Αμλέτος
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς
Πράξις Τετάρτη


   Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
   Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   και ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Εις τους βαθείς σου στεναγμούς υπάρχει λόγος·
   το βογγητό σου αυτό να μου εξηγήσης πρέπει·
   πού είν' ο υιός σου;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Ολίγο αφήσετέ μας μόνους. —

   [Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

   Αχ! Κύριέ μου, τ' είδ' απόψε!

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Τι, Γελτρούδη;
   πώς είν' ο Αμλέτος;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Αχ! τρελλός, καθώς μανίζουν
   θάλασσα και άνεμος, οπότε αντιπαλαίουν
   καθένας τους να δείξη την υπεροχήν του.
   Εις τον παροξυσμόν του, 'πού δεν έχει νόμον,
   καθώς άκουσε κάτι οπίσω απ' την αυλαίαν
   να σαλεύη, το ξίφος σύρει και φωνάζει·
   «ένα ποντίκι, ένα ποντίκι», και ως τον σπρώχνει
   ο μανιακός του φόβος, δίχως να τον βλέπη
   τον καλόν γέροντα φονεύει.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Βαρυτάτη
   πράξις! αυτό 'θελε γενή 'ς το πρόσωπο μας (1),
   εάν ήμασθε αυτού. Πολλούς κινδύνους φέρνει
   η ελευθερία του, 'ς εσέ, 'ς εμάς, εις όλους.
   Ωιμέ! του φόνου τούτου ποιος θα δώση λόγον;
   'Σ εμάς θ' αποδοθή, διότ' η πρόνοιά μας
   έπρεπε να 'χη ευθύς περιορίση τούτον
   τον τρελλόν νέον και απ' ανθρώπων κοινωνίαν
   μακράν καθόλου να τον κλείση· αλλ' ήταν τόση
   η αγάπη μας οπού το πρέπον αμελήθη.
   Ωμοιάσαμεν ανθρώπου, 'πώχει αισχρήν αρρώστιαν,
   και, όπως μη γνωρισθή, να τρώγη την αφίνει
   ως εις την ρίζαν της ζωής. Πού πήγε τώρα;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τον φονευμένον του να σύρη κατά μέρος·
   κ' επάνω εις τον νεκρόν, αυτή του (2) η τρέλλ' ακόμη,
   ως άδολο χρυσάφι μέσα εις αλλ' αχρεία
   μέταλλα, δείχνει την αγνήν του γνώμην· κλαίει
   διά την πράξιν του.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Εδώθε ας φύγωμε, ω Γελτρούδη!
   Μόλις ροδίση 'ς το βουνό, θα τον προστάξω
   'ς το πλοίο ν' ανεβή, να φύγη ευθύς, και τούτο
   το κακούργημα πρέπει μ' όσην εξουσίαν
   και τέχνην έχω να ελαφρύνω, να σκεπάσω.
   Ε! Γυιλδενστέρνη!

   Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

   Σεις, καλοί φίλοι και οι δύο,
   πηγαίνετε και πάρετ' άλλους βοηθούς σας.
   Ο Αμλέτος μανιακός εφόνευσε τον γέρον
   Πολώνιον, κ' έσυρε το σώμ' απ' το δωμάτιον
   της μητρός του· θα πάτ' ευθύς να τον ευρήτε
   μ' εύμορφον τρόπον, και θα φέρετε το πτώμα
   'ς το παρεκκλήσι· ω φίλοι, μην αργοπορήτε.

   [Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

   Έλα, Γελτρούδη, θα καλέσωμε των φίλων
   τους πλέον συνετούς, να τους ειπούμεν ό,τι
   θα πράξωμεν εμείς και ό,τι κακό συνέβη·
   ίσως με τούτο η δολερή συκοφαντία,
   'πού το φαρμακερό της βόλι στέλνει πέρα,
   μέσ' απ' την διάμετρον της γης, εις τον σκοπόν της
   ίσια, καθώς από κανόνι 'ς το σημάδι,
   δεν εύρη τ' όνομά μας, και κτυπήση μόνον
   τον άσχιστον αέρα. Αχ! φύγε μαζί μου·
   αγώνα, τρόμον φοβερόν, έχ' η ψυχή μου. [Εξέρχονται.

   Άλλο δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
   Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τον ετοποθέτησα ασφαλώς.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ [Από μέσα]

   Αμλέτε! Κύριε Αμλέτε!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αγάλι! Τι θόρυβος; Ποίος φωνάζει τον Αμλέτον; Α!
   ιδού έρχονται.

   Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Τον νεκρόν τι τον έκαμες, Κύριέ μου;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τον έβαλα 'ς το χώμα, 'πού 'ναι συγγενής του.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Πού τον έχεις ειπέ μας διά να δυνηθούμε
   να τον πάρωμ' εκείθεν εις το παρεκκλήσι.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Μη το πιστεύσετε.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Τι να μη πιστεύσωμε;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ότι (3) είμαι ικανός να φυλάξω το μυστικό σας και όχι
   το δικό μου. Κ' έπειτα ποίαν απόκρισιν να δώση ένα βασι-
   λόπαιδο όταν ερωτάται από ένα σφογγάρι;

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Διά σφογγάρι με παίρνεις, Κύριέ μου!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Μάλιστα, Κύριε, οπού ποτίζεται με την προστασίαν,
   με ταις ανταμοιβαίς και με τ' αξιώματα, οπού δίδει ο βα-
   σιλέας. Αλλά τέτοιοι αξιωματικοί προσφέρουν εις τον βα-
   σιλέα την καλήτερην υπηρεσίαν εις το τέλος· τους κρατεί,
   καθώς η μαϊμού φυλά καρύδι, εις μίαν γωνιά 'ς το σαγόνι
   του· τους πρωτοχάφτει διά να τους υστεροκαταπιή· όταν (4)
   του χρειασθή να πάρη ό,τι εμαζεύσετε, δεν έχει να κάμη
   άλλο παρά να σας ζίψη, και, σφογγάρι μου, θα μείνης
   ξερό ωσάν πρώτα.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Δεν σε καταλαμβάνω, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Χαίρομαι δι' αυτό· ένα κατεργαρόλογο 'ς αυτί μωρού
   κοιμάται.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Κύριέ μου, πρέπει να μας ειπής πού είναι το σώμα,
   και να έλθης μαζί μας εις τον Βασιλέα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Το σώμα (5) είναι με τον Βασιλέα, αλλά ο Βασιλέας δεν
   είναι με το σώμα· ο Βασιλέας είναι ένα πράγμα -

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   «Ένα πράγμα», Κύριέ μου;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τιποτένιο· οδηγήσετέ με εις αυτόν. Κρύψου (6), αλωπού,
   και όλοι κατόπι σου.

   [Εξέρχονται.


   Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
   Εισέρχεται ΒΑΣΙΛΕΑΣ με ακολουθίαν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Έστειλα να τον φέρουν κ' ενταυτώ να εύρουν
   το σώμα· ο κίνδυνος δεν παύει κ' είναι μέγας,
   ενόσω αυτός μένει λυτός. Και όμως δεν πρέπει
   να τον κτυπήσω με την δύναμιν του νόμου·
   τον λατρεύει ο μωρός λαός 'πού από το μάτι,
   και όχι απ' την κρίσιν, 'ς την αγάπην του οδηγείται·
   και όπου συμβαίνει αυτό, το βάρος δεν ζυγίζουν
   ποτέ του εγκλήματος, αλλά της τιμωρίας.
   Και, όπως όλα ομαλά και αθόρυβα περάσουν,
   η έξαφνη απομάκρυνσίς του τώρα πρέπει
   να πιστευθή 'πού από καιρόν μ' ώριμην σκέψιν
   είχε αποφασισθή· τ' απελπισμένα πάθη
   ή δεν ιατρεύονται ποσώς ή απελπισμένα
   φάρμακα θέλουν.

