Για την πατρίδα/Κεφάλαιο Ι'
←Θ'. Οι λύκοι | Για την πατρίδα Συγγραφέας: Ι'. Ο πάτερ Πανφούτιος |
ΙΑ'. Ο κατάσκοπος→ |
Ξύπνησαν το απόγεμα ζωηροί και ξεκουρασμένοι και πήγαν στο εστιατόριο όπου βρήκαν τον ηγούμενο μοναχό. Τους είπε να καθήσουν και αντάλλαξαν μερικά λόγια.
Μα η κουβέντα όλο σκόνταφτε. Ο ηγούμενος δεν έπαυε να κοιτάζει τον Αλέξιο, κι αυτός ένιωθε δυσπιστία σε κάθε λέξη, σε κάθε βλέμμα του καλόγερου.
Στενοχωρέθηκε κι ανησύχησε συνάμα.
Ζήτησε να μάθει με τρόπο τι ήταν το μοναστήρι.
Μ' από τα πρώτα λόγια τον σταμάτησε ο ηγούμενος μ' ένα ανοιχτόκαρδο ξεκάρδισμα.
- Έννοια σου, γιε μου, είπε. Είμαστε όλοι ορθόδοξοι κι Έλληνες.
Τότε ο Αλέξιος του έδωσε εγκάρδια το χέρι.
- Κι εγώ είμαι Έλληνας, είπε. Εννοείς τώρα γιατί δεν πήρα το μεγάλο δρόμο.
Ο ηγούμενος χαμογέλασε.
- Ναι, είπε. Μα το είχα καταλάβει από την αρχή πως δε θάσουν ο Γαβριήλ Νικολίτσης που λεν τα χαρτιά σου. Και από την περπατησιά σου μονάχα θα καταλάβαινα πως ξέρεις να βαστάς το σπαθί καλύτερα από το καλάμι και πως είσαι αρχοντόπουλο. Δε σε ρωτώ πού πηγαίνεις, ούτε ποιος είναι ο σύντροφος σου που έχει τόσο λεπτά χέρια. Νιώθω μερικά πράματα χωρίς να μου τα πεις, και στις μέρες που ζούμε για νάρχεται από δω Έλληνας θα έχει το σκοπό του.
Ο Αλέξιος φίλησε μ' ευλάβεια το χέρι του καλόγερου.
- Ευχαριστώ, είπε, προπάντων για όσα δε ρωτάς. Από κείνη την ώρα η κουβέντα έγινε εγκάρδια και ο ηγούμενος τους ζήτησε να καθήσουν να πάρουν το δείπνο μαζί του.
- Νηστεύουμε εδώ, παιδιά μου, σήμερα είναι Παρασκευή, τους είπε προσφέροντας τους μια γαβάθα κουκιά νερόβραστα κι ένα πιάτο μαύρες ελιές. Μα και σεις ορθόδοξοι είστε. Και τα πορτοκάλια μας είναι ζουμερά. Αν διψάσετε θα σας είναι καλοπρόσδεχτα.
Ένας καλόγερος έφερε και ακούμπησε στο τραπέζι κάρδαμα φρεσκοπλυμένα σ' ένα πιάτο κι ένα σταμνί κρασί, και πάλι τραβήχθηκε και τους άφησε μόνους με τον ηγούμενο.
- Έχομε καιρό να φάμε τόσο βασιλικά, είπε η Θέκλα. Χθες βράδυ ο αφέντης μου κι εγώ δεν είχαμε παρά λίγο ξερό ψωμί. Λογαριάζαμε να φάμε στην Πρέσπα μα χάσαμε το δρόμο μας...
- Μην πάτε στην Πρέσπα, διέκοψε ο ηγούμενος. Καλύτερα ν' αποφύγετε τις πόλεις όπου είναι τόσοι στρατιώτες μαζεμένοι.
- Γιατί; Τι κάνουν; ρώτησε η Θέκλα.
- Αν σας νιώσουν πως έχετε χρήματα μαζί σας, όσο και αν δείχνεστε Βούλγαροι, θα σας σκοτώσουν για να σας τα πάρουν.
- Σεις οι καλόγεροι πηγαίνετε συχνά στην Πρέσπα; ρώτησε ο Αλέξιος.
- Όχι, ποτέ.
