Γλώσσαι/Υ
< Γλώσσαι
←Τ | Γλώσσαι Συγγραφέας: Υ |
Φ→ |
- <ὕαινα>
- τετράπουν ζῶον. καὶ ἰχθῦς
- <ὑακίζει>
- οἱ εἰς τὰ αὐχένια
- [<ὑακίζει>]
- βρέχει ἢ <ὑετίζει> ἢ ὕει
- *<ὑακίνθινον>
- ὑπομελανίζον, πορφυρίζον
- <ὑακίνθια>
- ἑορτὴ ἐν Λακεδαίμονι .......
- <Ὑακινθίδες>
- ἐπώνυμοι [Ἀπόλλωνος] ἀπὸ Ὑακίνθου
- <ὑάκινθος>
- πόας εἶδος τὸ ὑακινθόκομον [τὰ ὑακίνθια]. εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ Ὑακίνθου
- *<ὑακινθίνῳ>
- τῷ ὑακίνθῳ. ἔστι δὲ ἄνθος μέλαν καὶ μαλακόν
- <ὑάλε(ο)ν>
- λαμπρόν, ὑαλίζον
- <ὑάλεται>
- σκωληκιᾷ
- <ὑάλη>
- ὕαλος. βόμβυξ. σκώληξ
- [<ὑαλίης ἢ ὑαλιεύς>
- εἰκαῖος. βλοσυρός]
- <ὑάλικος κώμη>
- Διονύσιος
- <ὑαλκάδαι>
- χορὸς παίδων. Λάκωνες
- <ὑαλόεν>
- διαφανές, λαμπρόν
- <ὑαλο(ῦ)ν>
- λαμπρόν. πρᾶον. [ἢ λίθος τίμιος
- <ὕαλος>
- ὕελος. [βόρβορος]
- <ὕαμα>
- βάθος
- <Ὑάμπολις>
- πόλις Φωκίδος
- <ὑανέοος>
- εἰκαῖος. βλοσυρός, χαλεπός. ὕπτιος
- <ὑανεῶς>
- τὰ αὐτά
- <ὑανία>
- τύρβη, μάχη, ὕβρις, ἀγερωχία
- <ὔαξ>
- πηδάλιον. ὁδηγός
- <Ὑαργίδες>
- αἱ εὐειδεῖς Βάκχαι αἱ Ἀργεῖαι
- <ὑάσιν>
- υἱοῖς
- <ὑββάλει>
- ὑπερτίθεται, ὑποβάλλει
- <ὑβ[β]αλής>
- καταφερής, λάγνος
- <Ὕβλα>
- πόλις Σικελίας
- <Ὑβλήτης>
- μάντις
- <ὑβ[λι]όν>
- τὸν κυρτόν, καμπύλον, γυρόν. οἱ δὲ ὑβός, κυρτός. [ὑβρι- στής]
- <ὕβρεις>
- τραύματα, ὀνείδη
- <ὑβρίς>
- ὄρνεον νυκτερινόν
- *<ὕβρεως>
- τῆς ὕβρεως
- <ὑβριστής>
- ὑπερήφανος, ἀγνώμων
- <ὑβριστοδίκαι>
- οἱ μὴ θέλοντες εἰσάγειν τὰς δίκας παρὰ Ἀττικοῖς
- <ὑβώματα>
- κυρτώματα
- <ὕγγεμος>
- συλλαβή. Σαλαμίνιοι
- <ὑγυλόν>
- ὑγιές
- *<ὑγρόν>
- μαλακόν
- <ὑγιᾶ>
- σῶον. νεαρόν. Κρῆτες
- <ὑγίεια>
- ἄλφιτα οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ πεφυραμένα. καὶ πᾶν τὸ ἐκ θεοῦ φε- ρόμενον, εἴτε μύρον, εἴτε θαλλός. ἢ ὑγίεια
- <ὑγιής>
- τέλειος, σῶος
- <ὑγιοῦν>
- τὸ σα[ῤῥ]οῦν. καὶ τὸ θεραπεύειν
- <ὑγιῶς>
- ὀρθῶς, σώως, ὁλοκλήρως, ἐῤῥωμένως, καὶ εἴ τι ὅμοιον
- <ὑγλιῆναι>
- φυσῆσαι
- <ὑγρὰ κέλευθα>
- θαλασσία ὁδός, καὶ ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν
- <ὑγρίην>
- τὸ οὖρον. Διονύσιος
- <ὑγρὸν ἀέντων>
- μαλακῶς πνεόντων
- <ὑγρὸν ἔλαιον>
- [ὁ καταφερής] διὰ τὸ εἰς ἄνεσιν ἄγειν τὸ σῶμα, ἢ ὅτι πάντων τῶν ὑγρῶν ὑγρότατόν ἐστι τὸ ἔλαιον. πᾶσι γὰρ τοῖς ὑγροῖς ἐπιπλεῖ βαλλόμενον τὸ ἔλαιον
- <ὑγρός>
- ὁ εὐκαταφερὴς εἰς ἡδονάς
- <ὑδαλίς>
- ὑδρωπιῶν
- <ὑδάν>
- ἀγορασθεῖσαν
- <ὑδαρι(ᾷ)>
- ὑδρωπιᾷ
- <ὑδατίδες>
- σταγόνες
- <ὑδατοτροφέων>
- ὑπὸ ὕδατος αὐξομένων ἢ τρεφομένων
- <ὑδέουσιν>
- ὑμνοῦσιν
- <ὕδερον>
- τὸν ὕδρωπα
- *<ὑδαρές>
- τὸ ὑδαρόν
- <ὑδ(ε)ρῶν>
- ὑδρωπιῶν
- <Ὕδη>
- πόλις τῆς Λυδίας
- <ὑδεῖν>
- ὑμνεῖν, [αἰδεῖν] ᾄδειν, λέγειν
- <ὕδης>
- συνετός, ἢ ποιητής
- <ὕδναι>
- ἔγγονοι, σύντροφοι
- <ὑδνεῖν>
- τρέφειν, κρύβειν. αὔξειν
- <ὕδνης>
- εἰδώς, ἔμπειρος
- <ὑδνόφυλλο(ν)>
- ἡ ἐπὶ τοῖς ὕδνοις φυομένη πόα
- <Ὕδρα>
- νῆσος εὐτελὴς Δολόπων. καὶ θηρίον πολλὰς ἔχον ὄφεων ὄψεις, πολυκέφαλον
- <ὕδος>
- ὕδωρ
- *<ὑδραλής>
- μετάβολος
- <ὕδρα>
- ὁ ὕδρος ὄφις. οἱ δὲ τὸν χέρσυδρον
- <ὑδράν.>
- εἰς θυσίαν ἀκραιφνές. Ῥίνθων
- <ὑδράνη>
- τὸ ἀκραιφνὲς καὶ καθαρόν
- <ὑδρανός>
- ὁ ἁγνιστὴς τῶν Ἐλευσινίων
- *<ὑδραλής>
- ὄφις ὕδατος
- <ὑδρεύειν>
- ποτίζειν. ἀντλεῖν
- <ὑδρευσάμενος>
- ἀντλήσας
- <ὑδρεῦσαν>
- ὕδωρ φέρουσαν, ἤγουν ὑδρευομένην
- <ὕδρη>
- ὁ ἔχις
- <ὑδρήϊον>
- ὑδρ[ε]ία
- <ὑδρηλά>
- ὑδατώδη
- <ὑδρηλοί>
- κάθυδροι, μαλακοί, ἔνυδροι, ὑδατώδεις
- <ὑδρηλός>
- τὸ αὐτό
- <ὑδρηναμένη>
- λουσαμένη, ἢ περιρ(ραν)αμένη, ἢ ὕδατι περιχεαμένη
- <ὑδρήνασθαι>
- λούσασθαι, περιῤῥάνασθαι
- <ὑδρηχόες>
- ἰχθύες
- <ὑδριαφόροι>
- μέτοικοι
- <ὑδρίσκη>
- ὑδρ[ε]ία
- <ὑδροδόκοι>
- λάκκοι
- <ὑδρόμυλοι>
- ὑδραλετία ἀπὸ ὕδατος
- <ὕδρος>
- ὄφις
- <ὕδρου>
- ὄφεως εἶδος
- <Ὑδροῦσα>
- ἡ Κέως οὕτως ἐκαλεῖτο
- *<ὑδροχόας>
- ἀμάρας
- <ὑδροφόρια>
- ἑορτὴ πένθιμος Ἀθήνησιν
- <ὑδροφόρους>
- ὑδροῤῥόους
- <ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε>
- διαλυθείητε καὶ ἀποθάνοιτε
- <ὗεν>
- ἔβρεχεν
- <ὕει>
- βρέχει. χειμάζει
- <.ει>
- ῥω.οιω.
- <ὕελος>
- ὕαλος
- <ὕεν>
- εὗρεν
- <ὕες>
- χοῖροι
- <ὕεσι>
- στολή. Πάφιοι
- *<ὑελέψης>
- ὑελο....