   Εισέρχεται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Τι λοιπόν συμβαίν', ειπέτε;

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Πού ετοποθέτησε το σώμα, Κύριέ μου,
   να μας ειπή δεν θέλει.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Αλλ' αυτός πού είναι;

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Έξω εδώ, Κύριέ μου, κ' είναι φυλαγμένος
   ως να προστάξης.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Φέρετέ τον έμπροσθέν μου.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Οδήγησε τον πρίγκιπά μου, Γυιλδενστέρνη.

   Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Λοιπόν, Αμλέτε, πού είναι ο Πολώνιος;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Εις δείπνον.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   «Εις δείπνον;» πού;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Όχι εκεί, όπου τρώγει, αλλ' όπου τρώγεται· ολοένα
   συνεδριάζουν ολόγυρά του κάμποσα διπλωματικά (7) σκου-
   λήκια. Το σκουλήκι, Κύριέ μου, όσο διά το καλό φαγητό,
   είναι ο μόνος αυτοκράτορας. Παχαίνομε όλα τ' άλλα πλά-
   σματα διά να μας παχαίνουν, και παχαίνομε τον εαυτόν
   μας διά τα σκουλήκια. Ο παχύς βασιλέας σας και ο άσαρ-
   κος ζητιάνος σας δεν είναι ειμή διαφορετικά φαγητά, δύο
   πιάτα, αλλά δι' ένα τραπέζι· αυτού όλα τελειόνουν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Αλοίμονον! Αλοίμονον!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ημπορεί άνθρωπος να ψαρεύη με το σκουλήκι, οπού
   έφαγε από βασιλέα, και να φάγη το ψάρι οπού επάχυνε
   μ' εκείνο το σκουλήκι.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Τι εννοείς με τούτο;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τίποτε, ειμή να σου δείξω πώς ένας βασιλέας εις την
   περιοδείαν του ημπορεί να περάση από τα έντερα ενός ζη-
   τιάνου.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Πού είναι ο Πολώνιος;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Εις τους Ουρανούς· στείλε αυτού να ιδής· αν ο απεσταλ-
   μένος σου δεν τον εύρη αυτού, ζήτησέ τον συ ο ίδιος εις
   τον άλλον (8) τόπον. Όμως, μα την αλήθειαν, αν δεν τον
   εύρης εις το διάστημα τούτου του μηνός, θα τον μυρισθής
   καθώς ανεβαίνεις την σκάλαν προς την αίθουσαν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   [Προς τους ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ] Πηγαίνετ' εκεί να τον εύρετε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θα σας περιμείνη (9) έως να πάτε. [Εξέρχονται ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Αμλέτε, αν θέλεις να φυλάξης την ζωήν σου,
   'πού μας είναι ακριβή, καθώς πολύ μας θλίβει
   τούτη σου η πράξις, πρέπει ογλήγορα να φύγης.
   Να συνταχθής λοιπόν· είν' έτοιμο το πλοίο,
   ο άνεμος βοηθός και οι σύντροφοι προσμένουν·
   όλα σε σπρώχνουν διά να πας εις την Αγγλίαν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Εις την Αγγλίαν;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Ναι, Αμλέτε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Καλό πράγμα.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Τωόντι, αν γνωστοί σου ήσαν οι σκοποί μας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Βλέπω ένα Χερουβίμ, οπού τους βλέπει. — Αλλά εμ-
   πρός· εις την Αγγλίαν! — Υγίαινε, καλή μητέρα.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Ο τρυφερός σου πατέρας, Αμλέτε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Η μητέρα μου· πατέρας και μητέρα είναι άνδρας και
   γυναίκα, άνδρας και γυναίκα είναι δύο εις σάρκα μίαν, και
   λοιπόν, ω μητέρα μου — Εμπρός, εις την Αγγλίαν.

   [Εξέρχεται.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Ακολουθείτε τον στενά· γοργά 'ς το πλοίο
   κάμετέ τον να εμπή· μη στέκεσθε· τον θέλω
   μακράν απόψε εμπρός! όσ' αποβλέπουν τούτην
   την υπόθεσιν όλα τα χω σφραγισμένα,
   εις τάξιν όλα· φίλοι, μη χρονοτριβήτε.

   [Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

   Και, Αγγλία, συ, αν την αγάπην μου λογιάζεις,
   (καθώς να το αισθανθής σου λέγ' η δύναμίς μου,
   αφού το λάβωμα νωπό σου κοκκινίζει
   του δανικού σπαθιού, και αβίαστο προσφέρεις
   το σέβας σου 'ς εμάς), δεν πρέπει ν' αψηφήσης
   το υψηλό μας τούτο θέλημα, 'πού ορίζει,
   εις τα γράμματα εκείνα καθαρά, να δώσης
   του Αμλέτου θάνατον ευθύς. Κάμε το, Αγγλία!
   διότι αυτός ως θέρμη (10) τηκτική μανίζει
   'ς το αίμα μου, και συ να με ιατρεύσης πρέπει.
   Ως 'πού δεν μάθ' ότι το πράγμα εκατορθώθη,
   χαράν δεν βλέπω και αν τερπνά μου η μοίρα κλώθη.

   [Εξέρχεται.


   Πεδιάδα εις την Δανίαν.

   Εισέρχονται ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ ένας ΛΟΧΑΓΟΣ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙΣ

ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
   Πήγαινε, λοχαγέ, τους ασπασμούς μου φέρε
   του Βασιλέως των Δανών, και ανάγγειλέ του
   ότι θα λάβη ο Φορτιμπράς, όπως του εδόθη
   υπόσχεσις, την άδειαν να περάση μέσα
   από το κράτος του. Γνωστός σας είναι ο τόπος
   της συγκεντρώσεως, και αν ζητήση ο Βασιλέας
   να ομιλήση μ' εμάς, θα του παρουσιασθούμε,
   ως έχομε το χρέος· τούτο ανάγγειλέ του.

ΛΟΧΑΓΟΣ
   Κύριε, θα γίνη.

ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
   Μ' αργό βήμα προχωρείτε.

   [Εξέρχονται ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙΣ
   Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   και άλλοι.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Κύριε, έχετε την καλοσύνην να μου ειπήτε τίνος είναι
   τούτος ο στρατός;

ΛΟΧΑΓΟΣ
   Της Νορβηγίας, Κύριε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Και διά πού είναι κινημένος, παρακαλώ;

ΛΟΧΑΓΟΣ
   Να προσβάλη ένα μέρος της Πολωνίας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ποίος είναι ο αρχηγός, Κύριε;

ΛΟΧΑΓΟΣ
   Ο ανεψιός του γέρου βασιλέως της Νορβηγίας, ο Φορ-
   τιμπράς.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Την Πολωνίαν όλην αποβλέπει τούτος
   ο πόλεμος, ή μόνον κάποιο σύνορό της;

ΛΟΧΑΓΟΣ
   Την αλήθειαν θα ειπώ· εκίνησε ο στρατός μας
   μόνον διά να κερδίση μιαν λουρίδα τόπον,
   οπού μόλις αξίζει, Κύριε, τ' όνομά της.
   Δεν την έπαιρνα εις πάκτο ουδέ δουκάτα πέντε,
   ουδέ πλειότερα θα λάβη αν την μισθώση
   ο Νορβηγός ή ο Πολωνός.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τότε βεβαίως
   ο Πολωνός δεν θέλει την υπερασπίση.

