Γλώσσαι/Φ
< Γλώσσαι
←Υ | Γλώσσαι Συγγραφέας: Φ |
Χ→ |
- <Φᾶ>
- εἰπέ, λέγε
- <φᾶν>
- λέγειν
- <φάανθεν>
- ἐφάνησαν
- <φαάνθη>
- ἐφάνη
- <φαάντερον>
- λαμπρότερον
- <φάβα>
- μέγας φόβος. καὶ τὸ σύνηθες. ὄσπριον
- <φαβοτύπος>
- εἶδος ἱέρακος, καὶ περιστερᾶς ἀγρίας σπερμοφάγου
- <φαβοκτόνος>
- ἱερακοκτόνος
- <Φαβρίς>
- νησίδιον πρὸ τῆς Ἀττικῆς
- <φαγανθρώπων>
- ἀκαθάρτων
- <φάγαινα>
- φαγέδαινα νόσος ..... ἑλκῶδες νεμόμενον
- <φαγέσωρ[ι]ον>
- πολυφάγον
- <φάγιλος>
- ἀμνός
- <φαγλαός>
- χείμαῤῥος
- <φαγόνες>
- σιαγόνες, γνάθοι
- <φάγυλοι>
- μαστοί. μάρσιπποι
- <φάγωρος>
- ἰχθῦς ποιός
- <φαδάσαι>
- γνάψαι
- <φάεα>
- ὀφθαλμοί
- <φαέθει>
- καίει, λάμπει, φαίνει
- <φαέθοντα>
- ἐπιφανῆ, λάμποντα
- <φα(έ)θοντα
- τόκον> ἐπιφανῆ καὶ καταπληκτικὸν τῇ προσόψει
- <φαέθων>
- φαίνων, λάμπων
- <φαεινή>
- λαμπρά, φαιδρά
- <φάεν>
- ἐπέστειλεν
- [<φαένθεν>
- ἐφάνησαν]
- <φαεινόν>
- λαμπρόν, φαιδρόν, ὡραῖον
- <φαέσασθαι>
- ἰδεῖν, μαθεῖν
- <φαεσίμβροτος>
- ἡ τὸ φῶς τοῖς ἀνθρώποις παρεχομένη. καὶ ἥλιος
- <φαεσφόρος>
- γνώσει φωτίζων, καὶ ὁ τὸ φῶς παρέχων
- [<φαζακηνίαις>
- δειλίαις]
- <φαζάλη>
- πάθος σωματικόν, ὃ γίνεται τοῖς ἐρυθρὰν θάλασσαν πλέου- σιν
- <φάηκες>
- ὀφθαλμοί
- <φάθι>
- εἰπέ
- <φαῖ>
- δῆμος
- <Φαίακες>
- ἔθνος
- <Φαιάκων>
- αὐτὰ τὰ ἔθνη
- <φαίδει>
- ὄψει
- <Φαίδιμος>
- ὄνομα κύριον. ἢ λαμπρός. κατὰ ψυχὴν ἰσχυρός. ἐπίσημος. σπουδαῖος
- <φαιδρός>
- καθαρός. γεγηθώς. φανερός
- <φαιδρυντής>
- ὁ τὸ ἕδος τοῦ θεοῦ θεραπεύων
- <φαιδρωπόν>
- χάριεν τὸ πρόσωπον
- <φαῖεν ἂν>
- [φαίειν ἄν,] εἴποιεν ἄν
- <φαί(η)>
- εἴ(ποι)
- <φαί(ην)>
- εἴποιμι
- <φαίην ἄν>
- εἴποιμι ἄν
- <φαίκανον>
- πήγανον
- <φαικάσιον>
- ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῦ
- [<φαίκελον>
- φορτίον]
- <φαικόν>
- ἐλαφρόν. ἰταμόν. κοῦφον. λαμπρόν
- <φαικῷ>
- ἐνεργῷ, ἀκμάζοντι, ἀπὸ τοῦ φαίνειν οἷον λαμπρόν
- <φαικῶς>
- λαμπρῶς. ἢ λίαν, καὶ τὰ ὅμοια
- [<φαιλόνης>
- εἰλητάριον μεμβράϊ(ν)ον. ἢ γλωσσόκομον]
- <φαῖμεν>
- εἴποιμεν. ὑπολάβοιμεν
- [<φαινακίζει>
- πλανᾷ, ἀπατᾷ, χλευάζει
- <φαινακισθείς>
- ἀπατηθείς
- <φαινακισμός>
- τὰ ὅμοια]
- <φαίνει>
- λάμπει, φαντάζει
- <φαίνεται>
- δοκεῖ. καὶ ὅμοια
- <φαινόλα>
- τὸ ὕφασμα οὕτως "ἔχουσα καινὰν φαινόλαν">
- <φαινόλις>
- λαμπρά, φωσφόρος
- [<φαινόν>
- φωτεινόν]
- <Φαινύλιος>
- ὄνομα ἥρωος
- <φαίνων>
- δεικνύων, δηλῶν
- <φαιόν>
- μέλαν
- <φαιούς>
- ἄρτους ῥυπαρούς
- <φαιρίδδειν>
- σφαιρίζειν
- <φαιρωτήρ>
- (ς)κύτος
- <Φαιστός>
- πόλις Κρήτης
- <φάκελον>
- φορτίον εὐάλωτον
- <φακέλους>
- φόρτους
- <φάκελοι>
- ὁμοίως
- <φακός>
- βρύον τὸ ἐν τῇ λίμνῃ. καὶ μέλασμά τι ἐν τῇ ὄψει. καὶ μέρος τοῦ χαλινοῦ. καὶ ἡ λεπτὴ τῆς μεταλλικῆς λίθου. καὶ ἰατρικὸν σκεῦος
- <φάκται>
- ληνοί, σιπύαι, πύελοι
- *<Φακεέ>
- διάνοιξις
- *<φρακτεῖν>
- φράττειν. <Φρακτός> γὰρ ὁ φραγμός. καὶ τὸ μέτρον φάκτον
- <φάλαγγες>
- πολεμικαὶ τάξεις, ἀπὸ τοῦ πέλας ἀλλήλων εἶναι. καὶ τὰ τῶν δακτύλων ἄρθρα. καὶ νεῶν ὑπερείσματα
- <φαλάγγια>
- στρογγύλα ξύλα καὶ σύμμετρα. Ἀττικοὶ δὲ <κόρακας>
- *<φαλαγγηδόν>
- κατὰ τάξεις
- <φάλα(γ)ξ>
- ζῶον παραπλήσιον ἀράχνῃ, ὃ δὴ καὶ αὐτὸ <ὑφαίνειν> δοκεῖ
- <φαλάγγωμα>
- πομπή τις ἐν τοῖς Διονυσίοις
- <φαλαγγῶσα>
- τεθηριωμένη, ἠρεθισμένη
- <φάλαγξ>
- πολεμιστῶν παράταξις
- <φάλαι>
- ὅρα, σκόπει
- *<φαλαγγοστορύναι>
- ὄργανα πολεμικά
- <Φαλάκραι>
- τόπος τῆς Ἴδης, καὶ νύμφαι .......
- <Φαλάκρας>
- ἄκρας τῆς Εὐβοίας
- <Φάλακρον>
- ἀκρωτήριον Ἴδης
- [<φαλακτόνοιο>
- εἶδος ἱέρακος]
- <φαλάνθη>
- ἐριουργός
- <φάλανθον>
- πολιόν. καὶ ἡ Νέστορος κάρα. οἱ δὲ φαλακρόν
- *<φάλα>
- ἡ μικρὰ κάρα
- <φάλαρα>
- ἀστραγαλίσκος ὁ ἐπὶ τῆς περικεφαλαίας, καὶ παραγναθίδες. χαλινοί, ἢ ἱπποκόσμια
- [<Φαλαρεῖς>
- δῆμος τῆς Αἰαντίδος φυλῆς]
- [<φαλάρικα>
- εἶδος λόγχης]
- <φαλαρόν>
- λευκόν
- <φαλαρός>
- φαλιός, φαλακρός, λευκομέτωπος, λευκός, καὶ φαλέον
- <φαλεριαῶ>
- πέφρικα
- <φάληρα>
- λευκά. ἀφρίζοντα, φρίσσοντα
- <Φαληρεύς>
- πολίτης
- <Φαληρικαί>
- αἱ ῥάφανοι ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς
- <φαληριόωντα>
- λευκανθίζοντα, ἢ λευκαινόμενα
- <φαληρίς>
- ὄρνις λιμναῖος. καὶ τὸ .......
- <Φάλης>
- δερμάτινον καὶ ἀνδρεῖον
- <φαλίζει>
- θέλει
- <φαλικρόν>
- ἄκρατον
- <φαλιόν>
- [λαμπρόν]
- *<φαλίς>
- κάνναβις
- <φαλιόπουν>
- λευκόπουν. <Φαλ[α]ιοὶ ταῦροι>· λευκομέτωποι
- <φαλίπτει>
- μωραίνει
- <φαλίσσεται>
- λευκαίνεται. ἀφρίζει
- <φάλκη>
- ὁ τῆς κόμης αὐχμός. ἢ νυκτερίς
- <φάλ(λ)αι>
- φάλ(λ)αιναι
- *<φαρισαῖος>
- ἀφωρισμένος, μεμερισμένος, καθαρός
- *<φαλλός>
- τὸ ξύλινον αἰδοῖον ἀνδρικόν
- *<Φαραά>
- διασκεδασμός. ἢ νόσος
- <φάλ(λ)αινα>
- ἡ ἐν τῇ κεφαλῇ θρίξ. καὶ ἰχθῦς κητώδης
- [<φάλλα>
- ἄκρα τῆς Εὐβοίας]
- <φάλλη>
- ἡ πετομένη ψυχή
- <φα(λ)λικά>
- ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῦ φαλ(λ)οῦ ἀγομένου
- <φαλλικόν>
- ὄρχημά τι. οἱ δὲ μέλος. ἄλλοι ᾠδὴν αὐτοσχέδιον ἐπὶ τῷ φαλ(λ)ῷ ᾀδομένην
- <φαλ[λ]ός>
- λευκός. ἢ βόλος. καὶ [τὸ] φαλ[λ]ὸν τὸν ἐμμανῆ
- [<φαλλοαί>
- πέφρικεν]
- <φαλόν>
- τὸ στερεὸν κύκλωμα τοῦ στέρνου. οἱ δὲ τὸν μωρόν
- <φάλος>
- ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας. καὶ <τρυφάλεια> ἡ τρεῖς κεφα- λὰς ἔχουσα. ἔνιοι λευκὸς ἧλος. ἄλλοι ψελλός. ἄλλοι κωφός
- <φαλύγματα>
- ὑγράσματα
- <φαλύνει>
- λαμπρύνει
- <φαλύσσεται>
- καταῤῥήσσει. περιέρχεται
- <φαλωθείς>
- παρατραπείς
- <φάμαν>
- φήμην
- <φαμάξαι>
- φάσεις
- [<φαμένων>
- τετελευτηκότων
- <φαμελία>
- ὁμόδου<λ>]
- *<φαμέν>
- λέγομεν
- *<φάμενος>
- εἰπών
- *<φάμην>
- εἶπον
- <φάμμη>
- ἄλφιτα
- <φαμμάστρια>
- τὰ ψαιστά. καὶ ἑορτή τις
- <φᾶν>
- [ὑπέλαβον] λέγειν
- <φάναι>
- εἰπεῖν
- <Φαναῖος>
- Ἀπόλλων. Ἀχαιὸς Ὀμφάλῃ. παρὰ Χίοις οὕτω λέγεται
- <φανᾶν>
- θέλειν
- <φάναοι>
- ἄρνες
- <φάνας>
- [ἐκλάμψας, ἢ] τὰς ἐκλάμψεις
- <φανόν>
- τὸ φαινόμενον, φωτεινὸν καὶ λαμπρόν. Ἀττικοὶ δὲ <λυχνοῦ- χον> ἐκάλουν, ὃ ἡμεῖς νῦν φανόν
- <φάντα>
- λάμποντα
- <φαντάζομαι>
- συκοφαντοῦμαι
- <φαντάζου δόμων .....>
- φαίνου
- <φαντάσας>
- δείξας
- <φαντασία>
- τὸ μὴ ὂν ἀληθές, ἀλλὰ σχήματι
- <φάντι>
- εἰπόντι
- <φαντίζοιτο>
- φαίνοιτο
- <φάντος>
- εἰπόντος. [ἢ πλάτανος φανωτάτη, περιφανής, λαμπρά
- [<φανοτάτη>
- φωτεινοτάτη
- <φαορκίς>
- τρυγίς]
- <φάος>
- φώς, ὄρθρου ἀνατολή
- <φάος ἠελίοιο>
- ἡ αὐγή
- <Φάπην>
- τὴν Παφίην
- <φαραγγαῖον>
- τῆς φαρέτρας τὸ κάλυμμα
- <φάραγξ>
- τάφρος, κοίλωμα
- <φάραγξι>
- κοιλάσι
- <φάραι>
- ὑφαίνειν, πλέκειν
- <φαραιδάκη>
- μυρίκη
- <φάργμα>
- φραγμός
- <φαρέτρα>
- βελοθήκη
- <φαρετρεών>
- τοξότης
- <φάρη>
- ἱμάτια. νεφέλαι
- <φαρικόν>
- φάρμακον σύνθετον θανάσιμον
- <φάριον>
- τὸ(ν) ἐρεοῦν ......
