Για την πατρίδα/Κεφάλαιο Η'
←Ζ'. Πραματευτής και παραγιός | Για την πατρίδα Συγγραφέας: Η'. Ο καλόγερος |
Θ'. Οι λύκοι→ |
Ένα στρατιωτικο σώμα είχε ζώσει το σπίτι. Μερικοί στρατιώτες κι ένας αξιωματικός μπήκαν στην κάμαρα όπου ήταν μαζεμένοι οι ταξιδιώτες, κι άλλοι απ' έξω φύλαγαν την πόρτα.
Ο ξενοδόχος συνόδευε τον αξιωματικό με χίλιες υποκλίσεις και κομπλιμέντα.
Η Θέκλα έριξε μια ματιά του Αλέξιου. Δεν αναγνώριζε κείνη τις στολές, δεν είχε καταλάβει αν ήταν Έλληνες ή Βούλγαροι.
Το πρόσωπο όμως του Αλέξιου ήταν ατάραχο. Συλλογίστηκε η Θέκλα τα χαρτιά του, που ήταν κρυμμένα στα ρούχα του μέσα, και πάγωσε.
- Αν ήταν Βούλγαροι;
- Όλοι να σταθούν στη σειρά, πρόσταξε ο αξιωματικός.
Και ο ίδιος κάθησε σ' ένα σκαμνί και φώναξε τον ξενοδόχο.
- Τους ξέρεις όλους αυτούς ποιοι είναι; ρώτησε.
- Ναι, αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, όλους τους ξέρω. Είναι από τα γειτονικά χωριά. Μόνο αυτούς δεν ξέρω.
Και με το δάχτυλο έδειξε τον Αλέξιο και τη Θέκλα.
- Βγάλε όλους τους άλλους από δω μέσα λοιπόν, είπε ο αξιωματικός. Μα να μη φύγει κανένας, φώναξε βλέποντας τους άλλους να βγαίνουν βιαστικοί. Κλείσε τους σε άλλο δωμάτιο. Πρέπει έναν - ένα να τους εξετάσω.
Και πρόσταξε δυο στρατιώτες να τους συνοδέψουν και να τους φυλάξουν.
- Κι αυτόν δεν τον ξέρω, είπε ο ξενοδόχος καθώς σηκώθηκε ο καλόγερος να φύγει.
- Να μείνει κι αυτός, πρόσταξε ο αξιωματικός. Ο καλόγερος σταμάτησε. Όλοι οι άλλοι είχαν βγει έξω, μόνο ο νέος που κάρφωνε το παραθυρόφυλλο στάθηκε στην πόρτα και περίμενε.
- Από πού είσαι; ρώτησε ο αξιωματικός τον καλόγερο.
- Από την Άγια Λαύρα[1] του Άθωνα.
- Πώς βρέθηκες εδώ;
- Ήλθα να πάρω τον ανεψιό μου που θέλει να γίνει παπάς.
- Ποιος είναι ο ανεψιός σου;
Ο καλόγερος έδειξε το νέο που στέκουνταν στην πόρτα.
Ο αξιωματικός ρώτησε τον ξενοδόχο αν τον γνώριζε.
- Ναι, είπε αυτός. Είναι από άλλο χωριό μα έρχεται συχνά εδώ πέρα. Είναι μαραγκός, και σαν έλθει μας διορθώνει ό,τι σπασμένο έχομε.
Ο αξιωματικός γύρισε πάλι στον καλόγερο.
- Είπες πως έρχεσαι από τη Μονή της Άγιας Λαύρας;
- Ναι.
- Μπορείς να μου δώσεις καμιάν απόδειξη πως μου λες την αλήθεια;
Ο καλόγερος έβγαλε από το ράσο του ένα γράμμα και το έδωσε του αξιωματικού.
- Έχει την υπογραφή του ηγούμενου, είπε.
Ο αξιωματικός το πήρε κι εξέτασε την υπογραφή. Ήταν γνήσια. Ύστερα διάβασε το γράμμα όλο, και με σεβασμό το επέστρεψε στον καλόγερο.
- Λυπούμαι, είπε, που αναγκάστηκα να σε βαστάξω τόση ώρα. Μα οι διαταγές μου είναι ρητές. Είσαι ελεύθερος να πας όπου θέλεις.
Ο καλόγερος υποκλίθηκε με το χέρι απλωμένο στο στήθος του και άρχισε να συμμαζεύει σιγά - σιγά το μαχαίρι του, το ψωμί και τις ελιές και να τα ξαναβάζει στο μπογαλάκι του.
Με την άκρη του ματιού του έκανε νόημα του μαραγκού να φύγει, και ο νέος χάθηκε στη στιγμή.
