Απολογία Σωκράτους (μετάφραση)

Απολογία Σωκράτους
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Αλέξανδρος Μωραϊτίδης


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΑΛΕΞ. ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
1911

σελίδα


ΤΥΠΟΙΣ “ΑΥΓΗΣ„ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Α. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

σελίδα

σελίδα

ΠΛΑΤΩΝΟΣ
'ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

I Ποίαν μὲν ἐντύπωσιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,[1] σᾶς ἔκαμαν οἱ λόγοι τῶν κατηγόρων μου, δὲν γνωρίζω. Τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι ἐγὼ ὁ ἴδιος, ἐξ αἰτίας τῶν λόγων των αὐτῶν, σχεδὸν ἐλησμόνησα τὸν ἑαυτόν μου, πιστεύσας πρὸς στιγμὴν ὅτι δὲν εἶμαι αὐτὸς ὁποῦ εἶμαι. Μὲ τόσον πειστικόν τρόπον ὡμίλησαν. Καὶ ὅμως ἠμπορῶ νὰ σᾶς βεβαιώσω ὅτι καμμίαν σχεδὸν ἀλήθειαν δὲν εἶπαν. · Ἀπὸ τὰ πολλὰ δὲ ἐκεῖνα ψεύδη, τὰ ὁποῖα αὐτοὶ ἐφεῦρον, ἓν πρὸ πάντων ἐθαύμασα, ἐκεῖ ὅπου ἔλεγαν, ὅτι πρέπει σεῖς νὰ προσέξητε μήπως ἐξαπατηθῆτε ἀπὸ ἐμέ, διότι, κατὰ τοὺς λόγους των, εἶμαι δεινὸς ῥήτωρ. Ἐπειδὴ τὸ νὰ μὴ φοβηθοῦν αὐτοὶ τὴν ἐντροπήν, διότι εὐθὺς ἀμέσως θ’ ἀποδειχθοῦν ἀπὸ ἐμὲ ὅτι πραγματικῶς ψεύδονται, ὅταν καὶ κατ’ ἐλάχιστον δὲν φανῶ ὅτι εἶμαι δεινὸς ῥήτωρ, τοῦτο τὸ θάρρος αὐτῶν μοῦ ἐφάνη ὅτι εἶνε ἀναισχυντότατον. Ἐκτὸς ἂν ἴσως δεινὸν ῥήτορα καὶ εὔγλωττον ὀνομάζουν αὐτοὶ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος λέγει τὴν ἀλήθειαν. Διότι, ἂν αὐτὸ ἐννοοῦν, ἤθελον ὁμολογήσει ὅτι ἐγὼ βεβαίως εἶμαι δεινὸς ῥήτωρ, ὄχι ὅμως καθ’ ὃν τρόπον αὐτοὶ ἐννοοῦσι καὶ μετέρχονται τὴν ῥητορικήν. Διότι οὗτοι μέν, ἐπαναλέγω, κανὲν σχεδὸν ἀληθὲς δὲν εἶπον, σεῖς δὲ ἀπὸ ἐμὲ θ’ ἀκούσητε μετ’ ὀλίγον καθαρὰν τὴν ἀλήθειαν. Ἀλλ’ ὅμως, μὰ τὸν Δία, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δὲν θὰ ἀκούσητε ἀπὸ ἐμὲ λόγους καλλωπισμένους βεβαίως, καθὼς εἶνε οἱ λόγοι τῶν κατηγόρων μου, μὲ φράσεις κομψὰς καὶ λέξεις ἐκλεκτάς, οὐδὲ ἐστολισμένους μὲ ῥητορικὰ σχήματα καὶ περιόδους ἐντέχνους, ἀλλὰ θ’ ἀκούσητε λόγους ἐκ τοῦ προχείρου, μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ τὰς τυχούσας εἰς τὸν νοῦν μου ἐρχομένας λέξεις. Διότι ἔχω πεποίθησιν ὅτι εἶνε δίκαια, ὅσα θὰ εἴπω, κανεὶς δὲ ἀπὸ σᾶς ἂς μὴ περιμένῃ τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἐμέ. Διότι καὶ δὲν θὰ ἦτο πρέπον βέβαια, καθὼς φρονῶ, εἰς τὴν παροῦσαν ἡλικίαν μου,[2] νὰ ἐμφανίζωμαι ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου ἀπαγγέλλων τορνευτοὺς λόγους ὡς κανὲν μειράκιον. Καὶ διὰ τοῦτο αὕτη μάλιστα εἶνε ἡ μόνη παράκλησίς μου, τὴν ὁποίαν σᾶς κάμνω, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι . καὶ αὐτὸ μόνον ζητῶ ἀπὸ σᾶς. Ἐὰν μὲ ἀκούσητε ὅτι εἰς τὴν ἀπολογίαν μου μεταχειρίζομαι τοὺς ἰδίους λόγους καὶ τὸν ἴδιον τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον συνήθως ὁμιλῶ δημοσίᾳ καὶ παρὰ τοὺς τραπεζίτας τῆς ἀγορᾶς,[3] εἰς τὴν ὁποίαν θέσιν οἱ περισσότεροι ἀπὸ σᾶς[4] μὲ ἔχουσιν ἀκούσει, καὶ εἰς κάθε ἄλλο μέρος τῆς πόλεως, εἰς τὰς παλαίστρας καὶ εἰς τὰ ἐργαστήρια, νὰ μὴ παραξενεύεσθε, μήτε νὰ μὲ χλευάζετε δι’ αὐτό, κάμνοντες θόρυβον[5]. Διότι συμβαίνει τὸ ἑξῆς: Τώρα πρώτην φορὰν ἐγὼ ἐμφανίζομαι ἐνώπιον δικαστηρίου, ἐνῷ εἶμαι πλέον τῶν ἑβδομήκοντα ἐτῶν. Ὅθεν εἰς ἐμὲ εἶνε ὅλως διόλου ξένος καὶ ἀσυνήθιστος ὁ τρόπος τοῦ λόγου, μὲ τὸν ὁποῖον ὁμιλοῦν ἐδῶ. Καθὼς λοιπόν, ἂν ἐτύχαινε νὰ εἶμαι πραγματικῶς ξένος, θὰ ἠθέλετε μὲ συγχωρήσει βεβαίως, καθὼς φρονῶ, ἐὰν ὡμίλουν μὲ ἐκείνην τὴν διάλεκτον καὶ τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνατραφῆ εἰς τὸν τόπον μου, τοιουτοτρόπως καὶ τώρα εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν σᾶς παρακαλῶ, καὶ πιστεύω ὅτι ἡ παράκλησίς μου εἶνε δικαία, εἰς μὲν τὸν τρόπον τοῦ λόγου μου νὰ μὴ προσέξητε, κακὸς ἢ, καλὸς εἶνε· τοῦτο δὲ μόνον νὰ παρατηρῆτε, καὶ εἰς τοῦτο νὰ ἐπιστήσητε ὅλην σας τὴν προσοχὴν, ἂν λέγω δίκαια ἢ ὄχι· διότι εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ ἀρετὴ τοῦ δικαστοῦ, τοῦ δὲ ῥήτορος ἀρετὴ εἶνε νὰ λέγῃ μόνον τὴν ἀλήθειαν.

II Πρῶτον μὲν λοιπὸν εἶναι δίκαιον νὰ ἀπολογηθῶ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰς τὰς πρώτας ἐναντίον μου κατηγορίας ὡς ψευδεῖς καὶ εἰς τοὺς πρώτους κατηγόρους μου, ἔπειτα δὲ εἰς τὰς τελευταίας καὶ εἰς τοὺς τελευταίους κατηγόρους. Διότι ἐναντίον μου πολλοὶ ὑπῆρξαν ἐνώπιον σας κατήγοροι, οἱ ὁποῖοι καὶ. ἀπὸ πολλὰ ἀκόμη ἔτη πρωτύτερα μὲ κατηγόρησαν καὶ καμμίαν ἀλήθειαν δὲν εἶπαν. Αὐτοὺς δὲ ἐγὼ περισσότερον φοβοῦμαι παρὰ τὸν Ἄνυτον καὶ τοὺς συντρόφους του,[6] ἂν καὶ αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι εἶνε πολὺ φοβεροί· ἀλλ’ ἐκεῖνοι οἱ ἄλλοι εἶνε πολὺ φοβερώτεροι, ὦ ἄνδρες· διότι αὐτοὶ τοὺς περισσοτέρους ἐξ ὑμῶν σᾶς παρελάμβανον, ὡς δι’ ἐκπαίδευσιν, ἀπὸ τὴν παιδικήν σας ἡλικίαν, καθὼς οἱ παιδαγωγοί. καὶ προσεπάθουν νὰ σᾶς πείσουν μὲ τὰς ψευδεῖς ἐναντίον μου κατηγορίας των νὰ ἔχητε ἐσφαλμένην δι’ ἐμὲ γνώμην, λέγοντες ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἐκεῖ Σωκράτης, σοφὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος καταγίνεται μὲ τὰ μετέωρα, ἐξετάζων τὸν ἀέρα, τὰς βροντὰς καὶ τὰς ἀστραπάς, καὶ ἔχει κάμει ἐρεύνας εἰς ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς τοὺς κόλπους τῆς γῆς, καὶ ἠμπορεῖ μὲ τοὺς λόγους του νὰ κάμῃ δικαίαν μίαν ἄδικον ὑπόθεσιν. Οὗτοι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ διέσπειραν αὐτὴν τὴν φήμην, εἶναι οἱ πλέον φοβεροὶ καὶ ἐπικίνδυνοι κατήγοροί μου. Διότι ὅσοι τοὺς ἤκουσαν, νομίζουν ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐνασχολοῦνται εἰς αὐτὰ τὰ ζητήματα, ὄχι μόνον εἶνε ἐπιβλαβεῖς, ἀλλὰ καὶ θεοὺς δὲν πιστεύουν. Προσέτι οἱ κατήγοροι οὗτοι εἶνε πολυάριθμοι καὶ πολὺν καιρὸν τόρα ἐργάζονται εἰς τὴν διάδοσιν αὐτῶν τῶν κατηγοριῶν, καὶ πρὸς τούτοις ὡμίλουν πρὸς ὑμᾶς, εἰς τοιαύτην μάλιστα ἡλικίαν, κατὰ τὴν ὁποίαν εὐκολώτατα ἠδύνασθε νὰ τοὺς πιστεύσητε. διότι ἦσθε τότε παῖδες οἱ περισσότεροι ἀπὸ σᾶς, τινὲς δὲ καὶ μειράκια, ὅταν μὲ κατηγόρουν ὅλως διόλου ἐρήμην, χωρὶς νὰ ἠμπορῇ ὁ κατηγορούμενος νὰ ἀπολογηθῇ. Ὅ,τι δὲ εἶνε πολὺ ἀδικώτατον πρᾶγμα ἀπὸ ὅλα εἶνε τοῦτο, ὅτι καὶ τὰ ὀνόματά των δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ τὰ γνωρίζητε καὶ νὰ εἴπητε αὐτά, ἐκτὸς ἂν τύχῃ νὰ εἶνε κανεὶς κωμῳδοποιὸς βέβαια. Ὅσοι δὲ μὲ φθόνον ἢ μὲ συκοφαντίαν σᾶς ἐξηπάτων, καὶ ὅσοι, διότι οἱ ἴδιοι εἶχαν πεισθῇ, προσεπάθουν νὰ πείσουν καὶ ἄλλους, ὅλοι αὐτοὶ μένουν ἄγνωστοι, καὶ εἶνε διὰ τοῦτο παντάπασιν ἀπρόσβλητοι· διότι δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐγκαλέσω ἐδῶ τώρα ἐνώπιον σας κανένα ἀπὸ αὐτούς, οὐδὲ νὰ ἐξελέγξω κανένα καὶ νὰ τὸν ἀποδείξω ψεύστην. Ἀλλ’ εἶνε ἀνάγκη, διὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν ἑαυτόν μου, ὅλως διόλου νὰ σκιαμαχῶ, καθὼς λέγουν, καὶ πρὸς ὑπεράσπισιν μου νὰ ἀντικρούω ἐνταῦθα χωρὶς νὰ φαίνεται κανένας ἀντίπαλος. Παραδεχθῆτε λοιπὸν καὶ σεῖς ὅτι, καθὼς εἶπα, δύο εἰδῶν ὑπῆρξαν οἱ κατήγοροί μου· ἄλλοι μὲν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι πρὸ ὀλίγου τόρα μὲ κατηγόρησαν , ἄλλοι δὲ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι πρὸ πολλῶν ἐτῶν, διὰ τοὺς ὁποίους τελευταῖον ὡμίλησα, καὶ στοχασθῆτε, σᾶς παρακαλῶ, ὅτι εἶνε ἀνάγκη πρῶτον νὰ ἀπολογηθῶ πρὸς ἐκείνους τοὺς πρώτους. Διότι ἴσα—ἴσα καὶ σεῖς ἐκείνους πρωτύτερα ἠκούσατε νὰ μὲ κατηγοροῦν καὶ ἐκεῖνοι σᾶς ἔκαμαν πολὺ μεγαλυτέραν ἐντύπωσιν παρὰ αὐτοὶ ἐδῶ οἱ τελευταῖοι.

Καλὰ λοιπόν. Πρέπει νὰ ἀπολογηθῶ εἰς ὑπεράσπισιν μου, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ νὰ ἐπιχειρήσω εἰς τόσον μικρὸν χρονικὸν διάστημα , ὅσον μοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμον νὰ ὁμιλήσω[7], νὰ ἐκ βάλω ἀπὸ τὸ πνεῦμά σας τὴν κακὴν ὑπόληψιν, τὴν ὁποίαν ἐκ τῶν κατ’ ἐμοῦ συκοφαντιῶν ἐσχηματίσατε δι’ ἐμὲ εἰς τόσον μακρὸν χρονικὸν διάστημα, ὥστε ἔχει πλέον κάμει βαθείας ῥίζας. Θὰ ἐπεθύμουν μὲν βεβαίως μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μου νὰ κατορθώσω τοῦτο, τὸ ὁποῖον εἶνε καλὸν καὶ διὰ σᾶς καὶ δι’ ἐμέ, καὶ μάλιστα ἀκόμη περισσότερον ἀπὸ αὐτὸ θὰ ἐπεθύμουν, νὰ κατορθώσω διὰ τῆς ἀπολογίας μου, ὥστε ὄχι μόνον νὰ ἀποβάλετε τὴν κακὴν περὶ ἐμοῦ ἰδέαν, ἀλλὰ περιπλέον καὶ νὰ σχηματίσετε καλὴν γνώμην δι’ ἐμέ. Ἀλλὰ στοχάζομαι ὅτι αὐτὸ εἶνε δύσκολον, καὶ δὲν μὲ διαφεύγει πολὺ πόσην μεγάλην σπουδαιότητα τοῦτο ἔχει. Ὅμως αὐτὸ μὲν ἂς ἀποβῇ ὅπως εἶνε εὐάρεστον εἰς τὸν θεὸν, ἡμεῖς δὲ πρέπει νὰ ὑπακούσωμεν εἰς τὸν νόμον καὶ νὰ ἀπολογηθῶμεν.

III. Ἂς ἐπιχειρήσωμεν λοιπὸν ἐξ ἀρχῆς πάλιν νὰ εἴπωμεν ποία εἶνε ἡ κατηγορία, ἀπὸ τὴν ὁποίαν προῆλθεν ἡ ἐναντίον μου συκοφαντία, εἰς τὴν ὁποίαν, ὡς γνωστὸν, στηριζόμενος ὁ Μέλητος, ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ ὑποβάλῃ κατ’ ἐμοῦ τὴν παροῦσαν κατηγορίαν.

Καλά. Ἂς ἴδωμεν μὲ ποίας ἀκριβῶς συκοφαντίας οἱ πρῶτοι μου ἐκεῖνοι διαβολεῖς μὲ ἐσυκοφάντουν. Εἶνε ἀνάγκη βέβαια νὰ περιβάλωμεν τὴν συκοφαντίαν των μὲ τὸν τύπον ἐπισήμου κατηγορίας γενομένης ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου καὶ νὰ τὴν ἀναγνώσωμεν αὐτὴν ἐδῶ τόρα, ὡσὰν νὰ ἦτο ἔγγραφος, καθὼς εἶνε συνήθεια νὰ ἀναγινώσκεται εἰς τὸ δικαστήριον ἡ ἔνορκος βεβαίωσις τῶν κατηγόρων[8].

«Ὁ Σωκράτης εἶνε ἀσεβής, διότι μὲ ἐγκληματικὴν περιέργειαν καταγίνεται εἰς πράγματα ἀνωφελῆ, μὲ τὸ νὰ ἀναζητῇ νὰ ἀνακαλύψῃ τὰ ὑπὸ τὴν γῆν μυστήρια καὶ τὰ ἐπουράνια· διότι τὸ ἄδικον παριστάνει ὡς δίκαιον, καὶ διότι γίνεται αἴτιος κακοῦ, ἐπειδὴ μεταδίδει αὐτὴν τὴν ἰδίαν διδασκαλίαν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους». Τοιαύτη εἶνε περίπου ἡ ἐναντίον μου κατηγορία[9]. Διότι αὐτὰ τὰ εἴδατε καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι εἰς τὴν παρασταθεῖσαν κωμῳδίαν τοῦ Ἀριστοφάνους[10]· εἴδατε ἐκεῖ ἐπὶ τῆς σκηνῆς νὰ περιφέρεται μετέωρος κἄποιος Σωκράτης καὶ νὰ λέγῃ ὅτι περιπατεῖ εἰς τὸν ἀέρα καὶ πολλὰς ἄλλας φλυαρίας νὰ φλυαρῇ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐγὼ τίποτε, οὔτε πολὺ οὔτε ὀλίγον δὲν ἐννοῶ. Λέγω δὲ ταῦτα ὄχι διότι περιφρονῶ τὴν τοιαύτην ἐπιστήμην, ἂν κανεὶς τῳόντι ὑπάρχῃ σοφὸς περὶ τὰς γνώσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους, μὲ σκοπὸν διὰ νὰ μὴ καταγγελθῶ ὑπὸ τοῦ Μελήτου ὡς ἔνοχος εἰς τόσα ἐγκλήματα, ἀλλὰ ἀκριβῶς μόνον διότι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δὲν γνωρίζω τὴν ἐπιστήμην αὐτὴν. Μάρτυρας δὲ περὶ τούτου προτείνω τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδίους. Καὶ ἀπαιτῶ, σεῖς, ὅσοι ποτὲ ἕως τόρα μὲ ἔχετε ἀκούσει ὁμιλοῦντα (καὶ εὑρίσκονται ἐδῶ εἰς τὸ δικαστήριον πολλοὶ ἀπὸ σᾶς ἀκροαταί μου καὶ συνομιληταί μου) νὰ καταθέσετε καὶ φανερώσετε μεταξύ σας. Σκεφθῆτε λοιπὸν ἀναμεταξύ σας, ἀν ποτὲ ἕως τόρα μὲ ἤκουσε κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ ὁμιλῶ περὶ τῶν γνώσεων αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἴτε ἀκροθιγῶς καὶ ἐπιπολαίως εἴτε κατὰ βάθος καὶ κατ’ οὐσίαν. Ἀπὸ αὐτὸ δὲ τὸ ψεῦδος θὰ γνωρίσετε ὅτι καὶ τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα λέγονται περὶ ἐμοῦ εἶνε ψευδῆ.

IV. Ἀλλὰ βεβαίως οὔτε ἀπὸ αὐτὰ κανὲν δὲν εἶναι ἀληθὲς. Καὶ ἀκόμη ἐὰν ἔχετε βεβαίως ἀκούσει ποτὲ κανένα νὰ λέγῃ ὅτι ἐγὼ μετέρχομαι τὸν διδάσκαλον καὶ ὅτι λαμβάνω δι’ αὐτὸ χρήματα, καὶ αὐτὸ δὲν εἶνε ἀληθές. Ἐπειδή, ἐὰν ἦτο, ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ τὸ ὡμολόγουν· διότι μοῦ φαίνεται ὅτι αὐτὸ εἶνε τῷ ὄντι ὡραῖον πρᾶγμα, νὰ ἤθελεν εἶναι κανεὶς ἱκανὸς νὰ ἐκπαιδεύῃ ἀνθρώπους, καθὼς κάμνει τοῦτο καὶ ὁ Γοργίας ὁ Λεοντῖνος καὶ ὁ Πρόδικος ὁ Κεῖος καὶ ὁ Ἱππίας ὁ Ἠλεῖος. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ αὐτούς[11] εἰς ὁποιανδήποτε πόλιν καὶ ἂν ὑπάγῃ, κατορθόνει καὶ πείθει τοὺς νέους, ὅσοι ἠμποροῦσαν νὰ διδαχθοῦν δωρεὰν ἀπὸ κανένα ἄλλον συμπολίτην των, ὁ ὁποῖος τοὺς ἀρέσει, νὰ ἀφήσουν ἐκεῖνον καὶ νὰ ἔρχωνται νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ αὐτοὺς μὲ πληρωμὴν, καὶ δι' αὐτὸ νὰ χρεωστοῦν ἀκόμη καὶ εὐγνωμοσύνην εἰς αὐτούς. Πλὴν ἐκτὸς αὐτῶν ὑπάρχει ἐδῶ καὶ κάποιος ἄλλος σοφὸς, ὁ Πάριος[12], ὁ ὁποῖος, καθὼς ἔμαθα ἀπὸ τὸν Καλλίαν, κατοικεῖ ἐν Ἀθήναις ὡς ξένος. Διότι ἔτυχε μίαν ἡμέραν νὰ ἐπισκεφθῶ κάποιον, ὅστις εἶχε πληρώσει εἰς τοὺς σοφιστὰς χρήματα περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἐπλήρωσαν ὅλοι ὁμοῦ οἱ ἄλλοι συμπολῖταί μας, τὸν Καλλίαν τὸν υἱὸν τοῦ Ἱππονίκου[13]. Αὐτὸν λοιπὸν ἐπανειλημμένως ἠρώτησα, ὅτε ἐγίνετο λόγος διὰ τοὺς υἱούς του—διότι αὐτὸς ἔχει δύο υἱοὺς—ὦ Καλλία, εἶπον ἐγώ, ἂν εἶχες, ἀντὶ τῶν δύο υἱῶν, δύο πώλους ἢ δύο μόσχους, θὰ ἀνεζητούσαμεν νὰ λάβωμεν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μας δι’ αὐτοὺς ἕνα ἐπιστάτην μὲ μισθὸν, ἕνα ἱκανὸν βέβαια ἄνθρωπον , ὅστις νὰ κάμῃ αὐτοὺς τελείους καθ’ ὅλα, ὥστε νὰ εἶνε ἐπιτήδειοι ὁ καθένας διὰ τὸ κατάλληλον ἔργον του. Θὰ ἦτο δὲ αὐτὸς ὁ ἐπιστάτης ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱππικοὺς βέβαια διὰ τὸν πῶλον, ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς γεωργικοὺς διὰ τὸν μόσχον. Τώρα δέ, ἀφοῦ οἱ υἱοί σου εἶνε ἄνθρωποι, τί εἴδους ἐπιστάτην σκέπτεσαι νὰ προσλάβῃς δι’ αὐτούς; Ποῖος διδάσκαλος ἔχει αὐτὴν τὴν ἐπιστημονικὴν ἱκανότητα , ἥτις ἀφορᾷ εἰς τὸν ἄνθρωπον γενικῶς καὶ εἰς τὸν πολίτην ἰδιαιτέρως; Διότι φρονῶ ὅτι ἔχεις σκεφθῆ περὶ αὐτοῦ τοῦ πράγματος , ἀφοῦ ἔχεις παιδιά. Γνωρίζεις λοιπὸν κανένα, εἶπον ἐγώ, ἢ ὄχι; —Μάλιστα, ἀπήντησε ὁ Καλλίας.—Ποῖος εἶνε αὐτὸς, ἠρώτησα ἐγώ, καὶ ἀπὸ ποῦ εἶνε καὶ πόσα λαμβάνει διὰ μισθὸν τῆς διδασκαλίας του;—Αὐτὸς εἶνε ὁ Εὔηνος, ὦ Σώκρατες, μοῦ εἶπεν ἐκεῖνος, ὁ Πάριος, καὶ λαμβάνει μισθὸν ἀπὸ τὸν κάθε μαθητήν του πέντε μνᾶς[14]. Ἐγὼ τότε ἐμακάρισα τὸν Εὔηνον, ἂν εἶνε ἀληθὲς ὅτι γνωρίζει αὐτὴν τὴν σπουδαίαν τέχνην καὶ τὴν διδάσκει τόσον ἁρμονικῶς. Ἐγὼ τοὐλάχιστον καὶ ὁ ἴδιος βεβαίως θὰ τὸ ἐθεώρουν αὐτὸ τιμήν μου καὶ θὰ ἤμουν ἔνδοξος καὶ ὑπερήφανος, ἐὰν ἐγνώριζα αὐτὰ τὰ ὁποῖα διδάσκει ὁ Εὔηνος. Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν τὰ γνωρίζω, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι.

V. Ἀλλ’ ἠμποροῦσε νὰ μὲ διακόψῃ καὶ νὰ μὲ ἐρωτήσῃ ἴσως κάθε ἕνας ἀπὸ σᾶς. Ἀλλ’ ὦ Σώκρατες, ἐὰν ἀληθῶς δὲν ἔχῃς αὐτὰς τὰς γνώσεις, τί ἀκατανόητον πρᾶγμα εἶνε αὐτὸ τὸ ἰδικόν σου; Πόθεν προῆλθαν αἱ συκοφαντίαι αὐταί, αἱ ὁποῖαι διασπείρονται ἐναντίον σου; Διότι βέβαια διὰ σέ, ὅπου δὲν ἔκαμνες τίποτε περιεργότερον ἀπὸ ὅ,τι κάμνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, δὲν θὰ διεσπείρετο τόση φήμη, καὶ δὲν θὰ ἐγίνετο ποτὲ τόσος λόγος, ἐὰν δὲν ἔκαμνες κάτι τι διαφορετικὸν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Λέγε μας λοιπὸν ποῖον εἶνε αὐτὸ ποῦ ἔκαμνες, διὰ νὰ μὴ ἐκδώσωμεν ἄδικον ἀπόφασιν, ἐπινοοῦντες μὲ τὴν φαντασίαν μας ἀνύπαρκτα πράγματα διὰ σέ. Μοῦ φαίνεται ὅτι, ὅστις κάμνει αὐτὴν δὰ τὴν ἔνστασιν, ἔχει δίκαιον. Ἐγὼ λοιπὸν θὰ προσπαθήσω νὰ ἀποδείξω τί ἐπὶ τέλους εἶνε αὐτό, τὸ ὁποῖον ἔκαμε καὶ τὸ ὄνομά μου τόσον ἔνδοξον καὶ συνάμα ἔγινεν ἀφορμὴ τῶν ἐναντίον μου συκοφαντιῶν. Ἀκούσατε λοιπόν. Καὶ ἴσως μὲν φανῶ εἰς μερικοὺς ἀπὸ σᾶς ὅτι δὲν ὁμιλῶ σοβαρῶς, ἀλλ’ ὅτι παίζω. Νὰ ἠξεύρετε ὅμως καλά, θὰ σᾶς εἴπω ὅλην τὴν ἀλήθειαν.

