Γλώσσαι/Ψ
< Γλώσσαι
←Χ | Γλώσσαι Συγγραφέας: Ψ |
Ω→ |
- <Ψάγδας>
- [ψαγδῆς.] μύρον ποιόν
- [<ψαγεῖον>
- ἀγγεῖον]
- <ψάγιον>
- πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον
- *<ψάραλλα>
- ψύγματα
- <ψάδδα>
- ἡ κινάβαρις
- <ψάδιον>
- κάταντες
- <ψαδυρόν>
- ἀσθενές. μαδαρόν. ψαθυρόν
- <ψαέναι>
- φθάσαι. κτίσαι
- <ψαθάλλειν>
- κνήθειν. ψηλαφᾶν
- <ψαθαρά>
- εὔθλαστα, σαθρά. ξηρά. ἀσθενῆ. ψαθυρά
- <ψάθεα>
- ψωμία
- <ψαθύρματα>
- ἀποκόμματα
- <ψαθυρός>
- εὔθλαστος, καὶ τὰ ὅμοια
- <ψαιδρά>
- ἀραιότριχα
- <ψαιδρόν>
- φαιδρόν. ἀραιόν
- <ψαιθόν>
- ὑποφοινίσσον
- <ψαῖμα>
- ὀλίγον
- <ψαινούζειν>
- διὰ ῥ.πισμοῦ καταψύχειν. γὰρ δὲ καὶ δραπισμοῦ
- <ψαινύθιον>
- ψευδές. μάταιον, εὐτελές, φλύαρον. οἰκτρόν
- *<ψαινύροιτο>
- διεσείσατο
- <ψαινύντες>
- ψωμίζοντες
- <ψαίνυον>
- ἀχρεῖον
- <ψαίνυσμα>
- ὀλίγον
- <ψαινύσσειν>
- ῥ.πίζειν
- <ψαίρει>
- τινάσσει, ῥιπίζει.
- <ψαί(ρ)ειν>
- ἀσθενῶς τι ποιεῖν. σύρειν
- <ψαῖσμα>
- σῖτον ὀλίγον
- <ψαιστά>
- ἄλφιτα ἐλαίῳ δεδευμένα
- <ψα[ι]κάζει>
- ῥα(ί)νει
- <ψά[ί]καλον>
- ἔμβρυον, βρέφος
- *<ψαικάς>
- ψακάς, ῥανίς
- *<ψα[ι]καλοῦχον>
- ἔμβρυον .......
- <ψακαλοῦχοι>
- ψάκαλα ἔχουσαι· εἰσὶ δὲ ἔμβρυα
- <ψάκελον>
- μέσα
- [<ψάκιον>
- ἀραιόν. μακρόν]
- <ψάκταν>
- τὴν ψώκτην μάζαν
- <ψακτήρ>
- ψήκτρα
- <ψαλάγματα>
- ψηλαφήματα
- [<ψάλις>
- κιθαριστής]
- <ψάλια>
- κρίκοι, δακτύλιοι
- *<ψαλίδες>
- ἁψῖδες <τῶν στύλων>
- <ψαλίξαι>
- κεῖραι
- *<ψαλίοις ἵππους>
- χαλινοῖς ἵππους. κωλυτηρίοις
- <ψαλίον>
- κωλυτήριον. χαλινός
- <ψαλίθια>
- ψήγματα
- <ψαλάκανθα>
- τοῦτο ἀδέσποτον δοκεῖ τισιν εἶναι. [ψ#]
- <ψαλακτόν>
- οὐκ ἀνεύρητον
- <ψαλάσσει>
- τινάσσει. ψηλαφᾷ. κινεῖ. ψαύει, ψάλλει, ἀφ' οὗ καὶ <ἀψά- λακτος> ὁ ἄψαυστος
- <ψαλίς>
