Αμλέτος/Πράξις Πέμπτη
←Πράξις Τετάρτη | Αμλέτος Συγγραφέας: Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς Πράξις Πέμπτη |
Σημειώσεις→ |
ΣΚΗΝΗ Α'.
ΕπεξεργασίαΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ. Εισέρχονται δύο ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΑΙΣ
με δίκοπαις κλ.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Γίνεται να δοθή χριστιανική ταφή εκείνης, οπού θελη-
ματικώς ηθέλησε να σωθή; (1)
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Γίνεται, σου λέγω· σκάψε της λοιπόν ογλήγορα τον λάκ-
κον· ο βασιλικός κριτής εκάθισε να την κρίνη κ' ευρίσκει
ότι τούτος ο ενταφιασμός είναι χριστιανικός.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Πώς γίνεται αυτό; εκτός αν αυτή επήγε να πνιγή διά
να υπερασπίση τον εαυτόν της.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Έλα τώρα, αυτό ηύραν.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Πρέπει εξ ανάγκης να ήταν εις θέσιν προσβολής του
εαυτού της, — διαφορετικά δεν γίνεται· διότι ιδού πώς
στέκει το πράγμα· αν εγώ 'ξάργου πηγαίνω να πνιγώ,
τούτο αποδείχνει μίαν πράξιν, και η πράξις (2) έχει κλάδους
τρεις· πράξιν, ενέργειαν, εκτέλεσιν· αραγούν αυτή 'ξάργου
επήγε να πνιγή.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Καλά, μόν' άκουσε, αγαθέ μου σκαφτιά.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Άσε με να ομιλήσω· εδώ είναι το νερό· εξαίρετα· εδώ
στέκει ο άνθρωπος· εξαίρετα· αν ο άνθρωπος πηγαίνη προς
τούτο το νερό και πνιγή, τούτο πάει να ειπή ότι, θέλει δεν
θέλει, επήγε· αυτό να σημειώσης· αλλ' αν το νερό πηγαίνη
προς αυτόν και τον πνίξη, τότε δεν πνίγει αυτός τον εαυ-
τον του· αραγούν οποίος δεν είναι πταίστης διά τον θάνα-
τον του, εκείνος δεν συντομεύει την ζωήν του.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Αλλ' αυτός είναι ο νόμος;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Βεβαιότατα, είναι του βασιλικού κριτού ο νόμος.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Θέλεις να πιάσης την αλήθειαν; Αν αυτή δεν ήταν αρ-
χοντοπούλα, θα την έθαπταν έξω από τον τόπον των Χρι-
στιανών.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ναι, τώρα ωμίλησες σωστά· και είναι τωόντι αμαρτία,
οι τρανοί εις τούτον τον κόσμον να έχουν θάρρος να πνί-
γωνται και να κρεμιώνται, περισσότερο παρά οι εις Χρι-
στόν αδελφοί των. — Κόπιασε, δίκοπή μου. Άλλοι άρ-
χοντες αρχαίοι δεν είναι παρά οι κηπουροί, οι σκαφτιάδες
και οι νεκροθάπταις· κρατούν ακόμη την επιστήμην του
Αδάμ.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ήταν άρχοντας ο Αδάμ;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ήταν ο πρώτος οπού εφόρεσεν άρματα.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Καλέ, δεν είχε άρματα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Τι; είσαι αβάπτιστος; Πώς εννοείς την Αγίαν Γραφήν;
η Αγία Γραφή μας λέγει «ο Αδάμ έσκαπτε»· χωρίς άρ-
ματα ημπορούσε να σκάπτη; Θα σου βάλω και ένα άλλο
ζήτημα· εάν δεν μου δώσης σωστήν απόκρισιν, τότε εξο-
μολογήσου (3) πρώτα και —
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Λέγε λοιπόν.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ποίος είναι εκείνος οπού οικοδομεί στερεώτερα και από
τον κτίστην, και από τον ναυπηγόν και από τον ξυλουργόν;
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ο κρεμαλοφτειάστης· διότι εκείν' η οικοδομή, και χι-
λιάδαις ανθρώπους αν φιλοξενήση, όλους τους τρώγει.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα την πίστιν μου, το πνεύμα σου μ' αρέσει· καλή
είναι η κρεμάλα· αλλά πώς καλή; καλή δι' αυτούς οπού
κάμνουν το κακό· τώρα συ κάμνεις κακά να λέγης ότι η
κρεμάλα είναι κτίσμα στερεώτερο από την εκκλησίαν· αρα-
γούν η κρεμάλα είναι καλή διά σε. Εις το προκείμενο πάλι·
εμπρός.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
«Ποίος (4) είναι εκείνος οπού οικοδομεί στερεώτερα και
από τον κτίστην, και από τον ναυπηγόν και από τον ξυ-
λουργόν;»
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Έλα, ειπέ μου αυτό, και κατόπι (5) λύσε το ζευγάρι σου.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα τον Θεόν, τώρα το εύρηκα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Εμπρός λοιπόν.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα το βάπτισμα, δεν το εύρηκα· μου έφυγε.
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ εις απόστασιν.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μη στραγγίζης περισσότερο το μυαλό σου μ' αυτό· τ'
οκνό σου γαϊδούρι, όσο και αν το ξυλοκοπάς, δεν αλλάζει
το πάτημά του και αν σε ξαναερωτήση κανείς, αποκρίσου·
ο νεκροθάπτης· τα σπίτια οπού κατασκευάζει εκείνος κρα-
τούν έως την ημέραν της Κρίσεως. Έλα πήγαινε εις το
καπηλειό και φέρε μου ένα γυαλί ρακή.
[Εξέρχεται Β' ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
[Σκάπτει και τραγουδά]
Ω πόσον ήταν ιλαρός (6)
της νειότης μου ο καλός καιρός,
οπ' αγαπούσα!
Με την αγάπην 'ς την ψυχήν,
με την αγάπην μοναχήν,
γλυκοπερνούσα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν έχει αυτός ο άνθρωπος αίσθησιν απ' ό,τι κάμνει, και
τραγουδά ενώ σκάπτει τάφον;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τόσο εσυνήθισε ώστε αυτή η εργασία του έγινε φυσική
και εύκολη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτό είναι· το χέρι (7) όσο ολιγώτερο εργάζεται τόσο
τρυφερώτερα αισθάνεται.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ [Τραγουδά]
Αλλά με κλεφτοπάτημα, τρεκλίζοντας οπίσω,
το γήρας αχ! μ' επρόφθασε χωρίς να το νοήσω,
μ' άρπαξε από τον κούτικα με τα παληονυχά του
και 'ς το καράβι μ' έρριξε 'πού είναι του θανάτου.
[Ρίχνει έξω ένα κρανίον]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εκείνο το καύκαλο μια φορά είχε γλώσσαν μέσα του,
και ημπορούσε να τραγουδά· κύττα πώς εκείνος ο κακούρ-
γος το πετά κατά γης ως να ήταν το σαγονοκόκκαλο του
Κάιν, οπού έκαμε τον πρώτον φόνον! Ίσως ενδέχεται να
ήταν η κεφαλή κανενός διπλωμάτη, και τούτος ο γάιδαρος
τώρα τον καταδυναστεύει, — ανθρώπου ικανού να περι-
πλέξη και τον Θεόν, — δεν ενδέχεται;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ενδέχεται, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ή κανενός αυλικού, οπού εσυνηθούσε να λέγη· «Καλή
σας ημέρα, γλυκέ μου Κύριε! Πώς είσθε, αγαθέ μου Κύ-
ριε;» Τούτος ενδέχεται να ήταν ο Κύριος Δείνα, οπού
επαινούσε τα πουλάρι του Κυρίου Δείνα, ενώ είχε σκοπόν
να το ζητήση· δεν ενδέχεται;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μάλιστα, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ακριβώς αυτό· και τώρα είναι της Κυράς Σκουλήκας,
άσαρκος, και κτυπημένα τα κατακλείδια του από την δί-
κοπην ενός νεκροθάπτη! Ε! ωραίο αναποδογύρισμα οπού
συμβαίνει εδώ, αν είχαμε μάτια να το βλέπωμε! Τόσο
ολίγο άξιζαν να μορφωθούν τούτα τα κόκκαλα, ώστε να
μη χρησιμεύουν εις άλλο ειμή να (8) παίζουν με αυτά ταις
αμάδαις; Μου πονούν τα δικά μου, ενώ το συλλογίζομαι.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ [Τραγουδά]
Φτυάρια, δουλεύτε, και τσαπιά,
για τον σαβανωμένον·
την γην ανοίξετε βαθυά·
τον σκότους είναι η κατοικιά
καλή για τέτοιον ξένον.