Ἐγώ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, διὰ κανὲν ἄλλο πρᾶγμα δὲν ἀπέκτησα αὐτὸ τὸ ὄνομα, ἄλλα διὰ κάποιαν σοφίαν βέβαια. Ποία δὲ ἀκριβῶς λέγω ὅτι εἶνε αὐτὴ ἡ σοφία; Αὐτὴ εἶνε ἀνθρωπίνη σοφία βεβαίως. Διότι τῳόντι στοχάζομαι ὅτι ὡς πρὸς αὐτὴν τὴν σοφίαν εἶμαι σοφὸς· ἐνῷ οὗτοι οἱ ἄλλοι σοφοί, διὰ τοὺς ὁποίους πρὸ ὀλίγου ὡμίλησα, ἴσως ἠμπορεῖ νὰ εἶνε σοφοὶ ὡς πρὸς ἕν ἄλλο εἶδος σοφίας, πολὺ ἀνωτέρας ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην, ἢ δὲν ἠξεύρω τί νὰ σᾶς εἴπω δι’ αὐτὴν τὴν σοφίαν των. Διότι ἐγώ τοὐλάχιστον αὐτὴν τὴν σοφίαν δὲν τὴν γνωρίζω βεβαίως, ἀλλ’ ὅστις λέγει ὅτι γνωρίζω αὐτὴν, αὐτὸς καὶ ψεύδεται καὶ λέγει ταῦτα μὲ σκοπὸν νὰ μὲ συκοφαντήσῃ. Ἀλλὰ σᾶς παρακαλῶ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, νὰ μὴ θορυβήσετε καὶ ἂν φανῶ ἀκόμη ὅτι σᾶς λέγω πολὺ μεγάλον λόγον πρὸς καύχησίν μου. Διότι ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον θὰ σᾶς εἴπω τόρα, δὲν εἶνε ἰδικός μου, ἀλλ’ ἀνήκει εἰς μίαν προσωπικότητα παρὰ πολὺ ἀξιόπιστον. Ἐπειδὴ μάρτυρα τῆς ἰδικῆς μου σοφίας θὰ σᾶς φέρω τὸν ἴδιον τὸν θεὸν τῶν Δελφῶν, ὅστις θὰ σᾶς εἴπῃ ποία εἶνε ἡ σοφία, τὴν ὁποίαν ἔχω ἐγώ καὶ ποίου εἴδους.

Γνωρίζετε βέβαια, καθὼς νομίζω, τὸν Χαιρεφῶντα[15]. Οὗτος καθὼς ὑπῆρξεν ἰδικός μου φίλος ἀπὸ τῆς νεανικῆς του ἡλικίας, ὁμοίως ἀπαράλλακτα ὑπῆρξε καὶ τῆς δημοκρατίας σας ὀπαδὸς καὶ συγκατεδικάσθη μαζί σας εἰς τὴν πρόσφατον ἐξορίαν ἐπὶ τῶν Τριάκοντα καὶ ἐπανῆλθε πάλιν εἰς τὴν πόλιν μαζί σας. Καὶ γνωρίζετε δὰ πολὺ καλὰ ποίου εἴδους ἄνθρωπος ἦτο ὁ Χαιρεφῶν αὐτὸς καὶ πόσον ἦτο ὁρμητικὸς καὶ θερμὸς εἰς ὅ,τι ἤθελεν ἐπιχειρήσει. Αὐτὸς λοιπὸν μίαν ἡμέραν μεταβὰς εἰς τοὺς Δελφούς, ἐτόλμησε νὰ κάμῃ αὐτἤν τὴν ἐρώτησιν εἰς τὸ μαντεῖον. Καὶ πάλιν σᾶς παρακαλῶ, ὦ ἄνδρες, νὰ μὴ θορυβῆτε δι’ αὐτὸ ὁποῦ θὰ σᾶς εἴπω. Ἠρώτησε λοιπὸν τὸ μαντεῖον ἂν ὑπάρχῃ εἰς τὸν κόσμον κανόνας ἄλλος ἄνθρωπος πλέον σοφώτερος ἀπὸ ἐμέ. Ἀπεκρίθη δὲ ἡ Πυθία[16] ὅτι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος ἀπὸ ἐμὲ σοφώτερος. Καὶ θὰ σᾶς ἐπιβεβαιώσῃ αὐτὰ ὁ ἀδελφὸς του, ὅστις εἶνε παρὼν ἐδῶ, ἀφοῦ ἐκεῖνος ἔχει πλέον ἀποθάνει.

VI. Στοχασθῆτε δὲ διὰ ποίαν αἰτίαν σᾶς λέγω αὐτὰ ὅλα. Τὰ λέγω, διότι ἔχω σκοπὸν νὰ σᾶς ἀποδείξω πόθεν προῆλθεν ἡ ἐναντίον μου διαβολή. Ἐγώ, ἀφοῦ ἤκουσα αὐτὴν τὴν ἀπάντησιν τοῦ μαντείου, ἐσυλλογιζόμην μόνος μου ὡς ἑξῆς· τί ἐπὶ τέλους λέγει ὁ Ἀπόλλων καὶ ποίαν ἔννοιαν ὑποκρύπτουσιν οἱ λόγοι του ἐκεῖνοι ; Διότι τῳόντι γνωρίζω καλὰ ὅτι εἰς ἐμὲ δὲν ὑπάρχει καμμία σοφία οὔτε μεγάλη οὔτε μικρά. Τί λοιπὸν τάχα ἐννοεῖ ὁ θεὸς διακηρύττων ὅτι ἐγὼ εἶμαι σοφώτατος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους; Διότι βεβαίως ὁ θεὸς δὲν ψεύδεται ποτὲ· διότι δὲν εἶνε πρέπον τοῦτο εἰς αὐτόν. Καὶ πολὺν μὲν καιρὸν ἤμουν εἰς ἀπορίαν τί τέλος πάντων ἐννοοῦσεν ὁ χρησμὸς τοῦ μαντείου, ἕως οὖ, ὕστερον ἀπὸ πολὺν κόπον, ἐσκέφθην νὰ κάμω μίαν τοιούτου εἴδους ἔρευναν εἰς ἐξήγησιν αὐτοῦ. Μετέβην εἰς ἕνα ἐκ τῶν συμπολιτῶν μας, ὅστις ἔχει φήμην ὅτι εἶνε σοφός, στοχαζόμενος ὅτι ἐδῶ καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο μέρος θὰ ἠμποροῦσα νὰ ἐξελέγξω ἀπατώμενον τὸ μαντεῖον καὶ ν’ ἀποδείξω εἰς τὸν χρησμὸν ὅτι αὐτὸς ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος εἶνε σοφώτερος ἀπὸ ἐμέ, ἐνῷ σύ, ὦ μαντεῖον, εἶπες ὅτι ἐγὼ εἶμαι σοφώτερας. Καλοστοχαζόμενος λοιπὸν αὐτὸν—τοῦ ὁποίου δὲν ἔχω ἀνάγκην νὰ εἴπω τὸ ὄνομα, ἦτο ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον μεγάλους πολιτικούς μας, σχετικῶς μὲ τὸν ὁποῖον μοῦ συνέβη κατὰ τὴν ἐξέτασιν τοιοῦτον τι ὁποῦ δὲν ἐπερίμενα—καὶ συνομιλῶν μὲ αὐτὸν εἶδα ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πιστεύεται μὲν ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους ὅτι εἶνε σοφός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του, ὅμως ἀληθινὰ δὲν εἶνε σοφός. Ἀφοῦ ἐννόησα τοῦτο, ἐπεχείρησα ν’ ἀποδείξω εἰς αὐτὸν ὅτι ἐπίστευε μὲν ὅτι εἶνε σοφός, δὲν εἶνε ὅμως. Ἕνεκα τούτου λοιπὸν καὶ εἰς αὐτὸν ἔγινα μισητὸς καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς φίλους του. οἱ ὁποῖοι ἦσαν παρόντες κατὰ τὴν συνομιλίαν μας. Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε, ὅτι ἐνῷ ἀπεχωριζόμην ἀπὸ αὐτόν, ἤρχισα νὰ σκέπτωμαι μόνος μου, ὅτι ἀπὸ αὐτὸν βεβαίως τὸν ἄνθρωπον ἐγὼ εἶμαι σοφώτερος* ὡς φαίνεται ὅμως, κανεὶς ἀπὸ τοὺς δύο μας δὲν γνωρίζει κανέν, τὸ ὁποῖον νὰ εἶνε τελείως καλὸν πρᾶγμα. Ὑπάρχει ὅμως αὐτὴ ἡ διαφορὰ μεταξύ μας. Αὐτὸς μὲν φαντάζεται ὅτι γνωρίζει κάτι τι, ἐνῷ δὲν γνωρίζει τίποτε, ἐγὼ δέ, καθὼς δὲν γνωρίζω τίποτε, ἔτσι καὶ πιστεύω ὅτι δὲν γνωρίζω. Μοῦ φαίνεται λοιπὸν βεβαίως ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὀλίγον τι σοφώτερος ἀπὸ αὐτόν, ὡς πρὸς τοῦτο ἀκριβῶς , ὅτι ὅσα δὲν γνωρίζω, αὐτά καὶ πιστεύω ὅτι δὲν τὰ γνωρίζω. Τότε μετέβην εἰς ἄλλον συμπολίτην μας ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουσι τὴν φήμην ὅτι εἶνε σοφώτεροι ἀπὸ τὸν πρῶτον ἐκεῖνον, καὶ μοῦ ἐφάνη ὅτι ἤκουσα ἀπαραλλάκτως τὰ ἴδια καὶ ἀπὸ αὐτόν . Ἔκτοτε ἕνεκα τούτου καὶ εἰς ἐκεῖνον καὶ εἰς πολλοὺς ἄλλους συμπολίτας μας ἔγινα μισητός.

VII. Μετὰ ταῦτα λοιπὸν κατὰ σειρὰν ἤρχισα νὰ πηγαίνω πρὸς ἄλλους συμπολίτας μας, ἂν καὶ ἐγνώριζα καλὰ ὅτι ἐγινόμην μισητὸς εἰς αὐτοὺς—καὶ ἐλυπούμην διὰ τοῦτο, καὶ ἐφοβούμην τὰ ἐπακόλουθα τοῦ μίσους—ἀλλ’ ὅμως ἐφρόνουν ὅτι ἦτο ἀνάγκη, χωρὶς ἀμφιβολίαν, νὰ προτιμήσω ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα τὸ λόγιον τοῦ Ἀπόλλωνος. Μοῦ ἐφαίνετο λοιπὸν καλὸν ὅτι πρέπει νὰ ὑπάγω πρὸς ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν μεγαλυτέραν φήμην ὅτι γνωρίζουν κάτι τι, διότι ἤθελα νὰ ἀνακαλύψω τὴν πραγματικὴν ἔννοιαν τοῦ χρησμοῦ. Καὶ μὰ τὸν κύνα[17] , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,—διότι πρέπει νὰ σᾶς λέγω ὅλην τὴν ἀλήθειαν — τῳόντι ἐγὼ ἔπαθα κάτι τι τοιοῦτον. Ὅσοι ἐξ αὐτῶν εἶχον τὴν καλὴν φήμην ὅτι εἶνε σοφώτατοι, εἰς ἐμὲ ὁποῦ ἀνεζήτουν νὰ ἐννοήσω τὸν χρησμὸν τοῦ θεοῦ, ἐφάνησαν ἀμαθέστατοι σχεδὸν, ἄλλοι δὲ ὁποῦ ἐθεωροῦντο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅτι εἶνε πολὺ ὀλίγον νοήμονες, μοῦ ἐφάνησαν ὅτι εἶνε μάλιστα παρὰ πολὺ συνετοὶ ἄνθρωποι. Πρέπει δὲ βεβαίως νὰ ἀφηγηθῶ ὅλας τὰς περιπλανήσεις μου, τὰς ὁποίας ἔκαμα, ὡς παθήματα ἀνθρώπου, ὅστις ὑποβάλλεται εἰς διαφόρους κόπους, ἵνα εἰς ἐμὲ τέλος πάντων ὁ χρησμὸς φανῇ πλέον ἀνεπίδεκτος ἐλέγχου. Διότι μετὰ τοὺς πολιτικοὺς ἐπορεύθην πρὸς τοὺς ποιητάς, τόσον τοὺς τραγῳδοποιοὺς[18] ὅσον καὶ τοὺς διθυραμβοποιοὺς[19] καὶ τοὺς λοιποὺς ποιητὰς[20] , στοχαζόμενος ὅτι ἐδῶ θὰ φωραθῶ πλέον μὲ σαφεστάτας ἀποδείξεις ὅτι εἶμαι ἀμαθέστερος ἀπὸ ἐκείνους. Ἀναφέρων λοιπὸν ἐκεῖνα τὰ ποιήματα των, ὁποῦ μοῦ ἐφαίνοντο ὅτι μὲ περισσοτέραν ἐπιτυχίαν αὐτοὶ ἐπραγματεύθησαν, κατ’ ἐπανάληψιν ἠρώτων αὐτοὺς τί ἤθελαν νὰ ἐννοήσουν καὶ ποῖος ἦτο ὁ σκοπὸς καὶ ἡ οἰκονομία τῶν ἔργων των ἐκείνων, διὰ νὰ διδαχθῶ συγχρόνως καὶ κάτι τι ἀπὸ αὐτούς. Ἀλλ’ ἐντρέπομαι ἀληθῶς νὰ σᾶς εἴπω, ὦ ἄνδρες, τὴν ἀλήθειαν. Ὅμως πρέπει νὰ εἴτω αὐτὴν. Δηλαδὴ, διὰ νὰ ὁμιλήσω μὲ συντομίαν, ὅλοι σχεδὸν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παρευρέθησαν τότε ἐκεῖ εἰς τὴν συνομιλίαν μας, ἂν τοὺς ἠρώτα κανεὶς, ἠμποροῦσαν νὰ ἀπαντήσουν πολὺ καλύτερα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἰδίους ποιητὰς περὶ τῶν ποιημάτιον, τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι εἶχον συνθέσει. Ἐγνώρισα λοιπὸν καὶ διὰ τοὺς ποιητὰς ἀμέσως αὐτό, ὅτι ὅσα ποιήματα γράφουν, δὲν τὰ γράφουν ἀπὸ σοφίαν των, ἀλλ’ ἀπὸ κάποιαν φυσικήν των κλίσιν καὶ ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν καὶ ἔμπνευσιν[21] ὁμοιάζουσαν ἀπαράλλαχτα μὲ τὸν ἐνθουσιασμὸν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον κυριεύονται οἱ θεομάντεις[22] καὶ οἱ χρησμῳδοί· διότι ὡσαύτως καὶ οὗτοι, λέγουν μὲν πολλὰ ὡραῖα πράγματα, ὅμως δὲν ἐννοοῦν κανὲν ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα λέγουν. Τοιούτου εἴδους πάθος περίπου μοῦ ἐφάνη ὅτι συμβαίνει καὶ εἰς τοὺς ποιητάς. Καὶ συγχρόνως ἐννόησα ὅτι αὐτοὶ ἕνεκα τῆς ποιήσεως των ἐφρόνουν ὅτι καὶ κατὰ τὰ λοιπὰ πράγματα ἦσαν σοφώτατοι ἄνθρωποι, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν. Ἄφησα λοιπὸν καὶ αὐτούς, στοχαζόμενος ὅτι εἶμαι ἀνώτερος καὶ ἀπὸ αὐτοὺς κατὰ τὸ ἴδιον πλεονέκτημα, κατὰ τὸ ὁποῖον ἐφάνην ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς.

VIII. Τελευταῖον λοιπὸν ἐπῆγα καὶ συνήντησα τοὺς χειροτέχνας[23]. Διότι εἶχα τὴν συναίσθησιν ὅτι τίποτε σχεδὸν δὲν ἐγνώριζα ἐγώ ἀπὸ τὴν τέχνην των, καὶ ἤμουν πεπεισμένος ὅτι αὐτουὺς βεβαίως θὰ τοὺς εὕρω πολὺ ἱκανοὺς εἰς πολλὰ ὡραῖα πράγματα . Καὶ ὡς πρὸς τοῦτο μὲν δὲν ἠπατήθην, ἀλλ’ ἐγνώριζαν οὗτοι, ὅσα ἐγώ ἠγνόουν, καὶ κατὰ τοῦτο ἦσαν σοφώτεροι ἀπὸ ἐμέ. Ἀλλ’ ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μοῦ ἐφάνησαν καὶ οἱ σπουδαῖοι χειροτέχναι ὅτι ἔχουν τὸ ἴδιον ἀκριβῶς ἐλάττωμα, τὸ ὁποῖον εἶχαν καὶ οἱ ποιηταὶ. Ἕκαστος ἀπὸ αὐτούς, διότι καλῶς ἐκτελεῖ τὴν τέχνην του, εἶχε τὴν ἀπαίτησιν ὅτι καὶ κατὰ τὰ ἄλλα τὰ πλέον σπουδαιότατα πράγματα, ἤτοι τὰ πολιτικὰ καὶ τὴν διοίκησιν τῆς πόλεως, εἶνε σοφώτατος. Καὶ αὐτὸ μόνον τὸ ἐλάττωμα των, ἡ πλάνη των καὶ ἡ μωρία των, τόσον ἐσκέπαζεν ἐκείνην τὴν μεγάλην σοφίαν των, ὥστε ἐξεμηδένιζεν αὐτὴν. Ὅθεν ἠρώτων τὸν ἑαυτόν μου κατ’ ἐπανάληψιν, ὡς νὰ ὡμίλουν ἐν ὀνόματι τοῦ χρησμοῦ πάντοτε, τί ἐκ τῶν δύο νὰ προτιμήσω, νὰ εἶμαι τοιοῦτος καθὼς εἶμαι, καὶ χωρὶς νὰ εἶμαι διόλου σοφός, νὰ ἔχω τὴν σοφίαν ἐκείνων, καὶ χωρὶς νὰ εἶμαι ἀμαθής, νὰ ἔχω τὴν ἀμάθειαν ἐκείνων, ἢ καὶ τὰ δύο, νὰ ἔχω τὴν σοφίαν δηλαδὴ καὶ τὴν ἀμάθειαν, τὰ ὁποῖα ἐκεῖνοι ἔχουν, καὶ νὰ εἶμαι καὶ ἐγὼ καθὼς ἐκεῖνοι. Ἀπεκρίθην λοιπὸν εἰς τὸν ἑαυτόν μου καὶ εἰς τὸν χρησμὸν ὅτι δι’ ἐμὲ εἶνε καλύτερον νὰ εἶμαι καθὼς εἶμαι.

IX. Ἐξ αἰτίας τῆς παρούσης ἀκριβῶς ἐξετάσεως, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολλὰ μίση ἐγεννήθησαν ἐναντίον μου καὶ ἀντιπάθειαι πολὺ ἰσχυρόταται καὶ ἐπικίνδυνοι, ὥστε νὰ προκύψωσιν ἐξ αὐτῶν πολλαὶ συκοφαντίαι, ὀνομάζομαι δὲ μὲ τοῦτο τὸ ὄνομα, ὅτι εἶμαι σοφός. Διότι ὅλοι ὅσοι εἶνε παρόντες κατὰ τὰς διαφόρους ὁμιλίας μου, πιστεύουν ὅτι ἐγὼ εἶμαι σοφὸς ὡς πρὸς ἐκεῖνα τὰ πράγματα, ὡς πρὸς τὰ ὁποῖα ἤθελον ἀποκαλύψει τὴν ἀμάθειαν τῶν ἄλλων. Καὶ ὅμως τοὐναντίον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μοῦ φαίνεται ὅτι μόνον ὁ θεὸς τῳόντι εἶνε σοφός, καὶ τοῦτο ἴσα-ἴσα ἠθέλησε νὰ εἴπῃ ὁ Ἀπόλλων μὲ τὸν χρησμόν του αὐτὸν, ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη σοφία πολὺ μικρὰν ἀξίαν ἔχει ἢ διὰ νὰ εἴπω καλύτερον, μάλιστα, καμμίαν. Καὶ προφανῶς τοῦτο ἐννόει τὸ μαντεῖον περὶ τοῦ Σωκράτους. Μετεχειρίσθη δὲ πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον τὸ ἰδικόν μου ὄνομα ὡς παράδειγμα, καθὼς ἤθελε κάμει ἐὰν ἤθελεν εἴπει ὅτι αὐτάς, ὦ ἄνθρωποι, εἶνε σοφώτατος ἀπὸ σᾶς, ὅστις ἀναγνωρίζει, καθὼς ὁ Σωκράτης ὅτι, ὡς πρὸς τὴν σοφίαν, ἀληθῶς δὲν ἔχει καμμίαν ἀξίαν. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἐγὼ ἀκόμη καὶ τόρα, περιερχόμενος τὴν πόλιν, ἀναζητῶ καὶ ἐξετάζω κατὰ τὴν θέλησιν τοῦ θεοῦ, ἂν ἴσως καὶ εὕρω κανένα ἀληθῶς σοφὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἀστοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ξένους· καὶ ὁσάκις δὲν μοῦ φαίνεται ὅτι πράγματι εἶνε σοφὸς κανεὶς, τότε συντελῶν εἰς τὴν ὀρθὴν ἐξήγησιν τοῦ χρησμοῦ, κάμνω νὰ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν εἶνε σοφός. Καὶ ἕνεκα αὐτῆς τῆς ἀσχολίας μου δὲν μοῦ ἔμεινε καιρὸς ἄλλος οὔτε εἰς τὰ πολιτικὰ νὰ καταγίνω καὶ νὰ πράξω κάτι τι ἀξιόλογον, οὔτε διὰ τὰς ἰδιωτικάς μου ὑποθέσεις νὰ φροντίσω, ἀλλ’ εὑρίσκομαι εἰς μεγίστην πενίαν ἕνεκα τοῦ σεβασμοῦ, τὸν ὁποῖον ἀπονέμω εἰς τὸν θεὸν τῶν Δελφῶν.

X. Πρὸς τούτοις πολλοὶ νέοι, ὅσοι μάλιστα δὲν ἔχουν καμμίαν ἐνασχόλησιν, παῖδες πλουσιωτάτων συμπολιτῶν μας, ἀκολουθοῦντες κατόπιν μου αὐτοπροαιρέτως, χωρὶς καμμίαν παρακίνησιν, αἰσθάνονται μεγάλην εὐχαρίστησιν νὰ μὲ ἀκούουν μὲ ποῖον τρόπον ἀποδεικνύω τὰς πλάνας τῶν ἀνθρώπων καὶ κατόπιν αὐτοὶ πάλιν πολλάκις, μιμούμενοι ἐμέ, ἐπιχειροῦν νὰ ἐξετάζουν ἄλλους, τοὺς ὁποίους ἤθελον συναντήσει. Καὶ μὴ ἀμφιβάλλετε ὅτι, καθὼς στοχάζομαι, εὑρίσκουν μέγα πλῆθος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι φαντάζονται μὲν ὅτι γνωρίζουν κάτι τι, γνωρίζουν δὲ τῳόντι πολὺ ὀλίγα πράγματα, ἢ μᾶλλον κανέν. Ἕνεκα δὲ τούτου ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξελέγχονται ἀπὸ αὐτοὺς ὡς ἀμαθεῖς, ὀργίζονται ἐναντίον μου καὶ ὄχι ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ των, καθὼς ἔπρεπε, διὰ τὴν ἀμάθειάν των καὶ λέγουν ὅτι ὑπάρχει κάποιος Σωκράτης, ἕνας ἄνθρωπος μιαρώτατος, ὁ ὁποῖος διαφθείρει τὴν νεολαίαν. Καὶ ὅταν κανεὶς ἤθελε τοὺς ἐρωτήσει τί εἶνε αὐτό, ὅπου κάμνει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, καὶ τί διδάσκει καὶ διαφθείρει τοὺς νέους, δὲν ἠμποροῦν μὲν νὰ δώσουν καμμίαν ἀπάντησιν, ἀλλ’ εὑρίσκονται εἰς ἄγνοιαν, διὰ νὰ μὴ φαίνωνται δὲ ὅτι χαράσσονται, ὡς μὴ ἔχοντες ὡρισμένα γεγονότα ἐναντίον μου, διαδίδουν αὐτά, τὰ ὁποῖα προχείρως λέγουν καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν φιλοσόφων ἐν γένει, ὅτι δηλαδὴ διδάσκει δι’ ὅσα συμβαίνουν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὰ βάθη τῆς γῆς, καὶ ὅτι νὰ μὴ πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τοὺς θεούς, καὶ ὅτι μὲ τοὺς λόγους του μίαν ἄδικον ὑπόθεσιν τὴν κάμνει δικαίαν. Διότι τὴν ἀλήθειαν, ὡς φρονῶ, δὲν θὰ ἐτολμοῦσαν νὰ εἴπουν, ἐπειδὴ γίνονται κατάδηλοι ὅτι προσποιοῦνται μὲν ὅτι γνωρίζουν κάτι τι, δὲν γνωρίζουν ὅμως τίποτε. Ἐπειδὴ λοιπὸν οὗτοι εἶνε ὄντως φιλόνικοι, κατ’ ἐμέ, καὶ ὁρμητικοὶ καὶ πολλοὶ κατὰ τὸν ἀριθμὸν, καὶ ἰδίως ὁμιλοῦν καλῶς διωργανωμένοι καὶ μὲ μίαν εὐγλωττίαν πολὺ πειστικήν, ἔχουσι γεμίσει τὰ ὦτά σας μὲ τὰς συκοφαντίας αὐτάς, τὰς ὁποίας λέγουν ἐναντίον μου καὶ πρὸ πολλοῦ χρόνου καὶ μὲ μεγάλην σφροδρότητα. Ἐξ αὐτῶν δὲ τῶν διαβολῶν λαβών τὴν ἀφορμὴν καὶ ὁ Μέλητος ἐπετέθη ἐναντίον μου καὶ ὁ Ἄνυτος καὶ ὁ Λύκων· ὁ μὲν Μέλητος, διότι ἐξωργίσθη ἐναντίον μου χάριν τῶν ποιητῶν[24], ὁ δὲ Ἄνυτος χάριν τῶν τεχνιτῶν[25] καὶ τῶν πολιτικῶν, ὁ δὲ Λύκων χάριν τῶν ῥητόρων[26]. Ὥστε ὡς πρὸς αὐτό, ἴσα-ἴσα, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἀρχὴν εἶπα, θαυμαστὸν καὶ παράδοξον θὰ τὸ ἐθεώρουν ἐγώ, ἂν ἤθελα κατορθώσει εἰς τόσον ὀλίγον χρονικὸν διάστημα νὰ ἐξαλείψω ἀπὸ τὸ πνεῦμά σας αὐτὴν τὴν συκοφαντίαν, ἐνῷ ἔχει γίνει εἰς τόσον μέγα χρονικὸν διάστημα καὶ τόσον ἔχει ῥιζοβολήσει. Αὐτὰ εἶνε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρωτύτερα ἔλεγα ὅτι μὲ ὅλην τὴν ἀλήθειαν θὰ σᾶς ἐκθέσω καὶ θὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ σᾶς εἶπα λοιπὸν αὐτά, χωρὶς νὰ ἀποκρύψω τίποτε ἀπὸ σᾶς οὔτε μέγα, οὔτε μικρόν, καὶ χωρὶς ἀπὸ φόβον νὰ σιωπήσω κανέν, καίτοι ἠξεύρω σχεδὸν ὅτι ἕνεκα αὐτῆς πρὸ πάντων τῆς παρρησίας μου μισοῦμαι. Ἀλλὰ τοῦτο εἶνε προσέτι μία τρανὴ ἀπόδειξις ὅτι λέγω τὴν ἀλήθειαν καὶ ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐπήγασεν ἡ ἐναντίον μου διαβολή, καὶ αὐτὰ εἶνε τὰ αἴτια αὐτῆς. Καὶ εἴτε τόρα, εἴτε μετὰ ταῦτα θελήσετε νὰ ἐξετάσετε δι’ αὐτὰ τὰ πράγματα, θὰ εὕρετε ὅτι ἔτσι εἶνε.

XI. Περὶ μὲν λοιπὸν ἐκείνων τῶν κατηγοριῶν, τὰς ὁποίας οἱ πρῶτοι μου κατήγοροι ἔκαμαν ἐναντίον μου, αὐτὰ ἂς εἶνε ἀρκετὴ ἀπολογία μου πρὸς σᾶς· τόρα δὲ κατόπιν ἀπὸ αὐτά, θὰ προσπαθήσω νὰ ἀπολογηθῶ εἰς τὸν Μέλητον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλόπολιν, καθὼς λέγει αὐτὸς, καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, τοὺς τελευταίους κατηγόρους μου.