Η Θέκλα το αντιλήφθηκε. Το ανήσυχο βλέμμα της δεν έφευγε από πάνω του. Παρατήρησε πως με πολύ αργές κινήσεις μάζευε τα φαγιά του ο καλόγερος και τα κοίταζε και τα μύριζε και τα εξέταζε σα να μην τα είχε δει ποτέ του.
Ο αξιωματικός ωστόσο είχε στραφεί στον Αλέξιο.
- Πώς σε λένε; ρώτησε.
- Γαβριήλ Νικολίτση, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Είμαι πραματευτής και πηγαίνω στο Βουτέλιο...
- Στο Βουτέλιο; διέκοψε τραχιά ο αξιωματικός. Τα χαρτιά σου!
- Μάλιστα, είπε ατάραχα ο Αλέξιος...
Μ ' αντί τα βουλγάρικα γράμματα που περίμενε η Θέκλα, ο Αλέξιος έβγαλε το αυτοκρατορικό έγγραφο και το έδειξε του αξιωματικού με τρόπο ώστε να μη δει τίποτα ο ξενοδόχος.
Την ίδια στιγμή ο καλόγερος γύρισε κι έσκυψε κοντά στον αξιωματικό για να πιάσει το μαχαίρι του που του είχε πέσει.
Αυθόρμητα χώθηκε και η Θέκλα ανάμεσα στον αξιωματικό και στον καλόγερο, τάχα να του το μαζέψει.
Ο καλόγερος σήκωσε βιαστικά το κεφάλι. Μ' αντί το έγγραφο είδε τον Γρηγόρη.
Τα μαύρα μάτια του έβγαλαν σπίθες.
- Θες τίποτα; ρώτησε απότομα.
- Ήθελα να μαζέψω το μαχαίρι που σου έπεσε, αποκρίθηκε η Θέκλα.
- Το μάζεψα, δεν είχα την ανάγκη σου, είπε οργισμένος ο καλόγερος.
Και ξαναγύρισε στο μπογαλάκι του.
Ο αξιωματικός καθώς έριξε μια ματιά στο έγγραφο ξαφνίστηκε, κοίταξε τον Αλέξιο, δίπλωσε βιαστικά το χαρτί και του το επέστρεψε.
Τον χαιρέτησε βαθιά και του είπε χαμηλόφωνα με τρόπο που να τον ακούσει μόνον εκείνος.
- Θα έλθω να σε δω στην κάμαρα σου. Έχω να σου πω ιδιαιτέρως.
Ο Αλέξιος φύλαξε ήσυχα το έγγραφο και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Θέκλα τον ακολούθησε πηγαίνοντας μερικά βήματα πίσω, όπως ταίριαζε σε παραγιό.
Περνώντας όμως έριξε μια ματιά του καλόγερου και παρατήρησε πάλι πως με την άκρη του ματιού του ακολουθούσε προσεκτικά την κάθε κίνηση του Αλέξιου.
Μόλις βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιο τους, η Θέκλα ρώτησε τον άντρα της ανήσυχα τι ήταν ο αξιωματικός αυτός.
- Δικός μας βέβαια. Είναι εκατόνταρχος[2]. Δεν είδες τη στολή του; αποκρίθηκε ο Αλέξιος.
- Τι ήλθε να κάμει εδώ;
- Ποιος ξέρει; Κάποια αιτία θάχουν για να γυρίζουν και να ψάχνουν έτσι στα διάφορα χωριά εξετάζοντας τους ξενώνες.
- Πώς δεν κατάστρεψες αμέσως τα χαρτιά σου σαν άκουσες πως έφθαναν στρατιώτες; Δεν ανησύχησες;
- Βέβαια ανησύχησα! Και θα τα έριχνα αμέσως στη φωτιά, αν ήταν Βούλγαροι. Γι' αυτό έτρεξα στο παράθυρο. Μ' από τις στολές τους είδα πως ήταν δικοί μας.
- Αλέξιε, είπε σιγά η Θέκλα, παρατήρησες τον παπά;
- Ποιον παπά; Εκείνον που έτρωγε πλάγι μας;
- Ναι... δε μ' αρέσει ούτε ο τρόπος του ούτε το βλέμμα του. Όταν έβγαλες το έγγραφο έριξε χάμω, από το μέρος σου, το μαχαίρι του, για να βρει πρόφαση να σκύψει κοντά σου και να το δει.
- Και το είδε; ρώτησε ξαφνισμένος ο Αλέξιος.
- Όχι. Έκανα πως θα του το μαζέψω και στάθηκα μπροστά του. Μ' αν έβλεπες το βλέμμα του σα με κοίταξε! Τι κακία γέμιζε τα μάτια του!... Ο Αλέξιος τη φίλησε.
