Γλώσσαι/Α
< Γλώσσαι
(Ανακατεύθυνση από Hesychius Α)Γλώσσαι Συγγραφέας: Α |
Β→ |
- <Α>
- Τὸ <α> περισπασθὲν δηλοῖ εἴθε, ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ (P. Ox. 2079,33, fr. 1,33)· "ἆ πάντως ἵνα γῆρας". καὶ τὸ ὦ ἄρθρον, ὡς παρ' Ὁμήρῳ· ἆ δειλοί (υ 351). καὶ ψιλούμενον στέρησιν, ὡς ὅταν λέγωμεν ἄνανδρον. καὶ τὸ μέγα, ὡς τὸ "ἀχανὲς πέλαγος". καὶ τὸ πολύ, ὡς "ἐν ἀξύλῳ ὕλῃ" (Λ 155) καὶ τὸ ὁμοῦ, ὡς τὸ ἀδελ- φός. ὁμόδελφον γὰρ σημαίνομεν. δελφὺς δέ ἐστι ἡ μήτρα. καὶ τὸ κακόν, ὡς τὸ ἀμήχανε, ἀντὶ τοῦ κακομήχανε. δασυνόμενον δὲ σημαίνει ἅτινα καὶ ὅσα. καὶ ἄρθρον ὑποτακτικὸν οὐδετέρου γένους πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ πτώσεως εὐθείας.
- <α α>
- ἐπὶ τοῦ μεγάλου. ἔστι δὲ καὶ σχετλιαστικὸν ἐπιφώνημα. δα- συνθὲν δὲ γέλωτα δηλοῖ.
- [<Α>
- φωνῆεν. ἢ ἅτινα, ἢ ἅπερ, ἢ ὅσα. καὶ ἄρθρον ὑποτακτικὸν οὐδε- τέρου γένους πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ πτώσεως εὐθείας. καὶ ψιλού- μενον στέρησιν δηλοῖ, ὡς ὅταν λέγωμεν ἄνανδρον.]
- <ἄ ἄ>
- *σχετλιαστικὸν ἐπιφώνημα v ἢ σύστημα ὕδατος n
- <ἀάατον>
- τὸ ἀβλαβὲς καὶ εὐχερές (Ξ 271), ἢ ἄνευ ἄτης (φ 91), *ἢ ἀπλήρωτον (vg)
- *<ἀάβακτοι>
- ἀβλαβεῖς (vg) d Mosq.
- <ἀαγές>
- *ἄθραυστον, ἰσχυρόν vg πάνυ <σκληρόν> Mosq. (λ 575)
- *†<ἀαδέη>
- ὑεία κόπρος vg
- <ἀαδές>
- ἀηδές Mosq. (v)
- *<ἀαδεῖν>
- ὀχλεῖν, vg λυπεῖσθαι, ἀδικεῖν· [ἀπορεῖν, vg ἀσιτεῖν v
- <ἄδδα>
- ἔνδεια Λάκωνες. οὕτως Ἀριστοφάνης ἐν γλώσσαις (fr. 33)
- †<ἄαδαν>
- ἐλύπησαν (κ 68) (n)
- [<ἀάθης>
- ἥμαρτες vn ἐβλάβης] (v)
- *<ἀάθεκτον>
- ἄφθαρτον np ἀβλαβές
- <ἄα>
- σύστημα ὕδατος n
- *<ἄακτον>
- ἄθραυστον np ὑγιές
- *<ἀάλιον>
- ἄτακτον v
- <ἀανές>
- οὐ τελεσθησόμενον
- *<ἀανής>
- χρήσιμος np
- †<ἀαναίμα>
- πολλαχῇ χάρις Mosq.
- <ἀάνθα>
- εἶδος ἐνωτίου παρὰ Ἀλκμᾶνι (fr. 120) ὡς Ἀριστοφάνης (fr. 91)
- *<ἀάπτους>
- ἀπροσπελάστους, ὧν οὐ δύναταί τις ἅψασθαι vgn ἢ ἀπτοήτους
- <ἄας>
- ἐς αὔριον Βοιωτοί. οἱ δὲ εἰς τρίτην.
- <ἀάσαι>
- πολλαχῶς καὶ ἄγαν βλάψαι.
- <ἀασάμην>
- ἐβλάβην vgn <ἄτῃ> περιέπεσον (Ι 116 ..)
- *<ἀάσατο>
- ἐβλάβη (Ι 537 ..) n
- *<ἀάσθης>
- ἐβλάβης (d)
- *<ἀασίφρονι>
- βλαψίφρονι, [φρενοβλαβεῖ. n (p) ἀάσαι γὰρ τὸ βλάψαι (φ 302)
- <ἀάσατο>
- ἔβλαψεν
- *<ἀασιφόρος>
- βλάβην φέρων vn
- <ἀάσκει>
- βλάπτει np φθείρει p
- <ἀαστόν>
- ἀναμάρτητον, [ἀβλαβές d
- <ἀάστονα>
- ἀνεύφραντον n
- <ἀάσχετον>
- ἀκατάσχετον, ἀνυπομόνητον (Ε 892)
- <ἀᾶται>
- ἄγαν βλάπτει (Τ 91 ..) gn
- <ἄατε>
- ἀπλήρωτε
- <ἀάτοις>
- βλάπτουσιν
- [<ἄατον>
- ἐπιβλαβές, ἢ ἄνευ ἄτης n ἢ ἀπλήρωτον (n)]
- <ἄατος>
- χαλεπός, δυσχερής· *ἀκόρεστος Pn, ἀχόρταστος
- <ἀατύλον>
- ἀβλαβές
- <ἄβ>
- ὁ Γορπιαῖος μήν
- †<ἄβα>
- τροχός, ἢ [βοή p
- [<ἀβακίμων>
- ἄλαλος]
- *<ἀβακῆσαι>
- ἀγνοῆσαι ἁμαρτάνειν gn
- <ἄβαγνα>
- ῥόδα n Μακεδόνες
- <ἀβακρόν>
- λεπτόν n
- <ἀβάθων>
- διδάσκαλος np Κύπριοι
- <ἄβαθμα>
- τὰ στρέμματα
- [<Ἄβαντες>
- Εὐβοεῖς καὶ κολοσοί, νεκροί]
- <Ἄβαι>
- περὶ τὴν Φωκίδα τόπος οὗ μαντεῖον Ἀπόλλωνος Ἀβαίου. Σοφοκλῆς (O. T. 900)
- *<ἀβάκην>
- ἀφελῆ n, ἀσύνετον n(p), ἡσύχιον, [ἄπειρον, ἀδύνατον n(p), ἄκακον n