- Λοιπόν πώς τα ξέρετε όλα αυτά;
- Περνούν κάποτε από δω Χριστιανοί και μας τα λένε. Τις προάλλες πέρασε από δω ένας πολύ άγιος καλόγερος από την Άγια Λαύρα...
- Από πού; φώναξε η Θέκλα ξαφνισμένη.
- Από τη μονή της Λαύρας, στον Άγιον Όρος.
- Πώς τον έλεγαν; ρώτησε ο Αλέξιος.
- Πάτερ - Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Μα γιατί σας ενδιαφέρει τόσο ο καλός αυτός μοναχός;
- Τον απαντήσαμε προχθές, είπε ο Αλέξιος.
- Μπα; Πώς χαίρομαι να τ' ακούω! Είχα κάποια ανησυχία, γιατί τα βουλγαρικά στρατεύματα πήγαιναν κι έρχονταν αδιάκοπα κείνες τις μέρες, και είχαν γίνει διάφορα κακουργήματα. Τόσο φοβόμουν μην είχε πάθει τίποτα! Ήθελα να τον κρατήσω ακόμα, μα ήταν βιαστικός να φύγει. Ακούραστος στην αγαθοεργία! Και τι καλός! Το βλέμμα του και το χαμόγελο του δείχνουν την αγαθότητα της ψυχής του. Μόνο να βλέπεις εκείνα του τα ωραία μακριά του άσπρα γένια...
- Άσπρα! φώναξε η Θέκλα όρθια από τη συγκίνηση.
- Ναι. Είναι γέρος πια και... Μ' αφού τον είδατε έκαμε ο ηγούμενος κόβοντας τη διήγηση του.
- Μα δεν είναι γέρος! αναφώνησε ο Αλέξιος. Απεναντίας, είναι πολύ νέος, ως τριάντα χρόνων άνθρωπος, με κατάμαυρα γένια και μικρά μαύρα μάτια.
- Ε, μα λοιπόν δεν είδατε τον πάτερ - Παφνούτιο, είπε ήσυχα ο ηγούμενος.
- Και όμως! επέμεινε ο Αλέξιος. Είδα ένα γράμμα που βαστούσε, και που είχε την υπογραφή και τη βούλα του ηγούμενου της Άγιας Λαύρας.
- Και τι έλεγε αυτό το γράμμα; ρώτησε ο ηγούμενος αρχίζοντας και κείνος ν' ανησυχεί.
Ο Αλέξιος του διηγήθηκε όσα του είχε πει ο εκατόνταρχος.
- Ωιμέ! αναφώνησε ο ηγούμενος τραβώντας τα μαλλιά του με τα δυο του χέρια. Το γράμμα είναι το ίδιο μα ο καλόγερος είναι άλλος! Του κλέψανε το γράμμα! Αχ, τον κακομοίρη! Τον κακομοίρη! Τι να έγινε!
- Πότε πέρασε από δω; ρώτησε ο Αλέξιος.
- Τον περασμένο μήνα.
- Και πού πήγαινε;
- Στην Ελλάδα. Ήταν βιαστικός, είχε ιερά μηνύματα να πάει σε διάφορα μοναστήρια, και τελευταία πήγαινε στη μονή του Όσιου Λουκά, στον Παρνασσό.
- Βέβαια λοιπόν κάτι θα έπαθε, είπε ο Αλέξιος. Ο καλόγερος που είδαμε μεις είχε πάει, λέει, να πάρει τον ανεψιό του που ήθελε να γίνει παπάς.
- Ψέματα! Ψέματα! Αχ, το δύστυχο! έλεγε και ξανάλεγε ο ηγούμενος με μάτια δακρυσμένα.
- Μα πώς του ήλθε να ταξιδέψει μονάχος σ' αυτά τα άγρια μέρη; ρώτησε ο Αλέξιος.
- Δεν ήταν μονάχος! Ταξίδευε μ' ένα καλογεράκι της ίδιας μονής για συντροφιά.
- Δεν είχε σύντροφο αυτός που είδαμε, είπε ο Αλέξιος.
- Θα τον ξεπάστρεψαν κι αυτόν, ένα νέο παιδί, μουρμούρισε ο ηγούμενος αργοκουνώντας θλιμμένα το κεφάλι.
- Αλλά θα υποφέρετε λοιπόν πολύ, και ο κίνδυνος για σας θα είναι μεγάλος εδώ, είπε η Θέκλα.
