Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ.


Ἀνάθεμα τὴν πρώτ’ ἀρχή,
ποῦ μ’ εἶπαν νὰ πιστέψω,
πῶς δὲν μοῦ σώζεται ἡ ψυχή,
σὰν δὲν καλογερέψω!

Ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴν Πασχαλιὰ
μ’ ἐκάμαν νὰ ξεπέσω·
ν’ ἀφήσω μακρυὰ μαλιὰ
καὶ ῥάσσο νὰ φορέσω.

Νὰ ζῶ μὲ τὸ ξερὸ ψωμί,
μὲ τὸ νερὸ μονάχα·
γιὰ νὰ παιδέψω τὸ κορμί,
καὶ γιὰ ν’ ἁγιάσω τάχα!..

Καλόγεροι, σᾶς προσκυνῶ,
καὶ σᾶς φιλῶ τὰ χέρια.
Καὶ σᾶς πετῶ τὸν οὐρανὸ
καὶ τὰ χρυσὰ τ’ ἀστέρια.

Πετῶ τὸν σκοῦφο στὸ κελλί,
τὸ ῥάσσο στὸ ντολάπι·
τὸν νοῦ μου—μόνο στὸ φιλί,
καὶ μόνο στὴν ἀγάπη.

Θωρῶ πουλάκια στὴν αὐλή,
ποῦ παίζουν ’ταῖρι ’ταῖρι,
καὶ λέγω: νἄμουνε πουλί!
Νὰ ἤμουν περιστέρι!

Θωρῶ κοπέλαις, ποῦ περνοῦν
νὰ πᾶν στὸ περιβόλι,
κι’ αὐτοῦ ποῦ κοντοπροσκυνοῦν-
Μὲ παίρνουν οἱ Διαβόλοι!..