Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
ΙΑ'. Ο κατάσκοπος


Δεν είχε κανένα καταφύγιο εκεί που ήταν τ' άλογα. Αφού όμως περπάτησαν λίγην ώρα, είδαν παρακάτω στην πέτρινη πλαγιά του βουνού ένα μεγάλο απότομο βράχο που κρέμουνταν πάνω από το βαθύ γκρεμνό.

- Πάμε κει, είπε ο Αλέξιος. Ίσως βρούμε καμιά σπηλιά, και τότε φέρνομε και τ' άλογα μας και τα δένουμε κοντά μας για να μην πάθομε πάλι τα ίδια της άλλης νύχτας.

- Φοβάσαι τους λύκους;

- Ελπίζω να μην κατέβουν ως εδώ, δεν είμαστε πια τόσο ψηλά. Μα καλύτερα να προφυλάξομε τα ζώα μας.

Βγήκαν από το δάσος και κατέβηκαν με προσοχή. Μα δε βρήκαν σπηλιά.

- Ας κάνομε το γύρο του βράχου, πρότεινε η Θέκλα. Ίσως έχει κανένα άνοιγμα από το πίσω μέρος.

- Δώσε μου το χέρι σου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, μη γλιστρήσεις και πέσεις στο βάραθρο.

Και σιγά, προσεκτικά, έκαναν μερικά βήματα κατά το γκρεμνό.

Έξαφνα ο Αλέξιος που ήταν μπροστά σταμάτησε κι έσφιξε το χέρι της Θέκλας.

- Τι είναι; ρώτησ' εκείνη σιγά.

- Σώπα... άκουσε... ψιθύρισε ο άντρας της.

Η Θέκλα πλησίασε και ακροάστηκε. Της φάνηκε πως άκουε ένα μουρμούρισμα σαν ομιλίες μακρινές.

- Κάποιος μιλά, είπε χαμηλόφωνα, μα πού είναι;

- Μέσα στο βράχο, αποκρίθηκε επίσης σιγά εκείνος. Πρέπει να είναι σπηλιά μα δε βλέπω είσοδο από τούτο το μέρος...

Έκαναν δυο βήματα προσέχοντας να μην παραπατήσουν και τους προδώσει ο κρότος. Του φάνηκε του Αλέξιου πως, όσο προχωρούσε, οι ομιλίες ακούουνταν καθαρότερες. Αλλ ' αφού πέρασε ένα ορισμένο σημείο, οι ομιλίες απομακρύνουνταν πάλι. Γύρισε λοιπόν πίσω, και με προσοχή σκαρφάλωσε στο βράχο. Εκεί, από μια χαραματιά, φέγγριζε ένα αμυδρό φως. Η Θέκλα τον είχε ακολουθήσει.

- Σιωπή... ψιθύρισε ο Αλέξιος στο αυτί της, και άκουε...

Τωόντι οι ομιλίες ακούουνταν καθαρά εκεί. Ξεχώριζαν δυο φωνές αντρίκειες.

- Σου λέω πως δεν πήγαν στη Σκάμπα, όπως δεν πήγαν και στο Βουτέλιο, έλεγε η μια φωνή. Το ξέρω για βέβαιο...

- Μα τέλος πάντων τι σε νοιάζει; Το χαρτί αυτό ούτε το είδες, διέκοψε η άλλη φωνή, μπορεί να μην ήταν και τίποτα.

- Αν δεν ήταν τίποτα δε θα τον χαιρετούσε τόσο βαθιά ο εκατόνταρχος μόλις το άνοιξε, είπε η πρώτη φωνή. Άλλωστε αν δεν το διάβασα το είδα όμως. Και χωρίς αυτό τον καταραμένο παραγιό που μπήκε μεταξύ μας, τάχα να μαζέψει το μαχαίρι μου, θα έβλεπα αν είχε τη βασιλική σφραγίδα.

Ο Αλέξιος έσφιξε το χέρι της Θέκλας.

- Ο καλόγερος... ψιθύρισε.

- Και ο οδηγός μας, αποκρίθηκε η Θέκλα. Άκου... είναι η φωνή του...

- Λοιπόν γιατί δεν πήγες αμέσως να τους καταγγείλεις στην Αχρίδα αφού τους είδες που περνούσαν την Πρέσπα; έλεγε η δεύτερη φωνή.

