Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886/Το ξύλον της γνώσεως
←Κατὰ τὴν μέθοδον τῶν θηριοτρόφων | Γελοιογραφικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1886 Συγγραφέας: Τὸ ξύλον τῆς γνώσεως |
Τῇ Μ...→ |
« Τόσα πολλὰ λέγουσιν αἱ παλαιαὶ ἱστορίαι περὶ τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ, καὶ τόσον εἶνε ἀντίθετα τὰ μὲν πρὸς τὰ δὲ, ὥστε νομίζω ὅτι κάθε φρόνιμος ἄνθρωπος εἶνε ὑποχρεωμένος ὄχι μόνον νὰ μὴν πιστεύσῃ τίποτε ἐξ ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ σκεφθῇ μόνος του διὰ νὰ μορφώσῃ ἰδίαν γνώμην περὶ τοῦ λίαν ἐνδιαφέροντος τούτου ζητήματος.
Ἐσκέφθην λοιπὸν καὶ ἐγὼ καὶ κατώρθωσα νὰ σχηματίσω μίαν γνώμην. Πιθανὸν ἡ γνώμη αὕτη νὰ μὴ εἶνε ὀρθὴ, πιθανώτερον δὲ νὰ εἶνε καὶ παντελῶς ἀνόητος. Αἱ πιθανότητες ὅμως αὗται ἀντὶ νὰ πνίξωσι τὴν γνώμην μου ἐν τῇ γενέσει της μὲ πείθουσιν ἀπ’ ἐναντίας ὅτι εἶνε ἀναγκαία ἡ δημοσίευσίς της διὰ τοὺς ἑξῆς παρηγορητικοὺς λόγους.
Πρῶτον διότι ἂν εὑρεθῇ τις φιλοτιμούμενος νὰ γνωματεύσῃ καὶ αὐτός, ἴσως ἡ γνώμη του δὲν θὰ εἶνε φρονιμωτέρα τῆς ἰδικῆς μου. Καὶ δεύτερον διότι ἂν εὑρεθῇ τις νὰ μὲ ἀντικρούσῃ, οὗτος βεβαίως ἔσεται κατὰ πολὺ ἀνοητότερος τῆς γνώμης μου.
Καὶ πρῶτον θεωρῶ καθῆκόν μου νὰ δηλώσω, ὅτι εἶνε ἀνακριβὴς ὁ ἰσχυρισμὸς τῆς ἱερᾶς ἱστορίας· διότι ὁ θεὸς καὶ ἁπλοῦς πολίτης ἐὰν ἦτο, πάλιν ἀφοῦ χάριν τοῦ Ἀδὰμ ἐγένετο κηπουρὸς καὶ ἐφύτευσε τὸν παράδεισον, δὲν θὰ τῷ ἀπηγόρευε νὰ ἐγγίσῃ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως.
Φαντασθῆτε πῶς θὰ σᾶς ἐφαίνετο νὰ ζητήσετε ἀπὸ ἕνα φίλον σας τὸ κλειδὶ τῆς ἐξοχικῆς του οἰκίας διὰ νὰ περάσητε ἐκεῖ ὀλίγας ἡμέρας, πῶς θὰ σᾶς ἐφαίνετο νὰ σᾶς τὸ στείλῃ παραχωρῶν μὲν τὴν οἰκίαν καὶ τὸν κῆπον, ἀλλὰ ἀπαγορεύων νὰ ἐγγίσητε τὴν λεμονιὰν ἢ τὴν ἀμυγδαλιάν του.
Καὶ πάλιν δὲν εἶνε κατάλληλος ἡ παρομοίωσις διότι θὰ παρεκαλεῖτε νὰ σᾶς δοθῇ, ἐνῷ ὁ Ἀδὰμ δὲν παρεκάλεσε ποσῶς. Τῷ ἐστάλη δὲ ἡ κλεὶς τοῦ παραδείσου αὐθορμήτως τοῦθ’ ὅπερ σημαίνει ὅτι θὰ ἦτο ἔλλειψις ἁβροφροσύνης πλέον καὶ ἡ ἐλαχίστη παρατήρησις. Καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ ἰδιοκτήτου τοῦ παραδείσου ἐπαναλαμβάνω ὅτι εἶναι ἀνακριβὴς ὁ ἰσχυρισμὸς τῆς ἱερᾶς ἱστορίας.