- <ὑεστάκα>
- ἱματισμός
- <(υ)ετής>
- ὁ αὐτοετής. Μαρσύας
- <ὑετίς>
- ὑδρίς. Ταραντῖνοι
- <ὑετός>
- ὄμβρος. δρόσος. ὕδωρ
- <Ὑεύς>
- Σαβάζιος
- <Ὑή>
- ἡ Σεμέλη ἀπὸ τῆς (ὕ)σεως. καὶ ὑὲ δειλέ
- <Ὕης>
- Ζεὺς ὄμβριος
- <ὕησον>
- σάλευσον
- <ὕητα>
- ὑστίς. Ταραντῖνοι
- <ὑθλεῖν>
- ληρεῖν, μωραίνειν
- <ὕθλος>
- φλυαρία, μωρία, ληρότης, φληναφία
- <ὕθλους>
- φλυάρους, μωρούς, λήρους
- <υἷα>
- υἱόν, τέκνον
- <υἷας>
- τέκνα, υἱούς
- <ὑϊδεῖς>
- υἱῶν υἱοί, ἔγγονοι
- <ὑΐδες>
- [θυγατέρες, ἢ] υἱῶν θυγατέρες
- <ὑϊδῆν>
- υἱοῦ θυγατέρα[ν]
- <ὑϊδός>
- ὁ τοῦ υἱοῦ υἱός
- <υἱδοῦς>
- ἢ υἱδεῖς. υἱῶν υἱούς
- <υἱεῖς>
- υἱοί
- <υἱέος>
- υἱοῦ, τέκνου
- <υἱες Ἀχαιῶν>
- οἱ Ἕλληνες περιφραστικῶς
- <ὑιήν>
- τὴν ἄμπελον. ἢ <υἱόν
- υἱήω>
- ποιὰ βοτάνη
- <ὕιλη>
- ὁμῆλος
- <υἱόν>
- ἀναδενδράδα
- <υἱοθεσία>
- ὅταν τις θετὸν υἱὸν λαμβάνῃ. καὶ τὸ ἅγιον βάπτισμα
- <υἱοθετεῖ>
- υἱοποιεῖ, οὐ φύσει, ἀλλὰ θέσει
- <υἱωνεῖς>
- υἱῶν υἱέες
- <υἱωνοί>
- υἱῶν υἱοί
- <υἱωνός>
- ὁ υἱὸς τοῦ υἱοῦ, ἔγγονος
- <ὑκελόν>
- ὑγιές
- *<ὑλαγμό(ς)>
- βοή
- <ὕκος>
- ἐρυθρῖνος
- <ὑλάει>
- θρυλλεῖ. ὑλακτεῖ. λέγει. θρηνεῖ
- <ὑλάζεσθαι>
- ξυλίζεσθαι
- <ὑλακή>
- ὑλαγμός, βοή
- <Ὑλακίδης>
- Ὑλάκου υἱός
- <ὑλακόμωροι>
- οἱ περὶ τὸ ὑλακτεῖν μεμορημένοι· ὅπερ ἐστὶν ἴσον τῷ πεπονημένοι· οἱ βαρύφωνοι, ὀξύφωνοι
- <ὑλακτηθέντων>
- φλυαρηθέντων
- <ὑλακτῶν>
- μετὰ μανίας κράζων
- <ὕλαον>
- ὑλάκτουν
- [<ὑλαλοῦν>
- ὑλακτοῦν]
- <Ὕλας>
- κρήνας Κιανοί. καλοῦνται δὲ καὶ βαρβάρων γένος οὕτως
- <ὑλάσασθαι>
- ξύλα συναγαγεῖν
- <ὕλασσα>
- ἡ ξυλ(ε)ία, καὶ φρυγανισμός
- <ὑλᾶται>
- ἐστερήθη. ἀπέθανεν
- <Ὕλη>
- πόλις. δηλοῖ δὲ καὶ τὸ σύνηθες, καὶ ξύλα τὰ ἤδη κεκομμένα. ἢ σύμφυτος τόπος, ἐξ οὗ ἀποτελεῖται τὸ ἔργον
- <ὑλῆεν>
- δασύ, ξυλῶδες
- <ὑληέσσης>
- συμφύτου, ἢ ὕλας ἐχούσης
- <ὕλην>
- κισσίαν. τὸν στέφανον
- <ὑληρεύς>
- νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων
- <ὕλης μητέρα>
- εἶδος σκώληκος, ὃ καλεῖται ὑλομήτρα. ἄλλοι δὲ βόμ- βυκα
- <ὕλιγγες>
- λόγχαι
- <ὑλίμη>
- μάχη τίς
- [<ὑλί.ροι>
- τέκτονες]
- <ὑλίτης>
- οἴνου εἶδος
- [<ὑλλεῖ>
- θρυλλεῖ, λέγει]
- <ὕλλει>
- τὰ πρὸς κάσσωσι δέρματα
- <Ὕλεες>
- οἱ ἐν Κρήτῃ Κυδώνιοι
- <ὑλίας>
- τοὺς καρπατίμους τόμους
- <Ὕλλος>
- ποταμὸς Λυδίας
- <ὕλογος>
- στρατός. Περγαῖοι
- <ὕλοι>
- σπόνδυλοι
- <Ὕλῳ ἰχθυόεντι>
- ὄνομα ποταμοῦ ἰχθύας ἔχοντι
- <ὑλομανής>
- ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων
- <ὑλομήτρα>
- εἶδος σκώληκος
- <ὑλοτόμος>
- ξυλοτόμος
- <ὑλωρός>
- ὕλην φυλάσσων
- <ὑμά>
- ὑμέτερα ......
- <ὑμεδαπῶν>
- τοῦ ὑμετέρου ἐδάφους
- <ὑμέναιος>
- γάμος. ἢ ᾠδὴ ἐπιγάμιος
- <ὑμεναίων>
- γαμικῶν ᾀσμάτων, μέλος ᾠδῆς
- <ὑμένιον>
- λεπτόν
- <ὑμενῶδες>
- λεπτόν, ἀεροειδές
- <ὑμήν>
- εἶδος ἐνδύματος. ὑμέναιος. ἐπίπλους. καὶ τὸ διαφανές. καὶ τὸ τοῖς γαμοῦσιν ἐπαυλούμενον <ὑμέναιος>, ἀπὸ τοῦ ἡμήσης παιδός, ἢ ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ ναίειν
- <ὑμῆς>
- ὑμετέρας
- <Ὑμήττης>
- ἐν Ὑμήττῃ ὁ Ἀπόλλων τιμώμενος
- <Ὑμήττιος>
- Ζεὺς παρὰ Ἀττικοῖς
- <ὔμμε>
- ὑμᾶς, ὑμεῖς. Αἰολικῶς
- <ὔμμες>
- ὑμεῖς, καὶ τὰ ὅμοια
- <Ὑμμητός>
- ὄρος Ἀττικῆς
- <ὑμνεῖ>
- εὐλογεῖ, ᾄδει
- <ὑμνηπολείτω>
- ὑμνείτω
- <ὑμνίον>
- τὸν ἀμόλγην Διονύσιον
- <ὑμνοθέται>
- ποιηταί
- <ὑμνοθέτης>
- ποιητής
- <ὑμνοτήϊαι>
- σύνοδοι τῶν ἐπ' ἔτος γεγαμημένων
- <ὕμνος>
- χρησμός
- <ὕναν>
- τὴν εἰρήνην
- <Ὑνναρεύς>
- Ζεὺς ἀπὸ τοῦ Ὑνναρίου ὄρους
- <ὑννάς>
- αἲξ ἀγρία
- <ὑννή>
- αἴξ. καὶ τὸ τοῦ ἀρότρου σιδήριον τὸ τέμνον τὴν γῆν. καὶ <ὕννις> ὁμοίως
- <ὕννος>
- πῶλος ὁ ἐν τῇ γαστρὶ νοσήσας, πρὶν κυηθῆναι
- <ὑντετράστιαν>
- κατεαγέν. Σαλαμίνιοι
- <ὕντωσε>
- συμπαρῆσαν
- <ὕξον>
- βοήθησον
- <ὑολλός>
- τόπος συῶν βορβορώδης
- <ὑοβότης>
- συοβόσκης
- <ὑομεμνία>
- ἑορτή τις ἐν Ἄργει
- <ὑομένη>
- βρεχομένη
- <ὕον>
- ὅμοιον
- <ὑός>
- χοίρου
- <ὑοσκυαμᾷς>
- μαίνῃ, ἀπὸ τῆς πόας
- <ὑοχαί>
- τὸ βορβορῶδες ὕδωρ
- <ὑπάγειν>
- τὸ ἡσύχως πίνειν
- <ὑπαγορ(ε)ία>
- συμβουλία
- <ὑπαγορεύουσι>
- λαλοῦσιν
- <ὑπάγορον>
- κατὰ βίαν ὑπερήφανον
- <ὑπαγωγεύς>
- πρὸς πλίνθων οἰκοδομὴν πηλός
- <ὑπαγωγή>
- ὑποχώρησις
- <ὑπάγων>
- ὑπὸ δίκην ἄγων
- <ὑπαί>
- πρὸ τοῦ καὶ νῦν. <ὑπαὶ πόδα
- ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε[ν]>
- ὑπέβλεπεν
- <ὑπαὶ δείους>
- ὑπὸ τοῦ δέους
- <ὑπαιδράσειαν>
- ὑπόψειαν
- <ὕπαιθα>
- ἔμπροσθεν
- <ὑπαίθριον>
- ὑπὸ τὸν ἀέρα
- <ὑπαικαλούσας>
- ὑποτρεμούσας
- <ὑπαιλίχαζε>
- ἐκ πέτρας ὑποχώρει
- <ὑπαινίττεται>
- αἰνιγματωδῶς ἐμφαίνει
- <ὑπαλευάμενος>
- φυλαξάμενος
- *<ὑπαΐξας>
- ὑφορμήσας
- *<ὑπαὶ πόδα>
- ὑπὸ πόδα
- *<ὑπαλύξαι>
- ἐκφυγεῖν. ἐκκλῖναι
- *<ὑπ' ἀνέρος>
- ὑπ' ἀνδρός
- *<ὑπ' ἀνθερεῶνος>
- τὸν ὑπογένειον τόπον
- <ὑπαντάξ[ας]>
- ἐξ ἐναντίας, ἀντὶ τοῦ ὑπαντιάσας, συναντήσας
- <ὑπαντιάζει>