[Ρίχνει ένα άλλο κρανίον]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εδώ έχομε ένα άλλο· διατί αυτό να μην είναι το καύ-
καλο ενός δικηγόρου; Πού είναι τώρα η ακριβολογίαις του,
η λεπτολογίαις του, τα προηγούμενά του, τα κατοχικά
του ζητήματα και τα σοφίσματά του; Πώς υποφέρει τώρα
να του κοπανίζη το κεφάλι τούτος ο κακούργος μ' ένα βρώ-
μιο φτυάρι, και δεν του κάμνει μήνυσιν διά σωματικά
τραύματα; Ουφ! Τούτος πάλιν ήταν ίσως εις τον καιρόν
του αγοραστής πολλής γης, με τα προκαταρκτικά έγγραφά
του, με τα ομόλογά του, με τα αποξενωτικά δικαιόγραφά
του, με ταις διπλαίς ασφάλειαίς του, με ταις εξαγοραίς
του· τούτ' είναι η αποξένωσις των αποξενώσεων του, η εξα-
γορά των εξαγορών του, το εκλεκτό του καύκαλο να φιλο-
ξενή ξένην εκλεκτήν βρώμα; η ασφάλειαίς του, και δι-
πλαίς μάλιστα, δεν του ασφαλίζουν, απ' όλα του τα απο-
κτήματα, διάστημα γης κάτι μεγαλήτερο από το μάκρος
και τα πλάτος μιας διπλογραφημένης συμφωνίας; Τα κτη-
ματικά του δικαιόγραφα μόλις θα εχωρούσαν μέσα εις τούτο
το κιβώτιον, και ο ιδιοκτήτης δεν έπρεπε να πιάνη αυτός
κάτι περισσότερον τόπον; Α!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ουδέ ένα ιώτα περισσότερο, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η περγαμηνή δεν γίνεται από τραγοτόμαρο;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μάλιστα, Κύριέ μου, και από βωδοτόμαρο ακόμη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ειπέ ότι είναι τράγοι και βώδια όσοι νομίζουν πως με
αυτήν ασφαλίζονται. — Θα ομιλήσω αυτού του ανθρώ-
που. — Τίνος είναι ο τάφος, άνθρωπε;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Δικός μου, Κύριε.
[Τραγουδά] Την γην ανοίξετε βαθυά·
του σκότους είναι, η κατοικιά
καλή για τέτοιον ξένον.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πραγματικώς δικός σου είναι, όσο στέκεσαι αυτού μέσα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Συ στέκεσ' έξω, Κύριε, και επομένως δεν είναι δικός
σου· εγώ στέκομαι μέσα, και, μ' όλον ότι δεν κείτομαι δί-
πλα, όμως είναι δικός μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αν δεν κείτεσαι δίπλα, όμως διπλά ομιλείς, όταν λέ-
γης ότι είναι δικός σου, αλλ' όχι διότι τώρα στέκεσαι μέσα·
αυτά είναι διά τους απεθαμένους, όχι διά τους ζωντανούς·
άρα είπες ψέμα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Και ψέμα ζωντανό τόσο 'πού από εμέ πετά να εύρη σε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίου τον λάκκον σκάπτεις;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Κανενός, Κύριε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίας λοιπόν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Κανενός και καμμίας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίος θα ενταφιασθή λοιπόν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ένα τι οπού ήταν γυναίκα, Κύριέ μου, αλλά — ο Θεός
να αναπαύση την ψυχήν της — απέθανε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είδες ο κατεργάρης πώς σου σχίζει την τρίχα! πρέπει
να ομιλούμε με το νυ και με το σίγμα, ειδεμή μας ξεκά-
μνουν με την αμφιλογίαν. Οράτιε, μα τον Θεόν, το έχω
παρατηρήση, εις αυτά τα τρία ύστερα χρόνια, ο κόσμος
ετροχίσθη τόσον ώστε ο χωρικός πατεί την πτέρναν του
αυλικού, και του γδέρνει την χιονίστραν. — Πόσον καιρόν
έχεις νεκροθάπτης;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Απ' όσαις ημέραις έχει ο χρόνος, εμπήκα εις αυτήν την
τέχνην την ημέραν οπού ο μακαρίτης βασιλέας Αμλέτος
ενίκησε τον Φορτιμπράς.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πόσος καιρός είναι από τότε;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Δεν το συμπεραίνεις; και ένας μωρός ημπορεί να το
συμπεράνη· είναι σωστά σωστά η ημέρα οπού εγεννήθη
ο Αμλέτος ο νέος, αυτός οπού ετρελλάθη και τον έστει-
λαν εις την Αγγλίαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! καλό. Και διατί τον έστειλαν εις την Αγγλίαν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Διότι ήταν τρελλός· εκεί θα έλθη εις τα λογικά του,
κ' εάν δεν έλθη εις τα λογικά του, ολίγο το κακό εκεί.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Διατί;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Εκεί δεν του φαίνεται· εκεί όλοι οι άνθρωποι είναι τρελ-
λοί καθώς είναι αυτός.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς του συνέβη να τρελλαθή;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Με τρόπον πολύ παράδοξον, ως λέγουν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς «παράδοξον;»
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ωιμένα! με το να χάση τα λογικά του.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και πόθεν έλαβε αρχήν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Από εδώ, από την Δανίαν. Έχω τριάντα χρόνους νε-
κροθάπτης, πρώτα κοπέλι, μάστορας κατόπι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πόσον καιρόν θέλει ο άνθρωπος μέσα εις το χώμα διά
να σαπή;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα την αλήθειαν, αν δεν είναι σάπιος πριν αποθάνη (κα-
θώς μας έτυχαν αυταίς ταις ημέραις κάμποσα μολυσμένα
κουφάρια, οπού σωριάζονται όσο να ενταφιασθούν), ημπορεί
να μείνη άλυτος οκτώ χρόνους ή και εννέα· ο τομαράς σού
μένει εννέα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Διατί αυτός περισσότερο;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Διότι, Κύριέ μου, τα δέρμα του είναι τόσο εργασμένο
από την τέχνην του, ώστε σου διώχνει το νερό διά πολύν
καιρόν, και το νερό, ηξεύρεις, είναι φοβερός καταλύτης του
βρωμερού κορμιού μας. Ιδού, πάλι ένα καύκαλο εδώ· τούτο
το καύκαλο έμεινε από κάτω από την γην εικοσιτρία χρόνια.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τίνος ήταν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ήταν ενός... υιού! Τι θεότρελλος ήταν! Τον μαν-
τεύεις;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, δεν τον μαντεύω.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
'Πού να τον θερίση η πανούκλα! τον παλαβόν, τον κα-
κούργον! Μια φορά μου έσπασε ένα φλασκί κρασί του Ρή-
