Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Τα κακουργήματα της Αγγέλως


Ονομάζομαι Θεοφύλακτος Τζερεμές, άρρην, ετών 26, εκ Καππαδοκίας. Ήλπιζα ότι μίαν ημέραν θ' απέθνησκα εις την πατρίδα μου σχολάρχης και τίμιος άνθρωπος· η ελπίς μου διεψεύσθη και ως μόνον αίτιον της συμφοράς μου καταγγέλλω εις άπαντα τον χριστιανικόν κόσμον την γραμματικήν της Ελληνικής γλώσσης.

Ελθών εις Αθήνας όπως σπουδάσω υπό την υψηλήν προστασίαν του θείου μου Χατζή Σαράντη, μετερχομένου τον έμπορον χαλβά και στραγαλίων, ενεγράφην εις την φιλοσοφικήν σχολήν του Πανεπιστημίου και συνήθισα να τρέφω απεριόριστον σεβασμόν προς τας ιεράς σκιάς των προγόνων, τους αστυνομικούς κλητήρας και την γενειάδα του καθηγητού μου.

Την ηρεμίαν των σπουδών μου ήλθε να ταράξη δυστυχώς ο ανίκατος μάχαν έρως, ο εννυχεύων και εις αυτάς τας μαλακάς, φευ! πολύ μαλακάς παρειάς της Αγγέλως, υπηρετρίας εν τη οικία πολιτικού συνταξιούχου, κειμένη αντικρύ της του θείου μου. Κρίνω περιττόν να επιμείνω εις τας λεπτομερείας περί του πώς συνελήφθη ο έρως αυτός, όστις, είμαρτο να έχη τοιαύτην επίδρασιν επί του βίου μου. Θεωρώ όμως επάναγκες να δηλώσω ότι, αν με απέτρεπον του πάθους μου δύο λόγοι, ήτοι η υπερβολική ευσαρκία και η υπερβολική ελευθερία, μεθ' ής συνήπτε τας σχέσεις της η Αγγέλω, συνηγόρουν όμως υπέρ αυτού έτεροι λόγοι πεντακισχίλιοι, ήτοι αι ισάριθμοι δραχμαί, ας είχε κατορθώσει να συνάξη εξ οικονομιών και τας οποίας είχε κατατεθειμένας εις την Εθνικήν Τράπεζαν. Αι πέντε αύται χιλιάδες δραχμαί, ομού με την εύσαρκον περίσσειαν του ευρυχώρου κόλπου της και με τον Θησαυρόν του Ερρίκου Στεφάνου, έμελλον ν' αποτελέσωσι τους μόνους θησαυρούς του βίου, εάν η Τύχη ήθελε το επιτρέψει.

Αι μετά της Αγγέλως σχέσεις μου ήσαν ομαλαί, αλλ' αι σχέσεις της Αγγέλως μετά της Γραμματικής ήσαν όλως ανώμαλοι. Η κλίσις υπήρχεν εκατέρωθεν και η συζυγία δεν θα εβράδυνε να επακολουθήση, αν η κατάρατος προς τους ιερούς κανόνας της Γραμματικής απέχθειά της δεν παρενέβαλλον προσκόμματα και δεν εματαίωνον επί τέλους τον ποθητόν σύνδεσμον.

Η πρώτη μάχη μεταξύ μας εγένετο εξ αιτίας του ονόματος της τρυφεράς μου φίλης.

— Αγγέλω, της είπα ημέραν τινά, το όνομά σου είνε πολύ ανώμαλον· ενώ είνε όνομα κύριον, φαίνεται ρήμα βαρύτονον. Είνε αληθές ότι δεν μεταβάλλεται ευκόλως, διότι ο χαρακτήρ του είνε αμετάβολος, αλλ' όμως πρέπει οπωσδήποτε να το διορθώσης.