Πάλιν λοιπὸν τόρα, ἐπειδὴ εἶνε ἄλλοι οἱ κατήγοροί μου αὐτοί, ἂς ἐπαναλάβωμεν τὴν τελευταίαν ἔγγραφον κατηγορίαν των, καθὼς ἀνεγνώσαμεν καὶ τὴν πρώτην. Εἶνε δὲ αὕτη περίπου: Λέγει ὅτι ὁ Σωκράτης εἶνε ἔνοχος, διότι καὶ τοὺς νέους διαφθείρει καὶ διότι δὲν πιστεύει εἰς τοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους ἡ πόλις πιστεύει καὶ διότι ἀντ’ αὐτῶν παρουσιάζει ἄλλα νέα δαιμόνια[27]. Τὸ μὲν ἔγκλημά μου δὰ τοιοῦτον εἶνε. Ἂς ἐξετάσωμεν δὲ ἕν ἕκαστον σημεῖον αὐτοῦ χωριστά. Λέγει ἡ κατηγορία ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἔνοχος ἀδικίας, διότι διαφθείρω τὴν νεολαίαν. Ἐγὼ ὅμως τοὐναντίον λέγω, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ὅτι δικαίως ἴσα—ἴσα ὁ Μέλητος εἶνε ἔνοχος, διότι εἰς πρᾶγμα τόσον σοβαρὸν ἀστεΐζεται, κατηγορῶν ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου σας

μὲ μεγάλην ἀδιαφορίαν πολίτας, διὰ νὰ φαίνεται ὅτι μὲ σπουδαιότητα φροντίζει διὰ πράγματα, διὰ τὰ ὁποῖα διόλου ἕως τώρα δὲν ἐφρόντισεν. Ὅτι δὲ τοῦτο ἔτσι εἶνε, θὰ προσπαθήσω καὶ πρὸς ὑμᾶς νὰ τὸ ἀποδείξω.

XII. Παρακαλῶ λοιπόν, ἔλα ἐδῶ τόρα σύ, Μέλητε, εἰπέ. Διὰ κανὲν ἄλλο πρᾶγμα δὲν μεριμνᾷς τόσον πολὺ παρὰ πῶς νὰ γίνουν οἱ νέοι ὅσον τὸ δυνατὸν χρηστότατοι;

Μέλητος.

Διὰ κανὲν ἄλλο βέβαια.

Σωκράτης.

Ἔλα λοιπὸν τόρα εἰπὲ εἰς τοὺς δικαστάς, ποῖος εἶνε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὁποῦ κάμνει τοὺς νέους χρηστοτέρους; Εἶνε φανερὸν ὅτι τὸν ἠξεύρεις, ἀφοῦ σὲ μέλει βέβαια δι’ αὐτὰ τὰ ζητήματα. Διότι, ἀφοῦ ἀνεκάλυψες ἐμέ, καθὼς λέγεις, ὅτι διαφθείρω τοὺς νέους, μὲ καταγγέλλεις πρὸς αὐτοὺς ἐδῶ καὶ ἀπαγγέλλεις ἐναντίον μου κατηγορίαν διὰ τὴν πρᾶξιν μου ταύτην. Ἀλλ’ ὅμως ἔλα εἰπὲ τόρα καὶ ἐκεῖνον δὰ ὁποῦ κάμνει τοὺς νέους χρηστοτέρους καὶ φανέρωσον ἐδῶ εἰς τοὺς δικαστὰς ποῖος εἶνε αὐτός. Ὁμίλησον.... Βλέπεις, ὦ Μέλητε, ὅτι σιωπᾷς, καὶ δὲν ἠμπορεῖς νὰ τὸν ὀνομάσῃς αὐτὸν; Καὶ ὅμως δὲν σοῦ φαίνεται ὅτι αὐτὸ εἶνε ἐπαίσχυντον καὶ ἱκανὴ ἀπόδειξις εἰς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἀκριβῶς ἐγὼ λέγω, ὅτι ἐσὲ διόλου δὲν σὲ μέλει διὰ τὴν ἐκπαίδευσιν τῶν νέων; Ἀλλ’ εἰπέ, καλὲ Μέλητε, ποῖος κάμνει αὐτοὺς καλυτέρους;

Μέλητος.

Οἱ νόμοι.

Σωκράτης.

Μὰ δὲν σὲ ἐρωτῶ δι’ αὐτό, καλότυχε, ἀλλὰ ποῖος ἄνθρωπος, ὅστις ἐν πρώτοις γνωρίζει καὶ αὐτὸ τοῦτο ἀκριβῶς ὁποῦ εἶπες, τοὺς νόμους.

Μέλητος.

Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ δικασταί[28], ὦ Σώκρατες.

Σωκράτης.

Τί λέγεις, ὦ Μέλητε; Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ δικασταὶ εἶνε ἱκανοὶ νὰ ἐκπαιδεύουν τοὺς νέους καὶ νὰ τοὺς κάμνουν χρηστοτέρους;

Μέλητος.

Μάλιστα.

Σωκράτης.

Τί ἀπὸ τὰ δύο, ὅλοι ὁμοῦ οἱ δικασταὶ εἶνε ἱκανοὶ πρὸς τοῦτο, ἢ μερικοὶ μὲν ἀπὸ αὐτοὺς μόνον, μερικοὶ δὲ ὄχι;

Μέλητος.

Ὅλοι οἱ δικασταί.

Σωκράτης.

Αὐτὰ ποῦ λέγεις εἶνε θαυμάσια τῳόντι, μὰ τὴν Ἥραν, καὶ ἀνεκάλυψες ἔτσι μεγάλην ἀφθονίαν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἠμποροῦν νὰ ὠφελοῦν τοὺς νέους. Ἀλλὰ τί λοιπόν; Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ ἀκροαταὶ ὅλοι, ὁποῦ μᾶς ἀκούουν, ἐπίσης ἠμποροῦν νὰ κάμνουν τοὺς νέους καλυτέρους ἢ ὄχι;

Μέλητος.

Καὶ αὐτοὶ ἠμποροῦν ἐπίσης.

Σωκράτης.

Ἀλλὰ καὶ οἱ βουλευταί,[29] ἠμποροῦν καὶ αὐτοί;

Μέλητος.

Καὶ οἱ βουλευταὶ ὁμοίως.

Σωκράτης.

Ἀλλ’ ὦ Μέλητε, μήπως λοιπὸν ἐκεῖνοι ὁποῦ συνέρχονται εἰς. τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ λαοῦ,[30] οἱ Ἐκκλησιασταί, διαφθείρουν τοὺς νέους; ἢ καὶ ἐκεῖνοι ὅλοι εἶνε ὁμοίως ἱκανοὶ νὰ κάμνουν αὐτοὺς καλυτέρους;

Μέλητος.

Καὶ ἐκεῖνοι εἶνε ὁμοίως ἱκανοὶ εἰς αὐτό.

Σωκράτης.

Ὡς φαίνεται λοιπόν, ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι ἠμποροῦν νὰ κάμουν τοὺς νέους καλοὺς καὶ ἀγαθούς, ἐκτὸς ἐμοῦ, ἐγὼ δὲ μόνος τοὺς διαφθείρω. Αὐτὸ ἐννοεῖς;

Μέλητος.

Μάλιστα. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐννοῶ.

Σωκράτης.

Μὲ κρίνεις βέβαια ὡς ἕνα ἀπὸ τοὺς πλέον δυστυχεῖς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ, ἀπάντησον. Σοῦ φαίνεται βεβαίως ὅτι τὸ ἴδιον εἶνε καὶ ὅταν ὁμιλῶμεν διὰ ἵππους. Ἐκεῖνοι μὲν ὁποῦ κάμουν αὐτοὺς χρησιμωτέρους εἶνε ὅλος ὁ κόσμος, ἕνας δὲ μόνος εἶνε ὁποῦ τοὺς διαφθείρει; ἢ ὅλως διόλου τὸ ἐναντίον, ἕνας μὲν μόνος ὑπάρχει, ὅστις εἶνε ἱκανὸς. νὰ κάμνῃ αὐτοὺς χρησιμωτέρους, ἢ πολὺ ὀλίγοι, ἐκεῖνοι ὁποῦ ὀνομάζονται ἱππικοί, οἱ δὲ ἐπίλοιποι ἄνθρωποι, ἐὰν ἴσα-ἴσα καταγίνωνται μὲ τοὺς ἵππους πάντοτε καὶ μεταχειρίζωνται αὐτοὺς εἰς χρῆσιν των, τοὺς διαφθείρουν ; Δὲν εἶνε ἔτσι, ὦ Μέλητε, καὶ διὰ τοὺς ἵππους καὶ δι’ ὅλα τὰ ἄλλα ζῷα; Βεβαιότατα ἀναμφιβόλως, κατ’ ἐμέ, εἴτε σὺ καὶ ὁ Ἄνυτος ἀρνηθῆτε αὐτό, εἴτε τὸ παραδεχθῆτε. Διότι πολὺ μεγάλη εὐτυχία καὶ ἔκτακτον πλεονέκτημα θὰ ἦτο διὰ τοὺς νέους, ἂν τῇ ἀληθείᾳ ἕνας μὲν μόνος εἶνε ἱκανὸς νὰ διαφθείρῃ αὐτούς, καθὼς σὺ λέγεις, οἱ δὲ λοιποὶ ὅλοι ἠμποροῦσαν νὰ τοὺς ὠφελοῦν καὶ νὰ τοὺς κάμνουν χρηστοτέρους. Ἀλλ’ ὅμως δὲν εἶνε ἔτσι, ὦ Μέλητε. Διότι σὺ ἀρκετὴν ἐπίδειξιν ἔκαμες εἰπὼν ὅτι ἕως τόρα ποτὲ δὲν ἐφρόντισες διὰ τὴν ἐκπαίδευσιν τῶν νέων καὶ ἀδιστάκτως ὁμολογεῖς τὴν ἀμέλειάν σου, ὅτι διόλου δὲν ἔχεις μεριμνήσει διὰ τὰ ζητήματα αὐτά, διὰ τὰ ὁποῖα εἰσάγεις ἐμὲ εἰς δίκην.

XIII. Ἀκόμη δὲ ἀπάντησον, σὲ παρακαλῶ, ὦ δι’ ἀγάπην τοῦ Διός, Μέλητε, ποῖον εἶνε καλύτερον, νὰ κατοικῇ κανεὶς μετὰ πολιτῶν ἐναρέτων ἢ μετὰ κακῶν καὶ διεφθαρμένων; Ἀπάντησον, φίλε μου, διότι δὲν σὲ ἐρωτῶ βεβαίως κανὲν πρᾶγμα δύσκολον. Δὲν εἶνε ἀληθὲς ὅτι οἱ μὲν κακοὶ ἄνθρωποι προξενοῦν κάποιον κακὸν βέβαια εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς συνδιαιτῶνται μὲ αὐτούς, οἱ δὲ ἐνάρετοι προξενοῦν κάποιον καλὸν εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πάντοτε μὲ αὐτοὺς συζῶσι;

Μέλητος.

Μάλιστα.

Σωκράτης.

Ὑπάρχει λοιπὸν κανεὶς ἄνθρωπος, ὅστις προτιμᾷ νὰ βλάπτεται μᾶλλον ἀπὸ ἐκείνους, μὲ τοὺς ὁποίους συνήθως συζῇ, παρὰ νὰ ὠφελῆται; Ἀπάντησόν μοι, ἀγαπητέ. Διότι ὁ νόμος ἴσα-ἴσα διατάσσει νὰ ἀπαντοῦν οἱ ἀντίδικοι ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον. Ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος προτιμᾷ νὰ βλάπτεται μᾶλλον παρὰ νὰ ὠφελῆται ;

Μέλητος.

Ὄχι βέβαια. Δὲν ὑπάρχει.

Σωκράτης.

Ἔλα λοιπὸν εἰπέ μου τόρα. Ἐμένα μὲ κατήγγειλες ἐδῶ, διότι φρονεῖς ὅτι διαφθείρω τοὺς νέους καὶ κάμνω αὐτοὺς χειροτέρους. Ἀπάντησον ὅμως, τί ἀπὸ τὰ δύο, ἑκουσίως τοὺς διαφθείρω ἢ ἀκουσίως;

Μέλητος.

Ἑκουσίως βεβαιότατα.

Σωκράτης.

Μὰ πῶς, ὦ Μέλητε, σὺ ὁποῦ εἶσαι τόσον νέος, εἶσαι λοιπὸν τόσον πολὺ σοφώτερος ἀπὸ ἐμέ, ὁποῦ ἔχω τόσον γεροντικὴν ἡλικίαν , ὥστε σὺ μὲν γνωρίζεις ὅτι οἱ μὲν κακοὶ ἄνθρωποι κάποιον κακὸν βέβαια προξενοῦν ἑκάστοτε εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι συζῶσι μὲ αὐτούς, οἱ δὲ ἐνάρετοι προξενοῦν εἰς αὐτοὺς καλὸν. Ἐγὼ δὲ τῇ ἀληθείᾳ εἰς τοσαύτην ἀμάθειαν κατήντησα, ὥστε καὶ τοῦτο ἀκόμη ἀγνοῶ, ὅτι ἐὰν κάμω κακὸν κανένα ἄνθρωπον ἀπὸ ἐκείνους, ὁποῦ μὲ συναναστρέφωμαι, θὰ διακινδυνεύσω τότε νὰ πάθω κάποιον κακὸν ἀπὸ αὐτόν, ὥστε τοῦτο τὸ τόσον μέγα κακὸν ἑκουσίως τὸ προξενῶ εἰς τὸν ἑαυτόν μου, καθὼς σὺ διατείνεσαι; Ὡς πρὸς αὐτὰ ἐγὼ δὲν πείθομαι εἰς σέ, ὦ Μέλητε, νομίζω δὲ καὶ κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος δὲν θὰ πεισθῇ· ἀλλ’ ἢ δὲν διαφθείρω τοὺς νέους ἢ ἐὰν τοὺς διαφθείρω, τὸ κάμνω αὐτὸ χωρὶς νὰ θέλω· ὥστε σὺ βεβαίως καὶ εἰς τὰς δύο περιπτώσεις ψεύδεσαι καὶ συκοφαντεῖς. Ἐὰν ὅμως χωρὶς νὰ θέλω διαφθείρω τοὺς νέους, διὰ τὰ τοιαῦτα ἐγκλήματα, ὡς γνωστὸν, δὲν ὑπάρχει νόμος δημοσίᾳ ν’ ἀπαγγέλλεται κατηγορία ἐναντίον μου, ἀλλ’ ἀφ’ οὐ μὲ λάβουν κατὰ μέρος ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔχουν τὸ δικαίωμα εἰς τοῦτο, νὰ παραστήσουν εἰς ἐμὲ τὴν πλάνην μου καὶ νὰ μὲ συμβουλεύσουν. Διότι εἶνε φανερὸν ὅτι, ἐὰν μὲ τὴν συμβουλὴν των αὐτὴν καλῶς ὁδηγηθῶ, θὰ παύσω νὰ κάμνω αὐτό, τὸ ὁποῖον βέβαια χωρὶς νὰ θέλω κάμνω. Σὺ ὅμως ἀπέφυγες καὶ δὲν ἠθέλησες νὰ μὲ πλησιάσῃς καὶ νὰ μοῦ παραστήσῃς τὴν πλάνην μου αὐτὴν, ἀλλὰ δημοσίᾳ μὲ καταγγέλλεις ἐδῶ εἰς τὸ δικαστήριον, ὅπου ὁ νόμος διατάσσει νὰ δικάζωνται ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκην τιμωρίας καὶ ποινῆς, ἀλλ’ ὄχι διδασκαλίας καὶ παραινέσεως.

XIV. Ἀλλ’ ὅμως ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔλεγα ἐγώ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , εἶνε φανερὸν πλέον, ὅτι ὁ Μέλητος δι’ αὐτὰ τὰ ζητήματα δὲν ἐφρόντισε ποτέ του, οὔτε πολύ, οὔτε ὀλίγον. Ὅμως ἀπάντησον μας τόρα, ὦ Μέλητε, μὲ ποῖον τρόπον ἐννοεῖς ὅτι ἐγώ διαφθείρω τοὺς νέους; Ἀλλὰ διατί κάθημαι καὶ σὲ ἐρωτῶ, ἀφοῦ εἶνε φανερώτατον βεβαίως ὅτι κατὰ τὸ κατηγορητήριον ὁποῦ ὑπέγραψες ἐναντίον μου, λέγεις ὅτι ἐγὼ διαφθείρω τοὺς νέους διδάσκων αὐτοὺς νὰ μὴ πιστεύουν τοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους ἡ πόλις πιστεύει, ἀλλὰ ἄλλας νέας θεότητας; Δὲν λέγεις ὅτι μὲ τὴν διδασκαλίαν μου αὐτὴν διαφθείρω τοὺς νέους;

Μέλητος.

Βεβαιότατα τοῦτο ἀκριβῶς λέγω.

Σωκράτης.

Ἐν ὀνόματι λοιπὸν αὐτῶν τῶν ἰδίων θεῶν, τοὺς ὁποίους τόρα ἀναφέρομεν, σὲ ἐξορκίζω, εἰπὲ ὀλίγον σαφέστερον ἀκόμη, καὶ δι’ ἐμὲ καὶ διὰ τοὺς δικαστὰς αὐτοὺς ἐδῶ. Διότι ἐγώ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐννοήσω καλά. Λέγεις ὅτι ἐγώ διδάσκω νὰ πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι θεοί, ὅθεν καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν θεοὶ καὶ δὲν εἶμαι ὅλως διόλου ἄθεος, ἀλλὰ καὶ δὲν κατηγοροῦμαι ὡς ἔνοχος ὑπὸ τὴν ἔποψιν ταύτην, ὅμως λέγεις ὅτι ἐγὼ δὲν πιστεύω ἐκείνους τοὺς θεοὺς, τοὺς ὁποίους ἡ πόλις ἀκριβῶς πιστεύει, ἀλλὰ ἄλλους διαφορετικούς, καὶ αὐτὸ εἶνε λοιπὸν τὸ ἔγκλημά μου, διὰ τὸ ὁποῖον μὲ κατήγγειλες εἰς τὸ δικαστήριον, ὅτι πιστεύω ἄλλους θεοὺς· ἢ λέγεις ὅτι ἐγὼ ὅλως διόλου οὔτε ὁ ἴδιος πιστεύω θεοὺς καὶ τοὺς λοιποὺς δὲ ἀνθρώπους διδάσκω αὐτά;

Μέλητος.

Αὐτὰ λέγω. Σὲ κατηγορῶ ὅτι ὅλως διόλου δὲν πιστεύεις εἰς κανένα θεόν.

Σωκράτης.

Ἔ, φίλτατε Μέλητε, πρὸς ποῖον σκοπὸν τὰ λέγεις αὐτά; Δὲν πιστεύω λοιπὸν ὅτι οὔτε ὁ ἥλιος, οὔτε ἡ σελήνη εἶνε θεοί, καθὼς τὸ πιστεύουν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι;

Μέλητος.

Ὄχι, μὰ τὸν Δία, βεβαιότατα δὲν πιστεύει αὐτό, ὦ ἄνδρες δικασταί , ἀφοῦ λέγει ὅτι ὁ μὲν ἥλιος εἶνε λίθος, ἡ δὲ σελήνη γῆ.

Σωκράτης.

Μά, μήπως στοχάζεσαι ὅτι κατηγορεῖς τὸν Ἀναξαγόραν, καλὲ Μέλητε; Καὶ τόσον πολὺ καταφρονεῖς λοιπὸν αὐτοὺς ἐδῶ τοὺς δικαστὰς καὶ νομίζεις ὅτι εἶνε τόσον ἄπειροι τῆς φιλολογίας, ὥστε νὰ ἀγνοοῦν ὅτι τὰ βιβλία τοῦ Ἀναξαγόρου[31] τοῦ Κλαζομενίου εἶνε γεμᾶτα ἀπὸ αὐτὰς τὰς δοξασίας; Μάλιστα καὶ οἱ νέοι, ἀκόμη καὶ αὐτοί, ἀπὸ ἐμὲ τὰ μανθάνουν—δὲν εἶνε παράδοξον καὶ αὐτὸ νὰ εἴπῃ ὁ Μέλητος—αὐτὰ ὅμως εἶνε δυνατὸν ἐνίοτε νὰ τὰ ἀγοράσουν οἱ νέοι, τὸ πολὺ-πολὺ, ἀντὶ μιᾶς δραχμῆς, ἀπὸ τὴν ὀρχήστραν τοῦ θεάτρου[32] καὶ νὰ ἐμπαίζουν τὸν Σωκράτην, ἐὰν προσποιῆται ὅτι αὐτὰ εἶνε ἰδικαί του θεωρίαι, καὶ μάλιστα ἀφοῦ αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ ταῦτα εἶνε τόσον ἄτοπα καὶ παράδοξα. Μὰ δι’ ἀγάπην τοῦ Διός, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον λοιπὸν σοῦ φαίνομαι ὅτι δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει κανένας Θεός; Καὶ ἐπιμένεις εἰς αὐτό;

Μέλητος.

Ναί, βεβαιότατα, μὰ τὸν Δία, δὲν πιστεύεις εἰς κανένα Θεόν, ὅλως διόλου.

Σωκράτης.

Ἀπίστευτα ὄντως πράγματα λέγεις, ὦ Μέλητε, καὶ προπάντων ἀπίστευτα καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν σου βεβαίως, ὡς μοῦ φαίνεται. Διότι εἰς ἐμέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, αὐτὸς ἐδῶ ὁ Μέλητος φαίνεται ὅτι εἶνε πολὺ ὑβριστὴς καὶ καταφρονητὴς μὲ ἔργον καὶ μὲ λόγον, καὶ ὅλως διόλου ἀπὸ μεγάλην ὕβριν καὶ περιφρόνησιν καὶ αὐθάδειαν νεανικὴν ὑπέβαλεν ἐναντίον μου αὐτὴν τὴν κατηγορίαν. Διότι ὁμοιάζει μὲ ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος συνέθεσεν ἓν αἴνιγμα, θέλων νὰ μὲ δοκιμάσῃ, ἆρά γε θὰ ἐννοήσῃ ὁ Σωκράτης, ὁ σοφὸς δὰ ἐκεῖνος, ὅτι ἐγὼ χαριεντίζομαι καὶ ὅτι ἀντιφάσκω εἰς τὸν ἑαυτόν μου, λέγων ἐναντία πράγματα, ἢ θὰ ἐξαπατήσω αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους, ὁποῦ μὲ ἀκούουν; Διότι αὐτὸς μοῦ φαίνεται ὅτι εἰς τὸ κατηγορητήριόν του ἀντιφάσκει λέγων τὰ ἐναντία αὐτὸς ὁ ἴδιος εἰς τὸν ἑαυτόν του, καθὼς ἐὰν ἤθελεν εἴπει: «Εἶνε ἔνοχος ὁ Σωκράτης διότι δὲν πιστεύει εἰς θεούς, ἀλλὰ διότι πιστεύει εἰς θεούς». Ἀλλ’ ὅμως τῇ ἀληθείᾳ αὐτὸ εἶνε ἴδιον ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ παίζῃ.

XV. Ἐξετάσατε λοιπὸν μετ’ ἐμοῦ, σᾶς παρακαλῶ, ὦ ἄνδρες, τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον φαίνεται ὅτι αὐτὸς λέγει τὰ ἐναντία εἰς τὸν ἑαυτόν του. Σὺ δέ, ὦ Μέλητε, ἀπάντησον εἰς ἡμᾶς. Σεῖς δέ, ὦ ἄνδρες, —διὰ τὸ ὁποῖον ἴσα-ἴσα καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου μου σᾶς παρεκάλεσα—ἐνθυμεῖσθε νὰ μὴ ὀργίζεσθε ἐναντίον μου, ἂν ὁμιλῶ κατὰ τὸν συνήθη εἰς ἐμὲ διαλεκτικὸν τρόπον. Ἀπάντησον, ὦ Μέλητε. Ὑπάρχει κανεὶς ἄνθρωπος, ὅστις πιστεύει μὲν ὅτι ὑπάρχουν ἀνθρώπινα πράγματα, δὲν πιστεύει δὲ ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι[33];... Διατάξατε, ὦ ἄνδρες, αὐτὸν νὰ ἀπαντᾷ, εἰς τὰς ἐρωτήσεις μου, καὶ νὰ μὴ κάμνῃ τόσον θόρυβον. Ὑπάρχει κανεὶς ἄνθρωπος, ὅστις δὲν πιστεύει μὲν ὅτι ὑπάρχουν ἵπποι, πιστεύει ὅμως ὅτι ὑπάρχουν κανονισμοὶ πρὸς ἄσκησιν τῶν ἵππων; Ἢ αὐλητὰς μὲν δὲν πιστεύει κανεὶς, αὐλητικὰς δὲ μελῳδίας πιστεύει;...[34] Δὲν ὑπάρχει, ὦ ἐξοχώτατε Μέλητε. Ἀφοῦ σὺ δὲν θέλεις νὰ ἀπαντήσῃς, ἀπαντῶ ἐγὼ διὰ σὲ καὶ τοὺς ἄλλους αὐτοὺς ἐδῶ, δικαστὰς καὶ ἀκροατάς. Ἀλλὰ τοὐλάχιστον ἀπάντησον εἰς αὐτὸ τὸ κατόπιν. Εἶνε κανένας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πιστεύει μὲν ὅτι ὑπάρχουν θεῖα πράγματα, θεοὶ δὲ δὲν πιστεύει ὅτι ὑπάρχουν;

Μέλητος.

Δὲν εἶνε βεβαίως.

Σωκράτης.

Πόσον μὲ εὐχαρίστησες, διότι μόλις τέλος πάντων ἀπήντησες, ἀφοῦ σὲ ἐξηνάγκασαν οἱ δικασταί. Λοιπὸν ὁμολογεῖς ὅτι ἐγὼ δαιμόνια μὲν πράγματα καὶ πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν καὶ διδάσκω τοῦτο, εἴτε βεβαίως νέα, εἴτε παλαιά, ἀλλ’ ὅμως δαιμόνια πράγματα βεβαιότατα πιστεύω κατὰ τὴν ὁμολογίαν σου, καὶ τοῦτο μάλιστα ἐνόρκως διεβεβαίωσες εἰς τὴν ἀνάκρισιν· ἐὰν δὲ πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν πράγματα δαιμόνια, ἀνάγκη πᾶσα εἶνε βεβαίως, κατ’ ἐμέ, νὰ πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν καὶ δαίμονες. Δὲν εἶνε ἔτσι; Βεβαιότατα ἔτσι εἶνε. Διότι, σὲ ἐκλαμβάνω ὅτι ὁμολογεῖς τοῦτο, ἀφοῦ δὲν ἀπαντᾷς. Ἀλλ’ αὐτοὶ οἱ δαίμονες δὲν πιστεύομεν ὅτι εἶνε ἢ θεοὶ βεβαίως, ἢ παῖδες θεῶν; Συμφωνεῖς εἰς αὐτὸ ἢ ὄχι;

Μέλητος.

Μάλιστα, συμφωνῶ.

Σωκράτης.