νου εις το κεφάλι! Τούτο το ίδιο καύκαλο, Κύριε, ήταν
του Τόρικ το καύκαλο, του γελωτοποιού του Βασιλέως.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τούτο;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Αυτό, αυτό.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Άφησε να ιδώ. [Πέρνει το κρανίον] — Ωιμέ! καϋμένε Τό-
ρικ! Τον εγνώρισα, Οράτιε· τι πνεύμα απέραντο εις το με-
τώρισμα! τι εκλεκτή φαντασία! Μ' έχει σηκώση εις τους
ώμους του αμέτρηταις φοραίς, και τώρα εκείνο, ω! πόσο
το αποστρέφεται το πνεύμα μου! μου βάζει το στομάχι
άνω κάτω. Εδώ (9) εκρεμιώνταν εκείνα τα χείλη, οπού δεν
ηξεύρω πόσαις φοραίς τα έχω φιλήση. Πού είναι τώρα τα
νοστιμόλογά σου; τα πηδήματά σου; τα τραγούδια σου
που η αστραψιαίς της ιλαρότητός σου, οπού κάθε φορά εις
το τραπέζι ετρικύμιζαν όλην την συντροφιά των καλεσμέ-
νων; Απ' όλα εκείνα δεν σου μένει ουδέ ένα διά να ανα-
παίξης τώρα αυτό σου το πικρόγελο; ξεμαγούλωτος τε-
λείως; — Πηγαίνετε τώρα εις την κάμαραν της σεβαστής
μου κυράς και ειπέτε της να βάφεται με ένα δάκτυλο φτεια-
σίδι, και πάλιν τέτοια θα καταντήση η θωριά της· κάμε
την να γελάση με τούτο. — Οράτιε, παρακαλώ σε, ειπέ
μου ένα πράγμα.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τι, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Στοχάζεσαι ότι τέτοιος εφαίνετο και ο Αλέξανδρος μέσα
εις την γην;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τέτοιος.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και να εμυρίζ' έτσι; Πα! [Βάζει κάτω το κρανίον]
ΟΡΑΤΙΟΣ
Έτσι, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις πόσα αχρεία πράγματα συμβαίνει να χρησιμεύσωμε,
Οράτιε! Διατί τάχα δεν θα ήταν συγχωρημένο της φαν-
τασίας να αναζητήση την εξαισίαν σκόνην του Αλεξάνδρου
έως να την εύρη να στουμπόνη κάποιο βαρέλι;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Να εξετάζωμε τα πράγματα κατ' αυτόν τον τρόπον θα
ήταν σπρωγμένη ακριβολογία.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καθόλου, σε βεβαιόνω· ημπορούμε χωρίς καμμίαν υπερ-
βολήν να τον ακολουθήσωμε, και με πολλήν ομοιαλήθειαν
να τον φέρωμε έως αυτού· λόγου χάριν, ο Αλέξανδρος
απέθανε, ο Αλέξανδρος ετάφη, ο Αλέξανδρος εξαναγίνηκε
σκόνη· η σκόνη είναι χώμα, από το χώμα γίνεται ο πη-
λός· και διατί με αυτόν τον πηλόν, όπου εκείνος εκατάν-
τησε, δεν ημπορούν να σφαλίσουν μίαν κρασοβαρέλαν;
Καίσαρ ο κοσμοκράτορας, νεκρός και χώμα καμωμένος,
εις κάποιαν τρύπαν έτυχε ως φραγμός του ανέμου διωρισμένος·
θαύμα! ο πηλός εκείνος, 'πού την γην είχε κατατρομάξη,
τοίχον, ιδέ, σου χρίζει απ' τον Βορειά τους άλλους να φυλάξη.
Πλην στάσου! στάσου! παραμέρισε! Δεν βλέπεις;
ο Βασιλέας, η Βασίλισσα και όλοι
Εισέρχονται ΙΕΡΕΙΣ οπού προπορεύονται με το λείψανο της
ΟΦΗΛΙΑΣ, ακολουθούν ΛΑΕΡΤΗΣ και ΛΥΠΗΜΕΝΟΙ· ΒΑΣΙΛΕΑΣ
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ με την συνοδίαν των.
έρχοντ' οι Αυλικοί! Ποιόν τάχα συνοδεύουν
με τέτοιο ξόδι κολοβό; Τούτο σημαίνει
ότι με χέρι απελπισμένο εις την ζωήν του
τέλος έδωκε αυτός, 'πού φέρουν εις τον τάφον·
θα ήταν και από γένος· ας σταθούμε οπίσω
εδώ να ιδούμε. [Αποσύρεται με τον Οράτιον.]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τελετή δεν γίνετ' άλλη;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτός είναι ο Λαέρτης· ευγενής ο νέος!
Πρόσεχε τώρα.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τελετή δεν γίνετ' άλλη;
Α’ ΙΕΡΕΑΣ
Έκτασις, όση μας εσυγχωρείτο, εδόθη
εις τον ενταφιασμόν της· ύποπτος εφάνη
ο θάνατός της· και αν ανώτερη εξουσία
'ς τον ιερόν μας νόμον δεν μεσολαβούσε,
απ' τ' άγια χώματα μακράν θα κατοικούσε
ως 'πού να ηχήση της δευτέρας παρουσίας
η σάλπιγγα· και αντί των ευσεβών ευχών μας,
επάνω της θα ερρίχναν τρίψαλα και πέτραις·
αλλ' εδώ δεν της λείψαν μήτε τα στεφάνια
της παρθενίας, μήτε τ' άνθη οπού σκορπίζουν
'ς ταις κορασίδαις, μήτε η νεκρική καμπάνα.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Δεν μένει τίποτ' άλλο;
Α’ ΙΕΡΕΑΣ
Τίποτ άλλο· ασέβεια
προς την νεκρώσιμην θα ήτο ακολουθίαν
δι' αυτήν το α ν ά π α υ σ ο ν τ η ν δ ο ύ λ η ν σου να
[ειπούμε,
ωσάν διά ταις ψυχαίς εκείνων 'πού εν ειρήνη
ετελειώσαν.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Θέσετε την εις το χώμα,
και γιούλια (10) να βλαστήσουν, αχ! από τ' ωραίο
και αμόλυντό της σώμα! Και συ, ρασοφόρε
σκληρόκαρδε, να μάθης ότ' η αδελφή μου
άγγελος λειτουργός του Υψίστου θα καθίζη,
ενώ συ θα κυλιέσαι και θα ουρλιάζης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θε μου!
η εύμορφη Οφηλία;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ [Ρίχνει άνθη]
Τα χαριτωμένα
εις την χαριτωμένην! Χαιρετώ σε! Ελπίδα
είχα του Αμλέτου μου γυναίκα να σε κάμω·
την νυμφικήν σου κλίνην έλεγα να στρώσω,
γλυκειά παρθένα, και όχι την ταφήν σου μ' άνθη
εγώ να ράνω.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Οργή τετράδιπλη να πέση
εις την κατηραμένην κεφαλήν του ανθρώπου,
που απ' το λαμπρό σου πνεύμα σ' έχει αποστερήση,
ο κακούργος! — Το χώμα ολίγο αυτού κρατείτε,
[Πηδά μέσα εις τον τάφον]
ως 'πού 'ς την αγκαλιά μου να την κλείσω ακόμη
μία φορά! Σωρεύτε χώμα τώρα επάνω
'ς τον ζωντανόν και 'ς την απεθαμένην, όσον
απ' το σιάδι τούτο να μορφώσετ' όρος,
'πού με την κορυφήν του να υπερβή το αρχαίον
Πήλιον ή την γαλάζιαν κεφαλήν του Ολύμπου.
ΑΜΛΕΤΟΣ [Προχωρεί]
Ποιος είναι αυτός, οπού την θλίψιν του προφέρει
με τόσην έμφασιν, οπού του πόνου η γλώσσα
ξορκίζει τα πλανώμεν' άστρα και τα βιάζει
εκστατικά να στέκουν και ν' ακούν; Εκείνος (11)
εγώ 'μαι, Αμλέτος ο Δανός. [Πηδά μέσα' ς τον τάφον]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Την μιαρήν σου
ψυχήν να πάρη ο Πειρασμός. [Πιάνονται]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν (12) είναι τούτη
ευχή καλή. Παρακαλώ, τα δάκτυλά σου
μάκρυνε απ' τον λαιμόν μου· αν κ' εγώ δεν είμαι
αράθυμος και προπετής, αλλ' όμως κάτι
επικίνδυνον έχω, 'πού σε συμβουλεύω,
αν είσαι συνετός, να το φοβήσαι. Κάτω
το χέρι σου!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Χωρίστε τους.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αμλέτε, Αμλέτε!