- Γιατί πρώτα - πρώτα δεν είμαι βέβαιος. Υποψιάζομαι μόνο. Αν ζητούσα στρατιωτική βοήθεια κι έβγαινα γελασμένος θα μου έλεγαν πως τους περιγελώ, σαν που μου το είπαν για τον άλλον εκείνο, τον Έλληνα τάχα κατάσκοπο που έπιασα και που βρέθηκε να είναι δικός μας. Ύστερα είναι και το ζήτημα της πληρωμής. Τους ξέρω όλους αυτούς τους μασκαράδες! Αν πιάσουν τούτο τον ψευτοπραματευτή και βγω σωστός, θα βρουν τρόπο να πάρουν όλη τη δόξα... και τον παρά. Και τρέχα γύρευε συ το δίκιο σου! Το πολύ καμιά μαχαιριά μπορεί να φας για να σωπάσεις! Πρέπει να είμαι βέβαιος πρώτα, γι' αυτό σ' έστειλα να τους παραμονεύεις.

- Τι να σου κάμω, σ' όλο το δρόμο πρόσεχα όσο μπορούσα, είπε η δεύτερη φωνή, μα δεν άκουσα και δεν παρατήρησα τίποτα. Μου φάνηκε μόνο πως με υποψιάζουνταν και με στραβοκοίταζαν, και φοβήθηκα μη μ' αναγνωρίσουν με όλη τη βαφή που είχα χύσει στα μαλλιά μου. Λοιπόν τότε είπα πως άλλαξα γνώμη και θα πάγω στο χωριό μου, και με άφησαν να φύγω χωρίς να διαμαρτυρηθούν.

- Και ύστερα πια δεν τους είδες;

- Όχι.

- Είσαι βλάκας! είπε θυμωμένα η πρώτη φωνή. Στο χέρι σου ήταν να τους ακολουθήσεις χωρίς να σε δουν, αν φοβήθηκες μη σε γνωρίσουν.

- Και ποιος θα σε ειδοποιούσε σένα πως είναι δω;

- Ας ερχόσουν τη νύχτα.

- Και αν έβλεπαν πως έλειπα, χειρότερο δε θα ήταν; Θα έβαζαν υποψίες και θα έφευγαν προς τα μέσα του βουνού. Ενώ έτσι, χωρίς υποψία, δεν τρελάθηκαν να φύγουν από το μονοπάτι που είναι τόσο καλά κρυμμένο μες στα δέντρα, όπου δεν τους βλέπει κανείς, και απ' όπου φαίνεται ο μεγάλος δρόμος που τους οδηγεί. Λες πως δεν κατέβηκαν στη Σκάμπα;

- Αυτό σου το βεβαιώνω.

- Μα τότε θα περάσουν τη νύχτα στο βουνό αφού χωριό δε βρίσκεται εδω. Δεν μπορούν να γλιτώσουν από τα χέρια μας. Εσύ θα τους παραμονεύεις εδώ κι εγώ θα πάω να φυλάω στο σταυροδρόμι, όπου, θέλουν δε θέλουν, θα περάσουν σε όποιο μέρος και αν πηγαίνουν.

Λίγη ώρα σώπασαν οι δυο φωνές. Ο Αλέξιος και η Θέκλα βαστούσαν την αναπνοή τους.

Σε λίγο ακούστηκε πάλι η φωνή του οδηγού.

- Λοιπόν, Μπόρις... Δε σου έρχεται αυτό που σου λέγω;

- Αν τον απαντήσω εδώ μονάχος τι θα κάνω; είπε ο ψευτοκαλόγερος.

- Θα τον ξεπαστρέψεις, όπως ξεπάστρεψες τον παπα - Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο οδηγός. Και γέλασε.

- Ο Παφνούτιος ήταν γέρος και αδύνατος, ένα ωχ δεν πρόφτασε να βγάλει. Πως είχε ένα σύντροφο; Και αυτός δε μετρούσε, ήταν άοπλος, δεν κοπίασες ούτε κινδύνευσες. Πήγε και αυτός στις αιώνιες μονές χωρίς πάλη. Ύστερα είχα δει και το γράμμα του γέρου, ήξερα τι πολύτιμο που ήταν στα χέρια μου ένα τέτοιο έγγραφο, για να γυρίζω ελεύθερα ανάμεσα στους εχθρούς, ακόμα και ως μέσα στο στρατόπεδο τους, ντυμένος με το ράσο του γέρου. Άξιζε να το δοκιμάσω. Μα τούτος που μου κάνει τον έμπορο είναι νέος, και μοιάζει να το λέει η καρδιά του. Θ' αντισταθεί... και φαίνεται γερός... Τον είδες; Κυπαρίσσι είναι η κορμοστασιά του!