- <Φᾶρις>
- ὄνομα πόλεως
- <φαρκάζει>
- κλέπτει
- <φαρκιδούμενοι>
- στυγνάζοντες
- <φαρκίς>
- ῥυτὶς ἡ ἐκ τοῦ γήρους γινομένη. ἢ ῥίζα, πρὸς ῥυτίδας ποιοῦ- σα. [ἢ στολίς
- <Φαρκίδων>
- ῥυτίδων. ἢ πόλις
- <φάρκες>
- νεοσσοί
- <φάρκτου>
- φυλακὴν σκεύαζε
- <φάρμακα>
- βοτάναι. χρώματα. καὶ πᾶσα πόα
- <φαρμακεύεται>
- σκευάζεται, ἀρτύεται
- <φαρμακίτης>
- ἀδ[δ]ηφάγος
- <φαρμακίς>
- ἐπὶ γυναικὸς φαρμακίδος. καὶ εἶδος φαρμάκου. ἢ ἀκρίς
- <φαρμακοί>
- καθαρτήριοι. περικαθαίροντες τὰς πόλεις, ἀνὴρ καὶ γυνή
- <φαρμακή>
- ἡ χύτρα, ἣν ἡτοίμαζον τοῖς καθαίρουσι τὰς πόλεις
- <φάρμακον>
- ἡ ὑποστάθμη. ἄλλοι σύνθεσις ᾗ κηδεύουσι τὰ ἱερὰ τῶν ζώων
- <φαρμακῶνες>
- τὰ βαφεῖα, διὰ τὸ τὰ βάμματα φάρμακα καλεῖσθαι
- <φαρμάξαι>
- ὀξῦναι. βάψαι
- <φαρμάξασα>
- ἀπατήσασα
- <φαρμάσσει>
- [φαρμακεύεται,] θεραπεύει, φαρμακεύει
- <φαρμάσσων>
- βάπτων. στομῶν, στομοποιῶν. φαρμακεύων
- <φαρματτόμενος>
- κολακευόμενος. ἀλειφόμενος
- <Φάρος>
- ἱμάτιον, περιβόλαιον. ἀκρωτήριον καὶ νῆσος ἐν Αἰγύπτῳ
- <φάρος στέλ(λ)ων>
- τὸ περιβόλαιον στέλ(λ)ων, ἢ τὸ ἅρμενον
- <φαροῦν>
- ἀροτριᾶν
- <φάρσος>
- τρύφος, κλάσμα. πτερύγιον. [ἀκρωτήριον]
- <φαρύγεθρον>
- ὁ κατὰ τὰ παρίς(θ)μια τόπος
- <φαρυγίνδην>
- ἀντὶ τοῦ (κατὰ) γαστριμαργίαν
- <φάρυγξ>
- λάρυγξ, βρό(γ)χος, στόμα
- <φαρυμός>
- τολμηρός, θρασύς
- <φαρβό>
- ὁμοίως
- <φαρύνει>
- λαμπρύνει
- <φαρῶσαι>
- ἀρόσαι, νεῶσαι. λαμπρῦν[θῆν]αι
- <φάς>
- εἰπών
- <φάσακες>
- συκοφάνται
- *<φάσγανον>
- ξίφος, παρὰ τὸ <φάσαι>, ὅ ἐστιν ἀνελεῖν
- <φασγάνεται>
- ξίφει ἀναιρεῖται
- <φασγανιῶσαν>
- ἐξιφισμένην
- <φασγανίων>
- ἐξιφισμένων
- <φάσεις>
- ἐγκλήματα, συκοφαντίαι. ἢ ἐνυπνίων ὄψεις. λόγοι. φῆμαι
- <φάσθαι>
- λέγειν
- <Φασιανοί>
- ὄρνεις ποιοί. οἱ δὲ τοὺς Ποντικούς φασιν
- <Φᾶσις>
- ποταμὸς Κόλχων
- <φασκάδες>
- ὄρνεις ποιοί
- *<φασί>
- λέγουσι
- <φάσκει>
- λέγει
- <φάσκοντα>
- λέγοντα
- <φάσκος>
- τὸ ἐπὶ τῶν δρυῶν γενόμενον
- <φασκώλιον>
- βαλάντιον δερμάτινον. <Φάσκωλος> δὲ τὸ μέγα, εἰς ὁ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται
- *<φάσκω>
- λέγω
- <φάσμα>
- φάντασμα. σημεῖον, τέρας
- <φασσοφόνῳ>
- τῷ τὰς φάσσας φονεύοντι. ἔστι δὲ εἶδος περιστερᾶς ὑπὸ τὴν τρυγόνα
- <φάτε>
- εἴπατε
- <φατέ>
- λέγετε
- <φατίζει>
- λέγει. χωρίζει
- <φατιρίς>
- εἶδος ὀρχήσεως
- <φάτης>
- ψεύστης
- <φάτις>
- φήμη. δόξα. λόγος. κλῃδών
- <φάτνη>
- καὶ ἡ τράπεζα, καὶ ἡ τῶν κτηνῶν, καὶ εἴτι τῶν τοιούτων
- <φατνώματα>
- σανιδώματα
- <φατνωτῶν>
- σανιδωτῶν
- <φάτο>
- εἶπε. διενοήθη, ὑπέλαβεν
- <φατοί>
- τεθνεῶτες. ῥητοί
- <φατός>
- ὁμοίως
- <φατόν>
- τεθνηκός. ῥητόν
- <φατός>
- στοίβη. φήμη
- <φᾶτραι>
- σύστημα
- <φατρία>
- σύνταγμα, σύστημα
- <φάτριν>
- τόπον ὕπαιθρον, ἐρείπιον, φάνα
- <φατῶσαν>
- γνῶθι
- <Φαῦδα(ι)>
- γένη Σκύθαι
- <φαύειν>
- ποιεῖν .....
- <φαύζειν>
- φρύγειν
- <φαῦλα>
- κακά. δόλια. εὐτελῆ
- <φαυλία>
- εἶδος ἐλαίας. οἱ δὲ τὰς λεύκας
- <φαύλια>
- μῆλα τὰ μεγάλα
- [<φαύλιον>
- ἁδρόν, καλόν]
- <φαύλιξ>
- ὀρθός
- <Φαῦνος>
- Ἰταλικὸς θεός
- <φαυλίστρια>
- ἡ καταγελῶσα
- <φαῦλον>
- ἁδρόν, καλόν, εὐειδές, μέγα. μοχθηρόν. ἀραιόν. παληλθιτόν
- <φαῦλος>
- κακός, δόλιος, χαλεπός. εὐτελής, ἁπλοῦς. καταγέλαστος
- <φαύλως>
- ὁλοσχερῶς, καὶ τὰ ὅμοια
- <φαῦνος>
- φαίνων αὑτόν
- <φαυόν>
- ἀκανθῶδες φυτόν
- <φαυόφοροι>
- Αἰολεῖς, ἱέρειαι
- <φαῦρος>
- κοῦφος
- <φαύσιγγες>
- αἱ ἐν ταῖς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες. ἔνιοι τὰς ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἐν ταῖς κνήμαις καὶ τοῖς σκέλεσι γινομένας φλυκταίνας. δηλοῦσι δὲ καὶ αὐγὰς καὶ ἀκτῖνας. ἄλλοι δὲ αἱμοῤῥοΐδας καὶ φλυκταί- νας καὶ λαμπηδόνας
- <φαῦσις>
- φῶς, φέγγος, φωταυγία
- <φαῦσμα>
- σπλάγχνα ἐκ σίτων πεποιημένα. καὶ αἱ ἀπαρχαὶ τῶν πεμ- μάτων
- <Φαῶν>
- εὐμόρφων, ἐγένετο ἠρέσθην
- [<Φέακες>
- ἔθνος Φεάκων]
- <φέβεσθαι>
- φεύγειν
- <φέβομαι>
- φεύγω, φοβοῦμαι
- <φέβοντο>
- ἐφοβοῦντο, ἔφευγον
- *<φοβεῖ>
- διώκει, φεύγει
- *<φοβψίς>
- λαμπρὸν φαίνουσα
- <φέγγουσαν>
- λαμπρύνουσαν
- <φέγγος>
- φῶς ἡμέρας, φέγγος σελήνης
- <Φειά>
- πόλις Θεσσαλίας
- <φειδαλφιτῆσαι>
- φειδωλὸν περὶ τὰ ἄλφιτα γενέσθαι
- <φείδεσθαι>
- ἐλεεῖν
- [<φειδικόμισος>
- ἡ διὰ μαρτύρων πίστις]
- <φειδός>
- φειδωλός
- <φειδοῦς>
- φειδωλίας
- <φειδώ>
- τὸ φείδεσθαι
- <φειδώλιον>
- δίφρος, σφέλας. χόρτος
- <φειδωλός>
- φειδόμενος δαπάνης, σκνιφός
- <Φείδων>
- ὄνομα κύριον
- *<Φεισών>
- ποταμὸς παραδείσου, ὃ ἑρμηνεύεται στόμα κόρης· παρὰ δὲ Ἕλλησι Γάγ(γ)ης
- *<φεῖσαι>
- ῥῦσαι, σῶσαι
- <φελγύνει>
- ἀσυνετεῖ, ληρεῖ
- <φελλά[ν]τας>
- λίθος σκληρὸς ἀπὸ τόπου
- <φελλεῦον>
- ἐπιπλέον
- <φελλεύς>
- τὸ δυσεργὲς χωρίον
- <φελλίνιοι>
- ὀροβάκχαι
- <φελλίνας>
- κοῦφος, ἀπὸ τοῦ φελλοῦ
- <φελλός>
- [σκληρὸς τόπος καὶ δυσεργής, καὶ ἐξ ἐπιπολῆς πετρώδης. καὶ] φλοιὸς δένδρου, καὶ ξύλον ἐλαφρόν. [τὸ δὲ αὐτὸ καὶ <φελλεύς.>] [καὶ τὸ τῶν βιβλίων ἔξωθεν σκέπασμα.] [καὶ ἀλαζών]
- <φένακας>
- ἀπατεῶνας
- <φέναξ>
- χλευαστής, ἀπατεών, ψεύστης, πλάνος
- <Φενεός>
- [Φενέα] πόλις Ἀρκαδίας
- [<φεννίδα>
- παιδιὰν σφαίρας]
- <φεννίον>
- μηδικὴ ὁδός. Παμφύλιοι
- [<φεννίς>
- εἶδος παιδιᾶς μετὰ σφαίρας]
- <φέννος>
- θάνατος. ἐνιαυτός
- <Φέραι>
- πόλις τῆς Ἠλείας
- <Φεραία>
- Ἀθήνησι ξενικὴ θεός. οἱ δὲ τὴν Ἑκάτην
- <φεραυγές>
- κατάλαμπρον
- <φέρβειν>
- τρέφειν, βόσκειν
- <φέρβεται>
- τρέφεται
- <φέρβητας>
- νομεῖς
- <φερβόμενος>
- τρεφόμενος
- [<φερέγγους>
- φέρων τὸ βιβλίον, ἢ τῇ βίβλῳ ἐμφερομένους]
- <φερέγγυος>
- ἀξιόπιστος, ἐγγυητής, καὶ βεβαιωτής. <Ἔγγυος> βέβαιος
- <φερέγγυον>
- βέβαιον, δυνατόν
- <φέρειν>
- λαμβάνειν. βαστάζειν. ὑπομένειν
- <Φερεκλέα>
- τὸν Ἄδωνιν
- [<φερεντάριοι>
- τάγμα στρατιωτικόν]
- <φερέοικος>
- ὁ κοχλίας. ἔνιοι ζῶον ὅμοιον γα[λ]λῇ ὑπὸ δ(ρ)υσὶ καὶ ἐλάταις γινόμενον. οἱ δὲ ζῶον σφηκὸς μεῖζον
