Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΕΡΩΤΟΣ ΤΕΧΝΑΙ.


Ἀνάθεμά τον τὸν Χειμό,
τὸν γέρο τὸν Γενάρη!
Δὲν ἔχει γι’ ἄρρωστους καϋμό,
γι’ ἀγαπημένους χάρη.

Μόν’ κάμνει παγωνιὰ πολλή,
κλεῖ μέσα τὴν κυρά μου·
κ’ ἐγὼ στεροῦμαι τὸ φιλί,
κι’ αὐτὴ τὴν συντυχιά μου!

Παππᾶ, τὸ χέρι σου φιλῶ -
Ποῦ νἄχω τὴν εὐχή σου!
Καὶ τὸν Θεὸ παρακαλῶ
νὰ σώσῃ τὴν ψυχή σου.

Μὲ παίρνεις τώρα τῶν Φωτῶ’
μαζί σου νὰ γυρίσω,
τὸν Ἁγιασμὸ νὰ σοῦ κρατῶ,
νὰ σοῦ κρατῶ τὸ ἴσο;

Νὰ ’βγοῦμε τὸ πουρνὸ πουρνό,
ν’ ἁγιάσουμε στὴν γύρα,
κάθε Ῥωμῃὸ καὶ Χριστιανό,
κάθ’ ὀρθοδόξου θύρα.

Σὺ ψαλλουρίζεις μιὰν εὐχὴ
στ’ ἀρχοντοσπίτια ’πάνω·
ἐμὲ μοῦ σφίγγετ’ ἡ ψυχή,
κι’ ὅλο τὸ ἴσο χάνω.

Ἐσέ σ’ ἀρέσκ’ ἂν σοῦ φιλᾷ
τὸ χέρι καμμιὰ χήρα·
Ἐμὲ μ’ ἀρέσκει, καὶ καλά,
μέσ’ στῆς Λενιῶς τὴν θύρα.

Σὺ τῆς φωτίζεις τὸν γονιό,
καὶ λὲς τὸ «’ν Ἰορδάνῃ·»
Ἐγὼ χαϊδεύω τὸ Λενιὼ
καὶ τὸ ῥωτῶ τὶ κάνει.

Σὺ παίρνεις γιὰ φωτιστικὸ
ἕν’ ἄσπρο τσακισμένο·
’Γὼ παίρνω ’να φιλὶ γλυκὸ
καὶ μοσχομυρισμένο.