- ὑπαντᾷ
- <ὑπ' ἀντιαίης>
- ὑπὸ τῆς αἰσχρᾶς ἐξ ἐναντίας πολεμούσης
- <ὑπάντλ[ε]ια>
- χαλκᾶ ἀγγεῖα, κάδοι
- <ὕπαντροι>
- οἱ ὑπὸ τὸ σπήλαιον
- <ὑπανύσθαι>
- ὑπουργεῖν
- <ὑπαπίει>
- ὑποστρέφει
- <ὑπ' ἀπειρίας>
- ὑπὸ ἁμαρτίας
- <ὕπαρ>
- τὸ μεθ' ἡμέραν ὄναρ. ἐν ἡμέρᾳ. οἷον φανερῶς, ἐναργῶς, ἀλη- θές
- <ὕπαρ>
- μεθ' ἡμέραν. ἀληθές
- <ὕπαρνος ποίμνη>
- ἄρνας ἔχουσα
- <ὑπάργυρον>
- τὸ κινάμωμον
- <ὑπάρξας>
- κατάρξας
- <ὕπαρξις>
- προγένεσις. ἡ οὐσία
- <ὑπάρχει>
- προκατάρχει
- <ὕπαρχος>
- οἰκονόμος. πολέμου στρατηγός
- <ὑπάρχων>
- πεφυκώς, ὤν
- <ὑπαρχθεῖσαν>
- προγεγονυῖαν
- <ὑπασπισταί>
- βοηθοί. ὑπηρέται
- *<ὑπασπίδια προποδίζων>
- ὑπὸ τὴν ἀσπίδα τιθεὶς τοὺς πόδας καὶ οὕτως προβαίνων
- <ὑπασπιστής>
- βοηθός, δορυφόρος, ὑπηρέτης
- <ὑπάτη>
- ὑψηλή. δυνατή
- *<ὕπατε κρειόντων>
- βασιλεῦ βασιλευόντων
- <ὑπάτη>
- ὑπερτάτη, ἀνωτάτη. πλουσία
- <ὑπάτμενοι>
- δοῦλοι, ὑπουργοί
- <ὕπατον μήστωρα>
- τὸν ἐν τῷ βουλεύσασθαι σοφώτατον, οἷον πρῶτον
- <ὕπατος>
- ὑψηλός. ἔντιμος, πρῶτος, διαφέρων τῶν ἄλλων, ἐξοχώτατας
- <ὑπ' αὐλήν>
- ὑπ' οἶκον
- <ὑπ' αὐλοῦ>
- μετ' αὐλοῦ
- <ὑπ' αὐνήν>
- παρ' Ἑκαταίῳ. Φιλητᾶς
- <ὑπαφήτορες>
- ὑποτεταγμένοι
- <ὕπαφρον>
- τὸ μὴ φανερὸν ὕπαφρον λέγουσιν, ἄλλοι [τὸ] ὕπαφρον τὸ ὑγρασίαν ἔχον ἐμφερῆ ἀφρῷ. ἔνιοι κρύφιον καὶ ὕπουλον τὸ ὕπαφρον
- <Ὑπαχαιοί>
- ὀνομαστικόν
- <ὑπαχθέντες>
- ὑποβληθέντες. πεισθέντες. ἀπατηθέντες
- <ὔπεα>
- τὰ ὀπήτια
- <ὑπέασιν>
- ἐληλύθασιν
- [<ὑπεδείδεσκεν>
- ὑπεβλέπετο]
- <ὑπέγραψεν>
- ἐχάραξεν, ἢ ἔγραψεν
- <ὑπεδέσμευεν>
- ὑπεξέκειτο
- <ὑπέδυ>
- [ὑπεισέλθοι] ὑπεισῆλθεν
- <ὑπεζευγμένος>
- ὑποτεταγμένος
- <ὑπεζῶσθαι>
- τὸ εἰς ἄνδρας ἐλθεῖν. Φιλητᾶς
- <ὑπεζωσμένοι>
- ἀναπείσαντες
- <ὑπέθην>
- [ἔμπροσθεν] ὑπεκθέμην
- <ὑπέθεντο>
- συνεβουλεύοντο
- [<ὑπεθολιάσθην>
- ἔμπροσθεν ἐκλείσθην]
- [<ὑπεθόμησεν>
- ὁμοίως]
- [<ὑπεθρεῖ>
- ὑπερέχει, ὑπερβάλλει]
- [<ὕπεθρον>
- ὑπὸ τὸν ἀέρα]
- <ὑπ[ε]ιδό[ύ]μενοι>
- ὑφορώμενοι
- <ὑπείκει>
- ὑπακούει. ὑποχωρεῖ, ὑποτάσσεται
- <ὑπείκετε>
- τὰ αὐτά
- <ὑπειλημμένη>
- ἀντ(ε)ιλημμένη
- <ὑπειλημμένον>
- ὑπονενοημένον. ὑπενηνεγμένον
- <ὑπείνεχεν>
- ὑπέβαλεν, ὑπεῖχεν
- <ὑπεῖξά σοι>
- ὑπεχώρησά σοι
- <ὑπείξομαι>
- ἥξω, ὑπονοστήσω. ὑποχωρήσω
- <ὑπεὶρ ἅλα>
- ὑπὲρ τὴν ἅλα, ὑπὲρ τὴν θάλασσαν
- <ὑπείροχος>
- ὑπέροχος, ὑπερέχων
- <ὑπεῖχεν>
- ὑπέβαλεν
- [<ὑπ' ἐκ Διὸς αἶσαν>
- παρὰ τὸ ἐκ Διὸς εἱμαρμένον]
- <ὑπέκειντο>
- ὑποκείμενοι ἦσαν
- <ὑπέκθεσις>
- ὑπόθεσις
- <ὑπεκινοῦντο>
- κατενοίγοντο, ἢ ἐπτοοῦντο
- <ὑπέκλινεν>
- ὑπέταξεν
- <ὑπεκδράμω>
- φ[ε]ύγω
- <ὑπεκπροθέων>
- ὑπεκτρέχων
- [<ὑπέκτρενον>
- τὸ ἔτρεμον]
- <ὑπελθεῖν>
- ὑπεισελθεῖν, ὑποδραμεῖν
- <ὑπέλαιος>
- γλοιός
- *<ὑπέλαβεν>
- ὑπεδέξατο
- <ὑπελεῖν>
- ὑπειλεῖν
- <ὑπ' ἔμβρυον>
- νεογνὸν βρέφος ὑπέβαλεν, ἵνα εὕρῃ ἀμέλξαι
- <ὑπεμνήμυκεν>
- ὑπομέμυκε, κλαίει, στενάζει, στυγνάζει
- <ὑπ' ἐμοί>
- ὑπὸ τὴν ἐμὴν ἐξουσίαν
- <ὑπεμφαίνει>
- φανεροῖ
- <ὑπεναντίος>
- ἐχθρός
- <ὑπένερθεν>
- ὑποκάτωθεν
- <ὕπενες>
- εἰς τετάρτην
- <ὑπ' ἐνεσίῃσι>
- βουλαῖς
- <ὑπενηνεγμένον>
- ὑποκείμενον
- <ὑπενόθευσεν>
- ὑπέφθειρεν
- <ὑπενόστησεν>
- ὑπέστρεψεν, ὑπεχώρησεν· <νόστος> γὰρ ἡ ὁδός
- <ὑπεξέθαυτο>
- ὑπεκέκαυτο
- <ὑπεξέφερε>
- προέτεινε, προεβάλλετο
- <ὑπεξέφερον>
- εἰς τὸ ἔξω ἔφερον
- <ὑπεξαλέασθαι>
- ὑπεκκλίνειν
- <ὑπεξήκριζον>
- ὕβριζον
- <ὑπεξίει>
- ὑπεξίσταται
- <ὑπεξίσταται>
- τὰ αὐτά
- <ὑπεξίστησι>
- μεθίστησι
- <ὑπέπισα>
- ὑπεπότισα
- <ὑπεπόδισεν>
- ἀνεπόδισεν
- <ὑπέρ>
- πρόθεσις. πολύ, πλέον, λίαν
- <ὑπέρα>
- ἐν τῇ νηὶ σχοινία τινά
- <ὑπεραγασθείς>
- ὑπερθαυμάσας
- *<ὑπειρεσία>
- ἡ τῶν ἐρεσσόντων καθέδρα
- *<ὑπειλημμένον>
- ὑπενενοημένον
- *<(ὑ)περάγον>
- διαφέρον
- <ὕπερα[ε]>
- σκώληκές τινες
- <ὑπεραγοναστάς>
- εἱμαρμένας κρόκας, οἷον ὑπερστήμονας
- <ὑπεραίρεται>
- ὑψοῦται
- <ὑπεραέϊ>
- ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν
- *<ὑπέρας>
- τὰ σχοινία
- <ὑπέρακμος>
- μέγας
- <ὑπὲρ ἅλα>
- θάλασσαν
- <ὑπεράλλα πέτηξ>
- ὑπὲρ τὸ δέον
- <ὑπεράλ(λ)εται>
- ὑπερπηδᾷ
- <ὑπεραλεῖται>
- ὑπερπηδήσει
- <ὑπεράλμενον>
- ὑπεραλλόμενον
- <ὑπερανάστης>
- μετανάστης. μεταβάτης
- <ὑπερανέστηκεν>
- ὑπερβέβηκεν, ἐκ τοῦ <ὑπέρ> ἤτοι ὑψηλότερον
- <ὑπέραντλα>
- πολλά
- <ὑπερασπίζω>
- βοηθῶ, ἀντιλαμβάνω. καὶ <ὑπερασπιστής>· ἀντι- λήπτωρ
- <ὑπερασπιῶ>
- προΐσταμαι
- <ὑπέραυχος>
- ὑπερήφανος
- <ὑπερβάλλει>
- ὑπερνικᾷ. ὑπερτίθεται. παραβαίνει. ἢ ἐπαναφέρει εἰς συμβουλίαν
- <ὑπερβᾶν>
- ὑπερώαν
- <ὑπέρβασις>
- ὕβρις, ἀδικία. κόρος. ἁμαρτία. ὑπερηφανία. παράβασις ὅρκων
- <ὑπερβασίης>
- ἀδικίας. ὑπερηφανίας
- <ὑπερβατόν>
- ὑπερβαινόμενον
- <ὑπέρβιον>
- ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. ὑπὲρ δύναμιν. πάνυ βιαίως
- <ὑπερβλήδην>
- ὑπεράγαν
- <ὑπερβλύζει>
- .......