ΟΛΟΙ
Ω Κύριοί μου, —
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριέ μου, να ησυχάσης.
[Οι ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ τους χωρίζουν και αυτοί εξέρχονται από τον τάφον]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και πώς; εις τούτον τον αγώνα θα παλαίσω
εγώ μ' αυτόν όσο κινώ τα βλέφαρά μου.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ποιον αγώνα, παιδί μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εγώ την Οφηλίαν
αγαπούσα· χιλιάδες αδελφοί σαράντα
δεν θα ημπορέσουν, και αν ενώσουν της αγάπης
όλο τους τ' άθροισμα, να φθάσουν 'ς το δικό μου.
Τι θα κάμης δι' αυτήν;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τρελλός είναι, Λαέρτη.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Συγχώρεσέ τον, προς Θεού.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα την ιδούμε!
Δείξε μου τι θέλεις να κάμης; θε να κλάψης;
θα πολεμήσης, θα νηστεύσης; θα ξεσκλήσης
το σώμα σου; θα πιής χολήν; θα φάγης έναν
κροκόδειλον; Τα κάμνω εγώ· να κλαίης ήλθες,
'ς τον τάφον της να πέσης διά να μ' ονειδίσης;
Θάψου μαζί της, μην αργής, κ' εγώ κοντά σας·
και αν για βουνά φλυαρείς, επάνω μας ας ρίξουν
στρέμματα εκατομμύρια γης, ως 'πού η ταφή μας
την κορυφήν της 'ς την καυτήν (13) ζώνην να φρύξη,
κ' η Όσσα χαμοβούνι να φανή! Και αν πάλιν
σ' αρέσει να βοάς, κ' εγώ δεν μέν' οπίσω.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τούτ' είναι τρέλλα καθαρή, και θα ενεργήση
'ς αυτόν κάμποσην ώραν ο παροξυσμός της,
κ' ευθύς κατόπι πράος κ' ήσυχος θα μείνη
ως είναι η περιστέρα ευθύς 'πού ξεκλωσσήση
το χρυσό της ζευγάρι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριε, θα μ' ακούσης·
διατί να φέρνεσαι μ' εμέ 'ς αυτόν τον τρόπον;
πάντοτ' εγώ σ' έχω αγαπήση· αλλά δεν βλάπτει·
και (14) ο Ηρακλής αν προσμαχή να το εμποδίζη,
θα νιαουρίζ' η γάτα, ο σκύλλος θα γαυγίζη.
[Εξέρχεται.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Οράτιε μου, αν μ' αγαπάς, συνόδευσέ τον.
[Εξέρχεται ΟΡΑΤΙΟΣ
[Προς τον ΛΑΕΡΤ.] Συ πρέπει να στηρίξης την υπομονήν σου
'ς την ύστερήν μας της νυκτός συνομιλίαν·
θα τα σπρώξωμ' ευθύς να τελειώσουν. — Βάλε,
καλή Γελτρούδη, να φυλάγουν τον υιόν σου. —
Μνημείο (15) ζωντανό τούτος ο τάφος θέλει·
της γαλήνης την ώραν σύντομα θα ιδούμε·
με υπομονήν ωστόσο εμείς να οδηγηθούμε.
[Εξέρχονται.
ΣΚΗΝΗ Β'.
Επεξεργασία
Αίθουσα εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ως προς τούτο αρκετά· τώρ' ας ιδούμε τ' άλλο·
την περίστασιν όλην, Κύριε, την θυμάσαι;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αν την θυμούμαι, Κύριέ μου!
ΑΜΛΕΤΟΣ
'Σ την καρδιά μου
πόλεμον είχα, οπού μου σήκονε τον ύπνον·
ανήσυχος κειτόμουν, ως αντάρταις ναύταις
'ς τα σίδερα δεμένοι· απόκοτα — και ας έχη
έπαινον κείν' η αποκοτιά· να μάθωμ' ότι
με την αστοχασιά μας να σωθούν συμβαίνει
τα βαθυά σχέδιά μας, όταν αποτύχουν,
και ας διδαχθούμεν ότι 'ς τους σκοπούς μας, όπως
και αν εμείς χοντρά τους πελεκούμε, δίδει
κάποια θεότης την μορφήν —
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μεγάλη αλήθεια.
ΑΜΛΕΤΟΣ
απ' την καμπίναν μου ξεκίνησα, κλεισμένος
'ς την κάπαν μου, και μες το σκότος να τους εύρω
πασπάτευσα κ' επίτυχα ό,τι επιθυμούσα·
τον φάκελλόν τους εξεσκάλισα και οπίσω
γυρίζω 'ς τα δωμάτιόν μου και αυθαδιάζω —
ενίκησεν ο φόβος τα καλά μου ήθη —
να ξεβουλλώσω την μεγάλην εντολήν τους·
αυτού, φίλε μου, ευρήκα — ιδέ, κακοτροπία
βασιλική! — μιαν προσταγήν καθαρωτάτην,
με πολλούς λόγους αρτυμένην, 'πού αποβλέπαν
των Δανών και των Άγγλων το κοινό συμφέρον,
ως να εγεννούσε σκιάκτρα, τρόμους, η ζωή μου,
μόλις το γράμμ' αναγνωσθή, χωρίς να χάσουν
καιρόν, ουδ' όσον να τροχίσουν λαιμητόμον,
η κεφαλή μου να κοπή.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Να το πιστεύσω;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πιάσε την εντολήν και με την ησυχίαν
ανάγνωσέ την. Πώς ενέργησα θ' ακούσης;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Να μου το ειπής παρακαλώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Παγιδευμένος
από κακούργους καθώς ήμουν — προτού (16) κάμω
τον πρόλογον μες τον εγκέφαλόν μου, τούτος
είχε αρχίση το δράμα — κάθομαι και νέαν
σχεδιάζω εντολήν και την καθαρογράφω·
θεωρούσα κ' εγώ με τους πολιτικούς μας,
άλλοτε, ως έργο ποταπό να γράφ' ωραία,
κ' εμόχθησα πολύ την τέχνην να ξεμάθω,
αλλά 'ς την χρείαν μου καλήν υπηρεσίαν
μώκαμε τώρα· επιθυμείς τώρα να μάθης
ό,τ' είχ' αυτού γραμμένο;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριέ μου, λέγε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εξορκισμούς δεινούς από τον βασιλέα,
αν θέλ' η Αγγλία, καθώς είναι υποτελής του,
την πίστιν να του δείξη, την υποταγήν της,
αν θέλ' η αγάπη τους ν' ανθίζη ως το φοινίκι,
αν θέλη της ειρήνης το σταχυοφόρο
στεφάνι αμάραντο να μένη και ωσάν κόμμα (17)
ταις δύο τους καρδιαίς γλυκοδεμέναις να 'χη,
και μ' άλλ' «αν θέλη», βαρετόν επανωγόμι,
ευθύς 'πού ιδή το γράμμα και ό,τι περιέχει
γνωρίση, δίχως να σκεφθή, δίχως να κρίνη
ολίγον ή πολύ, 'ς τον θάνατον να στείλη
τους κομιστάς, χωρίς καιρόν να τους αφήση
να εξομολογηθούν.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ποιαν έβαλες σφραγίδα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και εις τούτο, βλέπεις, πρόβλεψε ο Θεός· συνέβη
να 'χω μαζί μου την σφραγίδα του πατρός μου,
ομοίωμα της βούλλας της Δανιμαρκίας.
Το γράμμα εδίπλωσα 'ς τα σχήμα 'πού 'χε πρώτα,
το επανωγράφω, το βουλλόνω και το βάζω
'ς την θέσιν του ασφαλώς, και τ' αλλαγμένο βρέφος
δεν εγνωρίσθη· την ακόλουθην ημέραν
έγινε η ναυμαχία· τα κατόπιν ξεύρεις.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Λοιπόν ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης πήγαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! φίλε μου, δεν βλέπεις; κείνοι αφ' εαυτού των
τούτην την εντολήν εζήλευσαν να λάβουν·
βάρος δι' αυτούς δεν έχω 'ς την συνείδησίν μου·
από τον δουλικόν τους ζήλον εχαθήκαν.
