Αμλέτος
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς
Πράξις Τρίτη


ΣΚΗΝΗ Α'. Επεξεργασία


   Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.

   Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΟΦΗΛΙΑ
   ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Και δεν δύνασθε σεις με κάποιον πλάγιον τρόπον
   να μάθετε απ' αυτόν διατί τάχα το σχήμα
   της ζάλης τούτο ενδύθη, οπού των ημερών του
   όλων εξαγριόνει τόσο την γαλήνην
   μ' επικίνδυνην τρέλλαν ταραχής γεμάτην;

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Ομολογεί και αυτός 'πού εσάλευσεν ο νους του
   αλλά να ειπή την αφορμήν ποσώς δεν θέλει.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Ουδέ σου αφίνει πιάσιν να τον εξετάσης,
   αλλά με τρέλλαν πονηρήν αναμερίζει,
   άμα νοεί 'πού θα τον φέρναμεν εις θέσιν
   του αληθινού του πάθους κάτι να εξηγήση.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Σας εδέχθη καλά;

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Ως ευγενής τωόντι.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Με πολλήν όμως της ψυχής στενοχωρίαν.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Σπανίως ερωτά, πλην 'ς τα ερωτήματά μας
   ελεύθερ' απαντά.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Να διασκεδάση κάπως
   τον έχετε καλέση;

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Δέσποινα, συνέβη
   κάποιους ηθοποιούς να ευρούμε 'ς το ταξείδι,
   και ως το 'μαθε από μας εφάνη πως εχάρη.
   Είν' εδώ κάπου 'ς την αυλήν κ' έλαβαν ήδη,
   νομίζω, διαταγήν να κάμουν έμπροσθέν του
   κάποιαν παράστασιν απόψε.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Ναι, τωόντι·
   και μου 'πε, ω σεβαστοί, να σας παρακαλέσω
   'ς το δράμα να παρευρεθήτε.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Ναι, με όλην
   την ψυχήν μου· πολύ το χαίρομαι ν' ακούω
   ότι κλίνει 'ς αυτά· και σεις να τον κεντάτε
   δρόμον να πάρη ο νους του, ευγενικοί μου φίλοι,
   εις τέτοια ξεφαντώματα.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Θα γίνη, Κύριε.

   [Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Γελτρούδη μου γλυκειά, και συ να μας αφήσης·
   ότι εμηνύσαμε κρυφά του Αμλέτου να 'λθη,
   όπως εδώ 'σάν κατά τύχην εύρη εμπρός του
   την Οφηλίαν, ώστ' εμείς (συγχωρημένοι
   κατάσκοποι) ο πατέρας της κ' εγώ σιμά του,
   αθώρητοι, κρυμμένοι, να θωρούμεν όλα,
   και κρίνωμε από αυτήν τους την συνομιλίαν
   καθαρά και απ' τον τρόπον οπού εκείνος δείξη,
   εάν τωόντι από τον έρωτα πηγάζει
   το πάθος τούτ' οπού τον θλίβει.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Σε υπακούω. —
   Και ως προς σε, Οφηλία, τούτο επιθυμούσα,
   το αγνό σου κάλλος η ευτυχής να ήν' αιτία
   της ταραχής του Αμλέτου· θα 'χα τότ' ελπίδα
   πως η αρεταίς σου θα τον φέρουν εις τα πρώτα
   όρια του πάλιν, προς τιμήν σας και των δύο.

ΟΦΗΛΙΑ
   Άμποτε, δέσποινά μου.

   [Εξέρχεται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Εδώ τώρα, Οφηλία,
   συ να περιπατής. — Παρέκει, σεβαστέ μου,
   να μείνωμε. [προς την Οφ.] Συ βλέπε εις τούτο το βιβλίο,
   τέτοιας σπουδής το σχήμα κάποιο χρώμα δίδει
   'ς την μοναξιά σου. — Ω συχνό του ανθρώπου κρίμα!
   πόσαις φοραίς με την ειδή της ευσεβείας
   και μ' άγιον ήθος ζαχαρόνομε τους τρόπους
   και του διαβόλου.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ [Μόνος του]
   Ναι, τωόντι· αυτός ο λόγος
   σκληρά 'πού μαστιγόνει την συνείδησίν μου!
   Της αισχρής (1) γυναικός το πρόσωπο δεν είναι
   τόσο άσχημο προς την βαφήν 'πού τ' ομορφαίνει,
   όσο η πράξις μου εμπρός εις τον πλαστόν μου λόγον.
   Ω βάρος φοβερό!

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Θαρρώ πως τον ακούω
   ερχόμενον· ν' αποσυρθούμε, Κύριέ μου.

   [Εξέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΠΟΛΩΝΙΟΣ. Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Να ήναι (2) τις ή να μη ήναι, ιδού το ζήτημα·
   αν θέλ' η ευγένεια της ψυχής όλα να στέργης
   τα πικρά βέλη 'πού ακοντίζει τύχη αχρεία,
   ή (3) 'ς ένα πέλαγος κακών αρματωμένος
   αντίστασιν να κάμης και να παύσης όλα.
   Θάνατος, — ύπνος (4), — τίποτ' άλλο· και αν ειπούμε
   πως μ' έναν ύπνον παύει ο πόνος της καρδίας,
   και οι τόσοι κτύποι, της σαρκός αρχαία κλήρα, —
   θα ήταν τέλος άξιο των θερμών ευχών μας.
   Θάνατος· — ύπνος· — ύπνος! α! και όνειρα μήπως!
   εδώ είναι ο κόμπος· επειδή (5) κει 'ς του θανάτου
   τον ύπνον ποιας λογής όνειρα θα 'λθουν, άμα
   του κόσμου τούτου αποτινάξωμε την ζάλην,
   τούτο εξ ανάγκης μας κρατεί, τούτ' είναι η σκέψις,
   'πού σέρνει τόσο την ζωήν της δυστυχίας (6).
   Ότι ποιος θα δεχόνταν του καιρού τους τόσους
   περιπαιγμούς και ραβδισμούς, την δυναστείαν
   του αδικητού, την ύβριν των υπερηφάνων,
   την οδύνην αγάπης καταφρονημένης,
   την άργητα του νόμου (7), τον αυθάδη τρόπον
   της εξουσίας, και όσους λακτισμούς η αξία
   η υπομονητική λαμβάνει απ' τον αχρείον,
   εάν μ' ένα μαχαίρι μόνος του ημπορούσε
   ν' απελευθερωθή; ποιος ήθελε απ' το βάρος
   μιας άχαρης ζωής να ιδρόνη, να στενάζη;
   μόνος ο τρόμος μήπως κάτ' υπάρχει πέραν
   του τάφου, — ο τόπος (8) ο ανεύρετος, απ' όπου
   ποτέ κανείς ταξειδιώτης δεν γυρίζει, —
   την θέλησιν στενοχωρεί, και (9) αυτό βιάζει
   τον άνθρωπον να μένη 'ς τα δεινά, 'πού πάσχει,
   παρά να δράμη 'ς άλλ' αγνώριστά του πάθη.
   Έτσ' η (10) συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει,
   κ' έτσι το (11) φυσικό της αποφάσεως χρώμα
   νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του,
   ώστε μ' αυτόν τον δισταγμόν έργα μεγάλης
   ουσίας στρέφουν απ' το ρεύμα τους και χάνουν
   και τ' όνομα της ενεργείας. Σίγα, τώρα!
   Η εύμορφη Οφηλία; — Νύμφη, 'ς ταις (12) ευχαίς σου
   μνημόνευ' όλα τ' αμαρτήματά μου.

ΟΦΗΛΙΑ
   Κύριε,
   πώς ήσουν ταις πολλαίς ημέραις 'πού δεν σ' είδα;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ευχαριστώ σε ταπεινώς· καλά τωόντι.

ΟΦΗΛΙΑ
   Κάποια θυμητικά δικά σου, Κύριέ μου,
   έχω, και από πολύν καιρόν να τ' αποδώσω
   ήθελα· σε παρακαλώ, δέξου τα τώρα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Όχι εγώ· ποτέ μου τι δεν σώχω δώση

ΟΦΗΛΙΑ
   Ότι μου έχεις δώση, Κύριε, το γνωρίζεις,
   και με τα δώρα λόγια γλυκοσυνθεμένα
   τόσο 'πού έδιδαν πλούτον εις τα πλούσια δώρα.
   Το άρωμα (13) τους αφού εχάθη, τ' αποδίδω·
   προς ευγενή ψυχήν το χάρισμα πτωχαίνει,
   όταν πικρός να γίνη ο χαριστής συμβαίνει.
   Ιδού, κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Α! Α! είσαι τιμημένη;

ΟΦΗΛΙΑ
   Κύριέ μου!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Είσαι ωραία;

ΟΦΗΛΙΑ
   Τι εννοεί η Υψηλότης σου;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ότι (14), αν είσαι τιμημένη και ωραία, δεν πρέπει η τιμή
   σου να έχη ομιλίαις με την ωραιότητα σου.

ΟΦΗΛΙΑ
   Και δύναται, Κύριέ μου, η ωραιότης να έχη άλλον σύν-
   τροφον καλήτερον από την τιμήν;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ε! βεβαίως· διότι μεγαλήτερην έχει δύναμιν η ωραιό-
   της να μεταμορφώση την τιμήν εις ατιμίαν, παρά η τιμή
   να καταστήση ομοίωμά της την ωραιότητα· τούτο ήταν
   άλλοτε παραδοξολογία, αλλά τώρα ο καιρός το μαρτυρεί.
   Σε αγάπησα μία φορά.

ΟΦΗΛΙΑ
   Τωόντι, Κύριέ μου, μ' έκαμες να το πιστεύσω.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Δεν έπρεπε να με πιστεύσης· διότι η αρετή δεν δύναται
   να εμβολιασθή τόσο εις την παλαιάν μας ρίζαν, ώστε να
   μη απομείνη από τούτην κάποια μυρωδιά.