ΛΟΧΑΓΟΣ
   Πώς! ήδη με στρατόν την έχει φρουρημένην.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τ' άχυρο τούτο θα χαλάση δυο χιλιάδαις
   ανθρώπους κ' είκοσι φοραίς χίλια δουκάτα·
   ιδού μεγάλου πλούτου και βαθειάς ειρήνης
   απόστημα είναι αυτό, 'πού σπα 'ς το μέσα μέρος
   κ' έξω δεν δείχνει πώς ο άνθρωπος πεθαίνει.
   Ευχαριστώ σε, Κύριε.

ΛΟΧΑΓΟΣ
   Κύριε, χαιρετώ σε.

   [Εξέρχεται.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Να προχωρήσωμε δεν θέλεις, Κύριέ μου;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θα σας προφθάσω ευθύς· προπορευθήτε ολίγο.

   [Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

   Ω! πώς κάθε αφορμή μ' ελέγχει και κεντάει
   την ναρκωμένην τόσο εκδίκησιν μου! Τι 'ναι
   ένας άνθρωπος αν έχη ευτυχίαν μόνην
   και ωφέλειαν της ζωής να τρώγη, να κοιμάται;
   Κτήνος και μόνον τούτο. Αυτός, οπού μας έχει
   κάμη με τόσο πλάτος λογικού, να βλέπη
   κ' εμπρός του και κατόπι, δεν μας έχει δώση
   την δύναμιν αυτήν και τον ισόθεον λόγον,
   διά να μουχλιάζη του κακού μες την ψυχήν μας.
   Τώρα, είτ' είναι λησμονιά κτηνώδης, είτε
   άνανδρη εντήρησις (11), 'πού υπέρμετρα λογιάζει
   την έκβασιν — μια σκέψις, 'πού, αν την διαμοιράσης,
   τέταρτον ένα φρονιμάδας περιέχει,
   δειλίας τρία, — δεν ηξεύρω πώς ακόμη
   ζω διά να λέγω «αυτό το πράγμα δεν εγίνη».
   Κ' αιτίαν έχω να το κάμω· ουδέ μου λείπουν
   θέλησις, δύναμις και μέσα. Με προτρέπουν
   όσον ο κόσμος παραδείγματα μεγάλα.
   Είδες; εκείνος ο στρατός τρανός, ανδρείος,
   αρχηγόν έχει τρυφερό βασιλοπαίδι,
   'πού, ως τον ανάφτει θεϊκή φιλοδοξία,
   τ' άγνωστο τέλος αψηφά, και ό,τι έχ' η φύσις
   φθαρτόν, αβέβαιο, το προβάλλ' εις όσα η τύχη,
   ο κίνδυνος τολμούν και ο θάνατος· και μόνον
   δι' έν' αυγόφλουδο! Δεν είναι αλήθεια μέγας
   οποίος κινείται χωρίς μέγαν να 'χη λόγον,
   αλλ' όποιος, όταν παίζεται η τιμή του, ευρίσκει
   και εις έν' άχυρο αφορμήν να πολεμήση.
   Κ' εγώ τι γίνομαι; Εφονεύθη μου ο πατέρας,
   μού ατιμάσθ' η μητέρα, αιτίαις να μου ανάψουν
   αίμα και νουν, κ' εγ' όλα να κοιμώνται αφίνω,
   έτοιμον ενώ βλέπω, ωσάν να με ονειδίζη,
   χιλιάδων είκοσι τον θάνατον εμπρός μου,
   'πού, γελασμένοι από λαμπρό φάντασμα φήμης,
   'ς τους τάφους των πηγαίνουν ως να ήσαν κλίναις,
   χάριν μιας σπιθαμής, οπού δεν δίδει τόπον
   'ς τα πλήθη αυτά ν' αγωνισθούν διά να διαλύσουν
   την διαφοράν τους, και αρκετός δεν είναι λάκκος
   τα λείψανά τους όλα μέσα του να κρύψη.
   Αν 'ς το εξής των λογισμών μου όλα τα βάθη
   δεν είναι φονικά, θα ειπώ 'πού ο νους μου εχάθη.

   [Εξέρχεται.


   ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Δωμάτων εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
   Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΡΑΤΙΟΣ και ένας ΕΥΓΕΝΗΣ

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Δεν θα της ομιλήσω.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ανησυχεί, τωόντι
   έξω φρενών· καθείς το πάθημά της πρέπει
   να σπλαχνισθή.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τι θέλει;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Συχνομελετάει
   τον πατέρα της· λέγει πως, καθώς ακούει,
   ο κόσμος είναι πλάνος· βόγγει και κτυπιέται
   εις την καρδίαν· κακιωμένη από σιμά της,
   άχυρα (12) διώχνει· λόγι' αμφίβολα προφέρει
   με νόημα μισό· δεν είν' η ομιλιά της
   τίποτε, αλλά, και ακατασκεύαστη όπως είναι,
   φέρν' εις διαλογισμούς εκείνον οπού ακούει·
   καθένας την σπουδάζει και ταις λέξες όλαις (13)
   διορθόνει να ταιριάσουν με τους στοχασμούς του·
   και ως αυτή νεύει και κουνεί την κεφαλήν της,
   και όπως χειρονομεί, καθείς βάζει 'ς τον νουν του
   πως δύναται απ' αυτά να νοηθή κανένα,
   αν και όχι φανερό, δυστύχημα μεγάλο,
   Θα ήταν καλό να ομιληθή, μήπως γεννήση
   ολέθριαις εικασίαις εις το πνεύμα εκείνων
   οπού και μόνοι πλάθουν το κακό.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Ας έλθη.

   [Εξέρχεται ΕΥΓΕΝΗΣ

   [Μόνη της] Ωιμέ! καθώς συμβαίν' εις ένοχην καρδίαν,
   κάθε σκιά μου προλογίζει δυστυχίαν·
   τόσο άτεχν' υποψία πλημμυρεί το κρίμα,
   ώστε από φόβον μη το χύσουν κάμνει χύμα.

   Εισέρχονται ΕΥΓΕΝΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ

ΟΦΗΛΙΑ
   Πού είναι η ωραία χάρις της Δανιμαρκίας;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Λοιπόν, Οφηλία;

ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά]
    (14)«'Σ τους άλλους μέσ', αγάπη μου,
   πώς θα σε ξεχωρίσω; —»
   «Όταν με στρειδοκόλλητο
   σκιάδι σού προβάλη,
   και με τα σανδαλάκια του
   και με το δεκανίκι».

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Ωιμέ! γλυκειά μου κόρη, τ' άσμα σου τι λέγει;

ΟΦΗΛΙΑ
   Πιστεύετε; Όχι, όχι· παρακαλώ, προσέχετε·

   [Τραγουδά] Κυρά μου, εσβύσθηκε
   απεθαμένος·
   επήγε, απέθανε
   ο στεναγμένος·
   τώχουν προσκέφαλο
   χλωρό σβωλάρι,
   του βάλαν πρόσποδα
   ψυχρό λιθάρι.

   Ω! ω!