- *<ἀβακήμων>
- ἄλαλος vg ἀσύνετος Σ
- <ἀβακής, ἄβαξ>
- ἄφωνος σιωπηρός p καὶ ὄνομα ἀρχιτεκτονικόν, ὃ † σκύθαι λέγουσιν ἄνδρα καλεῖν
- *<ἀβάκησαν>
- ἠγνόησαν (δ 249) (g)n
- [<ἄβακι>
- ἀγελαίσωνες]
- *<ἀβάκτητον>
- ἀνεπίφθονον n Σ
- *<ἄβακτον> καὶ <ἄβυκτον>
- τὸ μὴ μακαριστόν n Σ
- <ἀβάκλινον>
- λινοῦν ὕφασμα p περιχειρίδιον
- †<Ἀβάκω ἄγκινοι>
- Σικελῶν μοῖρά τις οὕτω καλουμένη
- <ἆ βάλε>
- ὄφελον, εἴθε g [ἢ ἀχρεῖον]
- <ἀβλάβεια>
- συγγραφή, np ὁμολογία p
- <ἀβαλῆ>
- ἀχρεῖον Λάκωνες, οἱ δὲ νωθρόν (p)
- <ἄβαλις>
- μοχθηρὰ ἐλαία
- <ἀβάντασιν>
- ἀναβᾶσιν (p)
- <Ἄβαντα>
- πόλις πλησίον Παρνασοῦ, ἔνθα ἱερὸν Ἀπόλλωνος
- <Ἄβαντες>
- Εὐβοεῖς (Β 542) καὶ κολοσσοί, [νεκροί p
- [<ἄβατος>
- ἀσύνετος]
- *<ἄβαπτος>
- ἀστόμωτος (vg) Σ
- <ἀβάπτιστον>
- τρυπάνου εἶδος ἰατρικοῦ d
- †<ἀβαρλεῖται>
- ταράσσεται, κροτεῖ
- [<ἀβαρβαλαῖαι>
- νύμφαι]
- <Ἀβαρβαρέη>
- ὄνομα νύμφης <ναΐδος> n πολλὰ δὲ εἴδη νυμφῶν (Ζ 22)
- [<ἀβαρής>
- ἀσύνετος]
- <ἄβαρις>
- ὁ ἠπειρώτης καὶ μὴ ἔχων βᾶριν
- <ἁβαριστάν>
- γυναικιζομένην, καθαιρομένην καταμηνίοις. Κύπριοι
- <ἀβαρκνᾷ>
- κομᾷ † τὲ Μακεδόνες
- <ἄβαρκνα>
- λιμός
- <Ἀβαρνεύς>
- Φωκαέων φυλή
- <ἀβάρνου>
- στένε, οἴμωζε (p) βόα
- <Ἄβαρνος>
- πόλις Φωκαέων
- <ἀβαρταί>
- πτηναί. Κύπριοι
- <ἄβαρτος>
- ἄπληστος, οἱ δὲ ἄμαργος
- <ἀβαρτία>
- ἀπληστία
- <ἀβαρύ>
- ὀρίγανον Μακεδόνες
- <ἀβάς>
- εὐήθης. καὶ ἱερὰ νόσος παρὰ Ταραντίνοις
- <ἀβᾶσαι>
- ἀριστῆσαι, καὶ ἐγερθῆναι
- <ἀβαστάκτως>
- δυσβαστάκτως
- *<ἀβασάνιστα>
- ἀνεξέταστα (vg)
- <ἀβασάνιστος>
- ἄτρωτος, μὴ κολαζόμενος, *ἀγύμναστος (vg) n
- <ἀβάσκαντα>
- χωρὶς βλάβης
- *<ἄβατον>
- ἀκίνητον, ἀπρόσιτον (Eur. Bacch. 10) vg [ἄβαστον p]
- †<ἄβατον>
- ἀβίαστον
- *<ἄβατον>
- ἀδιόδευτον d ἀπέραντον (Lev. 16,22?) P
- <ἀβδέλυκτα>
- ἀμίαντα (Aesch. fr. 137)
- *†<ἄβδελλον>
- ταπεινόν vgPpw
- <ἄβδηλα>
- ἄβατα
- <ἄβδης>
- μάστιξ παρ' Ἱππώνακτι (fr. 98)
- <Ἀβδιού>
- ἑρμηνεύεται δοῦλος ἐξομολογητός
- <Ἀβδηρίτης>
- βορέας <ἄνεμος> nw
- [<ἄβελλον>
- ταπεινόν w]
- *<ἀβέβηλον>
- καθαρόν vg (Pn)
- <ἄβεις>
- ἔχεις
- <ἀβέλλει>
- στέφει (p) w
- <ἀβελιακόν>
- ἡλιακόν (p) Παμφύλιοι
- <ἀβέλιον>
- ἥλιον (p) †Κρῆτες
- *<ἀβελτερία>
- ἀφροσύνη Pn, ἄνοια vgPn
- <ἄβελ>
- πένθος
- *<ἀβέλτερος>
- ἀνόητος q. vgn, μωρός q. Σ, ὁ τὸ βέλτιον μὴ γινώ- σκων q, ἠλίθιος
- [<ἀβέρβηλον>
- πολύ, ἐπαχθές, μέγα, βαρύ, ἀχάριστον, μάταιον]
- <ἀβηδόνα>
- ἀηδόνα (p)
- <ἀβέσσει>
- ἐπιποθεῖ (p) θορυβεῖ
- <ἀβήρ>
- οἴκημα στοὰς ἔχον, ταμεῖον Λάκωνες
- †<ἀβήρει>
- ᾄδει
- †<ἀβηροῦσι>
- ἄιδουσιν
- <ἀβής>
- ἀναίσχυντος, ἀνόσιος, *ἀσύνετος, ἀνόητος gSPn
- <ἀβήσσει>
- ἐπινοεῖ (p)
- <ἀβί>
- ὑπό, Σκύθαις εἴρηται ...
- <ἄβια>
- οὐ βιώσιμα p ἢ βίαν οὐκ ἔχοντα [οὐ βίαιοι, οὐκ ἄδικοι, καὶ ὄνομα ἔθνους]
- <ἀβίλλιον>
- ἀνδρεῖον p
- <ἄβιε>
- ἔβαλλον. Σκύθαι
- <ἄβιν>
- ἐλάτην, οἱ δὲ πεύκη
- <Ἀβίλλιον>
- οἶνον vgw (p)
- <ἀβιάτακα>
- μνήμονα. Πέρσαι
- <Ἀβιλυκή>
- στήλη ἐν Λιβύῃ
- <ἄβιοι>
- μὴ ἔχοντες τόξα vgn ἀπόλεμοι np οὐ βίαιοι, οὐκ ἄδικοι, καὶ ὄνομα ἔθνους (Ν 6)
- <ἀβιόλη>
- σπέρμα ἐμφερὲς ...