ΟΦΗΛΙΑ
   Τόσο χειρότερα απατήθηκα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πέρασε 'ς ένα μοναστήρι· τι το θέλεις να γίνης αμαρ-
   τωλών γεννήτρα; Κ' εγώ έχω αρκετήν τιμιότητα, όμως
   θα ημπορούσα να κατηγορήσω τον εαυτόν μου διά πράγ-
   ματα τέτοια, ώστε θα ήταν καλήτερα να μη με είχε γεν-
   νήση η μητέρα μου· είμαι πολύ υπερήφανος, εκδικητικός,
   φιλόδοξος· έχω πρόχειραις τόσαις αδικίαις, όσαις δεν αρκεί
   ο λογισμός μου να ταις αγκαλιάση, η φαντασία μου να
   τους δώση μορφήν, και ο καιρός διά να ενεργηθούν. Προς
   τι όντα οποίος είμ' εγώ, θα σέρνωνται ανάμεσα ουρανού
   και γης; Όλοι είμασθε φανεροί κακούργοι· μη πιστεύης
   κανέναν από εμάς. Τρέχα, πήγαινε εις μοναστήρι. Πού
   είναι ο πατέρας σου;

ΟΦΗΛΙΑ
   Εις το σπίτι. Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Κλείσετέ τον μέσα, διά να μην ημπορή να παίζη το
   πρόσωπο του μωρού αλλού παρά εις τα σπίτι του. Υγίαινε.

ΟΦΗΛΙΑ [μόνη της]
   Ω γλυκείς Ουρανοί, βοηθήσετέ τον!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αν υπανδρευθής σου δίδω προίκα την εξής πληγήν·
   αγνή και αν μείνης όσο είναι ο πάγος και όσο το χιόνι κα-
   θαρή, δεν θα ξεφύγης την συκοφαντίαν. Κλείσου 'ς ένα
   μοναστήρι· πήγαινε· υγίαινε. Ειδεμή, αν θέλεις ναι και
   ναι να υπανδρευθής, πάρε άνδρα μωρόν· διότι οι φρόνι-
   μοι καλώς γνωρίζουν ποιας λογής τέρατα σεις τους απο-
   κατασταίνετε. Πήγαινε εις ένα μοναστήρι, και ογλήγορα.
   Υγίαινε.

ΟΦΗΛΙΑ [μόνη της]
   Αγγελοι τ' Ουρανού, δώσετέ του την υγείαν του!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Έχω ακουστά και τα ζωγραφίσματά σας, αρκετά· ένα
   πρόσωπο σας έδωκεν ο Θεός και σεις πλάθετε του εαυτού
   σας και άλλο· ακροπηδάτε, λυγίζεσθε, ψιθυρίζετε και παρο-
   νομάζετε (15) τα πλάσματα του Θεού, και την θερμότητά σας
   παρασταίνετε ως απλότητα. Πηγαίνετε· τα βαρέθηκα· μ'
   ετρέλλαναν. Το λέγω, άλλους γάμους εις το εξής δεν θε-
   λομεν· όσοι είναι νυμφευμένοι έως τώρα, όλοι, έξω από
   έναν (16), θα ζήσουν· οι λοιποί θα μείνουν όπως είναι. Εις ένα
   μοναστήρι· πήγαινε.

   [Εξέρχεται.

ΟΦΗΛΙΑ
   Ωιμέν' αφανισμός εξόχου διανοίας!
   Μάτι αυλικού, γλώσσα σοφού, στρατιώτου ξίφος,
   η απαντοχή, το ρόδο της λαμπρής (17) πατρίδος,
   ο τύπος της μορφής, των τρόπων ο καθρέφτης,
   ο ζηλευτός, ο θαυμαστός, χάμω πεσμένος!
   κ' έρμη εγώ δυστυχής όσο καμμιά κυρία,
   'πού των γλυκών του όρκων βύζαξα το μέλι,
   το εξαίσιον βλέπω, το ευγενές εκείνο πνεύμα
   ωσάν γλυκόφωνο κουδούνι ραϊσμένο,
   παράτονο, βραχνό· το αμίμητον εκείνο
   της νεότητος πλάσμα, ως άνθος, πυρωμένο
   απ' την παραφροσύνην· αχ! αφανισμός μου,
   'πού (18) είδα ό,τ' είδα και οπού βλέπω τούτο εμπρός μου.

   Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΠΟΛΩΝΙΟΣ.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Έρωτας; η καρδιά του, όχι, εκεί δεν κλίνει·
   και ό,τ' είπεν, αν και τακτικήν μορφήν δεν είχε,
   δεν ωμοίαζε τρέλλα. Κάτι μέσα τρέφει,
   οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του,
   και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι
   μη κίνδυνον μας φέρη· και όπως τον προλάβω,
   χωρίς καιρόν να χάνω ιδού τι αποφασίζω·
   ευθύς θ' αναχωρήση αυτός διά την Αγγλίαν,
   τον φόρον να ζητήση 'πού αμελούν να δώσουν·
   ίσως η θάλασσαις και ξένα μέρη νέα
   και τα θεάματα πολλά του ξερριζώσουν
   κείνο το πράγμα, οπού καθίζει 'ς την καρδιά του,
   και οπού, καθώς ολοκαιρίς τον νουν του κρούει,
   από την στάσιν του τον βγάζει. Συ, τι λέγεις;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Θα ωφελήση· πλην εγώ πιστεύω ακόμη
   ότι το πάθος του εγεννήθηκε από αγάπην
   'πού απάντησε ψυχρήν καρδιά. — Τώρα, Οφηλία,
   να μας ειπής δεν είναι ανάγκη ό,τ' είπ' ο Αμλέτος,
   τ' ακούσαμ' όλα. — Κύριέ μου, κάμε ως θέλεις,
   αλλ', αν καλό το κρίνεις, άμα τελειώση
   το δράμα, η σεβαστή μητέρα του ας καλέση
   κατά μόνας αυτόν ν' ακούση τον καϋμόν του.
   Ας του ομιλήση στρογγυλά· κ' εγώ θα μείνω,
   αν θέλης, οπού θ' ακροάζωμ' ό,τι λέγουν.
   Εάν το μυστικό του δεν του βγάλ' η μάννα,
   στείλε τον 'ς την Αγγλίαν ή περιόρισέ τον
   εις όποιο μέρος άλλο η φρόνησίς σου κρίνη.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Θα γένη τούτ', ως λέγεις· η παραφροσύνη
   των μεγάλων δεν πρέπει αφύλακτη να μείνη.

   [Εξέρχονται.

ΣΚΗΝΗ Β'. Επεξεργασία

   Αίθουσα εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
   Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΗΘΟΠΟΙΟΙ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τον λόγον, παρακαλώ σε, λέγε τον όπως σου τον επρό-
   φερα εγώ, ώστε να ελαφροκυλά εις την γλώσσαν· αν, εξ
   εναντίας, θα τον ξερομασσάς, καθώς πολλοί των ηθοποιών
   σας το συνηθίζουν, θα επροτιμούσα να εκφωνή τους στί-
   χους μου ο δημόσιος διαλαλητής. Μηδέ να παρασχίζης (19)
   τον αέρα, έτσι, με το χέρι σου· αλλά το κάθε τι να γίνε-
   ται ευγενικά· διότι και μέσα εις την ποταμοφοριά, εις την
   τρικυμίαν, και, θα έλεγα, εις τον ανεμοστρόβιλον του πά-
   θους σας, πρέπει να αποκτήσετε, να ιδιοποιηθήτε τόσην
   εγκράτειαν, ώστε να το ημερόνη. Ω! με πληγόνει κατά-
   καρδα ν' ακούω ένα χοντρό κορμί με κεφάλι φορτωμένο
   πλαστά (20) σγουρά, να κατασπαράζη το πάθος εις τόσα κομ-
   μάτια, εις τόσα αληθινά παληοκούρελα, και μόνον διά να
   σπάνη τ' αυτιά των κάτω (21) καθημένων ακροατών, οπού, οι
   περισσότεροι, άλλο τι δεν αισθάνονται ειμή τα βουβά (22)
   ακατανόητα των παντομίμων θεάματα ή τον θόρυβον.
   Στρώσε μου εις το ξύλο τον άνθρωπον, οπού και τον Τερ-
   μαγάντην (23) παρακάμνει και τον Ηρώδην υπερηρωδιάζει·
   αυτό παρακαλώ σας να τ' αποφύγετε.

Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
   Μείνε ήσυχος, ευγενέστατε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Μη γίνεσθε πάλι παρά πολύ σιγανοί, αλλά έχετε προ-
   στάτην το λογικό σας· ταιριάζετε το ήθος με τον λόγον, τον
   λόγον με το ήθος, με πολλήν προσοχήν προ πάντων εις
   τούτο, να μη προχωρήσετε παρέκει από το μέτρο, οπού
   θέλει η φύσις· επειδή ό,τι γίνεται με υπερβολήν απομα-
   κρύνεται από τον σκοπόν της δραματικής τέχνης, και αυ-
   τός απ' αρχής ήταν, και τώρα είναι, να παρουσιάζη ωσάν
   καθρέφτην της φύσεως, να δείχνη εις την αρετήν την ειδή
   της, εις το όνειδος την εικόνα του, και να παρασταίνη ακρι-
   βώς το ανάστημα και το σώμα της εποχής, την μορφήν
   της και τον τύπον της. Τώρα, αν τούτο γίνεται με υπερ-
   βολήν, ή προβάλη πάρωρα, αν και καλοκαρδίζει τους αμα-
   θείς, όμως εξ ανάγκης θα λυπήση τους γνωστικούς, και
   τούτων η γνώμη πρέπει να ζυγίζη, εις την κρίσιν σας, πε-
   ρισσότερον εκείνης ολοκλήρου του άλλου ακροατηρίου. Ω!
   είδα — και άκουσα άλλους να τους επαινούν και πολύ —
   είδα ηθοποιούς, οπού ο Θεός να με συγχωρέση, εις την προ-
   φοράν, εις τα κινήματα, δεν ωμοίαζαν ούτε Χριστιανοί,
   ούτε εθνικοί, ούτε καν απλώς άνθρωποι· εκορδόνονταν,
   εμούγκριζαν τόσον, ώστε εστοχάσθηκα ότι δεν τους έκαμε
   η Φύσις, αλλά κάποιοι μισθωμένοι της εργάταις τους εί-
   χαν κακοκατασκευάση, τόσο κατηραμένα εκείνοι εμιμούντο
   την ανθρωπότητα.

Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
   Ελπίζω ότι κάπως το εδιορθώσαμε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω! διορθωθήτε με τα σωστά! Και εκείνοι οπού κάμνουν
   το μέρος του γελωτοποιού να μη λέγουν περισσότερα απ'
   όσα είναι γραμμένα διά το μέρος των· λέγω τούτο διότι
   ευρίσκονται μεταξύ των κάποιοι οπού γελούν αυτοί διά ν'
   αρχίσουν τα γέλια κάμποσοι ξεροκέφαλοι θεαταί, και τούτο
   κάποτε συμβαίνει να γίνεται εις την στιγμήν όταν η προ-
   σοχή πρέπει να ήναι προσηλωμένη εις κάποιο μέρος σημαν-
   τικό του διαλόγου· τούτο είναι κακοτροπία και δείχνει την
   ελεεινήν φιλαυτίαν του γελωτοποιού οπού το κάμνει. Πη-
   γαίνετε, ετοιμασθήτε.

   [Εξέρχονται ΗΘΟΠΟΙΟΙ. Εισέρχονται ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Λοιπόν, Κύριέ μου, ο Βασιλέας θα παρευρεθή εις αυτήν
   την παράστασιν;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Και η Βασίλισσα ακόμη, και αμέσως τώρα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ειπέ των ηθοποιών να μην αργήσουν. [Εξέρχεται ΠΟΛΩ-
   ΝΙΟΣ] Θα λάβετε και σεις την καλοσύνην να τους παρα-
   κινήσετε να έλθουν ογλήγορα;

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Μάλιστα, Κύριε. [Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Οράτιε, Οράτιε!

   Εισέρχεται ΟΡΑΤΙΟΣ

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Εις τους ορισμούς σου, γλυκέ μου Κύριε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Οράτιε, συ 'σαι ο δικαιότερος απ' όσους
   ανθρώπους έτυχε ποτέ μου να γνωρίσω.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Α! Κύριέ μου αγαπητέ, —

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Να μη πιστεύης,
   όχι, πως κολακεύω· τι θα περιμένω
   τάχ' από σε, που θησαυρόν δεν έχεις άλλον
   ή μόνον το έξυπνό σου πνεύμα να σου δίδη
   τροφήν κ' ενδυμασίαν; Και διά ποίον λόγον
   θα κολακεύωνται οι πτωχοί; Τα μελωμένα
   χείλη ας γλείφουν την μωράν πομπήν του πλούτου·
   τα λυγιστά στροφίδι' ας κλίνη των γονάτων
   εκείνος οπού ελπίζει ν' απολαύση κέρδος
   απ' την χαμέρπειάν του. Με ακούς; Αφ' ότου
   η καϋμένη ψυχή μου εγίνηκε κυρία
   της εκλογής της και ικανή να ξεχωρίζη
   μεταξύ των ανθρώπων, έχει με σφραγίδα
   σέ σημειώση διά δικόν της, αφού σ' είδα
   τα πάντα να υπομένης και να μη τα δείχνης.
   Τα ραπίσματα συ της Τύχης και ταις χάρες
   εδέχθης όμοια, κ' είν' ευλογημένοι εκείνοι
   'πώχουν αίμα (24) και νουν συγκερασμένα τόσο,
   ώστε δεν γίνονται φλογέρα να τους παίζη
   το δάκτυλο της Τύχης 'ς τα κλειδί 'πού θέλει.
   Άνθρωπον να μην ήναι ανδράποδο του πάθους
   δος μου, και θα τον φέρω 'ς της καρδιάς τα βάθη,
   'ς την καρδιά της καρδιάς μου, καθώς έχω εσένα.
   Αλλ' ως προς τούτο 'είπα πολλά. Μάθε ότι απόψε
   παράστασις θα γίνη εμπρός τον βασιλέα·
   έχει μέσα σκηνήν 'πού ομοιάζει με τον τρόπον,
   ως σου τον είπα, 'πού ο πατέρας μου εφονεύθη·
   παρακαλώ σε, όταν ιδής ν' αρχίσ' η πράξις,
   να στήσης όλην την ψυχήν σου να προσέχη
   'ς τον θείον μου, κ' εάν, 'ς ένα (25) του λόγου μέρος,
   το κρυμμένο έγκλημά του απ' την μονιά (26) δεν έβγη,
   κολασμένο ήταν Πνεύμ' αυτό 'πού εφάνη εμπρός μας,
   και όλα τα οράματά μου μαύρα ως το καμίνι
   του Ηφαίστου. Συ με προσοχήν να τον κυττάζης,
   ενώ κ' εγώ 'ς το πρόσωπό του στυλωμένα
   θα 'χω τα μάτια, και κατόπι εμείς οι δύο
   από τα συμπεράσματά μας ενωμένα
   θα κρίνωμε την όψιν του.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Καλά το εσκέφθης·
   κ' εάν, ενώ τα δράμα παίζετ', επιτύχη
   αυτός να κλέψη τι και μείνη σκεπασμένος,
   εγώ το κλεψιμιό πλερόνω.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ιδέ τους, φθάνουν
   διά την παράστασιν· εγώ πρέπει να ήμαι
   μωρός· ωστόσο πάρε θέσιν να καθίσης.

   Δανικόν Εμβατήριον. Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΟΦΗΛΙΑ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και
   άλλοι ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ και η ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΗ με λαμπάδαις.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Πώς περνά ο ανεψιός μας Αμλέτος;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Περίφημα, 'ς την ζωήν μου· με την τροφήν του χαμαι-
   λέοντος· αέρα τρώγω, φουσκωμένος ελπίδαις· όμοια δεν
   ημπορείς να τρέφης τα καπώνια σου.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Δεν έχω τι να κάμω με αυτήν την απάντησιν, Αμλέτε·
   αυτά τα λόγια δεν μου ανήκουν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ούτε εις εμέ ανήκουν (27) πλέον. — [προς τον ΠΟΛΩΝΙΟΝ]
   Κύριέ μου, μου είπες ότι μία φορά έχεις παραστήση εις το
   Πανεπιστήμιον.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Μάλιστα, Κύριέ μου, κ' ευδοκίμησα ως ηθοποιός.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Και ποίο πρόσωπο έπαιξες;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Του Ιουλίου Καίσαρος· έπεσα φονευμένος εις το Καπι-
   τώλιον· μ' εφόνευσεν ο Ιούνιος Βρούτος.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Με συγχωρείς· αφού (28) σ' έφαγεν ο Ιούνιος, δεν ήσουν
   Ιούλιος, ήσουν Μάιος. — Είν' έτοιμοι οι ηθοποιοί;

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Έτοιμοι, Κύριέ μου· περιμένουν την άδειάν σου.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Έλα εδώ, αγαπητέ μου Αμλέτε· κάθισε σιμά μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Όχι, καλή μητέρα· υπάρχει εδώ πέρα δυνατώτερος μα-
   γνήτης.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   [Ιδιαιτέρως του ΒΑΣΙΛΕΩΣ] Ε! το βλέπεις; (29)

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Κυρία, ν' αναπαυθώ εις το στήθος σου;

   [Κάθεται εις τα πόδια της ΟΦΗΛΙΑΣ]

ΟΦΗΛΙΑ
   Όχι, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Εννοώ την κεφαλήν μου επάνω εις το στήθος σου.

ΟΦΗΛΙΑ
   Ναι, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Εστοχάσθηκες ότι εννοούσα άτακτα πράγματα;

ΟΦΗΛΙΑ
   Εγώ δεν στοχάζομαι τίποτε, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Και όμως θα ήταν γλυκυτάτη ανάπαυσις (30).

ΟΦΗΛΙΑ
   Τι, Κύριέ μου;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τίποτε.

ΟΦΗΛΙΑ
   Είσαι καλόκαρδος, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ποίος; εγώ;

ΟΦΗΛΙΑ
   Μάλιστα, η Ευγενία σου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω Θεέ μου, μόνον δια να σε διασκεδάσω. Τι άλλο μένει
   παρά να ήμεθα καλοκαρδισμένοι; δεν βλέπεις πόσο ιλαρή
   δείχνεται η μητέρα μου, και δεν επέρασαν δύο ώραις αφού
   απέθανε ο πατέρας μου;

ΟΦΗΛΙΑ
   Όχι, Κύριέ μου δύο φοραίς δύο μήνες.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τόσος καιρός; Τότε λοιπόν ας αφήσωμε τον διάβολον (31)
   να μαυροφορή κ' εγώ θα λαμπροφορέσω. Ω Θεέ μου! απε-
   θαμένος από δύο μήναις, και να μη λησμονηθή ακόμη!
   Ας ελπίσωμε λοιπόν ότι η μνήμη μεγάλου ανδρός δύναται
   να του επιζήση έξι μήναις· όμως, μα την Παναγίαν, πρέ-
   πει πρώτα να κτίση ιερούς ναούς, αλλέως θα λάβη την ευ-
   χαρίστησην να τον ξεχάσουν, καθώς το χάρτινο (32) άλογο,
   οπού τραγουδούν το μυρολόγι του· «ωιμέ το χάρτινο άλογο
   — ωιμέ πώς λησμονήθη!»

   Μουσική. Εισέρχεται το άφωνο Θέαμα.

   Εισέρχεται ένας ΒΑΣΙΛΕΑΣ και μία ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ερωτικώς
   αγκαλιάζονται· αυτή γονατίζει και με τα σχήματα του φανερόνει την
   αγάπην της· εκείνος την σηκόνει και γέρνει την κεφαλήν εις τον
   λαιμόν της· πλαγιάζει επάνω εις ένα ανθοστόλιστο κάθισμα· αυτή,
   άμα τον είδε αποκοιμημένον, τον αφίνει. Κατόπιν έρχεται ένας, του
   παίρνει την κορώναν, την φιλεί, χύνει φαρμάκι εις το αυτί του
   ΒΑΣΙΛΕΩΣ και εξέρχεται. Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ επιστρέφει, ευρίσκει νεκρόν
   τον ΒΑΣΙΛΕΑ και κάμνει σχήματα λύπης. Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ επιστρέφει
   συνωδευμένος από δύο ή τρία άφωνα ΠΡΟΣΩΠΑ και δείχνει ότι
   συγκλαίει με αυτήν. Σηκόνουν τα λείψανο. Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ περιποιείται
   την ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ με δώρα· αυτή διά κάμποσην ώραν φαίνεται ότι τ'
   αποστρέφεται· αλλά τέλος πάντων δέχεται την αγάπην του.
                                              [Εξέρχονται.