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Αλλά, Οφηλία, —

ΟΦΗΛΙΑ
   Παρακαλώ, προσέχετε·

   [Τραγουδά] Άσπρο 'σάν βουνήσιο χιόνι
   τον τυλίζει το σινδόνι,

   Εισέρχεται ΒΑΣΙΛΕΑΣ

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Αλοίμονον! κύττα εδώ, Κύριέ μου.

ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά]
   όλο μ' άνθη ευωδιασμένα,
   'πού κατέβηκαν 'ς το μνήμα
   όλα γλυκοποτισμένα
   από αγνής αγάπης κύμα.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Πώς είσαι, χαριτωμένη Κυρία;

ΟΦΗΛΙΑ
   Καλά, έτσι ο Θεός να σας γίνη ίλεος! Λέγουν ότι η κου-
   κουβάγια ήταν ενός (15) ψωμά θυγατέρα, Θεέ μου! γνωρί-
   ζομε τι είμεθα, αλλά δεν γνωρίζομε τι τυχαίνει να γίνωμε.
   Ο Θεός να ευλογήση το τραπέζι σας.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   [Μόνος του] Έβαλε 'ς τον νουν της τον πατέρα της.

ΟΦΗΛΙΑ
   Σας παρακαλώ να μη γίνη λόγος δι' αυτό· αλλ' εάν ερω-
   τηθήτε τι δηλοί, ειπέτε τούτο·

   [Τραγουδά] «Του (16) αγίου Βαλεντίνου την ημέρα,
   αύριο, μόλις ο ουρανός ροδίση,
   εις το παράθυρό σου περιστέρα
   θα έλθη, ομορφονειέ, να σε ξυπνήση.»
   Ήλθε με της αυγούλας τ' αεράκι,
   και ο νέος της επήρ' ένα φιλάκι.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Χαριτωμένη Οφηλία!

ΟΦΗΛΙΑ
   Τωόντι, ιδέ· χωρίς να κάμω όρκον, θα βάλω το τέλος·
   [Τραγουδά] «Μα τον Θεόν, είν' εντροπή μεγάλη·
   παίρνουν εύκολ', αν εύρουν, τώρα οι νέοι·
   πριν με φιλήση, μου 'πε θα μου βάλη
   τα στέφανα, και τώρα το ξελέει.»-
    Εκείνος απαντά·

   «Τον λόγον θα κρατούσα, μα την νειότη,
   αν το φιλί δεν μου ζητούσες πρώτη.»

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Πόσον καιρόν ευρίσκεται εις αυτήν την κατάστασιν;

ΟΦΗΛΙΑ
   Ελπίζω ότι όλα θα διορθωθούν. Πρέπει να έχωμε υπο-
   μονήν· αλλά πώς να κρατήσω τα δάκρυα όταν συλλογί-
   ζωμαι ότι θα τον έβαλαν μέσα εις το κρύο χώμα; Ο αδελ-
   φός μου θα το μάθη. Ιδού, σας ευχαριστώ διά την καλήν
   σας συμβουλήν. — Ε! το αμάξι μου! — Νύκτα σας καλή,
   Κυρίαις χαριτωμέναις· Κυρίαις, καλή νύκτα· καλή σας
   νύκτα, καλή σας νύκτα.

   [Εξέρχεται.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Κατόπι της, παρακαλώ, και φύλαξέ την

   [Εξέρχεται ΟΡΑΤΙΟΣ

   προσεκτικά. Την έχει, ωιμένα! φαρμακώση
   πόνος βαθύς· όλ' απ' τον θάνατον πηγάζουν
   του πατρός της· και ιδέ, Γελτρούδη μου, ω Γελτρούδη!
   όχι μοναίς, αλλά πυκναίς, ως λεγεώνες,
   έρχονται η θλίψες! του πατρός της πρώτα ο φόνος,
   κατόπιν η φυγή του υιού σου, — και δικαίως
   τον εξώρισ' εδώθε τ' άγριο κίνημά του —
   αναβρασμός εις τον λαόν, 'πού βουρκωμένος
   πονηρά συλλογιέται, κρυφομουρμουρίζει,
   από την ώραν οπού ο θάνατος εγνώσθη
   του καλού Πολωνίου· κ' ήταν μέγα λάθος
   να ταφή μυστικώς· η δύστυχη Οφηλία
   από τον εαυτόν της χωρισμένη, δίχως
   τον ωραίον της νουν, — και όταν αυτό μας λείψη
   'σάν ζωγραφίσματ' απομένομε ή 'σάν κτήνη· —
   κ' ύστερο απ' όλα, και βαρύτερο από τ' άλλα,
   ο αδελφός της ήλθεν από την Γαλλίαν
   κρυφά, κ' έχει τροφήν (17) την απορίαν, μέσα
   'ς τα σύννεφα κλεισμένος, και άνθρωποι δεν λείπουν,
   'πού με φαρμακωμένα λόγια του εικονίζουν
   το τέλος του πατρός του^ και η συκοφαντία
   ποσώς δεν θα διστάση, 'ς την ανέχειάν της,
   εις του κόσμου τ' αυτιά να μας αδικοβάλη.
   Ω γλυκειά μου Γελτρούδη, αυτό με θανατόνει,
   ως μηχανή 'πού περισσούς κροτεί θανάτους.

   [Θόρυβος από μέσα]

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Ωιμέ, τι θόρυβος;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Πού είναι οι φύλακές μου;
   την θύραν ας φρουρήσουν.

   Εισέρχεται ένας ΕΥΓΕΝΗΣ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Τι 'ναι;

ΕΥΓΕΝΗΣ
   Σεβαστέ μου
   Κύριε, να φυλαχθής· τα πέλαγο, αν πηδάει
   τα όρια του, με ορμήν τόσην δεν κατατρώγει
   το περιγιάλι, μ' όσην βίαν ο Λαέρτης
   μ' ανταρτών πλήθος τους φρουρούς σου στρώνει κάτω.
   Αυτόν ο όχλος ονομάζει κύριόν του·
   και ωσάν ο κόσμος τώρα να 'μελλε ν' αρχίση,
   και να λησμονηθούν συνήθεια και αρχαιότης,
   'πού κάθε λόγον βεβαιόνουν και στηρίζουν,
   φωνάζουν· «Ο Εκλεκτός μας! θα 'ναι βασιλέας
   ο Λαέρτης!» και σκούφοι, χέρια, γλώσσαις, όλα
   έως τον θόλον τ' ουρανού τον ήχον στέλνουν·
   «Θα 'ναι ο Λαέρτης βασιλέας, ο Λαέρτης!»

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Πόσο (18) αλυκτούν φαιδροί 'ς το ψεύτικο κυνήγι!
   Το χνάρι εχάσετε, σκυλιά, Δανοί προδόταις!

   [Θόρυβος από μέσα]

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Ταις θύραις σπάσαν.

   Εισέρχεται ΛΑΕΡΤΗΣ ωπλισμένος, ΔΑΝΟΙ κατόπι του.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Πού 'ναι ο Βασιλέας; — Κύριοι,
   σεις όλοι μείνετ' έξω.

ΔΑΝΟΙ
   Θε να μας αφήσης
   να εμπούμε.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Μη με ακολουθήτε, αν μ' αγαπάτε.

ΔΑΝΟΙ
   Σε υπακούμε. [Αποσύρονται]

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Ευχαριστώ σας· να κρατήτε
   την θύραν. — Βασιλειά ξεντροπιασμένε, δος μου
   τον πατέρα μου!