- Καλά έκανες και ήλθες μαζί μου, της είπε. Σεις οι γυναίκες βλέπετε και νιώθετε ένα σωρό πράματα που μας ξεφεύγουν εμάς. Τίποτα δεν είδα απ' όσα μου λες.
Σε λίγη ώρα ήλθε ο εκατόνταρχος στο δωμάτιο τους. Με προσοχή έκλεισε την πόρτα, και χαιρετώντας βαθιά τον Αλέξιο:
- Άρχοντα μου, του είπε, αλήθεια πηγαίνεις στο Βουτέλιο; Έχω χρέος να σου πω πως οι εχθροί είναι παντού, και ο μεγάλος δρόμος βρίσκεται στα χέρια τους. Και δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να σε συνοδεύσω ως εκεί γιατί έχω άλλες διαταγές.
- Δεν πηγαίνω στο Βουτέλιο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, ούτε έχω σκοπό ν' ακολουθήσω το μεγάλο δρόμο. Θα πάρω τα βουνά με το σύντροφο μου, και νομίζω πως ευκολώτερα θα περάσομε απαρατήρητοι δυο, παρά ολόκληρο σώμα.
Ο αξιωματικός κουνούσε το κεφάλι του συλλογισμένος.
- Είναι επικίνδυνο να πάτε μόνοι, είπε. Δεν μπορώ να σας συνοδεύσω πολύ μακριά, μα θα έλθω ως το ρίζωμα του βουνού με τους στρατιώτες μου, κι ύστερα πια πηγαίνεις μόνος με τη βοήθεια της Παναγίας.
Ο εκατόνταρχος χαιρέτησε να φύγει. Μα ο Αλέξιος τον σταμάτησε.
- Κάτι θέλω ακόμα να σε ρωτήσω, είπε. Με ποιο σκοπό κάνατε εδώ την έρευνα;
- Γυρεύομε έναν κατάσκοπο Βούλγαρο, αποκρίθηκε ο αξιωματικός. Μα κρύβεται τόσο καλά που δεν μπορούμε να τον ανακαλύψομε. Έχομε αποδείξεις πως κάπου εδώ γυρίζει, και διάφορα σώματα μας τον ζητούν. Μας παίζει όμως όλους. Πάει και τούτη η έρευνα χαμένη. Εξέτασα όλους τους ξένους, γύρεψα σ' όλο το σπίτι αν είναι κρυμμένος κανείς. Και βεβαιώθηκα πως δεν είναι εδώ.
Ο Αλέξιος δίστασε μια στιγμή. Ύστερα ρώτησε:
- Ποιος είναι εκείνος ο καλόγερος που εξέτασες;
- Είναι ένας πολύ άγιος μοναχός. Έχει γράμμα του ηγούμενου της Άγιας Λαύρας που τον συστήνει θερμότατα σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς. Παρακαλεί να τον βοηθήσουν και να τον υποστηρίξουν σε ό,τι ζητήσει, όπου και αν πάγει. Τόσο πολύ τον συστήνει το γράμμα, που μου φαίνεται να είναι υπερβολικό λιγάκι από μέρος του ηγούμενου, γιατί επιτέλους αυτός δε ζητά και τίποτα. Ήλθε μόνο να πάρει τον ανεψιό του, λέγει.
- Πώς τον λεν; ρώτησε ο Αλέξιος.
- Παφνούτιο, αποκρίθηκε ο αξιωματικός. Στο γράμμα του ο ηγούμενος τον γράφει πάτερ - Παφνούτιο.
- Και είσαι βέβαιος πως η υπογραφή είναι γνήσια;
- Ναι! Την έχω ξαναδεί σ' άλλα γράμματα. Το γράμμα τούτο έχει και τη βούλα του μοναστηριού... Μα γιατί ρωτάς; Τι υποψιάζεσαι;
- Τίποτα, είπε ο Αλέξιος. Ήθελα μόνο να ξέρω πως αλήθεια αναγνώρισες τη βούλα και την υπογραφή.
Ο εκατόνταρχος χαιρέτησε και βγήκε, αφού πρώτα ειδοποίησε τον Αλέξιο πως την άλλη μέρα τα χαράματα θα έφευγε με τους στρατιώτες του λίγο νωρίτερα από τον Αλέξιο και θα τον περίμενε στο γύρισμα του δρόμου μες στα δέντρα, για να μη δώσει καμιά υποψία στους άλλους ταξιδιώτες αν τον έβλεπαν μαζί του.