- Εσύ είσαι θηρίο στη δύναμη.

- Μα αυτοί είναι δυο.

- Μπα! Το λογαριάζεις αυτό το παλιόπαιδο; Μια βουκιά θα το κάνεις. Ούτε δεκαπέντε χρόνων δεν είναι!

- Είναι όμως αφοσιωμένο στον παραφέντη του. Χωρίς το παλιόπαιδο που λες, θα έβλεπα το έγγραφο και θα ήξερα για βέβαιο τι είναι αυτός...

- Τότε περίμενε ως αύριο και πήγαινε να φέρεις στρατιώτες.

- Δεν έχω ανάγκη να περιμένω ως αύριο. Όπου και αν είναι θα περάσει μια περιπολία. Δεν έχω παρά να κατέβω ως το μεγάλο δρόμο για να τους βρω. Εσύ ωστόσο να πας εκεί που χωρίζουν οι δρόμοι. Εκεί θα σε βρω. Αν τους δεις να περάσουν πριν έλθω, μην τα χάσεις. Μαχαίρωσε τον έμπορο, αυτός έχει τα χαρτιά...

Ο Αλέξιος έσκυψε στο αυτί της Θέκλας.

- Κατέβα με προσοχή, ψιθύρισε.

Η Θέκλα κατέβηκε και ο Αλέξιος την ακολούθησε. Το φεγγάρι πρόβαινε πίσω από την κορυφή του βουνού.

Η καρδιά της Θέκλας χτυπούσε σκεπαρνιές στο στήθος της.

Ο Αλέξιος πήρε το πρόσωπο της στα δυο του χέρια και την κοίταξε.

- Φοβάσαι; ρώτησε.

- Όχι, αποκρίθηκε η Θέκλα.

Από τη χαραματιά του βράχου εξακολουθούσαν ν' ακούονται οι δυο φωνές σα μουρμουρίσματα.

Ο Αλέξιος έβγαλε όλα του τα χαρτιά, μαζί και το γράμμα του καλόγερου για το δεσμοφύλακα της Σκάμπας, και τα έδωσε της Θέκλας.

- Γρήγορα, της είπε, κρύψε τα στον κόρφο σου. Η Θέκλα τάκρυψε αμέσως.

Ύστερα πήρε ο Αλέξιος το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου και το πέρασε στο χέρι της. Ήταν μεγάλο πολύ για τα λεπτά της δάχτυλα.

- Πέρασε το στην αλυσίδα που έχεις στο λαιμό σου, γρήγορα, της είπε.

Και το έκρυψε κι αυτό η Θέκλα στο στήθος της, πλάγι στο τίμιο ξύλο.

Ο Αλέξιος έβγαλε το μαχαίρι του Ασώτη.

- Τι θα κάνεις τώρα; ρώτησε η Θέκλα.

- Θα εκδικήσω τον πάτερ - Παφνούτιο.

- Αλέξιε!

- Ή ταν ή επί τας. Ήλθε η ώρα, Θέκλα, να θυμηθείς πως είσαι Γαλαξειδιώτισσα.

- Έννοια σου! Το θυμούμαι. Τι θέλεις να κάμω; Οι ομιλίες εξακολουθούσαν μέσα στο βράχο.

Ο Αλέξιος πήρε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του και τη φίλησε.

- Ν' ανέβεις τώρα στο βράχο εκεί και ν' ακούς. Σαν καταλάβεις πως βγαίνουν, κάνε μου νόημα, τους περιμένω εδώ. Αν νικήσω, φεύγομε αμέσως για το Δυρράχιο. Αν πέσω, θα φύγεις εσύ μόνη. Κρύψου όπου μπορείς, φύγε όπως μπορείς, μα πρέπει να φθάσεις στο Δυρράχιο... ακούς; Πρέπει να φθάσεις στο Δυρράχιο!

Η Θέκλα έκλεισε το στόμα του με το χέρι της.

- Σώπα... ψιθύρισε, έρχονται...

Οι ομιλίες είχαν σταματήσει.

Από το μέρος του γκρεμνού ακούστηκαν βήματα που πλησίαζαν.

Ο Αλέξιος έσπρωξε τη Θέκλα σε κάτι χαμόδεντρα και στάθηκε με τη ράχη στο βράχο.