- <φερέσβιος>
- ὁ τὰ πρὸς τὸν βίον φέρων καὶ σώζων, ἢ ζωοποιός
- <φέρεσκον>
- ἔφερον
- <Φέρητος>
- ὄνομα κύριον
- [<φέρι>
- ἄγριε ἢ ἄγριαι]
- <φέριστε>
- βέλτιστε, κράτιστε, ἐξοχώτατε, ἀγαθέ. [καλλίον. μείζον]
- <φ(έ)ρμια>
- ἃς ἔνιοι ἀσίλλας τὰς ἐκ σχοίνων πλεκομένας, καὶ ἰχθυηρὰ ἀγγεῖα, οἷον σπυρίδια
- <φερνάς>
- προῖκας, δῶρα νυμφικά, ἀπὸ τοῦ φέρειν φεράς, καὶ πάντα τὰ φερόμενα
- <φερνή>
- προίξ, δῶρα νυμφικά
- <φέροντο>
- προσεφέροντο
- <φεῤῥεύει>
- ἀποφέρει
- <Φερ(ρ)εφάττιον>
- τόπος ἐν ἀγορᾷ
- <Φερσεφόνεια>
- ἡ τῆς Δήμητρος θυγάτηρ, ἡ φέρουσα τὸ ἄφενος, του- τέστι τὸν πλοῦτον, διὰ τὸν καρπόν, (ἢ) ἀπὸ τοῦ φέρειν ὄ(ν)ησιν
- <φερτάζει>
- φέρει
- <φέρτατος>
- ἀγαθώτατος
- <φέρτε>
- φέρετε, κατὰ συγκοπήν
- *<φέρτατον>
- κράτιστον, ἀγαθώτατον. φέριστον, βέλτιστον
- <φέρτερον>
- κρεῖσσον, ἀπὸ τοῦ φέρειν βέλτιον
- <φέρτρον>
- φορεῖον. καὶ ἡ τῶν νεκρῶν κλίνη
- <φέρτρυς>
- ἆθλος. Θούριοι
- <φέρων>
- λαμβάνων
- <φερώνυμος>
- ἀληθεύων τῷ ὀνόματι
- <φετμαῖς>
- ἐντολαῖς, παραγγελίαις
- <φεῦ>
- σχετλιασμοῦ ἐπίῤῥημα
- <φεύγει>
- ἀποδιδράσκει, ἀντὶ τοῦ εὐθύνεσθαι, ὡς καὶ φεύγειν κλοπῆς ἢ μοιχείας φαμέν
- <φευκτά>
- φεύξιμα
- <φευκταῖοι>
- ἀποτρόπαιοι
- <φεύξεσθαι>
- φεύγεσθαι
- <φεῦ φεῦ>
- ἴσον τῷ οἴμοι
- <φεψάλυξ>
- φέψελος, σπινθήρ, ἄνθραξ
- <Φηγαιεύς>
- δῆμος Αἰγηΐδος
- <φήγινος>
- δρύϊνος
- <φηγός>
- ἡ δρῦς
- <φηδαινής>
- ἀφρενής
- [<φηδῶσαι>
- ἀπατῆσαι. φθεῖραι, ἀπολέσαι]
- <φηληκόθρεπτον>
- ὑπὸ ὄλυνθον τῆς συκῆς τεθραμμένον
- <φήληξ>
- ὄλυνθος, τὸ μὴ πεπεμμένον σῦκον
- *<φῆ>
- εἶπεν, ἔλεγεν
- <φηλήτῃσι>
- λῃσταῖς
- <φῆλον>
- ἀπατηλόν, ληθαργόν, κακοῦργον, ἐπίβουλον
- <φηλωθείς>
- ἀπατηθείς
- <φηλωθεῖσα>
- ἀπατηθεῖσα
- <φηλώσωμεν>
- ἀντὶ τοῦ βοήσωμεν
- <φήματα>
- ῥήματα. φάσματα
- <φημασι.μεν>
- βοήσωμεν
- <φήμη>
- ἀκοή, ὀνομασία
- <φημί>
- λέγω. ὑπολαμβάνω
- <φημίζεται>
- μαντεύεται. λέγει
- <φῆμις>
- φήμη, κλῃδών, φωνή, λόγος
- <φῆν>
- εἶπον, λέγων
- <φήνας>
- δείξας
- <φηνάσης>
- δειξάσης
- <φήνη>
- ἀετοῦ εἶδος
- <φηνόν>
- λαμπρόν
- <φήνωσι>
- δείξωσι
- <φῆρα>
- θῆρα. εἶπεν
- <Φῆρες>
- οἱ Κένταυροι, Αἰολικῶς
- <φηρία>
- θηρία. Αἰολεῖς
- <φῆρον>
- ἡ τῶν ἀρχαίων θεῶν τροφή
- <φῄς>
- λέγεις. ὑπολαμβάνεις
- <φῆσθα>
- λέγεις. ἔφησθα
- <φήσομαι>
- λέξομαι, βοήσομαι
- [<φητώ>
- στρόφιγξ]
- <φθαίημεν>
- φθάσωμεν
- <φθάν>
- ἔφθασαν δὲ πολλῷ τοὺς ἱππέας οἱ πεζοί
- <φθάνει>
- καταλαμβάνει, προλαμβάνει
- <φθατήση>
- φθάσῃ
- <φθεί(ει)>
- θνήσκει
- *<φθαρτόν>
- θνητόν
- <Φθειάδος>
- Θετταλικῆς
- [<φθειμένων>
- ἀποθανόντων]
- *<φθάνει>
- ἀναλίσκεται
- [<φθεινόπωρον>
- τροπὴ κατὰ τὸ θέρος. ἢ νόσος]
- <φθείρ>
- ὁ τῆς πίτυος καρπός. καὶ μέρη τῆς νεὼς πρὸς τῇ πρύμνῃ. καὶ ἰχθῦς τις
- <φθεῖρα>
- φθειρίασις
- <φθείρεται>
- πλανᾶται. ἀπόλλυται
- <φθειροκομίδης>
- φθειρῶν γέμων
- *<φθείης>
- φθαρείης
- <φθειρῶν ὄρος>
- πιτυῶδες ὄρος, διὰ τὸ πληθύνειν ἐν αὐτῷ πίτυς[ι]. τῶν γὰρ στροβίλων τὰ ἐντὸς <φθεῖρας> καλεῖσθαι
- *<Φηρσί>
- Κενταύροις
- <φθείσονται>
- διαφθαρήσονται
- <φθῆ>
- ἔφθασεν
- <φθήῃ>
- φθάσῃ πρότερος
- <φθῆναι>
- φθάσαι, προλαβεῖν. [δεῖξαι]
- <φθήσεται>
- καταλήψεται. φθάσει [καὶ
- <Φθία>
- πόλις Θεσσαλίας
- <φθιακόν>
- τμητικόν
- <φθιεῖ>
- φθίσει
- <φθίμενοι>
- θανόντες
- <φθίμενος>
- φθαρείς, θανών
- <φθίνα>
- ἡ ἐρυσίβη. καὶ εἶδος ἐλαίας
- <φθινὰς ἁμέρα>
- τὴν ἱσταμένου τρίτην τριμήνιον λέγει
- <φθινάσμασι>
- φθίσεσι
- *<φθίναντος>
- λήγοντος, παυομένου, ἀναλισκομένου
- <φθίνοντος μηνός>
- λήγοντος τοῦ μηνός. Φθίνων δὲ μὴν καλεῖται ὁ ἀπὸ εἰκάδος ἕως τριακάδος· μέσος δὲ μὴν ὁ ἀπὸ δεκάδος ἕως εἰκά- δος· ἱστάμενος δὲ μὴν ὁ ἀπὸ πρώτης ἕως πέμπτης
- <φθινόντων>
- φθειρομένων
- <φθινόπωρον>
- ὁ ἀπὸ τῆς πεντεκαιδεκάτης αὐγούστου μηνὸς ἕως τῆς πεντεκαιδεκάτης δεκεμβρίου. οἱ δὲ ἀπὸ τῆς εἰκοστῆς δευτέρας αὐγού- στου ἕως πάλιν εἰκοστῆς δευτέρας δεκεμβρίου
- <φθινύθειν>
- φθείρεσθαι, τήκεσθαι
- <φθινύθουσιν>
- εἰς φθίσιν ἄγουσιν
- <φθινύουσι>
- φθείρονται
- <φθίνουσαν>
- ἐλαττουμένην
- <Φθῖοι>
- οἱ ὑπὸ Πρωτεσιλάῳ τεταγμένοι
- <φθίρ>
- ὁ τῆς πίτυος καρπός
- <φθῖσα>
- ἡ λεπτὴ ἀπὸ φθίσεως
- <φθίσεσθαι>
- θανεῖν
- <φθισήνορα>
- ἡ τοὺς ἄνδρας διαφθείρουσα, ἢ τὴν ἀνδρείαν
- [<φθισκός>]
- φθισικός
- *<φθίσει>
- ἀπολέσει
- *<φθίσθαι>
- ὀλές(θ)αι
- <φθισίμβροτος>
- ἀνθρωποκτόνος, διαφθείρων τοὺς ἄνδρας
- <φθίσων>
- εἰς φθίσιν ἄξων, [καὶ φθέρσων] καὶ φθερῶν
- <φθ[ίνο]ῖτο>
- θάνοι[το] ἢ ἔθανεν
- <φθιτοί>
- φθαρτοί, θνητοί, νεκροί. ἢ εἴδωλα
- <Φθιώταν>
- Θετταλικήν
- <φθογγή>
- φθέγμα, ἢ φωνή
- <φθόγγος>
- φθογγή, φωνή, καὶ τὰ ὅμοια
- <φθόη>
- φθίσις, φθορά, λύμη
- *<φθοατήσει>
- φθάσει <κτήσασθαι>
- <φθόϊς>
- πλακοῦς. καὶ τὰ πρὸς λεπτὸν ἀληλεσμένα. καὶ τὸ ἀποῤῥέον ψῆγμα τοῦ χρυσίου
- <φθονεῖς>
- ζηλοῖς, βασκαίνεις
- <φθονερός>
- ζηλωτής, ζηλότυπος
- <φθόνος>
- πάθος ἐπὶ τῇ τοῦ πέλας εὐπραγίᾳ
- <φθορά>
- ὄλεθρος
- <φθόσις>
- φθίσις
- *<φθίδιον>
- ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον
- *<φθήρεται>
- ὀδύρεται
- <φία>
- πιονία
- <φιαρόν>
- λαμπρόν, καθαρόν
- <φιαρύνει>
- λαμπρύνει
- <φιβάλεως>
- εἶδος σύκων, καὶ ἡ συκῆ ὁμωνύμως. τινὲς δὲ ἰσχάδας
- [<φίβλα>
- πόρπη], φικίον [περόνη]
- <Φῖγα>
- φῖκα. σφίγγα
- <Φιγάλ(ε)ια>
- ἀπὸ ἑνὸς τῶν Λυκάονος παίδων
- <φιδάκνη>
- π[ε]ιθάριον μικρὸν στενόν
- <φιδίτια>
- συσσίτια
- [<Φιδίαι>
- λιθοξόοι]
- [<φίδωλος>
- ἐπιθυμητός]
- <φίδνα>
- ῥίζα ἡ Ἀχίλλειος καλουμένη
- [<φιδρόν>
- καθαρόν, λαμπρόν, ἁγνόν, ἱλαρόν]
- <Φίκιον>
- ὄρος Θηβῶν
- <φίλα>
- προσφιλέστατα
- <φῖλαι>
- φίλησον
- <φιλαίμων>
- φιλῶν τὸ αἷμα
- <φιλαίτατος>
- φίλος σφόδρα
- <φιλαίτιοι>
- μεμψίμοιροι
- <φιλαίτιος>
- μεμψίμοιρος
- <φιλακριβοῦντες>
- μετ' ἀκριβείας διαχωρίζοντες
- <φιλακροάμονας>
- .......