- τὸ ἄρμενον. καὶ καμάρα. καὶ ταχεῖα κίνησις
- *<ψάλλειν>
- ᾄδειν ᾄσματα. τίλλειν. κινεῖν
- *<ψαλόν>
- εἶδος χαλινοῦ
- <ψαλίττεται>
- ἁμιλλᾶται
- <ψαλλός>
- ὕλη
- <ψαλοίμην>
- βληθείην
- <ψαλτήρ>
- ὁ ἀνήρ· ἡ δὲ γυνὴ <ψάλτρια>
- <ψαλτής>
- κιθαριστής
- <ψάλτιγξ>
- κιθάρα
- <ψαλύγων>
- ἔνιοι <ψά(λυ)γας> τὰς λεγομένας ψυχὰς ἄμεινον, καὶ τοὺς ἀσθενεῖς σπινθῆρας
- <ψαμαθία>
- αἰγιαλός
- <ψάμαθος>
- ψάμμιος, ἢ παραθαλάσσιος ἄμμος
- <ψαμμακοσιογάργαρα>
- πολλὰ ἀναρίθμητα, ἀπὸ τῆς ψάμμου καὶ τῶν γαργάρων
- <ψάμματα>
- σπαράγματα
- <ψαμματίζουσα>
- ψωμίζουσα
- <ψαμμήν>
- ἄλφιτα
- <ψαμμοδύτης>
- ἰχθῦς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν
- <ψάμμος>
- ἡ παραθαλάσσιος γῆ, ἄμμος
- <ψανισμός>
- ναυτιασμός
- <ψανός>
- ψεδνός
- <ψάρις>
- γένος στρουθοῦ
- <ψᾶρ(ε)ς>
- εἶδος ὀρνέου. [ἄλλοι δέ φασι τὴν λέξιν μηδαμοῦ κεῖσθαι
- <ψάρις>
- εἶδος νεώς, τριήρους
- <ψαρί[γ]χοι>
- ψᾶροι
- <ψαροί>
- ποικίλοι. εἶδος χρώματος
- <ψαρόν>
- ποικίλον. σποδοειδές
- <ψαστής>
- τὰ ψαιστὰ ῥόδα
- <ψατᾶσθαι>
- προκαταλαμβάνειν
- <ψατῆσαι>
- προειπεῖν
- <ψαύειν>
- θιγγάνειν
- <ψαύεται>
- ψηλαφᾶται
- *<ψαυγές>
- θορυβῶδες
- <ψαυκρόποδα>
- κουφόποδα, ἄκροις τοῖς ποσὶ ψαύοντα
- <ψαυκρὸν γόνυ>
- κοῦφον. ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν
- <ψαυκρός>
- καλλωπιστής. ταχύς, ἐλαφρός. ἀραιός
- *<ψαλόεντα>
- τὰ ἐν τῷ ψαύειν ἀπολλύντα
- <ψαῦσαι>
- ἅψασθαι. προσεγγίσαι
- <ψαύσασθαι>
- τὰ αὐτά
- <ψαυστά>
- ψαυστὰ ἀρχίας
- *<ψαύριος>
- κονιορτός. φορυτός. οἱ δὲ <ψαυρός
- <ψάφα>
- κνέφας
- <ψαφαρά>
- ψαθυρά
- <ψαφαρόν>
- ξηρόν, αὐχμηρόν. ἀσθενές. ἐλαφρόν
- <ψαφαρὰ νεφέλη>
- σκοτεινή
- <ψαφερά>
- ψαθυρά
- *<ψαφέα>
- ψωμία
- *<ψάφα>
- λόφοι ψηλοί
- <ψαφοτριβέων>