Έξαφνα πρόβαλαν δυο άντρες. Στο άσπρο φως του φεγγαριού, ο Αλέξιος αναγνώρισε τον καλόγερο με τα μαύρα γένια και το μαραγκό του χωριού, τον ψευτοανεψιό του.

Την ίδια ώρα τον είδαν κι αυτοί.

Ο μαραγκός ξεστόμισε μια βλαστήμια κι αρπάζοντας το μαχαίρι του χίμησε πάνω στον Αλέξιο.

Δεν πρόφθασε όμως να τον χτυπήσει. Γοργά ρίχτηκε ο Αλέξιος στο πλάγι και του κάρφωσε το μαχαίρι του στο λαιμό.

Ο μαραγκός σωριάστηκε ψυχορραγώντας.

Ο Μπόρις είχε κοντοσταθεί, δισταχτικός. Καθώς όμως είδε το σύντροφο του να πέφτει, μούγκρισε σα θηρίο. Έβγαλε από τον κόρφο του ένα μαχαίρι, μ' αντί να χτυπήσει τον Αλέξιο από μπρος, προσπάθησε να τον πλησιάσει με πονηριά, για να τον αναγκάσει ν' απομακρυνθεί από το βράχο.

- Θα σε σφάξω σα σκυλί! ούρλιασε.

Από το μεγάλο δρόμο ανέβηκε έξαφνα μια βοή από κλαγγή όπλων και ποδοβολητά αλόγων.

- Η περιπολία! μουρμούρισε η Θέκλα. Αχ, Αλέξιε μου, καημένε.

Μα ο Αλέξιος, σφίγγοντας το μαχαίρι του, περίμενε ατάραχα να του ριχτεί ο ψευτοκαλόγερος. Καθώς σήκωσε αυτός το χέρι να χτυπήσει, του τράβηξε ο Αλέξιος μια ξανάστροφη με τέτοια ορμή, που τ' όπλο πέταξε από τα χέρια του.

Ήταν όμως θηρίο στη δύναμη ο Μπόρις, όπως το είχε πει ο σύντροφος του. Ξέφυγε τη μαχαιριά του Αλέξιου και, ζυγώνοντας τον άρπαξε από τη μέση και τον έσφιξε στα σιδερένια του χέρια τόσο, που κόπηκε η αναπνοή του και παράλυσαν οι κινήσεις του.

Η στιγμή ήταν φοβερή. Ο Αλέξιος πέταξε το μαχαίρι του και μ' ένα τίναγμα απελπισμένο ελευθέρωσε τα χέρια του.

Ο θυμός γιγάντωνε τη δύναμη του. Άρπαξε τον κατάσκοπο από το λαιμό κι τον έσφιξε με λύσσα να τον πνίξει.

- Βοήθεια! φώναξε αυτός, και με πνιγμένη φωνή ξαναείπε: Βοήθεια! Κλέφτες... Με σφάζουν...

Οι στρατιώτες από το δρόμο είχαν ακούσει την πρώτη φωνή του Μπόρις. Στο φως του φεγγαριού είδαν δυο άντρες που πάλευαν κι έτρεξαν κατά το βουνό.

Η Θέκλα πετάχθηκε από τον κρυψώνα της, μα ο Αλέξιος δεν την είδε.

Ο θυμός τον τύφλωνε. Έσφιγγε ολοένα περισσότερο το λαιμό του Μπόρις, που γύρευε με απελπισμένα τινάγματα να ξεφύγει από τα χέρια που σαν τσιγκέλια τον έσερναν αβάσταχτα προς τον γκρεμνό.

Ο Αλέξιος δε μιλούσε. Με σφιγμένα δόντια πάλευε, γυρεύοντας να φέρει τον εχθρό του στο χείλι του βουνού.

Κι έξαφνα, σαν πτώμα τον σήκωσε στα δυνατά του χέρια και με μια σπρωξιά τον γκρέμισε στο χάος.

Το σώμα τινάχθηκε από βράχο σε βράχο και κυλίστηκε ματωμένο και άμορφο στη ρίζα του βουνού.

Η Θέκλα, κολλημένη στο βράχο, είχε ακολουθήσει με αγωνία την πάλη.

Καθώς είδε τον κατάσκοπο να χάνεται στο γκρεμνό, ρίχθηκε προς τον άντρα της.

- Τρέχα! Για το Θεό, τρέχα! Οι στρατιώτες φθάνουν...

Ο Αλέξιος άρπαξε το χέρι της κι έτρεξαν μαζί κατά τα δέντρα όπου χώθηκαν.