Παθαίνουν οι αγενείς, όταν τον εαυτόν τους
'ς την μέσην βάζουν από ξίφη μανιωμένα
δυνατών αντιπάλων.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Θε! τι βασιλέας
είναι τούτος!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν έχω, ειπέ μου, τώρα χρέος —
του βασιλέως μου τον άτιμον φονέα,
τον μοιχόν της μητρός μου, αυτόν 'πού εχώθη σφήνα
της εκλογής και των ελπίδων μου 'ς την μέσην,
αυτόν, οπού τ' ορμίδι του έχει ρίξη ακόμη
με τόσον δόλον να ψαρεύση την ζωήν μου, —
μήπως δεν το απαιτεί συνείδησις δικαία
εγώ μ' αυτό το χέρι να τον τιμωρήσω;
και δεν κολάζομαι αν αφήσω τον καρκίνον
τούτον της φύσεώς μας να γεννήση και άλλην
καταστροφήν;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Δεν θέλει αργήση απ' την Αγγλίαν,
ό,τι συνέβη εκεί, να μάθη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν θ' αργήση
το πράγμα· ο μεταξύ καιρός είναι δικός μου·
και όσον έ ν α να ειπής τόσ' η ζωή του ανθρώπου.
Αλλά κατάκαρδα λυπούμαι, Οράτιε φίλε,
'πού τόσο μέσ' από τα όριά μου εβγήκα
με τον Λαέρτην· επειδή, μέσ' από την όψιν
του αγώνος μου, βλέπω του ιδικού του εικόνα.
Θέλει ζητήσω να τον έχω φίλον· μόνον
η έπαρσις της θλίψεώς του μ' έχει φέρη
'ς την κορυφήν του πάθους.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Σιωπή! Ποιος είναι;
Εισέρχεται ΟΣΡΙΚΟΣ
ΟΣΡΙΚΟΣ
Υψηλότατε, καλώς επανήλθες εις την Δανίαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ταπεινώς ευχαριστώ σε, Κύριε. — [Προς τον ΟΡΑΤΙΟΝ
ιδιαιτέρως] Γνωρίζεις τούτην την νεροψυχαρούδα;
ΟΡΑΤΙΟΣ
[Προς τον ΑΜΛΕΤΟΝ ιδιαιτέρως] Όχι, καλέ μου Κύριε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είσαι πλησιέστερος εις την Θείαν Χάριν· διότι όποιος
τον γνωρίζει κολάζεται· έχει πολλά χωράφια και καρπο-
φόρα· αρκεί ένα ζώο να εξουσιάζη ζώα, και το παχνί του
έχει θέσιν εις τα βασιλικό τραπέζι. Είναι μία καρακάξα·
αλλά, καθώς είπα, μέγας ιδιοκτήτης κοπριάς.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Χαριτωμένε μου Κύριε, αν η Υψηλότης σου ευκαι-
ρούσε, ήθελε της ανακοινώσω κάτι από μέρος της Μεγα-
λειότητός του.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Έτοιμος είμαι να το δεχθώ με όλην την προθυμίαν του
πνεύματός μου. — Κάμε την ορθήν χρήσιν του καλύμμα-
τός σου· χρησιμεύει διά την κεφαλήν.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ευχαριστώ σε, Υψηλότατε, κάμνει πολλήν ζέστην.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, πίστευσέ με, κάμνει πολύ ψύχος· πνέει βορράς.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Κάμνει (18) αρκετό ψύχος τωόντι, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και όμως ο καιρός, αισθάνομαι, είναι πολύ πληκτικός
και ζεστός, ή το 'χει η κράσις μου —
ΟΣΡΙΚΟΣ
Υπερβολικά, Κύριέ μου· πολύ πληκτικός, — οπωςδή-
ποτε, — δεν ηξεύρω πώς! Αλλά, Κύριέ μου, η Μεγαλειό-
της του μ' επρόσταξε να σου αναγγείλω ότι εβαλεν ένα
στοίχημα διά λογαριασμόν σου. Κύριε, ιδού το πράγμα —
ΑΜΛΕΤΟΣ
[Του κάμνει νεύμα να σκεπασθή] Παρακαλώ, παρακαλώ, ενθυ-
μήσου —
ΟΣΡΙΚΟΣ
Όχι, 'ς την τιμήν μου· το κάμνω διότι μ' ευχαριστεί,
'ς την τιμήν μου. Κύριε, νεόφερτος από την Γαλλίαν ήλ-
θεν ο Λαέρτης· ένας (19) τέλειος ευγενής, πίστευσέ με· γε-
μάτος αξιόλογα διακριτικά, γλυκοκοινώνητος και παρρη-
σιαστικός· τωόντι, αν δι' αυτόν θα ομιλήσωμεν αισθαντι-
κώς, είναι ο χάρτης ή το ημερολόγι της ευγενείας, διότι
εις αυτόν θα εύρης το περιεχόμενο των προτερημάτων, όσα
δύναται να επιθυμήση κάθε ευγενής.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις την περιγραφήν σου, Κύριε, ο νέος σώζεται όλος·
αν και καλώς γνωρίζω ότι, αν θελήσωμε να τον καταμε-
ρίσωμεν απογραφικώς, θα ζαλίσωμε την αριθμητικήν του
μνημονικού, και ότι τούτο θα μείνη οπίσω, τόσο ογλήγορα
αρμενίζει εκείνος. Αλλά, διά να τον υμνολογήσωμεν αλη-
θώς, λέγω ότι είναι ψυχή με άπειρην προίκα, και ο χυλός
του είναι τόσο ακριβός και δυσκολοεύρετος, ώστε, αν θα τον
χαρακτηρίσωμεν όπως πρέπει, δεν έχει ομοίωμα άλλο ειμή
τον καθρέφτην του, και οποίος θα τον ακολουθήση θα μείνη
σκιά του, τίποτε άλλο.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Η Εξοχότης σου εξαίσια τον χαρακτηρίζει.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αλλά εις τα προκείμενο, Κύριε· προς τι να περιζώνω-
μεν αυτόν τον ευγενή με την εξαγριωμένην πνοήν μας;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Κύριε;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Δεν γίνεται τέλος πάντων να εννοηθήτε εις άλλην γλώσ-
σαν; Θα το κάμης, Κύριε· είναι ώρα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Προς τι ανέφερες αυτόν τον Κύριον;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Τον Λαέρτην;
ΟΡΑΤΙΟΣ
[Ιδιαιτέρως προς τον ΑΜΛΕΤΟΝ] Το πουγγί του άδειασε· τα
χρυσά του λόγια ετελείωσαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μάλιστα, Κύριε, αυτόν.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Γνωρίζω ότι έχετε γνώσιν —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Άμποτε (20) να το εγνώριζες, Κύριε· μ' όλον ότι αν συ
το ανεγνώριζες, τούτο δεν θα μ' εσύσταινε παρά πολύ. Λοι-
πόν, Κύριε;
ΟΣΡΙΚΟΣ
ότι έχετε γνώσιν της μεγάλης αξίας του Λαέρτη —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν τολμώ να ομολογήσω τούτο, εκτός αν ήθελα να συγ-
κριθώ με αυτόν εις την αξίαν· διότι το να γνωρίζη τις τους
άλλους σημαίνει να γνωρίζη τον εαυτόν του.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Εννοώ, Κύριε, εις το όπλο του· όλος ο κόσμος ομο-
λογεί ότι εις αυτό είναι ασύγκριτος.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίο είναι το όπλο του;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Το ξίφος και η μάχαιρα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Έως τώρα έχομε δύο όπλα του· αλλά ας ήναι.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ο Βασιλέας, Κύριε, εστοιχημάτισε μαζί του έξι άλογα
της Βαρβαρίας, και απέναντι αυτών εκείνος έβαλε κάτω,
νομίζω, έξι γαλλικά ξίφη και εγχειρίδια με τα ευτρεπί-