- περὶ τοὺς λόγους τριβομένων
- <ψέ>
- αὐτούς, αὐτάς, [αὐτῶν] αὐτά, αὐτόν, αὐτήν, αὐτό
- <ψέγει>
- μέμφεται. ὑβρίζει
- <ψέγος>
- τάφος. καὶ <ἐπιψέγειν>· ἐπικηδεύειν
- <ψέδειν>
- ἐντρέπειν, φροντίζειν
- <ψεδνὴ ἡ θρίξ>
- ἡ ἀραιόθριξ· ψεδνὴ δ' ἐπενήνοθε μαδαρὰ ἐπήνθει
- <ψεδόναι>
- λόγοι
- <ψέδυρα>
- ψίθυρος
- *<ψεδνός>
- μαδαρός, ἀραιόθριξ
- <ψειαί>
- ἀλώπεκες. ψῆφοι
- <ψεαδερτῶν>
- ἐλαιῶν τὸ ἀποπίασμα
- <(ψ)ειήματα>
- παίγνια
- <ψ[ε]ιλεύει>
- κρα(ς)πεδεύει
- <ψ[ε]ινάζει>
- ἀποῤῥεῖ
- <ψείρει>
- φθείρει
- <ψεῖσαι>
- ψωμίσαι
- <ψεκάδες>
- ῥανίδες, σταγόνες
- <ψεκάς>
- σταγών
- <ψελλίζειν>
- ἀς[χ]ήμως λαλεῖν
- <ψεκτόν>
- μεμπτόν
- <ψελιστήν>
- λίγνον
- <ψελλός>
- ὁ τὸ σίγμα παχύτερον λέγων
- <ψελός>
- αἰθαλός
- <ψενδύλοι>
- σπόνδυλοι
- <ψευδάγγελος>
- ψευδῆ ἀγγέλων
- *<ψέλια>
- δακτύλιοι, λύγαια
- <ψευδάλμιον>
- ψευδές
- <ψευδ(αμ)άμαξυς>
- εἶδος ἀμπέλου. ἤγουν εἰς ἀναδενδράδα εὔθετος ἄμπελος. καὶ ὁ ψευδόπλουτος
- <ψευδεπήσειεν>
- ψευδολογήσειεν
- <ψευδῆ>
- ἀλλόκοτα. ἀπάται
- <ψευδηγόρους>
- ψευδολόγους
- <ψευδής>
- ψεύστης
- <ψευδοεπήσωμεν>
- ψευδολογήσωμεν
- <ψευδομυθεῖ>
- ψευδολογεῖ
- <ψευδοραβδοθίαι>
- ψευδοραψῳδοί
- <ψεῦδος>
- ἀπάτη, πλάνη
- <ψευδοσέληνον>
- ἡ ἀμαυρὰ σελήνη
- <ψευδώνυμοι ὄνειροι>
- ψευδολόγοι
- <ψευσάμενοι>
- παραβάντες. ἐπιορκήσαντες, [ἐφιορκήσαντες]
- <ψευστήσεις>
- ψεύστης εἶ
- <ψεφαί(α)ς νυκτός>
- σκοτεινῆς
- *<ψεφαυγοῦς>
- σκοτεινῆς
- <ψεφ(αί)αις>
- σκοτειναῖς
- <ψεφα[ρ]ῖον>
- λυπρόν. σκοτεινόν
- <ψεφαρά>
- σκοτεινή
- <ψέφας>
- σκότος
- <ψέφος>
- καπνός
- <ψέφει>
- δέδοικεν, ἐντρέπει. λυπεῖ. φροντίζει
- <ψῆγμα>
- ξύσμα. ἢ μικρὸν θρύμμα, κλάσμα
- <ψηκεδών>
- κονιορτός
- <ψήκτρα>
- ξύστρα. σπάθη
- <ψῆλαι>
- τῖλαι
- <ψηλαφηκότταμοι>
- ......