- Τ' άλογα μας! Αχ, να τα προφθαίναμε!

Μα οι στρατιώτες ανέβαιναν. Ούτε εκατό βήματα δεν τους χώριζαν πια.

Ο Αλέξιος έριξε πίσω μια ματιά και είδε πως ήταν αδύνατο πια να γλιτώσουν.

Οι στρατιώτες είχαν φθάσει τόσο κοντά, που θα τους έβρισκαν μες στα δέντρα και θα τους έπιαναν και τους δυο.

- Φύγε, Θέκλα, μόνη σου, φύγε! της φώναξε, κι εκτέλεσε συ την αποστολή μου.

- Όχι, μαζί θα πεθάνομε, αποκρίθηκε κείνη. Δε σ' αφήνω!

- Φύγε! της πρόσταξε. Φύγε για να πας εκεί που ξέρεις... Το θέλω!

Η φωνή του ήταν τόσο επιτακτική, που τη νίκησε.

Θυμήθηκε έξαφνα το Γαλαξείδι, το θάνατο του Χαραλάμπη, την καταστροφή που είχε πέσει στην πατρίδα της σαν πλάκωσαν οι Βούλγαροι. Ξύπνησε μέσα της ακράτητο και δυνατότερο και από την αγάπη της ακόμα, το μίσος για τους εχθρούς της πατρίδας της.

Έριξε το χέρι της γύρω στο λαιμό του, τον φίλησε και χάθηκε μες στα δέντρα.

Ο Αλέξιος δεν είχε σταματήσει. Έτρεχε ίσια προς το μέρος όπου είχαν αφήσει τ' άλογα τους.

Μα δυο στρατιώτες τον είδαν, έκαμαν έναν αλλόγυρο και του έκοψαν το δρόμο. Την ίδια στιγμή έφθαναν πίσω του οι υπόλοιποι άντρες της περιπολίας. Τον έζωσαν, τον έριξαν χάμω και τον έπιασαν.

Ο Αλέξιος δεν είχε πια ούτ' ένα μαχαίρι απάνω του. Αφού τον έδεσαν χεροπόδαρα, ο αξιωματικός της περιπολίας πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά.

- Πώς σε λένε; ρώτησε.

- Σου είναι αδιάφορο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.

- Πρόσεξε! Μπορώ να σε σφάξω! είπε με θυμό ο αξιωματικός.

- Το κέφι σου, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Ο αξιωματικός άφρισε.

- Θα σε ψήσω ζωντανό!

- Είμαι στα χέρια σου, είπε ο Αλέξιος.

Ο Βούλγαρος σήκωσε τη λόγχη του να τον τρυπήσει. Μα βαστάχθηκε.

- Όχι, είπε γελώντας σαρκαστικά. Θα σου έκανα πολύ μεγάλη χάρη! Άλλο τέλος σου χρειάζεται σένα. Να μου πεις αμέσως, γιατί σκότωσες αυτό τον άνθρωπο;

- Δεν έχω λόγο να σου δώσω, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.

- Ψάξτε τον, πρόσταξε ο αξιωματικός.

Οι στρατιώτες τον έγδυσαν και σκάλισαν τα ρούχα του. Δε βρήκαν όμως κανένα χαρτί, ούτε τίποτα που να έλεγε τ' όνομα του, την τέχνη του. Βρήκαν όμως την πέτσινη ζώνη που είχε μέσα ακόμα πολλά χρήματα.

- Πού βρήκες αυτά τα φλουριά; ρώτησε ο αξιωματικός.

Ο Αλέξιος δεν αποκρίθηκε.

- Δε θέλεις να μου το πεις; ξαναείπε ο Βούλγαρος. Ο Αλέξιος σιωπούσε.

- Η σιωπή του τον καταδικάζει, είπε ο αξιωματικός στους στρατιώτες. Το πράμα είναι φανερό. Τον σκότωσε, τον έκλεψε και γύρευε να πάρει τα βουνά. Δέστε τον σ' ένα άλογο και δρόμο για τη Σκάμπα. Εκεί, στα χέρια του δήμιου θα πει την αλήθεια και θ' αποφασιστεί η τύχη του.

Καβαλίκεψαν πάλι όλοι, έδεσαν τον Αλέξιο σ' ένα άλογο και βιαστικά κατέβηκαν το βουνό ως κάτω, στο μεγάλο δρόμο.

Ύστερα έστρεψαν δεξιά και τράβηξαν κατά τη Σκάμπα.