Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Αλλοφροσύνη αιματηρά


(Εκ των απομνημονευμάτων φοιτητού)

Επικατάρατοι αι εφημερίδες! επικατάρατος ο τύπος! επικατάρατος ο Γουτεμβέργιος, όστις τον εφεύρε! Κατήντησα μανιακός τας ημέρας ταύτας. Δεν ημπορώ ν' αναγνώσω εφημερίδα, χωρίς ν' ανεύρω καρατομήσεις καταδίκων, εικόνας καταδίκων, συνεντεύξεις μετά δημίων, περιγραφάς κεφαλών αποτετμημένων, ιστορίας της λαιμητόμου και άλλα πράγματα φρικώδη και αποτρόπαια. Το λογικόν μου εταράχθη εις τοιούτον βαθμόν, ώστε βλέπω αιωνίως εμπρός μου πτώματα ακέφαλα. Νομίζω ότι βλέπω πανταχού αίμα· όλα τα βλέπω κόκκινα. Απήντησα καθ' οδόν ένα ικτερικόν και μου εφάνη και αυτός κόκκινος!

Χθες την νύκτα η αλλοφροσύνη μου δεν είχεν όρια. Περιηρχόμην έξω φρενών εντός του δωματίου μου και εφώναζα:

— Αίμα! αίμα! θέλω να πίω αίμα!

— Αμέσως! ηκούσθη φωνή τις γλυκεία.

Εσταμάτησα εμβρόντητος, ότε μετ' ολίγον είδα προσερχομένην παιδίσκην φέρουσαν ποτήριον, όπερ κατ' ευτυχίαν περιείχεν όχι αίμα αλλά διαυγές και ψυχρότατον ύδωρ εκ της κρήνης. Η παιδίσκη, υπηρέτρια ξένης οικογενείας κατοικούσης εις το άνω πάτωμα, εκαλείτο Έμμα.

Το νερό κατηύνασεν οπωσούν την έξαψίν μου και τούτο με ωφέλησεν επαισθητώς. Είχα φιλονεικήσει από πρωίας με τον οικοδεσπότην μου περί του κατηραμένου ενοικίου, το οποίον είχα την γενναιότητα να καθυστερώ προς αυτόν από μιας όλης εξαμηνίας. Η νευρική μου έξαψις με είχε κάμει να αυθαδιάσω προς αυτόν, εκείνος δε οργισθείς με ηπείλησεν ότι «θα φέρη κανένα κλητήρα να μου κόψη τον βήχα!»

Και είχα τω όντι βήχα και έπασχα από πόνον του λαιμού, αλλ' επροτίμων να υφίσταμαι τας ενοχλήσεις ταύτας παρά να υποβληθώ εις θεραπείαν. Φαντασθήτε, αν επήρχετο εις τον νουν του κλητήρος ή του ιατρού η ιδέα να μου κόψουν τον βήχα … με την λαιμητόμον!

Θα μ' ερωτήσετε: Φοβείσαι τόσον την λαιμητόμον;

Έχω το θάρρος ν' απαντήσω εν πάση ειλικρινεία: Ναι!

Προ τριακονταετίας ο μακαρίτης θείος μου, όστις ήτο αξιόλογος άνθρωπος και επί πλέον φίλος στενός του επίσης αξιολόγου κ. Ζαχαρία Παραδαρμένου, συνήθιζε να μου λέγη τακτικώς οσάκις εμάνθανε κανέν μου κατόρθωμα εξόχου αταξίας:

— Μωρέ παιδί μου, δεν έχεις καθόλου κεφάλι!

Και προσέθετε με μελαγχολικήν φιλοσοφίαν:

— Και το χειρότερον είνε ότι όσοι δεν έχουν κεφάλι ημπορεί να καταντήσουν μίαν ημέραν εις την λαιμητόμον!

Την αλήθειαν ταύτην του σεβαστού θείου μου πολλάκις ανελογίσθην μετά φρίκης εις τον κατόπιν βίον· και σήμερον ακόμη, ότε η φοβερά μηχανή περιοδεύει, την αναλογίζομαι· Τω όντι συλλογισθήτε τι θα εγινόμην άν ποτε κατεδικαζόμην να καρατομηθώ ενώ δεν έχω κεφάλι! … Τι θα μου έκοπτον τότε; …