— Τι κάθεσαι και μου ψάλλεις, βρε χαλδούπη; (Σημειωτέον ότι η αβροέπεια και η κυριολεξία ήσαν τα χαρακτηριστικά προσόντα της γλώσσης της Αγγέλως). Δεν κυττάζεις να διορθώσης τα μούτρα σου; …

Είδα ότι δυσηρεστήθη και ηθέλησα να την εξευμενίσω. Έχουσα τας χειρίδας ανασηκωμένας μέχρι των ώμων, κατεγίνετο να πλύνη τα πινάκια εις τον νεροχύτην διά στάκτης. Επλησίασα και της είπα μειδιών:

— Μη — παροξύνεσαι, αγάπη μου. Θ' απέλθω να σε αφίσω ήσυχον, διότι περισπάσαι περί πολλήν διακονίαν. Επίτρεψέ μου μόνον ν' ασπασθώ την ωλένην σου.

— Ποιάν Ελένην μου; …

— Την ωλένην σου! επανέλαβα δεικνύων τους ευτόρνους βραχίονάς της.

— Κάνε μου τη χάρι μη με σκοτίζης με την Ελένη και τη Μαρία, γιατί θα σε περιχύσω …

Ηθέλησα να επιμείνω, αλλ' η Μέγαιρα επραγματοποίησε την απειλήν. Εκμανείς επέπεσα κατ' αυτής διά των ονύχων και ολίγον έλειψεν από ρήμα βαρύτονον να την καταστήσω απρόσωπον.

Μετά ένα μήνα συνεφιλιώθημεν. Μ' έκραξεν ενώ διηρχόμην υπερηφάνως, χωρίς να την κυττάξω, και με παρεκάλεσε να την συγχωρήσω. Το έπραξα προθύμως και διότι ηδυνάτουν να θυσιάσω τον προς αυτήν έρωτα και διότι είχα ανάγκην της συνδρομής της όπως αποκτήσω χρησιμώτατον διά την μελέτην μου βιβλίον.

Αγγέλω, είπα, σε συγχωρώ, αλλά μου χρειάζεται ένα συντακτικόν.

— Τι είν' αυτό πάλι;

— Ένα βιβλίον … θα το έχη βέβαια ο αφεντικός σου.

— Πώς το ξεύρεις ότι θα το έχη; …

— Μα … δεν παίρνει σύνταξιν από την κυβέρνησιν;

— Α! … εκατάλαβα! … Το βιβλίον εκείνο για την σύνταξι! … Τώρα αμέσως! …

Και ανελθούσα εις τον κοιτώνα του κυρίου της κατήλθε μετ' ολίγον θριαμβευτικώς κομίζουσα … το φυλλάδιον της συντάξεώς του.

— Αγγέλω, της είπα, είσαι αγράμματος, είσαι κεχηναία και αγελαία, αλλά σε συγχωρώ, διότι δεν πταίεις, αν δεν σ' εδίδαξαν γράμματα· δώσε μου δέκα φράγκα και αγοράζω εγώ το συντακτικόν.

— Σου τα δίνω, αλλά με μια συμφωνία. Έχω αρκετόν καιρόν να ιδώ τον ξάδελφόν μου. (Σημειωτέον δα η Αγγέλω, ως πάσα καλώς ανατεθραμμένη και καλώς γινώσκουσα τα καθήκοντά της υπηρέτρια, είχεν αποκτήσει ένα ιδικόν της εξάδελφον, ούτινος εκάστοτε εδέχετο τας όλως συγγενικάς επισκέψεις). Σύρε να τον εύρης και να του 'πης πως τον θέλω.

— Και πώς τον λέγουν τον εξάδελφόν σου;

— Μανώλη.

— Τι δουλειά κάνει;

— Γυρολόγος.

— Αγγέλω, ανεφώνησα, Αγγέλω … πρόσεχε!

— Τι έπαθες, καλέ;

— Ο εξάδελφός σου δεν είνε γυρολόγος.

— Έλα, Χριστέ και Παναγιά μου! δεν ξεύρω τώρα τι δουλειά κάνει ο ξάδελφός μου;

— Αγγέλω, είνε αδύνατον να είνε γυρολόγος! είπα με φωνήν εντονωτέραν.

