Αθηναΐς/Α/11/Τα λίαν αρμόζοντα ενδύματα

Ἀθηναΐς-Ἔτος Α΄, τεῦχος 11
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Τὰ λίαν ἁρμόζοντα ἐνδύματα


ΤΑ ΛΙΑΝ ΑΡΜΟΖΟΝΤΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ.
(Ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ.)
Δὲν δύνασαι νὰ ἐνδύσῃς ὁπωσοῦν καλλίτερον τὸ παιδίον τοῦτο; εἶπεν ὁ Πέτρος Ῥοβὲν τῇ συζύγῳ του· δὲν ἡμπόρεῖ τις οὔτε κἂν νὰ τὸ θεωρήσῃ!

Ὁ πατὴρ εἶχε μόλις ἐπανέλθει ἐκ τῆς ἐργασίας του· ἐκάθισε παρὰ τῇ ἐστίᾳ καὶ τὰ βλέμματά του ἔπεσον ἐπὶ τοῦ Λουδοβίκου, τοῦ τέκνου των, ὅπερ ἀποβαλὸν παλαιὸν φόρεμα ἐσκόπει νὰ μείνῃ μὲ μόνον τὸν ὑπενδύτην.

Ἡ μήτηρ ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς στενάζουσα καὶ εἶπε: — Δυστυχὲς τέκνον μεγαλόνει τοσοῦτον καὶ φθείρει καὶ σχίζει τὰ ἐνδύματά του, ὥστε ἀπορεῖ τις τί νὰ πράξῃ. Διορθόνω πλύνω καὶ σιδηρόνω ἀδιακόπως καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ν’ ἀκούω: Δὲν δύνασαι νὰ ἐνδύσῃς καλλίτερα τὸ παιδίον τοῦτο! Γινώσκεις Πέτρε ὅτι ἐκ τῶν ὅσων κερδίζεις μόνον τὴν τροφὴν ἡμῶν δυνάμεθα νὰ ἔχωμεν. Ποῦ θὰ εὕρω λοιπὸν τὰ χρήματα νὰ τῷ ἀγοράσω ἐνδύματα.

— Καλὰ, καλὰ, γινώσκω ὅτι ἔχεις δίκαιον, ἀλλὰ τὸ μικρὸν τοῦτο εἶναι πολὺ κακὰ ἐνδυμένον.

Ὁ Λουδοβίκος ἤκουε καὶ ἀνεμίχθη εἰς τὴν συνομιλίαν:

— Βεβαιῶ πάτερ, ὅτι ἔπρεπε νὰ ἔχω καλλίτερα φορέματα· τὰ παιδία τοῦ σχολείου πολλάκις μὲ περιγελῶσι καὶ μ’ ἐρωτῶσι ἐὰν ἡ μήτηρ μου ἐμπορεύεται τὰ ῥάκη· τοῦτο μὲ λυπεῖ καὶ λησμονῶ τὸ μάθημά μου, καὶ ἔπειτα ἔχω ἐπιπλήξεις.

— Εἶναι λίαν δυσάρεστον τέκνον μου καὶ σὲ βεβαιῶ ὅτι ἐὰν εἶχον τὰ μέσα, θὰ σὲ ἐνέδυον καλλίτερον ἀπὸ πάντα ἄλλον ἐξ αὐτῶν. Ἀλλὰ τῇ ἀληθείᾳ καθὼς εἶναι οἱ χρόνοι, εἶναι δύσκολον καὶ αὐτὴν τὴν τροφὴν νὰ προμηθευθῇ τις.

Ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ των οἱ δύο σύζυγοι ἀπεφάσισαν τῇ προτάσει τῆς μητρὸς νὰ ἀγοράσωσι διὰ τὸ τέκνον των ἐνδυμασίαν μεταχειρισμένην ἔκ τινος μεταπράτου. Τῇ ἐπαύριον ἐπορεύθη ἡ μήτηρ μετὰ τοῦ παιδὸς εἰς τοῦ ῥάπτου. Ὁ ῥάπτης, μαθὼν τί ἐζήτουν, εἶπεν ὅτι εἶχεν ἀκριβῶς τὸ ποθούμενον, ἤτοι ἐπανωφόριον καὶ ὑπενδύτην ἅτινα εἶχον κατασκευασθῆ διὰ τὸν υἱὸν τοῦ ἀρτοποιοῦ καὶ τὰ ὁποία εὑρέθησαν λίαν μικρὰ, καὶ ἓν πανταλόνιον κατασκευασθὲν διὰ ἕνα τῶν ὀρφανῶν τῆς ἐνορίας, ὅπερ δὲν ἥρμοζεν ἐπίσης καλῶς.