- <ὑπερβολή>
- πολύ
- <ὑπερβολία>
- ὕβρις. κόρος
- <ὑπεργμένων>
- δοθέντων. προελθόντων
- <ὑπεργύϊον>
- ὑπέρμηκες, μέγα
- <ὑπερδέα>
- ὑπεραγόντως ἐνδεᾶ, ἢ ἐλάσσονα κατὰ δύναμιν· ὑπερδέα δῆμ(ον) ἔχοντα
- [<ὑπέρδεσμα>
- ἐνέχυρα, ὑποδήματα]
- <ὑπέρδικοι>
- συνηγόροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες
- <ὑπερδειπνεῖ>
- ὑπερτρυφᾷ
- <ὑπερείδει>
- στηρίζει
- [<ὑπερείδει>
- καταφρονεῖ]
- <ὑπερειδούσης>
- στηριζούσης
- <ὑπέρειπε>
- κατέβαλ(λ)εν, ἀπὸ τοῦ <ἐρείπειν
- ὑπερείσατε>
- στηρίξατε
- <ὑπερεκστήξει>
- ὑπερσταθήσεται
- <ὑπερέκτισις>
- ὑπεραπότισις
- <ὑπερένεγκαν>
- ὑψώθησαν
- <ὑπερέλασις>
- ὑπέρθεσις, ὑπερβολή
- *<ὑπερένδοξος>
- ἄγαν ἔνδοξος
- <ὑπε(ρ)έξουσι>
- μείζονες ἔσονται
- <ὑπερέπτατο>
- ὑπερίπτατο. ὑπερέδραμεν. ὑπερεπήδησεν
- <ὑπέρεπτε>
- ἤσθιεν. ὑπενεδίδου. ὑπέσυρεν
- <ὑπέρευγε>
- ὑπερκάλως
- [<ὑπεριφερές>
- μετεωροφόρον]
- <ὑπερέσχεθε γαίης
- ὑπερέσχεν>
- ἀνέτειλεν
- <ὑπερέσσεται>
- περιέσται, κρατήσει
- <ὑπερέχει>
- ἄνωθεν ἐπιβάλλει. βοηθεῖ. διαφέρει, ὑπερβάλλει, ὑπεράνω ἔχει
- <ὑπερέχοντι>
- ἐξουσιάζοντι
- <ὑπερζέσας>
- ἀναφλεχθείς
- <ὑπερηγάσθη>
- ὑπερεθαυμάσθη
- <ὑπερηκόντισεν>
- ὑπερέδραμεν
- <ὑπερήκρισας>
- ὑπεράγαν ἐπήδησας
- <ὑπερήμεροι>
- οἱ ἐν ταῖς καταδίκαις πρὸς ἔκτισιν ἡμέρας λαβόντες καὶ μὴ διαλυσάμενοι
- <ὑπερήμερος>
- ἐκπρόθεσμος
- <ὑπερηνορεόντων>
- ὑπερηφάνων
- <ὑπερήνωρ>
- εὔψυχος, ἀνδρεῖος. ὑβριστής. ὑπερέχων. ὑπερήφανος. πα- ράνομος. ἢ ὁ ὑπερέχων κατὰ τὴν ἀνδρείαν
- [<ὑπερήπης>
- ὑπὸ τῆς ὁρμῆς]
- <ὑπερῆρτο>
- κατεξανίστατο
- <ὑπερήσει>
- ὑπερβαλεῖ
- <Ὑπερησία>
- πόλις
- [<ὑπερήσμασι>
- στηρίγμασι]
- <ὑπερήφανος>
- ὑπεράφρων. ἀγνώμων
- <ὑπερθεῖ>
- ὑπερέχει. ὑποτρέχει, ἤγουν θέει
- <ὕπερθεν>
- ὑπεράνωθεν
- <ὑπὲρ θεόν>
- παρὰ τὸ θεῖον ἢ τὴν τοῦ θεοῦ γνώμην
- <ὑπερθέοντας>
- ὑπερτρέχοντας
- <ὑπερθέσεις>
- ἀναβολαί. ὑπερβάσεις
- <ὑπερθορέονται>
- ὑπερπηδῶσιν
- <ὑπέρθορον>
- ὑπερεπήδησα, ὑπερηλάμην
- <ὑπέρθυμοι>
- πρόθυμοι. μεγαλόψυχοι
- <ὑπερθύριον>
- ὁ ἐπάνω τῶν θυρῶν τόπος
- <Ὑπερία>
- ἡ τῶν Φαιάκων πόλις. καὶ κρήνη
- *<ὑπερίον[τ]α>
- ὑπὲρ ἡμᾶς ἰόντα ὁ ἥλιος, ἀπὸ τοῦ ὑπὲρ ἡμᾶς ἰέναι
- <ὑπερίδῃ>
- καταφρονῇ
- <ὑπ(ερ)ικταίνοντο>
- ἔνιοι ὑπὲρ δύναμιν, ἴκνουν ὑπερικνοῦντο διὰ τὴν χαράν, ὅ ἐστιν ἐξετείνοντο
- <ὑπεριπτία>
- ἀγών τις παρθένων
- <ὑπέριπτεν>
- κατέσειεν
- <ὑπερισχύουσαν>
- ὑπερβάλλουσαν
- <ὑπερίων>
- τὸν ἐν τῷ ἀέρι, ἢ ὁ ἥλιος ἀπὸ τοῦ ὑπὲρ ἡμᾶς ἰέναι
- <ὑπερκαταβαπτύουσαν>
- ἀντὶ τοῦ ὑπερηφάνους λόγους ποιουμένους
- <ὑπερκακεῖν>
- ὃ νῦν <ἐκκακεῖν
- <ὑπὲρ κάρα φοιτῶντα>
- ὑπὲρ κεφαλῆς ἐρχόμενον
- <ὑπερκείμενον>
- ἄνω κείμενον
- <ὑπέρκεισαι>
- ὑπερβάλλεις
- <ὑπερκείσθω>
- ὑπερτεθείσθω
- <ὑπὲρ κεφαλῆς>
- ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς
- <ὑπερκόμπως>
- ὑπερηφάνως
- <ὑπερκάϋστρα>
- ἡ τῆς Ἀθηνᾶς ἱέρεια
- <ὑπερκόσμια>
- ὡς ἄγγελοι, καὶ τὰ μέλλοντα ὑπὲρ τὸν κόσμον
- <ὑπερκυάνεον>
- λίαν κυάνεον
- <ὑπερκύδαντας>
- ὑπερέχοντας τῇ δόξῃ, ὑπερενδόξους γενομένους
- <ὑπερκυδέοντας>
- λίαν ἐνδόξους
- <ὑπερμαζᾷ>
- ὑπερτρυφᾷ
- <ὑπερμενέϊ>
- τῷ ὑπεράγοντι κατὰ τὸ μένος, τουτέστι τῇ ἰσχύι ὑπερ- κρατεῖ
- <ὑπερμενής>
- μεγάλην ἔχων ἰσχύν
- <ὑπερμενέον(τα)>
- ὑπερηφανοῦντα. ὑπερέχοντα τῇ δυνάμει
- <ὑπέρμορα>
- ὑπὲρ τὸ δέον, ὑπὲρ τὸ καθῆκον
- <ὑπὲρ μόρον>
- ὁμοίως
- <ὑπερνεμεῖς>
- ὑπερορᾷς
- <ὑπερνήχεται>
- ὑπερέχει, ὑπερβαίνει
- <ὑπερνικᾷ>
- ἀντιμάχεται
- <ὑπέρογκον>
- μέγα, ὑψηλόν, ὑπέρμετρον
- <ὑπεροι(α)ζομένου>
- ὑπερηφανευομένου
- <ὑπεροιησάμενοι>
- ὑπερηφανοῦντες
- [<ὑπερόλβη>
- κόρος. ὕβρις]
- [<ὑπεροπεύει>
- ψεύδεται]
- [<ὑπεροπεύς>
- ψεύστης.] ὑπερόπτης]
- <ὑπεροπλίαις>
- ὑπερηφανίαις, ὑπερφροσύναις
- [<ὑπεροπλῆσαι>
- ὑπερβῆναι, ὑπερπηδῆσαι]
- <ὑπεροπλίσσαιτο>
- νικήσειεν. ἢ ὑπερηφανήσειεν
- <ὑπέροπλον>
- ὑπὲρ τὸ δέον. ὑπερήφανον. ψευδές
- <ὑπέροπτον>
- μέγα, καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια
- <ὑπερορᾷ>
- καταφρονεῖ, παραβλέπει
- <ὑπερόριος>
- ἐκτὸς τῶν ὁρίων
- <ὑπέρου περιστροφήν>
- παροιμία. λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ ποιούντων καὶ μηδὲν περαινόντων
- <ὑπερούσιος>
- ἀγαπητός, πεφιλημένος
- <ὑπερόφρυς>
- ὑπερηφάνους
- <ὑπέροφρυς>
- ὑπέροπτος
- <ὑπεροχή>