ΟΦΗΛΙΑ
   Τι σημαίνει τούτο, Κύριέ μου;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Φανερό πράγμα· έργα καταχθόνια, δηλαδή κακούργημα.

ΟΦΗΛΙΑ
   Τούτο το θέαμα, ως φαίνεται, προσημαίνει το θέμα του
   δράματος.

   Εισέρχεται ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τούτος θα μας πληροφορήση· οι ηθοποιοί (33) δεν κρατούν
   μυστικό, θα τα ειπούν όλα.

ΟΦΗΛΙΑ
   θα μας ειπή τι εδηλούσε εκείνο το θέαμα;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Βεβαιότατα, και όποιο άλλο θέαμα και αν του παραστή-
   σης· μη φοβήσαι συ να του το παραστήσης και αυτός δεν
   θα φοβηθή να σου ειπή τι δηλοί.

ΟΦΗΛΙΑ
   Είσαι άνοστος, είσαι άνοστος· θα προσέχω εις το δράμα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
   Ταπεινώς σας προσκυνούμε,
   και ν' ακούσετε ζητούμε
   με πολλήν μακροψυχίαν
   τούτην μας την τραγωδίαν. [Εξέρχεται.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πρόλογος είναι αυτός ή στίχοι (34) δι' αρραβώνα;

ΟΦΗΛΙΑ
   Είναι σύντομος, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Όσο γυναικός αγάπη.

   Εισέρχονται δύο ηθοποιοί ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Τριάντα κύκλους κλειδωτούς ως τώρα έχει χαράξη
   ολόγυρα 'ς την σφαίραν μας ο Φοίβος με τ' αμάξι,
   και τριάντα φοραίς δώδεκα φεγγάρια με την ξένην
   λάμψιν τριάντα εφώτισαν φοραίς την οικουμένην,
   αφ' ότου ο πόθος ταις καρδιαίς, ο Υμέναιος τα χέρια,
   μ' άγιον μας ένωσαν δεσμόν, 'πού ευλόγησαν τ' αστέρια.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Α! κύκλους τόσους και 'ς το εξής ο Ήλιος και η Σελήνη
   να κάμουν να μετρήσωμε κ' η αγάπη μας να μείνη!
   Αλλ' ω κακό μου! από καιρόν σε βλέπω μαραμμένον
   κακόκαρδον και απ' την μορφήν την πρώτην σου αλλαγμένον,
   και σε φοβούμαι· αλλ', αν, γλυκέ μου αφέντη, εμέ δειλιάζεις,
   εσύ δεν πρέπει παντελώς διά τούτο να τρομάζης·
   ομοιοτρόπως 'ς την καρδιά της γυναικός καθίζουν
   πόθος και φόβος, ή σιγούν ή τρομερά μανίζουν.
   Ολοζωής ο πόθος μου σού εδείχθη χωρίς λάθος,
   και ο φόβος μου είναι ισόμετρος του πόθου προς το βάθος·
   ο μέγας πόθος και σκιάν εις φόβον μεταβάλλει,
   κ' εκεί 'πού οι φόβοι ανδρόνονται η αγάπ' είναι μεγάλη.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Αχ! θα σ' αφήσω· η 'μέραις μου, αγαπητή μου, εκλείσαν·
   η οργανικαίς μου δύναμες σχεδόν εσταματήσαν·
   'ς του κόσμον τούτου ταις χαραίς, ω φως μου, συ θα ζήσης
   αγαπημένη, δοξαστή, και ίσως θ' αποκτήσης
   άνδρα ως εμένα τρυφερόν —

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Οργή τ' άλλα να κάψη
   παρ' έρωτας προδοτικός τα στήθη μου ν' ανάψη·
   αν άνδρα πάρω δεύτερον να 'μαι κατηραμένη·
   μόνον του πρώτου η φόνισσα με δεύτερον πηγαίνει.

ΑΜΛΕΤΟΣ [μόνος του]
   Αψιθιά, αψιθιά! (35)

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Εις γάμον δεύτερον ποτέ δεν σπρώχνει της καρδίας
   το αίσθημ', αλλ' οι ποταποί σκοποί της ωφελείας·
   του πρώτου ανδρός μου δεύτερον δίδω θανάτου αγώνα,
   αν άνδρα δεύτερον δεχθώ 'ς τον ορφανόν νυμφώνα.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Πιστεύ' ότι στοχάζεσαι κείνα οπού λέγεις τώρα,
   αλλ' ό,τι αποφασίζομε συχνά τ' αλλάζ' η ώρα·
   η γνώμη 'ς το μνημονικόν είναι υποδουλωμένη,
   με ορμήν γεννάται, αλλ' η ζωή 'ς αυτήν ολίγο μένει.
   Είν' ως ο άγουρος καρπός 'ς το δένδρο κολλημένος,
   'πού κάτω πέφτει ατίνακτος ως είναι ωριμασμένος.
   Χρέος, 'πού μόνον εις εμάς τους ίδιους χρεωστούμε,
   νοείται πόσο αδιάφορα συχνά το λησμονούμε.
   Ό,τι 'ς του πάθους την ορμήν να γίνη αποφασίσθη,
   άμα το πάθος έπαυσε, με δισταγμούς εσείσθη·
   αίσθημα πόνου ή χαράς, 'ς το άκρον άμα φθάση,
   τα ίδια του ενεργήματα συμβαίνει να χαλάση.
   Όπου χαραίς γελοκοπούν, κλάματα εκεί και θρήνοι,
   λύπη σκιρτά, χαρά πονεί, ως αφορμή την κλίνει
   Δεν είναι ο κόσμος άφθαρτος· όθεν ας μη θαυμάζη
   κανείς αν με την τύχην μας κ' η αγάπη μας αλλάζει,
   ότ' είναι ακόμη αμφίβολον η αγάπη αν οδηγάει
   την τύχην, ή την τύχην αν η αγάπη ακολουθάει.
   Έπεσε ο μέγας και όλοι ευθύς οι φίλοι τον αφίνουν,
   πτωχός ανέβ', οι πριν εχθροί το γόνα εμπρός του κλίνουν.
   Λοιπόν η αγάπη σέρνεται 'ς της Τύχης την δουλείαν,
   αν τότε φίλους αποχτάς 'πού δεν τους έχεις χρείαν.
   Κ' εάν εις την ανάγκην σου ψεύτιkον φίλον κράζης,
   εις έχθραν την φιλίαν του θα ιδής 'πού ευθύς θ' αλλάξης.
   Και, όπως η αρχή του λόγου μου μην απομείνη στείρα,
   του ανθρώπου προς την βούλησιν μάχεται τόσο η μοίρα,
   'πού καταντούν τα σχέδια του συχνά 'ς αποτυχίαν,
   'ς την σκέψιν έχει, όχι ποσώς 'ς το τέλος, εξουσίαν,
   και αν άλλον να μη νυμφευθής η γνώμη σου διορίση,
   με του ανδρός σου την πνοήν και αυτή θα ξεψυχήση.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τροφήν, ω Γη, να μου αρνηθής, το φως, ω ουράνια σφαίρα!
   πάρτε μου κάθε ανάπαυσιν, ω νύχτα συ, και ημέρα!
   'Σ απελπισία γυρίστε μου την κάθε απαντοχήν μου,
   'ς έρμο κελλί με νήστειαις να φθείρω την ζωήν μου,
   κάθε κακό, 'πού της χαράς το πρόσωπο μαυρίζει,
   να κατατρέχη ό,τι αγαπώ, σκληρά να το αφανίζη,
   μαρτύρια 'ς τούτην την ζωήν ας λάβω και 'ς την άλλην,
   αν αφού χήρα ονομασθώ νύμφη εγώ γίνω πάλιν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Και αν αυτή τ' αθετούσεν όλα τώρα;

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Όρκος μεγάλος! Άφες με ολίγο, αγαπημένη,
   το πνεύμα μου ναρκόνεται, τον ύπνον αναμένει,
   να λάβη ολίγην άνεσιν. [Αποκοιμάται]

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Κοιμήσου αναπαυμένα,
   μηδέ φανή ποτέ κακό 'ς το μέσο μας κανένα. [Εξέρχεται.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Δέσποινα, πώς σου φαίνεται αυτή η παράστασις;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Η Κυρία υπόσχεται παρά πολύ, νομίζω.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω! αλλά βεβαίως θέλει κρατήση τον λόγον της.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Γνωρίζεις το θέμα; δεν περιέχει καμμίαν προσβολήν;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Καμμίαν, καμμίαν· απλό μετώρισμα· φαρμακόνουν διά
   μετώρισμα· ουδέ την παραμικρήν προσβολήν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Πώς ονομάζεται το δράμα;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Το Δόκανο (36), θα ειπής, πώς; μεταφορικώς. Τούτο
   το δράμα εικονίζει φόνον οπού συνέβη εις την Βιέννην· ο
   Δούκας ονομάζεται Γονζάγος, η γυναίκα του Βαπτιστή,
   θα ιδής μετ' ολίγον· είναι διαβολεμένο δράμα, αλλά τι
   με τούτο; η Μεγαλειότης σου κ' εμείς οπού δεν έχομε
   βάρη εις την συνείδησιν, το πράγμα δεν μας εγγίζει· η
   ψωριασμένη φοράδα ας κλοτσά· η ράχη μας πληγαίς δεν
   έχει.

   Εισέρχεται ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Είναι ένας κάποιος Λουκιανός, ανεψιός του Βασιλέως.

ΟΦΗΛΙΑ
   Κύριέ μου, τι καλά 'πού κάμνεις το μέρος του χορού.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θα εγινόμουν διερμηνευτής μεταξύ σου και του αγαπη-
   τικού σου, αν έβλεπα νευρόσπαστα να παίζουν.