Λοιπὸν ἐὰν τῳόντι πιστεύω εἰς δαίμονας, καθὼς σὺ ὁμολογεῖς , ἐὰν μὲν οἱ δαίμονες εἶνε κάποιοι θεοί, τῆς πόλεως ἢ ἄλλοι, τότε τοῦτο, τὸ νὰ λέγῃς ὅτι ἐγὼ πιστεύω ὅτι δὲν ὑπάρχουν θεοὶ καὶ πάλιν ὅτι πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν, ἀφοῦ βεβαίως πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν δαίμονες, φανερώνει ἐκεῖνο ὁποῦ ἐγὼ ἔλεγον, ὅτι δηδαδὴ σὺ προτείνεις αἴνιγμα καὶ χαριεντίζεσαι. Ἐὰν δὲ πάλιν οἱ δαίμονες εἶνε παῖδες θεῶν, κάποιοι νόθοι παῖδες, ἂν προτιμᾷς, ἢ ἐκ νυμφῶν, ἢ ἔκ τινων ἄλλων θνητῶν γεννηθέντες, ἐκ τῶν ὁποίων, ὡς γνωστόν, λέγονται ὅτι ἐγεννήθησαν, ποῖος ἄνθρωπος θὰ ἐπίστευεν ὅτι θεῶν μὲν παῖδες ὑπάρχουν, θεοὶ δὲ δὲν ὑπάρχουν; Διότι ἐπίσης παράλογον ἤθελεν εἶνε καθὼς ἐὰν ἐπίστευε κανεὶς ἀπαράλλακτα ὅτι παῖδες μέν, γεννηθέντες ἀπὸ ἵππους καὶ ὄνους ὑπάρχουν, οἱ ἡμίονοι, ἵπποι δὲ καὶ ὄνοι ὅτι δὲν ὑπάρχουν. Ἀλλ’ ὦ Μέλητε, ἐξάπαντος σὺ ὑπέβαλες αὐτὴν τὴν κατηγορίαν ἐναντίον μου, διότι ἤθελες νὰ μὲ δοκιμάσῃς μὲ αὐτά, ἢ διότι δὲν εἶχες κανὲν ἀληθινὸν ἔγκλημα, διὰ τὸ ὁποῖον νὰ μὲ ἐγκαλέσῃς εἰς τὸ δικαστήριον. Μὲ κανὲν δὲ μέσον ποτὲ δὲν θὰ δυνηθῇς νὰ πείσῃς κανένα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ ὀλίγην φρόνησιν, ὅτι ὁ αὐτὸς ἄνθρωπος ἁρμόζει νὰ πιστεύῃ ὅτι ὑπάρχουν δαιμόνια καὶ θεῖα πράγματα καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς νὰ μὴ πιστεύῃ οὔτε εἰς δαίμονας, οὔτε εἰς θεούς, οὔτε εἰς ἥρωας.

XVI. Ἀλλ’, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι μὲν ἐγὼ δὲν εἶμαι ἔνοχος κατὰ τὸ κατηγορητήριον τοῦ Μελήτου, τοῦτο μοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκην μακροτέρας ἀπολογίας, ἀλλ’ εἶνε ἀρκετὰ καὶ ταῦτα, τὰ ὁποῖα εἶπον. Ἐκεῖνο δέ, διὰ τὸ ὁποῖον ὡμίλησα καὶ προηγουμένως, ὅτι ἐπὶ πολὺν χρόνον καὶ ἐκ μέρους πολλῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθη μῖσος ἐναντίον μου, πολὺ καλὰ γνωρίζετε ὅτι εἶνε ἀληθές. Καὶ αὐτὸ εἶνε ὁποῦ θὰ μὲ νικήσῃ καὶ θὰ καταδικασθῶ , ἐὰν βέβαια νικήσῃ, ὄχι ὁ Μέλητος, οὐδὲ ὁ Ἄνυτος, ἀλλ’ ἡ κακὴ περὶ ἐμοῦ ὑπόληψις τοῦ πλήθους καὶ ὁ φθόνος, τὰ ὁποῖα, ὡς γνωστὸν, ἔγιναν αἰτία νὰ ἀπολεσθῶσι καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐνάρετοι ἄνδρες, νομίζω δὲ ὅτι καὶ ἄλλους ἀκόμη εἰς τὸ μέλλον αὐτὰ θὰ ἐξαφανίσουν. Δὲν εἶνε δὲ κανεὶς κίνδυνος μήπως τὸ κακὸν αὐτὸ τῆς συκοφαντίας καὶ τοῦ μίσους δὲν ἤθελεν αὐξήσει περισσότερον, ἀλλ’ ἤθελε ποτὲ σταματήσει εἰς ἐμὲ καὶ καθησυχάσει.

Ἀλλ’ ἴσως βέβαια ἤθελεν εἴπει κανεὶς· Δὲν αἰσχύνεσαι λοιπόν, ὦ Σώκρατες, διότι μετῆλθες τοιοῦτον ἐπάγγελμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον κινδυνεύεις σήμερον δὰ νὰ ἀποθάνῃς; Ἐγὼ ὅμως ἤθελον τὸν ἀντικρούσει μὲ μίαν πολὺ δικαίαν ἀπάντησιν, ὅτι δὲν ὁμιλεῖς ὀρθῶς, ὦ ἄνθρωπε, ἐὰν νομίζῃς ὅτι πρέπει νὰ λογαριάζῃ κίνδυνον ζωῆς ἢ θανάτου ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει, ἔστω καὶ παραμικρὰν ἀξίαν, καὶ νὰ μὴ στοχάζεται εἰς ὅλας τὰς πράξεις του ἐκεῖνο μόνον, ἂν εἶνε δίκαια ἢ ἄδικα ὅσα πράττει, καὶ ἂν ταῦτα εἶνε ἔργα χρηστοῦ ἀνθρώπου ἢ κακοῦ. Ἀλλέως, κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἰδικοῦ σου τοὐλάχιστον λόγου, ἤθελον εἶνε φαῦλοι ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἡμιθέους ἀπέθανον εἰς τὴν Τροίαν καὶ οἱ λοιποὶ ἥρωες καὶ μάλιστα ὁ υἱὸς τῆς Θέτιδος, ὁ ὁποῖος διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸ αἶσχος, τόσον πολὺ κατεφρόνησε τὸν κίνδυνον τῆς ζωῆς του, ὥστε, ὅταν ἡ μήτηρ του, ἡ ὁποία ἦτο θεά, εἶδεν ὅτι αὐτὸς ἐδείκνυε μεγάλην ἀνυπομονησίαν νὰ φονεύσῃ τὸν Ἕκτορα, οὕτω περίπου ὡμίλησε πρὸς αὐτὸν, καθ’ ὅσον ἐγὼ τοὐλάχιστον ἐνθυμοῦμαι: Ὦ υἱέ μου, ἂν λάβῃς ἐκδίκησιν διὰ τὸν φόνον τοῦ φίλου σου Πατρόκλου, καὶ φονεύσῃς τὸν Ἕκτορα, σὺ ὁ ἴδιος θὰ ἀποθάνῃς τότε, «διότι εὐθὺς ἀμέσως, τοῦ λέγει, μετὰ τὸν Ἕκτορα ὁ θάνατος σου εἶνε ἕτοιμος». Ἐκεῖνος ἀφοῦ ἤκουσε ταῦτα, τὸν μὲν θάνατον καὶ τὸν κίνδυνον περιεφρόνησεν, ἐπειδὴ δὲ πολὺ περισσότερον ἐφοβήθη τὸ νὰ ζῇ δειλὸς ὧν καὶ νὰ μὴ δύναται νὰ ἐκδικῆται ὑπὲρ τῶν φίλων του, «Εἴθε παρευθὺς νὰ ἀποθάνω[35], ἀνέκραξεν, ἀφοῦ τιμωρήσω ἐκεῖνον, ὅστις μὲ ἠδίκησε φονεύσας τὸν Πάτροκλον, διὰ νὰ μὴ ἀπομείνω ἐδῶ εἰς τὴν Τροίαν καταγέλαστος, καθήμενος πλησίον εἰς τὰ καμπυλόπρυμνα πλοῖά μου, ἄχρηστον βάρος τῆς γῆς[36]». Μήπως νομίζεις ὅτι αὐτὸς ἔδωσε καμμίαν σημασίαν εἰς τὸν θάνατον καὶ τὸν κίνδυνον τῆς ζωῆς του; Ὄχι. Διότι ἔτσι εἶνε ἀληθῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. Εἰς ὁποιανδήποτε θέσιν καὶ ἂν τάξῃ κανεὶς τὸν ἑαυτόν του, ἢ κατ’ ἐκλογήν του διότι ἔχει πεποίθησιν ὅτι εἶνε πολὺ τιμητικὴ δι’ αὐτὸν ἡ θέσις ἐκείνη, ἢ διότι διετάχθη ὑπό τινος ἐκ τῶν στρατηγῶν του νὰ λάβῃ τὴν θέσιν ἐκείνην, ἐκεῖ χρεωστεῖ, κατὰ τὴν κρίσιν μου, νὰ μείνῃ αὐτὸς ἀκλόνητος καὶ νὰ κινδυνεύσῃ τὴν ζωήν του, χωρὶς νὰ λογαριάζῃ κανέν, μήτε τὸν θάνατον, μήτε ἄλλο τι πλέον φοβερώτερον ἀκόμη, ἀπέναντι τῆς ἀτιμίας.

XVII. Παράδοξα δὲ βεβαίως ἤθελον πράξει ἐγώ. ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐάν, ὅταν μὲν οἱ στρατηγοί, τοὺς ὁποίους σεῖς ἐξελέξατε νὰ εἶνε ἀρχηγοί μου, μὲ ἔταττον εἰς τὴν Ποτείδαιαν καὶ εἰς τὴν Ἀμφίπολιν καὶ εἰς τὸ Δήλιον[37], τότε μὲν ἔμενον ὅπου ἐκεῖνοι μὲ ἔταξαν, καθὼς καὶ κάθε ἄλλος, καὶ ἐκινδύνευον νὰ ἀποθάνω, τώρα δὲ ὅτε ὁ θεὸς μὲ ἔταξε, καθὼς ἐγὼ ἔκρινα καὶ ἐστοχάσθην, ὅτι πρέπει νὰ ζῶ ἐνασχολούμενος μὲ τὴν φιλοσοφίαν καὶ ἐξετάζων τὸν ἑαυτόν μου καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐδῶ διὰ τὸν φόβον τοῦ θανάτου ἢ κανενὸς ἄλλου κακοῦ, ἤθελον ἐγκαταλίπει αὐτὴν τὴν θέσιν.

Φοβερὸν δὲ βεβαίως ἤθελεν εἶνε τοῦτο, καὶ ἀληθῶς τότε δικαίως ἠμποροῦσε νὰ μὲ καταγγείλῃ κανεὶς εἰς τὸ δικαστήριον, διότι δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουσι θεοί, ἐπειδὴ ἀπειθῶ εἰς τὸν χρησμὸν καὶ φοβοῦμαι τὸν θάνατον καὶ νομίζω ὅτι εἶμαι σοφός, ἐνῷ δὲν εἶμαι. Διότι τὸ νὰ φοβῆται βεβαίως κανεὶς τὸν θάνατον, ὦ ἄνδρες, οὐδὲν ἄλλο εἶνε παρὰ νὰ πιστεύῃ ὅτι εἶνε σοφός, ἐνῷ δὲν εἶνε· διότι τοῦτο σημαίνει ὅτι γνωρίζει ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν γνωρίζει. Διότι κανεὶς δὲν γνωρίζει ἂν ὁ θάνατος δὲν τυχαίνῃ νὰ εἶνε διὰ τὸν ἄνθρωπον τὸ μέγιστον ἀπὸ ὅλα τὰ καλὰ, τὸν φοβοῦνται δέ, ὡς ἐὰν ἐγνώρισαν μὲ βεβαιότητα ὅτι εἶνε τὸ μέγιστον ἀπὸ τὰ κακὰ. Καὶ ὅμως τοῦτο, τὸ νὰ φοβῆται κανεὶς τὸν θάνατον, πῶς δὲν εἶνε πολὺ ἐπαίσχυντος ἀμάθεια, ἡ ὁποία ἐκ τούτου διακρίνεται, ὥστε νὰ πιστεύῃ κανεὶς ὅτι γνωρίζει ὅσα δὲν γνωρίζει; Ἐγὼ δέ, ὦ ἄνδρες, ὡς πρὸς τοῦτο καὶ ἐνταῦθα ἴσως διαφέρω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ ἄν, καθὼς δὰ εἶπεν ὁ Ἀπόλλων, ἤθελον εἴπει ὅτι ἐγώ εἶμαι σοφώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς κάποιον πρᾶγμα, κατὰ τοῦτο ἤθελον εἴπει ὅτι εἶμαι σοφώτερος, ὅτι καθὼς δὲν γνωρίζω ὅσον εἶνε ἀρκετὸν περὶ τοῦ ᾋδου καὶ τῆς ἐν ἐν αὐτῷ καταστάσεως τῶν ψυχῶν, οὕτω καὶ πιστεύω ὅτι δὲν γνωρίζω. Τὸ δὲ νὰ πράττῃ κανεὶς ἀδικίας ἢ νὰ ἀπειθῇ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶνε καλύτερός του καὶ ἀνώτερός του, εἴτε θεὸς εἶνε αὐτὸς εἴτε ἄνθρωπος, ὅτι εἶνε πολὺ βλαβερὸν καὶ πολὺ ἐπαίσχυντον, τοῦτο τὸ γνωρίζω. Ποτὲ λοιπὸν δὲν θὰ φοβηθῶ, οὔτε θὰ θελήσω νὰ ὑπεκφύγω τὰ κακά, τὰ ὁποῖα δὲν γνωρίζω ὅτι εἶνε κακά, καὶ. τὰ ὁποῖα ἴσως, τυχαίνει νὰ εἶνε τῳόντι καλὰ, ἀλλὰ θὰ φοβηθῶ καὶ θὰ ὑπεκφύγω μᾶλλον τὰ κακά, τὰ ὁποῖα γνωρίζω ὅτι εἶνε ὄντως κακά. Ὥστε καὶ ἐὰν σεῖς τόρα μὲ ἀθῳώσετε, χωρὶς νὰ δώσετε πίστιν εἰς τὴν κατηγορίαν τοῦ Ἀνύτου, ὁ ὁποῖος εἶπεν ἢ ὅτι δὲν ἔπρεπεν ὅλως διόλου ἐγὼ νὰ καταγγελθῶ εἰς τὸ δικαστήριον, ἤ, ἀφοῦ κατηγγέλθην, ὅτι δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ μὴ μὲ καταδικάσῃ, εἰς θάνατον, διότι εἶπε πρὸς ὑμᾶς ὅτι, ἂν ἀθῳωθῶ, ὅλα τὰ τέκνα σας πλέον, ἐὰν ἤθελαν ἐφαρμόζει ὅσα διδάσκει ὁ Σωκράτης, ὅλως διόλου θὰ διαφθαροῦν—ἐὰν λοιπὸν ἠθέλετε μὲ ἀθῳώσει τόρα καὶ ἀθῳόνοντές με ἠθέλετε μοῦ εἰπεῖ, ἀποβλέποντες εἰς αὐτά, ὦ Σώκρατες, τόρα μὲν δὲν θὰ δώσωμεν πίστιν εἰς ὅσα εἶπε κατὰ σοῦ ὁ Ἄνυτος, ἀλλὰ σὲ κηρύττομεν ἀθῷον, ὑπὸ τὸν ὅρον ὅμως τοῦτον, νὰ μὴ ἐνασχολῆσαι διόλου πλέον μὲ αὐτὰ τὰ ζητήματα, μήτε νὰ καταγίνεσαι μὲ τὴν φιλοσοφίαν ἐὰν ὅμως καὶ πάλιν ἤθελες ὑποπέσει εἰς τὸ ἴδιον παράπτωμα, καὶ ἤθελες ἀνακαλυφθῆ, θὰ καταδικασθῇς εἰς θάνατον. Ἐὰν λοιπόν, καθὼς εἶπον, ὑπὸ τοὺς ὅρους τούτους ἠθέλετε μὲ ἀπολύσει, θὰ σᾶς ἔλεγον, ὅτι, ἐγώ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, σᾶς ἐκτιμῶ καὶ σᾶς ἀγαπῶ, ἀλλὰ θὰ πεισθῶ περισσότερον εἰς τὸν θεὸν τῶν Δελφῶν παρὰ εἰς σᾶς, καὶ ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἔχω δυνάμεις, δὲν θὰ παύσω νὰ ἐνασχολοῦμαι μὲ τὴν φιλοσοφίαν καὶ νὰ σᾶς συμβουλεύω πάντοτε καὶ νὰ ὑποδεικνύω εἰς οἱονδήποτε ἀπὸ σᾶς ἐκεῖνα, ὁποῦ συνηθίζω πάντοτε, ὅτι, ὦ καλώτατε ἄνθρωπε, πῶς, ἀφοῦ εἶσαι Ἀθηναῖος καὶ πολίτης τῆς πλέον μεγάλης πόλεως καὶ ἐπισημοτάτης καὶ διὰ τὴν σοφίαν της καὶ διὰ τὴν ἰσχύν της, διὰ πλοῦτον μὲν δὲν ἐντρέπεσαι νὰ φροντίζῃς πῶς νὰ συνάξῃς ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον καὶ πῶς νὰ ἀποκτήσῃς δόξαν καὶ τιμάς, ἀμελεῖς δὲ διὰ τοὺς θησαυροὺς τῆς φρονήσεως καὶ τῆς ἀληθείας καὶ δὲν ἐργάζεσαι διὰ τὴν ψυχήν σου πῶς νὰ γείνῃ ὅσον τὸ δυνατὸν χρηστοτάτη; Καὶ ἂν κανεὶς τὸ ἀρνηθῇ αὐτό, καὶ εἴπῃ ὅτι φροντίζει διὰ τὴν ψυχήν του, δὲν θὰ τὸν ἀφήσω ἀμέσως, ἀρκεσθεὶς εἰς τὴν ὁμολογίαν του αὐτὴν, οὐδὲ θὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ πλησίον του, ἀλλὰ θὰ τοῦ ὑποβάλω διαφόρους ἐρωτήσεις καὶ θὰ τὸν ἐξετάσω μὲ ἀκρίβειαν καὶ θὰ τὸν ἐξελέγξω, καὶ ἂν μοῦ φανῇ ὅτι ἀληθῶς δὲν ἔχει καμμίαν ἀρετὴν καὶ ἱκανότητα, ἀλλὰ φαντάζεται ὅτι ἔχει, θὰ τὸν ὀνειδίσω τότε καὶ θὰ τοῦ εἴπω ὅτι εἰς μὲν τὰ σπουδαιότατα πράγματα δίδει πολὺ ἐλαχίστην προσοχὴν, τὰ δὲ τόσον εὐτελῆ καὶ ἀνάξια λόγου πολὺ ἐκτιμᾷ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ ὁμιλήσω καὶ εἰς νέον καὶ εἰς γέροντα, μὲ τὸν ὁποῖον ἤθελον ἀνοίξει συζήτησιν, καὶ εἰς ξένον καὶ εἰς συμπολίτην μου, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον εἰς τοὺς συμπολίτας μου, καθόσον μοῦ εἶσθε σεῖς οἰκειότεροι ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴν. Διότι—γνωρίζετέ το καλὰ—αὐτὰ μοῦ τὰ παραγγέλλει ὁ θεὸς νὰ τὰ κάμνω. Καὶ ἐγὼ στοχάζομαι ὅτι ἕως τόρα κανὲν καλὸν μεγαλύτερον δὲν ἀπέλαυσεν ἡ πόλις σας, παρὰ τὴν ἰδικήν μου εἰς τὸν θεὸν ἀκατάπαυστον αὐτὴν ὑπηρεσίαν. Διότι ἐγὼ περιέρχομαι τὴν πόλιν σας, χωρὶς νὰ καταγίνωμαι εἰς τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ προσπαθῶ νὰ σᾶς πείσω, νέους καὶ φέροντας, ὅτι δὲν πρέπει μήτε διὰ τὸ σῶμά σας νὰ φροντίζετε, μήτε διὰ τὰ πλούτη καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ πράγματα πρωτύτερα ἀπὸ τὴν ψυχὴν σας, καὶ μήτε τόσον πολὺ ὅσον διὰ τὴν ψυχήν σας, πῶς νὰ γείνῃ αὕτη ὅσον τὸ δυνατὸν ἀρίστη· διότι δὲν θὰ παύσω νὰ σᾶς λέγω ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν γίνεται ἀπὸ τὰ χρήματα, ἀλλὰ, τὸ ἐναντίον, ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τὰ χρήματα καὶ τὰ λοιπὰ ὅλα, ὅσα εἶνε καλὰ καὶ ὠφέλιμα εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰδιωτικῶς καὶ κοινῶς. Ἐὰν μὲν λοιπὸν μὲ τὰς ὁμιλίας μου αὐτὰς διαφθείρω τοὺς νέους, αὐτὰ θὰ ἦσαν βλαβερὰ καὶ δηλητηριώδη· ἐὰν ὅμως κανεὶς διατείνεται ὅτι ἐγώ λέγω ἄλλα καὶ ὄχι αὐτά, αὐτὸς σᾶς ἐξαπατᾷ λέγων ψεύματα. Διὰ τοῦτο λοιπὸν θὰ ἔλεγον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἢ πεισθῆτε εἰς τὸν Ἄνυτον ἢ ὄχι, καὶ ἢ ἀθῳώσατέ με ἢ μὴ μὲ ἀθῳόνετε, καὶ νὰ εἶσθε πεπεισμένοι ὅτι ἐγώ δὲν ἤθελαν κάμει ἄλλα παρὰ αὐτά, καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶνε ἀνάγκη πολλαὶς φοραὶς νὰ ἀποθάνω.

XVIII. Μὴ θορυβῆτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀλλὰ ἐπιμείνατε πρὸς χάριν μου εἰς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα σᾶς παρεκάλεσα, νὰ μὴ θορυβῆτε δι’ ὅσα καὶ ἂν εἴπω, ἀλλὰ μόνον νὰ ἀκούετε· διότι καθὼς ἐγὼ νομίζω, θὰ ὠφεληθῆτε μάλιστα, ἐὰν μὲ ἀκούετε. Ἐπειδὴ μέλλω βεβαίως νὰ σᾶς εἴπω καὶ μερικὰ ἄλλα πράγματα, διὰ τὰ ὁποῖα ἴσως θὰ κραυγάσετε μὲ πολὺν θόρυβον, ἀλλὰ μὴ κάμνετε αὐτὸ μηδαμῶς. Ἠξεύρετέ το καλά, ἐὰν ἐμὲ καταδικάσετε εἰς θάνατον, ἐνῷ εἶμαι τοιοῦτος, ὁποῖος λέγω ἐγὼ ὅτι εἶμαι, δὲν θὰ βλάψετε περισσότερον ἐμέ, παρὰ σᾶς τοὺς ἰδίους. Διότι ἐμὲ μὲν διόλου δὲν μὲ ἤθελαν βλάψει οὔτε ὁ Μέλητος οὔτε ὁ Ἄνυτος. Ἐπειδὴ καὶ δὲν θὰ εἶχαν τὴν δύναμιν αὐτοὶ νὰ μὲ βλάψουν. Διότι νομίζω ὅτι δὲν εἶνε σύμφωνον πρὸς τοὺς θείους νόμους ὁ πλέον ἐνάρετος ἄνθρωπος νὰ βλάπτεται ἀπὸ τὸν πλέον κακόν. Νὰ μὲ καταδικάσῃ ὅμως εἰς θάνατον ἢ εἰς ἐξορίαν ἴσως θὰ ἠμποροῦσεν, ἢ νὰ μὲ ἀτιμάσῃ διὰ τῆς δημεύσεως τῶν ὑπαρχόντων μου καὶ τῆς στερήσεως τῶν πολιτικῶν μου δικαιωμάτων. Ἀλλ’ αὐτὰ ὁ Μέλητος μὲν ἴσως καὶ οἱ περὶ αὐτὸν νομίζουν ὡς κακά, ἐγὼ ὅμως δὲν τὰ νομίζω, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον μάλιστα πιστεύω ὅτι εἶνε μέγα κακὸν νὰ κάμνῃ κανεὶς ὅσα σήμερον αὐτὸς κάμνει, νὰ ἐπιζητῇ δηλαδὴ νὰ καταδικάσῃ ἕνα ἄνθρωπον ἀδίκως. Τόρα λοιπόν , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολὺ ἀπέχω ἐγώ νὰ ἀπολογοῦμαι ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν ἑαυτόν μου, καθὼς θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ νομίσῃ, ἀλλ’ ἀπολογοῦμαι ἀπὸ ἀγάπην πρὸς ὑμᾶς, διότι, ἐὰν μὲ καταδικάσετε, φοβοῦμαι μήπως τύχῃ καὶ ἐξυβρίσετε τὸ δῶρον τοῦτο τοῦ Ἀπόλλωνος, τὸ ὁποῖον ἐχαρίσθη πρὸς ὑμᾶς, ὅστις μὲ διέταξε νὰ σᾶς ἐμποδίζω ἀπὸ τὰς πλάνας καὶ τὰ ἐλαττώματα καὶ νὰ σᾶς συμβουλεύω εἰς τὴν σπουδήν τῆς ἀρετῆς. Διότι ἂν ἐμὲ καταδικάσετε εἰς θάνατον, δὲν θὰ εὕρετε εὔκολα ἄλλον ἄνθρωπον τοιοῦτον, καθὼς εἶμαι ἐγώ, τὸν ὁποῖον ὁ θεὸς στενῶς ἔχει προσκολλήσει εἰς τὴν πόλιν σας—ἂν καὶ εἶνε ὀλίγον γελοία ἡ παρομοίωσις—ἀπαράλλακτα καθὼς εἰς κανένα ἵππον εὐγενῆ μὲν καὶ γενναῖον, ὅστις ὅμως ἕνεκα τοῦ μεγαλείου του αὐτοῦ πολὺ χαῦνος εἶνε καὶ νωθρὸς καὶ ἔχει ἀνάγκην κανενὸς κεντρίσματος, διὰ νὰ ἐξεγείρεται καὶ ἐξυπνᾷ. Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία, μοῦ φαίνεται, ὅτι ὁ θεὸς μὲ προσεκόλλησεν εἰς τὴν πόλιν σας μὲ τοιαύτην περίπου ἰδιότητα, ὥστε νὰ μὴ παύσω διόλου ὁλόκληρον τὴν ἡμέραν πανταχοῦ νὰ παρακάθημαι πλησίον σας καὶ νὰ μὴ σᾶς ἀφίνω ποτὲ ἡσύχους, προσπαθῶν νὰ σᾶς ἐξεγείρω ἀπὸ τὴν νάρκην καὶ νὰ σᾶς πείθω καὶ νὰ ἐπιπλήττω τὸν καθένα χωριστὰ. Τοιοῦτον λοιπὸν ἄλλον ἄνθρωπον δὲν θὰ εὕρετε εὔκολα, ὦ ἄνδρες, ὅσον καὶ ἂν κοπιάσετε, ἀλλ’ ἐὰν θέλετε νὰ πεισθῆτε εἰς ἐμέ, λυπηθῆτε τὴν ζωὴν μου. Σεῖς δέ, ἴσως ὠργισμένοι, καθὼς εἶνε οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νυστάζουν ἀκόμη, ὅταν τοὺς ἐξυπνίσῃ κανείς, ἠθέλατε μὲ κτυπήσει πεισθέντες εἰς τὸν Ἄνυτον, καὶ ἔτσι ἀσκόπως ἠθέλετε μὲ φονεύσει, ἔπειτα δὲ κατὰ τὸν ἐπίλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς σας ἠθέλατε ἐξακολουθεῖ νὰ εὑρίσκεσθε εἰς μίαν βαθεῖαν νάρκην, ἂν δὲν ἤθελε σᾶς εὐσπλαγχνισθῆ ὁ θεός, προνοῶν διὰ σᾶς καὶ δὲν ἤθελε πέμψει κατόπιν μου κανένα ἄλλον ὅμοιον μου. Ὅτι δὲ ἐγὼ τυχαίνει νὰ εἶμαι τοιοῦτος, ὥστε νὰ ἔχω δοθῆ εἰς τὴν πόλιν σας ὑπὸ τοῦ θεοῦ, ἀπὸ τὰ κατωτέρω ἠμπορεῖτε νὰ ἐννοήσετε καλά. Δηλαδὴ δὲν φαίνεται νὰ εἶνε ἀνθρώπινον πρᾶγμα τὸ νὰ ἔχω μὲν ἐγὼ παραμελήσει ὅλας τὰς ἰδικάς μου ὑποθέσεις καὶ νὰ ἀνέχωμαι νὰ μένουν ἀπροστάτευτα τὰ οἰκιακά μου πράγματα ἐπὶ τόσα ἔτη, νὰ εἶμαι δὲ ἀφωσιωμένος εἰς ὑμᾶς καὶ νὰ ἐργάζωμαι πάντοτε διὰ τὸ ἰδικόν σας συμφέρον, παραλαμβάνων ἰδιαιτέρως τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς, ὡς νὰ εἶμαι πατέρας σας, ἢ ὡς μεγαλύτερος ἀδελφὸς σας καὶ νὰ προσπαθῶ νὰ σᾶς πείσω νὰ φροντίζετε διὰ τὴν ἀρετὴν. Καὶ ἂν μὲν βεβαίως ἀπὸ τὸ ἔργον μου αὐτὸ εἶχα καμμίαν ὠφέλειαν καὶ σᾶς ἔδιδα τὰς συμβουλὰς αὐτὰς μὲ μισθὸν, τότε θὰ εἶχα κάποιαν ἀφορμὴν εἰς τὴν τοιαύτην μου ἐνέργειαν τόρα ὅμως βλέπετε δὰ καὶ μόνοι σας, ὅτι οἱ κατήγοροί μου, ἂν καὶ μὲ τόσην ἀναισχυντίαν ἀπέδωκαν ἐναντίον μου ὅλας τὰς λοιπὰς συκοφαντίας, κατὰ τοῦτο τοὐλάχιστον δὲν ἠμπόρεσαν νὰ φανῶσιν ἀναίσχυντοι καὶ ν’ ἀποδειξουν διὰ μαρτύρων ὅτι δῆθεν ἐγὼ ἢ ἔλαβά ποτε μισθὸν ἀπὸ κανένα ἢ ἐζήτησα. Ἀλλ’ ἐγὼ εἰς ἐπιβεβαίωσιν τῆς ἀληθείας τῶν λόγων μου σᾶς παρουσιάζω ἕνα ἀναμφισβήτητον, ὡς φρονῶ, μάρτυρα, τὴν πενίαν μου.