- Όχι και τόσο. Οι χωρικοί μας σέβονται, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Είναι άνθρωποι χωρίς γνώμη δική τους που γυρνούν όπως φυσήξει ο άνεμος. Μια γίνονται Βούλγαροι και μια Έλληνες, αναλόγως που τους κατακτούν οι δικοί μας ή οι εχθροί. Μα δεν έχουν κακία και σέβονται το ράσο μας.
- Και οι Βούλγαροι; ρώτησε ο Αλέξιος.
- Στην αρχή είχαμε κάμποσο καιρό να υποφέρομε από τα χέρια τους. Μα λίγο - λίγο είδαν πως ζούμε μακριά από κάθε πολεμική ή πολιτική ενέργεια, αφιερωμένοι στα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Και τώρα δεν μας πειράζουν πια ούτε αυτοί.
- Να όμως που πήραν το γράμμα του πάτερ - Παφνούτιου, είπε η Θέκλα. Και ποιος ξέρει τι τον έκαμαν αυτόν!
Ο ηγούμενος έμεινε λίγη ώρα συλλογισμένος.
- Το γράμμα του βέβαια δεν του το έκλεψαν οι χωρικοί, είπε. «Κύριος οίδε» σε τι κακούργου χέρια έπεσε, και για ποιο σκοπό να του το πήραν!
Κάθησαν αργά κουβεντιάζοντας, και ο Αλέξιος άκουε με προσοχή τις πληροφορίες που του έδινε ο ηγούμενος για τους κατοίκους.
Όταν σηκώθηκαν για να πάνε να κοιμηθούν ο ηγούμενος είπε του Αλέξιου:
- Αύριο ξημερώματα θα είναι έτοιμα τ' άλογα σας και θα κατέβει ένας καλόγερος μαζί σας ως τη λίμνη.
Εκεί θα σας συστήσει σ' ένα δικό μας παιδί που θα σας περάσει στην άλλη όχθη της Πρέσπας και θα σας οδηγήσει ίσια στη λίμνη της Αχρίδας και στη μονή του Όσιου Ναούμ. Από κει πάλι θα σας οδηγήσουν οι καλόγεροι. Θα σου δώσω ένα γράμμα για τον ηγούμενο.
- Είναι κι εκείνοι οι καλόγεροι Έλληνες; ρώτησε ο Αλέξιος.
- Βέβαια! Η μονή αυτή χτίστηκε τον καιρό του Ιουστινιανού. Είναι παλιά, βλέπεις, από τον ΣΤ ' αιώνα, κι έμεινε πάντα ελληνική. Εκεί θα φροντίσουν να σε παν με ασφάλεια στην αντικρινή όχθη χωρίς να σε μυριστούν από την Αχρίδα.
Με πολλή συγκίνηση ευχαρίστησε ο Αλέξιος τον ηγούμενο και του ζήτησε τ' όνομα του για να τον θυμάται.
- Με λεν Ευθύμιο, αποκρίθηκε ο ηγούμενος, και η μονή είναι του Αγίου Γρηγορίου.
Την άλλη μέρα, πολύ πρωί, οι καλόγεροι όλοι μαζεύτηκαν ν' αποχαιρετήσουν τους ξένους.
Ο ηγούμενος έβαλε ψωμί και τυρί μέσα σ' ένα πανεράκι με μερικά πορτοκάλια και τα έδωσε της Θέκλας.
- Στο καλό, παιδί μου, και η Παναγία η Οδηγήτρια να σας φυλάγει σένα και τον αφέντη σου.
Η Θέκλα και ο Αλέξιος φίλησαν το χέρι του ηγούμενου, αποχαιρέτησαν τους καλόγερους που τους ξεπροβόδισαν με χίλιες ευχές κι ευλογίες, καβαλίκεψαν τ' άλογα τους κι έφυγαν.
Ένα καλογεράκι καθισμένο σ' ένα μουλάρι, τους συνόδευε. Ήταν πολύ νέος κι είχε ζωηρό κι έξυπνο πρόσωπο.
Πήραν τα μονοπάτια μέσ' από τα δέντρα και κουβέντιαζαν πηγαίνοντας.
- Πάτε στη Σκάμπα, άκουσα; ρώτησε το καλογεράκι.
- Ναι, πάω για τις δουλειές μου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.
- Θα ήθελα μια χάρη να σου ζητήσω... άρχισε το καλογεράκι και σταμάτησε.