- <ἄβιος>
- πλούσιος· ὡς Ἀντιφῶν ἐν Ἀληθείᾳ (fr. 43)
- <ἀβίυκτον>
- ἐφ' οὗ οὐκ ἐγένετο βοὴ ἀπολλυμένου
- *<ἀβίωτον>
- κακόν, ἀηδῆ, ὀδυνηρόν (Eur. Alc. 242) pd
- <ἀβλαβύνιον>
- σειρὰ πλεκομένη παρ' Αἰγυπτίοις ἐκ βύβλων, κάθαρσιν ποιοῦσα
- <ἀβλαδέως>
- ἡδέως
- <ἀβλάξ>
- λαμπρῶς Κύπριοι
- <ἄβλαροι>
- ξύλα
- <ἄβλας>
- ἀσύνετος, ἀγνώμων
- <ἄβλαυτος>
- ἀνυπόδητος (p)
- *<ἀβλεπτήματι>
- ἁμαρτήματι vgn
- <ἀβλεμές>
- ἀσθενές, [ἀβλεπές] φαῦλον
- <ἀβλεμής>
- ἄτολμος p ἀτερπής, παρειμένος, οἱ δὲ κακός
- <ἀβλεπτῆ>
- τὸν ἀβλεπτοῦντα
- [<ἀβληρά>
- ἡνία]
- <ἀβλήδην>
- ἐνδόσιμον
- <ἀβλής>
- νεουργής, [μὴ βληθείς (b)
- <ἀβλῆτα>
- καινόν vb [ἄτρωτα,] οὔπω ἄλλοτε βεβλημένον (Δ 117) (b)
- <ἀβλητῆρες>
- μάρτυρες
- <ἄβλητος>
- ἄτρωτος ἐκ βέλους (Δ 540) p
- <ἀβλήχμων>
- ἀμβλύς
- *<ἀβληχρήν>
- ἀσθενῆ (Ε 337) (v) ΡΣ (np) οἱ δὲ ἁπαλὸν ἐπὶ τοῦ θανάτου (λ 134) (n)
- *<ἀβληχρός>
- ἀμβλύς, καὶ ἀμαυρός n
- <ἀβλίμαστον>
- ἄψαυστον
- <ἀβλοπές>
- ἀβλαβές Κρῆτες
- [<ἀλογεῖ>
- σπεῖσον Μακεδόνες]
- †<ἀβλόη>
- σπένδε Μακεδόνες
- [*<ἀβλωθρίδια>
- ἀτέλεστα ἐκτρώματα n w]
- <ἀβοητί>
- ῥᾳδίως
- †<ἀβοαί>
- εὐχαί
- <ἄβολα>
- κυβευτικοῦ βόλου ὄνομα
- <ἀβολῆσαι>
- ἀπαντῆσαι
- <ἀβολήσειν>
- συναντήσειν
- <ἀβολήτορες>
- μάρτυρες, συνηλλαχότες (Antim. fr. 76 W.)
- <ἀβολητύς>
- ἔντευξις Σ (Antim.? fr. 161 W.)
- <ἀβοληταί>
- ἀνυπάντητοι, ἰσχυρῶς ...
- <ἀβολλεῖς>
- περιβολαί ὑπὸ Σικελῶν
- <ἄβολος>
- νέος, οὐδέπω ῥίψας ὀδόντα ... τὸν δὲ αὐτὸν καὶ κα- τηρτυκότα ἔλεγον
- †<ἀβόος>
- ἔξω Ταραντίνοις ...
- †<ἄβολον>
- ὄνομα στοιχείου
- †<ἄβοστοι>
- οἱ αἴτησιν ὑπὸ Λακώνων
- <ἄβοτοι>
- αἱ μὴ κατανενεμημέναι βοτάναι ἢ οὐ φέρουσαι καρπόν
- <ἀβούτης>
- ἀκτήμων
- <ἀβούλητα>
- ἀκούσια q
- *<ἀβούλητον>
- ἀθέλητον ΡΣ
- <ἀβουλία>
- μωρία (Eur. Med. 882.)
- *<ἀβουλότατα>
- ἀπροαίρετα (Hdt. 7,9 β1)w
- *<ἀβούλως>
- ἀφρόνως vgn, ἀμαθῶς (Eur. Rhes. 761) vg
- *†<ἀβουσκολεῖ>
- θορυβεῖ Σ
- †<ἄβουτον>
- τὴν οὐλίαν Ἀργεῖοι
- <ἄβρα>
- δούλη, παλλακή (Men. fr. 520)
- *<ἁβρά>
- τρυφερά, μαλακά (Eur. Phoen. 1486) q (Σ?)
- <ἁβρὰ βαίνων>
- τρυφερόβιος (Eur. Tro. 821)
- *<ἄβραι>
- νέαι δοῦλαι (Gen. 24,61) vgP
- <ἁβραί>
- τρυφεραί
- *<Ἀβραμιαῖος>
- εἶδος ἔχων Ἀβραάμ, [γιγαντιαῖος vg
- <ἀβραμίας>
- ὄνομα βόλου κυβευτικοῦ
- <ἀβράνας>
- Κελτοὶ τοὺς κερκοπιθήκους
- <ἀβρανίδας>
- κροκωτούς Λάκωνες
- *<α βράχεν>
- ἤχησεν (φ 48) w
- <ἀβρεμής>
- ἀβλεπής Κύπριοι καὶ <Θεττ>αλοί
- *<ἁβρίζεσθαι>
- [ἁβράβεσθαι] καλλωπίζεσθαι vgPn
- *†<ἀβριβέστερον>
- ἀληθέστερον n
- <ἄβρικτον>
- *δύσκοφον gSn, ἄγρυπνον
- <ἀβρινά>
- κεκαθαρμένα p
- <ἀβρίξ>
- ἐγρηγόρως p
- <ἀβριστήν>
- μάστιγα (p)
- [<ἁβριάχεται>
- κοσμεῖται, θρύπτεται]
- *<ἁβροδίαιτος>
- τρυφερὸς τὸν βίον (vgPn) περὶ τὴν δίαιταν δαψιλής
- <ἁβρόκαρπον>
- ἁβρότονον
- *<ἁβροκόμας>
- ὁ τὴν κόμην φαιδρὰν ἔχων vgnpw
- <ἀβρομία>
- σκοτεία (w)
- <ἁβρομίτρας>
- λαμπροζώνους
- <Ἀβράμ>
- περάτης ἢ πατὴρ μετέωρος, Ἀβραὰμ δὲ πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν
- <ἄβρομοι>
- χωρὶς βρόμου, *ἢ ἄνευ θορύβου (Ν 41) gn
- <ἄβρομον>
- ὀρίγανον, καὶ σιγηρόν, ἄψοφον
- *<ἁβρόν>
- τρυφερόν (Eur. Bacch. 493 ..) (vgPn)
- *<ἁβροσύνη>
- φαιδρότης, τρυφή (Eur. Or. 349) g(P)
- *<ἀβρόταξις>
- ἁμαρτία gn
- <ἀβροτάξωμεν>
- ἁμάρτωμεν, [ἀμφωδήσωμεν] ὅπερ ἡμεῖς λέγομεν διαμφοδήσωμεν, ἀπὸ τοῦ ἀποτυχεῖν τὸν βροτὸν τοῦ βροτοῦ κατὰ τὴν συνάντησιν (Κ 65)