- ἐξοχή, ὑπερβολή
- <ὑπέροχον>
- περισσόν. δεινόν. μεῖζον
- <ὑπεροψία>
- ὑπερηφανία, παρὰ τὸ τὰ ὑπὲρ αὐτὸν θεωρεῖν
- <ὑπερπαθήσας>
- πάνυ λυπηθείς
- <ὑπερπηδῶν>
- ὑπερθορών
- <ὑπεῤ(ῥ)άγη>
- διεῤῥάγη
- <ὑπερσχεῖν>
- ἀνατελσεῖν. ὑπερμαχῆσαι. βοηθῆσαι. σκεπάσαι
- <ὑπέρσχες>
- σκέπασον, καὶ τὰ ὅμοια
- <ὑπερτάτην>
- ὑψηλήν, ὑπερβαίνουσαν
- <ὑπέρτατος>
- μέγιστος. πρεσβύτατος. ἀνώτατος, ὑψηλότατος. εὐγενέ- στατος
- <ὑπὲρ τέγος>
- ὑπεράνω τῆς στέγης
- <ὑπερτεῖς>
- Κρητικῶν πόλεων ἐπίθετα
- <ὑπερτελής>
- ὑπὲρ τὸ τέλος ἀφικομένη
- <ὑπερτέλλοντες>
- ἀνατέλλοντες
- <ὑπερτέλλων>
- ὑπερα(να)τέλλων, ὑπερφαινόμενος τῶν ἄλλων ἄστρων
- <ὑπερτενῆ>
- ὑπερανατείνουσα, ὑψηλή
- <ὑπερτέρα>
- ὑψηλοτέρα· οἱ δὲ νεωτέρα. ἢ πρεσβυτέρα. ἢ ἄροτρον
- <ὑπερτερία>
- τὸ ἄνωθεν τῆς ἁμάξης ἐπιτιθέμενον
- <ὑπερτερίῃσι>
- νεωτερισμοῖς. ὑπερηφανίαις
- <ὑπερτερ[ε]ώτερος>
- νεώτερος
- *<ὑπέρτερον>
- ἔσχατον, ὕστερον. νεώτερον. εὐγενῆ
- (*)<ὑπερτερ[ε]ίη>
- τὸ πῆγμα τῆς ἁμάξης
- (*)<ὑπέρτερα>
- κρέατα ἐκτὸς τοῦ σώματος πρὸς τὴν σύγκρισιν τῶν ἐντός
- <ὑπερτεροῦν>
- δεσπόζον
- *<ὑπερτῆρα>
- τὸ τῆς ἁμάξης πῆγμα
- <ὑπέρτεχνον>
- σπουδαῖον
- <ὑπερτοναίων>
- ὑπὲρ τῶν ἄνω συνδεδεμένων καὶ διατετα[γ]μένων
- <ὑπέρυθρος>
- πυρακτής
- <ὑπέρφασις>
- ὑπερηφανία, μεγαλοῤῥημοσύνη
- <ὑπερφέρεις>
- ὑπερβά(λ)λεις
- <ὑπερφερές>
- μέγα ὑπὲρ φύσιν, ἢ ὑπεράγον
- <ὑπέρφευ>
- ὑπεράγαν
- <ὑπερφίαλος>
- ὑπερήφανος, ὑβριστής, παράνομος, ὑπερφυής. μεγαλο- πρεπής. ἢ ἔκσπονδος
- <ὑπερφλύζει>
- ἀναῤῥεῖ, ἐκφυσᾷ
- <ὑπέρφρονα>
- ὑπερήφανον. ἀγνώμονα. ὑψηλόφρονα
- <ὑπερφυᾶ>
- ὑπὲρ φύσιν μέγαν
- <ὑπερφυές>
- ὑπερμέγεθες, μεῖζον
- <ὑπερφύς>
- ὑπεργεννηθείς
- <ὑπερφυῶς>
- ὑπεραγόντως
- <ὑπερχειλές>
- ὑπερμεμετρημένον
- <ὑπερχειλῶν>
- ὑπερμέστων
- <ὑπερχέων>
- ὑπερέχων
- <ὑπέρχολος>
- ὑπερβαλλόντως ὀργιζόμενος
- <ὑπέρχρεως>
- ὁ πολλῷ πλείω τῆς οὐσίας ὀφείλων
- <ὑπερῶ>
- ὑποβα[λ]λῶ. ἀντὶ τοῦ προερῶ <ὑπερῶ>
- <ὑπερῴ(α)>
- στόματος
- <ὑπερῷα>
- ἀνώγαια
- <ὑπερώησαν>
- ὑπ[ερ]εχώρησαν
- <ὑπερώϊον>
- ὑπερῷον, ἀνώγαιον οἴκημα
- <ὑπερῷον>
- ἀνώγαιον
- <ὑπερώφθη>
- παρώφθη
- <ὑπεσάκκισεν>
- ὑπήθει τῷ σάκκῳ. ἔνιοι πρόκοπτε
- [<ὑπεσενεχίζετο γέα>
- ὑπεκάμπτετο. ἐκινεῖτο]
- <ὕπεσις>
- ταπείνωσις, ἔνδοσις
- *<ὑπέρβιος>
- ὑπέωρος
- <ὑπεσπληνισμένον>
- ὑποπιασμένον. ἢ πεποικιλμένον
- <ὑπέστη>
- ὑπέσχετο
- [<ὑπέτρεχον>
- ὑπεράνω τοῦ πυρὸς εἶχον]
- <ὑπέσταν>
- ὑπέστησαν, ἐπηγγείλαντο
- <ὑπεστειλάμην>
- παρῃτησάμην
- <ὑπεστόρεσται>
- ὑπέστρωται, ἥπλωται
- *<ὑπέχεσθαι>
- ὑπερβάλλεσθαι
- <ὑπεσχηκώς>
- ὑποστάς
- <ὑπέσχηται>
- ἐπήγγελται
- <ὑπέφηνεν>
- ὑπέδειξεν, ἐφανέρωσεν
- <ὑπεχάλκισα>
- πρὸς χαλκοῦ ὑπεθέμην
- *<ὑπ' εὐθείας>
- ἐπ' ἴσης
- *<ὑπεύθυνος>
- ἔνοχος. ὑποκείμενος
- <ὕπεχε>
- ὑπόφερε. πάρεχε. ὑπόμενε
- <ὑπέχει>
- ὑπομένει. ὑφίσταται. δίδωσιν
- <ὑπέχεται>
- προμηθεῖται
- <ὑπέχευεν>
- ὑπέβαλλεν, ὑπέχυσεν
- <ὑπηγάγετο>
- ἠπάτησεν. [ὑπέμεινεν
- [<ὑπηδόμενοι>
- ὑφορώμενοι]
- <ὑπηλάτων>
- τῶν ὑπὸ ἐλάττων, ἔνιοι φύλλων
- *<ὑπήλυθεν>
- ὑπέδυ, ὑπεισῆλθεν
- [<ὑπηλήφαμεν>
- ἐνομίσαμεν]
- <ὑπήλλαξεν>
- ὑπεχώρει
- <ὑπῆν>
- ὑπῆρχεν
- <ὑπήει>
- ὑπομένει, ὑποφέρει
- <ὑπήνας>
- γενειάδας
- <ὑπηνέμια ὠά>
- τὰ δίχα τοῦ ὀχευθῆναι γεννώμενα
- <ὑπηνέμους>
- σκεπηνούς
- *<ὑπηνέμιον ἄνεμον>
- ὑετόν, καὶ τὰ ὅμοια
- <ὑπήνη>
- τὸ γένειον, ἤτοι πώγων. ἄλλοι μύσταξ, ἄλλοι ὑπήνη, ὅς ἐστι ὑπὸ τὴν ῥῖνα τόπος
- [<ὑπήνημος>
- σκέπη]
- <ὑπηντίαζον>
- ὑπήντων
- <ὑπηοίη>
- ὑπὸ τὸν ὄρθρον, πρὸς τῆς ἕω
- <ὑπήρατος>
- λογομάχος. ὑπέρλαμπρος
- <ὑπηρέσια>
- τῶν κωπηλατούντων δέρματά τινα, ὡς προσκεφάλαια, ἐφ' ὧν καθέζονται
- *<ὑπηρέτης>
- δοῦλος
- <ὑπηρέσιον>
- ἡ σανὶς τῆς καθέδρας
- <ὑπήτριον>
- ὑπογάστριον, ἐφήβαιον
- <ὑπηχεῖ>
- βομβεῖ
- <ὑπήχθην>
- ἦλθον
- <ὑπ' ἠῶ>
- ὑπὸ τὸν ὄρθρον
- <ὑπεὶρ ἅλα>
- ὑπὸ τὴν θάλασσαν
- <ὑπίσχεται>
- ἀναδέχεται, ὑπισχνεῖται
- <ὑπισχνεῖται>
- ὁμολογεῖ, συντίθεται, ἐπαγγέλλεται
- <ὑπ' ἴχνιον>
- ὑπὸ τὰ ἴχνη
- <ὑπιωγαί>
- ὑπαγωγαί, ὑποδρομαὶ τῆς πέτρας διὰ σκέπην, σκεπηνὰ μέρη
- <ὑπνάσσει>
- ὑπνώσσει
- <ὑπνοῖ>
- κοιμᾶται
- <ὕπνος>
- [κυρίως
- <ὕπνου δῶρον>
- ὕπνος, ἀνάπαυσις
- <ὑπνῶ>
- κοιμῶμαι. ἢ ἀγρυπνῶ
- <ὑπνωτικόν>
- ὁ μανδραγόρας
- <ὑπό>
- πρόθεσις ......