ΟΦΗΛΙΑ
   Κύριέ μου, κόπτει ο λόγος σου, κόπτει παρά πολύ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Το μαχαίρι μου δεν είναι αρκετό να σε σφάξη 'ς την
   καρδιά.

ΟΦΗΛΙΑ
   Πάντοτε και καλήτερα και χειρότερα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τέτοιοι γαμβροί σας πρέπουν. — Άρχισε, δολοφόνε (37)·
   πανούκλα, παύσε να στραβόνης τα μούτρα, και άρχισε·
   έλα· κρώζει ο κόρακας κ' εκδίκησιν ζητάει.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
   Νους μαύρος, χέρι δεξιό, χυλός εχθρός 'ς την ζήσι,
   βοηθός η ώρα και οφθαλμός κανείς να μαρτυρήση·
   φρικτό μίγμ' από βότανα μεσάνυκτα κομμένα,
   με της Εκάτης τρεις φοραίς το χνώτο μολυσμένα,
   με το μιαρό σου ιδίωμα, με την κρυφήν μαγείαν,
   τον ύγιον (38) τόπον της ζωής πάτησ' ευθύς με βίαν.

   [Χύνει το φαρμάκι εις το αυτί του αποκοιμημένου]

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τον φαρμακόνει εις τον κήπον του διά να του πάρη το
   βασίλειο. Ονομάζεται Γονζάγος· η ιστορία είναι αληθινή
   και γραμμένη εις εκλεκτήν ιταλικήν γλώσσαν· 'ς ολίγο θα
   ιδήτε πώς ο δολοφόνος κερδίζει την αγάπην της γυναικός
   του Γονζάγου.

ΟΦΗΛΙΑ
   Ο Βασιλέας σηκόνεται!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τι; του εφάνη πως καίεται;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τι αισθάνεσαι, Κύριέ μου;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Παύσετε την παράστασιν!

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Φέξετέ μου! — Έξω!

ΟΛΟΙ
   Φώτα! φώτα! φώτα!

   [Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ και του ΟΡΑΤΙΟΥ]

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Το κτυπημένο ελάφι ας πα να κλαίη,
   το αλάβωτο ζαρκάδι, ας παιγνιδά·
   θα κοιμάτ' ένας, άλλος αγρυπνά·
   εις τούτον τον συρμόν ο κόσμος πλέει.

   Δεν νομίζεις, φίλε, ότι με αυτό το κατόρθωμα και με
   ένα (39) δάσος πτερά (εάν η τύχη μου εις το εξής αποτουρ-
   κεύση) και μ' ένα ζευγάρι ρόδα της Προβέντσας επάνω εις
   τ' ανοικτά υποδήματά μου, δεν θα είχα το μερτικό μου εις
   μίαν συντροφιά ηθοποιών, φίλε;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Το μισό.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Όχι, ολόκληρο, είμαι βεβαιότατος.
   Ω Δάμων φίλ', εδώ την βασιλεία
   ωρφάνευσαν από τον ίδιον Δία,
   το ξεύρεις, και τον κλείσαν 'ς το μνημούρι·
   και τώρα βασιλεύει ένα — παγώνι.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Εύκολα εύρισκες την ρίμα (40).

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω αγαπητέ μου Οράτιε! Τώρα επάνω εις τον λόγον του
   Πνεύματος θα εστοιχημάτιζα και χίλιαις λίραις. Ενόησες;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Πολύ καλά, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Άμα έγινε λόγος διά το φαρμάκωμα;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Πολύ καλά τον επαρατήρησα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Χα! χα! Εμπρός, ολίγη μουσική! Εμπρός, εμπρός,
   οι αυλοί!

   Διότι αν του βασιλειά κακόν
   το δράμα τούτο εφάνη,
   τότ' είναι πιθανόν, — μα τον Θεόν,
   πολύ του εκακοφάνη.

   Εμπρός, ολίγη μουσική!

   Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Κύριέ μου, δώσε μου την άδειαν να σου ειπώ έναν λόγον.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Και ολόκληρην ιστορίαν, Κύριε.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Ο Βασιλέας, Κύριε, —

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ε! τι γίνεται;

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Αποσυρμένος εις τα δωμάτια του πάσχει φοβερά.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Από το πολύ πιοτό, Κύριε;

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Όχι, Κύριέ μου· από χολήν κάπως.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θα έδειχνες πολύ γνωστικώτερος αν είχες αναγγείλη
   τούτο εις τον ιατρόν του διότι, ως προς εμέ, εάν εγώ του
   εδιόριζα καθαρτικό, θα του ανακάτονα ίσως περισσότερο
   την χολήν.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Κύριέ μου, δώσε κάπως μορφήν εις την ομιλίαν σου,
   και μη πηδάς τόσον αγρίως από το θέμα μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Είμαι ήμερος, Κύριε· προχώρησε.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Η Βασίλισσα, η μητέρα σου, καταλυπημένη μ' έστειλε
   προς εσέ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Καλώς ήλθες.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Αλλά, Κύριέ μου, αυτή η ευγένεια δεν είναι άδολη· αν
   λάβης την καλοσύνην να μου δώσης μίαν γνωστικήν από-
   κρίσιν, θα εκτελέσω την προσταγήν της μητρός σου· ει-
   δεμή θα μου δώσης την άδειαν ν' αναχωρήσω και με τούτο
   τελειόνει η παραγγελία μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Κύριε, δεν ημπορώ —

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Τι, Κύριέ μου;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   να σου δώσω μίαν γνωστικήν απόκρισιν· το πνεύμα μου
   είναι άρρωστο· αλλά την απόκρισιν οπού ημπορώ να δώσω,
   συ θα μου την διατάξης, Κύριε, ή καλήτερα θα μου την
   διατάξη, καθώς λέγεις, η μητέρα μου· λοιπόν φθάνει, και
   εις το προκείμενον. Η μητέρα μου, λέγεις —

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Ιδού τι λέγει· ο τρόπος σου την έρριξε εις απορίαν και
   ταραχήν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω θαυμαστός (41) υιός ικανός να ζαλίση τόσο μίαν μη-
   τέρα! Αλλά τι σέρνει κατόπι της αυτή η απορία της μη-
   τρός μου; Λέγε.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Επιθυμεί να σου ομιλήση εις την κάμαράν της πριν πας
   να πλαγιάσης.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θέλ' υπακούσωμε, και αν (42) την είχαμε δέκα φοραίς μη-
   τέρα. Έχεις τι άλλο να μου ειπής;

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Κύριέ μου, μία φορά μ' αγαπούσες.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Και ακόμη τώρα, να χαρώ αυταίς μου ταις δύο αρπά-
   κτραις.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Κύριέ μου, πόθεν προέρχεται η ασθένειά σου; Μα την
   αλήθειαν, μανταλόνεις την θύραν εις την ελευθερίαν σου,
   αν αρνείσαι να φανερώσης τον πόνον σου εις τους φίλους
   σου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Κύριε, δεν βλέπω προκοπήν.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Πώς τούτο, αφού έχεις τον λόγον του βασιλέως ότι εί-
   σαι ο διάδοχος της Δανίας;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ναι, Κύριε· πλην «ζήσε, μαύρε μου» — η παροιμία
   εμούχλιασε κάπως.

   Εισέρχονται ΗΘΟΠΟΙΟΙ με αυλούς.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω! οι αυλοί! δος μου έναν να ιδώ. — Διά (43) να ελευ-
   θερωθώ από σας — τι με φέρνετε γύρα διά να μου πάρετε
   την μυρωδιά, ως να ηθέλετε να με πιάσετε 'ς την παγίδα;

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Ω! Κύριέ μου, όσο τολμηρόν είναι το σέβας μου, τόσο
   αδιάκριτη είναι η αγάπη μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Δεν σ' εννοώ καλά. θέλεις να παίξης αυτόν τον αυλόν;

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Κύριέ μου, δεν ημπορώ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αν μ' αγαπάς.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Πίστευσέ με, δεν ημπορώ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θερμώς σε παρακαλώ.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Δεν γνωρίζω πώς πιάνεται καν, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Είν' εύκολο, όσο να ειπής το ψέμα· ιδού, κυβέρνησε τού-
   ταις ταις τρύπαις με τον δείκτην και με τον αντίχειρα,
   δώσε του πνοήν με το στόμα, και θα σου λαλήση εκφρα-
   στικωτάτην μουσικήν. Παρατήρησε, εδώ είναι τα κλειδιά.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Αλλ' αυτά ίσα ίσα δεν δύναμαι εγώ να τ' αναγκάσω να
   γεννήσουν αρμονικόν ήχον κανέναν· δεν κατέχω την τέχνην.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ε! βλέπεις λοιπόν διά πόσο ουτιδανό πράγμα με κάμνεις!
   Ήθελες να με παίξης ωσάν όργανο· έδειχνες πως γνωρί-
   ζεις τα κλειδιά μου· ήθελες ν' ανασπάσης την καρδίαν
   του μυστηρίου μου· ήθελες να με λαλήσης από την νή-
   την έως την πρώτην μου χορδήν· και ενώ εις τούτο το ορ-
   γανάκι μέσα υπάρχει πολλή μουσική, φωνή αξιόλογη, συ
   όμως δεν κατορθόνεις να το κάμης να λαλήση. Ε! διά-
   βολε! στοχάζεσαι ότι ημπορούν να με παίζουν ευκολώτερα
   παρά έναν αυλόν; Ό,τι όργανο και αν θέλετε ονομάσετέ
   με, δύνασθε να με κρούσετε, αλλά δεν θα δυνηθήτε να με
   παίξετε.

   Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ο Θεός να σ' ευλογήση, Κύριε.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Η Βασίλισσα επιθυμούσε να σου ομιλήση, και τώρα
   αμέσως.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Βλέπεις (44) εκείνο το σύννεφο εκεί πέρα, οπού έχει σχε-
   δόν σχήμα καμήλας;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Μα τον Θεόν, τωόντι ομοιάζει ωσάν καμήλα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Μου φαίνεται, είναι ωσάν νυφίτσα.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Τωόντι έχει ταις πλάταις της νυφίτσας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ή φάλαινα καλήτερα;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Πολύ ομοιάζει φάλαινα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Λοιπόν θα πηγαίνω εις την μητέρα μου αμέσως· [μόνος
   του] Με τρελλαίνουν, τόσο μου τεντόνουν τα νεύρα. — Θα
   πηγαίνω αμέσως.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Αυτό θα της ειπώ. [Εξέρχεται.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Το «αμέσως» λέγετ' εύκολα. — Αφήσετέ με, φίλοι.

   [Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τούτ' είν' η ώρα της νυκτός 'πού η στρίγλαις βγαίνουν,
   'πού οι τάφοι χάσκουν, οπού η Κόλασις κ' εκείνη
   το μίασμά της εις τον κόσμον τούτον στέλνει·
   τώρα κ' αίμα ζεστό μπορούσα να ρουφήσω,
   κ' έργα τόσο σκληρά να κάμ' ώστε να φρίξη
   της ημέρας το φως. Αγάλι! θα πηγαίνω
   εις την μητέρα μου· καρδιά μου, μην αλλάξης
   από το φυσικό σου· μέσα εις το γενναίο
   τούτο στήθος να εμπή ποτέ μη συγχωρέσης
   του Νέρωνα η ψυχή· σκληρός θα ήμαι αλλ' όχι
   απάνθρωπος· μαχαίρια θα 'χη ο λόγος, όχι
   ποτέ το χέρι μου· 'ς αυτό πρέπει να παίξουν
   μέρος υποκριτών η γλώσσα και η ψυχή μου.
   Όσο και ο λόγος μου πικρά την ονειδίση,
   ποτέ η γνώμη σου, ω ψυχή, μη τον σφραγίση. [Εξέρχεται.

ΣΚΗΝΗ Γ'. Επεξεργασία

   Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
   Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Δεν μου αρέσει· κινδυνεύ' η ασφάλειά μας,
   αν τον αφήσωμε 'ς την τρέλλαν του να τρέχη·
   λοιπόν ετοιμασθήτε, και την εντολήν σας
   θα 'χετ' ευθύς, και αυτός με σας εις την Αγγλίαν
   θ' αναχωρήση· το καλό της πολιτείας
   δεν μας το συγχωρεί ν' αφήσωμε να υπάρχη
   ο κίνδυνος ο φοβερός, 'πού εις πάσαν ώραν
   η φρενοπάθεια του γεννά.

ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Θα συνταχθούμε.
   Άγιος είν', ευσεβής τωόντι αυτός ο φόβος,
   ώστε να σώσης τόσα πλήθη, 'πού αποκάτω
   'ς την υψηλήν σου σκέπην ζουν και συντηρούνται.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
   Και ο μερικός θνητός χρεωστεί μ' όλην την ρώμην,
   με τ' άρματ' όλα της ψυχής, να προφυλάξη
   τον εαυτόν του, αλλά πλειότερον εκείνος,
   οπού με την πνοήν του ταις ζωαίς στηρίζει
   πολλών ανθρώπων· όταν σβύνεται ηγεμόνας
   δεν απεθαίνει μόνος, αλλά κάτω σέρνει,
   ως καταβόθρα, εκείνα οπού 'ναι ολόγυρά του·
   τρανός τροχός 'ς την κορυφήν βουνού στημένος,
   υψηλοτάτου, και μικρότερ' άλλα υπάρχουν
   πράγματα μύρια 'ς ταις θεόραταίς του ακτίναις
   σφικτά πιασμένα, και, όταν ροβολήση εκείνος,
   την βροντερήν καταστροφήν του συνοδεύει
   κάθε προσκόλλημά του και μικρόν αν ήναι.
   Δεν στέναξεν ο βασιλειάς ποτέ του μόνος·
   ολόκληρον λαόν σφάζει του πρώτου ο πόνος.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Διά το ταξείδι αυτό χωρίς αργοπορίαν,
   παρακαλώ, συγυρισθήτε, ότ' είναι τέλος
   ανάγκη ν' αλυσσοδεθή τούτος ο τρόμος (45),
   'πού ελεύθερος γυρίζει.

ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ

   Ευθύς θα ετοιμασθούμε.

   [Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
   Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Κύριε, πηγαίνει 'ς το δωμάτιον της μητρός του.
   Οπίσω απ' την αυλαίαν θα κρυφθώ ν' ακούσω
   ό,τι συμβαίνει· και αυστηρά, σου το εγγυούμαι,
   εκείνη θα τον ονειδίση, αλλ', όπως είπες (46),
   και φρονίμως το είπες, άλλος θέλει απ' έξω
   ακροατής, και δεν αρκεί μόν' η μητέρα,
   αφού να παίρνουν μέρος ταις βιάζ' η φύσις.
   Ω σεβαστέ μου, προσκυνώ σε! Θα 'λθω πάλιν,
   πριν πας ν' αναπαυθής, να σου αναφέρω εκείνα
   'πού έμαθα.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Ευχαριστώ σε, αγαπητέ μου.

   [Εξέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Αχ! το έγκλημά μου εσάπη, του Θεού μυρίζει (47)!
   την παλαιάν, την πρώτην έχει αυτό κατάραν,
   ο φόνος αδελφού! 'Σ την προσευχήν να πέσω
   δεν ημπορώ· και όμως 'ς αυτό σφοδρά με σπρώχνουν
   και θέλησις και προθυμιά· του εγκλήματός μου
   η δύναμις νικά την δύναμιν της γνώμης·
   και ως άνθρωπος, 'πού δύο τον βιάζουν χρέη,
   σταματώ και διστάζω ποιο να προτιμήσω,
   και αφίνω (48) και τα δύο· και αν το κολασμένο
   τούτο χέρι άλλο τόσον ήθελε χοντρύνη
   με αίμ' αδελφικό, τάχ' αρκεταίς δεν έχει
   ο γλυκός ουρανός δροσιαίς να το λευκάνη
   ωσάν το χιόνι (49); και εις τι άλλο χρησιμεύει
   το έλεος ειμή το κρίμα ν' αντικρύση (50);
   και η προσευχή διπλήν την δύναμιν δεν έχει,
   πριν πέσωμε να μας κρατή, και, αν πεσημένους
   μας εύρη χάμω, την συγχώρεσιν να φέρη;
   Λοιπόν τα μάτια προς τον ουρανόν! εσβύσθη
   το ανόμημά μου· αλλά και ποιος αρμόζει τύπος
   προσευχής εις εμέ; «Τον μιαρόν μου φόνον
   συγχώρεσέ μου»; Αυτό δεν γίνετ' όταν έχω
   ολοένα εκείνα, οπού 'ς τον φόνον μ' έχουν σπρώξη,
   τον θρόνον, την βασίλισσάν μου και την δόξαν.
   Πώς (51) είναι δυνατόν την άφεσιν να λάβη
   κείνος, 'πού τον καρπόν κρατεί του εγκλήματός του;
   Εις το ακάθαρτο ρεύμα εδώ του κόσμου τούτου,
   ναι, το κρίμα ημπορεί με την χρυσήν παλάμην
   το δίκαιον να στρέψη οπίσω, και συνέβη
   ν' αγορασθή (52) με της κλοπής το χρήμα ο νόμος·
   αλλ' εκεί 'πάνω διαφέρει· εκεί καμμία
   τέχνη δεν έχει τόπον, και 'ς το φυσικό της
   φαίνεται (53) η πράξις όλη, κ' είμασθε βιασμένοι
   αντιμέτωπα εμείς του κάθε πταίσματός μας
   να μαρτυρήσωμε. Λοιπόν τι μένει τώρα;
   να δοκιμάσης ό,τι δύναται η μετάνοια·
   α! δύναται το παν! πλην, να μετανοήσης
   εάν δεν ημπορείς, τι δύναται κ' εκείνη;
   Ω! συμφορά μου! Ω! στήθος μαύρ' ως είναι ο χάρος!
   Ιξωμένη ψυχή, 'πού, ενώ πάσχεις να φύγης,
   χειρότερα κολλάς! Άγγελοι, βοηθάτε!
   κάμετε δοκιμήν! και σεις, ω γόνατά μου
   σκληρά, λυγίστε· σιδερόχορδη καρδία,
   τρυφερή γίνε ωσάν τα νεύρ' απαλού βρέφους!
   Ακόμη δεν εχάθη, ακόμη κάθ' ελπίδα.

   [Αναμερίζει και γονατίζει]
   Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ιδού στιγμή καλή διά να το κάμω, τώρα
   ενώ προσεύχεται· και τώρα θα το κάμω·
   και τότε αυτός εις την Παράδεισον πηγαίνει·
   κ' έτσ' είμ' εκδικημένος. Τούτο σκέψιν θέλει·
   ένας κακούργος τον πατέρα μου σκοτόνει
   και ο μονουιός του εγώ τον ίδιον κακούργον
   εις την Παράδεισον τον στέλνω· τούτος είναι
   μισθός, είναι αμοιβή, εκδίκησις δεν είναι.
   Τον πατέρα μου αυτός τον έκοψε χορτάτον
   από καλό τραπέζι, ενώ τα πταίσματά του
   ήσαν ολάνοικτα 'σάν άνθη του Μαΐου·
   και πώς (54) 'ς την Κρίσιν στέκει, ποιος γινώσκ' ή μόνος
   ο Ύψιστος; Αλλ', όπως κρίνει ο νους του ανθρώπου,
   ευρίσκεται κακά· λοιπόν εκδικημένος
   θα 'μαι, αν τον κόψω ενώ ξαγνίζει την ψυχήν του,
   'ς την διάβασίν του ετοιμασμένος; Όχι· οπίσω
   'ς την θήκην σου, ω σπαθί (55)· σκέψου να βγης εις άλλον
   φρικτότερον καιρόν, 'ς της μέθης του τον ύπνον,
   ή 'ς τον θυμόν του ή μες το αιμόμικτο κρεββάτι,
   ή 'ς το παιγνίδι ή κει 'πού καταράται, ή 'ς άλλην
   πράξιν, 'πού να μην έχη εξαγοράς ελπίδα·
   στροβίλισέ τον τότε εις τρόπον να κτυπήση
   φτερνιαίς τον ουρανόν, και να ήναι κολασμένη
   μαύρ' η ψυχή του ωσάν τον Άδη όπου θα πέση.
   Αλλ' η μητέρα μου πολληώρα περιμένει·
   τούτο (56) το ιατρικό προσκαίρως σ' ανασταίνει.

