Δυὸ λόγια, φίλη, ἀδελφή, διὰ τὴν πρότασή σου: Σ’ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν γραφή, τὸ δῶρο—Πάρ’ τό ’πίσου! Γιὰ τὸν σκοπὸ ποῦ ἐννοεῖς, εἶναι πολὺ μεγάλο: Κρῖμα, στὴν ἄκρη τῆς ζωῆς τόσ’ ἀρχοντιὰ νὰ βάλω! ’Πέρασ’ ἡ βρύσ’ ἡ καθαρή, τὸ ῥεῦμ’ ἀπεξηράνθη. ’Μεῖναν οἱ βράχοι οἱ ξεροί, δὲν τοὺς ’ταιριάζουν τ’ ἄνθη!.. Ἀφοῦ ’ως τώρα—Μιὰ στιγμὴ δὲν καρτερᾷς ἀκόμα, νὰ βάλῃς τ’ ἄνθος νὰ κοσμῇ τοῦ τάφου μου τὸ χῶμα; Θενὰ τὸ βροῦν ἕνα πουρνὸ νὰ ’ποῦνε «Τὸν καϋμένο! Τὸν ’θανατόναν ζωντανό, τὸν κλαῖν ἀποθαμμένο!»