- <φιλαλήθης>
- ὁ τὴν ἀλήθειαν φιλῶν
- <φιλαλληλίαν>
- οἱ φιλοῦντες ἀλλήλους
- <φίλαξ>
- δρῦς, νέος. Ἠλεῖοι
- <φιλαπεχθημόνως>
- φιλομίσως, φιλοῦντα μισεῖσθαι
- <φιλαργυρία>
- φιλοχρηματία
- <φίλατο>
- ἐφίλησεν, ἠγάπησεν
- [<φιλαυρᾶ>
- τὰ κακά, τὰ ἄτοπα]
- <φιλαυτία>
- τὸ πάντα πρὸς τὰ ἑαυτῷ ἀρέσκοντα πράττειν
- <φίλαυτοι>
- οἱ ἑαυτοὺς φιλοῦντες
- <φιλεῖ>
- εἴωθεν. ξενίζει, ἢ κατὰ ψυχὴν ἀγαπᾷ
- *<φιλέεσκεν>
- ἐξένισεν
- [<φιλεκήδωτον>
- κηδεμονικόν]
- <φιλένδοτος>
- ἐλεήμων
- <φιλεόντων>
- φιλείτωσαν, ὡς τὸ ἔστων ἔστωσαν
- <φιλέουσα>
- φιλοῦσα
- <φιλεργήσασι>
- <φιλεργοί>
- οἱ τὸ ἔργον φιλοῦντες
- <φιλέριδες>
- οἱ ἀγαπῶντες ἐρίσασθαι
- <φιλέταιρος>
- πεφιλημένος
- <φιλέψιος>
- φιλοπαίγμων. φιλοπάλαιστρος
- <φίλη σχίνου>
- παραφυάς
- <φίληθεν>
- ἐφιλήθησαν
- <φιλήμης>
- φιλίας
- <φίλην>
- φιλίαν, ἢ τὴν προσφιλεστάτην
- <φιλήρετμοι>
- φιλόκωποι, φιλοναῦται
- <φίλησα>
- ἐξένισα, ἠγάπησα
- <φιλήσια>
- φιλοτήσια, προσφιλῆ
- <φιλησίαις>
- κλεψοσύναις
- <φιλήτης>
- κλέπτης, λῃστής
- <φιλήτωρ>
- ἐραστής
- <φιλητῶν γένος>
- κλεπτῶν
- <φίλια>
- προσφιλέστατα
- [<φιλιάζετο>
- ἐχωρίσθη αὐτῶν]
- [<φιλίδα>
- σύριγγα]
- <φιλιός>
- ὁ ἀποτρόπαιος, κατ' εὐφημισμ[έν]όν
- <φίλιπποι>
- μοιχοί
- <Φιλιστίδ(ε)ιον>
- νόμισμά τι
- <φιλίων>
- ἀντὶ τοῦ φίλτερος, προσφιλέστερος. ἐσχημάτισται δὲ διὰ τὸ μέτρον, ὡς τὸ καλλίων· ξείνων τηλεδαπῶν φιλίων ἐμὸν ἵκετο δῶμα
- <φιλόδικος>
- φιλοπράγμων
- [<φιλοδοτεῖν>
- λεπίδας ἔχοντι]
- <φιλόθακος>
- ἀργή
- <φιλοθεάμων>
- φιλοθεωρητής
- <φιλοθεάμοσι>
- φιλοθεωρηταῖς
- <Φιλοθερς(ε)ίδης>
- Φιλοθέρσου παῖς
- <φίλοιφος>
- πασχητής
- *<φίλοι>
- προσφιλέστατοι
- *<φιλοκαλία>
- [φιλοῦσα τὰ σπάστρα
- *<φιλοΐστωρ>
- φιλῶν ἱστορεῖν
- <φιλόκαλος>
- φιλόκοσμος
- <φιλοκέρτομε>
- φιλῶν σκώπτειν
- <φιλοκηδής>
- ὁ κηδεμονικός
- <φιλοκνήμιδες>
- φίλοπλοι
- <φιλοκρινεῖν>
- διαιρεῖν
- <φιλοκτέανος>
- φιλοκτήμων, φιλοχρήματος
- <φιλοκτεανώτατε>
- φιλοχρηματώτατε
- <φιλοκτήμων>
- φιλοχρήματος
- <φιλολάμπαδος>
- ἡ Ἄρτεμις
- <φιλολόγος>
- ἀσκητής. πολυλάλος
- <φιλολόγος>
- λαλιός, λάλος
- <φιλομειδής>
- φιλόγελως, φιλῶν τὰ μειδιάματα. ἱλαρά
- <Φιλομηλείδης>
- οἱ μὲν κύριον ὄνομα. πολλάκις γὰρ πατρωνυμικῷ τύπῳ κύριον δηλοῦται, ὡς Εὐηρίδης, Ἡρακλείδης
- [<φιλομύθω>
- πεπλασμένω λόγω]
- <φίλον>
- προσφιλές
- <φιλόνεικος>
- μάχιμος, φίλερις. <Φιλονεικία> γὰρ ἡ μάχη
- <φιλοπευστεῖν>
- ἀκούειν. μανθάνειν. ἐρωτᾶν
- <φιλοπευστοῦντα>
- ἡδέως ἀκούοντα. ἢ ἐρωτῶντα
- <φιλοποιός>
- φιλεργός
- <φιλοπονία(ι)>
- σπουδαῖα ἔργα
- <φιλοπόνος>
- φιλεργός, σπουδαῖος
- <φιλόπυστος>
- φιλοπράγμων
- <φιλόσοφος>
- ὁ πάντων πειραθείς, φιλομαθής
- <φιλόστοργος>
- φιλότεκνος. [<Φιλοσόφους> τέ φασι Λυδούς, τοὺς κιθαριστὰς καὶ μουσικούς. οἱ ἀρχαῖοι σοφοὺς [καὶ φιλοσόφους] καὶ σοφιστὰς ἔλεγον
- <φιλόστροφος>
- εὐμετάβολος
- <φιλό[σύμ]μαχος>
- φιλολοίδορος, μάχιμος
- <φίλος>
- ὁ προσφιλής
- <φιλότης>
- φιλία, ἡ συνουσία
- <φιλοτησία>
- πρόποσίς τις μετὰ τὸ δεῖπνον ὑπὲρ φιλίας
- <φιλοτήσια ἔργα>
- ἀφροδίσια, τὰ συνουσιαστικά
- <φιλοτιμεῖται>
- μεγάλα φρονεῖ, ἐπαίρεται, πλουτεῖ
- <φιλοτιμία>
- δωρεά. κενοδοξία. πλοῦτος. μεγαλοφροσύνη
- <φιλότιμος>
- ὁ φιλῶν τιμᾶν μεγάλως. ἢ θέλων αὐτὸς δοξάζεσθαι
- <φιλοτιμούμενοι>
- δαψιλῶς τιμῶντες
- <φιλοτίμως>
- φιλοδόξως. πλουσίως. μεγαλοψύχως. δαψιλῶς
- <φιλοφρονοῦμαι>
- δεξιῶς καὶ προθύμως εἰσδέχομαι, ἢ ἀποδέχομαι
- <φιλοφροσύνη>
- προθυμία, διάθεσις, σπουδή. ἀγάπη. παρὰ τὸ φίλα ἢ φίλια φρονεῖν
- <φιλοχωρῶν>
- τὴν χώραν ἀγαπῶν
- <φιλοψεύστης>
- ὁ τὸ ψεῦδος φιλῶν
- <φιλόψυχον>
- ἄψυχον
- <φίλτατα>
- τὰ ὄμματα καὶ προσφιλέστατα
- <φίλτατοι>
- φιλικώτατοι
- <φίλτρον>
- φιλία
- <φίλυδρα>
- (ἃ) φιλεῖ τὸ ὕδωρ
- <φιλύρινον>
- ἀσθενές
- <φιλυρόν>
- εὐῶδες. [ἐλαφρόν
- <Φιλωνίδας>
- ὑποκοριστικῶς ἀντὶ τοῦ φιλεῖν Φιλωνίδης
- <φίλως>
- ἡδέως
- <φίλως χ' ὁρόῳτε>
- ἡδέως ἂν βλέποιτε
- <Φιλώψ>
- κρήνη. ἢ φίλος
- <φιλωτερίς>
- κασταναία
- *<φιλώτατα>
- φίλτατα
- *<φιλώτατος>
- φίλτατος
- <φίμα>
- κημός, παραστόμιον, φιμός
- <φιμοῖ>
- δεσμεύει. ἐμφράττει. ἄγχει. ἐπιστομίζει
- <φιμοῖ>
- δεσμοῖ
- <φιμοῦν>
- δεσμεύειν, καὶ τὰ ὅμοια
- <φίν>
- αὐτοῖς, ἢ αὐταῖς
- <φίνακα>
- δρῦν
- <φίνηται>
- συντιθῇ
- <φίσκος>
- δημόσιον, ταμεῖον πολύχρημον
- <φισκοσυνήγορος>
- ὁ ταμιείων συνήγορος
- <φίτρον>
- μέτρον. μάταιον. ῥᾴδιον. καὶ τὸ μέσον τοῦ ῥινίου, τὸ κοῖλον. καὶ ὁ κορμὸς τοῦ ξύλου, παρὰ τὸ φύεσθαι
- <φῖτυ>
- φυτόν, φύτευμα
- <φίτυμα>
- τέκνον, γέννημα
- <φιτύσατο>
- ἐγέννησεν
- <φλᾷ>
- θλᾷ, μαλάττει, συντρίβει
- <φλαδιᾶν>
- θλαδιᾶν, μαλάττειν, τύπτειν
- <φλᾶν>
- μαλάσσειν πληγαῖς
- <φλανύσσει>
- φλυαρεῖ, ληρεῖ
- *<φλασμός>
- τῦφος
- <..φλασμένος>
- τετυφωμένος
- <φλάσας>