   [Εξέρχεται.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ [Σηκόνεται]
   Τα λόγια μου ανεβαίνουν, κάτ' ο νους μου μένει,
   λόγος χωρίς τον νουν 'ς τα ουράνια δεν πηγαίνει.

   [Εξέρχεται.

ΣΚΗΝΗ Δ'. Επεξεργασία

   Το δωμάτιον της ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ
   Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ΠΟΛΩΝΙΟΣ

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Έρχετ' ευθύς· ιδέ γερά να τον κτυπήσης·
   ειπέ του οπού τα παραξήλωσε με τούταις
   ταις τρέλλαις του· και πως η σεβαστή σου χάρις
   εμεσολάβησε ως φραγμός να τον φυλάξη
   από μέγαν θυμόν· βουβός εδώ θα μένω.
   Παρακαλώ σε στρογγυλά να του ομιλήσης·

ΑΜΛΕΤΟΣ [Από μέσα]
   Ω μάννα, μάννα, μάννα!

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Μη φοβήσαι' ό,τ' είπες
   εγώ θα κάμω· αποτραβίξου, τον ακούω
   που έρχεται.

   Ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ αποσύρεται οπίσω από την αυλαίαν.
   Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Λοιπόν, μητέρα, τι με θέλεις;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τον πατέρα σου, Αμλέτε, πλήγωσες 'ς τα σπλάχνα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τον πατέρα μου, ω μάννα, επλήγωσες 'ς τα σπλάχνα.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Έλ', απαντάς με γλώσσαν 'πού δεν έχει ουσίαν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Σύρ', ερωτάς με γλώσσαν 'πού φαρμάκι στάζει.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Αμλέτε, τι' ναι τούτα;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ειπέ μου συ τι τρέχει.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Μ' ελησμόνησες;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Όχι, μα το Τίμιο Ξύλο·
   η βασίλισσα είσαι, και η γυναίκ' ακόμη
   του ανδραδέλφου σου· αλλ' όμως — οπού να μην ήταν! —
   είσαι η μητέρα μου.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Λοιπόν άλλους θα βάλω
   να ήναι ικανοί να σου ομιλούν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Α! στάσου! στάσου!
   κάθισε κάτω αυτού· ποσώς δεν θα σπαράξης
   πριν σου παρουσιάσω εγώ κάποιον καθρέφτην,
   οπού να ιδής τα κρύφια μέρη της ψυχής σου.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τι μελετάς να κάμης; δεν θα με φονεύσης;
   Ω! βοηθάτε! βοηθάτε!

ΠΟΛΩΝΙΟΣ [Όπισθεν]
   Τι 'ναι; Βοηθάτε,
   Χριστιανοί, βοηθάτε!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πώς; ένα ποντίκι;
   το έκοψα! στοιχηματίζω ένα δουκάτο!
   το έκοψα.

   [Τραβά μίαν σπαθιά εις την αυλαίαν]

ΠΟΛΩΝΙΟΣ [Όπισθεν]
   Ωιμέ! μ' εσκότωσαν!

   [Πέφτει νεκρός.]

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Ωιμένα!
   τι έκαμες;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Δεν ξεύρω, ο Βασιλέας είναι;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Ω τρελλή πράξις φονική!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ναι, ω μητέρα,
   φονικωτάτη πράξις! όσο βασιλέα
   να θανατώση τις κ' επάνω εις τον νεκρόν του
   να νυμφευθή κατόπι με τον αδελφόν του.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Να θανατώση βασιλέα;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Δέσποινά μου
   το 'πα· [Σηκόνει την αυλαίαν και ξεσκεπάζει τον ΠΟΛΩΝ.]
   και συ, ω παλαβέ, δυστυχισμένε,
   κακοπερίεργε, καληώρα σου· σ' επήρα
   διά τον (57) καλήτερόν σου· ό,τι σου 'χε η μοίρα
   διωρισμένο, λάβε· τώρα βλέπεις πόσον
   όποιος τα ξένα μεριμνά κίνδυνον τρέχει. —
   Τα χέρια σου μη ζίφης· σίγ' αυτού και κάθου·
   εγώ θα ζίψω την καρδιά σου· θα το κάμω,
   αν είναι ζύμη τρυφερή, κ' εάν συνήθεια
   κατηραμένη δεν την έχει αποχαλκώση
   ώστε ωσάν πύργος κάθ' εντύπωσιν να διώχνη.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τι έκαμα διά να τολμάς με γλώσσαν τόσο
   σκληρήν να με αποπάρης;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πράξιν, 'πού την χάριν
   της σεμνότητος σβύνει και το ρόδισμά της,
   λέγει την αρετήν υποκρισίαν, βγάζει
   το ρόδο (58) από τ' ωραίο μέτωπον αγάπης
   αγνής και αυτού βάζει πληγήν· ψεύει του γάμου
   ταις ευλογίαις ωσάν όρκους χαρτοκόπων·
   αχ! τέτοιαν (59) πράξιν ώστε την ψυχήν αρπάζει
   από το σώμα του αρραβώνος και την χάριν
   του θείου λόγου μεταβάλλ' εις φλυαρίαν.
   Ανάπτ' (60) η όψις τ' ουρανού, και αυτός ο όγκος (61)
   ο στερεός και συμπαγής, κατηφιασμένος
   τήκεται από τον λογισμόν, ως να προσβλέπη
   της Κρίσεως την ημέραν, — τέτοια πράξις είναι.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Ωιμέ! τι πράξις είναι τούτη οπού βροντάει,
   και ρίχνει κεραυνούς το μήνυμά της μόνον;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Το ζωγράφημα (62) τούτο ιδέ κ' έπειτα εκείνο·
   δύ' αδελφών έχομ' εδώ πιστήν εικόνα·
   εις το βλέφαρο αυτό θεώρησε τι χάρις
   εκάθιζε! του Φοίβου (63) ταις πλεξίδαις έχει,
   του μεγάλου Διός το μέτωπο, το μάτι
   του Άρη, φοβερό την ώραν 'πού προστάζει,
   την στάσιν ως ο Ερμής, όταν το πόδι εγγίζει,
   εις κορυφήν 'πού τ' ουρανού φιλεί τον θόλον.
   Είναι συνδυασμός, είναι μορφή τωόντι,
   οπού θαρρείς πως ταις σφραγίδαις έχουν θέση
   όλ' οι θεοί, να δείξουν άνθρωπον 'ς τον κόσμον.
   Ήταν αυτός ο σύζυγός σου. Τώρα βλέπε
   εδώ κατόπι· τούτος είναι ο σύζυγός σου,
   σάπιο στάχυ οπού φθείρει το γερό του αδέλφι.
   Έχεις μάτια; Και συ, 'πού ευτύχησες να ζήσης
   'ς την τερπνοτάτην κορυφήν, πώς εκατέβης
   εδώ 'ς τον βάλτον ωσάν κτήνος να παχαίνης;
   Αχ! έχεις μάτια; μην ειπής πως ήτο αγάπη·
   'ς την ηλικίαν 'πώχεις παύει μες το αίμα
   η ζωηρότης και εις την γνώσιν υπακούει·
   και ποία γνώσις τούτο θ' άφινε διά κείνο;
   Αίσθησιν έχεις, και αν δεν είχες, πώς κινείσαι;
   αλλ' η αίσθησις τούτη φαίνεται πιασμένη,
   διότ' εις τέτοιαν πλάνην ούτε η τρέλλα πέφτει,
   ούτε εις την έκστασιν ποτέ δεν εδουλώθη
   η αίσθησις εις τρόπον να μη σώζη κάπως
   δύναμιν ώστε εις τόσην διαφοράν να κρίνη.
   Δαίμονας ποίος σ' έχει εμπλέξη 'ς τον τυφλίτην; (64)
   Χωρίς αίσθησιν μάτι, χωρίς τούτο εκείνη,
   χωρίς μάτι και χέρι αυτιά, και όσφρησις μόνη,
   ή κ' έν' απομεινάρι και άρρωστο ενός μόνου
   οργάνου αληθινού ποτέ δεν θα ημπορούσε
   τόσο να τυφλωθή. Σεμνότης, αχ! πού είναι
   η εντροπαλή θωριά σου; Επαναστάτη Άδη,
   αν τόσην ημπορείς να φέρης ανταρσίαν
   'ς τα κόκκαλα της γυναικός 'πού 'ναι μητέρα,
   τότε 'ς την φλόγα της νεότητος ας λυώση
   η αρετή 'σάν το κερί, — μην εντραπήτε
   αν 'ς όλην την ορμήν του σας νικά το πάθος,
   αφού και ο πάγος μ' άλλην τόσην λαύραν καίει,
   και ο λόγος εις τον πόθον γίνεται μαυλίστρα.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Αμλέτε, ω παύσε! Μες τα βάθη της ψυχής μου
   στρέφεις τα μάτια μου, και αυτού μαυράδια βλέπω
   'πού δεν ξεβάφουν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Α! να ζης 'ς τον σαπημένον
   ίδρον μιας κλίνης λιγδερής, 'πού την ζεσταίνει
   αχνός σιχαμερός, γλυκά λόγια να λέγης,
   τον έρωτα να κάμνης μες τ' αχούρι, —

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Φθάνει·
   μη μου ομιλήσης, παύσε· ωσάν μαχαίρια μπαίνουν
   τα λόγια σου 'ς τ' αυτιά μου· παύσε, αγαπημένε
   Αμλέτε, παύσε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ένας δολοφόνος, ένα
   κτήνος, μια λέρα, οπού το εικοστό δεν έχει
   από το δέκατο του πρώτου σου κυρίου·
   μία μαϊμού των βασιλέων, ένας κλέφτης
   του θρόνου και της εξουσίας, 'πώχει πάρη
   απ' το σεντούκι την ατίμητην κορώναν,
   και μες την τσέπην του έχωσέ την.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Φθάνει! α! φθάνει!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Από κουρέλια βασιλειάς —

   Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

   Φυλάξετέ με,
   και με ταις πτέρυγαίς σας κάμετέ μου σκέπην,
   φύλακες τ' ουρανού! — Τι θέλ' η σεβαστή σου
   μορφή;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Ωιμένα! είναι τρελλός.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Μην ήλθες ίσως
   εδώ διά να ονειδίσης τον οκνόν υιόν σου,
   που, 'ς τον καιρόν παραδομένος και 'ς την θλίψιν (65),
   την επιτακτικήν εκτέλεσιν αφίνει
   της φοβερής σου προσταγής; Ω! λέγε, λέγε.