Καθ' όλην την νύκτα κοιμώμενος είδα όνειρα φρικτά. Έβλεπα ότι εκάπνιζα διαρκώς με την καπνοσύριγγα του Αρτόζη την εκτεθειμένην εις το γραφείον της Καθημερινής, ότι η κεφαλή ενός παχυσάρκου ρεπόρτερ της Ακροπόλεως απεκόπτετο ομού με την του Κοτρώνη, μεθ' ού διήλθε θαρραλέως και φιλοσοφικώς την τελευταίαν νύκτα ως ο Φαίδων με τον Σωκράτη, εξοδεύσας γενναιοφρόνως εις λεμονάδας μέγα μέρος των οικονομιών του, και εξύπνησα ακριβώς ενώ ωνειρευόμην ότι συνεταξίδευα με τον Γαλατάν, μεταβαίνων χάριν διασκεδάσεως εις Γαλατάν … της Κωνσταντινουπόλεως. Αφυπνίσθην, διότι κάποιος έκρουε σφοδρώς το παράθυρόν μου.

— Ποίος είνε; ηρώτησα δυσθύμως.

— Ο γαλατάς.

Ανεπήδησα έντρομος επί της κλίνης.

— Ο Γαλατάς! … μα δεν τον έκοψαν σήμερα εις τα Φέρσαλα;

— Αφεντικό! ηκούσθη φωνή τραχεία έξωθεν, ή πάρε γάλα, ή δώσε μου εκείνα τα λίγα ψιλά.

— Φύγε, κακούργε! ανεβόησα έσωθεν· φύγε μη ειδοποιήσω την αρχήν … εάν δεν υπάρχουν εδώ δήμιοι, υπάρχει όμως ο σπιτονοικοκύρης μου!

Ο γαλατάς φοβηθείς απήλθεν, αφού όμως μου εδήλωσεν αγρίως ότι μου κόβει εις το εξής την πίστωσιν.

Η δήλωσις μου προυξένησε ρίγος· ήρχισαν λοιπόν να κόπτουν και εμέ!

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη βρυχηθμός φοβερός. Ήτο η οικοδέσποινά μου, ήτις εφώναζεν:

— Έκοψε! έκοψε! πάει! … κρίμας!

Εξήλθα πελιδνός εκ του φόβου εις την αυλήν και την ηρώτησα:

— Τι συμβαίνει, κυρά Μιχάλαινα; ποίος τον έκοψε;

— Τίποτε καλέ, μου απήντησε· λέω για το γάλα που ηγόρασα από τα χθες το βράδυ.

Εξήλθα και μετέβην εις τας εξετάσεις σχολείου, εις τας οποίας ήμην προσκεκλημένος. Ο διδάσκαλος με παρεκάλεσε ν' αποτείνω καμμίαν ερώτησιν προς μαθητήν εξεταζόμενον εν τη γεωγραφία.

— Γνωρίζετε, ηρώτησα το παιδίον, να μου ειπήτε πού κείται ο ισθμός του Παλαμά της Θεσσαλίας, όπου ο Λεσσέψ πρόκειται να κόψη διά της λαιμητόμου τας πέντε κεφαλάς των κακούργων; …

Το παιδίον έμεινεν εμβρόντητον ως και πάντες οι παρευρισκόμενοι· και κατ' αρχάς μεν το πράγμα εφάνη αστεϊσμός άκαιρος, αλλ' εν τούτοις επωφελούμενος της ευκαιρίας απηύθυνα και δευτέραν ερώτησιν εις έτερον μαθητήν εξεταζόμενον εις την αριθμητικήν.

— Το τετράγωνον του 52 ποίον είνε; του είπον.

Ο μαθητής έστη διαλογιζόμενος, αλλά χωρίς να τον αφήσω ν' απαντήση προσέθηκα:

— Το 52 είνε ο αριθμός ο παριστών το βάρος της μαχαίρας της λαιμητόμου, ήτις έχει σχήμα Ζ, το τετράγωνον δε το σχηματίζει η στρατιωτική δύναμις.

Τοιαύτη θύελλα αγανακτήσεως εξερράγη μετά την εξήγησιν ταύτην εναντίον μου εν τω ακροατηρίω, ώστε εδέησε να δραπετεύσω, νομίζων δε ότι κατεδιωκόμην ανήλθα μετά σπουδής εις το δωμάτιον φίλου μου, τον οποίον ηύρα πρηνή επί της κλίνης του και γοερώς βοώντα.

— Τι έχεις; τον ηρώτησα απορών.

— Πάσχω! απήντησε, με κόβει …

— Σε κόβει! … εξαίρετα!

