Για την πατρίδα/Κεφάλαιο Θ'
←Η'. Ο καλόγερος | Για την πατρίδα Συγγραφέας: Θ'. Οι λύκοι |
Ι'. Ο πάτερ Πανφούτιος→ |
Πρωί - πρωί ξεκίνησαν πάλι με τ' άλογα τους. Ο Αλέξιος δε γνώριζε καθόλου τον τόπο, μα ήξερε πως έπρεπε να τραβά ολόισια κατά τη δύση.
Ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά όταν έφθασαν στο ρίζωμα ενός βουνού. Το μεσημέρι ξεπέζεψαν και κάθησαν να φάνε.
Αφού ξεκουράστηκαν τ' άλογα, πήραν πάλι το δρόμο τους. Πήγαιναν, πήγαιναν, όλο ανέβαιναν και τελειωμό δεν είχε το βουνό.
Ο ήλιος βασίλεψε και ακόμα ανέβαιναν.
Τα δέντρα ήταν πυκνά και μεγάλα, είχε νυχτώσει ολότελα μα χωριό δε φαίνουνταν πουθενά. Η μοναξιά ήταν βαθιά.
- Πού πηγαίνομε; ρώτησε η Θέκλα. Σε ποιο βουνό βρισκόμαστε;
- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Δεν τα ξέρω τούτα τα μέρη. Μου είπε ο εκατόνταρχος πως πρέπει να τραβήξομε ίσια και πως θα φθάσουμε στη λίμνη της Πρέσπας. Μα πρέπει να πήραμε στραβό δρόμο, δε βλέπω κανένα άνοιγμα, ούτε ξέρω πια αν πάμε κατά τη δύση. Καλύτερα να ξεπεζέψομε και να κοιμηθούμε εδώ... Φοβάσαι, Θέκλα;
- Όχι βέβαια! αποκρίθηκε η Θέκλα, αν και κάθε λίγο ανατρίχιαζε κι έριχνε πίσω της καμιά βιαστική ματιά. Τι να φοβηθώ;
Ο Αλέξιος σκέφθηκε πως είχε πολλά να φοβηθεί. Μα δεν είπε τίποτα.
Έδεσαν τ' άλογα τους στα δέντρα, έφαγαν το λίγο ψωμί που τους έμενε και ζήτησαν για τον εαυτό τους κανένα μέρος σκεπό να κοιμηθούν.
Γύρεψαν κάμποση ώρα χωρίς αποτέλεσμα, μα στο τέλος ο Αλέξιος βρήκε μια μεγάλη δεντροκουφάλα και φώναξε τη Θέκλα.
Ήταν τόσο μεγάλη η κουφάλα που και οι δυο χώρεσαν και ζάρωσαν μέσα κοντά - κοντά για να ζεσταθούν, γιατί η νύχτα ήταν ψυχρή στο ψηλό εκείνο βουνό.
Γρήγορα τους πήρε ο ύπνος.
Έξαφνα ξύπνησε η Θέκλα κατατρομαγμένη. Φοβερά ουρλιάσματα ανακατώνουνταν με φωνές άγριες και ψυχομαχητά.
- Αλέξιε! φώναξε. Αλέξιε! Κανείς δεν της αποκρίθηκε.
Άπλωσε το χέρι της να πιάσει το δικό του. Ο άντρας της δεν ήταν εκεί.
Σηκώθηκε έξω φρενών από τον τρόμο και βγήκε από την κουφάλα του δέντρου.
Το δάσος ήταν κατασκότεινο και άγριο, και τα ουρλιάσματα εξακολουθούσαν φρικτά.
- Αλέξιε! φώναξε πάλι.
- Μη φοβάσαι, εδώ είμαι, της αποκρίθηκε λαχανιασμένος.
Και την ίδια στιγμή την άρπαξε από τη μέση και την τράβηξε πίσω στο κούφιο δέντρο όπου χώθηκαν πάλι μαζί.
- Αλέξιε, τι είναι; ρώτησε κείνη τρέμοντας.
- Οι λύκοι έφαγαν τ' άλογα μας, της αποκρίθηκε. Κι έτσι τη γλιτώσαμε μεις.