XIX. Ἴσως λοιπὸν ἤθελε φανῆ παράλογον ὅτι πραγματικῶς ἐγὼ ἰδιαιτέρως μὲν δίδω αὐτὰς τὰς συμβουλὰς, περιερχόμενος τὴν πόλιν σας καὶ ἀναμιγνυόμενος περιέργως εἰς ξένας ὑποθέσεις, δημοσίᾳ δὲ δὲν τολμῶ, ἐμφανιζόμενος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ δήμου σας, ἀπὸ τοῦ ῥήματος νὰ δώσω συμβουλὰς εἰς τὴν πόλιν. Αἴτιον δὲ ταύτης τῆς ἀτολμίας μου εἶνε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον σεῖς οἱ ἴδιοι μὲ τὰ ὦτά σας πολλάκις μὲ ἠκούσατε εἰς πολλὰ μέρη νὰ λέγω, ὅτι συμβαίνει εἰς ἐμὲ κἄποιον θεῖον πρᾶγμα καὶ δαιμόνιον, τὸ ὁποῖον, ὡς γνωστόν, καὶ εἰς τὸ κατηγορητήριον χλευαστικῶς συμπεριέλαβεν ὁ Μέλητος. Ἀλλ’ εἰς ἐμὲ αὐτὸ τὸ δαιμόνιον ἤρχισε νὰ ἐμφανίζεται ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὡς μία φωνὴ, ἡ ὁποία ὁσάκις ἀκουσθῇ ἐντός μου, πάντοτε μὲ ἀποτρέπει ἀπὸ ἐκεῖνο, ὁποῦ ἤθελον ἀποφασίσει νὰ πράξω, ποτὲ ὅμως δὲν μὲ προτρέπει τί νὰ πράξω. Τὸ δαιμόνιον αὐτὸ εἶνε ἐκεῖνο, ὁποῦ πάντοτε ἐναντιοῦται εἰς ἐμὲ νὰ ἀναμιγνύωμαι εἰς τὰ πολιτικὰ, καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι πολὺ καλὰ κάμνει καὶ ἐναντιοῦται. Διότι, νὰ τὸ ἠξεύρετε καλά, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐὰν ἐγὼ πρὸ πολλοῦ ἐπεχείρουν νὰ ἀναμιγνύωμαι εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα, πρὸ πολλοῦ τόρα δὲν θὰ ὑπῆρχον πλέον εἰς τὴν ζωὴν καὶ οὔτε εἰς ὑμᾶς δὲν ἤθελον φανῆ διόλου ὠφέλιμος οὔτε εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Καὶ, παρακαλῶ, μὴ ὀργίζεσθε ἐναντίον μου, διότι λέγω τὴν ἀλήθειαν. Ἐπειδὴ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἠμπορέσῃ ποτὲ νὰ μείνῃ ἀτιμώρητος, ὅστις μετὰ παρρησίας ἐναντιοῦται εἴτε εἰς τὴν ἰδικήν σας δημοκρατίαν, εἴτε εἰς καμμίαν ἄλλην πολιτείαν, καὶ παρεμποδίζει νὰ γίνωνται εἰς τὴν πόλιν διάφορα ἀδικήματα καὶ παρανομίας ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁποῦ τῳόντι θέλει νὰ ἀγωνισθῇ ὑπὲρ τοῦ δικαίου, καὶ πολὺ ὀλίγον καιρὸν ἐὰν μέλλῃ νὰ ζήσῃ χωρὶς νὰ πάθῃ κανὲν κακόν, πρέπει ἐξ ἀνάγκης νὰ ζῇ ὡς ἁπλοῦς ἰδιώτης καὶ ποτὲ νὰ μὴ ἀναμιγνύεται εἰς τὰ πολιτικὰ.

XX. Περὶ τούτου δὲ θὰ σᾶς φέρω σπουδαιοτάτας ἀποδείξεις, ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ πράγματα, τὸ ὁποῖον ἴσα - ἴσα σεῖς πολὺ προτιμᾶτε. Ἀκούσατε λοιπὸν τόρα ἐκεῖνα, ὁποῦ συνέβησαν εἰς ἐμέ, διὰ νὰ μάθετε ὅτι οὔτε εἰς ἕνα ἄνθρωπον δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑποχωρήσω, καὶ κατ’ ἐλάχιστον, ἐναντίον τοῦ δικαίου, ἀπὸ φόβον πρὸς τὸν θάνατον καὶ ὅτι, ἂν δὲν ἤθελα ὑποχωρήσει, πάραυτα ἤθελα χαθῆ. Θὰ σᾶς εἴπω δὲ δυσάρεστα μὲν πράγματα καὶ ἐνοχλητικά, ὡς ἄνθρωπος ἠναγκασμένος νὰ ὑποστηρίξω τὴν ἀπολογίαν μου, πολὺ ἀληθινὰ ὅμως. Ἐγώ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καμμίαν μὲν ἄλλην ἀρχὴν ποτὲ ἕως τόρα δὲν ἀνέλαβον εἰς τὴν πόλιν, ἔγινα ὅμως ἅπαξ βουλευτής[38]. Καὶ ἔτυχε νὰ πρυτανεύῃ ἡ φυλὴ ἡ Ἀντιοχίς, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκω, ὅτε σεῖς τοὺς δέκα στρατηγούς, οἱ ὁποῖοι δὲν συνέλεξαν τὰ πτώματα τῶν φονευθέντων ἐν τῇ γνωστὴ ναυμαχίᾳ[39], ἐπεμένατε ὅλους ὁμοῦ συγχρόνως μὲ μίαν ψηφοφορίαν νὰ δικάσετε[40] παρὰ τὸν νόμον, καθὼς βραδύτερον τῳόντι ὡμολογήσατε ὅλοι σας, ὅτι παρανόμως ἐνηργήσατε[41]. Τότε εἰς τὴν περίστασιν ἐκείνην μόνος ἐγὼ ἐκ τῶν πρυτάνεων ἐτόλμησα νὰ ἐναντιωθῶ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν ἐκείνην τοῦ δήμου καὶ εἶπα ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ παραβιάσετε τὸν νόμον καὶ ἔδωκα ἀντίθετον ψῆφον[42]· καὶ ἐν ᾧ οἱ ῥήτορες ἦσαν ἕτοιμοι νὰ μὲ καταγγείλουν εἰς τὴν δικαστικὴν ἀρχὴν ὡς ἔνοχον καὶ διὰ συνοπτικῆς διαδικασίας νὰ μὲ παραδώσουν εἰς τοὺς Ἕνδεκα πρὸς τιμωρίαν, ὅλοι δὲ σεῖς τοὺς ἐπροτρέπατε εἰς τοῦτο μὲ ἀπειλὰς καὶ μὲ βοήν, ἐπροτίμησα νὰ διακινδυνεύσω τὴν ζωήν μου μὲ τὸν νόμον καὶ μὲ τὸ δίκαιον, παρὰ νὰ συμφωνήσω μὲ σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπεφασίζατε δικαίως, χωρὶς νὰ φοβηθῶ τὸ δεσμωτήριον καὶ τὸν θάνατον. Καὶ ταῦτα μὲν ἐγίνοντο ὅτε ἐκυβερνᾶτο ἀκόμη δημοκρατικῶς ἡ πόλις. Ἀφοῦ δὲ ἐγκαθιδρύθη ὀλιγαρχία, τότε οἱ Τριάκοντα[43] πάλιν διὰ τῆς βίας, ἀφοῦ μὲ προσεκάλεσαν μετὰ πέντε ἄλλων εἰς τὴν Θόλον[44], μὲ προσέταξαν νὰ συλλάβω καὶ φέρω ἀπὸ τὴν Σαλαμῖνα τὸν Λέοντα τὸν Σαλαμίνιον[45], διὰ νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον τοιαύτας δὲ ἐκεῖνοι διαταγὰς πολλὰς, ὡς γνωστὸν, καὶ εἰς ἄλλους πολλοὺς ἐκοινοποίησαν, θέλοντες ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρους ἀπὸ τοὺς πολίτας νὰ καταστήσουν συνενόχους εἰς τὰς ἀδικίας των[46]· Ὅμως ἐγὼ πάλιν τότε ὄχι μὲ λόγους ἀλλὰ μὲ ἔργα τοὺς ἔκαμα νὰ ἐννοήσουν ὅτι διὰ τὸν θάνατον ἐμέ, ἂν δὲν ἦτο πολὺ ὑπερήφανον νὰ τὸ εἴπω—δὲν μὲ μέλει ὅλως διόλου, νὰ μὴ πράξω ὅμως κανὲν ἄδικον μήτε ἀσεβές, δι’ αὐτὸ βεβαίως παρὰ •πολὺ μὲ μέλει μὲ κάθε τρόπον. Ἐκείνη λοιπὸν ἡ ἀρχὴ τῶν Τριάκοντα, ἡ ὁποία τόσον τρόμον ἐνέπνεεν εἰς ὅλους, ἐμὲ δὲν μὲ ἐφόβισε διόλου, ἂν καὶ ἦτο τόσον ἰσχυρά, ὥστε νὰ μιανθῶ μὲ μίαν τόσον ἀνόσιον ἀδικίαν, ἀλλ’ ἀφοῦ ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν Θόλον, οἱ μὲν ἄλλοι τέσσαρες μετέβησαν εἰς τὴν Σαλαμῖνα καὶ συλλαβόντες ὡδήγησαν τὸν Λέοντα ἐνώπιον τῶν Τριάκοντα, ἐγὼ δὲ κατ’ εὐθεῖαν ἀπῆλθον εἰς τὸν οἶκον μου. Καὶ δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι διὰ τὴν ἀπείθειάν μου αὐτὴν θὰ ἐτιμωρούμην μὲ θάνατον, ἐὰν ἡ ἀρχὴ ἐκείνη ταχέως μετ' ὀλίγον δὲν κατελύετο. Ὑπάρχουσι δὲ πολλοὶ μάρτυρες ἀπὸ τοὺς συμπολίτας μας, οἱ ὁποῖοι ἠμποροῦν νὰ μαρτυρήσουν διὰ τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων μου. XXI. Φρονεῖτε λοιπὸν ὅτι ἤθελα φθάσει εἰς τόσην ἡλικίαν, ἐὰν ἀνεμιγνυόμην εἰς τὰ πολιτικὰ καὶ ὑπεστήριζα ὅσα εἶνε δίκαια, ἐνεργῶν πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν καθὼς ἐμπρέπει εἰς ἄνθρωπον χρηστὸν καὶ ἔντιμον, καὶ ἄν, καθὼς ἁρμόζει τῳόντι, δι’ αὐτὸ καὶ μόνον ἐφρόντιζον; Οὐδαμῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. Οὔτε ἐγὼ βεβαίως οὔτε κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος ἤθελε κατορθώσει τοῦτο, νὰ ζήση πολλὰ ἔτη. Ἀλλ’ ἐγὼ καθ’ ὅλον τὸν βίον μου, καὶ κατὰ τὸν δημόσιον, ἂν καμμίαν φορὰν ἀνεμίχθην εἰς καμμίαν ὑπόθεσιν πολιτικὴν, ὡσαύτως τοιοῦτος θὰ φανῶ, καὶ κατὰ τὸν ἰδιωτικὸν μου ὁ ἴδιος, ὅτι εἰς κανένα ποτὲ ἕως τόρα κατ’ οὐδὲν ὑπεχώρησα ἐναντίον τοῦ δικαίου, οὔτε εἰς κανένα ἄλλον, οὔτε εἰς κανένα ἀπὸ αὐτούς, τοὺς ὁποίους οἱ συκοφαντοῦντές με ὀνομάζουν μαθητάς μου[47]. Ἀλλ’ ἐγὼ ποτὲ δὲν ἔκαμα τὸν διδάσκαλον εἰς κανένα. Ἂν ὅμως κανεὶς ἐπιθυμῇ ν’ ἀκούῃ τὰς ὁμιλίας μου, ἢ νὰ μὲ βλέπῃ εἰς τὸ ἔργον μου τοῦτο, εἴτε νέος εἴτε γέρων, εἰς κανένα ποτὲ δὲν ἀπηγόρευσα ἀπὸ φθόνον αὐτὴν τὴν εὐχαρίστησιν. Ἀλλ’ οὐδὲ ὅταν μὲν λαμβάνω χρήματα, ὁμιλῶ, ὅταν δὲ δὲν λαμβάνω, σιωπῶ· ἀλλ’ ἐπίσης καὶ εἰς πλούσιον καὶ εἰς πτωχὸν εὐχαρίστως ἐπιτρέπω νὰ μὲ ἐρωτοῦν, καὶ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος προτιμᾷ καλλίτερον νὰ ἀπαντᾷ εἰς τὰς ἐρωτήσεις μου, καὶ ν’ ἀκούῃ ὅσα ἤθελον εἴπει. Καὶ εἴτε γίνεται χρηστὸς κανεὶς εἴτε ὄχι, ἐγὼ δικαίως δὲν θὰ ἤμουν ὁ αἴτιος, διότι οὔτε ὑπεσχέθην εἰς κανένα ποτὲ ἕως τόρα κανὲν μάθημα, οὔτε ἐδίδαξα· ἐὰν δὲ κανεὶς καυχᾶται ὅτι ἔμαθε τίποτε ἀπὸ ἐμὲ καμμίαν φοράν, ἢ ἤκουσε τίποτε ἀπὸ ἐμὲ ἰδιαιτέρως, τὸ ὁποῖον δὲν ἤκουσαν. ἢ δὲν ἔμαθαν συγχρόνως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι αὐτὸς δὲν λέγει τὴν ἀλήθειαν.

XXII. Ἀλλὰ διατί ἐπὶ τέλους μερικοὶ εὐχαριστοῦνται νὰ μὲ ἀκούουν καὶ νὰ συνομιλοῦν μαζί μου τόσον πολὺν καιρόν; Ἠκούσατε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι· ὅλην τὴν ἀλήθειαν, ἐγὼ σᾶς εἶπα* Πράττουσι τοῦτο, διότι αἰσθάνονται ἰδιαιτέραν χαρὰν νὰ ἀκούουν, ἐπειδὴ ἀποδεικνύονται ἠπατημένοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται μὲν ὅτι εἶνε σοφοί, δὲν εἶνε ὅμως. Εἶνε δὲ τοῦτο βεβαίως τερπνότατον καὶ χαριέστατον πρᾶγμα. Πρὸς τούτοις, καθὼς ἐγὼ πρὸ ὀλίγου εἶπα, τοῦτο διετάχθη εἰς ἐμὲ ἀπὸ αὐτὸν τὸν θεὸν τῶν Δελφῶν νὰ τὸ κάμνω, καὶ διὰ χρησμῶν μαντικῶν καὶ δι’ ἐνυπνίων, καὶ διὰ παντὸς ἄλλου μέσου, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ πᾶσα ἄλλη ἐπὶ τέλους θεία βούλησις ἠμπορεῖ νὰ φανερόνεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ πράττουν ὁποιονδήποτε πρᾶγμα. Ταῦτα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἀληθινὰ εἶνε καὶ εὐκόλως ἠμποροῦν ν’ ἀποδειχθοῦν. Διότι ἂν ἐγώ τῳόντι ἄλλους μὲν ἀπὸ τοὺς νέους διαφθείρω, ἄλλους δὲ ἔχω ἕως τόρα διαφθείρει, ἔπρεπε προδήλως, καθὼς φρονῶ, ὅσοι ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐπροχώρησαν πλέον πολὺ εἰς τὴν ἡλικίαν, γνωρίζουν ὅτι ἐγώ τοὺς ἔδωκά ποτε ὀλεθρίας συμβουλάς, ὅταν ἦσαν νέοι, τόρα ἀκριβῶς νὰ ἔλθουν αὐτοὶ ἐδῶ εἰς τὸ δικαστήριον καὶ νὰ μὲ κατηγορήσουν, διὰ νὰ τιμωρηθῶ. Καὶ ἂν δὲν ἤθελαν αὐτοὶ νὰ τὸ πράξουν, τότε θὰ ἦτο αὐτὸ καθῆκον τῶν συγγενῶν των, πατέρων καὶ ἀδελφῶν καὶ ἄλλων οἰκείων των, ἐὰν τῳόντι ἔχουν πάθει κανὲν κακὸν οἱ συγγενεῖς των ἀπὸ ἐμέ, νὰ τὸ ἐνθυμηθοῦν τόρα καὶ νὰ ἔλθουν νὰ ζητήσουν τὴν τιμωρίαν μου διότι διέφθειρα τοὺς υἱούς των, τοὺς ἀνεψιούς των καὶ τοὺς ἀδελφούς των. Ἀληθῶς δὲ βλέπω ὅτι εἶνε παρόντες ἐδῶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, τοὺς ὁποίους ἐγὼ πολὺ καλὰ διακρίνω. Πρῶτον ὁ Κρίτων αὐτὸς ἐδῶ, συνηλικιώτης μου καὶ συνδημότης[48] ὁ ὁποῖος εἶνε πατὴρ τούτου ἐδῶ τοῦ Κριτοβούλου. Ἔπειτα ὁ Λυσανίας ὁ Σφήττιος[49], ὁ ὁποῖος εἶνε πατὴρ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ Αἰσχίνου. Ἀκόμη ὁ Ἀντιφῶν ὁ Κηφισιεὺς[50] αὐτὸς ἐδῶ, ὅστις εἶνε πατὴρ τοῦ Ἐπιγένους. Ἄλλοι δὲ πάλιν αὐτοί, τῶν ὁποίων οἱ ἀδελφοὶ εἶχον σχέσεις μαζί μου, καθὼς ὁ Νικόστρατος ὁ υἱὸς τοῦ Θεοζοτίδου καὶ ἀδελφὸς τοῦ Θεοδότου—καὶ ὁ μὲν Θεόδοτος ἔχει ἀποθάνει, ὥστε αὐτὸς τουλάχιστον δὲν ἔχει ἀνάγκην τῆς βοηθείας τοῦ ἀδελφοῦ του.—Βλέπω ἀκόμη καὶ τὸν Πάραλον τοῦτον ἐδῶ, τὸν υἱὸν τοῦ Δημοδόκου, τοῦ ὁποίου ἀδελφὸς ἦτο ὁ Θεάγης· καὶ αὐτὸς ἐδῶ ὁ Ἀδείμαντος, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀρίστωνος. τοῦ ὁποίου ἀδελφὸς εἶνε αὐτὸς ἐδῶ ὁ Πλάτων[51], καὶ ὁ Αἰαντόδωρος, τοῦ ὁποίου ἀδελφὸς εἶνε αὐτὸς ἐδῶ ὁ Ἀπολλόδωρος[52]. Καὶ ἄλλους πολλοὺς ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ σᾶς ὀνομάσω, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἕναν ἔπρεπεν ὁ Μέλητος νὰ παρουσιάσῃ μάρτυρα εἰς τὴν κατηγορίαν του, μάλιστα μὲν ὅταν ὡμίλησεν ἐὰν δὲ τότε ἐλησμόνησε νὰ πράξῃ τοῦτο, ἂς τὸν προτείνῃ τόρα· εἶνε ἀκόμη καιρός· καὶ ἐγὼ ὑποχωρῶ νὰ ὁμιλήσῃ αὐτὸς ἀντ’ ἐμοῦ τὴν ὥραν, τὴν ὁποίαν ἔχω ἀπὸ τὸν νόμον εἰς τὴν διάθεσιν μου. Ἂς ἔλθῃ λοιπὸν ὁ Μέλητος νὰ εἴπῃ ὅ,τι ἠμπορεῖ ἐναντίον μου. Ἀλλ’ ὅλως διόλου τὸ ἐναντίον ἀπὸ αὐτὸ θὰ συμβῇ, ὦ ἄνδρες· θὰ ἴδητε ὅτι ὅλοι, ὅσοι εἶνε ἐδῶ παρόντες, εἶνε πρόθυμοι νὰ μὲ ὑπερασπίσουν, ἐμὲ ὁποῦ διέφθειρα, ἐμὲ ὁποῦ κατέστρεψα ἐξ ὁλοκλήρου τοὺς συγγενεῖς των, καθὼς ψευδόμενοι λέγουν ὁ Μέλητος καὶ ὁ Ἄνυτος. Διότι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὁποῦ ἔχουν διαφθαρῆ ἀπὸ ἐμέ, θὰ εἶχαν ἴσως ἀφορμὴν νὰ ὑπερασπίσουν τὸν ἑαυτόν τους· ἀλλ’ ἐκεῖνοι ὅμως, ὁποῦ δὲν ἔχουν διαφθαρῆ, οἱ συγγενεῖς αὐτῶν, ἄνθρωποι γηραλέοι πλέον, ποῖον ἄλλον λόγον ἔχουν καὶ μὲ ὑπερασπίζουν. παρὰ τὸν ὀρθὸν καὶ δίκαιον, ὅτι γνωρίζουν δηλαδὴ ὅτι ὁ μὲν Μέλητος ψεύδεται, ἐγὼ δὲ λέγω τὴν ἀλήθειαν;

XXIII. Ἂς εἶνε τέλος πάντων, ὦ ἄνδρες. Ἐκεῖνα μέν, τὰ ὁποῖα ἐγὼ θὰ ἠμποροῦσα νὰ εἴπω εἰς ὑπεράσπισιν μου, σχεδὸν εἶνε αὐτά· καὶ ἄλλα ἴσως ἀκόμη ὅμοια, τὰ ὁποῖα ἀποσιωπῶ. Ἀλλ’ ἴσως κανόνας ἀπὸ σᾶς θὰ ἐνθυμηθῇ ὅτι εἶχε καμμίαν φορὰν εὑρεθῇ εἰς αὐτὴν τὴν θέσιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκομαι ἐγὼ σήμερον καὶ ἤθελεν ἀγανακτήσει ἐναντίον μου, διότι αὐτὸς τότε, καίτοι ἐδικάζετο μάλιστα εἰς δίκην ὀλιγώτερον ἐπικίνδυνον ἀπὸ τὴν παροῦσαν, ὅμως καὶ παρεκάλεσε τότε καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστὰς μὲ πολλὰ δάκρυα, ἀκόμη δὲ καὶ διὰ νὰ κινήσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν μεγαλυτέραν διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν συμπάθειαν τῶν δικαστῶν, ἔφερε καὶ παρουσίασεν ἐδῶ εἰς τὸ δικαστήριον καὶ τὰ παιδιὰ του, καὶ εἶπε καὶ ἦλθαν καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του καὶ φίλους, ἐγώ δέ, καθὼς καὶ ἦτο πρέπον δι’ ἐμὲ νὰ τὸ περιμένετε , τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ κάμω, καὶ μάλιστα ἀφοῦ κατὰ τὰ φαινόμενα διατρέχω τὸν ἔσχατον κίνδυνον τῆς ζωῆς μου.

Ταῦτα λοιπὸν ἀφοῦ συλλογισθῇ κανεὶς ἀπὸ σᾶς τοὺς δικαστάς, ἤθελεν ἴσως ἐξερεθισθῆ περισσότερον ἐναντίον μου καὶ ἐπάνω εἰς τὴν ἀγανάκτησιν του ἐξ αἰτίας αὐτῶν τούτων τῶν ἀναμνήσεων, ἤθελε δώσει μὲ ὀργὴν τὴν ψῆφον του. Ἐὰν ὅμως κανεὶς ἀπὸ σᾶς—ἂν καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ πιστεύσω — τοιαύτην γνώμην ἔχει, νομίζω ὅτι εἰς αὐτὸν ἠμπορῶ νὰ εἴπω δικαίως· ὦ ἀγαθὲ ἄνθρωπε, ἐγώ μὲν ἴσως δὲν εἶμαι μόνος εἰς τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἔχω καὶ κάποιους συγγενεῖς, διότι ἀκριβῶς κατὰ τὸν ὁμηρικὸν στίχον «ἐγὼ δὲν ἐγεννήθην οὔτε ἀπὸ πέτραν οὔτε ἀπὸ δρῦν»[53] ἀλλ’ ἀπὸ ἀνθρώπους, ὥστε καὶ συγγενεῖς ἔχω καὶ υἱοὺς[54], ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τρεῖς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας μέν, ὁ μεγαλύτερος, εἶνε μειράκιον πλέον, οἱ δὲ ἄλλοι δύο παιδία. Ἀλλ’ ὅμως κανένα ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ φέρω ἐδῶ, διὰ νὰ σᾶς παρακαλέσσω νὰ μὲ ἀθῳώσητε ἀπὸ εὐσπλαγχνίαν. Διατί δὲ ἀκριβῶς τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ κάμω; Ὄχι ἀπὸ φαντασμένην ἰσχυρογνωμοσύνην μου, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οὔτε ἀπὸ καταφρόνησιν πρὸς σᾶς· ἀλλ’ ἐὰν μὲν ἐγὼ μὲ θαρραλέαν ψυχὴν ἀτενίζω πρὸς τὸν θάνατον ἢ ὄχι, αὐτὸ εἶνε ἄλλο ζήτημα. Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε ὅτι, ὡς πρὸς τὴν ἰδικήν μου τιμὴν καὶ τὴν ἰδικήν σας καὶ ὅλης τῆς πόλεως, δὲν μοῦ φαίνεται ὅτι εἶνε οὔτε ὡραῖον οὔτε ἔντιμον νὰ κάμω κανὲν ἀπὸ αὐτά, ἀφοῦ μάλιστα καὶ τόσον μεγάλην ἡλικίαν ἔχω καὶ φέρω αὐτὴν τὴν ἔνδοξον φήμην τοῦ σοφοῦ, εἴτε ἀληθινὴν τέλος πάντων, εἴτε ψευδῆ. Ἀλλ’ ὁπωσδήποτε καὶ ἂν εἶνε, βεβαίως ὁ Σωκράτης πιστεύεται γενικῶς ὅτι ἔχει κάποιαν ὑπεροχὴν ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους ἄλλους ἀνθρώπους . Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μεταξύ σας φαίνονται ὅτι ὑπερέχουν εἴτε κατὰ τὴν σοφίαν, εἴτε κατὰ τὴν ἀνδρείαν, εἴτε κατὰ ὁποιανδήποτε ἄλλην ἀρετὴν, ἦσαν τοιοῦτοι, αὐτὸ θὰ ἦτο πολὺ ἐπαίσχυντον πρᾶγμα νὰ τὸ λέγῃ κανείς. Ἀλλ’ ἐγὼ πολλάκις εἶδα πολλοὺς τοιούτους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι φαντάζονται μὲν ὅτι εἶνε μεγάλοι ἄνδρες, πράττουν ὅμως ἀηδοῦς δουλοπρεπείας πράγματα, ὁσάκις τύχῃ νὰ δικάζωνται, ὡσὰν νὰ ἦσαν πεπεισμένοι ὅτι θὰ τοὺς εὕρισκε κανὲν πολὺ φοβερὸν κακὸν, ἂν ἤθελον καταδικασθῆ εἰς θάνατον, διότι ἔχουν τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ ἐγίνοντο ἀθάνατοι, ἂν σεῖς ἠθέλατε τοὺς ἀθῳώσει. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν εἶνε τοιοῦτοι, σᾶς λέγω ὅτι αἰσχύνην προσάπτουσιν εἰς τὴν πόλιν, ὥστε καὶ ἀπὸ τοὺς ξένους κανεὶς νὰ ἤθελε νομίσει ὅτι ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἐξέχουν μεταξὺ τῶν Ἀθηναίων κατὰ τὴν ἀρετὴν, τοὺς ὁποίους αὐτοὶ προτιμοῦν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν τους καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ εἰς τὰ λοιπὰ ἀξιώματα, αὐτοὶ δὲν διαφέρουν διόλου οὔτε ἀπὸ γυναῖκας.