Ο Αλέξιος ωστόσο δεν ικανοποιήθηκε με τις εξηγήσεις του αξιωματικού. Βγήκε έξω και φώναξε τον ξενοδόχο με την πρόφαση να του ζητήσει ένα λυχνάρι, κι έπιασε κουβέντα μαζί του.
Απ' έξω - απ' έξω τον ρώτησε πληροφορίες για τον καλόγερο κι έμαθε πως είχε φύγει ήδη.
Ο Αλέξιος ξαφνίστηκε και ρώτησε αν από την αρχή είχε σκοπό να ξεκινήσει τόσο γρήγορα.
- Όχι, αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, μα αποφάσισε να πάει ως το χωριό του ανεψιού του για να δει την αδερφή του, μια και ήλθε ως εδώ. Ο ανεψιός του, λέγει, θα τον ανταμώσει εκεί και θα φύγουν μαζί.
Ο Αλέξιος ζήτησε να δει τον ανεψιό του. Τον γύρεψαν παντού μα δεν τον βρήκαν.
- Θα δουλεύει σε κανένα γειτονικό σπίτι, εξήγησε ο ξενοδόχος. Σαν έλθει στο χωριό μας κάνει το γύρο όλων των σπιτιών κι επιδιορθώνει τα σπασμένα.
Και ξέσπασε τότε στα παράπονα για τις δυσκολίες που έφερναν στη δουλειά του οι έρευνες αυτές που γίνουνταν κάθε λίγο, τόσο που κατάντησε να φοβούνται οι ταξιδιώτες να έρχουνται στους ξενώνες, όπου έβρισκαν το μπελά τους με τις εξετάσεις. Και μη σου φανεί παράξενο αν έφυγε γι' αυτό το λόγο τόσο ξαφνικά ο καλόγερος, εξακολούθησε.
Και ξανάρχισε τα παράπονα πως έτρωγαν κι έπιναν τόσο οι στρατιώτες, που όσα και αν πλήρωνε ο αξιωματικός τους πάντα έβγαινε ζημιωμένος αυτός.
Ο Αλέξιος βαρέθηκε τις μωρολογίες του, τον καληνύχτισε και πήγε στο δωμάτιο του.
- Δεν έμαθα τίποτα κακό ή ανησυχητικό για τον καλόγερο, είπε της Θέκλας. Ίσως να φαντάστηκες τα πράματα δραματικότερα απ' ό,τι ήταν.
Η Θέκλα δεν αποκρίθηκε. Μα έμεινε με την εντύπωση της την πρώτη.
Την άλλη μέρα τα ξημερώματα έφυγαν.
Βρήκαν τους στρατιώτες με τον εκατόνταρχο στο γύρισμα του δρόμου, όπως το είχε πει, και μαζί κατέβηκαν στην κοιλάδα.
Πέρασαν βόρεια από τη λίμνη του Όστροβου κάνοντας αλλόγυρο για ν ' αποφύγουν τη χώρα του Όστροβου και περπατώντας πάντα μες στα δέντρα.
Από μακριά διέκριναν ένα μικρό σώμα βουλγάρικο. Μα καθώς είδαν αυτοί τους Έλληνες σκορπίστηκαν κι έγιναν άφαντοι.
Ώς τη ρίζα του βουνού τούς συνόδευαν οι στρατιώτες. Εκεί όμως χωρίστηκαν. Ο αξιωματικός έσφιξε το χέρι του Αλέξιου και αυτός τον ευχαρίστησε εγκάρδια.
- Καλή τύχη, άρχοντα μου, ευχήθηκε ο εκατόνταρχος. Από δω και πέρα η Παναγία να σε φυλάει. Δικούς μας δε θ' απαντήσεις πια, είσαι στη φωλιά των εχθρών. Πάρε από τα βουνά, απόφυγε το Βουτέλιο και την Αχρίδα. Όσο κι αν σε δείχνουν έμπορο τα χαρτιά σου δε θα καλοπεράσεις στα χέρια τους, προπάντων που έχεις και χρήματα. Ζούμε σε κακούς καιρούς... Μα όλοι αυτοί οι κίνδυνοι δε μοιάζουν να σε φοβίζουν, πρόσθεσε βλέποντας την αταραξία του Αλέξιου. Ο Θεός μαζί σου, άρχοντα μου.
- Στο καλό! απάντησε ο Αλέξιος.
Ο εκατόνταρχος και οι στρατιώτες γύρισαν πίσω, και ο Αλέξιος με τη γυναίκα του, ντυμένη πάντα στ' αγορίστικά της ρούχα, τράβηξαν για το βουνό.
Το βράδυ κόνεψαν σ' ένα χωριουδάκι που ήταν ένα μάζεμα φτωχικά καλύβια, και πέρασαν τη νύχτα.