- *<ἀβροτήμων>
- ἁμαρτωλός g
- <ἀβροτῆσαι>
- νυκτὸς ἀπαντῆσαι
- <ἀβρότη>
- ἀμβρότη, θεία (Ξ 78)
- *<ἁβρότητι>
- τρυφερότητι vgn ἁπαλότητι vg
- <ἀβροτίνη>
- ἁμαρτωλή
- <ἄβροτον>
- ἀπάνθρωπον (Aesch. Prom. 2)
- <ἁβρότονον>
- πόα τις
- <ἀβροῦτες>
- ὀφρῦς p Μακεδόνες
- <ἄβρυνα>
- συκάμινα
- *<ἁβρύνεται>
- κοσμεῖται n <θρύπτεται> q. vgn
- <ἁβρυνόμενοι>
- σεμνυνόμενοι, λαμπρυνόμενοι
- [<ἀβρυτοί>
- ἐχίνων θαλασσίων εἶδος]
- †<ἄβρυστος ἢ ἄβροστος ἢ ὁ> βιβρωσκόμενος
- <ἄβρωμα>
- στολῆς γυναικείας εἶδος
- *<ἁβρῶς>
- ἀνθηρῶς v
- <ἄβρωτος>
- ἀζήμιος p
- <ἄβρομοι ἀυίαχοι>
- [οἱ] σὺν βρόμῳ πολλῷ, οἷον μετὰ κραυγῆς μιᾶς, ἵνα ᾖ ἀντὶ τοῦ ὁμόβρομοι, ὅπερ δηλοῖ τοὺς ὁμοφώνως κεκραγότας, ὡς ἐπὶ τοῦ ἄκοιτις ἡ ὁμόκοιτις. ἢ πολύβρομοι, ὅ ἐστιν πολυτάραχοι. βρόμος γάρ ἐστιν ποιὰ κραυγὴ κατὰ μίμησιν. καὶ ἀυίαχοι μετὰ ἰαχῆς μεγάλης, ὡς ἀχανὲς λέγεται τὸ μεγάλως κεχηνός, τοῦ <υ> πλεονάζοντος (Ν 41)
- <Ἄβυδος>
- πόλις Τρωικῶν Ἑλλησπόντου (Β 836)
- <Ἀβυδόθεν>
- ἀπὸ Ἀβύδου vn ὄνομα πόλεως † καρίας (Δ 500)
- <ἀβυδοκόμας>
- ὁ ἐπὶ τῷ συκοφαντεῖν κομῶν (Ar. fr. 733) q
- [<Ἀβύδεις>
- στήλη Ἡρακλέους]
- <Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα>
- ἀπὸ τοῦ ὑπ' αὐτῶν συκοφαντεῖσθαι τοὺς ξένους
- <ἀβυδόν>
- βαθύ
- <ἀβύρβηλον>
- πολύ, μάταιον. οἱ δὲ δασὺ καὶ συρφετῶδες, *ἢ ἀναίσχυντον, ἐπαχθές vgnΣ
- <ἀβυρτακοποιοῦ>
- τοῦ τρίμματα καὶ ἐμβάμματα κατασκευάζοντος
- <ἄβυσσος>
- πέρας οὐκ ἔχον *[ὕδατα ἄπειρα ἀκατάληπτα (Ps. 35,7) An ἔστι δὲ καὶ ἐν Ἄργει λίμνη οὕτω καλουμένη
- <Ἀβυσταῖοι>
- Λιβύων ἔθνος
- <ἀβώ>
- πρωί. Λάκωνες
- <Ἀβώβας>
- ὁ Ἄδωνις ὑπὸ Περγαίων
- <ἀβώρ>
- ἠώς Λάκωνες
- <ἀβώς>
- ἄφθογγος
- <ἄβωτος>
- ἀηδής
- <ἀγάγας>
- ἀντὶ τοῦ ἀγαγών
- <ἄγαγον>
- ἀντὶ τοῦ ἄγαγε, <ὁδήγησον, φέρε>
- <ἀγαγύρτην>
- ἀγύρτην
- <ἀγάζει
- ἀγανακτεῖ, βαρέως φέρει
- <ἀγάζεσθαι>
- βλάπτεσθαι
- *<ἀγάζεται>
- σέβεται (npw)
- <ἀγαζόμεθα>
- πλεονάζομεν
- <ἀγαζόμενοι>
- κάμνοντες, λυπούμενοι, λιπαροῦντες
- <Ἀγαθὴ Τύχη>
- ἡ Νέμεσις καὶ ἡ Θέμις q
- <ἀγαθίδες>
- σησαμίδες
- <ἀγαθιζομένη>
- ἀγαθὰ λέγουσα
- <ἀγαθίς>
- δέσμη <καὶ εἶδος> ῥάμματος ἢ στήμονος
- <Ἀγαθοδαιμονισταί>
- οἱ ὀλιγοποτοῦντες
- <ἀγαθοεργοί>
- οἱ ἐκ τῶν ἱππέων ἐξιόντες πέντε ἑκάστου ἔτους, ὡς Ἡρόδοτος ἱστορεῖ (1,67,5) q οὕτω παρὰ Σπαρτιάταις <καὶ οἱ τῶν ἀρχόντων ὑπηρέται. ἢ οἱ ἀγαθόν τι εἰργασμένοι> q
- <ἄγαλμα Ἑκάτης>
- τὴν κύνα διὰ τὸ ἐκφέρεσθαι τῇ Ἑκάτῃ κύνας ἢ διότι καὶ αὐτὴν ἔνιοι κυνοκέφαλον πλάττουσιν (Ar. fr. 594? Eur. fr. 968)
- <ἀγάλαλα>
- περιχειρίδιον
- <ἀγάλαστος>
- ἀκόλαστος w
- <ἁγάλακτος>
- ἡ ὁμόθηλος
- <ἁγαλάκτορα>
- παῖδα [Τυρηνοί]
- <ἀγαλλητόν>
- ἐφ' ᾧ ἄν τις ἀγασθείη
- <ἀγαλλιάζει>
- λοιδορεῖται <Ταραντῖνοι>
- *<ἀγαλλίαμα>
- δόξασμα vgA
- <ἀγαλλίς>
- ὑάκινθος ἢ θρυαλλὶς ἢ ἀναγαλλίς
- <ἄγαλμα>
- ξόανον, ἀφομοίωμα [εἰδώλων] εἰκόνων ἢ ἀνδριάντων (d)
- <ἁγάλακτες>
- σύγγονοι, ἥλικες, ὁμογάλακτοι
- *<ἄγαλμα>
- πᾶν ἐφ' ᾧ τις ἀγάλλεται Pn οὐχ ὡς ἡ συνήθεια τὸ [ξόανον (Δ 144 ..) n
- †<ἀγαλματικός>
- ἀκουστής
- <ἀγαλμαῖος>
- ......
- <ἀγάλματα πάτρια>
- τὰ τῶν Εὐμενίδων
- <ἀγαλματίτης>
- λίθου κόλλα
- <ἀγαλμός>
- λοιδορία p
- <ἀγλαότιμος>
- λαμπρῶς τετιμημένος
- <ἀγάλλιος>
- λοίδορος p
- *<ἀγαλλόμενος>
- ἀγαλλιῶν, [χαίρων (Μ 114) vgAn
- <ἁγάλαξ>
- ὁμότιτθος
- <ἀγαλλόμεναι>
- σεμνυνόμεναι (Υ 222 ..)