Πρὶν ἀνακαλυφθῆ ὁ ἱπποτισμὸς καὶ αἱ ὑποκλίσεις, οἱ ἄνδρες ἦσαν ἀνώτεροι ἀπὸ τὰς γυναῖκας καὶ ὑπάρχουσι πολλὰ παραδείγματα ἀποδεικνύοντα ὅτι κατ’ ἐκείνους τοὺς εὐτυχεῖς χρόνους αἱ γυναῖκες ἐφοβοῦντο τοὺς ἄνδρας των.
Εἰς τὴν ἐποχήν μας, καθ’ ἣν ὅλοι οἱ κοινωνικοὶ ὅροι ἀντεστράφησαν, τὸ τοιοῦτον θεωρεῖται βεβαίως μυθολογική τις χίμαιρα καὶ ἀμφιβάλλομεν ἂν ὑπάρχῃ μία τοὐλάχιστον γυνὴ μὴ μορφάσασα σκωπτικῶς καθ’ ἥν στιγμὴν ὁ ἱερεὺς τελῶν τὸ μυστήριον τοῦ γάμου τίθησιν ὡς ἀκρογωνιαῖον αὐτοῦ λίθον τὴν εὐχὴν· «Ἡ δὲ γυνὴ νὰ φοβεῖται τὸν ἄνδρα.»
Εἰς ὅσους γάμους καὶ ἂν παρεστάθην, καὶ δὲν παρεστάθην εἰς ὀλίγους, ἀφ’ ὅτου μάλιστα συνεδέθην διὰ φιλίας πρός τινα αἰώνιον ὑποψήφιον καὶ αἰώνιον κουμπάρον, μετ’ ἀγωνίας προσεδόκων τὴν στιγμὴν καθ’ ἥν ἐκ τῆς ῥινὸς τοῦ ἱερέως θὰ ἐξέλθῃ ἡ ἐν λόγῳ εὐχή.
Ἐν τῷ ἅμα περιέβαλλον δι’ ἐξεταστικοῦ βλέμματος ὅσας ἠδυνάμην περισσοτέρας γυναικείας μορφὰς καὶ ἐφωτογράφουν οὕτως εἰπεῖν τὰς διαδηλώσεις τῶν φυσιογνωμιῶν των. Ὡς πόρισμα δὲ τῆς ἐξετάσεως ταύτης ἐξήγαγον τὴν ἰδέαν ὅτι τὸ ἐπὶ μακροὺς αἰῶνας ὑπήκοον καὶ δοῦλον φῦλον ἀποσεῖσαν ἅπαξ τὸν ζυγόν, οὐ μόνον δὲν φοβεῖται πλέον τοὺς ἀρχαίους δεσπότας του, ἀλλὰ καγχάζει εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ συμβόλου τῆς πάλαι δουλείας καὶ κινεῖ ἐμπαικτικῶς τὴν κεφαλὴν ὡς νὰ ἔλεγε γε « Πῶς κατώρθουν αἱ προμήτορές μας νὰ τὰς πιστεύωσιν αὐτὰς τὰς ἀνοησίας ! »
Ὁ Θεὸς πλάσας τὸν ἄνθρωπον ἀπόλυτον μονάρχην τῆς γῆς, μετενόησεν ἀμέσως διὰ τὴν γενναιοδωρίαν μεθ’ ἧς τὸν ἐπροίκισε, προβλέπων τὰ μέλλοντα γενέσθαι. Ἀπεφάσισε δὲ νὰ τὸν μεταβάλῃ ἀμέσως εἰς συνταγματικὸν βασιλέα καὶ τῷ ἐπέβαλεν ἀντὶ περιοριστικοῦ συντάγματος τὴν .... Εὔαν! Πρὸ τοῦ συντάγματος ὅμως εἶχε κατασκευάσει ἓν σκῆπτρον διὰ τὸν μονάρχην, καὶ τὸ σκῆπτρον αὐτὸ ἦτο τὸ ἀντίδοτον τοῦ συντάγματος. Τί νὰ κάμῃ λοιπόν ; Ἐξέδωκε μίαν διάταξιν ἀπαγορεύουσαν ῥητῶς εἰς τὸν Ἀδὰμ νὰ ἐγγίσῃ τὸ σκῆπτρον ὅπερ δι’ αὐτὸν ἦτο προωρισμένον, διότι τοῦτο, ἂν ἦτο ἀναγκαῖον διὰ τὸν ἀπόλυτον μονάρχην, ἦτο ὅλως περιττὸν διὰ τὸν συνταγματικὸν βασιλέα. Ἐν ἐπιλόγῳ δὲ τῆς ἀπαγορευτικῆς διατάξεως ἀνεκοινοῦτο τῷ Ἀδὰμ ὅτι ἠπειλεῖτο δι’ ἐκθρονίσεως ἂν ἐγίνετο παραβάτης. Καὶ βεβαίως ἀφοῦ τῷ ἔδωκε τὸ φαρμακερὸν σύνταγμα, δὲν τῷ συνέφερε νὰ τῷ δώσῃ καὶ τὸ ἀντιφάρμακον ὅπερ ἐπικαλεῖται ξύλον τῆς γνώσεως.