- <ὑποακταίνοντο>
- ἔτρεμον
- <ὑποβάθρα>
- κρηπίς, θεμέλιος. ὑπόβασις
- <ὑποβαίνει>
- ἐλαττοῦται
- <ὑποβάσει>
- ὑποκαταβάσει
- *<ὑποβάλλει>
- ὑποκρούει
- <ὑποβας[ι]μόν>
- ὑποβάθραν
- <ὑπόβασις>
- ὁ ἐνδότατος χιτών, ἢ περίζωμα
- <ὑποβατᾶν>
- ὑποβατόν. τὸ ὑποπόδιον
- <ὑποβεβηκώς>
- μικρότερος, ἐλάττων
- <ὑποβιβάζοντες>
- ὑποκαταβαίνοντες. ἐλαττοῦντες
- <ὑποβιβασθέν>
- ὑποβεβρυχμένον (?) ὑποπεπτωκός
- <ὑποβλεπόμενος>
- ὑπονοῶν. ἐχθραίνων
- <ὑποβλήδην>
- ὑποβάλλων τὸν λόγον πρὶν σιωπῆσαι τὸν λέγοντα. ἄλλοι ὑπολαμβάνων
- <ὑποβολιμαῖον>
- οὐ γνήσιον, ἀλλὰ νόθον, ὑποβαλλόμενον, ὡς ἀπὸ τῶν χαμαιριφῶν παιδίων, ἅπερ ἑαυταῖς ὑποβάλλουσιν αἱ γυναῖκες
- <ὑποβορβόριον>
- ἡ τρύξ
- <ὑπόβρυχα>
- ὑποβρύχια. ὑπὸ τὸ ὕδωρ. ὑπὸ κάτω τῶν κυμάτων βυ- θισθέντες
- <ὑπογάιδιον>
- ὑπόγειον τύμβον
- <ὑπὸ γαμφηλαῖς>
- ὑπὸ ταῖς σιαγόσιν
- <ὑπὸ γαμφηλῇσιν>
- ὁμοίως
- <ὑπογεγραμμένη>
- ἐγκεχριμένη
- <ὑπόγειον>
- ὑπὸ τὴν γῆν
- <ὑπογενειάζων>
- λιτανεύων. ἀπὸ τοῦ γενείου ἁπτόμενος
- <ὑπογλωττίς>
- εἶδος στεφάνου. καὶ πάθος τι κατὰ τὴν γλῶτταν. καὶ μέρος ἐνστόμιον
- <ὑπὸ γλωχῖνα>
- ὑπὸ τὴν γωνίαν
- <ὑπόγνυθα>
- τὸ καθῆσθαι τὰς χεῖρας ἔχοντα ὑπὸ γνάθον
- [<ὑπόγοιον>
- πρὸ μικροῦ γεγονός]
- <ὑπογράμματα>
- στιμίσματα τῶν ὀφθαλμῶν
- <ὑπογραμμός>
- τύπος. μίμημα
- <ὑπογράφειν>
- τυποῦσθαι
- <ὑπογραφῆναι>
- εἰσακουσθῆναι
- <ὑπογραφίον>
- τῶν ἐπὶ τῷ σώματι δεδανεισμένων
- <ὑπόγυον>
- προσδόκιμον. ἐγγύς, ἢ ὁμοῦ, καὶ τὸ πρὸ ὀλίγου γεγονός, καὶ τὸ ἕτοιμον, πρόσφατον
- <ὑπὸ δαΐ(δ)ων>
- ὑπὸ λαμπάδων
- <ὑποδέγμενος>
- ὑποδεχόμενος
- <ὑποδεέστερος>
- ταπεινότερος
- <ὑποδεής>
- ἐνδεής, καταδεής. ὑπόφοβος
- <ὑποδενδρυάζειν>
- τὸ ἐξ ἀφανοῦς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι
- <ὑποδεξίη>
- ὑποδοχή, ἢ ἡ χορηγία πρὸς ὑποδοχήν
- <ὑποδέραια>
- ὑποτραχήλια
- <ὑποδέραιον>
- ὑποδείριον καὶ περιτραχήλιον
- <ὑποδερίς>
- ὁρμίσκος. ἔνιοι πλοκίον τι περιτραχήλιον καὶ μέρος τι
- <ὑποδέσματα>
- ἐνέχυρα
- <ὑποδέσμιος>
- [ἢ ὑποδήμιος, ἢ] ὑποτεθείς
- <ὑπὸ δ' ἔτ(ε)ινε>
- ὑπέβαλλεν
- <ὑποδῆσαι>
- ἐνεχυραθῆναι. Ἰταλιῶται
- *<ὑπόδειγμα>
- σημεῖον
- <ὑποδιδάσκαλος>
- χοροδιδάσκαλος
- <ὑπόδικος>
- ὑπεύθυνος. χρεώστης. ἔνοχος δίκης
- <ὑποδμώς>
- ὑποτεταγμένος, δοῦλος, θεράπων
- <ὑπόδρα>
- ὑποβλεψάμενος, βλαπτικός
- <ὑποδράξ>
- ὁμοίως
- <ὑποδρακεῖν>
- ὑποπτεύσας
- <ὑπόδρα ἰδών>
- δεινῶς ὑποβλεψάμενος, ἢ ὑποβλέψας
- <ὑποδραμών>
- ὑφερπύσας
- <ὑποδρασίας>
- τὰς ἔχθρας
- <ὑποδρασίη>
- ὑποψία
- <ὑποδρής(ς)ουσιν>
- ὑπουργοῦσιν, ὑπηρετοῦσιν
- <ὑπὸ δρόμον>
- ὑπὸ τροχασμόν. ὑπὸ κακοήθειαν
- <ὑποδρόμους>
- στόμια
- <ὑποδύεσθαι>
- δειλιᾶν
- <ὑποδῦναι>
- ὑπεκδῦναι
- <ὑποδύντες>
- ὑπεισελθόντες
- <ὑποδύς>
- ὑποβάς, ὑπεισελθών
- <ὑποδύτης>
- τὸ ἐσώτερον ἱμάτιον
- <ὑπόεικεν>
- ἀνεχώρει
- <ὑποείξομαι>
- ὑποχωρήσω
- <ὑποέστης>
- χιτών
- <ὑποεχμένη>
- ὑπείκουσα. θεραπεύουσα
- <ὑποζάκοροι>
- νεωκόροι
- <ὑποζατηθείς>
- ὑποκατασχών
- <ὑποζύγια>
- κτήνη τὰ ὑπὸ τὸν ζυγόν, καὶ [τὰ ὑπόζωνα] πάντα τὰ ἐζευγμένα
- <ὑποθέσθαι>
- συμβουλεῦσαι
- <ὑποθέσεις>
- καταβολαί. πράγματα. αἰτίαι, προφάσεις
- <ὑπόθεο>
- ὑπόθου. συμβούλευσον
- <ὑπόθευτον>
- Ῥόδιοι ἐπὶ θυσίας
- <ὑποθήκη>
- παραίνεσις, διδασκαλία. ἢ ἐνέχυρον. ἢ συμβουλή
- <ὑποθημοσύνη>
- τὰ αὐτά
- <ὑποθήμων>
- ὑποθέσεις καταγράφων
- <ὑποθήσομαι>
- διδάξω καὶ <ὑπόθου> ὁμοίως
- <ὑποθυμί[ο]ς>
- στέφανος ὑποτράχηλος
- <ὑποιατιθείς>
- ὑποστρατευθείς
- <ὑποίζεσθαι>
- ὑπονοεῖν
- <ὑποικουρεῖ>
- ἀντὶ τοῦ συνέστη καὶ γεγάμηται
- <ὑποικουροῦσα
- εἰς βάθος> οἰκοῦσα
- <ὑποίσει>
- ὑφέξει, βαστάσει
- <ὑποι(ς)τά>
- φορητά, βαστακτά
- <ὑποίσω>
- ὑπενέγκω, ὑπομενῶ, καὶ τὰ ὅμοια
- <ὑποκαθῆσθαι>
- ἐνεδρεύειν
- <ὑποκάλυκα>
- ὑπὸ τὴν κλεῖδα τοῦ πυρός
- [<ὑπὸ κόρασιν>
- ὑπὸ ταῖς κεφαλαῖς]
- <ὑποκείσεται>
- ὑποβληθήσεται
- <ὑποκεντά>
- ὑπομονητικά
- <ὑποκέοιτο>
- ὑποκείσεται
- <ὑπὸ κεύθεα>
- ὑπὸ κοῖλ[ι]α
- *<ὑποκυσσαμένη>
- ἐγκυοῦσα
- <ὑποκόλπιον τοῦ χοροῦ>
- τῆς στάσεως χῶραι αἱ ἄτιμοι
- <ὑποκομψίας>
- τὸ κομψὸν ὑποφαίνων
- <ὑποκορίζεσθαι>
- ὑποκοριστικοῖς λόγοις χρῆσθαι, ἤτοι κολακεύειν
- <ὑποκοριζόμενος>
- ὁμοίως
- <ὑπὸ κρασίν>
- ὑπὸ ταῖς κεφαλαῖς
- <ὑποκρέκειν>
- ἐπὶ τῶν ἵππων, πορείας τις τρόπος, βῆμα
- <ὑπὸ κράτεσφιν>
- ὑπὸ τῇ κεφαλῇ
- <ὑποκριθῆναι>
- ἀποκριθῆναι
- <ὑποκρίναιτο>
- ὑποκρίσει τι ποιῶν
- <ὑποκρίνοιτο>
- ἀποκρίνοιτο. ἔνθεν καὶ <ὑποκριτής>, ὁ ἀποκρινόμενος πρὸς τὸν χορόν
- <ὑπόκρισις>
- εἰρωνεία. ὑπουλότης. δόλος
- <ὑποκριτής>
- μάντις. καὶ ὁ ἐν τῇ σκηνῇ ἀποκρινόμενος
- <ὑποκρούει>
- ἀντιλέγει
- <ὑποκρουνιδία>
- θυσία τις παρὰ Κνιδίοις
- <ὑποκρουσταλίς>
- εἶδος τοῦ λίνου σπέρματος
- <ὑποκυδές>
- ὑποφρύδιον
- <ὑπόκυκλα>
- τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων
- *<ὑποκυησαμένη>
- ὑπὸ γαστρὸς ἔχουσα ἐγκοίλιον
- <ὑπόκυκλον>
- ὑπότροχον, ἢ κάτωθεν σπεῖραν ἔχοντα
- <ὑποκυς(ς)αμένη>
- ἔγκυος γενομένη, ἐγκύμων
- <ὑπολαβών>
- ὑπονοήσας, νομίσας. ἀποκριθείς
- <ὑπολαΐς>
- ὄρνις τις τῶν σκωληκοφάγων
- <ὑπολαλεῖ>
- ψιθυρίζει
- <ὑπολάμβανε>
- νόμιζε. ἀντιτίθει
- <Ὑπολάμπτειρα>
- Ἑκάτη ἐν Μιλήτῳ
- *<ὑποληπτέον>
- νομιστέον
- *<ὑπόληψις>
- ὑπόνοια, καὶ τὰ ὅμοια
- <ὑποληΐς>
- εἶδος ὄρνιθος. ἢ ... λαΐς
- <ὑποληκᾶν>
- ὑποκρούειν
- <ὑπολ[ι]απάξας>
- ὑποκενώσας
- <ὑπολίζονες>
- μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι
- [<ὑπολιμαῖος>
- ὁ μὴ γνήσιος]
- <ὑπολείπει>
- ἐκλείπει
- <ὑπόλινον>
- τὸ ὅρμινον
- <ὑπὸ λιπαροῖσι>
- εὐτραφέσι
- <ὑπόλι(ς)φον>
- ὀλισθηρόν
- *<ὑπολαιόν>
- ὑποδαιστόν
- [<ὑπολύξας>
- ἐκκλίνας]
- <ὑπομάζιον>
- θηλάζον παιδίον
- <ὑπομαλανδριῶδες>
- εἶδός τι ταρίχου
- <ὑπομέλαθρα>
- Ἀρτέμιδος ἐπίθετον, ὡς ὁ Μύνδιος
- <ὑπομειδιῶντι>
- γελῶντι
- <ὑπὸ μηνιθμόν>
- ὑπὸ τὴν ὀργήν
- <ὑπομηλαφῆσαι>
- ψηλαφῆσαι
- <ὑπομονή>
- καρτερία
- <ὑπομνηματιστής>
- ὁ ὑπόμνημα λέγων
- <ὑπονέμεσθαι>
- ἐξαπατᾶν
- <ὑπὸ νηΐω>
- τόπος δένδρον ἔχων, ἐν οἷς ἐδέσμευον τὰς ναῦς
- <ὑπονοεῖ>
- ὑποπτεύει
- <ὑπονοθεῦσαι>
- ὑποφθεῖραι
- <ὑπόνοια>
- ὑπερηφανία, θράσος
- <ὑπονομαί>
- κλοπαί. ὀχετοί
- <ὑπονοστήσας>
- ἐπανελθών, ὑποστρέψας
- <ὑπονύσσεται>
- καταπονεῖται
- [<ὑποοργός>
- ὑπουργός]
- <ὑποπαθών>
- ἠρέμα παθών
- <ὑποπεράτωσις>
- τελείωσις
- *<ὑποπεζία>
- ταπείνωσις
- <ὑποπερκάζουσι>
- μεταβάλλουσιν ἐκ τοῦ ὄμφακος καὶ ὑπομελαίνονται
- <ὑπὸ παντὶ λίθῳ>
- παροιμία τὸ "<ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος εὕδει>"
- *<ὑποπιάζομεν>
- ταπεινοῦμεν. μαραίνομεν. <Ὑποπιασμὸς> γὰρ τα- πείνωσίς ἐστι <σώματος
- <ὑποπῖσαι>
- ὑποποτίσαι
- <ὑπὸ Πλάκῳ>
- ὑπὸ τῷ Πλάκει ὄρει Κιλικίας
- <ὑπόπλεως>
- μεστός, ἔμπλεως
- <ὑποποιεῖται>
- προσποιεῖται
- <ὑπὸ πραπίδων>
- ὑπὸ τῶν φρενῶν
- <ὑπόπτερος>
- κοῦφος. καὶ <ὑπόπτερος> ὁ ταχύς
- [<ὑποπέτρου>]
- ὑποπτέρου. ταχείας
- <ὑποπτεύει>
- ὑπονοεῖ, ὑπολαμβάνει
- <ὕποπτος ἐχθρός>
- .......