- Παναγία μου! αναφώνησε η Θέκλα. Τι θα γίνομε τώρα;
- Θα ξεκινήσομε πεζή και θα βρούμε το δρόμο μας μόλις βγει ο ήλιος, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Έννοια σου, δε θα χαθούμε. Σα φτάσουμε στην Πρέσπα, θα βρούμε κανένα χωριό όπου θα έχει άλογα ή μουλάρια και θα εξακολουθήσομε το δρόμο μας... Κοιμήσου, παιδί μου.
Μα με όλα του τα καλά λόγια, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα.
Την αυγή, οι λύκοι χορτασμένοι έφυγαν, και τα ουρλιάσματα τους έπαυσαν.
Η Θέκλα ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του αντρός της και αποκοιμήθηκε.
Γλυκοχάραζε. Ο Αλέξιος από μέσα από την κουφάλα του δέντρου κοίταζε τον ουρανό που λίγο - λίγο χρωματιζόταν, κι έπεσε σε συλλογή.
Το ταξίδι ήταν μακρινό, τα μέρη άγνωστα. Ανάμεσα στους εχθρούς πού να ζητήσει πληροφορίες και βοήθεια; Χαμένοι μέσα στα βουνά, χωρίς άλογα, χωρίς ψωμί πόσον καιρό θα βαστούσαν;
Θυμήθηκε το παλάτι του Βουκολέοντος με το αναπαυτικό και πλούσιο δωμάτιο της Θέκλας. Και πρώτη φορά σκέφθηκε πως ίσως είχε κάνει άσχημα να δεχθεί την απόφαση της γενναίας κόρης που είχε ενώσει την τύχη της με τη δική του.
Μόνος του αν ήταν δε θα πείραζε και τόσο αν πάθαινε τίποτα κι έπεφτε στο δρόμο...
Μα έξαφνα θυμήθηκε το σκοπό του, την αποστολή του, και μέσα του ξύπνησε παντοδύναμη η θέληση της επιτυχίας. Όχι, άσχημα δεν έκανε να την πάρει μαζί του. Απεναντίας, εκεί που ένας μπορούσε ν' αποτύχει, δυο θα τα κατάφερναν. Η Θέκλα ήταν βοήθεια στο δύσκολο έργο του...
Είχε ξημερώσει πια καλά.
Ο Αλέξιος ξύπνησε τη γυναίκα του και βγήκαν από το δέντρο τους.
- Καλά κάναμε και σταματήσαμε χθες, είπε ζωηρά ο Αλέξιος, αφού προσανατολίσθηκε. Τραβούσαμε κατά το νοτιά. Πρέπει να κάναμε κάμποσα μίλια στα χαμένα! Μα τώρα, με τον ήλιο πίσω μας και με τη βοήθεια της Θεοτόκου, θα φθάσουμε γρήγορα στην Πρέσπα.
Και πήραν πάλι τον ανήφορο.
Ο δρόμος ήταν δύσκολος και κουραστικός. Μονοπάτι δεν έβρισκαν, τα χόρτα μπερδεύουνταν στα πόδια τους. Και ήταν νηστικοί και διψασμένοι. Μα ο ήλιος ακτινοβολούσε, τα πουλάκια κελαϊδούσαν, το αεράκι μουρμούριζε μέσα στα κλαδιά, η άνοιξη ήταν χαρά Θεού.
Και η Θέκλα, ξεχνώντας τα βάσανα τους, άρχισε να τραγουδά.
- Καλά έκανα και την πήρα... σκέφθηκε ο Αλέξιος. Η λαχτάρα της επιτυχίας φούσκωνε την καρδιά του.
Έφθασαν σε μια κορυφή όπου απότομα σταματούσε το δάσος. Η Θέκλα έβγαλε μια χαρούμενη φωνή.
- Η Πρέσπα!
Κάτω στα πόδια τους γυάλιζαν τα νερά μιας λίμνης. Εδώ και κεί, στις πλαγιές του βουνού και στην όχθη της λίμνης, ανάμεσα σε ανάρια δέντρα, άσπριζαν ένα - δυο χωριά.
Δεξιά, μια κορυφή βουνού έλαμπε κάτασπρη από τα χιόνια.
- Το Περιστέρι! είπε ο Αλέξιος δείχνοντας το βουνό. Δόξα τω Θεώ, βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο.
