Ἔ! πῶς τὰ ’θυμοῦμ’ ἀκόμα
τὰ παλῃὰ παλῃά μου χρόνια,
τώρα, ποῦ μυρίζει χῶμα,
πὤχω τρίχαις σὰν τὰ χιόνια!
Κι’ ὅταν ἡ ψυχή μου γύρῃ
μέσ’ στῆς μνήμης τὸ τευτέρι,
τί ζωὴ σὰν παναγύρι!
Τί χρυσοὺς καιροὺς μὲ φέρει!
Ὅπου διῇ κι’ ὅπου σκαλίσῃ
στὰ γεροντικά μου στήθη,
σὰν καθάρια τρέχει βρύση,
καὶ λαλεῖ, σὰν παραμῦθι!
Γύρω γύρω διές μὲ χάρη,
σὰν ἀστέρια, τὰ παιχνίδια·
καὶ στὴν μέση, σὰν φεγγάρι,
τὴν ἀγάπη μου τὴν ἴδια!
Χθεσινὰ θαρρεῖς ὁποῦναι!
Ὄνειρ’ ἀπὸ ’ψὲς καθάρια.
Καὶ σὰν ἔφεξε, πετοῦνε
καὶ σπιθοβολοῦν ἀνάρῃα!...
Διές ὁ κόσμος πῶς ἀλλάζει!
Πῶς ’μεῖς ἤμεθα παιδάκια,
ποῦ δὲν ’ξεῦραν μὲ τί ’μοιάζει
ἡ πονήρια καὶ ἡ κάκια!
Τώρα, δυὸ χρονῶ κουλοῦκι
ἐργολάβος μ’ ἔχει γένει·
καὶ πρὶν ἔβγ’ ἀπ’ τὸ μπουμποῦκι,
εἶν’ ἡ κόρ’ ἐρωτεμμένη!...
Ἔρωτα κ’ ἐγὼ ’χα πάθει,
’κοσιδυὸ χρονῶ κοπέλι,
μἄγλειφα κρυφὰ τ’ ἀγκάθι,
κι’ ἀποφύλαγα τὸ μέλι.
Ὣς νὰ πᾷ καὶ νὰ κερδήσῃ
τὸ δουλευτικό μου χέρι,
κι’ ὁ παππᾶς νὰ μ’ εὐλογήσῃ,
καὶ νὰ μοῦ τὴν δώσῃ ’ταῖρι.
Καὶ σὰν ἦρθ’ ἀπ’ τὸ ταξεῖδι,
κι’ ἀλλαχθῆκαν δαχτυλίδια,
τότ’ ἐγλύκανε τὸ ’ξεῖδι,
κι’ ἀρχινῆσαν τὰ παιχνίδια.
Τότε πρῶτα, τὸ καϋμένο,
τὴν ἐφίλησα μιὰ ’μέρα
ἕνα φίλημα κλεμμένο
στῶν μαλιῶν της τὸν ἀθέρα!
Αἴ! Πῶς σ’ ἔπαιρνεν ἐκείνη
γιὰ ’ντροπὴ τὸ κάθε χάδι!
Καὶ ’θαρροῦσε, πῶς ἀφήνει
τέτοιο φίλημα σημάδι!
Κι’ ὅταν τὴν ἐπῆρα, πόσο
χρόνο ’πάθιασα, κοπέλι,
ὠς ποῦ νὰ τὴν ἡμερώσω,
νὰ τὴν κάμω νὰ μὲ θέλῃ!...
Μὰ ’μεῖς ἤμεθα παιδάκια,
σ’ ἄλλους χρόνους μ’ ἄλλα ἤθη·
καὶ δὲν εἴχαμ’ οὔτε κάκια,
οὔτε διαβολιὰ στὰ στήθη.
Κ’ ὕστερ’ ἀπὸ τὴν λαχτάρα,
κ’ ὕστερ’ ἀπὸ τόσα πάθη—
Μιὰ γρῃὰ ’ξηνταπεντάρα
τ’ εἶν’ ἀγάπη μ’ ἔχει μάθει!...
|