Καὶ ὁ ἀτυχὴς βασιλεὺς ὑφίστατο ὅλας τὰς ἰδιοτροπίας, τὰ παράπονα, τὰς μεμψιμοιρίας, τὰ σκώμματα, τὰς ἀπειλάς, τὰ δάκρυα, τὰς λιποθυμίας καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ φοβερὰ οὐσιαστικά ὅσα εὑρίσκονται εἰς τὸ λεξικὸν τῆς γυναικείας τυραννίας. Καὶ ἐγνώριζεν ὁ ἀτυχὴς ὅτι ὑπάρχει ἓν ἰατρικὸν δι’ ὅλα ταῦτα, ὅτι ἠδύνατο νὰ κατασιγάσῃ ὅλην τὴν καταιγὶδα τῆς ἀξιοτίμου κυρίας του μόλις λαμβάνων εἰς χεῖρας τὸ μαγικὸν ἐκεῖνο σκῆπτρον, τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, ὅτι θὰ ἐγίνετο μάλιστα προσφιλέστερος, ἀλλὰ τῷ ἔδενε τὰς χεῖρας ἡ φοβερά, ἡ ἀπαισία, ἡ τυραννικὴ ἀπαγόρευσις.
Μίαν ἡμέραν ὁ Ἀδὰμ ἐθύμωσε πολὺ. Τὴν αἰτίαν τοῦ θυμοῦ του ἀφίνομεν εἰς τοὺς ἀρεσκομένους νὰ λέγωσι καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνωσι κακὰ λόγια.
Ἐθύμωσε ὅσον δὲν εἶχε ποτὲ θυμώσει· τὸ αἷμά του ἀνέβη εἰς τὴν κεφαλήν του, οἱ ὀφθαλμοί του ἐκοκκίνισαν, ἔγινε θηρίον τέλος πάντων.
Νὰ ἐκραγῇ εἰς ὕβρεις καὶ φωνὰς δὲν ἠδύνατο διότι ἠγνόει πᾶσαν γλῶσσαν μὴ ἐξαιρουμένης καὶ τῆς Ἑλληνικῆς. Πινάκια, ποτήρια δὲν εἶχε νὰ σπάσῃ. Καπνὸν νὰ πίῃ ἵνα δι’ αὐτοῦ διαλύσῃ τὴν ὀργήν του δὲν εἶχε, ἢ μᾶλλον δὲν εἶχε σιγαρόχαρτον ἔστω καὶ ἀφορολόγητον. Καφὲν εἶχεν ἐπίσης ἀλλὰ οὔτε ζάχαριν οὔτε... καμινέτο.
Ἔστρεψεν ἐδῶ, ἔστρεψεν ἐκεῖ ζητῶν βοήθειαν· ἡ ὑπομονή του εἶχεν ἐξαντληθῆ ἀλλ’ ἡ ὀργή του ἐπετείνετο. Αἴφνης βλέπει πάλιν τὴν Εὔαν. Τότε ἡ ὀργή του ἐκορυφώθη, ἐλησμόνησε καὶ ἀπαγόρευσιν καὶ σύνταγμα καὶ μετὰ ἓν δευτερόλεπτον — κατὰ τὸν ἡλιακὸν τοῦ παραδείσου — μεγάλη καὶ σεβαστὴ ῥάβδος ἀνήρχετο καὶ κατήρχετο ἐπὶ τῆς ἑτέρας τῶν πλευρῶν του... τῆς Εὔας. Καὶ αὐτὴ ἡ ῥάβδος ἦτο τὸ σκῆπτρον τοῦ τέως μονάρχου Ἀδάμ, αὐτὴ ἡ ῥάβδος ἦτο τὸ ἀντιφάρμακον τοῦ συντάγματός του, αὐτὴ ἡ ῥάβδος ἦτο καὶ εἶνε τὸ ξύλον τῆς γνώσεως.