- <ὑπόπτως>
- ἐχθροειδῶς
- <ὑπόπτωσις>
- κατάπτωσις
- <ὑπόπτωτον>
- ὑποπῖπτον
- <ὑπόρ(ε)ια>
- τὰ ὑπὸ τὰ ὄρη
- <ὑπορίνους>
- τοὺς ὑπὸ ῥινὶ φθεγγομένους
- *<ὑποργηθεῖσα>
- ὑποχρισθεῖσα
- <ὑπὸ ῥιπῆς>
- ὑπὸ τῆς ὁρμῆς
- [<ὑποῤῥόφιοι>
- ὑπόστεγοι]
- <ὑποῤῥάπτεις λόγους>
- συντίθης
- <ὑποσακίζειν>
- ὑπηθεῖν τῷ σάκκῳ. καὶ τὸ προσκόπτειν
- <ὑποσκελίσει>
- ἀπατήσει, χλευάσει
- <ὑπόσκοπον χέρα>
- Αἰσχύλος. ὥσπερ οἱ ἀποσκοποῦντες, οὕτω κελεύει σχηματίσαι τὴν χεῖρα, καθάπερ τοὺς Πᾶνας ποιοῦσι. σχῆμα δέ ἐστιν ὀρχηστικὸν ὁ <σκοπός>
- *<ὑπὸ σκήπτρῳ>
- ὑπὸ τῇ βασιλείᾳ
- <ὕποσμος>
- ὀσφραινόμενος
- <ὑποσμύχει>
- θλίβει, ἀνιᾷ, καταπονεῖ, ἐκ μεταφορᾶς τῶν τραυμάτων
- <ὑποσμύχεται>
- ὑποκαίεται
- <ὑποσμύχουσα
- ἔνδον> ἐρεθίζουσα
- <ὑπόσπονδος>
- σπονδὰς αἰτήσας
- <ὑπος(ς)είουσι>
- κάτωθεν ἕλκουσιν
- <ὑπόστα>
- ὑπόμενε
- <ὑποστάθμη>
- τρυγία, τρύξ
- <ὑποσταίη>
- ὑπόσχοιτο
- <ὑπόστασις>
- πρόσωπον
- <ὑποσταχύοιτο>
- ὑπαύξοιτο ἀπὸ τοῦ στάχυος
- <ὑποστειλάμενος>
- ὑποκρυψάμενος. φοβηθείς
- <ὑποστέλλεσθαι>
- ἀναδύεσθαι. δολιεύεσθαι. ὑποκρίνεσθαι
- <ὑποστέλλεται>
- φοβεῖται. καὶ τὰ ὅμοια
- <ὑπόστερνον>
- ὑπογάστριον
- <ὑπόστημα>
- πλῆθος
- <ὑποστῆσαι>
- ὅταν τις ἐγκάθετον στήσῃ ἐπὶ τῷ ὠνήσασθαί τι
- <ὑποστήσεται>
- ὑπομενεῖ
- <ὑποστήτω>
- ὑποταγήτω, εἰξάτω, παραχωρησάτω
- <ὑποστολή>
- δειλία, φυγή
- [<ὑποστρέσαι>
- ἀποφυγεῖν διὰ δέος]
- <ὑπόστροφον>
- ἀφιγμένον, ὑποστρέφοντα
- <ὑπόστρωμα>
- περίστρωμα
- <ὑπόσχε[τ]ο>
- ὑπόσχου, ἐπαγγέλλου
- <ὑποσχεῖν>
- ὑποβαλεῖν, δοῦναι
- <ὑποσχέσεις>
- ἐπαγγελίαι
- <ὑπόσχωμαι>
- ὑποβάλωμαι, ἐπαγγέλλωμαι
- <ὑποσχών>
- τὰ αὐτά
- [<ὑποτάβλων>
- ὑπεξουσίαν]
- <ὑποτέτροφεν>
- ὑπέτροφεν
- <ὑποτίθεται>
- συμβουλεύει
- <ὑποτιμήσεως>
- προφάσεως
- <ὑποτίτθια>
- θηλάζοντα, γαλουχούμενα παιδία
- <ὑποτονθορύζει>
- γογγύζει
- <ὑποτοπάσαι>
- ὑπολαβεῖν, ὑπονοεῖν
- <ὑποτοπήσομεν>
- ὑπονοήσομεν
- <ὑποτρέχοντες>
- ὑπεισερχόμενοι, σπεύδοντες
- <ὑπότριμμα>
- ἐκ φοίνικος καὶ μέλιτος καὶ κυμίνου καὶ ἄλλων τινῶν ἀρτυμάτων ἔργον
- <ὑποτρύζει>
- ὑποβάλλει. ὑποψιθυρίζει. γογγύζει
- *<ὑπότροπον>
- ὑπεστροφότα, ἐπανελθόντα ἐκ δευτέρου
- *<ὑπότροπος>
- ἐξ ὑποστροφῆς
- <ὕπουλος>
- ὕποπτος, δόλιος, ὑποκριτής, ὀλέθριος, ἀσυμφανής. <Ὕπο(υ)λα> δὲ λέγεται τὰ μὴ φανερὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἕλκη
- <ὑπουργεῖ>
- ὑπηρετεῖ
- <ὕπουρα>
- ὑπὸ τὰ ὄρη
- <ὑποφαίνει>
- φανεροῖ, δεικνύει
- <ὑποφαίσεις>
- εἰς θεωρίας
- <ὑποφέρει>
- ὑπομένει
- <ὑποφέρονται>
- ὑποβάλλονται
- <ὑποφῆται>
- μάντεις, προφῆται, ἱερεῖς, διερμηνευταί, χρησμολόγοι
- <ὑποφήτορες>
- ὑποτεταγμένοι
- <ὑποφθάς>
- προφθάσας
- <ὑποφθαμένη>
- προφθάσασα
- <ὑπόφορος>
- ὑπὸ τέλος, [ὑπὸ κῖνσον] ὑπεύθυνος
- <ὑποφωνῆσαι>
- ὑποδεῖξαι
- <Ὑποχαλκίς>
- ἡ ὑπὸ Ὁμήρου Χαλκὶς διὰ τὸ κεῖσθαι ὑπό τι ὄρος
- <ὑπώπια>
- τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς οἰδήματα. ἀπὸ μέρους δὲ ὅλην τὴν ὄψιν δηλοῖ. καὶ τὰ πελιώματα
- <ὑπωπίς>
- ἡ θαψία
- <ὑπώρ(ε)ια>
- τὸ κάτω μέρος τοῦ ὄρους
- <ὑπωρόφιον>
- ὑπόστεγον
- [<ὑπῶς>
- ἀρτίως]
- [<ὑρεῖ>
- φοβεῖται]
- <ὑράξ>
- μίγδην, ἀναμίξ
- <ὑρειγαλέον>
- διεῤῥωγός
- <Ὑρία>
- πόλις Βοιωτίας
- <ὑριατόμος>
- ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν
- <ὕριγγα>
- πτύον. Σαλαμίνιοι
- <ὑρίσιδα>
- σπυρίδιον, σπυρίς
- <ὑρις[ς]ός>
- φορμός
- <Ὑρμίνη>
- πόλις
- <ὕρον>
- σμῆνος. Κρῆτες. ἥσυχον
- <Ὑῤῥάδιος>
- ἀπό τινος τῶν προγόνων, ἄδοξος, ἢ εἰκαῖος. *)/Uῤῥα παιδίον
- <ὕῤῥαχα>
- πρίσχη
- <ὑῤῥώφθαι>
- φληναφᾶν
- <ὑρτακός>
- ὄστρεον
- <ὑρτάνα>
- ἀπομάχυτρας
- <ὑρτήρ>
- πλυνεύς
- <ὔρχας>
- ἄμφωτον κεράμιον, καὶ βικῶδες τὸ εἶδος
- <ὔρχη>
- ἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῦται
- <ὗς>
- χοῖρος, ἢ σῦς. καὶ ἰχθῦς
- <ὗς>
- ἀλείφαβοῦς· οἱ γὰρ Σκύθαι ἀλείμ(μ)ατι χρῶνται ὑείῳ καὶ μο- σχ(ε)ίῳ στέατι
- <ὕσας>
- βρέξας
- <ὕσγινον>
- βάμ(μ)α τι
- <ὔσδοι>
- ὄζοι, κλάδοι
- <ὗσαι>
- βρέξαι
- <ὕσειμι>
- ἐκεῖ βαδίζω
- <ὗς ἐκώμασα>
- παροιμία ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων
- <ὑσθλός>
- σαλός, φλύαρος
- <ὕσκλοι>
- ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων
- *<ὑσκυθά>
- ὑὸς ἀφόδευμα
- *<ὑσκίνιοι>
- ὑσκάνιοι
- <ὑσμῆθες>
- οὐσίαι
- <ὑσμίνας>
- μάχας
- <ὑσμίνη>
- μάχη. παράταξις. ταραχή. σύνοδος
- <ὑσόν>
- τὸ ὅσον. βοὸς σὺν ἀρότρῳ συνανα(ς)τροφή
- <ὕσπληξ>
- βαλβίς. μύωψ, ὁ πλήσσων τοὺς βόας. καὶ παγὶς λύκων
- <ὕσπληγα>
- τὸ ῥόπτρον. [τῆς σφραγῖδος
- <ὕσπληγξ>
- ἄφεσις, ἀφετηρία. πάγη. [πάσσαλος, καὶ ὁ κεράτινος κρίκος]
- <ὑσπολεῖν>
- συβωτεῖν
- <ὕσσακος>
- ὑστακός
- <ὕσταξ>
- πάσσαλος κεράτινος
- <Ὑσσέλινον>
- τὸ νῦν Ἀραχναῖον ὄρος ἐν Ἄργει καλούμενον
- <ὕς(ς)ωπος>
- βοτάνη σμήχουσα
- <ὑστάδα>
- ἡ δασεῖα ἄμπελος
- <ὑστακητεῖ>
- φενακίζει
- [<ὑσταλωπιᾷ>
- νυστάζει]
- <ὑστάς>
- πλαστὰς ἀμπέλων
- <ὕστατα>
- ἔσχατα
- <ὕστατον>
- ἐσχάτιον, τελευταῖον
- <ὑστέρα>
- μήτρα
- <ὑστεροβουλία>
- μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή
- <ὕστερον>
- ἧσσον, ἧττον, ἔσχατον
- <ὑστερόπους>
- ὕστερον ἐρχόμενος
- <ὑστερόποτμος>
- ᾧ ζῶντι ὁ τάφος ὡς τεθνηκότι γέγονεν. ἄλλοι τὸν δεύτερον γάμον
- <ὑστιακκός>
- ποτήριον ποιόν. Ἰταλιῶται
- <ὑστρία>
- κωλεός
- <ὕστριξ>
- [ζῶον ὀστρακόδερμον, ἐνάλιον, βρώσιμον
- <ὑστριχίς>
- μάστιξ πεπλεγμένη ἐξ ὑείων τριχῶν
- <ὕστρος>
- γαστήρ
- <ὗς ὑπὸ ῥόπαλον δραμεῖται>
- παροιμία ἐπὶ τῶν ἑαυτοὺς εἰς ὄλε- θρον ἐμβαλ(λ)όντων
- <ὑσωπίς>
- ἡ σάμψυχος
- <ὑτθόν>
- τὸ πυρίεφθον
- <ὕφα(ι)μον>
- αἱματῶδες
- *<ὑφαίνει>
- κατασκευάζει
- <ὑφαίαρ>
- τὸ ἐπιφυόμενον ταῖς πεύκαις καὶ ἐλάταις
- <ὑφαίρεσις>
- μείωσις, στέρησις
- [<ὑφαγωρή>
- μεγαληγόρως]
- <ὑφαῖς>
- ἡ ὤα, λῶμα. φυλακή
- <ὑφαιρέτρια>
- μαῖα
- <ὑφάλοις>
- τοῖς ὑποκάτω τῆς θαλάσσης ....