— Θὰ σᾶς τ’ ἀφήσω εὐχαρίστως ὀλιγώτερον τοῦ ὅσον μὲ κοστίζουν, λέγει.

Ἡ μήτηρ ἐκάθισεν ἐπὶ ἕδρας καὶ εἶπεν

— Ἴδωμεν, Λουδοβίκε, δοκίμασέ τα εὐθύς.

Ὁ Λουδοβίκος ὑπήκουσε, καὶ μετὰ πολλοῦ κόπου, κατώρθωσε νὰ εἰσδύσῃ ἐν τοῖς ἐνδύμασι· ἀλλὰ τὸν ἐστενώρουν, δὲν ἐτόλμα δὲ νὰ σαλεύσῃ φοβούμενος μήπως τὰ διαρρήξῃ. Ὁ ῥάπτης ἠναγκάσθη νὰ ὁμολογήσῃ, μὲ μεγάλην του λύπην, ὅτι ταῦτα δὲν ἥρμοζον.

Βλέπων τὴν ἀπελπισίαν τοῦ παιδὸς, ὁ ἔμπορος ἤρξατο πάλιν σκεπτόμενος μήπως ἔχει ἄλλα· τέλος μετά τινας ἐρεύνας, ἀνεκάλυψε ἐπανωφόριον καὶ πανταλόνιον μεταχειρισμένον τὰ ὁποῖα ἐθεωρήθησαν λίαν ἁρμόζοντα καὶ ἱκανῶς μεγάλα. Ὁ ῥάπτης ἐζήτησε καὶ ἔλαβε δικαίαν ἀμοιβήν. Μετά τινα λεπτὰ ὁ Λουδοβίκος καὶ ἡ μήτηρ του ἐπανῆλθον σπεύδοντες εἰς τὴν οἰκίαν των ἵνα δείξωσι τὰ ἀγορασθέντα εἰς τὸν πατέρα. Κατ’ ἀνάγκην ἐχρειάσθη νὰ ἐπαναθέσῃ τὰ φορέματα ὅπως ὁ Ῥοβὲν δυνηθῇ νὰ ἴδῃ πῶς ἥρμοζον, τούτου δὲ γενομένου ὁ Λουδοβίκος ἔστη ἐν τῷ μέσῳ τῆς αἰθούσης ὅπως τὸν θαυμάσωσιν. Ἐνῷ τὸν ἐθεώρουν πανταχόθεν, ἔθεσε τυχαίως τὴν χεῖρα ἐν τῷ θυλακίῳ τοῦ πανταλονίου καὶ ἤρξατο ἀμέσως κραυγάζων καὶ σκιρτῶν ἀπὸ χαρᾶς, λέγων:

— Πάτερ, μῆτερ! Ἰδέτε τί εὑρίσκω, καὶ τοῖς ἔδειξε πεντάφραγκον περιτετυλιγμένον εἰς τεμάχιον χάρτου. Τώρα, δύναμαι νὰ πάρω καὶ ὑποδήματα!

— Μήπως νομίζεις τῷ λέγει ὁ πατὴρ ὅτι σοὶ ἀνήκει. Πρέπει νὰ τὸ ἐπιστρέψωμεν εἰς τὸν ῥάπτην, νὰ τὸ ἀποδώσῃ εἰς τὸν πωλήσαντα τὰ ἐνδύματα.

Ὁ Λουδοβίκος τὰ ἔχασε βλέπων τὰς προσδοκίας του ματαιουμένας. Ἀλλὰ ἐννοήσας ὅτι ὁ πατήρ του εἶχε δίκαιον δὲν εἶπε πλέον λέξιν. Τὸ νόμισμα ἀπεδόθη τῷ ῥάπτῃ. Ἑσπέραν τινα Σαββάτου εἷς τῶν υἱῶν τοῦ ῥάπτου ἔρχεται εἰς τὴν πτωχὴν καλύβην, καὶ εἶπεν εἰς τὴν κυρίαν Ῥοβέν: Τὸ πρόσωπον εἰς ὃ ἀνῆκον τὰ πανταλόνια σᾶς πέμπει τὸ δέμα τοῦτο. Ἀνοίγουσι τὸ δέμα, καὶ ἐν αὐτῷ εὑρίσκουσι καινουργῆ ὅλως ἐνδυμασίαν θερμὴν καὶ ἁρμόζουσαν ἐξ οὗ μεγίστη ἡ ἀγαλλίασις διὰ τὸν Λουδοβίκον, ὅστις ἐσκέφθη ὅτι δὲν θὰ ἐνεδύετο καλῶς ἐὰν μὴ ὁ πατήρ του ἦτο τίμιος ἄνθρωπος.