Αὐτὴ λοιπὸν εἶνε ἡ γνώμη μου ὅτι τὸ ξῦλον τῆς γνώσεως εἶνε τὸ ξύλον, ὅπερ μετὰ τόσους αἰώνας ἀπὸ τῆς ἐγκαινίσεώς του δὲν ἀπώλεσεν ἀκόμη οὐδὲ τὸ ὄνομα οὐδὲ τὰς θαυματουργοὺς ἰδιότητάς του.
Ἴσως ὅμως καὶ διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ καὶ αὐτὸς τοὺς κλαυθμοὺς καὶ ὀδυρμοὺς τῆς Εὔας, διότι ἐν τῇ ἀπείρῳ αὐτοῦ σοφίᾳ θὰ προεῖδε βεβαίως ὅτι πολὺ ταχέως αὕτη θὰ ἔδιδε τῷ συμβίῳ της αἰτίας προκαλούσας τὴν κινητοποίησιν τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως.
Μόλις ταὶς ἔφαγεν ἡ Εὔα ἐγένετο ἄλλη ἐξ ἄλλης. Δύο μεγάλα καὶ ὡραῖα δάκρυα ὡς λέγουσιν οἱ ποιηταὶ ἐκυλίσθησαν ἐπὶ τῶν δροσερῶν παρειῶν της· μειδίαμα ἀνεκλαλήτου ἡδύτητος ἐκόσμησε τὴν ὄψιν της καὶ τείνουσα τὰς ἀγκάλας περιέβαλε δι’ αὐτῶν τὸν λαιμὸν τοῦ συζύγου της. Ἡ δὲ τέως βωβὴ καὶ ἄφωνος, ἐπιθέσασα τὰ χείλη ἐπὶ τοῦ στόματός του, ἐψιθύρισε δύο λέξεις μαγευτικάς:
— Σ’ ἀγαπῶ !
Τὰς δύο πρώτας λέξεις, αἵτινες ἐγένοντο αἱ βάσεις ὅλων τῶν γλωσσῶν καὶ ὅλων τῶν διαλέκτων !
Τί λέγουσιν ὅτι ὁ Ἀδὰμ ἀπώλεσε τὸν Παράδεισον μεταχειρισθεὶς τὸ ξύλον τῆς γνώσεως ; Ἀπ’ ἐναντίας ἀπώλεσε τὴν κόλασιν τῆς γυναικείας δεσποτείας καὶ ἐκέρδησε τὸν πραγματικὸν παράδεισον, ἀπὸ τον ὁποῖον ἐβγῆκε τὸ ξύλο, ὡς ἐπαναλαμβάνει ἔκτοτε ὁ λαός.
Ἐπὶ μακροὺς δὲ αἰῶνας οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ μιμούμενοι το παράδειγμα τοῦ προπάτορός των ἐτήρουν ἀγαθὰς τὰς πρὸς τὴν γυναῖκα σχέσεις των διὰ τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως. Αἱ δὲ γυναῖκες ὡς ὕψιστον δεῖγμα ἀφοσιώσεως ἐθεώρουν τὸ ξύλον καὶ διὰ τῆς ἀψευδοῦς τῶν παροιμιῶν γλώσσης ἐξεδήλουν το ὑγιὲς φρόνημά των ἐπαναλαμβάνουσαι ἐν ἐλλείψει αὐτοῦ τὴν ἑξῆς μετὰ παραπόνου καὶ θλίψεως:
Εἰς πολλὰ μέρη τοῦ κόσμου εὐδαίμονα καὶ ζηλωτὰ, ἐξακολουθεῖ ἔτι ἰσχύον τὸ ὡραῖον τοῦτο ἔθιμον, ὅπερ ἡ κατάπτωσις τοῦ ἀνδρὸς συμπαρέσυρε καὶ κατήργησεν.
Ἀλλὰ παρ’ ἡμῖν δυστυχῶς οὐδὲ ἴχνος ἀπέμεινε πλέον. Ὁ κακῶς ἐννοούμενος πολιτισμὸς διαδιδόμενος ἀφαιρεῖ ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ ἀνδρὸς τὸ ξύλον τῆς γνώσεως καὶ ἀντὶ νὰ τὸ ρίπτῃ εἰς τὸ πῦρ, τὸ παραδίδει οἴμοι ! εἰς τὰς χεῖρας τῆς γυναικός.
Ἀντὶ νὰ ἐπανέλθωμεν τοὐλάχιστον εἰς τὸ πρὸ τῆς παρακοῆς καθεστὼς γινόμεθα ὑπήκοοι τῶν ὑπηκόων μας.