- <ἀγαλματοφορεῖσθαι>
- καλλωπίζεσθαι
- *<ἀγαλμητόν>
- ἀσθενές vAn
- *<ἀγαλματοφόρος>
- ὡς ἄγαλμα ἐν τῇ ψυχῇ <κεκτημένος> A
- *<ἀγαθόν>
- ἀνδρεῖον, γενναῖον (nw)
- <ἀγάθοσμον>
- τήλινον
- <Ἀγαθοῦ Δαίμονος πόμα>
- τὸ μετὰ τὸ δεῖπνον ἄκρατον πινό- μενον παρὰ Ἀθηναίοις· καὶ τὴν δευτέραν ἡμέραν οὕτως ἐκά- λουν q
- <Ἀγαθοῦσσα>
- ἡ Τῆλος ἐκαλεῖτο πρότερον (Callim. fr. 581)
- <Ἀγαθώνειον αὔλησιν>
- τὴν μαλακὴν <παρ' Ἀριστοφάνει ἐν Γηρυτάδῃ (fr. 169)> Ἀγάθων γὰρ ὁ τραγικὸς ἐπὶ μαλακίᾳ διεβάλλετο
- [*<ἀγελαῖος>
- ἰδιώτης (vgA), ἀμαθής (g)]
- <ἀγαί>
- ᾐόνες (Soph. fr.) <τρώσεις> τραύματα (trag. ad.) d
- <ἀγαιόμενον>
- ἐπίφθονον, θαυμάσιον, φθονερόν
- <ἀγαῖον>
- ἐπίφθονον (n)
- <ἀγαῖς>
- ζηλώσεσιν n Αἰσχύλος Θρῄσσαις (fr. 85)
- <ἀγάκλειτοι>
- ἄγαν ἔνδοξοι (γ 59 ..)
- *<ἀγακλεεῖς>
- ἄγαν ἔνδοξοι vgA
- <ἀγάκλυτα>
- *ἄγαν ἔνδοξα (vgA) ἢ ἄγαν διαβεβοημένα (γ 388)
- <ἀγακλεῖος>
- ἄγαν εὐκλεοῦς, ὅ ἐστιν μεγάλως ἐνδόξου (Π 738 ..)
- <ἁγάλακτας>
- ὄνομα <συγγενικόν>
- *†<ἀγαλβάς>
- ἀκρατής Ap, οἱ δὲ γελᾷς
- <ἀγάλλεται>
- τέρπεται, γαυριᾷ q
- <ἁγαλακτοσύνη>
- συγγένεια
- *<ἀγάμενοι>
- θαυμάσαντες vgAP
- <ἀγαμένως>
- θαυμαστῶς (Plat. Phaed. 89a)
- †<ἀγαμεμνόνη>
- θιδράξατο [ἢ θίδραξ]
- <Ἀγαμεμνόνεια φρέατα>
- ἱστοροῦσι τὸν Ἀγαμέμνονα περὶ τὴν Αὐλίδα καὶ πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος φρέατα ὀρύξαι. Κλεί- δημος δὲ ἐν τῇ δωδεκάτῃ τῆς Ἀτθίδος (fr. 9 M.) ...
- <ἀγαμέμνονα>
- τὸν αἰθέρα Μητρόδωρος (fr. 4, II p. 49 Diels) εἶπεν ἀλληγορικῶς
- <ἀγάμητος>
- ἄγαμος ἄζυξ (Soph. fr. 884; Com. ad. 315)
- <ἀγαμίου ζημία>
- παρὰ Σπαρτιάταις
- <Ἀγάμμεια>
- <τόπος, ὄρος κρημνῶδες> ἔνθα αἱ παρθένοι ἐξετί- θεντο τῷ κήτει τινές, οἱ δὲ πολίχνην
- *<ἄγαν>
- πάνυ [μνώδης], πολύ vgAP, μεγάλως nw, λίαν q. vgAP
- <ἁγάνα>
- σαγήνην Κύπριοι
- <ἀγανακτεῖν>
- στένειν παρὰ Πλάτωνι (Phaed. 117d)
- <ἀγάνεται>
- πραγματεύεται, χρῆται
- [<ἄγαμος>
- τόπος ὄρος κρημνῶδες]
- <ἀγανηδά>
- ἀτρέμας
- <ἀγάνημαι>
- ἀσχάλλω, ἀγανακτῶ
- *<ἀγάννα>
- ἅμαξα <ἱερὰ> καὶ ἡ ἐν οὐρανῷ ἄρκτος gAn
- *<ἀγανοῖς>
- πραέσιν, προσηνέσιν (Β 164 ..) vAn
- *<ἀγανοῖσιν>
- πράοις (o 53 ..) A
- *†<ἀγανοῖς ἰόντες>
- τοῖς δόρασι βάλλοντες n
- †<ἀγανέῃσιν>
- ἀκοντίοις (Β 774)
- *<ἀγάννιφον>
- λίαν χιονιζόμενον (Α 420 ..) npw
- *<ἀγανοφροσύνη>
- προσήνεια, πραότης (λ 203) n
- <ἀγανόφρων>
- λίαν φρόνιμος (Υ 467)
- <ἄγανον>
- τὸ κατεαγὸς ἀπὸ ἄλλου (trag. ad.)
- *<ἀγανώπιδος>
- [παρειᾶς] εὐοφθάλμου vg πραείας. καλῶς βλεπού- σης vgA(n)
- *<ἀγανοφροσύνη>
- ἀγαθότης A πραότης, φιλοφροσύνη
- <ἀγανάκτησις>
- μανία. θυμός (Thuc. 2,41,3) πόνος. ἄλγος. λύπη (Pl. Phaedr. 251 c)
- <ἀγανόφρων>
- ἀγαθός w, ἀγαθὰ φρονῶν, καὶ προσηνὴς ταῖς φρεσίν (Υ 467) wn
- [<ἄγαγε>
- ὁδήγησον. φέρε]
- *a) <ἀγάνωρ>
- ἀγαπητικὸς τὴν ἀνδρείαν An b) <ἀγαπήνωρ·> ... ἢ ἀπὸ τῆς ἀνδρείας ἀγαπώμενος (η 170) ἔστιν δὲ καὶ ὄνομα κύριον τοῦ Ἀγκαίου παιδός (Β 609) τινὲς δὲ φιλόξενος
- *<ἀγαπητόν>
- μονογενῆ. qΣ κεχαρισμένον (Ζ 401) q
- <ἀγαπησμός>
- ἀγάπησις (Men. fr. 453) p
- <ἀγαπτερέως>
- ἀσμένως, προθύμως. ταχέως
- <ἀγαρικόν>
- βοτάνη τις οὕτω καλουμένη παρὰ τοῖς ἰατροῖς
- <ἄγαῤῥις>
- ἄθροισις. ἢ πλῆθος ἀγορῆς
- †<ἀγάῤῥητος>
- ἀχάριστος
- †<ἀγαῤῥάπτει τε>
- ἔφθορεν
- *<ἀγάῤῥοον>
- σφοδρὸν ῥεῦμα ἔχοντα An, ἄγαν ῥοώδη (Μ 30)
- [<ἄγαρος>
- σκευοφόρος. φορτηγός]
- [<ἀγαῤῥοί>
- οἱ ἐκ διαγωγῆς τι πράττοντες]
- <ἄγασθαι>
- φθονεῖν
- *<ἀγασσάμεθα>
- ἐθαυμάσαμεν, κατεπλάγημεν (κ 249) n
- *<ἀγασσάμενοι>
- θαυμάσαντες (Θ 29 ..) vgAn, φθονήσαντες. (β 67) nw
- <ἄγαν θές>
- σιώπα Κύπριοι
- <ἄγασις>
- ὁ φθόνος. †σφαιρά
- *<ἀγάσματα>
- σεβάσματα (Soph. fr. 885) nΣ
- †<ἀγάσοις>
- μεθ' ἡδονῆς
- [<ἀγασοπέρπαι>
- οἱ τοὺς τελώνας μηνύοντες τὰ τέλη]
- <ἀγάς>
- ἡ πτῶσις τοῦ ἀστραγάλου
- <ἀγάσσασθαι>
- θαυμάσαι
- <ἀγασθείς>
- θαυμασθείς q
- *<ἀγάστονος>
- πολυστένακτος nhwΣ στεναγμοῦ ἄξιος (Greg. Naz. c. 2,1,1,192)
- *<ἀγάσατο>
- ἐφθόνησεν (Ρ 71)n p
- *<ἀγάσαιτο>
- θαυμάσαι PnpΣ
- *<ἀγαστός>
- θαυμαστός n(P) ἐπαινετός (Eur. Hec. 168)
- <ἀγάσασθαι>
- φθονεῖν (θ 565)
- <ἄγασαι>
- ἀγάλλου
- *<ἀγασάμενον>
- μεμψάμενον n
- *<ἀγαστόν>
- ἔνδοξον A
- <ἀγάσαι>
- θαυμάζειν. [ἀγάλλου ἱλάσκου]
- *<ἀγάσησθε>
- φθονήσητε (Ξ 111) n
- <ἀγαστής>
- βάσκανος p
- <ἁγάστορες>
- ἀδελφοὶ δίδυμοι
- *<Ἀγάστροφον οὔτασε δουρί>
- τὸν Ἀγάστροφον ἔτρωσε τῷ δόρατι (Λ 338) An
- †<ἀγάσει>
- ἄγαν τύπτει
- <ἀγαστά>
- ἃ ἄν τις ἀγάσαιτο, οἷον ἀρεστά. Αἰσχύλος Φρυξί (fr. 268)
- <ἀγατᾶσθαι>
- βλάπτεσθαι
- <ἀγάτημαι>
- βέβλαμμαι
- <ἀγαυοί>
- προσφιλεῖς (Γ 268 ..)