- θλάσας
- <φ(λ)αυρικῶς>
- ἀηδῶς
- <φ(λ)αῦρα>
- φαῦλα, κακά, πονηρά, κοῦφα, ἀσθενῆ
- <φλέβαι>
- νεῦρά τινα αἵματος δεκτικά
- *<φίλιππος>
- στόμα χειρῶν, ἢ λαμπάδος
- <φλέγει>
- καίει. λαμπρύνει
- [<Φλέγεια>
- ἡ νῦν Πελλήνη]
- <φλέγεται>
- καίεται. λαμπρύνεται
- <φλέγμα>
- φλόξ, καῦσος, παρὰ τὸ φλέγειν
- <φλεγμαίνει>
- ὀγκοῦται, φυσοῦται
- <φλεγματίς>
- ἡ φλέγματα ἔχουσα
- <φλεγματόεν ἔκρηγμα>
- τῆς φλογός
- <φλεγμός>
- τὸ αἷμα
- <φλέγος>
- τὸ φλέγμα
- <Φλεγύαι>
- ἔθνος ὑβριστικὸν καὶ ἀσεβές
- <φλεγύας>
- ἀετὸς ξανθός, ὀξύς
- *<φλέγωμεν>
- καίωμεν. λαμπρύνωμεν
- <φλεγυρά>
- ὑβριστική. λαμπρά
- *<φλέγουσι>
- βλάπτουσι
- <φλεγυροῦ>
- βλαβεροῦ
- <φλεδονεῖ>
- ἀναισθητεῖ, φλυαρεῖ. καὶ <φλεδονεύεσθαι> τὰ αὐτά
- <φλεδονώδη>
- φλύαρα, ληρώδη
- <φλέδων>
- φλυαρία. καὶ ὁ ἀλαζών, εὐήθης
- <φλεῖ>
- γέμει. εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ
- *<φλέβηα>
- φλυαρία
- <φλέξαι>
- κατακαῦσαι
- <φλεξεντιής>
- ἱππικὴ τάξις παρὰ Ῥωμαίοις
- <φλέοντας>
- φιλοῦντας, ἢ φλυαροῦντας
- <φλεός>
- βασκανία. φθορά. καὶ ὁ αἴλιος φλοιός
- <φλέψ>
- μώλωψ. καὶ τὸ ἀναλογοῦν τῷ σώματι
- <Φλέω(ς)>
- Διονύσου <ἱερόν>
- <φληδῶντα>
- ληροῦντα
- <φληναφᾷ>
- φλυαρεῖ, μωρολογεῖ
- <φληναφοι>
- μωρολόγοι
- <φλήναφος>
- φλύαρος, λῆρος, μωρολόγος
- <φληναφῶντα>
- φλυαροῦντα
- [<φλῆφος>
- φλύαρος]
- <φλιαρά>
- χλιαρά
- <φλιᾶς>
- τῆς θύρας παραστάδος
- *<Φλίαισμος
- <φλιδᾶν>
- σήπεσθαι
- <φλιδάνει>
- διαπίπτει, διαῤῥεῖ
- <φλιδιόωντο>
- διε(ς)πῶντο. ἐτέμνοντο
- <φλιδόνες>
- τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα, καὶ ῥυτίδες. τινὲς δὲ σφυγμοί
- <φλιδόωσα>
- ῥηγνυμένη
- <φλίεθος>
- καρποφόρος
- <φλίη>
- πρόθυρον, ἢ παραστὰς τῆς θύρας
- <φλιοῦς>
- ἡ τῶν καρπῶν ἔκχυσις
- <φλίψεται>
- ἀποθλιβήσεται
- <φλῖψις>
- θλῖψις
- <φλόγα>
- φλογερόν
- <φλογερόν>
- θερμόν, λαμπρόν
- <(φ)λόγε(α)>
- λαμπρά, φλογώδη
- <φλογίδες>
- κρέα ὀπτά. διὰ τὸ φλογίζεσθαι
- *<φλεγμονή>
- ὄγκος πορώδης συῤῥυέντων ἐπὶ τὸ ἀσθενῆσαν μέρος τῶν ὑγρῶν, καὶ τῇ παρὰ φύσιν θερμασίᾳ φλεγόντων τὸ πεπονθός
- <φλογίδια>
- αἱ κεγχρίδες δι' ἐλαίου σκευαζόμεναι
- <φλογίνη>
- καυστική
- <φλογίσει>
- καύσει
- <φλογμός>
- καῦσος, [βρασμός,] καύσων, φλογισμός
- <φλογμῷ>
- κατακαύσει, καταφλέξει
- <φλογόδερπνοι>
- ἄνθρακες
- <φλογῶδες>
- καυστικόν
- <φλογόλευκον>
- ἐρυθρόλευκον
- <φλογώματα>
- τῶν ἄρτων τὰ ἐπικεκαυμένα
- <Φλοιά>
- τὴν Κόρην τὴν θεὸν οὕτω καλοῦσι Λάκωνες
- <φλοιδιᾶν>
- πεπρῆσθαι
- <φλοιδούμενος>
- ταραττόμενος
- <φλοινόν>
- φλοιόν
- <φλοιόν>
- τὸ λέπος τοῦ ξύλου
- <φλοῖ(ς)βος>
- τάραχος. ἀφρός. ταραχή
- <φλόμος>
- πόα τις, ᾗ καὶ ἀντὶ ἐλλυχνίου χρῶνται. ἡ αὐτὴ δὲ καὶ <θρυαλλίς>
- <φλονίδες>
- λεπίδες
- <φλόξ>
- ἡ τοῦ πυρός. καὶ ἄνθος τι
- <φλουάζει>
- φλυαρεῖ, ληρεῖ
- <φλοῦκτος>
- εἶδος ῥοφήματος
- <φλοῦς>
- φλοιός, λεπύχανον, λεπυρόν
- [<φλυάκια>
- τὰ ψυδράκια]
- <φλύαξ>
- μέθυσος, μεθυ[α]στής. γελοιαστής
- <φλύαρος>
- φαῦλος, εὐήθης
- <φλυάσσει>
- φλυαρεῖ. φλύει
- <φλυδᾶν>
- διαχεῖσθαι
- <Φλυεῖς>
- δῆμος τῆς Πτολεμαΐδος φυλῆς
- <φλύζει>
- ἀναζεῖ
- <φλύζειν>
- ἀναζεῖν, φλύζεσθαι
- <Φλυήσιος>
- ὁ Ἑρμῆς. καὶ μήν τις
- <φλυκτά>
- κακά, σχέτλια
- <φλύκταινα>
- τὸ ἀπὸ πυρὸς φύσημα γενόμενον ἐν τῷ σώματι
- <φλύον>
- βιβλίον. καθαρόν
- <φλύσει>
- ἀποβαλεῖ. ἐμέσει. ζέσει
- <φλυσός>
- στυβή. οἱ δὲ φλοιός
- <φλύσσει>
- ἐρυγγάνει
- <φλυς(ς)ῶσα>
- μαινομένη
- *<φοβεῖται>
- φεύγει. κνίζεται
- <φόα>
- ἐξανθήματα ἐν τῷ σώματι
- <φοβεῖ>
- κνίζει. διώκει
- <φοβερόν>
- δειλόν, ἔμφοβον
- <φοβερόν>
- δηλητήριον
- <φοβεύμενος>
- διωκόμενος
- <φόβη>
- κόμη. χαίτη, θρίξ. οἱ δὲ ἐκτενισμένη, ἀπὸ τοῦ φοίβου, ὅ ἐστι καθαροῦ
- <φοβῆσαι>
- ῥῖψαι
- *<φόβος>
- φυγή
- <φοβήσας>
- ἔνθουν ποιήσας
- <φοβηθείς>
- εἰς φυγὴν τραπείς
- <φοίβα>
- ἀγὼν δρόμου
- <φοιβάζει>
- μαντεύεται
- <φοιβαζόντων>
- προλεγόντων
- <φοιβᾶναι>
- λαμπρῦναι. μαντεύσασθαι. κοσμῆσαι. καθᾶραι. ἁγνίσαι. καὶ <φοιβάσαι> ὁμοίως
- <φοιβᾶσθαι>
- καθαίρε[ῖ]σθαι
- <φοιβητεύειν>
- χρησμῳδεῖν
- <φοιβήτρια>
- καθάρτρια
- <φοῖβοι>
- Ἀττικοὶ ἐπὶ τῶν λυσσωδῶν. οἱ δὲ καθαρούς
- <φοῖβος>
- καθαρός, λαμπρός, ἁγνός, ἀμίαντος
- <φοίνια>
- πυῤῥά
- <φοινιά(ς)>
- ἐρυσίβη
- *<φοίνικι>
- ἐρυθρῷ βάμματι
- <Φοινικελίκτην καὶ λόγων ἀλαζόνα>
- ἀπατηλὸν καὶ κάπηλον
- <Φοινικίοις γράμμασι>
- Σοφοκλῆς Ποιμέσιν. ἐπεὶ δοκεῖ Κάδμος αὐτὰ ἐκ Φοινίκης κεκομικέναι
- [<Φοινικήϊ(α) γράμματα>
- ἀπὸ Φοινίκης τῆς Ἀκταίονός φασιν ὠνο- μάσθαι αὐτά
- *<φοιν(ή)εντα>
- λεπιδωτὸν ὁ Ἀπίων φησί. οἱ δὲ φόνιον, ἢ ἐρυθρὸν τῷ χρώματι, ἢ καταπληκτικόν, ἢ φονευτικόν
- <φοινικάδες>
- αἱ ῥάφανοι ὑπὸ Εὐβοέων
- <Φοίνικες>
- γένος τι Ἀθήνησιν
- <Φοινικκία>
- Λυδοὶ καὶ Ἴωνες τὰ γράμματα ἀπὸ Φοίνικός τινος ......