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Αγάλι, αγαπητέ Λαέρτη

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Αίματος στάλ' αν ησυχάζη με κηρύττει
   νόθον, μου λέγει ξεχασμένον τον πατέρα,
   και το αγνό της μητρός μου μέτωπο πυρόνει
   'ς το μεσόφρυδο, εδώ, με βούλλαν ατιμίας.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Διατί, Λαέρτη, τόσο γιγαντώδες σχήμα
   η ανταρσία σου επήρεν; — Άφησε (19) να κάμη,
   Γελτρούδη, και διά μας μη φοβηθής· η Χάρις
   τόσο φρουρεί τους βασιλείς, 'πού η προδοσία
   μόνον από μακράν προσβλέπει 'ς τον σκοπόν της
   και δεν τον εκτελεί. — Λαέρτη, τώρα ειπέ μου,
   διατί 'σαι τόσο θυμωμένος; — Συ, Γελτρούδη,
   άφησε τον να κάμη. — Άνθρωπε, δεν λέγεις;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Ο πατέρας μου πού 'ναι;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Απεθαμένος.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Όμως
   όχι από αυτόν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Να ερωτά θα τον αφήσης
   όσο θέλει.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Και πώς συνέβη ο θάνατός του;
   Δεν θα με παίξουν· στέλνω μες τον μαύρον Άδην
   όρκους και υποταγήν! συνείδησιν και χάριν
   παραδίδω 'ς τα βάθη της φρικτής αβύσσου!
   Ας κολασθώ! Μ' έχουν εις τούτο καταντήση,
   οπού τον κόσμον τούτον και τον άλλον έχω
   έξω από τον νουν μου· ας έλθη ό,τι και αν έλθη, θέλω
   εκδίκησιν καλήν να λάβω του θανάτου
   του πατρός μου.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Και ποίος θα σε σταματήση;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Μόνον η θέλησίς μου και όχι ο κόσμος όλος·
   και ως προς τα μέσα, θα τα οικονομήσω εις τρόπον
   ώστε θα υπάγω εμπρός με ολίγον.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Ω καλέ μου
   Λαέρτη, αν ποθείς να μάθης πώς συνέβη
   του αγαπητού πατρός σου ο θάνατος, με τούτο
   η εκδίκησίς σου θέλει εχθρόν ομού και φίλον,
   πταίστην και αθώον ενταυτώ, να τιμωρήση;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Κανέναν άλλον, μόνον τους εχθρούς του.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Θέλεις
   να τους μάθης λοιπόν;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Εις τους καλούς του φίλους
   ταις αγκάλαις μου ανοίγω, και, ως ο ζωοδότης
   πελεκάνος (20), 'ς αυτούς είμ' έτοιμος να δώσω
   το αίμα μου τροφήν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Τώρα ομιλείς, Λαέρτη,
   ως αγαθός υιός και ως ευγενής τωόντι.
   Ότ' είμαι αθώος του θανάτου του πατρός σου,
   και ότι κατάκαρδα λυπούμαι και τον κλαίω,
   τούτ' ως ίσια γραμμή 'ς τον νουν σου θα περάση
   όπως το φως 'ς τον οφθαλμόν σου.

ΔΑΝΟΙ [Από μέσα]
   Αφήσετέ την
   να έμπη.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Τι; ποια ταραχή 'ναι τούτη;

   Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Ω θέρμη (21),
   τα μυαλά μου φρύξε! επτάπικρα τα δάκρυα
   την αίσθησιν να κάψουν όλην των ματιών μου. —
   Η τρέλλα σου, μα τον Θεόν, με τόσο βάρος
   θα πλερωθή, 'πού η ζυγαριά 'ς εμάς θα κλίνη.
   Ω του Μαΐου τριανταφυλλάκι! αγαπημένη
   κόρη, αδελφούλα μου, γλυκύτατη Οφηλία! —
   Πώς το θέλει ο Θεός η φρένες μίας νέας
   θνηταίς (22) να ήναι ως η ζωή του γέρου ανθρώπου;
   Τόσο (23) λεπτή 'ναι η φύσις 'ς την αγάπην, ώστε
   'ς ό,τι αγαπά στέλνει κατόπι κάποιο δείγμα
   πολύτιμο παρμένο από τον εαυτόν της.

ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά]
   Με ξέσκεπο το πρόσωπο
   'ς την νεκρικήν του κλίνη,
   αλοίμονον, αλοίμονον, αλοί!
   τον φέραν, και 'ς τον τάφον του
   δάκρυ πολύ και θρήνοι.

   Έχε υγείαν, περιστέρι μου.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Τα λογικά σου αν είχες κ' ήθελε με σπρώχνης
   να εκδικηθώ, δεν θα 'ταν τόσ' η δύναμίς σου.

ΟΦΗΛΙΑ
   Πρέπει να τραγουδήσετ' έτσι·

     Κάτω αν τον κράξης
     θα κατεβή.

   Ω! πόσο (24) του ταιριάζει τα ροδάνι· είναι ο επίβουλος οι-
   κονόμος οπού έκλεψε την θυγατέρα του κυρίου του.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Το (25) μηδέν αυτό λέγει το παν.

ΟΦΗΛΙΑ
   Εδώ δενδρολίβανο· είναι διά θυμητικό· να ζης, αγάπη
   μου, θυμήσου με· κ' εδώ πανσέδες διά να συλλογίζεσαι.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Μέσα εις την τρέλλαν νουθεσία (26), συλλογισμός και εν-
   θύμησις ταιριασμένα.

ΟΦΗΛΙΑ
   Συ, πάρε μάραθο (27) και πήγανο· συ, τα Πάθη (28), κ' εγώ
   κρατώ ένα μέρος· ημπορούσα να τ' ονομάσω το άνθος της
   Χάριτος διά την Αγίαν Ανάστασιν. Ω! συ πρέπει να κρα-
   τής τα πάθη σου με κάποιαν (29) διαφοράν. Ιδού μία μαρ-
   γαρίτα (30)· ήθελα να σου δώσω ολίγα γιοφύλλια (31), αλλά
   εμαράθηκαν όλα, άμ' απέθανε ο πατέρας μου· λέγουν ότι
   έκαμ' ένα καλό τέλος.

   [Τραγουδά] O γλυκός μου Κωνσταντίνος
   είναι η μόνη μου χαρά.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Μαράζι, θλίψιν, πάθος, και τον ίδιον Άδην,
   τα στρέφει όλα εις ομορφιά, χάριν και αγάπην.

ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά]
      Και 'ς τον αιώνα δεν θα γυρίση;
      και 'ς τον αιώνα δεν θα γυρίση;
      Όχι, απέθανε, μη καρτερής,
      γύρε το μνήμα σου και συ ναυρής.
      Ωσάν τουλούπαις χιόνι τα γενάκια,
      ωσάν σκουλί λινάρι τα μαλλάκια·
      εχάθη από τον κόσμον τούτον, πάει,
      και χαμένα το δάκρυ μας κυλάει·
      την ψυχήν του ο Θεός να συγχωράη.

   καθώς και όλων των Χριστιανών· παρακαλώ τον Θεόν να
   σας γίνη ίλεος. [Εξέρχεται.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Το βλέπεις; (32) Ω Θεέ!