- Λέγε, τι μπορώ να κάνω για σένα; Θα το κάμω με μεγάλη ευχαρίστηση.
- Ένα γράμμα θα ήθελα να σου έδινα για τη μητέρα μου. Το παίρνεις;
- Ακούς λέει! Βέβαια το παίρνω. Πού είναι η μητέρα σου;
- Στη Σκάμπα.
- Πού θα τη ζητήσω;
- Είναι πολύ εύκολο να τη βρεις. Ο πατέρας μου είναι δεσμοφύλακας εκεί.
Ο Αλέξιος ξαφνίστηκε.
- Σας νόμιζα όλους Έλληνες στη μονή του Αγίου Γρηγορίου, είπε.
- Και είμαστε. Ο πατέρας μου είναι Αρμένης, μα εγώ γεννήθηκα στο Δυρράχιο και η μητέρα μου είναι Ελληνίδα. Άμα πήραν οι Βούλγαροι το Δυρράχιο ο πατέρας μου σαν όλους τους άλλους παραδέχθηκε τα πράματα όπως έρχονταν. Ήταν ήσυχος άνθρωπος. Τον ήξεραν όλοι τίμιο και πως δεν ανακατώνονταν στις διαμάχες. Τον διόρισαν φύλακα στη φυλακή της Σκάμπας και πήγε κει. Μένει όμως στην καρδιά Έλληνας σαν τους περισσότερους Δυρραχιώτες, όσο και να μη μιλά. Αν τους δώσεις το γράμμα μου, θα σε δεχθούν σα συγγενή τους οι γονείς μου, και δε θα ξέρουν με τι τρόπο να σ' ευχαριστήσουν. Τόσο σπάνια έχουν νέα μου. Και είμαι το μόνο τους παιδί.
Ο Αλέξιος πήρε το γράμμα που του έδινε το καλογεράκι και το φύλαξε στον κόρφο του.
- Πώς σε λένε; ρώτησε.
- Γρηγόρη.
- Ελπίζω να βρω τη μητέρα σου και να της το δώσω, είπε ο Αλέξιος. Μα ίσως δεν μπορέσω αμέσως.
- Δεν πειράζει, αποκρίθηκε το καλογεράκι. 'Οποταν σου τύχει της το δίνεις. Τη λένε Άννα και τον πατέρα μου τον λένε Παγράτη. Αν τους ζητήσεις στη φυλακή θα τους βρεις αμέσως.
Κατέβηκαν στη λίμνη σ' ένα μοναχικό μέρος όπου χωριό δε φαίνουνταν. Εκεί τους περίμενε ένας νέος με τη βάρκα του.
Αποχαιρέτησαν το καλογεράκι και χωρίστηκαν.
- Κρίμα που δε θα μπορέσω να βαστάξω την υπόσχεση που του έκανα, είπε σιγά ο Αλέξιος της Θέκλας. Και θα νομίζει για βέβαιο ο κακόμοιρος πως η μητέρα του θα πάρει το γράμμα του. Μα δεν μπορούσα να του πω πως δεν πηγαίνουμε στη Σκάμπα.
- Φύλαξε το γράμμα του, αποκρίθηκε ο Θέκλα. Ίσως από το Δυρράχιο βρούμε κανέναν ταξιδιώτη και του το δώσομε να το πάει.
Γοργά και σιωπηλά απομακρύνουνταν η βάρκα από την όχθη. Η Θέκλα κοίταζε μαγεμένη τη θέα που απλώνουνταν γύρω της, τη λίμνη, τα χωράφια, το ψηλό κατάφυτο βουνό και πίσω - πίσω το χιονοσκέπαστο Περιστέρι.
- Τι όμορφος τόπος... είπε συλλογισμένα. Τι κρίμα που τον κραατούν οι βάρβαροι... Κοίταξε, Αλέξιε, πώς φαίνονται οι πέτρες μέσα στο νερό. Κι εκεί πίσω μας, το σκοτεινό δάσος που λες και... Μα τι είναι αυτό το μαύρο πράμα που σαλεύει ανάμεσα στα δέντρα;
Ο Αλέξιος κοίταξε πίσω του με προσοχή.
- Είναι ράσο... είπε. Θα είναι το καλογεράκι που γύρισε να μας χαιρετήσει.
Και σήκωσε το χέρι του να κάμει νόημα του καλόγερου.