σματά τους, δηλαδή ζωνάρια, κρεμαστάρια και λοιπά·
τρία από αυτά τα εφοδιάσματα, μα την αλήθειαν, είναι
πολύ χαριτωμένα, πολύ ταιριασμένα με τα χερούλια,
εξαίσια εφοδιάσματα, γενναίο εφεύρημα της τέχνης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι εννοείς με εφοδιάσματα;
ΟΡΑΤΙΟΣ
[Ιδιαιτέρως προς τον ΑΜΛΕΤΟΝ] Το ήξευρα ότι ήθελες να
νοστιμευθής και το περιθώρι, πριν τελειώση.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Τα εφοδιάσματα, Κύριε, είναι τα κρεμαστάρια.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η λέξις θα εταίριαζε καλήτερα με το πράγμα, αν
έπρεπε να εφοδιάσωμε κανόνια· πριν γίνη τούτο, θα επρο-
τιμούσα να τα λέγωμεν απλώς κρεμαστάρια. Αλλά, εμ-
πρός· έξι βαρβαρικά άλογα από το ένα μέρος, και από το
άλλο έξι γαλλικά ξίφη με τα ευτρεπίσματά τους και τρία
γενναιοτάτης εφευρέσεως εφοδιάσματα, τούτο είναι το γαλ-
λικό στοίχημα απέναντι του δανικού. Διατί λοιπόν τα έβα-
λαν, Κύριε;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ο Βασιλέας, Κύριε, εστοιχημάτισε, Κύριε, ότι εις
δώδεκα ξιφομαχήματα μεταξύ σας ο Λαέρτης δεν θα σε
υπερβή τρία κτυπήματα· εστοιχημάτισε (21) εννέα προς δώ-
δεκα· και δύναται να γίνη αμέσως ο αγώνας, αν η Υψη-
λότης σου ευδοκήση να τον απαντήση.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και αν απαντήσω όχι;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Εννοώ, Κύριέ μου, να ειπώ την έκθεσιν του προσώπου
σου εις τον αγώνα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριε, εγώ θα περιπατώ εδώ εις την αίθουσαν· με την
άδειαν της Μεγαλειότητός του, τούτη είναι η ώρα οπού
έρχομαι να αναπνέω καθαρόν αέρα· ας φέρουν τα ξίφη, και
αν αυτός ο κύριος θέλη, και ο Βασιλέας μένη εις την γνώ-
μην του, εγώ θα κερδίσω δι' αυτόν το στοίχημα, αν δυ-
νηθώ· ειδεμή δεν θα κερδίσω παρά την εντροπήν μου και
τα περισσότερα κτυπήματα.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Τούτο θα αναφέρω ακριβώς, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτό είναι το νόημα, Κύριε· καλλώπισέ το έπειτα συ
όπως θέλεις.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Συσταίνομαι πιστός υπηρέτης της Υψηλότητός σου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εγώ 'ς εσάς, εγώ. [Εξέρχεται ΟΣΡΙΚΟΣ] Κάμνει καλά
να συσταίνεται μόνος του· ποιος άλλος θα τον συστήση;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τούτο το σχοινοπούλι φεύγει και φορεί ακόμη το αυγό-
φλουδο 'ς το κεφάλι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τούτος επροσκύνησε την ρώγαν της μητρός του πριν
την πιάση να την βυζάξη. Κατ' αυτόν τον τρόπον τούτος
και τόσοι άλλοι από την ίδιαν φωλιά και οπού τους καμα-
ρόνει ο αιώνας ο αχρείος, επήραν τον ρυθμόν του καιρού,
το γυάλισμα της συμπεριφοράς, ωσάν έναν συμμαζωμένον
αφρόν, οπού τους βγάζει πέρα ανάμεσα και από ταις ανόη-
ταις και από ταις λιχνισμέναις γνώμαις των ανθρώπων·
αλλά, φύσα επάνω τους να τους δοκιμάσης, και σπαν η
φουσκαλίδαις.
Εισέρχεται ένας ΕΥΓΕΝΗΣ
ΕΥΓΕΝΗΣ
Κύριε, η Μεγαλειότης του σας έχη εκφράση την επι-
θυμίαν του με τον νέον Οσρίκον, και τούτος του ανέφερε
ότι τον περιμένετε εδώ· τώρα με στέλνει διά να μάθη αν
ακόμη ευχαριστείσθε να ξιφομαχήσετε με τον Λαέρτην, ή
μήπως επιθυμείτε να αναβάλετε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εγώ δεν αλλάζω γνώμην· αυτή συμμορφόνεται με την
επιθυμίαν του Βασιλέως· αν ευκαιρεί αυτός ευκαιρώ και
εγώ, τώρα ή εις οποιανδήποτε ώραν, αρκεί να δύναμαι,
όπως εις τούτην την στιγμήν.
ΕΥΓΕΝΗΣ
Ο Βασιλέας και η Βασίλισσα και η συνοδία τους έρ-
χονται όλοι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Με την καλήν ώραν.
ΕΥΓΕΝΗΣ
Η Βασίλισσα επιθυμεί να κάμετε κάποιαν περιποίησιν
του Λαέρτη πριν ξιφομαχήσετε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλά με συμβουλεύει.
[Εξέρχεται ΕΥΓΕΝΗΣ
ΟΡΑΤΙΟΣ
Θα χάσης τούτο το στοίχημα, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν το πιστεύω· αφού αυτός επήγε εις την Γαλλίαν,
εγώ δεν έπαυσα να γυμνάζωμαι· όπως έβαλαν το στοίχημα
θα το κερδίσω. Αλλά δεν ημπορείς να φαντασθής πόσην
στενοχωρίαν αισθάνομαι εδώ εις την καρδίαν μου· όμως δεν
πειράζει.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αλλά, Κύριέ μου —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είναι ανοησία, και όμως είναι τέτοιας λογής προαί-
σθημα οπού ημπορούσε να ταράξη γυναίκα.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αν η ψυχή σου αποστρέφεται τι, υπάκουσέ την· εγώ
θα προλάβω τον ερχομόν τους εδώ και θα ειπώ ότι δεν
έχεις διάθεσιν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καθόλου· αψηφούμε τα προγνωστικά· και εις το (22) πέ-
σιμο ενός στρουθίου υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια. Αν είναι
τώρα, δεν είναι ερχόμενον· αν δεν είναι ερχόμενον, θα ήναι
τώρα· αν δεν είναι τώρα, όμως θα έλθη· το (23) παν είναι να
ήσαι έτοιμος. Αφού (24) κάνεις δεν γνωρίζει τίποτε απ' όσα
αφίνει, τι σημαίνει αν τ' αφίνει γλήγορα; Ας γίνη.
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΛΑΕΡΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ
ΟΣΡΙΚΟΣ και άλλοι ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ οπού φέρνουν ξίφη
και χειρόχτια. Ένα τραπέζι με φλασκιά κρασί επάνω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Έλ', Αμλέτε, από εμέ το χέρι τούτο λάβε.
[Βάζει το χέρι του ΛΑΕΡΤΗ εις το χέρι του ΑΜΛΕΤΟΥ]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δώσε μου, Κύριέ μου, την συγχώρεσίν σου·
σ' έχω αδικήση, αλλά συγχώρεσέ με, ως είσαι
άνθρωπος ευγενής· γνωρίζουν οι παρόντες,
και συ θα 'χης ακούση, πως με βασανίζει
ταραχή του νοός. Ό,τι και αν έχω κάμη
'πού την ευαίσθητην καρδιά και την τιμήν σου
να επλήγωσε σκληρά, δηλόν' ότ' ήταν τρέλλα.
Αδίκησ' ο Αμλέτος τον Λαέρτην; Όχι,
ο Αμλέτος ποτέ· και αν ο Αμλέτος χάση
τον εαυτόν του και 'ς τον εαυτόν του ξένος
αδικεί· τον Λαέρτην, πταίστης διά την πράξιν
δεν είν' ο Αμλέτος· ο Αμλέτος την αρνείται.