Καὶ ταῖς παραδίδομεν τὸ σκῆπτρον χωρὶς κἂν νὰ ἔχωμεν ἐλπίδα ὅτι θὰ τὸ μεταχειρισθῶσι συγκαταβατικῶς καὶ ἐπιεικῶς ὅπως ἡμεῖς.
Ἀνέγνωμεν ποτὲ τὸν ἑξῆς ἐποικοδομητικώτατον καὶ ψυχωφελέστατον ἀφορισμὸν. «Αἱ γυναῖκες ὁμοιάζουσι πρὸς τὰς κοτολέτας· ὅσον περισσότερον κτυποῦνται τόσῳ ἁπαλώτεραι καὶ νοστιμώτεραι γίνoνται.»
Δὲν θέλετε λοιπὸν σεῖς νὰ εἶνε ἁπαλαὶ καὶ νόστιμοι αἱ γυναῖκες σας; Ὁ ἔρως των δὲν εἶνε ὁ μόνος σας πόθος ; Καὶ δὲν θέλουσι αὐταὶ αἱ ἴδιαι νὰ στολίζωνται ὑπὸ πλειοτέρων θελγήτρων, νὰ λάμπωσι, νὰ γοητεύωσι ; Διατὶ λοιπὸν ἐγκαταλείπετε τὸ ὡραῖον φάρμακον, ὅπερ τόσα ἔπαθε ὁ προμηθεύς Ἀδὰμ ἵνα κλέψῃ καὶ σᾶς παραδώσῃ;
Διατί παρορᾶτε τὴν μεγάλην καὶ θαυματουργὸν τοῦ ξύλου δύναμιν;
Ἄνδρες ! τό φῦλον μας κινδυνεύει. Καταστρεφόμεθα! Ποῦ θὰ ἀφήσωμεν τὰς... γυναῖκας μας;
Ἐν Ἀλβανίᾳ αἱ δαιρόμεναι γυναῖκες θεωροῦσι τὸ ξύλον τῆς γνώσεως ὡς ἀλάνθαστον δεῖγμα τῆς συζυγικῆς ἀγάπης. Ἐν Ρωσσίᾳ δὲ θρηνοῦσι καὶ παραπονοῦνται αἱ γυναῖκες ὅταν δὲν ξυλίζωνται.
Καὶ ἔχουσι δίκαιον θεωροῦσαι τὴν ἔλλειψιν ταύτην ὡς ἔλλειψιν ἀγάπης, αἰσθήματος, ἐνθουσιασμοῦ.
Μὴν ἀκούετε τὰς ἰδικάς μας γυναῖκας.
Μὴν ἀκούετε τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου ἐμπνευσθεῖσαν αὐταῖς παροιμίαν:
Καὶ ἓν σύνθημα ἂς ἠχήσῃ πανταχοῦ ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον: Ξύλον ! Ξύλον ! εἰς τὰς γυναῖκας! »
Ὅλα αὐτὰ ὅσα ἀνέγνωτε, προσφιλεῖς κυρίαι καὶ δεσποινίδες, περιέχονται ἐντὸς χειρογράφου, ὅπερ ἐξαίφνης ἀνεκάλυψα ἐντὸς τοῦ χαρτοφυλακίου μου.
Δὲν γνωρίζω τὶ νὰ ὑποθέσω. Πῶς νὰ εὑρέθη ἆρά γε αὐτὸ τὸ ὑποβολιμαῖον χειρόγραφον ἐκεῖ ; Ποῖος τὸ ἔγραψε καὶ διατί ;
Ἠρώτησα ἕνα φίλον μου, ἀκριβὲς ἀντίγραφον τοῦ πειρασμοῦ, καὶ μοὶ εἶπεν ἡμικλείων ἐμπαικτικῶς τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν :
— Θὰ εἶνε κανεὶς ἐχθρὸς σου ὅστις παρενέθεσε τὰς ἀνοησίας του εἰς τὰ χειρόγραφά σου διὰ νὰ σὲ ἐκθέσῃ ὅταν... ἀποθάνῃς:
Αὐτὸν τὸν ἐχθρόν μου καταγγέλλων λοιπὸν καὶ ἐγὼ δημοσιεύω διὰ λογαριασμόν του τὰς ἀνοησίας του, ἵνα μὴ τὸν ἀφήσω νὰ πλαστογραφήσῃ τὰς ἰδέας μου καὶ ἀμαυρώσῃ, παρὰ ταῖς κυρίαις τοὐλάχιστον, τὴν μετὰ θάνατον δόξαν μου !
Ἰμδ.