- <ἀγαυοί>
- *λαμπροί, φωτεινοί. ἔνδοξοι vgA ἐπιφανεῖς. ἔστι δὲ καὶ ἔθνος Σκυθικὸν Ἀγαυοὶ οὕτω καλούμενον, ὡς ὅταν λέγῃ ὁ ποιητής· "<καὶ Ἀγαυῶν ἱππημολγῶν> (N5)"
- <Ἀγαγύλιος>
- μήν
- *<ἀγαυόν>
- λαμπρόν. θαυμαστόν (Δ 534 ..) n
- <ἀγαυότατον>
- μέγιστον (o 229)
- *<ἀγαυρίαμα>
- ἔπαρμα vAPn οἴησις (Jerem. 31,2 ..)
- <ἀγαυριᾶι>
- ἐπαίρεται μεγάλως
- <ἀγαυρός>
- αὐθάδης, κομψός. κακός
- <ἀγγαῤῥεύει>
- ὑπομένει
- <ἀγγαῤῥία>
- δουλεία q
- <ἀγγαῤῥεύεται>
- ἐγγυᾶται, ὑπὸ ἀγγαρευτῶν κατέχεται (Men. fr. 440)
- *a) <ἄγγαρος>
- ἐργάτης, ὑπηρέτης, ἀχθοφόρος vA b) D <<ἀγγά- ρους>· τοὺς πρέσβεις> q ἡ λέξις δὲ Περσική. σημαίνει δὲ καὶ [τοὺς ἐκ διαδοχῆς βασιλικοὺς γραμματηφόρους (Hdt. 8,98) q
- <ἄγγατος>
- τὸ εἰς ἀναδενδράδα ξύλον
- *<ἄγγεα>
- ἀγγεῖα (Β 471 ..) An
- <ἀγγελίας>
- ἀπαγγελίας (β 92 ..) σημαίνει δὲ ἀγγελίην αὐτὸν τὸν ἄγγελον (Δ 384)
- *<ἀγγελιαφόρος>
- πρεσβευτής g(A)
- <ἀγγελίην>
- ἄγγελον (Δ 384)
- *<ἀγγελίης>
- ἄγγελος (Γ 206) vgAn καὶ ἀγγελίας
- <ἀγγελλόντων>
- ... καὶ ἀγγελλέτωσαν (Θ 517)
- <ἀγελείη>
- <ἡ Ἀθηνᾶ ἀπὸ τοῦ> ἄγειν λείαν. λεία δέ ἐστι κτῆσις τετραπόδων (Δ 128)
- <ἄγει>
- κομίζει
- <ἄγειν μυστήρια>
- μυσταγωγεῖν
- *<ἄγειν>
- ἀπάγειν n, κομίζειν. τιμᾶν, σέβεσθαι
- <ἄγειν>
- τὸ ὑπάγειν, τὸ πίνειν. καὶ τὸ φέρειν. καὶ τὸ ὑφέλκειν. ἔστι δὲ καὶ τιμᾶν, καὶ σέβεσθαι
- *<ἀγγελία>
- ἄγγελμα [ἀκοή vgAn
- <ἀγγελική>
- ὄρχησίς τις παροίνιος
- <Ἀγγελῆς>
- δῆμος τῆς Ἀττικῆς Πανδιονίδος φυλῆς
- <Αἰγιαλέων>
- Ἀργείων
- <Ἄγγελον>
- Συρακούσιοι τὴν Ἄρτεμιν λέγουσι
- *<ἀγγέλλεσκον>
- ἤγγελλον An
- <ἀγγέριος>
- ἄγγελος
- [<ἀγγεράκομον>
- σταφυλήν]
- <Ἀγγίτας>
- ὄνομα ποταμοῦ, ὅς ἐστι περὶ τὸ Παγγαῖον (Hdt. 7,113). ὁμοίως καὶ ἡ Ἄρτεμις
- <ἄγλιθες>
- ἐξ ὧν ἡ κεφαλὴ συνέστηκε τῶν σκορόδων
- <ἀγγοπήνια>
- τὰ τῶν μελισσῶν κηρία
- *<ἄγγορα>
- ῥᾶξ, σταφυλή
- <ἀγγόρπης>
- ᾧ τοὺς ἐλέφαντας τύπτουσι σιδήρῳ
- <ἄγγος>
- *ἀγγεῖον pw καὶ ῥίζα βοτάνης
- <ἄγγουρος>
- εἶδος πλακοῦντος
- *<ἀγγρίας>
- λύπας (vA)
- <ἀγγρίζειν>
- ὑφαιρεῖσθαι [(*)ἐρεθίζειν]
- <Ἄγδιστις>
- ἡ αὐτὴ τῇ μητρὶ τῶν θεῶν
- <ἄγδυς>
- ἄγγος Κρητικόν
- <ἄγε>
- ἴθι p, ἐπίῤῥημα κελευστικόν (Γ 192 ..) ἢ ἦγε (Β 580 ..)
