὲ ξύλινον
- *<χυρβιάσαι>
- σκιρτῆσαι
- <χυτά>
- χωστά
- <χυτή>
- χωστή
- <χυτή>
- ἡ ἐπὶ τοῦ τύμβου χων(ν)υμένη γῆ
- (*)<χυτοί
- οἱ τῷ δικτύῳ τῶν ἰχθύων περιφερόμενοι>
- <χυτόν>
- χωστόν. καὶ τὸ χῶμα. καὶ ὁ ξεστὸς λίθος
- <χύτλα>
- τὰ μετ' ἐλαίου καὶ ὕδατος ἀλείμματα
- <χυτλάζει>
- κλυδάζεται
- <χύτλα>
- τὸ ἐφ' ὕδατος ἔλαιον. καὶ εἶδός τι μαντείας [ω] δι' ὕδατος καὶ ἐλαίου
- <χυτλάσαι>
- τρυφῆσαι. διαχέαι, ὑγρᾶναι
- <χύτλασον>
- ὕγρα[ι]νον
- <χυτλὸς δὲ κράτος ὁ κοσεύσκιος παρῆν>
- ἐσπαρμένος εἰκῆ καὶ οὐκ ἐν τάξει μένουσιν
- <χυτλῶσαι>
- μετ' ἐλαίου λούσασθαι
- <χυτλώσαιτο>
- ἀλείψαιτο μετὰ τὸ λούσασθαι
- <χύτραι>
- τὰ χυτροπώλια
- <χύτραις λημᾶν>
- μεγάλαις τισὶ ..... κωλύεσθαι βλέπειν, καὶ λίαν λημᾶν
- <χυτρεοῦν>
- ὀστράκινον
- <χυτρεῖα>
- τὰ τῶν χυτρῶν ὀστράκια
- <χυτρίδιον>
- μέτρον τι
- *<χυτρίου>
- τοῦ κρανίου
- <χυτρίνδα>
- παιδιᾶς εἶδος τοιαύτης· καθέζεταί τις ἐν μέσῳ. εἶτα κύκλῳ περιτρέχοντες οἱ παῖδες περὶ τὸν καθεζόμενον, ποιοῦσιν αὐτὸν περι- στρέφεσθαι, ἕως ἅψηταί τινος τύπτοντος αὐτόν· εἶτα καθέζεται ὁ ληφθείς
- *<χυτρίζειν>
- ἐν χύτρᾳ (ἐκ)τιθέναι
- <χυτρῖνοι>
- τὰ κοῖλα τῆς γῆς, δι' ὧν αἱ πηγαὶ ἀνίενται
- <χυτρισμός>
- ἡ τῶν βρεφῶν ἐν ταῖς χύτραις ἔκθεσις
- <χώεσθαι>
- συγχεῖσθαι. χολοῦσθαι
- <χώεται>
- θυμοῦται. μέμφεται. ὀνειδίζεται. χολοῦται, καὶ τὰ ὅμοια
- <χωΐδα>
- τροφὴν
- <χωλάβει>
- θορυβεῖ
- <χωλεύει>
- νοσεῖ. σκάζει
- [<χωλότοισιν>
- ὀργίλοις]
- [<χωλοθείς>
- ὀργισθείς]
- <χώλοθρον>
- ἡ κοιλασία
- <χῶμα>
- ὕψωμα γῆς, ὄχθη
- <χωματεπέκτης>
- τοῖς χώμασιν ἐπικείμενος
- <χωνευτήριον>
- χων(ε)ῖον
- *<χῶμος>
- χῶμα, σωρός.
- <Χωνήν>
- τὴν Ἰταλίαν οὕτως πάλαι ἔλεγον, ὥς φησιν Ἀντίοχος ὁ Ξε- νόφα... ἐν τῷ περὶ Ἰταλίας
- <χῶνος>
- βουνός. [τόπος.] βόθυνος
- <χωόμενος>
- λυπούμενος. ὀργιζόμενος, χολούμενος. συγχεόμενος
- <χώρει>
- πορεύου
- <χωρεῖν>
- ἀπελθεῖν
- <χώρησαν>
- ἀνεχώρησαν
- <χωρήσαντα>
- καταβληθέντα. ὁρμήσαντα
- [<χωριάζεσθαι>
- λέγειν]
- <χωρίον>
- δοχεῖον. κόπτρον. [καὶ ὄρνις ποιός]
- [<χωριαμός>
- κίστη.]
- <χωρίς>
- δίχα. ἰδιαζόντως
- <χωρίτης>
- ἀγρότης, ἄγροικ[τ]ος. ἄλλοι τὸν ὁδηγόν
- <χωροβατεῖ>
- ἐν τῇ χώρᾳ περιπατεῖ
- [<χωρονομεῖ>
- ὀργίζεται]
- <χῶρος>
- τόπος, ἀγρός. ἄν(εμ)ος. ἢ χωρίον
- <χωσάμενος>
- χολωσάμενος
- <χώσασθαι>
- συγχυθῆναι, ὀργισθῆναι. λυπηθῆναι
- <χωσθῆναι>
- τὰ αὐτά