— Μα τι θέλεις νάνε;

— Είνε γυρολόγος. Κατά Κόντον, πρέπει να λέγωμεν φιλόλογος, ψυχολόγος, γυρολόγος …

Η μορφή της Αγγέλως εγένετο στρυφνή, ως ν' ανεκάλυπτεν αίφνης το περιεχόμενον του τενεκέ των σκουπιδιών εντός της χύτρας, όπου έβραζεν η σάλτσα του καπαμά.

— Έλα, έλα! … άφησε, βρε βλάκα, αυτές τες κουταμάρες, μου είπε, και κύτταξε να κάμης τη δουλειά που σου είπα …

Υπήκουσα εις το πρόσταγμα της, κατώρθωσα να εύρω τον Μανώλην και του ανεκοίνωσα την επιθυμίαν της εξαδέλφης του, την οποίαν πιστεύω ότι έσπευσε μετά προθυμίας να ικανοποιήση. Είχα εκπληρώσει απλούν ερωτικόν καθήκον, απλούν καθήκον αβροφροσύνης μάλιστα. Και όμως … τόσην ανησυχίαν μου ενεποίει η νυκτερινή αύτη επίσκεψις του εξαδέλφου, ώστε την νύκτα εκείνην, όπως εύρη κάποιαν ησυχίαν το πνεύμα μου, δεν εμελέτησα τίποτε άλλο ειμή Ησύχιον.

Την πρωίαν η Αγγέλω φιλομειδής ευρίσκετο εις το παράθυρον του μαγειρείου καθαρίζουσα πίσα. Ακριβώς η λέξις αύτη με είχε τυραννήσει αφ' εσπέρας· ηγνόουν αν η πόλις Πίσα ωξύνετο ή περιεσπάτο. Ανήλθον εν τάχει όπως συμβουλευθώ τας γραμματικάς γνώσεις της φίλης μου, αν και εγνώριζα εκ πείρας πόσον αύται ήσαν περιωρισμέναι. Αλλ' ως με είδε συνωφρυώθη· ήτο φανερόν ότι η νυκτερινή επίσκεψις του Μανώλη είχεν επιδράσει εις το πνεύμα της επί ζημία μου.

— Ήλθεν ο Μανώλης απόψε, μου είπεν άμα με είδε.

— Και τι σου είπεν; ηρώτησα αδιαφόρως.

— Μου είπε εκείνο οπού δεν έκοψε το 'δικό σου το κεφάλι. Ο μισθός που παίρνω εδώ είνε πολύ 'λίγος· θα πω του αφεντικού μου να τον αυξήση, ειδεμή θα φύγω.

Ανεσκίρτησα ακούσας την τελευταίαν λέξιν. Να φύγη η Αγγέλω! … να φύγη! … αλλά τότε τα όνειρά μου ανετρέποντο άρδην! τότε τι θα εγίνοντο αι ηδοναί του ενεστώτος και τα σχέδια περί του μέλλοντος και αι έντιμοι προθέσεις μου και αι μετοχαί άς εσκόπουν ν' αγοράσω διά της προικός; … Ήτο καταστροφή οριστική· ήτο θλίψις φρικτή.

— Και τι αύξησιν θα ζητήσης, την ηρώτησα, συλλαβικήν ή χρονικήν;

Οι οφθαλμοί της Αγγέλως εξήστραψαν ως οι άνθρακες του πυραύνου.

— Για να σου 'πω, βρε κορόιδο, μου είπε, εβαρέθηκα ν' ακούω τες σαχλαμάρες σου. Κάνε μου τη χάρι ξεκουμπίσου απ' εδώ … ου να χαθής, λιμοκοντόρε, διαβασμένε!