- <ἄγεα>
- τεμένη
- *<ἄγε δή>
- φέρε δή (Α 62 ..) vgA
- <ἀγέεσσι>
- p τεμένεσι ([Callim] fr. an. 140)
- *<ἄγε δῆτα>
- δεῦτε δῆτα Ad
- *<ἄγειν καὶ φέρειν>
- τὸ λῃστεύειν καὶ ἁρπάζειν (Dem. 18,230) q. vgAn
- <ἀγεινεῖν>
- ἄγειν ἐν νηΐ
- †<ἀγείπτεται>
- ὁρᾷ
- <ἀγείνεον>
- ἦγον. τὸ ἐπὶ νεῶν ἄγειν καὶ ἐν ναυσὶ κυρίως (Ω 784)
- *<ἀγείρας>
- ἀθροίσας, συνάξας (Β 664 ..) npw
- <ἀγείρεσθαι>
- ἐκπορεύεσθαι. *λοιδορεῖσθαι A συναθροίζεσθαι
- *<ἀγείρειν>
- συνάγειν P συναθροίζειν vgA
- *<ἀγείρομεν>
- ἀθροίσωμεν (Α 142) (P) n
- *<ἀγειρόντων>
- συναθροιζόντων (Β 438) n
- <ἁγείτης>
- ὑβριστής
- <ἀγελαίας>
- ἀγραύλους (κ 410 ..)
- <ἀγελαίην>
- ἄφετον νεμομένην (Λ 729 ..)
- <ἀγελαῖοι ἰχθύες>
- πολλοὶ μικροὶ καὶ ὁμοῦ [λίθοι] εὐτελεῖς (Hdt. 2,93,1)
- *<ἀγελαῖος>
- ὀχλώδης vg(A) ἰδιώτης P(vgAn)Σ
- [<ἄγεγκτοι>
- ἄβροχοι, σκληροί]
- <ἀγελάσαι>
- κομίσαι
- [*<ἀγελάσκον>
- ἄτιμον vgAn]
- <ἀγελαστί>
- ἄνευ τοῦ γελάσαι (Plat. Euthyd. 278e)
- <ἀγελαστής>
- ἔγχελυς
- †<ἀγελαστοῦ>
- ἀκακίας
- <ἀγέλαστος πέτρα>
- ἐν τῇ Ἀττικῇ, ἐφ' ἧς ἐκαθέσθη ἡ Δημήτηρ, ὅτε τὴν κόρην ἐζήτει
- <ἀγελάους>
- τοὺς ἐφήβους Κρῆτες
- *<ἀγεληδόν>
- ἡθροισμένως gAP ἰδίως ἀγέλη (2. Macc. 3,18) gv
- *<ἀγεληδῶς>
- κατὰ τὴν ἀγέλην (Π 160) A
- <ἀγελείης>
- *λαφυραγωγοῦ A(n) (Hes. Th. 318) ἢ ἡγουμένη τοῦ πολέμου. Ἀθηνᾶς τὸ ἐπίθετον (Δ 128 ..)
- *<ἀγέλημα>
- κατὰ ἀγέλην A
- [<Ἀγέλης>
- δῆμος Ἀττικῆς]
- *<ἀγέλῃφι>
- ἐν ἀγέλαις (Β 480 ..) An
- *<ἀγέμεν>
- ἄγετε (Τ 195) A ἀγαγεῖν (Α 323 ..) Anw
- <ἄγε μήν>
- ἄγε δή (Α 302 ..)
- <ἀγεν> κατεαγέν, θραυσθέν ... ὡς τό
- Τοῦ δ' ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι (Δ 214) καὶ ἦγεν, <ὡς τό· Αἴας δὲ ἐκ Σαλα- μῖνος ἄγεν δυοκαίδεκα νῆας (Β 557)>
- <ἀγέννητα>
- στοιχεῖα. παρὰ Ἐμπεδοκλεῖ (fr. 7)
- <ἀγεννήτων
- δυσγενῶν (Soph. Trach. 61) w
- †<ἀγενίους>
- τὰς μὴ γεγεννηκυίας
- <ἅγεο>
- ἡγοῦ. ἄρχου
- <ἀγεόμενοι>
- θαυμάζοντες
- <ἀγέρδα>
- ἄπιος. ὄγχνη
- *<ἀγέραστος>
- ἄτιμος (Pp)Σ ἄμοιρος (Α 119)
- *<ἀγέρθη>
- συνηθροίσθη (Χ 475 ..) n
- *<ἄγερθεν>
- συνηθροίσθησαν (Ψ 287)
- <ἀγερθήσεται>
- συναθροισθήσεται
- <ἀγερμός>
- ἄθροισις. συναγωγὴ θυσίας
- *<ἀγερώψατο>
- ἠμέλησεν vgAp
- *<ἀγέροντο>
- συνηθροίζοντο (Β 94 ..) APn
- [<ἀγέροσπον>
- σπάνιον]
- <ἀγέροπτος>
- ὁ σπανίως εὐχόμενος [ἢ ὑπερήφανος]
- <ἀγερωπεῖ>
- *ἐφορᾷ. gA ἀσπαστὸν ἡγεῖται
- [<ἀγεῤῥακάβος>
- σταφυλή]
- (*)<ἀγερώσατο>
- ἠθέτησε. διεψεύσατο
- *<ἀγερώσσει>
- ἀγρυπνεῖ vgA †ἀθετεῖ A
- <ἀγερσικύβηλις>
- Κρατῖνος ἐν Δραπέτισιν (fr. 62) ἐπὶ Λάμπωνος. τὸν αὐτὸν ἀγύρτην καὶ κυβηλιστὴν εἶπεν, οἱονεὶ θύτην καὶ μάντιν. Κύβηλιν γὰρ ἔλεγον τὸν πέλεκυν ... ὅθεν καὶ Λύσιππος ἐν Βάκχαις (fr. 6) τὸν αὐτὸν <ὡς> ἀγύρτην κωμῳδεῖ.
- <ἀγέρωχοι>
- *οἱ [ἄγαν n ἔνδοξοι καὶ [ἔντιμοι q. n ἢ ὑπερήφανοι q. A ἢ ἀπαίδευτοι. τινὲς δέ φασι τοὺς Ῥοδίους εἰρῆσθαι ἀγερώ- χους, ὅτι νησιῶται ὄντες ἔξωθεν ἐκ τῆς ἠπείρου ἀγείροντες ὀχὴν διεγίνοντο, τουτέστι τροφὴν ἐπείσακτον (Β 654)
- <ἀγέρωχος>
- γαῦρος, πάνυ τετιμημένος. *ἢ ὑπερήφανος vgPn
- *<ἄγευστοι>
- ἄπειροι vgAn
- <ἀγελαίαν>
- κτηνώδη
- <ἀγελαίου>
- δημώδους
- *<ἀγενεῖ>
- ἀσθενεῖ (Pn)
- *<ἀγενῶς>
- ἀσθενῶς Pn
- <Ἀγεσίλαος>
- ὁ Πλούτων (Aesch. fr. 406 Call. h. 5,130)
- <ἄγες>
- ἄγε, φέρε
- <ἄγεσθαι>
- ἀγαγεῖν
- <ἀγεσήμων>
- ὁδὸς λεπτή
- <ἀγεσόφρυν>
- τὰς ὀφρῦς ἐπαίροντα
- <ἄγεστρα>
- τὸ κάλλυντρον [ἤγουν κοσμητήριον]
- <ἄγεται>
- φέρεται
- [<ἀγέτρια>
- μαῖα Ταραντηνοί]
- *<ἀγητοί>
- θαυμαστοί n, ἔνδοξοι, λαμπροί (Ε 787 ..)