- [<φοινικέγκτον>
- ἀπατηλόν]
- <φοινικήϊον>
- πυῤῥόν
- <φοινικ[η]ίδες>
- αἱ ἀνεμῶναι, ἢ πόα. οἱ δὲ τὰ φοινικᾶ ἐνδύματα·
- <φοινικιστής>
- παρὰ Ξενοφῶντι ἐν πρώτῳ ἀναβάσεως· "<ἀπέκτεινεν ἄνδρα Πέρσην, Μεγαφέρνην, φοινικιστὴν βασίλειον>"
- (*)<φοίνια>
- κύναρος πυῤῥά
- *<φοίνικι φαεινόν>
- φοινικίνῳ χρώματι λελαμπρυσμένον
- *<φοινικολόφοιο>
- ξανθο[ῦ]λόφου
- *<φοίνικος ἔρνος>
- περιφραστικῶς τὸν φοίνικα
- *<φοινικῆς>
- ὅπλον ἐρυθρόν
- <φοινικοβάλανα>
- τὸ τράγημα. [καὶ εἶδος ἀμπέλου
- <φοινικόεσσα>
- πυῤῥὰ τῷ χρώματι, ἐρυθρά
- <φοινικόλεγνον>
- Ἴων τὸν πηνέλοπα, τὸ ὄρνεον. τὸν γὰρ τράχηλον ἐπίπαν φοινικοῦν. ἡ δὲ λέγνη παρέλκει
- <φοινικοῦν>
- πυῤῥόν, κόκκινον, αἱματῶδες
- <φοινίκουρος>
- ὄρνις ποιός, καὶ ὁ ἐρίθακος
- <φοινικοῦς μάστιγας>
- διὰ τὸ τὰ νῶτα φοινίσσειν
- <φοινικόχλοος>
- ξανθόχλοος
- <φοῖνιξ>
- τὸ δένδρον "φοίνικος νέον ἔρνος" καὶ ὁ καρπός. καὶ ὁ πυῤῥὸς τῷ χρώματι
- <φοινίξαι>
- αἱμάξαι. βάψαι
- <φοίνιον>
- φο(ι)νόν, δεινόν. ἐρυθρόν
- <φοίνισσα>
- εἶδος ἀμπέλου
- <φοινίσσων>
- βάπτων, ἐρυθρῶν
- <φοίνικες>
- γλυφαί
- <φοινιχθέντων>
- αἱμαχθέντων, αἱματωθέντων
- <φοινόν>
- πυῤῥόν
- <φοιτᾷ>
- ἔρχεται, βαδίζει. μαίνεται. περίεισιν, ἀφικνεῖται, περιέρχεται, παραγίνεται
- <φοιταλέος>
- παράκοπος, μανιώδης
- <φοίτης>
- ὁ κήρυξ. παρὰ τὸ φοιτᾶν πανταχοῦ
- <φοιτήσας>
- παραγενόμενος
- <φοιτητής>
- μαθητής
- <φοῖτος>
- μανία, λύσσα
- <φοιτῶν>
- ἀναστρεφόμενος
- <φοιτῶντα ἄνδρα μανιάσι>
- λυσσήμασι. τὴν .. ἑδραίαν μανίαν <φοῖτον> ἔλεγον, τουτέστι τὸν μεθ' ὁρμῆς μεμηνότα
- <(Φο)λέγανδρος>
- νῆσος ἐρήμη
- <φολιά>
- πάθα. Χρύσιππος δὲ καὶ τὸ σέλινον οὕτω καλεῖ
- <φολίδες>
- αἱ λεπίδες τοῦ ὄφεως
- <φολίς>
- λεπίς. καὶ σύριγξ πολυκάλαμος
- <φολκός>
- στραβός. οἱ δὲ λιπόδερμον
- <φόλυες κύνες>
- οἳ πυῤῥοὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον. οἱ δὲ φυλακάς
- <φολύνει>
- μολύνει, καταπ(ί)μπλησιν
- <φοναί>
- οὕτω καλοῦνται οἱ τόποι ἔνθα τινὲς ἀναιροῦνται
- <φονᾶν>
- τὸ ἐπὶ φόνον μαίνεσθαι
- <φονίαις>
- φονοκτόνοις
- [<φονίς>
- ἰχθῦς ποιός]
- <φόνος>
- ὁ διὰ σφαγῆς θάνατος, καὶ αὐτὸ τὸ φονεύειν. ἢ αἷμα
- <φονώντων>
- πρὸς φόνον θρασυνομένων καὶ λυσσώντων
- <φονῶσα>
- φόνου ἐπιθυμοῦσα
- <φοξός>
- λιπόδερμος. ὀξυκέφαλος
- <φορά>
- πλημμύρα. σύστημα. καὶ ἡ τῶν μηχανικῶν ὀργάνων λαβή
- <φοράδες>
- αἱ θήλειαι ἵπποι
- <φοράδην>
- ὁ φερόμενος βασταγμῷ
- <φοράν>
- τὸ φέρεσθαι, τὴν ὁρμήν, κίνησιν
- <φορβάδες>
- νομάδες. φοιτάδες. βοσκήματα
- <φορβάδην>
- πάντα φερόμενον. νομάδων, βοσκημάτων
- <φόρβαντα>
- ἰατρικὰ φάρμακα
- <Φόρβας>
- Ἀττικὸς ἥρως
- <φορβε(ι)ά>
- ἕλκυστρον, περιστόμιον, καπίστριον
- <φορβειά>
- ἡ αὐλητικὴ στομίς. λέγεται δὲ καὶ ὁ χειλωτήρ
- <φορβή>
- βορά, τροφή, βοτάνη, βρῶσις
- [<φορβαίαν>
- περιστόμιον, καπίστριον]
- <φόρβια>
- φάρμακα. οἱ δὲ <φόρβα
- φορβώμενος>
- τρεφόμενος
- <φόρβον>
- ἀπάνονα
- <φόρβυ>
- τὰ οὖλα. Ἠλεῖοι
- <φοργάνη>
- ἡ ἀραιότης
- <φορέεσκον>
- ἔφερον, ἐβάσταζον, ἐφόρουν
- <φορεήσεται>
- οἴσεται
- <φορεῖς>
- οἱ τὴν μεταλλικὴν ὕλην ἐκκομίζοντες παῖδες. καὶ οἱ τῶν ἀσπίδων ἱμάντες. καὶ οἱ φέροντες
- <φορε(ῖ)σθαι>
- φέρεσθαι
- <φορεύμενα>
- φορούμενα
- <φορεύουσι>
- φοροῦσιν
- <φορῆες>
- οἱ βαστάζοντες ἢ φέροντές τι
- <φορητά>
- ἀκτά, βαστακτά, ἃ δύναταί τις φέρειν
- <φορητούς>
- ἐνεχθέντας βαστάκτως
- [<φορί>
- τὸν ὑπὲρ τοῦ ἀγροῦ σῖτον]
- <φόριμος>
- λυσιτελής
- <φορίνη>
- ἡ παρ' ἐνίοις πυρίνη
- <φόριγγες>
- τὰ ὕδνα
- <φόρκες>
- χάρακες
- <Φορκίς>
- μονόφθαλμος
- <φορκόν>
- λευκόν, πολιόν. ῥυσόν
- *<φόρμικι>
- τῇ κιθάρᾳ
- *<φορμίζειν>
- κιθαρίζειν
- *<φόρμιξ>
- κιθάρα ἡ τοῖς ὤμοις φερομένη
- <φόρμικα>
- μύρμηκα
- <φορμίς>
- σπυρίς
- <Φορμίων>
- οὗτος στρατηγὸς ἐγένετο Κροτωνιατῶν
- <φορμίον>
- πλέγμα ψιαθῶδες, φορμίδιον
- <φορμός>
- ἀγγεῖόν τι πλεκτὸν ψιάθοις ὡς κόφινος
- <φορμο(ρ)ραφούμεθα>
- ὡς φόρμοι κατα(ρ)ραπτόμεθα
- <φορμοσίκων>
- παχύς
- <φόροι>
- δημόσιοι ἀπαιτήσεις
- <φορολογῆσαι>
- φόρους συνάξαι
- <φορολόγητοι>
- ὑποτελεῖς, λειτουργοί
- <φορολόγος>
- ἐξάκτωρ. ὁ ἀπα(ι)τῶν τοὺς φόρους
- <φόρος>
- ἡ τῶν χρημάτων καταβολή, ἢ νέον τέλεσμα
- [<φοροτόν>
- ὠγκώμενον, βαρύ]
- <φορτικά>
- τὰ γελοῖα, καὶ τὰ ὑπεροψίας σκώμματα
- <φορτικόν>
- ὅμοιον
- <φορτίς>
- φορτηγὸς ναῦς, πλοῖον
- <φόρτος>
- φορτίον
- <φορύκαια>
- δένδρον ποιόν
- <φορύνει>
- φυρᾷ, μολύνει, συγχεῖ
- <φορύνετο>
- ἐμολύνετο
- <φορύξαι>
- συγχέαι, φυράσαι
- <φορύξαντες>
- συγχέαντες, μολύναντες
- <φόρυς>
- δακτύλιος ὁ κατὰ τὴν ἕδραν
- <φορυσσέμεναι>
- μολύνειν
- <φορυτόν>
- ἄχυρα, φρύγανα
- <φορυτός>
- φρύγανα, ἄχυρα, καὶ ἀπὸ γῆς αἰρόμενος ὑπὸ ἀνέμου χόρ- τος, φρυγανῶδες, συρφετός, βόρβορος, ἀκαθαρσία
- <Φορωνεύς>
- ὄνομα βασιλικόν
- *<φοροστά>
- κιθαριστά
- [<φόσσατον>
- ὄρυγμα]
- <φουάδδει>
- σωμασκεῖ
- <φούαξιρ>
- ἡ ἐπὶ τῆς χώρας σωμασκία τῶν μελλόντων μαστιγοῦσθαι
- <φοῦἱξ>
- φῦσιγξ
- <φοῦσκος>
- ὀξυκέφαλος
- <φοῦαι>
- ἀλώπεκες
- <φουλίδερ>
- παρθένων χορός. [δωρι]
- *<φυλλόμενοι>
- τιλλόμενοι. Δωριεῖς
- <φ(ο)ύρκορ>
- ὀχύρωμα
- <φόως>
- φῶς. χαρά. σωτηρία
- <φόως ἐρέουσα>
- τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου σημαίνουσα
- <φράγματα>
- καταστρώματα
- <φραγμός>
- τριγχός. ἢ καὶ ὁ νόμος
- [<φρᾶ>
- φρένας]
- <φράδεν>
- ἔλεγεν
- <φραδάον>
- ἑρμηνεῦον
- <φραδέος>
- συνετοῦ
- <φραδαῖσι>
- βουλαῖς
- <φραδεύουσι>
- λέγουσιν
- <φράδμονες>
- ἔμπειροι, συνετοί
- <φραδῇ
- [φράζε>· λέγει]
- φρονήσει, συνέσει
- <φραδμοσύνη>
- σκέψις, βουλή, νόησις
- <φραδῶς>
- φραστικῶς, φανερῶς
- <φράζει>
- δεικνύει, σημαίνει, λέγει, διηγεῖται, σκέπτεται, διανοεῖται
- <φράζεο>
- λέγε, καὶ τὰ ὅμοια
- <φράζεται>
- φραζόμενος, φράζουσιν>· ὁμοίως
- <φρανίζειν>
- σωφρονίζειν
- <φραξάμενος>
- κλείσας. ὁπλισάμενος
- <φράσαι>
- διανοήθητι, σκέψαι
- <φράσαντας>
- εἰπόντας. δείξαντας. λέξαντας.
- <φράσας ἢ φράσει>
- τὰ αὐτά
- <φρασθέν>
- λεχθέν. δειχθέν, καὶ τὰ ὅμοια
- <φρασίζωον>
- διασκεπτόμενον εἰς ζωήν
- *<φράσμων>
- προσέχων
- *<φράσασθαι>
- φρασθῆναι, συνιέναι
- <φράσις>
- λέξις. διάλογος. ἑρμηνεία. <Φράσις> δὲ γένος Ἀθήνησι
- <φρασσάμενος>
- σκεψάμενος, νοήσας, λογισάμενος
- <φράσσεται>
- ἀσφαλίζεται. πληροῦται. ἀντέχεται
- <φράσον>
- εἰπέ, λέξον. ἑρμήνευσον
- <φρασσόμεθα>
- βουλευόμεθα. εἴπομεν
- <φραστῆρες>
- μηνυταί
- <φραστύς>
- σκέψις, ἔννοια. βουλή. φράσις. [καὶ <φράτωρ>· ἀδελφός]
- <φράτορας>
- τοὺς τῆς αὐτῆς μετέχοντας φρατρίας, συγγενεῖς
- <φράτορσιν>
- ἑταίροις, συμμάχοις
- <φραχθέντες>
- ἀσφαλισάμενοι ἑαυτούς
- <φρέαρ>
- πηγή, λάκκος
- <φρέαρ ὀρύττειν>
- σκιοθ(η)ρεῖν· οἱ γὰρ ἀπὸ τῶν μαθημάτων εἰώθασι τὰς μεσουρανήσεις λαμβάνειν καὶ σκιοθηρεῖν ἐκ τῶν φρεάτων
- <Φρεάριοι>
- δῆμος τῆς Λεοντίδος φυλῆς
- <φρεάτεια>
- τὰ βαθέα ὀρύγματα
- <φρεατοτύπανα>
- ὄργανά τινα παρὰ Πολυβίῳ
- <φρείατα>
- φρέατα
- *<φρεναπατᾷ>
- χλευάζει
- <φρεναρτίους>
- φρενήρεις
- [<φρέναι>
- ἔννοιαι, φρονήσεις]
- *<φρένας ἐΐσας>
- ἴσας φρένας, οἷον ἡρμοσμένας, συμφώνους
- [<φρενεῖν>
- φρονεῖν διδάσκειν]
- <φρεμπάρωσις>
- βλαψίφρων
- <φρένες>
- μέρος τι τῶν ἐντοσθίων τὸ ὑπὸ τῷ ἥπατι κείμενον, τὸ διά- φραγμα τοῦ στήθους
- <φρενήρης>
- ἀ(ρ)τίφρων
- <φρενοβλάβεια>
- ἡ τῶν φρενῶν βλάβη
- <φρενί>
- διανοίᾳ
- <φρενοκλοπεῖ>
- ἐξαπατᾷ
- <φρενὸς ἔκστασις>
- ὁ εἰς ἑαυτὸν μὴ ὤν ....