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Λαέρτη, αν δεν μου δώσης
   εις τον πόνον σου μέρος, μ' αδικείς. Τώρ' άμε,
   και των φίλων, 'πού έχεις, τους φρονιμωτέρους
   όποιους και αν θέλης πάρε, και όταν μας ακούσουν
   ας μας κρίνουν αυτοί, και αν εύρουν 'πού 'μαι πταίστης,
   είτε με το δικό μου χέρ' είτε με ξένο,
   θε να σου παραδώσω το βασίλειό μου,
   τον θρόνον, την ζωήν μου, και ό,τι και αν μου ανήκη,
   διά να δικαιωθής· αλλ', αν με ειπούν αθώον,
   στέρξε να μου χαρίσης την υπομονήν σου,
   και μαζί θα εργασθούμε διά να λάβης όσην
   ευχαρίστησιν πρέπει.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Ας γίνη καθώς λέγεις.
   Ο τρόπος του θανάτου, η σκοτεινή ταφή του,
   τρόπαιον όχι, ξίφος όχι, και όχι στέμμα
   'ς το λείψανό του επάνω, ουδέ πομπή καμμία,
   ουδέ παράταξις τιμής, φωνάζουν τόσο
   από τον ουρανόν 'ς την γην, ώστε με βιάζουν
   το πράγμα να εξετάσω.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Αυτό πρέπει να γίνη
   και οπού το έγκλημα ευρεθή να πέσ' η αξίνη.
   Τώρα, παρακαλώ σε, φίλ', έλα μαζί μου.

   [Εξέρχονται.

ΣΚΗΝΗ ΣΤ’.

Επεξεργασία

   Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
   Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΥΠΗΡΕΤΗΣ

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Αυτοί, 'πού με ζητούσαν, τίνες είναι;

   ΥΠΗΡΕΤΗΣ
   Ναύταις,
   Κύριε, — λέγουν ότι γράμματα σού φέρνουν.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ας έλθουν. — [ΥΠΗΡΕΤΗΣ εξέρχεται.
   Ασπασμούς από κανένα μέρος
   δεν περιμένω, ειμή του Πρίγκιπος Αμλέτου.

   Εισέρχονται ΝΑΥΤΑΙΣ

Α’ ΝΑΥΤΗΣ
   Κύριε, ο Θεός να σε πολυχρονίση.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Και σε ομοίως.

Α’ ΝΑΥΤΗΣ
   Θα με πολυχρονίση, Κύριε, αν το θέλη. Ιδού ένα
   γράμμα, Κύριε, διά σε — είναι του απεσταλμένου, οπού
   ήταν κινημένος διά την Αγγλίαν, — αν αληθεύη ότι ονο-
   μάζεσαι Οράτιος, καθώς μ' επληροφόρησαν.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   [Αναγινώσκει] Οράτιε, άμα διατρέξης το γράμμα μου,
   κάμε ώστε τούτοι οι άνθρωποι να παρουσιασθούν εις τον
   Βασιλέα· έχουν γράμματα δι' αυτόν. Δεν είχαμε ζήση
   ακόμη δυο ημερόνυκτα εις την θάλασσαν, όταν ένα πει-
   ρατικό καράβι καλά αρματωμένο μας εκυνήγησε· επειδή
   το καράβι μας δεν ήταν καλοθάλασσο, αναγκασθήκαμε
   να ανδρειευθούμε και να πολεμήσωμε· καθώς επιασθή-
   καμε, εγώ επήδησα μέσα εις το πειρατικό, κ' ευθύς εκεί-
   νοι το εξεκόλλησαν από το δικό μας, κ' εγώ έμεινα μό-
   νος εις τα χέρια τους. Αυτοί εφέρθηκαν προς εμέ ως
   πειραταί γενναίοι· αλλά ήξευραν τι έκαμναν· εγώ θα
   τους ευεργετήσω. Κάμε να λάβη ο Βασιλέας τα γράμ-
   ματά μου, και συ τρέξε προς εμέ με όσην σπουδήν ήθελε
   φεύγης από τον θάνατον. Έχω να σου προφέρω λόγια
   οπού άμα τ' ακούσης θα μείνης άλαλος, και μ' όλον
   τούτο είναι πολύ ελαφρά, αν συγκριθούν με το βάρος
   της υποθέσεως. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι θέλει σε οδη-
   γήσουν εκεί οπού είμαι. Ο Ροζενκράς και ο Γυιλδεν-
   στέρνης εξακολουθούν το ταξείδι τους διά την Αγγλίαν·
   δι' αυτούς έχω πολλά να σου ειπώ. Υγίαινε. Ο γνω-
   στός σου φίλος
                                          ΑΜΛΕΤΟΣ

   Ελάτε να σας δείξω πού τα γράμματά σας
   θα δώσετε, κ' ευθύς να γίνετε οδηγοί μου
   να εύρωμεν εκείνον 'που σας τα 'χει δώση.

   [Εξέρχονται


   Άλλο δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
   Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΛΑΕΡΤΗΣ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Τώρα (33) η συνείδησίς σου την απόλυσίν μου
   χρεωστεί να σφραγίση, και μες την καρδιά σου
   να με βάλης ως φίλον, άμα εβεβαιώθης
   με τ' αυτιά σου ότι εκείνος, 'πού τον ευγενή σου
   πατέρα εφόνευσεν, εμέ να θανατώση
   είχε σκοπόν.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Βεβαίως, είναι αποδειγμένο.
   Αλλ' ειπέ μου διατί δεν έχεις κατατρέξη
   εγκλήματα ως αυτά θανάσιμα και μαύρα,
   οπόταν σε ανάγκαζαν η ασφάλειά σου,
   η φρόνησις και τόσα πράγματ' αλλ' ακόμη;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Είχα δυο λόγους μερικούς 'πού δεν μ' αφίναν·
   θα σου φανούν ίσως μικροί, και όμως μεγάλο
   έχουν δι' εμέ το βάρος· η βασίλισσά μου,
   η μητέρα του, ζη και βλέπει με το φως του·
   και ως προς εμέ (δεν ξεύρω πώς να τ' ονομάσω
   αρετήν μου ή πληγήν), τόσο μ' αυτήν δεμένη
   είναι η ζωή μου και η ψυχή, 'πού, καθώς (34) τ' άστρο
   δεν κινείται ειμή μέσα εις την δικήν του σφαίραν,
   κ' εγώ πνοήν δεν έχω ειμή με την πνοήν της.
   Ο άλλος λόγος, 'πού μ' εμπόδιζε ν' ανοίξω
   μιαν κρίσιν δημοσίαν, ήταν η μεγάλη
   αγάπη, 'πού ο κοινός λαός 'ς εκείνον έχει,
   ώστε τα πταίσματά του χρωματίζ' εις τρόπον,
   οπού, καθώς το ξύλο (35) η βρύση αλλάζ' εις πέτραν,
   ήθελε μετατρέψ' εις χάρες τα δεσμά του (36),
   και 'ς την ορμήν του τόσου άνεμου τα ελαφρά μου
   ακόντια θα 'σαν λυγιστά και θα εγυρίζαν
   'ς το τόξο μου χωρίς να φθάσουν 'ς το σημάδι.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Ένα ευγενή πατέρα ωστόσο εγώ στερούμαι,
   έχω μιαν αδελφήν 'ς απελπισμένην θέσιν,
   κ' η αρετή της — αν οι έπαινοι εμπορούσαν
   εις ό,τι εχάθη να στραφούν — ήταν στημένη
   'ς την κορυφήν της γενεάς μας, να προβάλη
   με θάρρος εις τον κόσμον την εντέλειάν της.
   Αλλ' η εκδίκησις θα έλθη.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Μη διά τούτο
   τους ύπνους σου ταράξης· μη πιστεύσης ότι
   τόσο είμασθε χοντροί και αναίσθητοι πλασμένοι,
   ώστε ν' αφίνωμε (37) απ' τα γένεια να μας πιάνη
   ο κίνδυνος, κ' εμείς να τό' χωμε παιγνίδι.
   'Σ ολίγο (38) κάτι περισσότερο θ' ακούσης·
   τον αγαπούσα τον πατέρα σου, κ' εμένα
   τον ίδιον δεν μισώ, και απ' όλ' αυτά, νομίζω,
   μπορείς (39) να φαντασθής, —

   Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

   Τι τρέχει; τι 'ναι νέο;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
   Γράμματ' απ' τον Αμλέτον, Κύριέ μου· τούτο
   διά την Μεγαλειότητά σου και το άλλο
   διά την Βασίλισσαν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Απ' τον Αμλέτον! ποίος
   τα 'φερε;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
   Ναύταις, καθώς μου 'παν, Κύριέ μου·
   αλλ' εγώ δεν τους είδα· ο Κλαύδιος τα 'χει λάβη
   από τον κομιστήν και τα δωκε 'ς εμένα.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Λαέρτη, θα τ' ακούσης. — Μόνους άφησέ μας.

   [Εξέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

   [Αναγινώσκει] Υψηλότατε και Κραταιότατε! Μάθε ότι
   είμαι βγαλμένος γυμνός εις το βασίλειό σου. Αύριο θα
   ζητήσω την άδειαν ν' απαντήσω τους βασιλικούς σου
   οφθαλμούς· θα σε παρακαλέσω ταπεινώς ν' ακούσης τα
   περιστατικά 'πού έφεραν την έξαφνην και τόσο θαυμα-
   στήν επιστροφήν μου.
                                             ΑΜΛΕΤΟΣ

   Τι να σημαίνη τούτο; Επέστρεψαν κ' οι άλλοι;
   Μη τάχα υπάρχη δόλος κ' είναι τούτο μύθος;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Το χέρι το γνωρίζεις;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Είναι ο χαρακτήρας
   του Αμλέτου· «γυμνός!» κ' εδώ κάτω προσθέτει
   «μόνος» — δεν με βοηθείς;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Κύριε, τον νουν μου χάνω.
   Όμως ας έλθη· τούτ' η άρρωστη καρδιά μου
   μέσα ζεσταίνεται, 'πού θα τον ανταμώσω,
   και θα του ειπώ· «Συ τούτο μώκαμες».

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Λαέρτη,
   εάν (40) το πράγμα τρέχει ως τρέχει, — κ' είναι ακόμη
   αμφιβολία; — στέργεις οδηγόν να μ' έχης;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Ναι, Κύριέ μου, αρκεί να μη με οδηγήσης
   εις την ειρήνην.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   'Σ την ειρήνην της ψυχής σου.
   Αν εγύρισε τώρα και απεστράφη τούτο
   τα ταξείδι, ουδέ θέλει να το κάμη πλέον,
   θε να τον σπρώξω εγώ να επιχειρήση αγώνα
   κάποιον, 'πού ωρίμασεν ο νους μου, και όπου θαύρη
   τον εξολοθρευμόν του αφεύκτως, και ουδέ χείλος
   γογγυσμόν θε να βγάλη διά τον θάνατόν του,
   και το μηχάνημα ποσώς δεν θα νοήση
   μήτε η μητέρα, και θα ειπή πώς πταί' η Τύχη.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Με ζήλον θα σ' ακολουθήσω, Κύριέ μου,
   αν να οργανίσης ημπορούσες όλα εις τρόπον
   ώστε να γίν' ο εκτελεστής εγώ.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Το πράγμα
   συντρέχει θαυμαστά! Εις τον καιρόν 'πού ήσουν
   'ς την ξενιτειά, πολλαίς φοραίς έγινε λόγος
   'ς τον Αμλέτον εμπρός δι' ένα χάρισμά σου,
   'πού εξόχως, λέγουν, σε στολίζει· και αυτό μόνο
   τον φθόνον του εκινούσεν, όσο δεν μπορούσαν
   όλα σου τ' άλλα προτερήματα ενωμένα,
   αν κ' είναι, ως εγώ κρίνω, το μικρότερό σου.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Τι πράγμα, Κύριε;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   'Σ της νεότητος τον σκούφον
   απλό γαϊτάνι, και όμως χρήσιμο στολίδι·
   ότ' η φαιδρή και αμελημένη ενδυμασία
   'πού η νεότης φορεί, την χάριν της αυξαίνει,
   καθώς η γούνα και τα μαύρα ρούχα δίδουν
   υγείαν κ' ήθος σοβαρό του ωρίμου ανθρώπου.
   Είναι δυο μήνες, κάποιος εδώ πέρα ευρέθη
   ευγενής Νορμανδός· — εγώ τους Γάλλους είδα
   κ' εναντίον τους έχω υπηρετήση· ξεύρω
   πόσο λαμπρά 'ς τ' άλογο στέκουν· αλλ' ο νέος
   πως είχε μαγικά θαρρούσες· φυτεμένος
   'ς την σέλλαν έδειχνεν αυτός, και το γενναίο
   τετράποδον εις τόσα θαυμαστά και ωραία
   κινήματα ωδηγούσε, οπού τα δυο κορμιά τους
   και η δυο ψυχαίς ακόμη εφαίνοντο ενωμένα,
   και όσα παιγνίδια και μορφαίς και αν ημπορούσε
   να πλάση ο νους μου, εμέναν όλα οπίσω απ' ό,τι
   εκατόρθον' εκείνος.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Νορμανδός δεν ήταν;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Ναι, Νορμανδός.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Είναι ο Λαμόνδος, 'ς την ζωήν μου!

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Μάλιστ', αυτός.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Καλά τον ξεύρω, και τωόντι
   εις το γένος του λάμπει ως πρώτος μαργαρίτης.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Την αξιότητά σου ωμολογούσε εις όλους·
   και 'ς την περιγραφήν της τέχνης, οπού εξέχεις,
   της οπλασκίας, κ' εξαιρέτως του σπαθιού σου,
   εκήρυττε πως θαύμα το 'χε να ημπορούσε
   άλλος με σε να συγκριθή· κ' έκαμνεν όρκον
   'πού, αντίπαλον αν σ' είχαν, ως και οι ξιφομάχοι
   του γένους του θα έχαναν όσην τέχνην έχουν
   εις την ορμήν, εις την προφύλαξιν, 'ς το μάτι.
   Τούτ' η περιγραφή του, Κύριε, τον Αμλέτον
   έκαυσε τόσο με του φθόνου το φαρμάκι,
   ώστ' άλλο δεν παρακαλούσε ειμή να φθάσης
   πάλιν εδώ κ' ευθύς να μετρηθή με σένα.
   Τώρα με τούτο —

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Τι με τούτο, Κύριέ μου;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Είχες αγάπην, ω Λαέρτη, του πατρός σου;
   ή μήπως είναι μόνον λύπης ζωγραφιά,
   θωριά χωρίς καρδιά;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Τι το ερωτάς;