Αὐτά, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οὔτε ἡμεῖς πρέπει νὰ κάμνωμεν, ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι φαινόμεθα ὅτι ἔχομεν καὶ τὴν παραμικρὰν ἀρετήν, οὔτε σεῖς πρέπει νὰ τὰ ἐπιτρέπετε, ἐὰν ἡμεῖς θέλωμεν νὰ τὰ κάμνωμεν, ἀλλὰ πρέπει νὰ κάμνετε γνωστὸν αὐτὸ τοῦτο ἀκριβῶς, ὅτι πολὺ περισσότερον θὰ δώσετε καταδικαστικὴν ψῆφον ἐναντίον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἐν τῷ δικαστηρίῳ καταφεύγει εἰς τοιαύτας τραγικὰς σκηνάς, διὰ νὰ κινήσῃ τὸν ἔλεον καὶ οἶκτον ὑμῶν καὶ κάμνει τὴν πόλιν σας καταγέλαστον, παρὰ ἐναντίον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἥσυχα-ἥσυχα περιμένει ν’ ἀκούσῃ τὴν ἀπόφασιν σας.

XXIV. Ἐκτὸς δὲ τούτου, τὸ ὁποῖον ἀφορᾷ εἰς τὴν ὑπόληψιν καὶ τιμήν σας, μοῦ φαίνεται ὅτι καὶ δίκαιον δὲν εἶνε νὰ παρακαλῇ ὁ κατηγορούμενος τοὺς δικαστὰς καὶ μὲ τὰς παρακλήσεις του νὰ ἀθῳόνεται, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀναπτύσσῃ μόνον τὴν ὑπόθεσιν του καὶ νὰ προσπαθῇ διὰ τῶν πραγμάτων νὰ πείσῃ τοὺς δικαστὰς ὅτι εἶνε ἀθῷος. Διότι ὁ δικαστὴς δὲν κάθηται ἐπὶ τῆς καθέδρας του δι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸν, δηλαδὴ νὰ ἀποδίδῃ κατὰ χάριν τὸ δίκαιον, ἀλλὰ διὰ νὰ ἀνευρίσκῃ αὐτὸ μὲ μεγάλην προσοχήν· καὶ ὅρκον δὲ ἔδωκεν ὅτι δὲν θὰ χαρισθῇ εἰς ὅσους ἤθελε τοῦ φανῇ καλὸν, ἀλλ’ ὅτι θὰ ἐκδώσῃ τὴν ἀπόφασιν του κατὰ τοὺς νόμους. Δὲν πρέπει λοιπὸν οὔτε ἡμεῖς νὰ σᾶς συνειθίζωμεν νὰ ἐπιορκῆτε, οὔτε σεῖς νὰ συνειθίζετε εἰς αὐτό. Διότι καὶ ἡμεῖς καὶ σεῖς ἐπίσης ἠθέλαμεν εἶσθε τότε ἔνοχοι ἐνώπιον τῶν θεῶν ὡς ἀσεβεῖς. Μὴ περιμένετε λοιπόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, νὰ μεταχειρισθῇ ἐγώ τοιούτου εἴδους μέσα πρὸς ὑμᾶς, τὰ ὁποῖα πιστεύω ὅτι μήτε ἔντιμα εἶνε, μήτε δίκαια, μήτε εὐσεβῆ καὶ εἰς ἄλλας ἐν γένει περιστάσεις, πρὸ πάντων ὅμως τόρα, μὰ τὸν Δία, ὅτε καταγγέλλομαι ὡς ἀσεβὴς ὑπὸ τοῦ Μελήτου αὐτοῦ. Διότι ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι ἤθελα σᾶς κάμψει καὶ μὲ τὰς παρακλήσεις μου ἤθελα σᾶς ἐξαναγκάσει, ἀφοῦ ἐδώσατε ὅρκον, νὰ παραβῆτε αὐτὸν καὶ νὰ μοῦ ἀποδώσητε τὸ δίκαιον κατὰ χάριν, εἶνε σαφὲς πλέον ὅτι ἐγώ ἤθελα σᾶς διδάσκῃ νὰ μὴ πιστεύετε ὅτι ὑπάρχουν θεοί, καὶ ἐνῷ θέλω νὰ ἀπολογηθῶ διὰ τὰς ἐναντίον μου κατηγορίας, ἀσφαλῶς ἤθελα κατηγορεῖ τότε τὸν ἑαυτόν μου ὅτι δὲν πιστεύω εἰς θεούς. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα δὲν ἔχει διόλου οὕτως. Διότι καὶ πιστεύω, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι ὑπάρχουν θεοί, ὅσον κανεὶς ἀπὸ τοὺς κατηγόρους μου, καὶ εἰς τὴν κρίσιν ἡμῶν ἀφίνομαι, καὶ εἰς τὸν θεὸν τῶν Δελφῶν εὔχομαι νὰ ἀποφασίσετε περὶ ἐμοῦ, ὅπως θὰ εἶνε καλύτερον καὶ δι’ ἐμὲ καὶ διὰ σᾶς.


[Ἐνταῦθα τελειόνει ἡ ἀπολογία τοῦ Σωκράτους. Μετὰ τοῦτο οἱ δικασταὶ ἀπεσύρθησαν εἰς διάσκεψιν, ἵνα ἀποφασίσουν ἂν εἶνε ἔνοχος ὁ Σωκράτης εἰς τὴν ἀποδοθεῖσαν εἰς αὑτὸν κατηγορίαν ἢ ὄχι. Ἀπεφάνθησαν δὲ διὰ ψήφων 281 ὅτι ὁ Σωκράτης εἶνε ἔνοχος[55]. Μετὰ τοῦτο, γνωσθείσης τῆς ἀποφάσεως, ἐπηκολούθησεν ἄλλη συζήτησις, ἵνα ὁρισθῇ ἡ ποινὴ, ὁποῦ ἔπρεπε νὰ ἐπιβληθῇ εἰς τὸν ἔνοχον· διὸ καὶ λαμβάνει πάλιν τὸν λόγον ὁ Σωκράτης.]

Καὶ ἄλλοι μὲν πολλοὶ λόγοι συνετέλεσαν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰς τὸ νὰ μὴ ὀργισθῶ δι’ αὐτὸ τὸ συμβάν, ὅτι μὲ κατεδικάσατε ὡς ἔνοχον, τὸ κυριώτατον δὲ εἶνε ὅτι δι’ ἐμὲ δὲν ὑπῆρξεν ἀπροσδόκητος ἡ ἀπόφασίς σας αὕτη· μάλιστα πολὺ περισσότερον παραξενεύομαι διὰ τὸ γενικὸν ἐξαγόμενον τῆς ψηφοφορίας. Διότι ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν ἤλπιζα ὅτι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν καταδικαστικῶν καὶ ἀθῳωτικῶν ψήφων θὰ ἦτο τόσον μικρά, ἀλλ’ ὅτι θὰ κατεδικαζόμην μὲ παρὰ πολὺ μεγαλυτέραν πλειοψηφίαν. Τόρα δέ, ὡς φαίνεται, ἐὰν τριάκοντα μόνον ψῆφοι ἐρρίπτοντο ἀντιθέτως, ἤθελον ἀθῳωθῆ. Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε ὅτι ἀπὸ τὸν Μέλητον, κατὰ τὴν γνώμην μου, καὶ τόρα, μετὰ τὴν ἀπόφασιν σας αὐτήν, ἐσώθην. Καὶ ὄχι μόνον ἐσώθην, ἀλλὰ προσέτι, εἶνε πασίδηλον βεβαίως , ὅτι ἂν δὲν προσήρχοντο εἰς τὸ δικαστήριον ὁ Ἄνυτος καὶ ὁ Λύκων ὡς συνήγοροι αὐτοῦ, διὰ νὰ μὲ κατηγορήσουν, ὄχι μόνον, θὰ ἐκηρυττόμην ἀθῷος, ἀλλὰ ὁ Μέλητος θὰ ἐπλήρωνε μάλιστα καὶ πρόστιμον χιλίων δραχμῶν[56] διότι δὲν θὰ συνεκέντρονεν ὑπὲρ τῆς κατηγορίας ἓν πέμπτον περιπλέον τοῦ ἡμίσεος τῶν ψήφων τῶν δικαστῶν.

XXVI. Προτείνει λοιπὸν ἐναντίον μου ὁ καλὸς ἄνθρωπος τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου. Ἂς εἶνε. Ἀλλ’ ἐγὼ τόρα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ποίαν ποινὴν διὰ τὸν ἑαυτόν μου νὰ σᾶς ἀντιπροτείνω[57]. Μήπως δὲν εἶνε φανερὸν ὅτι θὰ ὁρίσω ἐκείνην τὴν ποινὴν, τῆς ὁποίας εἶμαι ἄξιος; Ποίας λοιπὸν ποινῆς εἶμαι ἄξιος; Εἰς ποίαν σωματικὴν ποινὴν, ἢ εἰς τί χρηματικὸν πρόστιμον κρίνω ἄξιον νὰ καταδικασθῶ, διότι ἀπὸ τὴν διεστραμμένην μου γνώμην δὲν ἡσύχαζα διόλου εἰς ὅλην μου τὴν ζωὴν, ἀλλ’ ἀφοῦ παρημέλησα ὅλα ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα μὲ τόσην σπουδὴν φροντίζει ὁ περισσότερος κόσμος, τὴν ἀπόκτησιν πλούτου, τὴν διοίκησιν τῶν οἰκιακῶν μου ὑποθέσεων, τὰς στρατηγικὰς θέσεις καὶ τὰ ἀξιώματα , τὸ πολιτικὸν βῆμα καὶ τὰς λοιπὰς ἀρχάς, καὶ ἀφοῦ δὲν ἔλαβα μέρος εἰς καμμίαν κομματικὴν στάσιν καὶ συνωμοσίαν, τὰ ὁποῖα τόσον συνήθη εἶνε εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν, διότι ἐγνώρισα τὸν ἑαυτόν μου τῳόντι πολὺ περισσότερον ἔντιμον ἄνθρωπον ἢ ὥστε νὰ θέλω νὰ σώσω τὴν ζωὴν μου ἐνασχολούμενος εἰς αὐτὰ τὰ ἀνάξια κατ’ ἐμὲ ἔργα, εἰς αὐτὰ μὲν δὲν ἐνησχολήθην διόλου, εἰς τὰ ὁποῖα ἐὰν ἐνησχολούμην, δὲν θὰ ἤμουν ὠφέλιμος μήτε εἰς σᾶς, μήτε εἰς τὸν ἑαυτόν μου, ἐνησχολούμην δὲ εἰς αὐτὸ μόνον, νὰ παρέχω ἰδιαιτέρως εἰς ἕκαστον ἐξ ὑμῶν τὴν πλέον μεγίστην εὐεργεσίαν, ὡς πρὸ ὀλίγου εἶπον, ἐπιχειρῶν νὰ πείθω ἕκαστον ἀπὸ σᾶς νὰ μὴ φροντίζῃ μήτε διὰ τὰς ἰδικάς του ὑποθέσεις, πρὶν φροντίσῃ πρότερον διὰ τὸν ἑαυτόν του πῶς νὰ γείνῃ χρηστότατος καὶ σοφώτατος , μήτε διὰ τὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως πρὶν φροντίσῃ πρότερον δι’ αὐτὴν τὴν πόλιν, καὶ διὰ τὰ λοιπὰ ἐπίσης νὰ μεριμνᾷ κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον. Τί λοιπὸν εἶμαι ἄξιος νὰ πάθω, ἀφοῦ εἶμαι τοιοῦτος; Πολὺ μέγα καλὸν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐὰν πρέπῃ βεβαίως κατὰ τὴν ἀξίαν μου τῇ ἀληθείᾳ νὰ ὁρίσητε τὴν ἀνταμοιβήν μου· καὶ μάλιστα καλὸν τῳόντι τοιοῦτον, τὸ ὁποῖον ἤθελεν εἶναι κατάλληλον δι’ ἐμέ. Τί λοιπὸν καλὸν ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον πένητα , εὐεργέτην σας ὅμως, ὅστις ἔχει ἀνάγκην μεγάλης ἀναπαύσεως διὰ νὰ ἐνασχολῆται διαρκῶς εἰς τὸ νὰ σᾶς δίδῃ συμβουλάς; Καμμία ἄλλη ἀνταμοιβή, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δὲν ἁρμόζει καλύτερον τόσον, ὅσον τὸ νὰ τρέφεται πάντοτε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ Πρυτανεῖον, πολὺ δικαιότερον βεβαίως αὐτὸς, παρὰ ὅστις ἀπὸ σᾶς ἐνίκησεν εἰς τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, εἰς ἱππικὸν δρόμον ἐξ ἑνὸς ἢ δύο ἵππων ἢ εἰς δρόμον ἁρμάτων ἐκ τριῶν ἢ τεσσάρων ἵππων. Διότι ἐκεῖνος μὲν διὰ τῆς νίκης του συντελεῖ νὰ εἶσθε σεῖς εὐδαίμονες μόνον κατὰ τὸ φαινόμενον, ἐνῷ ἐγώ σᾶς κάμνω νὰ εἶσθε ἀληθῶς τοιοῦτοι· καὶ ἐκεῖνος μὲν δὲν ἔχει ἀνάγκην διόλου τῆς βοηθείας σας πρὸς διατροφήν του. Ἐγώ δὲ ἔχω μεγάλην ἀνάγκην. Ἐὰν λοιπὸν πρέπει ἐγώ μὲ δικαιοσύνην νὰ ὁρίσω τὴν ἀμοιβήν, τῆς ὁποίας εἶμαι ἄξιος, προτείνω αὐτὴν τὴν ἀμοιβὴν, νὰ τρέφωμαι δημοσίᾳ δαπάνῃ εἰς τὸ Πρυτανεῖον[58].

XXVII. Ἴσως λοιπὸν ἀκόμη καὶ τὴν στιγμὴν αὐτὴν κατὰ τὴν ὁποίαν λέγω ταῦτα, σᾶς φαίνομαι ὅτι ὁμιλῶ ὡσὰν διὰ νὰ σᾶς παρακαλῶ μὲ ταπείνωσιν νὰ λάβετε οἶκτον δι’ ἐμέ, δεικνύων μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον μου μεγάλην αὐθάδειαν. Αὐτὸ ὅμως, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δὲν ἔχει οὕτως, ἀλλ’ ὡμίλησα κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μᾶλλον διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Ἐγὼ εἶμαι πεπεισμένος ὅτι, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θέλησίν μου, ἐν γνώσει δὲν ἠδίκησά ποτε κανένα ἄνθρωπον, ἀλλ’ εἰς τοῦτο ὑμᾶς δὲν ἠμπορῶ νὰ πείσω σήμερον ἐπειδὴ ὀλίγον χρόνον ἀναμεταξὺ μας συνωμιλήσαμεν. Κατὰ τὴν ἰδέαν μου ὅμως, ἐὰν εἴχατε νόμον νὰ μὴ δικάζωνται ἐντὸς μιᾶς μόνον ἡμέρας[59] τὰ περὶ θανάτου ἐγκλήματα, ἀλλὰ νὰ ἐξακολουθῇ ἡ δίκη δι’ αὐτὰ εἰς περισσοτέρας κατὰ συνέχειαν ἡμέρας, καθὼς τοῦτο ἰσχύει εἰς ἄλλας πόλεις, τότε θὰ κατώρθονα νὰ σᾶς πείσω. Τώρα ὅμως δὲν εἶνε εὔκολον πρᾶγμα εἰς τόσον ὀλίγον διάστημα νὰ ἀπαλλάξω τὸν ἑαυτόν μου ἀπὸ τόσον μεγάλας συκοφαντίας καὶ δυσφημήσεις. Ἐνῷ λοιπὸν ἐγὼ εἶμαι πεπεισμένος ὅτι δὲν ἠδίκησα ποτὲ κανένα ἄλλον ἄνθρωπον, βεβαίως δὲν θὰ ἀδικήσω ποτὲ τὸν ἑαυτόν μου καὶ δὲν θὰ εἴπω κατηγορίας ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μου, λέγων ὅτι εἶμαι ἄξιος νὰ ὑποστῶ ποινὴν τινα καὶ νὰ προτείνω ὁ ἴδιος τοιαύτην ποινὴν διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Διατί; Ἀπὸ ποῖον φόβον; Ἀλήθεια, μήπως ὑποστῶ αὐτὴν τὴν ποινήν, ὅπου προτείνει δι’ ἐμὲ ὁ Μέλητος, διὰ τὴν ὁποίαν εἶπον ὅτι δὲν γνωρίζω ἀληθῶς οὔτε ἂν εἶνε καλὴ, οὔτε ἂν εἶνε κακὴ; Νὰ ἐκλέξω λοιπὸν κανὲν ἀπὸ ταῦτα τὰ κακά, τὰ ὁποῖα γνωρίζω μετὰ βεβαιότητος ὅτι εἶνε κακὰ καὶ νὰ προτείνω αὐτὸ ὡς ποινὴν μου; Τί ἀπὸ τὰ δύο; Νὰ προτείνω ὡς ποινήν μου τὰ δεσμά; Καὶ ποία ἀνάγκη νὰ ζῶ διαρκῶς μέσα εἰς τὸ δεσμωτήριον, καὶ νὰ εἶμαι ὑπόδουλος εἰς τὴν ἑκάστοτε ἰσχύουσαν ἐξουσίαν τῶν Ἕνδεκα;[60] Ἀλλὰ νὰ προτείνω τὴν χρηματικὴν ποινὴν διὰ τὸν ἑαυτόν μου καὶ νὰ εἶμαι κλεισμένος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἕως ὅτου ἤθελα πληρώσει τὸ πρόστιμον; Ἀλλ’ αὐτὸ εἶνε δι’ ἐμὲ τὸ ἴδιον, τὸ ὁποῖον τόρα δὰ εἶπα, νὰ ζῶ δηλαδὴ διαρκῶς φυλακισμένος ἐντὸς τοῦ δεσμωτηρίου· διότι δὲν ἔχω χρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ πληρώσω τὸ πρόστιμον. Ἀλλὰ τέλος πάντων νὰ προτείνω διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὡς ποινὴν τὴν ἐξορίαν; Ἴσως τῳόντι ἠθέλατε μὲ θεωρήσει ἄξιον τῆς ποινῆς αὐτῆς καὶ ἠθέλατε μὲ καταδικάσει εἰς ἐξορίαν. Ἀλλ’ ὅμως θὰ ἤμουν πολὺ φιλόζωος, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ἐὰν εἶμαι τόσο ἀσυλλόγιστος, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῶ νὰ σκεφθῶ ὅτι σεῖς μέν, οἱ ὁποῖοι εἶσθε συμπολῖταί μου, δὲν ἠμπορέσατε νὰ ὑπομείνητε τὰς ὁμιλίας μου καὶ τὰ ἀποφθέγματά μου, ἀλλὰ ἐθεωρήσατε αὐτὰς πολὺ περισσότερον ὀχληρὰς καὶ μισητάς, ἢ ὥστε νὰ τὰς ὑποφέρετε, καὶ διὰ τοῦτο ἐπιθυμεῖτε τώρα νὰ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ αὐτάς, ἄλλοι δὲ βεβαίως ἄνθρωποι εὐκόλως θὰ τὰς ὑπομείνουν. Τοῦτο δὲν εἶνε διόλου δυνατὸν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. Λοιπὸν ὡραία θὰ ἦτο ἡ ζωὴ δι’ ἐμέ, ἀφοῦ ἀπέλθω εἰς ἐξορίαν, ἄνθρωπος εἰς τόσον μεγάλην ἡλικίαν πλέον, νὰ ζῶ πλανώμενος ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν καὶ διωκόμενος ὡς ἕνας ἀγύρτης ἢ κατάδικος . Διότι εἶνε βέβαιον ὅτι ὅπου καὶ ἂν ὑπάγω, οἱ νέοι θὰ ἀκροῶνται πάντοτε τοὺς λόγους μου, καθὼς ἐγίνετο καὶ ἐνταῦθα· καὶ ἂν μὲν τοὺς ἀποδιώκω ἀπὸ πλησίον μου, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι θὰ μὲ καταδιώξουν πείθοντες εἰς τοῦτο τοὺς γονεῖς των ἂν δὲ πάλιν δὲν τοὺς ἀποφεύγω, τότε καὶ οἱ γονεῖς των καὶ οἱ συγγενεῖς θὰ μὲ ἀποδιώξουν ἀπὸ τὴν πόλιν χάριν ἐκείνων τῶν ἰδίων ὡς διαφθορέα.

XXVIII. Ἀλλ’ ἴσως βέβαια ἤθελεν εἰπεῖ τις. Ὦ Σώκρατες, ὅταν πρὸς χάριν μας ἤθελες ἀφήσει τὴν πόλιν μας, δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ζῇς σιωπῶν τοῦ λοιποῦ καὶ ἡσυχάζων; Εἰς τοῦτο δὰ νὰ πείσω πολλοὺς ἀπὸ σᾶς, βλέπω ὅτι εἶνε δυσκολώτατον ἀπὸ ὅλα. Διότι καὶ ἐὰν εἴπω ὅτι τὸ νὰ σιωπῶ σημαίνει ὅτι εἶμαι ἀπειθὴς εἰς τὸν θεὸν τῶν Δελφῶν, καὶ δι’ αὐτὸν τὸν λόγον δὲν δύναμαι νὰ ἡσυχάζω, δὲν θὰ μὲ πιστεύσητε ἐκλαμβάνοντες αὐτὸ ὡς εἰρωνείαν· καὶ ἐὰν πάλιν σᾶς εἴπω ὅτι αὐτὸ δὲν εἶνε μόνον καθῆκον, ἀλλὰ τυχαίνει νὰ εἶνε καὶ τὸ πλέον μέγιστον καλὸν δι’ ἕνα ἄνθρωπον, νὰ ὁμιλῇ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του περὶ ἀρετῆς καὶ περὶ τῶν ἄλλων ὠφελίμων εἰς τὸν βίον θεμάτων, περὶ τῶν ὁποίων σεῖς μὲ ἠκούσατε νὰ ὁμιλῶ, καὶ νὰ ἐξετάζω τὸν ἑαυτόν μου καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ὅτι ἡ ἀπερίσκεπτος καὶ ἀνεξάρτητος ζωὴ δὲν εἶνε ζωὴ ἀξία διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν ἤθελον λέγει ταῦτα, ἀκόμη ὀλιγώτερον ἠθέλατε μὲ πιστεύσει. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν εἶνε, καθὼς ἐγὼ τὰ λέγω, ὦ ἄνδρες· νὰ σᾶς κάμω ὅμως νὰ τὰ πιστεύσετε, δὲν εἶνε εὔκολον. Πρὸς τούτοις ἐγὼ συνάμα δὲν ἐσυνήθισα νὰ θεωρῶ τὸν ἑαυτόν μου ἄξιον καμμιᾶς ποινῆς. Βεβαίως ὅμως ἐὰν εἶχα χρήματα, θὰ προέτεινα διὰ τὸν ἑαυτόν μου τὴν ποινὴν τῶν χρημάτων, τόσων δέ, ὅσα ἤμουν εἰς θέσιν νὰ πληρώσω. Διότι αὐτὸ δὲν θὰ μοῦ ἐπροξένει καμμίαν βλάβην. Τώρα ὅμως δὲν ἠμπορῶ νὰ προτείνω τὴν ποινὴν αὐτὴν, διότι δὲν ἔχω τίποτε, ἐκτὸς ἂν ἴσως θέλετε νὰ ὁρίσητε ποινὴν δι’ ἐμὲ τόσον πρόστιμον, ὅσον ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ πληρώσω. Ἴσως δὲ θὰ ἠμποροῦσα νὰ σᾶς πληρώσω πρόστιμον μίαν μνᾶν. Εἰς τόσον λοιπὸν πρόστιμον καταδικάζω τὸν ἑαυτόν μου. Ὁ Πλάτων ὅμως οὗτος, ὁ ὁποῖος εἶνε παρὼν ἐδῶ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ὁ Κρίτων καὶ ὁ Κριτόβουλος καὶ ὁ Ἀπολλόδωρος μὲ παρακινοῦν νὰ προτείνω πρόστιμον ἕως τριάκοντα μνᾶς, καὶ γίνονται οἱ ἴδιοι ἐγγυηταί μου· καταδικάζω λοιπὸν τὸν ἑαυτόν μου εἰς τόσον πρόστιμον· οὗτοι δὲ θὰ εἶνε πρὸς ὑμᾶς ἐγγυηταὶ ἀξιόχρεοι τῶν χρημάτων τούτων.


(Ἀφοῦ ὁ Σωκράτης πειθόμενος εἰς τὸν νόμον κατεδίκασε τὸν ἑαυτόν του εἰς πρόστιμον, οἱ δικασταὶ ἀπεσύρθησαν εἰς διάσκεψιν, μετὰ ταῦτα δὲ ἐξελθόντες ἀπήγγειλαν τὴν ἀπόφασιν των καὶ κατεδίκασαν τὸν Σωκράτην εἰς θάνατον. Τότε ὁ Σωκράτης λαμβάνει πάλιν διὰ τελευταίαν φορὰν τὸν λόγον).