- <φρενοῦν>
- φρονεῖν διδάσκειν, νουθετεῖν
- <φρενοῦται>
- νουθετεῖται
- <φρενώσας>
- παραλογισάμενος, ἀπατήσας
- <φρενώσει>
- νουθετήσει
- <φρενωτήριον>
- παραίνεσις
- <φρεσί>
- διανοίαις
- <φρεσὶν ὁρμαίνοντα>
- διανοούμενον
- <Φρεωρύχοι>
- γένος Ἀθήνησιν. ἢ οἱ τὰ φρέατα ὀρύσσοντες
- *<φριμεῖται>
- φριμάσσεται
- *<φρίν>
- φρένα, διάνοιαν, γνώμην
- *<φρίζει>
- φοβεῖται
- <φρήτηρ>
- ἀδελφός
- <φρητία>
- στόμα φρέατος
- <φρήτρα> καὶ <φρήτρη>
- φρατρία, συγγένεια, πατρικὴ γενεά. καὶ στιβά- δες. καὶ συσσίτια
- <φρίκα>
- λεπτοκυμία, ἡ ἀρχὴ τοῦ κύματος
- <φρίκες>
- χάρακες
- <φρίκη>
- ψῦχος, τρόμος
- <φρικνόν>
- φρικαλέον, δεινόν, φοβερόν
- <φρικτόν>
- φρικῶδες, φοβερόν, πάνυ δεινόν
- <φρικωδέστερον>
- φοβερώτερον
- <φριμάσσεται>
- σκιρτᾷ. ἐπεγείρεται
- *<φρυᾶται>
- βριμμένα
- <φρίξ>
- ἡ ἐπιπολῆς ἀνωμαλία τοῦ κύματος, ἢ ὁ ἐπιπολάζων τῷ κύματι ἀφρός, ὅταν ἄρχηται ἄνεμος πνεῖν
- <φρίξας εὐλόφῳ ς(φ)ηκώματι>
- ἀντὶ τοῦ ἀναφὺς ἄρτιος
- <φρῖξαν ἔθειραν>
- ὀρθὴν ἔστησαν τὴν τρίχα
- <φριξολόφος>
- ὀρθοχαίτης
- <φρίσσει>
- διεγείρεται, ἐξορθοῦται. δέδοικε, τρέμει
- <φρίσσει νῶτον>
- τὰς τρίχας ὀρθοῖ τοῦ νώτου, ἤγουν ἐγείρει
- <φρίσσει>
- φοβεῖται, δέδοικεν
- <φροίμια>
- προοίμια, προῤῥήσεις. Ἀττικοί
- <φρόκλος>
- περίπολος
- <φρονεῖν>
- νοεῖν, διανοεῖσθαι
- <φρονέω>
- φρονῶ, διανοοῦμαι
- <φρονέων>
- φρονῶν, διανοούμενος
- <φρόνημα>
- βούλημα, θέλημα
- <φρόνιμος>
- σοφός, διανοητής
- <φρονηματισθείς>
- ἐπαρθεὶς τῷ φρονήματι
- <φρόνιν>
- φρόνησιν. τὴν καταφρόνησιν ἐκδεκτέον, οὐ τὴν λείαν, ὥς τινες
- <φρόνις>
- φρόνησις. βουλή. διάνοια
- *<φρόνησις ἀκριβής>
- νοῦς πράττων καλῶς
- <φροντίζει>
- μεριμνᾷ
- <Φρόντις>
- ὄνομα τοῦ κυβερνήτου Μενελάου· Φρόντιν Ὀνητορίδην
- <φροντισταί>
- φιλόσοφοι
- <φροντιστήριον>
- διατριβή. καὶ τὸ οἴκημα Σωκράτους. καὶ τὸ σχο- λ(ε)ῖον. καὶ μοναστήριον
- <φρονῶ>
- σωφρονῶ
- <φροῦδα>
- ἀφανῆ, ἄφαντα. [φρυγανώδη]
- <φροῦδος>
- πρόοδος, ἐξ οὗ τὸ οὐκ ἔρχεσθαι δηλοῦται. οἱ δὲ ἐληλυθώς, ἔκδημος, ἀφανής
- <φροῦδον>
- ἄρδην, παντελῶς ἀφανές, οὐ κεχωρηκός, ἔρημον
- <φροῦδον>
- τὰ αὐτὰ ........
- <φρουρά>
- φυλακή. στρατός
- <φρουρεῖ>
- φυλάττει, ἢ προφυλάττει
- <φρούριον>
- προφύλαγμα, προφυλακτήριον
- <φρουρός>
- φύλαξ, σωματοφύλαξ
- <φρύαγμα>
- ἔπαρσις, μετεώρισμα, ὑπερηφάνεια
- <φρυάσσεται>
- ἐπεγείρεται, μεγαλοφρονεῖ, γαυριᾷ
- <φρυάττεται>
- ἐπαίρεται
- <φρύγανα>
- ὕλη λεπτὴ καὶ ξηρά
- <φρύγετρον>
- ξυλήφιον, ᾧ κινοῦσι τὰς πεφρυγμένας κριθάς
- <φρυγία>
- ἡ φρύγουσα
- <φρυγίνδα>
- παιδιᾶς εἶδος διὰ κυάμων
- <φρύγιον>
- ξύλον ξηρόν
- <Φρύγιον ἱστόρησον>
- πέπαιχεν Ἐπίχαρμος ἐν Κωμασταῖς ἐπικενώ- μενος
- <φρύγιος>
- ξηρός
- <φρυκτά>
- ξηρὰ ἰχθύδια εὐτελῆ
- <φρυκτός>
- μάντις. κλῆρος, σύμβολον. πυρσός
- <φρυκτὸς δελφίς>
- κλῆρος. ἐχρῶντο δὲ τοῖς κλήροις μαντευόμενοι ἐν Ὀλυμπίᾳ
- <φρυκτωρία>
- πυρκαϊά, πυρσεία, λαμπάς, καῦσις
- <Φρυνίχου πάλαισμα
- ἐκφεύγειν τὰ Φρυνίχου κακά>
- <φρῦνος>
- βάτραχος ἢ παχύς
- <Φρυνώνδας>
- πονηρούς
- <Φρύξ ἢ Φρύγιος>
- ἀπὸ Φρυγίας ἐθνικόν
- *<φρουρεῖ>
- στρατεύεται
- *<φρυγά>
- φυγή, τροπὴ εἰς φυγάς
- <φρῶν ἢ φρονοερῶν>, γυναικῶν
- <φῦ>
- ἔφυ. ἐφήψατο
- *<φυγάς>
- ἐξορίας
- <φυαῖς>
- φύσεσι
- <φυγήν>
- φεῦξιν
- *<φρυγμόν>
- καῦσιν
- <φυγόσκειν>
- φεύγειν
- <φύει>
- γεννᾷ
- <φύεσθαι>
- βλαστάνειν
- <φύζα>
- φυγή. φόβος, ἀθυμία, δειλία
- <φυζακινή>
- δειλή
- <φυζακινός>
- δειλός. φυγάς. [δειλός]
- <φυζάναι>
- φυγεῖν, δειλιάσαι
- <φύζηλος>
- δειλός, φυγάς
- <φυή>
- φύσις σώματος, ἡλικία
- [<φύημα>
- κόπρος]
- <φυῆς>
- φύσεως. [καὶ ἡ τοῦ σώματος ὑπόστασις
- <φύκα>
- σχέτλια, οὐκ ἀνεκτά
- <φύκει>
- εἶδος κομμωτικὸν γυναικεῖον
- <φυκία>
- θαλάττια βρύα
- <φυκιόεν>
- φυκία ἔχον. οἱ δὲ πορφύρεον, βαθύ
- <φυκιοχαίτην>
- ψαφαροχαίτην
- <φῦκος>
- τὸ προσβρασσόμενον ἀπὸ τῆς θαλάσσης τῇ γῇ, ὅπερ ἔνιοι καὶ πράσον καλοῦσι. καὶ ἀκρωτήριον Λιβύης. ἢ βρύα, ἢ φλακτά.