Με λαφρωμένη καρδιά κατέβηκαν το βουνό. Στο δρόμο απάντησαν ένα μοναστήρι. Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας καλόγερος.
- Καλημέρα, γέροντα μου, με την ευχή σου, είπε ο Αλέξιος.
- Η Παναγία και ο Άγιος Γρηγόρης βοήθεια σου, αποκρίθηκε ο καλόγερος. Τι ζητάτε, Χριστιανοί;
- Λίγο ψωμί για μένα και τον παραγιό μου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος δείχνοντας τη Θέκλα, και λίγες ώρες φιλοξενία, να ξεκουράσομε τα πόδια μας. Ερχόμαστε από μακριά, και το βουνό είναι ψηλό...
Ο καλόγερος άνοιξε την πόρτα διάπλατα.
- Καλωσορίσατε, μπείτε μέσα ν' αναπαυθείτε, είπε. Και τους οδήγησε στον ξενώνα της μονής.
Ο ηγούμενος, καθώς άκουσε πως έφθασαν ξένοι, ήλθε αμέσως να τους φιλοξενήσει.
Ο Αλέξιος του είπε ότι ονομάζεται Γαβριήλ Νικολίτσης και πως έρχεται από τη Θεσσαλονίκη. Του έδειξε τα βουλγάρικα γράμματα που είχε μαζί του, του διηγήθηκε τα παθήματα τους της νύχτας, και πρόσθεσε πως πεινούσαν και πως ήταν κουρασμένοι.
Ο ηγούμενος τους οδήγησε στο εστιατόριο και πρόσταξε να τους φέρουν ευθύς φαγί και κρασί.
- Μείνετε όσο θέλετε να ξεκουραστείτε, τους είπε. Εδώ θα βρείτε ησυχία, ενώ οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι.
- Ευχαριστώ, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Δεν μπορώ να μείνω πολύ. Βιάζομαι να πάω στη Σκάμπα[1], και θέλω να κατέβω πρώτα στην Πρέσπα, να προμηθευτώ άλογα για να εξακολουθήσω το ταξίδι μου.
- Ούτε λόγος να γίνει, αποκρίθηκε ο ηγούμενος. Θα στείλω ένα δικό μας καλόγερο εδώ κοντά, σ' ένα γνωστό μας χωριό, όπου θ' αγοράσει άλογα και θα σας τα φέρει. Εσείς ωστόσο θ' αναπαυθείτε, και αύριο πρωί καβαλικεύετε και φεύγετε με την ευχή μας.
Ο Αλέξιος δέχθηκε μ' ευγνωμοσύνη την πρόταση του ηγούμενου, γιατί σκέφθηκε πως ήταν καλύτερο ν' αποφύγει τη χώρα. Έπειτα η Θέκλα είχε ανάγκη από ανάπαυση, και ο ίδιος έπεφτε πια από τον ύπνο και την κούραση.
- Μα γιατί πήρατε από τα βουνά και δεν ακολουθήσατε την Εγνατία οδό; ρώτησε ο ηγούμενος.
- Θέλησα να κόψω δρόμο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, και χαθήκαμε μέσα στο δάσος.
- Καλά, εσύ πραματευτής από το Βουτέλιο, δεν ξέρεις πως δεν κόβεις καθόλου δρόμο από τα βουνά; Δεν ξέρεις πως ίσα - ίσα ο μεγάλος στρατιωτικός δρόμος πάει κατευθείαν στη Σκάμπα;
Ο Αλέξιος βρέθηκε μπερδεμένος γιατί δεν ήξερε τον τόπο καθόλου, ούτε τους δρόμους, ούτε τα βουνά και κοντοστάθηκε.
Ο ηγούμενος ενόσω του μιλούσε δεν έπαυε να τον παρατηρεί προσεκτικά, και του φάνηκε του Αλέξιου πως δεν πολυπίστευε τα λόγια του.
Χωρίς ν' απαντήσει στο ρώτημα του ηγούμενου ακολούθησε έναν καλόγερο και πήγε με τη Θέκλα σ' ένα κελί, όπου τους έστρωσαν να πλαγιάσουν.
Ήταν και οι δυο κουρασμένοι τόσο που κοιμήθηκαν αμέσως.
- ↑ Σκάμπα: το σημερινό Ελβασάν.