— Πώς! … εξαίρετα;

— Βέβαια· ας υποθέσωμεν ότι σε κόβει … η λαιμητόμος. Έχω απόλυτον ανάγκην να λάβω μίαν συνέντευξιν μετ' ανθρώπου καταδικασμένου εις θάνατον. Μετ' ολίγας στιγμάς δεν θα υπάρχης πλέον …

Ο φίλος μου λησμονήσας τας αλγηδόνας του είχεν ήδη εγερθή και με παρετήρει με οφθαλμούς εκθάμβους.

— Σε παρακαλώ, σε ικετεύω να υποβληθής εις έν πείραμα χάριν της επιστήμης. Εάν ραπισθή η κεφαλή μετά την αποτομήν, δύναται να ερυθριάση; ιδού το ζήτημα. Γνωρίζω πολλάς κεφαλάς, αίτινες, καίτοι στερεώς επί των ώμων των προσκεκολλημέναι, δεν ηρυθρίασαν μετά τα ισχυρότερα ραπίσματα. Έχομεν όμως αφ' ετέρου το παράδειγμα της Καρλόττας Κορδαί. Δέξου να γίνη το πείραμα επί της ιδικής σου κεφαλής· αφού αποκοπή, την ραπίζω εγώ· αν αισθανθής το ράπισμα μου, κλείεις το ένα μάτι, έπειτα την κολλώ πάλιν επί του τραχήλου σου καλά. Δεν έχεις να πάθης τίποτε.

Ο φίλος μου παρακολουθών με διά του βλέμματος εκινήθη προς την άκραν του δωματίου, όπου ευρίσκετο έν σχοινίον δι' ού είχε δέσει το κιβώτιόν του. Εννόησα τον φιλάνθρωπον σκοπόν του.

— Οφείλεις να λύσης πρώτον την απορίαν μου και έπειτα να με δέσης, του είπον.

— Μα επί τέλους τι θέλεις; μ' ηρώτησε παραιτηθείς του σκοπού του.

— Θέλω να ιδώ να κόβουν.

— Τίποτε ευκολώτερον· έλα μαζί μου να πάμε εις το χαρτοπαίγνιον.

— Και τι κάνουν εκεί;

— Κόβουν.

— Τι κόβουν;

— Την πασσέτα!

Μετέβημεν τω όντι και το αποτέλεσμα υπήρξεν οδυνηρόν· είχα τριάκοντα φράγκα να πληρώσω Έν χρέος μου και τα έχασα. Σημειωτέον ότι την επαύριον, ως είχα μάθει, έμελλε να μ' εύρη είς δικαστικός κλητήρ να εκτελέση εναντίον μου μίαν δικαστικήν απόφασιν.

— Δεν πάμε να δειπνήσωμεν; μου είπεν ο φίλος μου, αφού εξήλθομεν του χαρτοπαικτείου.

Ηρεύνησα τα θυλάκιά μου μετά πόνου και απήντησα θλιβερώς:

— Ευχαριστώ· μου εκόπηκε η όρεξις.

Και χωρίς να προφέρω λέξιν άλλην ώδευσα αποφασιστικώς προς την εναντίαν διεύθυνσιν. Υψίστη απόφασις είχεν επέλθει εις το πνεύμα μου.

Ο φίλος μου δεινά υποπτεύων έτρεξε κατόπιν μου.

— Πού πηγαίνεις; με ηρώτησεν.

— Εις το τελωνείον.

— Τι να κάμης;

— Να εύρω τον Τελώνην.

— Διατί;

— Θέλω να μάθω τον χειρισμόν της λαιμητόμου.

— Δυστυχή! ανεβόησεν ο φίλος μου φρικιών, τοιούτο κατάρατον επάγγελμα θέλεις ν' ασπασθής;

— Φίλε μου, απήντησα σοβαρώς και αξιοπρεπώς, είνε σκληρά η απόφασίς μου, το ομολογώ· αλλ' εις αυτήν με εξωθούν δύο πράγματα, άτινα έχουσι σχεδόν πάντοτε στενήν προς άλληλα σχέσιν, η ανάγκη και αι εφημερίδες. Ότι και αν συμβή, έχε υπ' όψιν σου ότι θα είμαι πάντοτε … δήμιος άνθρωπος!

Αλλ' εις το Τελωνείον δεν ηύρα κανένα, έμαθα δε ότι όλοι οι τελώναι ευρίσκοντο εις την φυλακήν. Φοβηθείς να τους αναζητήσω εκεί απήλθα εις την οικίαν μου και κατεκλίθην. Ευτυχώς το πρωί μετέβαλα γνώμην.

(1887)