XXIX. Διὰ νὰ κερδήσετε δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὀλίγον βεβαίως χρόνον, ὅστις μοῦ ἀπομένει ἀκόμη διὰ νὰ ζήσω, διότι εἶμαι γέρων καὶ θὰ ἀπέθνῃσκον, πολὺ κακὴν φήμην θ’ ἀποκτήσετε, καὶ θὰ κατηγορηθῆτε, ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ ἔχουν τὴν διάθεσιν νὰ ὀνειδίζουν τὴν πόλιν, διότι κατεδικάσατε εἰς θάνατον τὸν Σωκράτην αὑτὸν τὸν σοφὸν ἄνθρωπον διότι θὰ εἴπουν ἀναντιρρήτως ὅτι εἶμαι σοφός, ἂν καὶ δὲν εἶμαι, ἐκεῖνοι ὁποῦ θέλουν νὰ μεγαλώσουν τὸ αἶσχος σας. Ἐὰν λοιπὸν ἠθέλατε περιμείνει ὀλίγον καιρὸν ἀκόμη, θὰ ἐπήρχετο εἰς ἐμὲ ὁ θάνατος μόνος του φυσικὰ, καὶ ἠθέλετε ἀπολαύσει ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τόσον πολὺ ἐποθήσατε. Διότι βλέπετε βεβαίως ὅτι ἡ ἡλικία μου πλέον εἶνε μακρὰν μὲν τῆς ζωῆς, πλησίον δὲ τοῦ θανάτου. Αὐτὸ δὲ λέγω ὄχι δι’ ὅλους ὑμᾶς, ἀλλὰ μόνον δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ κατεδίκασαν εἰς θάνατον. Πρὸς αὐτοὺς δὲ τοὺς ἰδίους λέγω ἀκόμη καὶ τὰ ἑξῆς. Ἴσως στοχάζεσθε, ὦ ἄνδρες, ὅτι ἐγώ κατεδικάσθην δι’ ἔλλειψιν λόγων τοιούτων, διὰ τῶν ὁποίων θὰ σᾶς ἔπειθον, ἐὰν ἐφρόνουν ὅτι ἔπρεπεν ὅλα τὰ μέσα νὰ μεταχειρισθῶ καὶ ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα νὰ εἴπω ὅσα ἠδυνάμην, ὥστε νὰ ἀποφύγω τὴν καταδίκην. Αὐτὸ διόλου δὲν εἶνε ἀληθὲς. Κατεδικάσθην ἀληθῶς, ὄχι ὅμως δι’ ἔλλειψιν λόγων ἢ ἐπιχειρημάτων, ἀλλὰ δι’ ἔλλειψιν θρασύτητος καὶ ἀναισχυντίας καὶ ἐπιθυμίας τοῦ νὰ λέγω πρὸς ὑμᾶς τοιαῦτα, ὁποῖα θὰ σᾶς ἐπροξένουν μὲν μεγίστην εὐχαρίστησιν νὰ τὰ ἀκούετε, νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρωμαι παρακαλῶν ὑμᾶς καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα νὰ κάμνω καὶ νὰ λέγω, ἀνάρμοστα εἰς ἐμέ, καθὼς ἐγὼ τὰ θεωρῶ· ὁποῖα δὰ ἔχετε συνηθίσει μάλιστα νὰ ἀκούετε πάντοτε ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατηγορουμένους. Ἀλλ’ οὔτε τότε πρὸ τῆς ἀποφάσεως ἐνόμισα ὅτι ἔπρεπεν ἕνεκα τοῦ κινδύνου νὰ πράξω κανὲν ἄνανδρον, οὔτε τόρα μετὰ τὴν καταδίκην μου μετανοῶ, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔκαμα τὴν ἀπολογίαν μου, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον προτιμῶ νὰ ἀποθάνω μὲ τὴν ἀπολογίαν, τὴν ὁποίαν ἔκαμα, παρὰ νὰ ζήσω μὲ τὸν ἄλλον τρόπον ἐκεῖνον τῶν παρακλήσεων καὶ τῶν δακρύων. Οὔτε εἰς τὸ δικαστήριον βεβαίως, οὔτε εἰς τὸν πόλεμον, οὔτε ἐγώ, οὔτε ἄλλος κανεὶς ἔντιμος ἄνθρωπος πρέπει νὰ ζητῇ νὰ ἐφεύρῃ μηχανὴν πῶς νὰ ἀποφύγῃ τὸν θάνατον , πᾶν μέσον πρὸς τοῦτο μεταχεριζόμενος. Διότι εἰς τὰς μάχας μάλιστα πολλάκις γίνεται φανερὸν ὅτι τὸν θάνατον βεβαίως πολὺ εὐκολώτερον ἴσως ἤθελεν ἀποφύγει κανεὶς ῥίπτων τὰ ὅπλα καὶ ζητήσας ἔλεος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς· ὑπάρχουν δὲ προσέτι καὶ ἄλλα πολλὰ μέσα χωριστὰ εἰς κάθε ἕνα κίνδυνον, ὥστε νὰ ἀποφεύγῃ κανεὶς τὸν θάνατον, ἐὰν προβαίνῃ εἰς τόσην ἀναισχυντίαν ὥστε νὰ κάμνῃ καὶ νὰ λέγῃ τὰ πάντα. Ἀλλὰ φοβοῦμαι, ὦ ἄνδρες, μήπως δὲν εἶνε αὐτὸ τὸ δύσκολον νὰ διαφύγῃ κανεὶς τὸν θάνατον, ἀλλὰ μήπως εἶνε πολὺ δυσκολώτερον νὰ ἀποφύγῃ τὴν καταισχύνην. Διότι αὕτη τρέχει πολὺ ταχύτερον ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ λοιπὸν ἐγώ τόρα, ἐπειδὴ εἶμαι γέρων καὶ βραδύς, συνελήφθην ὑπὸ τοῦ πλέον βραδυτέρου πράγματος ἀπὸ ἐμὲ, οἱ δὲ κατήγοροί μου, ἐπειδὴ εἶνε ὄντως ῥωμαλέοι καὶ ταχεῖς, συνελήφθησαν ὑπὸ τοῦ πλέον ταχυτέρου, ὑπὸ τῆς ἀτιμίας. Καὶ τόρα, ἐγώ μὲν θὰ ἀπέλθω καταδικασθεὶς ἀπὸ σᾶς εἰς θάνατον, οἱ δὲ κατήγοροί μου καταδικασθέντες ἀπὸ τὴν δύναμιν τῆς ἀληθείας εἰς ἀτιμίαν καὶ ἀδικίαν. Καὶ ἐγώ βεβαίως εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑποστῶ τὴν ποινήν , ὁποία ὑπ’ αὑτῶν ὡρίσθη. Αὐτὰ μὲν λοιπὸν ἴσως οὕτως ἔπρεπε νὰ γείνουν καθὼς καὶ ἔγιναν, καὶ νομίζω ὅτι αὐτὰ ἔγιναν καλῶς καὶ καθὼς ἔπρεπε.

XXX. Μετὰ δὲ τοῦτο πλέον ἐπιθυμῶ, ὦ σεῖς ὁποῦ μὲ κατεδικάσατε , νὰ προμαντεύσω διὰ σᾶς τί θὰ σᾶς συμβῇ καὶ δι’ ἄλλους λόγους, τοὺς ὁποίους παραλείπω, ἀλλὰ καὶ διότι εὑρίσκομαι τόρα εἰς αὐτὴν τὴν ἐπίσημον ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἰδίως οἱ ἄνθρωποι ἀποκτοῦν τὴν ἱκανότητα νὰ προλέγουν τὸ μέλλον, ὅταν πλησιάζῃ ὁ θάνατος των[61].

Σᾶς ἀναγγέλλω λοιπόν, ὦ ἄνδρες σεῖς, ὁποῦ μὲ ἐφονεύσατε, ὅτι τιμωρία μεγάλη θὰ ἐπέλθη εἰς σᾶς, εὐθὺς μετὰ τὸν θάνατον μου, ἡ ὁποία θὰ εἶνε πολὺ περισσότερον σκληροτέρα, μὰ τὸν Δία, ἢ ὅσον εἶνε ὁ θάνατος, εἰς τὸν ὁποῖον μὲ κατεδικάσατε. Διότι τόρα ἐπράξατε τοῦτο στοχαζόμενοι ὅτι ἠθέλετε ἀπαλλαχθῇ ἀπὸ τὸ νὰ δώσετε λόγον διὰ τὰς πράξεις τοῦ βίου σας. Καὶ ὅμως θ’ ἀποβῇ τοῦτο πολὺ ἐναντίον διὰ σᾶς, καθὼς ἐγὼ σᾶς τὸ προλέγω. Πολὺ περισσότεροι θὰ ὑπάρξουν κατόπιν ἀπὸ ἐμὲ ἐκεῖνοι, ὁποῦ θὰ σᾶς ἐλέγχουν, τοὺς ὁποίους ἐγὼ τόρα ἐμπόδιζον διὰ τῆς παρουσίας μου, σεῖς δὲ δὲν τοὺς ἐβλέπατε, καὶ τόσον περισσότερον ὀχληροὶ θὰ εἶνε, ὅσον εἶνε πλέον νεώτεραι, καὶ σεῖς πολὺ περισσότερον θ’ ἀγανακτήσετε τότε. Διότι ἐὰν στοχάζεσθε ὅτι, μὲ τὸ νὰ καταδικάζετε ἀνθρώπους εἰς θάνατον, θὰ ἐμποδίσετε ἄλλους ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς ὀνειδίζουν διότι δὲν ζῆτε ὀρθῶς, δὲν σκέπτεσθε ὀρθῶς. Διότι ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸν ἕλεγχον οὔτε εἶνε πολὺ δυνατὸν νὰ κατορθωθῇ, διότι θὰ ἀναφανῶσιν ἄλλοι κατόπιν ἀπὸ ἐκείνους πάλιν, οὔτε εἶνε ἔντιμος, διότι προκύπτει ὄνειδος εἰς τὸν φονεύοντα· ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁ τρόπος τῆς ἀπαλλαγῆς εἶνε ἄριστος καὶ εὐκολώτατος, νὰ μὴ ἐμποδίζῃ κανεὶς τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸ νὰ ἐλέγχουν αὐτόν, ἀλλὰ νὰ εἶνε ἕτοιμος, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔχων παρεσκευασμένον τὸν ἑαυτόν του μὲ ποῖον τρόπον νὰ φανῇ ὅσον τὸ δυνατὸν ὠφελιμώτατος. Ἀφοῦ λοιπὸν προεῖπον αὐτὰ διὰ σᾶς, οἱ ὁποῖοι μὲ κατεδικάσατε εἰς θάνατον, δύναμαι πλέον νὰ σᾶς ἀφήσω.

XXXI. Μὲ σᾶς δέ, οἱ ὁποῖοι ἐδώσατε ἀθῳωτικὴν ψῆφον εἰς ἐμέ, εὐχαρίστως ἤθελον συνομιλήσει εἰς ὑποστήριξιν αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον τόρα συνέβη εἰς ἐμέ, ἐνόσῳ οἱ ἄρχοντες, οἱ Ἕνδεκα, εἶνε ἀπησχολημένοι μὲ τὰ προκαταρκτικὰ τῆς ἀπαγωγῆς μου, καὶ δὲν ἐσύρθην ἀκόμη εἰς τὸ δεσμωτήριον. ὅπου ἀφοῦ ἀπαχθῶ, πρέπει νὰ ὑποστῶ τὴν θανατικὴν ποινήν. Ἀλλὰ σᾶς παρακαλῶ, ὦ ἄνδρες, παραμείνατε ὀλίγην ἀκόμη ὥραν. Διότι κανὲν ἐμπόδιον δὲν ὑπάρχει νὰ συνομιλήσωμεν μεταξύ μας, ἐνόσῳ ἔχομεν καιρὸν ἀκόμη. Διότι θέλω νὰ καταστήσω φανερὸν πρὸς ὑμᾶς ὡς πρὸς φίλους μου, ποίαν σημασίαν ἐπὶ τέλους ἔχει αὐτό, τὸ ὁποῖον εἰς ἐμὲ τόρα συνέβη. Εἰς ἐμέ, ὦ ἄνδρες δικασταί — καὶ δὲν ἀπατῶμαι, φρονῶ, ἐὰν ὀνομάζω δικαστὰς μόνον σᾶς, οἱ ὁποῖοι μοῦ ἐδώσατε ἀθῳωτικὴν ψῆφον —συνέβη κάτι τι πολὺ καταπληκτικόν. Ἡ μαντικὴ φωνὴ τοῦ οἰκειοτάτου μου δαιμονίου, καθ’ ὅλον μὲν τὸν προηγούμενον χρόνον τῆς ζωῆς μου πολὺ συχνὰ πάντοτε ἐναντιόνετο, ἀκόμη καὶ εἰς τὰς πλέον ἀσημάντους περιστάσεις, ὁσάκις ἐδοκίμαζα νὰ ἐπιχειρήσω ἔργον τι, τὸ ὁποῖον ἤθελεν ἀποβῇ κακῶς δι’ ἐμέ. Τώρα ὅμως συνέβησαν εἰς ἐμὲ αὐτὰ δά, τὰ ὁποῖα βλέπετε καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι, τὰ ὁποῖα πραγματικῶς καὶ κατὰ τὴν ἀτομικὴν του γνώμην ἕκαστος ἤθελε θεωρήσει ὡς μεγάλα κακὰ καὶ γενικῶς ἀπὸ τὸν περισσότερον κόσμον θεωροῦνται ὅτι εἶνε τὰ πλέον βαρύτατα ἀπὸ ὅλα τὰ κακά. Καὶ ὅμως εἰς ἐμὲ οὔτε ὅταν ἐξῆλθα τὴν πρωΐαν αὐτὴν ἐκ τοῦ οἴκου μου ἐναντιώθη τὸ σημεῖον τοῦ θεοῦ, οὔτε ὅταν ἦλθα ἐδῶ ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου, οὔτε καὶ ὅταν ἤρχισα τὴν ἀπολογίαν μου, εἰς κανὲν μέρος τοῦ λόγου μου, ὁσάκις ἔμελλα νὰ εἴπω τι, ἐναντιώθη. Καὶ ὅμως εἰς ἄλλας ὁμιλίας μου πολλάκις τῳόντι μὲ διέκοπτεν εἰς τὸ μέσον τοῦ λόγου καὶ μὲ ἐμπόδιζε νὰ εἴπω τι, τὸ ὁποῖον εἶχα σκεφθῆ νὰ εἴπω. Σήμερον κατὰ τὴν δίκην μου αὐτὴν τὸ δαιμόνιον πουθενὰ δὲν ἐναντιώθη καὶ δὲν μὲ ἀπέτρεψε καθ’ ὅλα τὰ στάδια αὐτῆς, εἰς ὅ,τι ἐγνώριζε ὅτι ἠμποροῦσα νὰ ἐνεργήσω ἢ νὰ εἴπω. Ποῖον λοιπὸν στοχάζομαι ὅτι εἶνε τὸ αἴτιον αὐτῆς τῆς σιωπῆς τοῦ δαιμονίου; Ἐγώ θὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ τὸ ὁποῖον συνέβη σήμερον εἰς ἐμὲ φαίνεται ὅτι εἶνε πολὺ μέγα καλὸν. Καὶ ἀναμφιβόλως δὲν φρονοῦμεν ὀρθῶς ἡμεῖς, ὅσοι νομίζομεν ὅτι ὁ θάνατος εἶνε κακὸν πρᾶγμα. Σπουδαία δὲ ἀπόδειξις αὐτοῦ δι’ ἐμὲ εἶνε τοῦτο· ὅτι ἐξάπαντος ἤθελεν ἐναντιωθῆ εἰς ἐμὲ κατὰ τὴν συνήθειάν του τὸ οἰκειότατόν μου δαιμόνιον, ἐὰν δὲν ἔμελλα ἐγὼ νὰ πράξω ἀγαθὸν πρᾶγμα.

XXXII. Ἂς σκεφθῶμεν δὲ καὶ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον, διότι θὰ ἴδωμεν, καθὼς φρονῶ, ὅτι εἶνε μεγάλη ἐλπὶς νὰ εἶνε αὐτὸ καλὸν πρᾶγμα. Ὁ θάνατος ἕν ἐκ τῶν δύο εἶνε· ἢ βεβαίως εἶνε τοιοῦτον πρᾶγμα, ὥστε νὰ εἶνε μηδὲν, καὶ ὁ ἀποθανὼν νὰ μὴ ἔχῃ καμμίαν αἴσθησιν κανενὸς πράγματος, ἢ καθὼς λέγουν, τυχαίνει νὰ εἶνε κἄποια μεταλλαγὴ καὶ μετοίκησις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτο εἰς ἄλλον τόπον. Καὶ ἐὰν βέβαια δὲν ὑπάρχει καμμία αἴσθησις εἰς τὸν ἀποθανόντα, ἀλλ’ ὁ θάνατος εἶνε τοιοῦτος, ὁποῖος εἶνε ὁ ἤρεμος ὕπνος, ὅταν κανεὶς κοιμώμενος μήτε ὄνειρον κανὲν δὲν βλέπει, τότε θαυμάσιον κέρδος ἤθελεν εἶνε ὁ θάνατος. Διότι ἐγὼ στοχάζομαι ὅτι, ἐὰν ἔπρεπε κανεὶς, ἀφοῦ ἐκλέξῃ μίαν τοιαύτην νύκτα, κατὰ τὴν ὁποίαν νὰ κοιμηθῇ τόσον βαθειὰ, ὥστε μήτε ὄνειρον νὰ ἴδῃ, καὶ ἀφοῦ ἀντιπαραβάλῃ ὅλας τὰς λοιπὰς νύκτας καὶ ὅλας τὰς λοιπὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του μὲ αὐτὴν τὴν νύκτα, ἐὰν ἔπρεπε νὰ σκεφθῇ τότε καὶ νὰ εἴπῃ ποίας ἡμέρας καὶ νύκτας ἔζησεν εἰς τὸν βίον του πλέον εὐτυχέστερον καὶ πλέον γλυκύτερον ἀπὸ αὐτὴν τὴν νύκτα, στοχάζομαι ὅτι ὄχι μόνον ἕνας ἰδιώτης καὶ ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ μέγας βασιλεὺς τῆς Περσίας πολὺ ὀλίγας θὰ εὕρῃ τὰς ἡμέρας αὐτὰς καὶ νύκτας , συγκριτικῶς πρὸς τὰς λοιπὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του. Ἐὰν λοιπὸν τοιοῦτον πρᾶγμα εἶνε ὁ θάνατος, τότε ἐγὼ δικαίως τὸν θεωρῶ κέρδος. Διότι ὁλόκληρος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου διόλου δὲν φαίνεται πραγματικῶς ὅτι εἶνε πλέον μακρότερος ἀπὸ μίαν νύκτα. Ἐὰν δὲ πάλιν ὁ θάνατος εἶνε ὡσὰν μία ἀποδημία ἀπὸ αὑτὸν τὸν τόπον εἰς κανένα ἄλλον, ὅθεν εἶνε ἀληθινὰ ὅσα λέγονται, ὅτι ἐκεῖ λοιπὸν εὑρίσκονται ὅλοι οἱ νεκροί, τότε ποῖον ἄλλο καλὸν ἠμπορεῖ νὰ φαντασθῇ κανεὶς ὅτι εἶνε μεγαλύτερον ἀπὸ αὐτό, ὦ ἄνδρες δικασταί; Διότι ἐὰν κανείς, ἀφοῦ ἔλθῃ εἰς τὸν ᾍδην γλυτώσας ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ψευδῶς διατείνονται ὅτι εἶνε δικασταί, εὕρῃ ἐκεῖ τοὺς ἀληθινοὺς δικαστάς, οἱ ὁποῖοι ἴσα-ἴσα, ὡς λέγουν, ἀπονέμουσιν ἐκεῖ τὴν δικαιοσύνην, ὁ Μίνως καὶ ὁ Ῥαδάμανθυς καὶ ὁ Αἰακὸς καὶ ὁ Τριπτόλεμος καὶ ἄλλοι ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἡμιθέους ὑπῆρξαν δίκαιοι εἰς τὴν ζωήν των, ἆρά γε κακὴ θὰ ἦτο ἡ ἀποδημία αὕτη; Ἢ πάλιν νὰ συναναστραφῇ κανεὶς ἐκεῖ μὲ τὸν Ὀρφέα καὶ τὸν Μουσαῖον καὶ τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον, πόσα ἤθελε στέρξει κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ πληρώσῃ; Διότι ἐγὼ βεβαίως ὄχι μίαν φοράν, ἀλλὰ πολλάκις ἐπιθυμῶ νὰ ἀποθάνω, ἐὰν αὐτὰ εἶνε ἀληθινά. Ἀφοῦ καὶ εἰς ἐμὲ τὸν ἴδιον κατ’ ἐξοχὴν τερπνὴ ἤθελεν εἶνε ἡ συναναστροφὴ ἐκεῖ, διότι θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ συνομιλῶ μὲ τὸν Παλαμήδην καὶ τὸν Αἴαντα τὸν Τελαμώνιον καὶ ὅλους τοὺς λοιποὺς ἥρωας τῆς ἀρχαιότητος, ὅσοι κατεδικάσθησαν ἀδίκως εἰς θάνατον καὶ θὰ εὕρισκον ὄχι ὀλίγην εὐχαρίστησιν, καθὼς ἐγὼ στοχάζομαι, νὰ ἀντιπαραβάλω τὰ ἰδικά μου - παθήματα μὲ τὰ ἰδικά των; καὶ τέλος τὸ προσφιλέστατον ἀπὸ ὅλα δι’ ἐμέ, θὰ διηρχόμην τὰς ἡμέρας μου ἐξετάζων καὶ ἐρευνῶν ἀκαταπαύστως ἐκείνους, ὁποῦ εὑρίσκονται ἐκεῖ, καθὼς ἔπραττον καὶ ἐνταῦθα, ποῖος τῳόντι ἀπὸ αὐτούς εἶνε σοφὸς ἀληθῶς καὶ ποῖος πιστεύει μὲν ὅτι εἶνε σοφὸς, πράγματι δὲ δὲν εἶνε.

Πόσον δὲ ἤθελε κανεὶς στέρξει νὰ πληρώσῃ, ὦ ἄνδρες δικασταὶ, διὰ νὰ ὑποβάλῃ εἰς ἐξέτασιν ἐκεῖνον, ὁποῦ ὡδήγησεν ἐναντίον τῆς Τροίας τὸν πολυάριθμον στρατόν, ἢ τὸν Ὀδυσσέα, ἢ τὸν Σίσυφον. ἢ τόσους ἄλλους ἀναριθμήτους, ὅσους ἠμποροῦσε νὰ ὀνομάσῃ κανεὶς τόρα καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας; Μὲ τούτους δὲ νὰ συνομιλῶ καὶ νὰ συναναστρέφωμαι καὶ νὰ ἐξετάζω αὐτούς, ἤθελεν εἶναι δι’ ἐμὲ μία ἀπείρως μεγάλη εὐδαιμονία. Ἐξάπαντος δὲ οἱ ἐκεῖ δικασταί, ὡς φρονῶ, δὲν καταδικάζουν βεβαίως δι’ αὑτὸν τὸν λόγον κανένα εἰς θάνατον. Διότι ἐκτὸς ὅτι καὶ καθ’ ὅλα τὰ λοιπὰ οἱ ἐκεῖ εἶνε πλέον εὐδαιμονέστεροι ἀπὸ τοὺς ἐδῶ, εἶνε προσέτι καὶ ἀθάνατοι, ἐὰν εἶνε βεβαίως ἀληθινὰ τὰ λεγόμενα.

XXXIII. Ἀλλὰ καὶ σεῖς πρέπει, ὦ ἄνδρες δικασταί, νὰ ἔχετε καλὰς ἐλπίδας διὰ τὸν θάνατον, καθὼς ἐγὼ εἶμαι εὔελπις, καὶ νὰ νομίζετε ὅτι κατ’ ἐξοχὴν ἀληθὲς εἶνε αὐτὸ μόνον, ὅτι διὰ τὸν ἐνάρετον ἄνθρωπον δὲν ὑπάρχει κανὲν κακὸν, οὔτε ἐνόσῳ ζῇ, οὔτε ἀφοῦ ἀποθάνῃ, οὐδὲ παραμελοῦνται ἀπὸ τοὺς θεοὺς ὅσα ἀφορῶσιν εἰς αὑτὸν. Καὶ τὰ ἰδικά μου δὲ συμβάντα τόρα δὲν ἔγιναν κατὰ τύχην, ἀλλ’ εἰς ἐμὲ εἶνε φανερὸν τοῦτο, ὅτι τὸ νὰ ἀποθάνω πλέον, ὥστε ν’ ἀπαλλαχθῶ ἀπὸ τὰς μερίμνας καὶ φροντίδας, θὰ ἦτο καλύτερον δι’ ἐμὲ ἀπὸ τὸ νὰ ζῶ. Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς σήμερον πουθενὰ δὲν μὲ ἀπέτρεψεν ἡ θεία φωνὴ, ἐνῷ ἔκαμνα τὴν ἀπολογίαν μου. Καὶ ἐναντίον λοιπὸν ἐκείνων, ὁποῦ μὲ κατεδίκασαν καὶ ἐναντίον τῶν κατηγόρων μου πολὺ-πολὺ δὲν ἀγανακτῶ. Καὶ ὅμως δὲν μὲ κατεδίκαζαν καὶ δὲν μὲ κατηγόρουν μὲ αὐτὴν τὴν πρόθεσιν, ὥστε νὰ μοῦ προξενήσουν καλόν, ἀλλὰ μὲ τὸν στοχασμὸν ὅτι μὲ βλάπτουν. Δι’ αὐτὴν δὲ τὴν κακὴν των πρόθεσιν μόνον εἶνε ἄξιον νὰ τοὺς μεμφθῆ κανεὶς. Ὅμως ἂν καὶ δὲν ἔχουν καλὴν δι’ ἐμὲ διάθεσιν, μίαν μόνον μικρὰν χάριν ζητῶ ἀπὸ αὐτούς.

Σᾶς παρακαλῶ, ὦ ἄνδρες, τοὺς υἱούς μου, ὅταν φθάσουν εἰς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, νὰ τιμωρήσητε προξενοῦντες εἰς αὐτοὺς αὐτὴν τὴν ἰδίαν λύπην, μὲ τὴν ὁποίαν σὰ; ἐλύπουν ἐγώ, προτρέποντες αὐτοὺς εἰς τὴν ἀρετὴν, δοκιμάζοντες τὴν σοφίαν των καὶ ἐξελέγχοντες τὰς μωρίας των, ἐὰν σᾶς φαίνονται ὅτι προτιμοῦν τὰ πλούτη, ἢ ἄλλο κανὲν ὅμοιον ἀπὸ τὴν ἀρετὴν, καὶ ἐὰν πιστεύουν ὅτι εἶνε σπουδαῖοι ἐνῷ εἶνε ὅλως διόλου μηδαμινοί, νὰ ὀνειδίζετε αὐτούς, καθὼς ἐγὼ ὠνείδιζον ὑμᾶς, διότι δὲν φροντίζουν δι’ ἐκεῖνα τὰ πράγματα, διὰ τὰ ὁποῖα πρέπει, καὶ στοχάζονται ὅτι εἶνε κἄτι τι μέγα, ἐνῶ εἶνε ὅλως διόλου ἀνάξιοι. Καὶ ἐὰν κάμνετε αὐτά, τότε ἐγὼ θὰ εἶμαι εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην σας καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος καὶ τὰ τέκνα μου.

Ἀλλ’ ὡς τόσον εἶνε καιρὸς πλέον ν’ ἀποσυρθῶμεν ἀπ’ ἐδῶ, ἐγὼ μὲν διὰ νὰ ἀποθάνω, σεῖς δὲ διὰ νὰ ζήσετε. Ποῖοι ὅμως ἀπὸ ἡμᾶς μεταβαίνουν εἰς καλύτερον μέρος, εἶνε ἄδηλον εἰς ὅλους, ἐκτὸς μόνον τοῦ θεοῦ.