Η θέσις ήτο κρίσιμος και πάσα αντίρρησις θα εξώθει τα πράγματα μέχρις ατοπήματος. Εξήλθον αφού εκίνησα τον δάκτυλον ποιήσας σχήμα κατά το νοούμενον και την ημέραν εκείνην ούτε καν εις το φροντιστήριον δεν είχα διάθεσιν να μεταβώ. Εσυλλογιζόμην τον Μανώλην, τον κακοήθη ραδιούργον και διαβολέα, όστις προδήλως ήτο ο παραίτιος της συμφοράς μου. Αλλ' αφού περιεπλανήθην ασκόπως όλην την ημέραν δεν ηδυνήθην να κρατηθώ, και την εσπέραν ευρών ανοικτήν την θύραν ανήλθα εις το μαγειρείον· και ευρέθην προ της ασπλάγχνου Αγγέλως.

— Πάλι μου κόπιασες; ανέκραξε μετά θυμού ευθύς ως με είδε· δεν σου είπα να με ξεφορτωθής;

— Λοιπόν επιμένεις; … ηρώτησα δειλώς.

— Σου το είπα και σου το ξαναλέγω παστρικά, ξεφορτώσου με! … Δεν σε θέλω πια για ερωμένο! …

— Έχεις δίκαιον, Αγγέλω· ερωμένος σου ουδέποτε υπήρξα. Υπήρξα ερώμενός σου.

— Μη με σκοτίζης!

— Μα λοιπόν είσαι άκαμπτος; … Είσαι Μέγαιρα, είσαι Ερινύς, είσαι Αληκτώ! …

— Αλύκτα όσον θέλεις.

— Επιμένεις να με αφίσης; …

— Ναι!

— Τουλάχιστον όμως, άσπλαγχνε, ανεβόησα να με αφίσης με ι, μη με αφίσης με η, διότι είνε πολύ σκληρόν.

— Α! μα 'ξεύρεις πού μ' επαραφορτώθηκες! ανέκραξε μανιώδης η Αγγέλω. Έξ' από 'δω! …

Και αρπάσασα το τηγάνιον επέπεσε κατ' εμού. Ημύνθην όσον ηδυνάμην διά μιας πυράγρας, αλλ' η αχρεία ήρχισεν ενταυτώ να βάλλη τοιαύτας κραυγάς, ώστε ώρμησαν οι γείτονες, ανήλθε δε και είς τυχαίως διαβαίνων αστυνομικός κλητήρ, όστις με ωδήγησεν εις το κρατητήριον.

— Κύριε, είπα προς τον αστυνόμον απολογούμενος, δεν πταίω εγώ. Εκείνος ο αχρείος ο Μανώλης είνε ο αίτιος του δυστυχήματός μου. Είνε άνθρωπος ελεεινός, φαύλος, είνε άνθρωπος της τρίτης κλίσεως, ο Μανώλης του Μανώλους, κατά το η πανώλης, της πανώλους …

— Εκατάλαβα, είπεν ο αστυνόμος μειδιών, θα είνε φοιτητής της φιλολογίας.

— Και θα πάσχη από υποκοντίαν, προσέθηκεν έτερός τις υπάλληλος παριστάμενος.

Διέταξαν να με απολύσουν· αλλ' ο λόγος αυτός του αστυνόμου μ' έκαμε να συνετισθώ. Σκεφθείς ωριμώτερον επείσθην πράγματι ότι ο αίτιος της δυστυχίας μου δεν ήτο ο Μανώλης, αλλ' η προσήλωσίς μου προς τους τύπους της Γραμματικής. Αυτή ήτο η αφορμή της διαρρήξεως των μετά της Αγγέλως σχέσεών μου. Διά τούτο έκτοτε παρήτησα την φιλολογίαν και τα όνειρά μου, έσχισα τον Ησύχιον και τον Πολυδεύκη, έρριψα εις το πυρ τα Συντακτικά, ώμοσα μίσος ακάθεκτον κατά των διδασκάλων μου και διά να τους εκδικηθώ θα διαπράττω τας φρικτοτέρας των ανορθογραφιών.