- <ψήληκες>
- τῶν ἀλεκτρυόνων οἱ νοθογένναι
- <ψήν>
- εἶδος ζώου μικροῦ συκοφάγου
- <ψῆνες>
- κωνώπια τὰ ἐν τοῖς ὀλύνθοις γινόμενα
- <ψῆνας>
- τὰ σπέρματα τῶν ἀῤῥένων φοινίκων
- <ψηνόν>
- ἀραιόν
- <ψηνός>
- ψεδνός, διάψιλος
- <ψηνίζων>
- τοὺς Ψῆνας λέγει τοὺς τοῦ Μάγνητος· ἔστι δὲ ὁ ψὴν εἶδος ζώου ὅμοιον κώνωπι, ὃ εἰσδύεται εἰς τοὺς ὀλύνθους τῶν σύκων καὶ πεπαίνει αὐτούς
- <ψῆρες>
- εἶδος ὀρνέων
- <ψηροπυρίτας>
- αὐτόπυρος ἄρτος. οἱ δὲ πυριεφθής. οἱ δὲ κακός
- <ψῆττα>
- ἰχθύδιον τῶν πλατέων ἡ ψῆττα, ἥν τινες <σανδάλιον> ἢ <βούγλωσσον> .....
- <ψηφῖδες>
- ψῆφοι, μικροὶ λίθοι
- <ψηφισαμένων>
- κρινάντων
- <ψηφίσματα>
- γνῶμαι ἀρέσκουσαι
- <ψῆφος>
- λόγος. κρίσις. ἀπόφασις διὰ λαλιᾶς
- <ψηφοφορία>
- ἡ πολλῶν ψῆφος καὶ ἀποδοχή
- [<ψηφῶν>
- φροντίζων.] <ψηφολογική>· ......
- <ψήχει>
- καταμάσσει, τρίβει, ξύει. σμήχει. [ψύχει πραΰνει]
- <ψήχοι>
- πραΰνοι, καὶ τὰ ὅμοια
- <ψήχομαι τὸν δικαστήν>
- [<ψηχράν>
- τὴν λεπτήν]
- <ψιά>
- χαρά, γελοίασμα, παίγνια
- <ψιάδ(δ)ειν>
- παίζειν
- <ψιάδες>
- ψακάδες, ῥανίδες, σταγόνες
- <ψιάζει>
- ψακάζει
- <ψιάθια>
- τὰ ἐν τοῖς δικαστηρίοις ἐπὶ τῶν καθεδρῶν ἐπιστορνύμενα
- <ψίαθος>
- ἡ χαμεύνη. καὶ τὸ φυτόν, ἐξ οὗ πλέκεται ψίαθος
- <ψίαι>
- ἀλώπεκες
- <ψίακα>
- ψακάδα
- <ψιαρόν>
- εὐῶδες
- [<ψίγναι>
- τρίχες]
- <ψίδες>
- ψιάδες, ψακάδες
- <ψιβδεῖ>
- ὑποπνεῖ, βδεῖ
- <ψιδόνες>
- διάβολοι. ψίθυροι
- <ψίεσσα>
- εὐδαίμων, μακαρία
- <ψίεντα>
- τὰ αὐτά
- <ψιζομένη>
- κλαίουσα
- <ψίης>
- μακάριος, εὐδαίμων
- <ψιῆναι>
- ψίξαι
- <ψιῆσαι>
- ψωμίσαι
- <ψιθία>
- εἶδος ἀμπέλου, καὶ μήλων τινῶν
- <ψιθήν>
- τὴν ἀπώλειαν
- <ψιθύρα>
- ἐξ ὧν τὸ σύνηθες καὶ ἥρωος Ἀθήνησιν ὄνομα
- <ψιθυρίζει>
- εἰς τὸ οὖς ἠρέμα διαλέγεται
- <ψιθωμία(ν)>