- <ὕφαλος φάτις>
- ἡ κρύφα ......
- <ὑφαιρῶ>
- μειῶ
- <ὕφασμα>
- ἱστός τις
- [<ὑφαύχην>
- μεγαλαύχην]
- <ὑφιείς>
- ὑπενδούς
- <ὑφ[ε]ίενται>
- παρομολογοῦσιν
- <ὑφειμένος>
- ἐνδεδομένος, κεχαλασμένος, ἠλαττωμένος
- (*)<ὑφαίνει>
- ἐμπρῆσαι. ὑφᾶται. Ἀμερίας
- <ὑφεῖτο>
- ὑπεβάλλετο
- <ὕφεκτον>
- ὁ λέβης
- <ὑφέλκεται>
- προτρέπεται
- <ὑφέν>
- ἅμα, ὁμοῦ. καὶ πάθος προσῳδιῶν
- <ὑφέντες>
- χαλάσαντες. ὑφελόντες
- <ὑφείλατο>
- ἐπῇρεν, ἐκούφισεν
- <ὑφεξαίρειν>
- ὑφαιρεῖν, ἐπαίρειν
- <ὑφεξαιρομένου>
- ἐπαιρομένου
- <ὑφέξει>
- παραστήσει
- <ὑφέξελε>
- ἔπαρον
- <ὑφέξω>
- δώσω
- <ὑφέσει>
- ὑποκαταβάσει
- <ὕφεσις>
- ὑπένδοσις, ταπείνωσις, ἐλάττωσις, χάλασις
- <ὑφεσμούς>
- συμποδισμούς
- <ὑφεστάναι>
- εἶναι, ὑπάρχειν
- <ὑφεστώς>
- ὀχετός
- <ὑφεστώς>
- ἐνυπόστατος, ὑποκείμενος
- <ὑφεττόν>
- ὑπομονητόν
- <ὑφήγησις>
- ἐξήγησις
- <ὑφήμενος>
- καθήμενος, ταπεινός
- <ὑφῆναι>
- κατασκευάσαι
- <ὑφηνίοχος>
- ἡνίοχος
- <ὑφιεμένον>
- ἐνδεδομένον, τεταπεινωμένον
- <ὑφιζάνει>
- ἐλαττοῦται, ὑποκάθηται, ὑφίεται
- <ὑφιζάνοντι>
- ὑποκαθημένῳ
- <ὑφίησιν>
- ὑποχαλᾶ[ν], ἐλαττοῖ[ν], μειοῖ[ν]
- <ὑφιστάς>
- ὑποτιθείς
- <ὑφίσταται>
- ὑπομένει
- [<ὑφιμένως>
- ἐνδεδομένως]
- *<ὑφορᾷ>
- φοβεῖται
- *<ὑφόριον>
- ὕποπτον
- <ὑφόλμιον>
- μέρος τι τοῦ αὐλοῦ πρὸς τῷ στόματι, ἢ αἱ γλωττίδες. καὶ ὑπόθεμά τι
- <ὑφόρ(μιον)>
- χρυσοῦν κοσμάριον
- <ὑφορώμενος>
- ὑποβλεπόμενος, φοβούμενος, ὑπονοῶν
- <ὑφόωσι[ο]ν>
- ὑφαίνουσιν
- <ὕφυδρ[ο]ον>
- ὑποβρύχιον
- <ὑφ' οὗ>
- παρ' οὗ
- <ὑφ' ᾧ>
- ἐν ᾧ>
- <ὑφ' ὧν>
- ὑπὸ τῶν
- *<ὑφοραθείην>
- φοβηθείην
- *<ὑφορᾶσθαι>
- διανοεῖσθαι
- *<ὑφορώμενον>
- τὰ αὐτά
- <ὕχιος>
- νύξ
- <ὑψαγορεῖ>
- μεγαληγορεῖ
- <ὑψαύχενες>
- γαῦροι. ἢ ὑπερήφανοι
- <ὑψαυχεῖν>
- μεγαλαυχεῖν
- <ὑψεῖται>
- τραπεζῖται ἀργυρίου
- [<ὑψηβρεμέτης>
- ὁ ἐν ὕψει βροντῶν]
- <ὑψηγορία>
- ὑπερηφανία
- <ὑψηρεφές>
- ἐν ὕψει τὸν ὄροφον ἔχον, ἢ ὑψηλὴν ὀροφήν. ἐξ οὗ τὸ μέγα καὶ ὑψηλὸν δηλοῖ
- <ὑψηλόν>
- μέγα
- <ὑψητησινίο>
- ὑψηλῆς, μεγάλης
- <ὑψηχέες ἵπποι>
- ἀπὸ τοῦ εἰς ὕψος ἔχειν τοὺς τραχήλους, οἷον ὑψαύχενες, ἢ μεγαλόφωνοι
- <ὑψ..μετέωρον>
- ἄνω. ὑψηλοῦ
- <ὑψιβάμονος>
- ἐν ὕψει βαίνοντος
- <ὑψίζυγος>
- ὑψηλὴν ἔχων τὴν καθέδραν
- <ὕψι δ' ἐπ' εὐνάων ὁρμίσσομεν>
- μετέωρον αὐτὴν ἐπὶ ἀγκυρῶν ὁρ- μίσσομεν
- <ὑψικέραυνος>
- [ἡ διάπυρος πληγή
- <ὑψικόλωνον>
- τραχεῖαν. ὑψηλήν
- <ὑψίκομος>
- φοίνιξ. καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων
- <ὑψιμέδων>
- ἐν ὕψει βασιλεύων
- <ὕψιον>
- μεῖζον. μετέωρον
- <ὑψιπέτηλον>
- ὑψηλόν, μακρόν
- <ὑψιπέτης>
- εἰς ὕψος πετόμενος
- <ὑψιπόρους>
- δι' ὕψους τρέχοντας
- <ὑψίπυλον>
- ὑψηλὰς πύλας ἔχον
- [<ὑψιρεφές>
- ζτ# ὕψη]
- [<ὑψίροφον>
- ὁμοίως]
- <ὑψίστολοι>
- οἱ ἄνω ἐσταλμένοι τοὺς χιτῶνας
- <ὑψιτελέες>
- ταχιτῶνες. ζτ#
- <ὕψιστον>
- ὑψηλότατον
- <ὑψιτένων>
- ὑψαύχην, ὑψηλὸς τῷ φρονήματι
- <ὑψιφοίτης>
- ὑψηλοπόρος
- [<ὑψιχέες>
- ὑψαύχενες]
- <ὑψόθι>
- ἄνωθι
- <ὑψόσε>
- εἰς ὕψος
- <ὑψόροφον>
- ὑψηλόν, μέγα
- <ὑψοῦ>
- ἄνω ἐν ὕψει
- <ὑψοῦ διᾴττει>
- εἰς ὕψος ὁρμᾷ
- <ὕω>
- βρέχω
- *<ὑωλυνύων>
- μολύνων
- <ὑωδία>
- ἀηδία. φυρμὸς ἐν βορβόρῳ
- <ὑωδίνων>
- φύρων. βορβορῶν. μολύνων
- <ὕων>
- βρέχων, ὑγραίνων
- *<ὑψιστάριος>
- αἵρεσις, ὥς φασι, τῶν τὸν ὕψιστον σεβομένων