Μα κανένας δεν του αποκρίθηκε. Απεναντίας του φάνηκε πως, καθώς χαιρέτησε με το χέρι, το μαύρο ράσο κρύφθηκε πίσω από τα δέντρα και χάθηκε.
- Περίεργο... μουρμούρισε ο Αλέξιος.
Η Θέκλα ίσκιωσε τα μάτια της με το χέρι για να δει καλύτερα.
- Δεν ήταν το καλογεράκι, είπε. Τον βλέπω που γυρίζει τον ανήφορο, στις κορδέλες που παν στο μοναστήρι., και είναι καβάλα στο μουλάρι του. Ποιος λοιπόν θα βρισκόταν κάτω στην όχθη;
- Κανένας άλλος καλόγερος θα ήταν, αποκρίθηκε ξένοιαστα ο Αλέξιος. Άλλωστε μπορεί να είναι και από άλλο μοναστήρι. Έχει πολλά εδώ γύρω.
Κι εξακολούθησαν να κουβεντιάζουν χωρίς να δώσουν περισσότερη προσοχή στο περιστατικό αυτό.
Ο βαρκάρης τούς πέρασε στην απέναντι όχθη της Πρέσπας, κι εκεί έκρυψε τη βάρκα του μέσα σ' έναν καλαμιώνα.
- Θα σας συνοδέψω ως το μονοπάτι του Όσιου Ναούμ τους είπε. Ξέρω ένα μονοπάτι που ανεβαίνει από το Πέτρινο και κόβει πολύ δρόμο περνώντας μακριά από την Αχρίδα.
Ο Αλέξιος γύρισε και τον κοίταξε. Άραγε ήξερε τίποτα ο νέος αυτός οδηγός απ' όσα είχε νιώσει ο ηγούμενος του Αγίου Γρηγορίου;
Και ο νέος κοίταξε τον Αλέξιο και χαμογέλασε.
- Έννοια σου, του είπε σιγά. Έλληνας είμαι κι εγώ. Και σαν εμένα είναι πολλοί ακόμα εδώ, που θυμούμαστε άλλους καιρούς... Μα δε μιλούμε ώσπου να έλθει η ώρα.
- Πώς σε λένε; ρώτησε ο Αλέξιος.
Η έντονη όσο και συλλογισμένη έκφραση του νέου τον τάραξε.
- Με λεν Νικήτα, αποκρίθηκε ο νέος.
- Και το παράνομα σου;
- Όλοι με λεν ο Νικήτας ο Βαρκάρης. Πες πως αυτό είναι το παράνομα μου, δεν ξέρω να έχω άλλο.
Ο Αλέξιος δεν επέμεινε. Και πήραν από τα βουνά.
Κατά το μεσημέρι έφθασαν στη μονή του Όσιου Ναούμ κι εκεί, αφού τους σύστησε στους καλόγερους και τους εξήγησε πως πήγαιναν στη Σκάμπα, ο νέος βαρκάρης τους αποχαιρέτησε.
Ο Αλέξιος θέλησε να του προσφέρει ένα νόμισμα, μα ο Νικήτας αρνήθηκε.
- Είσαι Έλληνας, είπε, κι εγώ είμαι Έλληνας. Τιμή μου αν μπορώ να σου φανώ χρήσιμος.
Ο Αλέξιος έσφιξε το χέρι του.
- Δε θα σε ξεχάσω, Νικήτα, είπε.
- Ούτ' εγώ άρχοντα μου, αποκρίθηκε ο Νικήτας.
Και αν ποτέ χρειαστείς κανέναν που να το λέει η καρδιά του, θυμήσου με. Θα με βρεις εδώ.
Στη μονή του Όσιου Ναούμ δε θέλησε ο Αλέξιος να μείνει με τη Θέκλα. Οι καλόγεροι τους έδωσαν μόνο να φαν, και πάλι τους έστειλαν μ' ένα δικό τους ως την απέναντι όχθη της Αχρίδας, στη μονή του Προφήτη Ηλία, χτισμένη στο βουνό απάνω.
Εκεί τους φιλοξένησαν οι καλόγεροι, τους έδωσαν να φαν και τους σύστησαν να μείνουν τη νύχτα και να ξεκινήσουν μόνο την άλλη μέρα το πρωί.
Όσο έτρωγαν, ο Αλέξιος ρώτησε τον ηγούμενο αν είχε περάσει από τη μονή του κανένας καλόγερος που λέγουνταν Παφνούτιος και που ήρχουνταν από την Άγια Λαύρα.