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Δεν λέγω
   πως του πατρός σου αγάπην συ δεν είχες· όμως
   γνωρίζω πως με τον καιρόν (41) γεννάτ' η αγάπη,
   και πάλιν βλέπω τον καιρόν να μετριάζη
   του αισθήματος το πυρ εις την δοκιμασίαν.
   Αυτού 'ς την φλόγα της αγάπης μέσα υπάρχει
   κάτι ωσάν φτίλ' ή ωσάν στουππί, που την χωνεύει·
   πράγμα 'ς την ίδιαν στάσιν του καλού δεν μένει,
   διότι το καλό, 'ς την κορυφήν του αν φθάση,
   απ' την υπερβολήν του πρέπει ν' αποθάνη.
   Ό,τι να πράξης θέλεις πρέπει να το πράξης
   όταν το θέλης· ότι αυτό το «θέλω» πάσχει
   μεταλλαγαίς, αναβολαίς κ' εμπόδια τόσα,
   όσα 'ναι χείλη, χέρια και συμβάντα εμπρός του·
   ώστ' εκείνο το «πρέπει» στεναγμόν (42) ομοιάζει,
   'πού με τα ανάσαμά του βλάπτει· αλλά 'ς την ρίζαν
   της πληγής μας· ο Αμλέτος, βλέπεις, επανήλθε·
   συ τι θα επιχειρούσες διά να δείξης, όχι
   με λόγια, μ' έργα, 'πού 'σαι του πατρός σου γόνος;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Μες τ' Άγιο Βήμα να τον σφάξω.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Ναι, τωόντι,
   τόπος, ουδ' ιερός, δεν πρέπει να φυλάξη
   δολοφόνον· να έχ' η εκδίκησις δεν πρέπει
   περιορισμόν· αλλ' αν, Λαέρτη, αυτό θα κάμης,
   πρέπει κλειστός να μείνης 'ς το δωμάτιόν σου.
   Ο Αμλέτος άμα φθάση θέλει μάθη ότ' είσαι
   εις την πατρίδα· ωστόσο εμείς θα βάλωμ' άλλους
   να σε υπερεπαινούν και στίλβωμα να δίδουν
   διπλό 'ς την φήμην, οπού ο Γάλλος σώχει κάμη·
   θέλει σας φέρουν 'ς τον αγώνα· θέλει βάλουν
   στοιχήματα, και αυτός, αστόχαστος, γενναίος,
   οπού ποσώς δεν βάζει δόλον εις τον νουν του,
   δεν θα εξετάση τα σπαθιά, και συ με τέχνην
   έν' ακούμπωτο παίρνεις, κ' έπειτα 'ς την μάχην
   μ' εκείνο τον περνάς, εκδίκησιν να λάβης
   διά τον πατέρα σου.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Θα γίνη, και διά τούτο
   θ' αλείψω το σπαθί μου· αγορασμένην έχω
   από αγύρτην αλοιφήν θανατηφόρον,
   ώστε κοπίδα 'πού 'ς αυτήν βουτήση μόλις,
   αν ένα μέρος αιματώση δεν υπάρχει
   κατάπλασμα εκλεκτό πλασμένο απ' όσα τρέφει
   βότανα το φεγγάρι, να ημπορή να σώση
   από τον θάνατον το σώμα, 'πού εχαράχθη
   καν ελαφρά. Κ' εγώ μ' εκείνην την πανούκλαν
   θα χρίσω το σπαθί μου, και άμεσον θα φέρη
   τον θάνατον, και αν μόνον ξώδερμα τον πάρω.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Το πράγμα πρέπει να εξετάσωμεν ακόμη·
   να ιδούμε ποιος αρμόζει τρόπος 'ς τον σκοπόν μας,
   ποια μέσα, ποιος καιρός· αν τούτο θ' αποτύχη
   κ' η εκτέλεσις κακή το σχέδιο μας προδώση,
   κάλλιο αρχή να μη γίνη· και δι' αυτόν τον λόγον
   το στρατήγημα τούτο πρέπει να 'χη οπίσω
   δεύτερο 'πού να στέκη ολόρθο, αν ξεθυμάνη
   το πρώτο μες την δοκιμήν. — Γειά! στάσου — αγάλι!
   στοίχημα επίσημο 'ς την τέχνην σας επάνω
   θα κηρύξωμ' εμείς· — το ηύρα! — μες την ώραν
   οπού ζεστοί, φρυγμένοι θα 'σθε απ' τον αγώνα
   (κ' επίτηδες γοργά συ θα κινής τα ξίφος),
   και αυτός να πιή ζητήση, θα' χω ετοιμασμένο
   ποτήρι, οπού, και αν τύχη την φαρμακωμένην
   κεντιά σου να ξεφύγη αυτός, αρκεί να πάρη
   μιαν ρουφησιά κ' επίτυχε ο σκοπός μας. — Στάσου!
   Τι θόρυβος;

   Έρχεται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

   Βασίλισσά μου, τι συμβαίνει;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Μια συμφορά πατεί κατάφτερνα την άλλην,
   τόσο έρχονται γοργά. — Λαέρτ', η αδελφή σου
   επνίγη.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Επνίγη! Ω! πού;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   'Σ ένα ρυάκι επάνω
   ιτιά γυρμένη τα χλωμά της φύλλα δείχνει
   μες τον καθρέφτην του νερού 'πού αγάλι ρέει·
   έφερε η κόρη αυτού φανταστικά στεφάνια
   από τσουκνίδαις, χρυσολούλουδα και κρίνα,
   και από τα κόκκιν' άνθη, 'πού οι βοσκοί διακρίνουν
   μ' επίθετο χοντρό, και 'πού η ψυχραίς παρθέναις
   τα λέγουν δάκτυλα νεκρών· και ως προσπαθούσε
   αυτού σκαρφαλωμένη τα πλεκτά της άνθη
   'ς τα κλωνάρια, 'πού έκλιναν, να κρεμάση, εκόπη
   έν' άσπλαχνο κλαδί, και αυτή με τα χλωρά της
   τρόπαια πέφτει 'ς το ποτάμι οπού την κλαίει.
   Το απλομένο φόρεμά της την βαστούσε
   επάν' ως νύμφην του νερού, κ' εκείνη ωστόσο
   άσματα παλαιά κομμένα ετραγουδούσε,
   ως αίσθησιν της συμφοράς της να μην είχε,
   ή ωσάν πλάσμα εκ γενετής του μαθημένο
   'ς εκείνο το στοιχείον· αλλ' αγάλι, αγάλι
   ποτισμένα βάρυναν τα φορέματά της,
   και την δυστυχισμένην κόρην κάτω εσύραν
   απ' το γλυκό της άσμα εις βουρκωμένο μνήμα.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Αλοίμονον! λοιπόν επνίγη;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Επνίγη, επνίγη.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Τόσον έχεις νερό, καϋμένη μου Οφηλία,
   ώστε τα δάκρυα μου να ρεύσουν δεν θ' αφήσω
   Όμως η φύσις θέλει το δικαίωμά της,
   κ' η εντροπή δεν ημπορεί να την κρατήση·
   με τούτ', άμα στερέψουν, θέλει φύγη ό,τ' είναι
   γυναίκει' αδυναμία. Κύριέ μου, χαίρε·
   γλώσσαν είχα πυρός, 'πού ν' αναδώση φλόγα
   ήθελε, αλλά την πνίγει τούτ' (43) η ανοησία.

   [Εξέρχεται.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Γελτρούδη μου, κατόπιν ας του πάμε· πόσο
   είχα κοπιάση να ημερώσω την οργήν του!
   Τώρα φοβούμαι μήπως την ξυπνήση τούτη
   η αφορμή· λοιπόν κατόπιν ας του πάμε. [Εξέρχονται.