- Λάκωνες τὸν ἀσθενῆ
- <ψιλάς>
- πέτρα. κράσπεδα
- <ψιλὰ τὰ γένεια>
- σπανοπώγων
- <ψιλαῖς>
- ἀκοσμήτοις
- *<ψηλαφῶ>
- ἐρευνῶ, καὶ τὰ ὅμοια
- <ψίλακα>
- ψιλόν, λεῖον. πτερὸν [ἢ πτενόν]
- <ψιλάκερ>
- τὸ ἡγεῖσθαι χοροῦ
- <ψιλεῖς>
- οἱ ὕστατοι χορεύοντες
- <ψιλή>
- ζήτει εἰς τὸ ψιλόν
- <ψιλίοις>
- πλαγίοις, ὑπτίοις
- <ψιλίον>
- πτερόν. μακρόν. οἱ δὲ ψέλλιον. ἢ εἶδος ἄνθους
- <ψιλοδετόρων>
- βρώτη
- <ψιλοκόῤῥης>
- φαλακρός
- <ψιλόν>
- γυμνόν. ἔρημον. εὐτελές. ἄτριχον. καὶ πᾶν ἀποδεδαρμένον
- <ψιλὸς στέφανος>
- πτέρινος. καὶ ὁ ἱππεύς
- <ψιλοτάπιδες>
- αἱ καλούμεναι ὑποστρώματα καλά
- <ψιλούς>
- γυμνούς. σφενδονιστάς. τοξότας
- <ψίλωθρον>
- σποδή. ἔνιοι μάδον
- <ψίμαρον>
- εὐδιαῖον
- <ψιλῶς>
- κούφως. εὐτελῶς
- <ψίν>
- αὐτοῖς. αὐτόν
- <ψινάδες>
- αἱ ῥυάδες ἄμπελοι
- <ψινάζει>
- ἀποῤῥεῖ τὰ ἀσθενῆ τοῦ καρποῦ, φυλλορ(ρ)οεῖ
- <ψίναθος>
- ἀγρία αἴξ
- <ψίνδεσθαι>
- κλαίειν
- <ψίνθος>
- τέρψις
- <ψινύθιον>
- φαῦλον
- <ψῖσαι>
- ψωμίσαι
- <ψίσις>
- ἀπώλεια
- <ψίττα>
- ταχέως, εὐθέως
- <ψιττάζων>
- ψίττα ἐπιφθεγγόμενος. ὅπερ ἐστὶ ποιμενικὸν ἐπίφθεγμα
- <ψιττάκ(ε)ια>
- εἶδος ὑποδήματος γυναικείου
- <ψιττία>
- ψωμία. Ἀττικοί
- <ψιφά>
- ἑψιτὰ λεπτά
- <ψιφαῖον>
- ἱστίον. ὁτὲ δὲ ψίαθος. ἢ μικρὸν ὀρνιθάριον
- <ψιχία>
- ψωμία
- *<ψίχες>
- αἱ ἀποπίπτουσαι τῶν ἄρτων τεμνομένων. ψιχίδι(α)
- <ψόαν>
- ὀχεύτριαν
- <ψόα>
- τὸ μέρος τοῦ σώματος
- <ψόγεια>
- ψογερά, καὶ οὐκ ἄξια ἀκοῆς
- <ψογερά>
- ὡς λίαν μεμπτά
- <ψογερόν>
- αἰσχρόν, μεμπτόν, ἐπίψογον
- <ψόγξαι>
- ἀκοῦσαι
- <ψόγος>
- κατάγνωσις, μέμψις, ὄνειδος
- <ψοδίον>
- σκολιόν
- <ψοθάλλειν>
- ψοφεῖν
- <ψοθίον>
- αἰθαλῶδες
- <ψοθόν>
- μέλαν. [θόρυβος]
- <ψόθος>
- ψώρα, ἀκαθαρσία
- *<ψόθωρ>
- αὐχμηρόν
- <ψοθώα>
- ψώρα
- <ψοίθη[σι]ς>