- Βέβαια, πέρασε από δω, κοντεύει μήνας, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Τι άγιος άνθρωπος! Τον γνωρίζεις;
- Όχι προσωπικά, είπε ο Αλέξιος. Άκουσα όμως γι' αυτόν. Ήταν γέρος;
- Ναι! Κι έχει μια μεγάλη άσπρη γενειάδα που κάνει εντύπωση, του σκεπάζει όλο το στήθος. Του είχε δώσει ένα γράμμα ο ηγούμενος της Λαύρας που τον εσύστηνε σε όλες τις μονές όπου θα πήγαινε, και γενικά σε όλους τους ορθοδόξους.
- Πού πήγαινε τώρα τελευταία; ρώτησε πάλι ο Αλέξιος.
- Στη μονή του Όσιου Λουκά, στη Φωκίδα.
Ο Αλέξιος βεβαιώθηκε πια πως ο καλόγερος που είχαν απαντήσει δεν ήταν ό,τι φαίνουνταν.
Και θυμήθηκε ο Αλέξιος τα λόγια του εκατόνταρχου.
Γυρεύουμε έναν κατάσκοπο Βούλγαρο, μα κρύβεται τόσο καλά...
- Άραγε νάταν αυτός;
Την άλλη μέρα πρωί - πρωί, όταν ο Αλέξιος και η Θέκλα θέλησαν να φύγουν, ο ηγούμενος τους ρώτησε αν ξέρουν το δρόμο από πάνω από το βουνό.
- Όχι, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Αν όμως τραβήξω ίσια κατά τη δύση δεν θα φτάσω στη Σκάμπα;
- Όχι, δεν πρέπει να τραβήξεις ίσια κατά τη δύση, και το βουνό είναι δύσκολο. Καλύτερα να πάρεις έναν οδηγό μαζί σου. Και είσαι τυχερός. Τη νύχτα ίσα - ίσα παρουσιάστηκε δω ένας τσοπάνης που πηγαίνει και αυτός στη Σκάμπα και που ξέρει, λέει, κάθε μονοπάτι του βουνού. Του πρότεινα να σας οδηγήσει και δέχθηκε μ' ευχαρίστηση, με την ελπίδα πως θα του δώσεις κανένα μιλιαρέσι[1]. Νομίζω καλό να τον πάρεις.
Ο Αλέξιος δέχθηκε την πρόταση του ηγούμενου. Η ιδέα να χάσει πάλι το δρόμο του πάνω στα βουνά τον φόβιζε. Δεν είχε ξεχάσει τους λύκους που είχαν φάει τ' άλογα τους, και ο ηγούμενος του είχε πει πως δε θ' απαντήσει πια άλλο μοναστήρι στο δρόμο του.
Έφυγαν λοιπόν οι τρεις μαζί, ο Αλέξιος και η Θέκλα στ' άλογα τους και ο τσοπάνης σ' ένα γαϊδούρι που του έδωσαν οι καλόγεροι του Προφήτη Ηλία.
Πηγαίνοντας κοίταζε η Θέκλα με περιέργεια τον τσοπάνη. Φορούσε μια μεγάλη προβιά που σκέπαζε το σώμα του ως τα γόνατα. Το πρόσωπο του ήταν τόσο βρώμικο που σχεδόν δε διακρίνουνταν τα χαρακτηριστικά του. Τα μαλλιά του ήταν κατακόκκινα, βρώμικα και ακατάστατα, και είχε δέσει ένα μαντήλι γύρω στο κεφάλι του, με τρόπο που το ένα του μάτι ήταν κρυμμένο.
- Τι περίεργος άνθρωπος! είπε η Θέκλα σιγά - σιγά στον άντρα της. Και όμως γυρεύω να θυμηθώ πού τον ξαναείδα.
Ο Αλέξιος τον κοίταξε με προσοχή εκεί που πήγαινε μπροστά τους.
- Δε μου φαίνεται να τον απαντήσαμε ποτέ, της αποκρίθηκε. Θα θυμόμαστε τα κόκκινα μαλλιά του, που είναι αρκετά περίεργα ώστε να μην τα ξεχάσομε. Κοίταξε, θαρρείς πως είναι προβιά αρνίσια.
Η Θέκλα γέλασε.