- <φυκτά>
- φευκτά
- [<φυκτῆρες>
- φύλακες]
- *<Φυλιστιείμ>
- πίπτον ποτίματι, ἤγουν μέθῃ
- <Φυκοῦντα>
- Φυκοῦς ἀκρωτήριον περὶ τὴν ἀρχὴν τῆς Λιβύης, καὶ πο- λίχνιον ὁμώνυμον
- <Φυλάδα>
- ἡ Ἑκάτη
- *<φῦλα>
- ἔθνη. συγγενικὰ γένη
- *<φῦλα θεοῦ>
- ἔθνη θεοῦ
- <Φυλακή>
- φρουρά, εἱρκτή. τήρησις ἐντολῶν. πόλις Θεσσαλίας. ὀξυτό- νως δὲ ἀγρυπνία
- <φύλαξ>
- φυλακτήρ
- <φυλακτῆρες>
- φύλακες
- <φυλακτηρία>
- παννυχίς
- <φυλαρχία>
- πομπή τις
- <φύλαρχος>
- φυλῆς ἄρχων
- <φύλαρχον>
- χορήγιον
- <φυλάς>
- τὰς κατοικίας, ἀποχωρήσεις. καὶ τὰ τετράποδα
- <Φυλάσιοι>
- οἱ ἐκ τοῦ δήμου. καλεῖται δὲ οὕτω καὶ φυλή τις
- <φυλάσσειν>
- ἐπιτηρεῖν. ἄλλοι <δῶμα φυλασσέμεναι>
- <φυλατός>
- ἡ λέξις παρὰ Βλαίσῳ. σημαίνει δὲ ᾠδήν
- <φυλέτης>
- ἐκ τῆς (αὐτῆς) φυλῆς, ὅ ἐστιν ὁμόφυλος
- <Φυλείδης>
- Φυλέως παῖς ὁ Μέγης
- <φυλ[ε]ίης>
- Φυλία ἐστὶν εἶδος ἀγριελαίας, ἄλλοι συκῆς, οἱ δὲ εἶδος δένδρου ὅμοιον πρίνῳ
- <Φυλή>
- τόπος τῆς Ἀττικῆς οὕτω λεγόμενος
- *<φυλίη>
- ἀγριελαία
- <φυλή>
- τάγμα, μέρος πόλεως
- <φύλλα>
- τὰ τῶν δένδρων
- <φυλλάδες>
- οἱ ξηροὶ κλάδοι καὶ φύλλα ἔχοντες
- <φυλλάς>
- ξηρὰ δάφνη ἔχουσα φύλλα
- <φυλλεῖα>
- τὰ τῶν λαχάνων ἃ προστιθέασι τοῖς ὠνουμένοις ἕωλα καὶ φαῦλα
- <φυλλιᾶν>
- τοπάζειν
- <φυλλιάς>
- ἐκ λαχάνων ὑπότριμμά τι σκευαζόμενον. ἐκαλεῖτο δὲ <θρῖα>
- <Φυλλί[α]δαι>
- γένος ἰθαγενῶν
- *<φύλλιον>
- πέταλον. ἢ τὰ ἐκ τῆς γῆς ἄνθη
- *<φυλλεῖν>
- ἀδολεσχεῖν
- *<φύλλες>
- ἀλώπεκες
- <φυλλίδες>
- τὰ τῶν ἀνθῶν, ἅ τινα <φύλλα> ἐκάλουν
- <φυλλίναι>
- ἀγῶνες, ἐν οἷς μὴ ἐτίθετο ἀργύριον, ἀλλὰ στέφανοι μόνοι. καὶ εἶδός τι κυκεῶν(ος)
- <Φυλλίς>
- ἡ Σάμος τὸ πάλαι
- <φυλ[λ]οβασιλεῖς>
- ἐκ τῶν φυλ[λ]ῶν αἱρετοί, οἱ τὰς θυσίας ἐπιτε- λοῦντες
- <φυλ[λ]οκρινεῖν>
- τὰς φυλὰς διακρίνειν
- <φυλοκρινο(ῦ)μαι>
- ἐν τῇ φυλῇ διακρίνομαι
- <φῦλον>
- ἔθνος, γένος
- <φύλοπις>
- πόλεμος, μάχη
- <φῦμα>
- ψώρα, ἢ ἕτερον φῦμα
- <φύματα>
- ψυδράκια, ψῶραι
- <φύντων>
- γεννηθέντων
- <φύξαι>
- φύξειν. φυγεῖν
- <φύξηλιν>
- φυγάδα, δειλόν, φυγοπόλεμον
- <φυξήλιδας>
- δειλούς
- <φυξήλιον>
- φυγαδικὸν <βίον>
- *<φυξῆ>
- φυγῆ
- <φυξίμηλα>
- δένδρα τὰ διὰ ὕψος ἐκπεφευγότα ἐσθίεσθαι ὑπὸ τῶν βοσκημάτων
- <φύξις>
- φυγή
- <φυομένας>
- γεννωμένας
- <φύος>
- φύτευμα, γέννημα
- <φύππαξ>
- ὅπερ ἡμεῖς <βόμβαξ>
- <φύραμα>
- ζύμη. σπέρμα. ἢ ζημία
- <φυρᾶν>
- ζυμοῦν. ταράσσειν τὰ ἄλευρα
- <φυραυτίς>
- ὃ ἡμεῖς φύραν
- <φυρδήσκια>
- σκωλήκια
- <φύρδην>
- ἀτάκτως, συγκεχυμένως, ἀναμίξ
- <φύρει>
- μολύνει. μαλάσσει. μιγνύει
- <φύρεσθαι>
- μίγνυσθαι
- <φυρκηλίτοι>
- τειχήρεις
- <φύρκος>
- τεῖχος
- <φῦρμα>
- κόπρος, ῥύπος
- <φυρμᾶται>
- πτάρνυται
- <φυρμός>
- μολυσμός, ῥύπος, μίασμα
- <φυροῖ>
- μολύνει, ῥυποῖ
- *<φύρακες>
- ἐλαφροί
- <φύρσω>
- μολυνῶ
- <φυρτήτης>
- οἶνος
- <φυρτίζεσθαι>
- τὸ παίζειν συνεστραμ(μ)ένοις φυροῖς τοῖς ἱματίοις
- <φυρτοῖσιν>
- εἰκαίοις, συμπεφυραμένοις. [οἱ δὲ ἄλφιτα οἴνῳ δεδευμένα]. συμπεφυρμένοις
- <φύς>
- γεννηθείς. βλαστήσας
- <φῦσα>
- φαρέτρα. καὶ ἰχθῦς ποιὸς ἐν τῷ Νείλῳ γενόμενος. οἱ δὲ τὸ πνεῦμα καὶ ὁ ἀήρ. ἢ ἀσκός
- <φυσᾷ>
- πέπρηται. ἐπήρτηται
- <φυσακτήρ>
- ἄρτος ποιός τις ποπανώδης
- <φυσαλλίδες>
- φυσητήρια. αὐλοί
- <φύσας>
- γεννήσας. ἢ τοὺς ἀσκοὺς πληρώσας
- <φύσασθαι>
- γεννῆσαι
- [<φυσγετός>
- συρμός.] [φύσει δὲ σκληρόν]
- <φύσει>
- βλαστήσει, ἀληθῶς φύει
- <φυς[ς]ητήρ>
- ὁ τῶν κητωδῶν ἰχθύων αὐλός
- <φύσιγγος>
- εἶδος σκορόδου. ἄλλοι δὲ σκορόδων κεφαλίδας. [καὶ οἱ πρόλοβοι τῶν ὀρνίθων. καὶ τὰ ἐν ταῖς κνήμαις ἐγκαύματα
- <φυσίζοος>
- (ἡ τὰ) πρὸς τὸ ζῆν φύουσα
- <φυσικῇ ποιότητι>
- *<φυσίωσις>
- ἔπαρσις, ὑψηλοφροσύνη
- <φυσιολογεῖ>
- περὶ φύσεως διαλέγεται
- <φυσιολογία>
- λόγοι φύσεως ἐξαγγελτικοί
- <φυσίον>
- τὸ καθήλιον
- <φυσιούμεθα>
- ἐπαιρόμεθα, τυφούμεθα
- <φυσιόων>
- φυσιῶν, ἀσθμαίνων, πνευστιῶν
- <φύσις>
- γένος. οὐσία. προαίρεσις
- <φυσίφρονες>
- πεφυσημένοι τὰς φρένας, μάταιοι
- <φύσκων>
- γάστρων, παχύς
- <φύσκη>
- κοιλία, καὶ τὸ παχὺ ἔντερον
- <φυστὴ μᾶζα>
- ἄτριπτος
- <φυταλιαῖς>
- κήποις. [ἢ ταῖς γονίμαις καὶ φυτευτικαῖς]
- <Φυταλίδαι>
- γένος παρὰ Ἀθηναίοις
- <φυταλίζειν>
- φυτεύειν. πλησιάζειν
- <φυταλιῆς>
- κήπου, δενδροφόρου γῆς
- <φυταλμίοις>
- φυτευτικοῖς, γονίμοις
- <φυτάλμιος Ζεύς>
- συγγενής, ἢ ζωογόνος
- <φυτάλμιοι>
- ὁμοίως πληθυντικῶς
- <φυτεύει>
- κατασκευάζει. γεννᾷ
- <φυτηκόμος>
- σύνδε(ν)δρος τόπος
- <Φύτιος>
- ἥλιος. ἢ Ζεύς
- <φύτλη>
- γέννα, γένεσις, γένος
- <φύτορες>
- γεννήτορες
- <φυτοσμῶν>
- φεύγων
- <φυτοῦ>
- φύματος
- <φύτρα>
- φύσις. οἱ δὲ φυτήρια
- <φῦ χειρί>
- ἐμπεφυκότως λαβοῦσα τῇ χειρί
- *<φύ.νται>
- γεννῶνται
- <φυῶς>
- φύσει
- <φῶ>
- εἴπω
- <φώγειν>
- φρύγειν
- <Φῶγος>
- ......
- <φωΐδες>
- τὰ πρὸ πυρὸς ἐν σώματι γινόμενα ἐκφυσήματα. οἱ δὲ τὰς φλυκταίνας
- <φώκη>
- ζῶον θαλάσσιον
- <Φωκαεῖς>
- ὄνομα ἔθνους. καὶ τὸ κάκιστον χρυσίον
- <φωκίων>
- ὄρνις ποιός
- <φῶκος>
- κῆπος θαλάσσιος ὅμοιος δελφῖνι
- <φωλάδες>
- ἐμφωλεύουσαι
- <φωλάδι>
- ἐμφωλευούσῃ
- <φωλάζει>
- ἐμφωλεύει
- <φωλαΐδες>
- ὀστράκινά τινα βρωμώδη
- <φωλεόν>
- διδασκαλεῖον. ἢ οὗ τὰ θηρία κοιμᾶται. ἢ οὗ χορεύουσι καὶ διδάσκουσιν. οἱ δὲ σπήλαιον
- <φωλεύει>
- οἰκουρεῖ, κρύπτε(τα)ι
- <φωλητηρίοις
- φωλητήρια> καὶ <φωλεαὶ> τῶν θ[ε]ιας(ωτ]ῶν καὶ συνόδων οἶκοι
- <φωλητήρ>
- ὁ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ καθεζόμενος ἀεί
- <φωλίς>
- ἰχθῦς ποιός
- <φῶμεν>
- εἴπωμεν
- <φωνασκεῖ>
- φωνὴν ἀποτελεῖ, ἢ φωνῆς ἐπιμελεῖ
- <φωνεῖ>
- λέγει
- <φωνή>
- ἡ τοῦ ἀνθρώπου
- <φωνήεις>
- λαλῆσαι δυνάμενος
- <φωνήσας>
- εἰπών, λέξας
- *<φωνεῖ>
- λαλεῖ, λέγει
- <φῶντα>
- λάμποντα
- <φώρ> καὶ <φῶρας>
- κλέπτας, λῃστάς. κατασκόπους, πληθυντικῶς καὶ ἑνικῶς
- <φωρά>
- κλοπή
- <φωρᾷ>
- ζητεῖ
- <φωραθείς>
- εὑρεθείς, φανείς
- <φωραθῆναι>
- γνωσθῆναι, (ἐ)λε(γ)χθῆναι
- <φωρᾶν>
- τὸ τὰ κλεψιμαῖα ζητεῖν. καὶ <φωριᾶν. Φώρην> δὲ τὴν ἔρευναν
- <φωράσαντες>
- εὑρόντες <τὰ καλά
- φωράσας>
- ἐλέγξας
- <φωρά(σε)σθαι>
- ἐλεγχθήσεσθαι
- <φωριαμός>
- κιβωτός. "<(φ)ωριαμῶν> ......."
- <φώριον>
- κλέμμα. καὶ θρόνου εἶδος
- <φώριος>
- εἶδος μελίσσης
- <φῶρος>
- κατάσκοπος
- <φωρυτόν>
- συρφε[ρ]τόν. ἢ φρυγάνων σωρός. ἢ βόρβορος καὶ ἀκαθαρ- σία. καὶ χόρτος τῆς γῆς
- <φῶς>
- τὸ ὁρώμενον τὸ παρὰ τοῦ θεοῦ δημιουργηθέν. καὶ τὸ πῦρ. καὶ ἡ χαρά. ὀξυτόνως δὲ ὁ ἄνθρωπος
- <φῶσαι>
- φῶξαι, φρύξαι, θάλψαι
- <φώσκει>
- διαφαύει
- <φωστήρ>
- θυρίς
- <φωσφόρεια>
- ἑορτή
- <φωσφόρος>
- φωτοδότης, λαμπρὸς ἀστήρ
- <φώς[ς]ων>
- τὸ λινοῦν ἅρμενον
- <φῶτα>
- ἄνθρωπον. ἢ ὄμματα καὶ θυρίδες
- <φωταγωγός>
- ὁ τὸ φῶς φέρων
- <φῶτας>
- ἄνδρας, ἀνθρώπους
- <φῶτας ἐννέα>
- ἄνδρας ἐννέα
- <φῶτε>
- ἄνδρες, δυϊκῶς
- <φωτί>
- ἀνδρί
- <φῶτες>
- ἄνθρωποι, ἄνδρες
- <φωτεύει>
- γεννᾷ
- <φωτία>
- λαμπρία. καὶ ὄμματα
- <φῶτιγξ>
- [αὐγή.] σῦριγξ. λώτινος αὐλός, [ὡς] εἶδος σάλπιγγος
- <φώτιον>
- προσφιλές, ἡδύ
- <φωτισμός>
- αὐγὴ [τηλαυγές, καταυγάζον
- <φωτολόγιον>
- τυφλόν. νεκρόν
- <φωτῶν>
- ἀνδρῶν
- <φωτός>
- ἀνδρός
- <φωτός>
- ἡμέρας
- <φώψ>
- φάος