Ποιος το 'καμε λοιπόν; Η τρέλλα του· και, αν είναι
τούτο, καθώς το λέγω, αληθινόν, ο Αμλέτος
ευρίσκεται και αυτός 'ς το αδικημένο μέρος·
η τρέλλα του είν' ο εχθρός του καϋμένου Αμλέτου.
Κ' εάν κηρύττω εμπρός 'ς αυτούς, 'πού μας ακούουν,
ότι προαίρεσιν δεν είχα να σε βλάψω,
εις την γενναίαν σου ψυχήν τούτο ας αρκέση
να με απολύσης, και να ειπής πως ένα βέλος
έρριξα επάνω από την σκέπην του σπιτιού μου
κ' ελάβωσε τον αδελφόν μου.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τούτο φθάνει
διά την καρδιά μου, — μ' όλον ότι αυτή δικαίως
έπρεπε να με σπρώξη 'ς την εκδίκησίν μου.
Πλην, όσον αποβλέπει της τιμής τους νόμους,
εξ ανάγκης θ' απέχω τώρα, και δεν θέλω
φιλίωσιν πριν ή με συμβουλεύσουν άνδρες,
ηλικιωμένοι και γνωστοί διά την τιμήν τους,
ότ' ημπορώ ν' αγαπηθώ χωρίς να μείνη
εις τ' όνομά μου στίγμα· ωστόσο την αγάπην,
'πού μου προσφέρεις, δέχομ' ως απλήν αγάπην
και θα την σεβασθώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Με την καρδιά το στέργω,
και ως αγών' αδελφών το στοίχημα θα παίξω. —
Δώστε τα ξίφη. — Εμπρός.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Εμπρός, δώστε μου ένα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λαέρτη, ωσάν πετάλι (25) θα σου χρησιμεύσω·
προς την αμάθειάν μου τρομερά θ' αστράπτη
η τέχνη σου, 'σάν άστρο 'ς το βαθύ σκοτάδι.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Κύριε, με περιπαίζεις.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, 'ς την τιμήν μου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Οσρίκε φίλε, δώσε τους τα ξίφη. — Αμλέτε
ανεψιέ μου, ηξεύρεις πως έχομε βάλη
το στοίχημα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλώς το ηξεύρω, Κύριέ μου·
ετέθ' η διαφορά 'ς το μέρος του αδυνάτου
από την χάριν σου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ποσώς δεν το φοβούμαι·
σας είδα και τους δύο· πλην ο αντίπαλός σου
επρόκοψε από τότε και δι' αυτό να γίνη
έπρεπε η διαφορά.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Πολύ βαρύ 'ναι τούτο·
δώστε μ' άλλο να ιδώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τούτο μ' αρέσει. — Μάκρος
όμοιον έχουν τα σπαθιά;
[Ετοιμάζονται να παίξουν]
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ναι, Κύριέ μου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Εις το τραπέζι αυτού ποτήρια βάλετέ μου
κρασί γεμάτα· και αν τον επιτύχη πρώτην
ή δεύτερην φοράν ο Αμλέτος ή 'ς την τρίτην
το κτύπημα του ανταποδώσ' οι προμαχώνες
όλοι ας κροτήσουν όλα τα πυροβόλα των,
και 'ς το ξανάσαμα του Αμλέτου θα προπίη
ο Βασιλέας, και θα ρίξη 'ς το ποτήρι
μαργαριτάρι τιμιώτερο από κείνο,
'πού τέσσεροι κατά σειράν έχουν φορέση,
ως τώρα, βασιλείς 'ς το στέμμα της Δανίας.
Δώστε μου τα ποτήρια· μήνυμα θα δώση
το τύμπανο 'ς την σάλπιγγα, και τούτη πάλιν
των πυροβολιστών, και όλα τα πυροβόλα
'ς τους ουρανούς, κ' οι ουρανοί 'ς την γην θα λέγουν·
«Του Αμλέτου εις την υγείαν πίνει ο Βασιλέας».
Ελάτε, αρχίστε. — Σεις, κριταί, τον νουν σας τώρα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ορίστε, Κύριε.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Πρίγκιπά μου, ορίστε. [Παίζουν]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μία.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ποσώς.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ας κρίνουν.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Είναι φανερό 'πού σ' έχει
'πιτύχη.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ας είναι· πάλιν,
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Στάσου — φέρετέ μου
κρασί. — Δικός σου (26) ο μαργαρίτης τούτος είναι,
Αμλέτε· 'ς την υγειά σου εδώ.
[Σαλπισμοί και πυροβολισμοί μέσα]
Σεις, δώσετέ του
το ποτήρι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα παίξω τούτο πρώτα· κάτω
βάλε το. — Εμπρός - [Παίζουν] Και άλλη· συ τι λέγεις;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μία
κτυπιά, τ' ομολογώ.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ο υιός μας θα κερδίση.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Είναι παχύς και δύσκολ' ανασαίνει. — Αμλέτε,
με το μαντίλι μου το πρόσωπο σφογγίσου·
η βασίλισσα ιδού 'ς την τύχην σου προπίνει,
Αμλέτε μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλή μου δέσποινα.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Γελτρούδη,
μη πιης.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Θα πιώ, με συγχωρείς.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ [Μόνος του]
Αυτή 'ναι η κούπα
με το φαρμάκι! αργά είναι πλέον!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δέσποινά μου,
ακόμη δεν τολμώ να πιώ — 'ς ολίγο πίνω.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Έλα, το πρόσωπο να σου σφογγίσω.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Κύριε,
τώρα θα τον 'πιτύχω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δεν πιστεύω.
ΛΑΕΡΤΗΣ [Μόνος του]
Και όμως
τ' αποστρέφεται κάπως η συνείδησίς μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εμπρός, Λαέρτη, διά την τρίτην· χωρατεύεις·
παρακαλώ σε, κτύπα με την δύναμίν σου·
φοβούμαι μη με παίρνης διά παιδάκι.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Αλήθεια;
Εμπρός! [Παίζουν]
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ούτε 'ς το ένα μέρος ούτε 'ς τ' άλλο
τίποτε.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Πάρε αυτήν.
Ο ΛΑΕΡΤΗΣ λαβόνει τον ΑΜΛΕΤΟΝ, κατόπιν εις τον διαξιφισμόν
αλλάζουν τα ξίφη και ο ΑΜΛΕΤΟΣ λαβόνει τον ΛΑΕΡΤΗΝ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Χωρίσετέ τους· είναι
θυμωμένοι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, εμπρός και πάλιν.
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ πέφτει.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Βοηθάτε
την Βασίλισσαν, ω!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αιμάτωσαν και οι δύο — Κύριέ μου, πώς είσαι;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Πώς είσαι, Λαέρτη;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ωσάν ξυλόρνιθα πιασμένος εις το βρόχι
'πώστησα, Οσρίκε· με φονεύ' η προδοσιά μου
δικαίως.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η Βασίλισσα πώς είναι;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Άμα
τους είδε να αιματώσουν δείλιασε.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Όχι, όχι·
το πιοτό, το πιοτό — Αμλέτε μου, ψυχή μου —
το πιοτό, το πιοτό· είμαι φαρμακωμένη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κακούργημα! την θύραν κλείστε! Προδοσία!