- Καλά λες! Δύσκολα βρίσκει κανείς άλλον τόσο άσχημο άνθρωπο! Και τι βρώμικος που είναι!
- Ναι!... θα έλεγες πως πασαλείφτηκε επίτηδες, είπε συλλογισμένος ο Αλέξιος.
- Επίτηδες;
- Ναι!... δε μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος, πρόσεχε τον... Θα τον ξεφορτωθώ όσο μπορώ γρηγορώτερα.
Κατά το μεσημέρι, είδαν από μακριά ένα χωριό στη ρίζα του βουνού.
Ο Αλέξιος γύρευε τρόπο να διώξει τον οδηγό του. Σκέφθηκε να κατέβει ως το χωριό και να πει του τσοπάνη πως θα περνούσ' εκεί τη νύχτα. Μα ο τσοπάνης τον πρόλαβε.
- Άλλαξα γνώμη, είπε, δε θα πάω ως τη Σκάμπα. Το χωριό μου είναι δω και θα κατέβω. Πλήρωσε μου τον κόπο μου. Δεν πάω παραπέρα.
Σ' άλλη περίσταση ο Αλέξιος θα σπούσε το ραβδί του στην πλάτη του χωριάτη. Επειδή όμως ήθελε να τον ξεφορτωθεί, τον πλήρωσε και τον έστειλε στο καλό.
- Και τώρα; ρώτησε η Θέκλα, σαν τον είδε να χάνεται μες στα δέντρα. Τι θα κάνομε μεις;
- Θα προσέξομε να μη χωθούμε πολύ βαθιά στο δάσος, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Ακολουθώντας τούτο το μονοπάτι βλέπομε από μακριά το μεγάλο δρόμο και το ποτάμι, κι αυτά θα μας οδηγήσουν ως τη Σκάμπα. Προτιμώ όμως να κοιμηθούμε σε κανένα χωριουδάκι και να μην πάμε στη Σκάμπα, όπως το είχαμε πει του οδηγού. Τον υποψιάζομαι το βρώμικο αυτόν τσοπάνη πως είχε λόγους να δείχνεται άλλος από κείνο που είναι.
- Τι υποψιάζεσαι;
- Τίποτα ορισμένο. Μα η βρώμα του δεν ήταν φυσική, ούτε το χρώμα των μαλλιών του. Και προπάντων το μαντίλι που του έκρυβε το μισό πρόσωπο μου δίνει υποψίες... Και συλλογίζομαι αυτό που μου είπες εσύ, πως σου φαίνεται σα να τον ξαναείδες. Δεν μπορείς να θυμηθείς πού τον είδες;
Η Θέκλα έμεινε λίγη ώρα συλλογισμένη.
- Όχι! αποκρίθηκε, δε θυμούμαι. Μα οι κινήσεις του μου φαίνουνταν γνωστές.
- Γι' αυτό καλύτερα να μην πάμε στη Σκάμπα, όπως το αναγγείλαμε. Κοιμόμαστε απόψε όπου μας τύχει και αύριο ξεκινούμε για το Δυρράχιο. Αχ! Πώς θα ήθελα να ήμαστε φτασμένοι...
Κάθησαν στα χόρτα κι έφαγαν όσο ξεκουράζουνταν τα άλογα τους. Ύστερα καβαλίκεψαν πάλι κι εξακολούθησαν το δρόμο τους χωρίς ν' αφήσουν το σκεπό μονοπάτι που ακολουθούσε την πλαγιά του βουνού.
Νωρίς το απόγεμα φάνηκε από μακριά η Σκάμπα.
Την άφησαν δεξιά κι εξακολούθησαν το δρόμο τους.
Όταν σκοτείνιασε, ο Αλέξιος πρότεινε της γυναίκας του να περάσουν τη νύχτα εκεί που ήταν, γιατί κανένα χωριό δε φαίνουνταν στη γειτονιά, και ο Αλέξιος δεν ήθελε να κατέβουν στο στρατιωτικό δρόμο.
Έδεσαν τ' άλογα τους σ' ένα μέρος όπου τα δέντρα ήταν πολύ πυκνά, για να μην τα βρει κανένας περαστικός. Ύστερα ζήτησαν για τον εαυτό τους κανένα σκεπό μέρος, είτε σε καμιά κουφάλα δέντρου είτε σε κανένα βράχο.
- ↑ Μιλιαρέσι: νόμισμα της εποχής.