ΠΝΕΥΜΑ
   Μη λησμονής· δεν ήλθα ειμή διά ν' ακονίσω
   την γνώμην σου 'πού κάπως εστομώθη, ως βλέπω.
   Την μητέρα σου κύττα πώς την πήρε ο τρόμος·
   συ πρέπει ανάμεσον αυτής και της ψυχής της,
   οπού την πολεμεί, μέρος ευθύς να λάβης.
   Εις σώμ' αδύνατο σφοδρήν ενέργειαν έχει
   η φαντασία· τώρ', Αμλέτε, ομίλησέ της.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πώς είσαι, δέσποινά μου;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Αλοίμονον! πώς είσαι
   συ, 'πού 'ς το άδειο τα μάτια προσηλόνεις,
   και με τον άυλον αέρα λόγους έχεις;
   Άγριο το πνεύμα σου 'ς τα μάτια σου προβάλλει,
   και ως στρατιώταις 'ς τον ύπνον, αν βοή πολέμου
   τους εξαφνίση, ομοίως και τα πλαγιασμένα
   μαλλιά σου, ωσάν ζωήν τα εκφύματα (66) να είχαν,
   ορθά πετιούνται· Αμλέτ', ευγενικό παιδί μου,
   μέσα 'ς της ταραχής την φλόγα, οπού σε καίει,
   ράνε ψυχρήν υπομονήν. Α! τι κυττάζεις;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αυτόν! αυτόν! Πώς χλωμιασμένος προσηλόνει
   εδώ τα βλέμματα! η μορφή του κ' η αιτία
   ενωμένα ημπορούσαν με την διδαχήν τους
   να δώσουν εις ταις πέτραις αίσθημα και γνώσιν.
   Μη με κυττάζης, μήπως με το θλιβερό σου
   ήθος εκείνο αλλάξης τον ωμόν σκοπόν μου,
   και ό,τι θα πράξω ξεθωριάση! μήπως χύσω
   όχι αίμ' αλλά δάκρυα.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τίνος λέγεις τούτα;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τίποτ' εκεί δεν βλέπεις;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τίποτε (67), και όμως
   ό,τ' είν' εκεί το βλέπω.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τίποτε δεν έχεις
   ακούση καν;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τίποτε, ειμή τον εαυτόν μας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ε! τήρα εκεί! γειά, τήρα εκεί, πώς φεύγει αγάλι!
   Είναι ο πατέρας μου καθώς όταν εζούσε!
   Ιδέ τον τώρα εκεί πώς βγαίνει απ' τον πυλώνα!

   [Εξέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Γέννημα εστάθη τούτο του μυαλού σου μόνον·
   πράγματ' ασώματα ως αυτό να πλάθη ξεύρει
   η έκστασις προ πάντων.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   «Έκστασις;» Με τάξιν
   κτυπά και μέτρον ο σφυγμός μου ως ο ιδικός σου,
   με τον αυτόν καλόν ρυθμόν. Τρέλλα δεν είναι
   όσα 'χω ξεστομίση· φέρε με 'ς το θέμα
   και όλα λέξιν προς λέξιν θα σου επαναλάβω·
   τούτο δεν κάμν' η τρέλλ' αλλά πηδά και φεύγει.
   Μητέρα, προς Θεού, μη 'ς την ψυχήν σου βάλης
   το κολακευτικόν άλειμμ' αυτό, πως τάχα
   η τρέλλα μου ομιλεί και όχι το ανόμημά σου·
   το πληγιασμένο μέρος πρόσκαιρα θα κλείση,
   άφαντο ενώ το κουφοδρόμι μέσα βόσκει
   και όλα τα φθείρει. Του Θεού ξομολογήσου,
   πέσε εις μετάνοιαν και 'ς το εξής φεύγε το κρίμα·
   τα χόρτα (68) μη κοπρίζης και πολύ θυμώσουν.
   Την αρετήν μου αυτήν, ωιμέ, συγχώρεσέ μου·
   'ς το πάχος (69) των ασθματικών τούτων καιρών μας
   πρέπ' η Αρετή και αυτή να παίρνη της Κακίας
   συγχώρεσιν, και, όταν θέλη να της κάμη
   καλό, την άδειαν θα ζητή σκυμμένη εμπρός της.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Αχ! την καρδιά μου, Αμλέτε, μώσχισες εις δύο.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω! ρίξε πέρα το χειρότερο της μέρος,
   και ζήσε τόσο καθαρώτερη με τ' άλλο.
   Καλή σου νύκτα· αλλά 'ς του θείου μου την κλίνην
   μη πας, και, αν αρετήν δεν έχεις, καν ως ξένην
   πάρε την· η συνήθεια, το θεριό 'πού τρώγει,
   ο δαίμονας των έξεων, την συναίσθησίν μας,
   είν' άγγελος εις τούτ', ότι δανείζει ομοίως,
   διά να κάμωμεν έργα επαινετά και ωραία,
   ευκολοφόρετην στολήν. Κρατήσου απόψε·
   την εγκράτειαν αυτό θα σου ευκολύνη ολίγο
   την δεύτερην φοράν, καλήτερα 'ς την τρίτην·
   ότι το μάθημα ημπορεί και το καλούπι
   της φύσεως ν' αλλάξη και να κυριεύση
   τον διάβολον, ή ακόμη να τον αποδιώξη
   μ' ενέργειαν θαυμαστήν. Πάλιν καλή σου νύκτα·
   και όταν να ήσ' ευλογημένη επιθυμήσης,
   να μ' ευλογήσης θα ζητήσω. — Και ως προς τούτον

   [Δείχνει τον ΠΟΛΩΝΙΟΝ

   τον κύριον εδώ, μετανοώ· πλην ήταν
   θέλημα του Θεού να τιμωρήση (70) εμένα
   μ' αυτό, και αυτό μ' εμέ, διά να του γίν', ως θέλει,
   των ορισμών του εκτελεστής και μάστιγά του.
   Θα τον τοποθετήσω, και θα δώσω λόγον
   δι' αυτόν τον θάνατόν του. — Πάλιν καλή νύκτα.
   'Σ το (71) να ήμαι σκληρός γνώμη αγαθή με φέρνει·
   άρχισε το κακό, χειρότερ' άλλα σέρνει.
   Μιαν λέξιν, δέσποινα μου, ακόμη.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Τι θα κάμω;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Κάθε άλλο παρ' ό,τι σώχω συμβουλεύση·
   άφησε τον (72) πρισμένον βασιλέα πάλιν
   να σε σύρη 'ς την κλίνην, να σου γλυκοπιάση
   το μάγουλο, και να σου λέγη «το πουλί μου»·
   στέρξε για δυο βρωμόχνωτα φιλάκια κ' ένα
   χάιδεμα του λαιμού σου από τα κολασμένα
   δάκτυλά του, τα πάντα να του φανερώσης,
   ότι τρελλός πραγματικώς εγώ δεν είμαι,
   αλλ' από τρέλλαν πονηρήν. Καλό θα ήταν
   να του το ειπής· τωόντι μία τιμημένη,
   ωραία, γνωστική βασίλισσα όπως είσαι,
   πώς θα ημπορούσε τέτοια πράγματα σπουδαία
   να κρύψη από την ζάμπαν, απ' την νυκτερίδα,
   από τον γάτον; Ποια θα το 'καμνε; Καθόλου·
   την γνώσιν και το μυστικό, φασκέλωσέ τα·
   το κοφίνι στημένο 'ς του σπιτιού την σκέπην
   άνοιξε, τα πουλιά να φύγουν, και κατόπιν,
   ως η περίφημη μαϊμού (73), διά να γνωρίσης
   το τέλος, γλίστρα μέσα 'ς το κοφίνι, πέσε
   να βγάλης τον λαιμόν σου.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Όχι· αν τα λόγια
   είναι πνοή, κ' είναι η πνοή ζωή, δεν έχω
   ζωήν ώστε πνοήν να δώσω εις ό,τι μου 'πες.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θα υπάγω εις την Αγγλίαν· τούτο το γνωρίζεις;

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Ωιμένα! το 'χα λησμονήση· αποφασίσθη.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Στέλνονται σφραγισμένα γράμματα, και οι δύο
   συμμαθηταί μου, οπού τους έχω πίστην όσην
   να έχω δύναμαι 'ς οχιαίς φαρμακωμέναις,
   φέρνουν την εντολήν, και αυτοί τον δρόμον πρώτοι
   θα μου δείξουν να φθάσω 'ς την κακοτροπίαν.
   Ας δουλεύση· τι αξίζει απ' την υπόνομόν του
   να τιναχθή μηχανικός εις τον αέρα!
   Βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω
   απ' τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώ 'ς το βάθος
   μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι.
   Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν
   γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν!
   Τούτος εδώ βαστάζον θα με κάμη τώρα·
   τον εντερόσακκον αυτόν να σύρω πρέπει
   'ς το πλαγινό δωμάτιον· καλή νύκτα, μάννα.
   Ιδέ τον σύμβουλον αυτόν της βασιλείας·
   ο κατεργάρης, 'ς την ζωήν του μωρολόγος,
   σοβαρός είναι, μυστικός, σπουδαιολόγος.
   Καιρός με σε να τελειώσω, Κύριέ μου. —
   Μητέρα μου, σου αφίνω πάλιν καλήν νύκτα.

   [Εξέρχονται από δύο αντίθετα μέρη· ο ΑΜΛΕΤΟΣ σύρει το σώμα
   του ΠΟΛΩΝΙΟΥ]