- ἀλαζών
- <ψολοκομπίαι>
- ἀλαζόνες, κομπασταί
- <ψόλος>
- καπνός, αἰθάλη, φλόξ, ἀσβόλη
- <ψολῶσαι>
- ψιλῶσαι. ῥινῆσαι
- <ψόμμος>
- ἀκαθαρσία. καπνός
- <ψο(ύ)δια>
- ψευδῆ ...... Λάκωνες δὲ τὸν στόμαχον
- <ψοφεῖ>
- κτυπεῖ, ῥήσσει
- <ψοφοδεῶς>
- ταραχώδως
- <ψοφοδεής>
- δειλός, κενοφόβος, ὃ καὶ τοὺς ψόφους καὶ τὰ ἐλάχιστα φοβούμενος
- <ψοφοδεῆ>
- τὸν ὅμοιον αὐτῷ
- <ψόφος>
- ἦχος, κτύπος
- <ψυγεῖα>
- ἀγγεῖα, ἐν οἷς ὕδωρ ψύχεται. καὶ ὁ τόπος αὐτό
- <ψυδνὴ χέρσος>
- ἀραιά, ὀλίγη
- <ψυδρά>
- ψευδῆ
- <ψυδρόν>
- ψευδές
- <ψυθιζομένων>
- γογγυζόντων
- <ψύθιον>
- ὀλιγοχρόνιον
- <ψύθιος>
- ἀραιά, ὀλίγη, ψιθυρίς
- <ψυθιστάς>
- ψιθυριστάς
- <ψυθός>
- ψίθυρος. ψεῦδος
- <ψυθῶνες>
- διάβολοι
- <ψυῖαι>
- ἀλώπεκες, βασσαρίδες. καὶ αἱ κατὰ τὴν ὀσφῦν σάρκες
- <ψυκτά>
- ἡ μὴ πολλῷ ὕδατι πεφυρ(α)μένη μάζα
- <ψυκτήρ>
- ὃν ἡμεῖς ψυγέα[ν], καὶ εἶδος ποτηρίου
- <ψυκτήρια[ι]>
- οἱ ἀλσώδεις καὶ σύ[ν]σκιοι τόποι
- <ψυκτήριον>
- ποτήριον ὃ ἡμεῖς ψυκτῆρά φαμεν
- <ψύλλα>
- ψύλλαι θηλυκῶς. ἄλλοι δὲ <Φύλλοι>, ἔθνος Λιβύης. ἔστι δὲ καὶ ὄνομα ζωϋφίου μικροῦ ἀῤῥενικῶς, ὥς φησιν Ἐπίχαρμος
- <ψύλλακας>
- τὰς ψύλλας
- <ψύλλιον>
- πόα, ἧς καὶ σπέρμα ὁμώνυμον
- <Ψυλλικοί>
- εἶδος κυνῶν ὀνομασθὲν οὕτως
- <Ψυλλικὸς γόης>
- ὁ τῶν Ψύλλων. οἱ δὲ <Ψύλλοι> ἔθνος Λιβύης
- <ψύλλος>
- τὸ παχὺ τὸ συνέχον τὸ τοῦ κάπρου αἰδοῖον
- <ψύξας>
- ἀμβλύνας τὴν ψυχήν, φυσήσας, ἄνεμον ποιήσας, πνεύσας
- <ψύξασθαι>
- ῥυήσασθαι. ξηρᾶναι
- <ψύξασαι>
- πνεύσασαι. ῥυήσασαι
- <ψύξουσι>
- ξηρανοῦσιν
- <ψύξις>
- πνόη
- <Ψυρίη(ς)>
- νῆσος μικρά
- <Ψύριος>
- ἀκάθαρτος, ἀπὸ Ψύρ(ων) τῆς νήσου
- <Ψυρίς>
- γῆ λυπρά, χέρσος
- <ψύττα>
- ἐπὶ τοῦ ταχέως ἀποδρ(α)μεῖν λέγεται
- <ψύτταρον>
- σκαφίον
- <ψύτταν>
- πρόχυμα
- <ψύττει>