ζητήσετέ την! [Ο ΛΑΕΡΤΗΣ πέφτει]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ω Αμλέτ', εδώ την έχεις·
Αμλέτε, σκοτωμένος είσαι, ουδέ κανένα
ιατρικό 'ς τον κόσμον να σε ιάνη αξίζει·
ώρα μισή ζωής 'ς εσέ δεν απομένει·
αυτό 'πού σφίγγεις είναι τ' όργανο του φόνου,
ακούμπωτο, φαρμακωμένο· ιδού το μαύρο
μηχάνημα οπού σπα 'ς την κεφαλήν μου· ιδού με
κείτομαι χάμω εδώ να μη σηκωθώ πλέον·
από φαρμάκι και η μητέρα σου πεθαίνει·
άλλην δεν έχω εγώ πνοήν· ο Βασιλέας —
ο Βασιλέας είναι ο πταίστης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ως κ' η άκρη
φαρμακωμένη! Εμπρός! τα έργο σου, φαρμάκι,
κάμε λοιπόν! [Πληγόνει τον ΒΑΣΙΛΕΑ]
ΟΛΟΙ
Ω! Προδοσία, προδοσία!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Προφθάστε, ω φίλοι· μόνον λαβωμένος είμαι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αιμομίκτη, φονιά, Δανέ κατηραμένε,
πιάσε, άδειασέ το! ο μαργαρίτης σου είναι μέσα
Άμε κατόπιν της μητρός μου. [Ο ΒΑΣΙΛΕΑΣ αποθνήσει]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ό,τι του ανήκει
έλαβε· τα φαρμάκι αυτός το 'χει ετοιμάση.
Μεγαλόψυχε Αμλέτε, τώρα μεταξύ μας
ν' αντισυγχωρηθούμε· επάνω σου ας μη πέση
ο θάνατός μου, μήτ' εκείνος του πατρός μου,
και μήτε ο θάνατός σου επάνω μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ας σου δώση
άφεσιν ο Θεός! σ' ακολουθώ· πεθαίνω,
Οράτιε. — Δυστυχής βασίλισσα, καληώρα!
Εσείς, 'πού εμπρός 'ς το συμβάν τούτο αχνίζετ' όλοι,
τρέμετε και άφων' είσθε πρόσωπα ή και μόνον
ακροαταί 'ς το δράμα τούτο, αν καιρόν είχα
(αλλ' όταν έρχεται ο σκληρός τούτος κλητήρας (27)
ο θάνατος, εδώ, στιγμήν δεν μας χαρίζει)
ω! είχα να σας είπω — πλην ας ήναι. — Οράτιε,
πεθαίνω, ζης εσύ· 'ς εκείνους 'πού αμφιβάλλουν
ιστόρησε κ' εμέ και όλα τα δίκαιά μου.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ποτέ μη το πιστεύσης· είμ' εγώ αρχαίος
Ρωμαίος πλέον ή Δανός· σώζεται ακόμη
εδώ πιοτό.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αν άνδρας είσαι, το ποτήρι
δος μου· άφησέ το· εγώ το θέλω· Οράτιε φίλε,
α! λαβωμένο 'πού θα ζήση τ' όνομά μου,
τα πράγματ' αν θα μείνουν άγνωστα όπως είναι!
Αν μέσα 'ς την καρδιά σου μ' είχες όσο εζούσα,
ακόμη ολίγο μείνε από την μακαρίαν
ζωήν μακράν και στέρξε την πνοήν με κόπον
να σέρνης 'ς τον τραχύν αέρ' αυτού του κόσμου,
την ιστορίαν μου να ειπής.-[Ακούεται μακρόθεν πορεία στρα-
τού και μέσα πυροβολισμοί]
Τι κρότος είναι
τούτος πολεμικός;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ο Φορτιμπράς ο νέος,
'πού νικητής των Πολωνών τώρα επιστρέφει,
εις τους απεσταλμένους της Αγγλίας δίδει
τον στρατιωτικόν χαιρετισμόν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ωιμένα!
πεθαίν', Οράτιε· το σφοδρό φαρμάκι πνίγει
το πνεύμα μου· δεν θε να ζήσ' όσο να μάθω
τα νέ' απ' την Αγγλίαν· μόνον προφητεύω
ότι 'ς τον Φορτιμπράς η εκλογή θα πέση·
έχει από εμέ την επιθάνατην φωνήν μου·
ειπέ του αυτό και ακόμη τα μικρά μεγάλα
συμβεβηκότα, 'πώχουν σπρώξη — ό,τι απομένει
είναι σιωπή.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εδώ συντρίβεται καρδία
ευγενεστάτη. — Καλή νύκτ', αγαπημένε
Πρίγκιπα· να σε φέρουν 'ς την ανάπαυσίν σου
Αγγέλων πτέρυγες και ύμνοι. — Τι προβαίνουν
εδώ τα τύμπανα;
Εισέρχονται ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ και οι ΑΓΓΛΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΣ
με τύμπανα και σημαίαις και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ.
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Το θέαμα πού είναι;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Και τι θέλεις να ιδής; αν συμφοράν, αν θαύμα,
μη ζητήσης αλλού.
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Τα λείψανα, οπού βλέπω,
φόνους καταβοούν! — 'Σ τ' αθάνατό σου δώμα,
ω Θάνατε δοξομανή, τι κάλεσμά 'χεις
και τόσους βασιλείς εκτύπησες με μίαν
βολήν φονικωτάτην;
Α’ ΠΡΕΣΒΥΣ
Φρίκης θεωρία!
Και τα μηνύματά μας από την Αγγλίαν
έρχονται αργά· και πλέον αίσθησιν δεν έχουν
τ' αυτιά, 'πού έμελλαν από μας ν' ακούσουν ότι
κατά την προσταγήν του (28) σκοτωμένοι έπεσαν
ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης· τώρα ποίος
θα μας ευχαριστήση;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ουδέ το στόμα εκείνου,
και αν ήταν ζωντανός, θα σας ευχαριστούσε·
δεν είχε αυτός τον θάνατόν τους παραγγείλη.
και αφού τυχαίνει ξάφνου να ευρεθήτ' επάνω
'ς το φονικό τούτο μυστήριον, απ' ταις μάχαις
της Πολωνίας σεις, και σεις απ' την Αγγλίαν
δώσετε προσταγήν τα λείψανα να βάλουν
εις υψηλό πατάρι, να τα βλέπουν όλοι,
κ' εγώ του κόσμου, 'πού αγνοεί, θα φανερώσω
πώς εσυνέβηκαν αυτά· θ' ακούσετ' έργα
σαρκικά (29), φονικά και παρά φύσιν· κρίσες (30)
της τύχης, φόνους (31) κατά σύμπτωσιν, θανάτους (32)
της πανουργίας έργον και δεινής ανάγκης,
και, 'ς την έκβασιν τούτην, σχέδια (33) πώχουν σφάλη
και αφάνισαν τους γεννητάς των· όλα τούτα
δύναμ' εγώ να εκθέσω καθαρά.
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Και αμέσως
να τ' ακούσωμε ας πάμε· και όλ' οι μεγιστάνες
ας καλεσθούν εις τούτην την συνάθροισίν μας.
Και ως προς εμέ, αν και με λύπην, αγκαλιάζω
την τύχην μου· μου ανήκουν εις το κράτος τούτο
δικαιώματ' αρχαία και να τ' απαιτήσω
η ώρα τούτη με καλεί.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Διά τούτο ακόμη
θα έχω λόγον να ομιλήσω, και απ' τα χείλη
ανδρός, οπού η φωνή του θέλει σύρη και άλλους.
Αλλ' ό,τ' ειπώθη ας γίνη ευθύς, ενόσω ακόμη
τα πνεύματ' είν' ερεθισμένα, μήπως άλλη
μας τύχη συμφορά, 'πού δύναται να φέρη
δόλος ή πλάνη.
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Καθώς πρέπ' εις στρατιώτην
τέσσεροι τον Αμλέτον 'ς το υψηλό πατάρι
οπλαρχηγοί θα φέρουν· έδιδεν ελπίδαις,
αν είχεν ανεβή 'ς τον θρόνον, βασιλέας
αληθινός να δείξη· και θα τον υμνήση
εις τον ενταφιασμόν του η μουσική μας μ' όλαις
των όπλων ταις τιμαίς. Τα λείψανα σηκώστε·
θέαμα τέτοιο 'ς του πολέμου τα πεδία
ταιριάζει, εδ' όμως είναι ανάρμοστη ασχημία.
Προστάξτε τους στρατιώταις να πυροβολήσουν.
[Νεκρώσιμη πορεία. Εξέρχονται με τα λείψανα· κατόπιν
πυροβολισμός.]