ΤΕΛΟΣ

  1. Ἀθηναίους ὀνομάζει ὁ Σωκράτης τοὺς δικαστάς του. Ἡ συνήθης δὲ προσφώνησις εἰς τοὺς δικανικοὺς λόγους ἦτο «ἄνδρες δικασταί».
  2. Ὅτε ἐδικάζετο ὁ Σωκράτης, ἦτο ἑβδομηκοντούτης, ὡς λέγεται κατωτέρω.
  3. Ἐνταῦθα ἐσύχναζον οἱ εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι καὶ εὔποροι ἐν γένει Ἀθηναῖοι. Λέγει δὲ ὁ Δίων Χρυσόστομος ὅτι ὁ Σωκράτης ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον διέτριβεν εἰς τὴν ἀγοράν, εἰσήρχετο εἰς τὰς παλαίστρας καὶ ἐκάθητο πλησίον τῶν τραπεζιτῶν. Λέγει δὲ καὶ ὁ Ξενοφῶν εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματά του ὅτι εἰς τοιαῦτα μέρη ἐσύχναζεν ὁ Σωκράτης, ὅπου ἦτο βέβαιος ὅτι ἤθελε συναντήσει παρὰ πολλούς, ἵνα μετ’ αὐτῶν διαλεχθῇ κατὰ τὴν συνήθειαν του.
  4. Οἱ δικασταὶ ὄντες ἄνθρωποι οὐχὶ ἐκ ταπεινοῦ καὶ εὐτελοῦς γένους ἀνεστρέφοντο μετὰ τῶν ἀριστοκρατικῶν καὶ πλουσίων.
  5. Εἰς τὰς πολυπληθεῖς συναθροίσεις ὡς καὶ τὴν ἐκκλησίαν τοῦ δήμου καὶ τὰ δικαστήρια ἐγίνοντο διάφοροι θόρυβοι καὶ κρότοι καὶ κραυγαί, εἴτε πρὸς ἀποδοκιμασίαν εἴτε πρὸς ἐπιδοκιμασίαν τῶν λεγομένων.
  6. Οἱ τελευταῖοι κατήγοροι τοῦ Σωκράτους ἦσαν ὁ Ἄνυτος, ὁ Μέλητος καὶ ὁ Λύκων. Καὶ κατήγορος μὲν κυρίως ἦτο ὁ Μέλητος, οἱ δὲ λοιποὶ δύο ἦσαν συνήγοροι αὐτοῦ.
    Ὁ Ἄνυτος, υἱὸς τοῦ πλουσίου ἐργοστασιάρχου Ἀνθεμίωνος, ὁ ἐπιφανέστατος τῶν κατηγόρων, ἦτο ῥήτωρ, ἐξελέγη δὲ καὶ στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων, ὅτε ἐν Πύλῳ ἐμάχοντο. Εἶτα φυγὼν ἐπὶ τῶν Τριάκοντα, καὶ μετὰ τοῦ Θρασυβούλου, τοῦ ὁποίου ἦτο φίλος, ἐπανελθών, εἶχε μεγάλην ἰσχὺν ἐν Ἀθήναις. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Σωκράτους ἠναγκάσθη νὰ φύγῃ ἐξόριστος εἰς Ἡράκλειαν τοῦ Πόντου, ὅπου, ὡς λέγεται, ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν Ἡρακλεωτῶν λιθοβοληθείς. Ἐν τῷ Πρωταγόρᾳ ὁ Πλάτων εἰσάγει τὸν στρατηγὸν τοῦτον ὁμιλοῦντα μὲ ἐμπάθειαν κατὰ τῶν σοφιστῶν.
    Ὁ Λύκων ἦτο δημόσιος ῥήτωρ, ὅστις καὶ διηύθυνε τὴν κατὰ τοῦ Σωκράτους κατηγορίαν. Ἦτο ὁ ἀσημότατος τῶν ἄλλων.
    Ὁ Μέλητος, υἱὸς τοῦ Μελήτου, τὸν δῆμον Πιτθεύς, ἐν τῷ Εὐθύφρονι τοῦ Πλάτωνος παρίσταται ὡς νέος ἀφανὴς καὶ ἄγνωστος. Ἄγνωστον εἶνε ἂν ὁ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους σατυριζόμενος ποιητὴς (Βατραχ. 1302) εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, ἢ ὁ υἱὸς του, ἢ ἄλλος τις νεανίας.
  7. Ὁ χρόνος δι’ ἕκαστον ὁμιλοῦντα ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου προσδιωρίζετο διὰ τῆς κλεψύδρας, μὲ τὴν ὁποίαν διὰ καταρρέοντος ἠρέμα ὡρισμένου ποσοῦ ὕδατος ἐμέτρουν τὸν χρόνον.
  8. Ὁ κατήγορος, εἰς βεβαίωσιν ὅτι δὲν συκοφαντεῖ ὑποβάλλων εἰς τὸ δικαστήριον τὴν κατηγορίαν, ἔδιδεν ὅρκον, ἐπικυρῶν τὸ κατηγορητήριόν του. Τοῦτο ἐκαλεῖτο ἀντωμοσία.
  9. Ὁ Σωκράτης διετύπωσεν ἐνταῦθα ἐν εἴδει κατηγορητηρίου ἐπισήμου, ὅλας τὰς συκοφαντίας καὶ τοῦ Ἀριστοφάνους καὶ ὅλων τῶν πρώτων ἐχθρῶν του, τὰς ὁποίας ἀντικρούει εἰς τὸ μέρος τοῦτο τῆς ἀπολογίας του.
  10. Ἐννοεῖ τὰς Νεφέλας τοῦ Ἀριστοφάνους, ἥτις ἐγράφη ἐπίτηδες πρὸς διακωμῴδησιν τοῦ Σωκράτους. Ἡ κωμῳδία αὕτη παρεστάθη τὸ ἔτος 423 π. X.
  11. Ὁ Γοργίας ἦτο εἷς ἐκ τῶν κορυφαίων σοφιστῶν, σύγχρονος τοῦ Σωκράτους. Πεμφθεὶς ὑπὸ τῶν Λεοντίνων τῆς Σικελίας, τῆς πατρίδος του, εἰς Ἀθήνας ὡς πρέσβυς, ἵνα ζητήσῃ βοήθειαν, τόσον ἐγοήτευσεν αὐτοὺς διὰ τῶν ἐπιδεικτικῶν λόγων του, μεστῶν ποιητικῆς χάριτος, ὥστε παρακληθεὶς ἔμεινεν εἰς Ἀθήνας, ὅπου ἐδίδασκε τὴν ῥητορικήν. Ὁ σκεπτικισμός του, ὃν ἐπρέσβευε, προσείλκυσε πολλοὺς προσηλύτους. Συνέθεσε βιβλίον ἐπιγραφόμενον «Περὶ τοῦ μὴ εἶναι» ἢ «περὶ φύσεως», ἐν τῷ ὁποίῳ προσεπάθησε νὰ ἀποδείξῃ 1, ὅτι οὐδὲν ὑπάρχει· 2, καὶ ἂν ὑπάρχῃ τι, δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ τὸ γνωρίσῃ τις· 3, καὶ ἂν ὑπάρχῃ τι καὶ ἂν δυνατὸν νὰ τὸ γνωρίσῃ τις, δὲν δύναται ὅμως νὰ τὸ κάμῃ γνωστὸν εἰς τοὺς ἄλλους.
    Ὁ Πρόδικος, ἄλλος αὐτὸς σοφιστής, εἶνε γνωστὸς, διότι ἐπληρόνετο πολὺ ἀκριβὰ διὰ τὰ μαθήματα του.
    Ὁ Ἱππίας, σοφιστὴς καὶ αὐτός, περὶ τοῦ ὁποίου ἀνάγνωθι τοὺς δύο ὁμωνύμους διαλόγους τοῦ Πλάτωνος «Πρῶτον καὶ δεύτερον Ἱππίαν».
  12. Ἐννοεῖ τὸν Εὔηνον, ὅτις κατήγετο ἐκ τῆς νήσου Πάρου.
  13. Οὗτος ἦτο βαθύπλουτος τόσον, ὥστε κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Πλουτάρχου ὠνομάζετο ἁπλῶς ὁ πλούσιος. Εἰς τὸν οἶκον του δὲ συνηθροίζοντο ὅλοι οἱ σοφοὶ τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἐσυγγένευε μὲ τὸν Περικλἐα καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην. Ἀλλὰ καταδαπανήσας ἀσώτως τὰ πλούτη αὑτοῦ ἀπέθανε πένης.
  14. Ἤτοι 500 δρ. (κατὰ δὲ τὴν σημερινὴν τοῦ χρυσοῦ ἀξίαν 3500 δρ. περίπου) Ἑκάστη μνᾶ εἶχεν ἀξίαν 100 δρ. ἀττικῶν. Τὸ ποσὸν τοῦτο ἦτο ὀλίγον σχετικῶς μὲ τοὺς μισθούς, τοὺς ὁποίους ἐλάμβανεν ὁ Γοργίας ἢ ὁ Πρωταγόρας. Οὗτοι ἐλάμβανον ἀπὸ κάθε μαθητήν των μισθὸν 100 μνᾶς ἤτοι 10, 000 δρ. (κατὰ δὲ τὴν σημερινὴν τοῦ χρυσοῦ ἀξίαν 70, 000 δρ.)
  15. Ὁ Χαιρεφῶν ἦτο ἀπὸ τοὺς πλέον ἐνθουσιώδεις μαθητὰς τοῦ Σωκράτους, μιμούμενος τὸν διδάσκαλον του καὶ εἰς τὴν ἐνδυμασίαν ἀκόμη.
  16. Αὐτολεξεὶ ὁ χρησμὸς εἶχεν ὡς ἑξῆς· «σοφὸς Σοφοκλῆς, σοφώτερος δ’ Εὐριπίδης, ἀνδρῶν δ’ ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτης».
  17. Τὸν ὅρκον τοῦτον ἔκαμνεν ὁ Ραδάμανθυς μὴ ἐπιτρέπων νὰ ὁρκίζωνται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν θεὸν· τὸ αὐτὸ ἔκαμνε καὶ ὁ Σωκράτης, διὰ νὰ μὴ ὁρκίζεται εἰς τοὺς θεοὺς.
  18. Τραγῳδοποιοὶ καὶ τραγικοὶ ποιηταί, οἱ γράφοντες τραγῳδίας, τὰ σήμερον καλούμενα γενικῶς δράματα.
  19. Διθυραμβοποιοὶ ἐκαλοῦντο οἱ ποιοῦντες τοὺς διθυράμβους, ὕμνους μεγαλοπρεπεῖς εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου, ἐκ τῆς ἀναπτύξεως τῶν ὁποίων ἐγεννήθη ἡ τραγῳδία ὅτε ἐπενοήθη ὁ πρῶτος ὑποκριτής.
  20. Ἐννοεῖ τοὺς ἐπικούς, λυρικοὺς καὶ ἰαμβικοὺς ποιητάς.
  21. Οἱ ποιηταὶ ἐθεωροῦντο ὡς ἐμπνεόμενοι ὑπὸ τοῦ Θείου καὶ ὡς διερμηνεῖς τῶν Μουσῶν.
  22. Θεόμαντις λέγεται ὁ προφητεύων τὰ μέλλοντα ἐκ θείας ἐμπνεύσεως.
  23. Ἐννοεῖ τοὺς μετερχομένους τὰς βαναύσους λεγομένας τέχνας, οἱ ὁποῖοι καὶ δημιουργοὶ ὠνομάζοντο, μετερχόμενοι διάφορα ἐπαγγέλματα πρὸς κοινὴν χρῆσιν, οἷον οἱ τέκτονες, οἱ χαλκεῖς, οἱ σκυτοτόμοι καὶ λοιποὶ.
  24. Ὁ Μέλητος εἶχε γράφει τραγῳδίαν καὶ ἄλλα ποιήματα.
  25. Ὁ πατὴρ τοῦ Ἀνύτου εἶχε μέγα βυρσοδεψεῖον, ὁ ἴδιος δὲ ἦτο ῥήτωρ.
  26. Ὁ Λύκων ἦτο ἴων τὸ γένος, τὸν δῆμον Θορίκιος, πένης δέ, διακωμῳδούμενος ὑπὸ πολλῶν ποιητῶν.
  27. Τὸ κείμενον τῆς ἐναντίον τοῦ Σωκράτους κατηγορίας διεσώθη παρὰ Διογένει Λαερτίῳ, ἔχει δὲ οὕτω:
    «Τάδε ἐγράψατο καὶ ἀντωμόσατο Μέλητος ὁ Μελήτου, Πιτθεύς, Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν· ἀδικεῖ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα καινὰ δὲ δαιμόνια εἰσηγούμενος· ἀδικεῖ δὲ καὶ τοὺς νέους διαφθείρων . Τίμημα θάνατος».
  28. Οἱ δικασταὶ οἱ δικάσαντες τὸν Σωκράτην ἦσαν οἱ Ἡλιασταί, οἱ ἀποτελοῦντες τὴν Ἠλιαίαν (ἡ λέξις σημαίνει συνάθροισιν) τὸ πολυμελέστατον δικαστήριον τῶν Ἀθηναίων, τὸ ὁποῖον συνεκροτεῖτο ἐκλεγομένων κατ’ ἔτος 6000 πολιτῶν ἐκ τῶν ὑπερβάντων τὸ 30 ἔτος τῆς ἡλικίας. Οὗτοι πάντες διῃροῦντο εἰς τμήματα δέκα ἐκ 500 δικαστῶν ἕκαστον, τῶν χιλίων παραμενόντων ὡς ἀναπληρωτῶν, καὶ ἐδίκαζον ὅλα τὰ ἐγκλήματα ἐκτὸς τῶν φόνων, ἡ ἐκδίκασις τῶν ὁποίων ἦτο ἀνατεθειμένη εἰς τὸν Ἄρειον Πάγον.
  29. Δύο Βουλαὶ ὑπῆρχον ἐν Ἀθήνας, ἡ Βουλὴ τῶν Πεντακοσίων, ἡ ἀσχολουμένη ἰδίως περὶ τὰ πολιτικὰ, καὶ ἡ Βουλὴ τοῦ Ἀρείου Πάγου, κυρίως μέγα δικαστικὸν σῶμα μὲ τὴν ἀνωτέραν ἐποπτείαν ἐπὶ τῆς ἠθικῆς τοῦ Κράτους.
  30. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ δήμου ἤσκει ὁ λαὸς ἐν τῇ Ἀθηναϊκῇ δημοκρατίᾳ τὴν κυριαρχικήν του δύναμιν συνερχόμενος καὶ διασκεπτόμενος περὶ τῶν ὑπερτάτων συμφερόντων τῆς πολιτείας, πολέμου, εἰρήνης, συμμαχιῶν, φορολογίας κλπ. Εἰς τὰς σπουδαίας ἀποφάσεις ἡ πλειοψηφία ἔπρεπε νὰ ἀπαρτίζεται. ἀπὸ 6000 ψήφους. Ἡ Ἐκκλησία συνήρχετο κατὰ πρῶτον μὲν εἰς τὴν ἀγοράν, ὕστερον δὲ εἰς τὴν Πνύκα, ἀντικρὺ τοῦ Ἀρείου Πάγου.
  31. Ἀναξαγόρας ὁ Κλαζομένιος μαθητὴς τοῦ Ἀναξιμένους, διδάσκαλος τοῦ Περικλέους, τοῦ Εὐριπίδου καὶ ἄλλων μεγάλων ἀνδρῶν. Ἔλεγεν ὅτι ὁ ἥλιος εἶνε μύδρος διάπυρος μεγαλύτερος ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον, ἡ δὲ σελήνη ὅτι ἔχει κατοικίας καὶ λόφους καὶ φάραγγας.
  32. Ὁ Εὐριπίδης μαθητὴς τοῦ Ἀναξαγόρου παρενέβαλεν εἰς τὰς τραγῳδίας του τοιαύτας θεωρίας τοῦ διδασκάλου του ἰδίως περὶ τῆς φύσεως τῆς γῆς καὶ τοῦ ἡλίου, περὶ τῶν ὁποίων ἤκουον καὶ ἐμάνθανον οἱ θεαταί. Αὐτὸ ἐννοεῖ ἐνταῦθα ὁ Σωκράτης.
    Ὀρχήστρα εἶνε τὸ μέρος τοῦ θεάτρου ἔνθα ἵστατο ὁ χορὸς τῶν ἀρχαίων δραμάτων.
  33. Ἐνταῦθα, ὡς φαίνεται, ὁ Μέλητος δὲν ἀπαντᾷ, ἀλλὰ κάμνει διαφόρους θορύβους καταστενοχωρούμενος.
  34. Ὁ Μέλητος ἐξακολουθεῖ τηρῶν σιγήν.
  35. Ὁμήρου Ἰλ. Σ. 96—98.
  36. Ὁμήρου Ἰλ. Σ. 104.
  37. Ὁ Σωκράτης διεκρίθη εἰς τὰς μάχας αὐτὰς διὰ τὴν ἀνδρείαν του. Εἰς μὲν τὴν Ποτείδαιαν ἔσωσε τὸν Ἀλκιβιάδην, εἰς δὲ τὸ Δήλιον ἔσωσε τὸν Ξενοφῶντα. Ὡς γνωστὸν κατὰ τὴν τελευταίαν αὐτὴν μάχην οἱ Ἀθηναῖοι ἐνικήθησαν ὑπὸ τῶν Βοιωτῶν, ἐφονεύθη δὲ καὶ ὁ στρατηγὸς αὐτῶν Ἰφικράτης. Οἱ δὲ στρατιῶται τοῦ Σωκράτους ἐτράπησαν εἰς φυγὴν.
  38. Κατ’ ἔτος ἐξελέγοντο ἐν Ἀθήναις 500 βουλευταὶ ἐκ τῶν πολιτῶν τῶν ἐχόντων ἡλικίαν 30 ἐτῶν, ἀνὰ 50 ἐξ ἑκάστης φυλῆς, οἵτινες ἀπετέλουν τὴν οὕτω λεγομένην Βουλὴν τῶν πεντακοσίων, συνερχομένην τακτικῶς εἰς τὸ Βουλευτήριον, κείμενον ἐν τῷ ἔσω Κεραμεικῷ. Ἵνα δὲ μὴ εἶνε ἠναγκασμένη ὅλη ἡ Βουλὴ καθ’ ἑκάστην νὰ συνεδριάζῃ νὰ μὴ στερῆται δὲ πάλιν ἡ πόλις τὴν ἀνωτάτην ἀρχήν, διῃρεῖτο ἡ Βουλὴ εἰς (10 τμήματα ἐκ 50 βουλευτῶν, τῶν βουλευτῶν ἑκάστης φυλῆς, τὰ ὁποῖα τμήματα κατὰ σειρὰν συνήρχοντο καθ’ ἑκάστην καὶ συνεσκέπτοντο περὶ τῶν πραγμάτων τῆς πόλεως ἐπὶ ἕνα ἀρχαῖον μῆνα ἕκαστον. Ἡ φυλὴ αὕτη ἐλέγετο πρυτανεύουσα, ὁ χρόνος τῶν συνεδριάσεών της πρυτανεία καὶ οἱ βουλευταὶ πρυτάνεις. Ἐκ τῶν πρυτάνεων εἷς ἑκάστην ἡμέραν ἐκλεγόμενος ἐκαλεῖτο ἐπιστάτης, ὅστις ἐφύλαττε τὰς κλεῖς τῆς Ἀκροπόλεως, τοῦ ταμείου καὶ τὴν σφραγῖδα τοῦ Κράτους.
  39. Ἡ ναυμαχία αὕτη ἔγινε παρὰ τὰς Ἀργινούσας, τρεῖς νησῖδας παρὰ τὴν Λέσβον, μεταξὺ Λακεδαιμονίων ὑπὸ τὸν ναύαρχον Καλλικρατίδαν, τῶν Ἀθηναίων ὁδηγουμένων ὑπὸ τῶν δέκα στρατηγῶν, οἵτινες καὶ ἐνίκησαν. Ἡ ναυμαχία αὕτη περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Ξενοφῶντος (Ἑλλην. βιβλ. Α. ).
  40. Ὁ Νόμος διέτασσε δι’ ἕκαστον κατηγορούμενον νὰ γίνεται ἰδιαιτέρα χωριστὰ δίκη.
  41. Οἱ Ἀθηναῖοι μεταμεληθέντες κατόπιν διὰ τὴν παράνομον καταδίκην τῶν στρατηγῶν, κατεδίκασαν εἰς θάνατον ὡς συκοφάντας τοὺς παραπλανήσαντας τὸν λαὸν.
  42. Ὁ Σωκράτης τυχὼν τότε νὰ εἶνε πρόεδρος τῆς πρυτανευούσης φυλῆς καὶ ἐπιστάτης διευθύνων κατὰ τὸν νόμον τὰς ἐργασίας τῆς Ἐκκλησίας, ἠρνήθη νὰ θέση τὸ ζήτημα τοῦτο εἰς ψηφοφορίαν.
  43. Οἱ Τριάκοντα τύραννοι ἐγκατεστάθησαν περὶ τὸ ἔτος 404 π. X. ὅτε ὁ Σωκράτης εἶχεν ἡλικίαν 64—65 ἐτῶν.
  44. Ἡ Θόλος ὠνομάζετο καὶ Πρυτανεῖον (διάφορον τοῦ παλαιοῦ παρὰ τὴν Ἀκρόπολιν Πρυτανείου)· ἦτο αἴθουσα θολωτὴ πλησίον τοῦ Βουλευτηρίου, ἔνθα οἱ Πρυτάνεις ἐθυσίαζον, συνεδρίαζον, ἔτρωγον καὶ διέμενον. Ἐκεῖ διέμενον καὶ οἱ Τριάκοντα.
  45. Ὁ Λέων οὗτος Σαλαμίνιος μὲν κατὰ τὴν πατρίδα, ἀλλὰ πολίτης Ἀθηναῖος , ἔφυγεν εἰς Σαλαμῖνα, ὑποβληθεὶς εἰς ἑκουσίαν ἐξορίαν, ἵνα μὴ φονευθῇ ὑπὸ τῶν Τριάκοντα, οἱ ὁποῖοι ὠρέγοντο νὰ δημεύσουν τὴν πλουσίαν περιουσίαν του.
  46. Διὰ τοιούτων διαταγῶν οἱ τριάκοντα συνέλαβον εἰς Σαλαμῖνα καὶ Ἐλευσῖνα 300 πολίτας φυγάδας, τοὺς ὁποίους ὁμοῦ κλείσαντες εἰς τὸ δεσμωτήριον, εἶτα διὰ μιᾶς ἀποφάσεως ὅλους τοὺς κατεδίκασαν εἰς θάνατον.
  47. Ὑπονοεῖ ἰδίως τὸν Κριτίαν, ἕνα ἐκ τῶν Τριάκοντα, καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην, τῶν ὁποίων τὰ ἐλαττώματα ἀπεδίδοντο εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Σωκράτους ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν αὑτοῦ.
  48. Ἐκ τῆς Ἀλωπεκῆς τῆς Ἀντιοχίδος φυλῆς, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἐπιγράφεται ὁ γνωστὸς διάλογος τοῦ Πλάτωνος.
  49. Πατὴρ τοῦ Σωκρατικοῦ Αἰσχίνου, ἐκ Σφηττοῦ, δήμου τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς.
  50. Κηφισιὰ δῆμος τῆς Ἐρεχθηΐδος φυλῆς.
  51. Ὁ ἐπιφανέστατος τῶν μαθητῶν τοῦ Σωκράτους, ὁ μέγας φιλόσοφος καὶ συγγραφεὺς τῆς Ἀπολογίας.
  52. Ὁ Ἀπολλόδωρος οὗτος ἠγάπα ἐξαιρετικῶς τὸν Σωκράτην· ὅτε οὗτος καταδικασθεὶς ὡδηγεῖτο εἰς τὸ δεσμωτήριον, ὁ Ἀπολλόδωρος ἀνέκραξεν: Ἀλλ’ ἐγὼ δὲν τὸ ὑποφέρω αὐτό, διότι βλέπω ὅτι ἀδίκως κατεδικάσθης· ὁ δὲ Σωκράτης θωπεύσας, ὡς λέγουν, ἐλαφρῶς τὴν κεφαλὴν τοῦ εἶπε μειδιῶν:—Ἀλλά, φίλε μου, τί λοιπόν, ἐπροτίμας νὰ μὲ ἴδῃς νὰ καταδικασθῶ δικαίως;
  53. Ὀδυσ. Τ. 163.
  54. Υἱοὶ τοῦ Σωκράτους ἦσαν ὁ Λαμπροκλῆς, ὁ Σωφρονίσκος καὶ ὁ Μενέξενος.
  55. Διογένης ὁ Λαέρτιος ἀναφέρει ὅτι ὁ Σωκράτης κατεδικάσθη διὰ ψήφων 281. Ὥστε καὶ ἂν ἀπ’ αὐτῶν ἀφαιρεθοῦν αἱ 80 ψῆφοι ἀπομένουν 251 καταδικαστικαί. Ἀλλὰ καὶ οὕτως ὁ ὑπόδικος δὲν ἀπελύετο διότι δὲν ὑπῆρχεν ἰσοψηφία, τοῦ δικαστηρίου ὡς γνωστὸν ἀποτελουμένου ἐκ 500.
  56. Ὁ κατήγορος ἔπρεπε νὰ λάβῃ ὑπὲρ τῆς κατηγορίας του τὸ ἥμισυ τῶν ψήφων τῶν δικαστῶν καὶ περιπλέον ἓν πέμπτον ἀκόμη, ἄλλως κατεδικάζετο εἰς πρόστιμον χιλίων δραχμῶν. Τὸ κόμμα τοῦ Μελήτου δὲν κατώρθωσε μόνον του νὰ ἀπαρτίσῃ τὸν νόμιμον ἀριθμὸν τῶν ψήφων ἐναντίον τοῦ Σωκράτους καὶ ἐδέησε νὰ προστεθῶσι καὶ αἱ ψῆφοι τῶν κομμάτων τοῦ Ἀνύτου καὶ Λύκωνος.
  57. Εἰς τοὺς τιμητοὺς λεγομένους ἀγῶνας, ὁποία ἦτο ἡ παροῦσα δίκη, ὁ νόμος δὲν ὡριζε τὴν τιμωρίαν· ἀλλ' ὁ μὲν κατήγορος ἐν τῇ κατηγορίᾳ προσδιώριζε καὶ τὴν ποινήν, ὁ δὲ κατηγορούμενος εἶχε τὸ δικαίωμα ἐκ τοῦ νόμου νὰ ὁρίσῃ τὴν ποινήν, τῆς ὁποίας ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ἄξιον. Εἰς τὴν παροῦσαν δίκην τὸ μὲν δικαστήριον ἐκήρυξε τὸν Σωκράτην ἔνοχον, ὁ δὲ Μέλητος ὥρισεν ὡς ποινὴν τὸν θάνατον, ὁ δὲ Σωκράτης εἶχε τὴν ἄδειαν ἐκ τοῦ νόμου νὰ ὁρίσῃ ποίαν ἐκ τῶν τριῶν ποινῶν τούτων προτιμᾷ· δεσμὰ διὰ βίου, πληρωμὴν προστίμου ἢ ἐξορίαν. Ὁ νόμος οὗτος ἐθεσπίσθη χάριν τῶν δικαστῶν, διὰ νὰ μὴ ὑπάρχῃ καμμία ἀμφιβολία περὶ τῆς ἐνοχῆς τοῦ καταδικασθέντος, διότι ὁ ἴδιος διεκήρυττεν οὕτω ὅτι εἶνε ἔνοχος, ἀφοῦ ὡριζε καὶ τὴν ποινήν του. Ὁ Σωκράτης ἐφρόντισε νὰ μὴ ἐμπέσῃ εἰς τὴν παγίδα αὐτὴν τοῦ νόμου. Οὕτως ὁ Ξενοφῶν λέγει ὅτι δὲν κατεδίκασε διόλου τὸν ἑαυτόν του, οὐδὲ εἰς τοὺς φίλους του ἐπέτρεψε νὰ κάμουν τοῦτο, λέγων ὅτι τοῦτο θὰ ἐθεωρεῖτο ὡς ὁμολογία περὶ τῆς ἐνοχῆς του. Ὅμως πειθόμενος εἰς τὸν νόμον εἶπεν ὅτι ἀντὶ ποινῆς θεωρεῖ τὸν ἑαυτόν του ἄξιον ἀνταμοιβῆς.
  58. Οἱ Ὀλυμπιονῖκαι καὶ ὅσοι εἶχον προσφέρει μεγάλας ὑπηρεσίας εἰς τὴν πόλιν, ἐτρέφοντο δημοσίῳ δαπάνη εἰς τὸ Πρυτανεῖον μετὰ τῶν Πρυτάνεων· τοῦτο ἐλογίζετο παρὰ τοῖς Ἕλλησι μεγάλη τιμὴ. Τὸ Πρυτανεῖον τοῦτο, διάφορον τοῦ ἀρχαίου παρὰ τὴν Ἀκρόπολιν, ἔνθα ἐφυλάσσοντο καὶ οἱ νόμοι τοῦ Σόλωνος, ἐκαλεῖτο καὶ θόλος καὶ σκιάς, ἔνθα συνεδρίαζον οἱ Πρυτάνεις κα δημοσίῳ ἐτρέφοντο.
  59. Ὅλαι αἱ δίκαι εἰς τὰς Ἀθήνας ἔπρεπε νὰ τελειώσουν ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας.
  60. Οἱ Ἕνδεκα ἦτο ἀρχή, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπῆρχεν ἀνατεθειμένη ἡ ἐπίβλεψις τῶν φυλακῶν τῆς πόλεως.
  61. Οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευον ὅτι προσεγγίζοντος τοῦ θανάτου, ἡ ψυχὴ ἐλάμβανε θείαν τινὰ δύναμιν καὶ ὅτι οἱ ἀποθνῄσκοντες ἐχρησμολόγουν καὶ προέλεγον τὰ μέλλοντα.