- πτύει
- <ψυττόν>
- πτύελον
- <ψυχαγωγεῖ>
- παραμυθεῖται τὴν ψυχήν
- <ψυχαγωγός>
- ὁ ἀνδραποδιστής, καὶ ὁ ἀπατεών. ὁ κατάγων τὰς ψυχὰς εἰς ᾅδου
- <ψυχάζει>
- ἀναψύχει
- <ψυχάς>
- πνεύματα
- <ψύχειν>
- ἀνέμῳ ξηραίνειν. καὶ πνεῖν
- <ψυχέμπορος>
- ὁ τοὺς ἀνθρώπους ἀγοράζων καὶ πωλῶν
- <ψύχεος ἱμείρων>
- καταψύξεως ἐπιθυμῶν
- <ψυχή>
- πνεῦμα. καὶ ζωΰφιον πτηνόν
- <ψυχόλεθρος>
- ἀπώλεια ψυχῶν
- <ψυχοῤ(ῥ)αγεῖ>
- ἀποθνήσκει
- <ψυχορόφους>
- τὰς τὴν ψυχὴν ἐκπινούσας
- <ψυχουλκός>
- πόα τις
- <ψυχουλκούμενοι>
- τὰς ψυχὰς ἑλκόμενοι
- <ψυχρά>
- τὴν ἣν ἡμεῖς λεπτὴν λέγομεν
- <ψυχροκομψώματα>
- ψυχροφαντάσματα
- *<ψυχρὸν κακόν>
- ψύξεως αἴτιον
- <ψυχρολογία>
- ψευδολογία
- <ψυχρολόγος>
- μηδὲν χρήσιμον λέγων
- <ψυχρὸν δ' ἕλε χαλκὸν ὀδοῦσι>
- τὸν καταψύχοντα τὰ σώματα (διὰ) τῆς ἀναιρέσεως
- <ψυχρός>
- ἀσθενής
- <ψωδαρέον>
- αὐχμηρόν
- <ψώθιον>
- τὸ ὑποκάτω τοῦ ἄρτου
- <ψώθια>
- τὰ τοῦ ἄρτου ἀποθραύσματα, καὶ τὰ ὑποκάτω
- <ψώϊζος>
- ἄφοδος ὑγρά, ἢ ὄνθος, δυσωδία, καὶ ἣν καλοῦσι μίνθα(ν)· οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα
- <ψώια>
- σαπρὰ δυσωδία
- *<ψώδη>
- γλῶττα
- <ψωκτόν>
- τράπεζαν
- <ψωλήκυσθος>
- οὐδενὸς ἄξιος
- <ψωλόν>
- τὸν ἀπεσκολυμμένον
- <ψώμηκες>
- οἱ τοῦ σίτου τὰς ῥίζας ἀπεσθίοντες. καὶ ὁ ἔγκατρος ὁ <σῖ- τός> φησι <ἐξεψώμισεν>, ἀπὸ τοῦ ζώου σχηματίσας
- *<ψωμιεῖ>
- θρέψει
- <ψῶμιγξ>
- σφήκωμα
- <ψωμοί>
- μέρη
- <ψωραλέον>
- τὸν ψωριῶντα
- <ψωροπέταλοι>
- ἰχθύες εὐτελεῖς
- <ψῶρος>
- παιδεραστής
- <ψῶσαι>
- θάλψαι
- <ψώσματα>
- παρὰ Ἀριστωνύμῳ πέπαικται ἡ λέξις τῇ Βοιωτῶν δια- λέκτῳ
- <ψώχειν>
- ἀνακινεῖν. ἀνατρίβειν
- *<ψώχοντες>
- λεπτύνοντες. πλύνοντες. ἀναξαίνοντες
- *<ψώχω>
- λεπτύνω. πλύνω. ξαίνω
- <ψωχὸς γῆ>
- ψαμμώδης