- <ἁγέων>
- ἁγνισμάτων. ἱερῶν. μιασμάτων
- <ἄγη>
- θάμβος, [ἔκπληξις. b (γ 227) μίασμα. ἔστι δὲ καὶ ἀντὶ τοῦ [κατεάγη n, ὡς τὸ "Νῦν δέ μοι ἐν χείρεσσιν ἄγη ξίφος" (Γ 367). παρὰ δὲ τοῖς τραγικοῖς· τιμή, σεβασμός
- <ἀγηλάζειν>
- σώζειν
- <ἀγῆλαι>
- *σεμνῦναι gAn ἀναθεῖναι, κοσμῆσαι. καὶ εἰς ἄγασιν ἀγαγεῖν (Eur. Med. 1027)
- <ἀγηλατεῖν>
- *διώκειν n, ὡς ἄγος ἐξελαύνειν Σ, φυγαδεύειν (Hdt. 5,72,1) n τινὲς δὲ ῥαπίζειν
- <ἀγηλείοιο>
- λαφυραγωγοῦ.
- †<ἀγηλόμεναι>
- χαίρουσαι (Hes. Th. 68?)
- <ἀγήλω>
- κοσμήσω (Hermipp. fr. 8)
- *<ἄγημα>
- τὸ προϊὸν τοῦ βασιλέως τάγμα ἐλεφάντων καὶ ἱππέων καὶ πεζῶν, οἱ δὲ τῶν ἀρίστων τῆς Μακεδονικῆς συντάξεως Σ
- <ἀγηνορία>
- ἀνδρεία, καὶ ἠνορέα, παρὰ τὸν ἄνδρα (Ι 700). καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἀλόγων ζώων τάσσεται. ἢ ἰσχύς, ὡς τό· "ἀγηνορίη δέ μιν ἔκτα" (Μ 46) [ἐν τέγεα]
- *<ἀγηνορίη>
- ἀνδρεία (Μ 46) (An)
- <ἀγηνορίῃσιν>
- ἀνδρείαις (Ι 700)
- <Ἀγηνόριος>
- Πυθαγόρειος
- *ἀγήνωρ>
- ὑπερήφανος vgΣ αὐθάδης (Β 276) vgAb ἀνδρεῖος (Ι 398 ..) nΣ καὶ ὄνομα κύριον (Δ 467 ..) wΣ
- *<ἀγήραον>
- ἀγήρατον A μὴ γηράσκον An ἀδιάφθορον, οἱονεὶ [ἄφθαρτον An ἀπαλαίωτον (Β 447) n
- <ἀγήρως>
- ἀπαλαίωτος
- *<ἀγήρω>
- ἀγήρατον, μὴ γηρῶντα (ε 136) Σ
- <Ἁγήσανδρος>
- ὁ Ἅιδης
- <ἁγήτωρ>
- ἄρχων (Eur. Med. 426)
- <ἄγηται>
- ἀπάγῃ, ἕλκῃ (Ζ 455)
- [<ἀγήτης>
- ὁ ἱερώμενος]
- [<ἀγητόρειον>
- ἑορτή]
- <ἀγήτης>
- ὁ ἱερώμενος, ἄτιμος, ἐν δὲ τοῖς Καρνείοις ὁ ἱερώμενος τῆς θεοῦ. καὶ ἡ ἑορτὴ Ἁγητόρια [ὡς ἀγήμαι ἔχει εἰσορόαντος]
- *<ἀγητοί>
- θαυμαστοί (Ε 787) (v) n
- <Ἁγήτορα>
- ὄνομα κύριον
- <ἁγήτωρ>
- ὁ τῶν Ἀφροδίτης θυηλῶν ἡγούμενος ἱερεὺς ἐν Κύπρῳ
- <ἅγια>
- τίμια
- <Ἁγιάδαι>
- τόπος ἐν Λακεδαιμονίᾳ, καὶ οἱ βασιλεῖς δὲ οὕτω καλοῦνται ἀπὸ Ἅγιδος
- *<ἁγιάζειν>
- ἅγια ποιεῖν, καὶ καθαίρειν, <ἐναγίζειν> A τοῖς νεκροῖς, τινὲς δὲ τὸ τὰ ἱερεῖα ἐσθίειν
- *<ἁγιάσατε>
- κηρύξατε (Ioe(l 1,14 ..) vgA
- [<ἁγιάζειν>
- ἅγια ποιεῖν, καὶ καθαίρειν ἄγρια]
- *<ἁγιάσει>
- διαφυλάξει (Num. 6,11) A
- *<ἁγιασμός>
- ἁγιστεία. καθάρευσις (1. Cor. 1,30)
- <ἅγιοι>
- *οἱ καθαροί n καὶ σεβάσμιοι (Ps. 33,10)
- <ἅγιον>
- τῆς ἄγνου τὸ σπέρμα
- *<ἅγιος>
- εὐσεβής (Marc. 6,20 ..) n
- <ἁγίαζε>
- σέβου
- <Ἀγιγαῖος>
- Ἄργαλος καλεῖται παρὰ Λάκωσιν, ὁ Ἀμύκλαντος υἱός
- *<ἀγήοχα>
- ἤνεγκα b (vgAn)
- *<ἀγηοχότων>
- κομισάντων, ἐνεγκάντων (nΣ)
- <ἁγιστεῖν>
- σέβειν, ἁγνεύειν
- <ἁγιστεύει>
- σέβεται (Eur. Bacch. 74)
- *<ἁγιστέων>
- εὐσεβῶν vAPn
- a) †<ἀγιχῶ>
- ἠχῶ *b) <ἁγίων στῖφος>· [ἢ στύφος ἢ] <ἁγίων> σύστημα vAn
- *<ἀγιστής>
- ὑβριστής n
- *<ἀγκάς>
- <εἰς τὰς> ἀγκάλας (Ε 371) vAn ἢ ἀγκάλαις (Ψ 711 ..)
- *<ἀγκάζοντο>
- ταῖς ἀγκάλαις περιελάμβανον (Ρ 722) An
- *<ἄγκεα>
- κοίλους τόπους καὶ φαραγγώδεις (δ 337 ..) Pn
- *<ἀγκαλέει>
- ἀνακαλεῖ vgAPn
- [<ἀγκάζοντο>
- ταῖς ἀγκάλαις περιήγοντο]
- *<ἀγκαλέω>
- ἀνακαλῶ Pn
- <ἀγκαλιδαγωγοί>
- ἀγκαλίδας ἄγοντες
- <ἀγκαλίδες>
- αἱ τῶν φρυγάνων δεσμαί, *ἢ μερίδες (vgA)
- *<ἀγκαλίδεσσιν>
- ἀγκάλαις, χερσίν (Σ 555 ..) An
- <ἀγκαλίνας>
- Ἀργεῖοι τὰς ἀγκάλας
- <ἀγκαλίς>
- ἄχθος. καὶ δρέπανον Μακεδόνες
- <ἀγκαλίδας ἕλκειν>
- αἴρειν ξύλα εἰς ἕργματα
- <ἄγκλαον>
- ἄνοιξον
- <ἀγκαλέους>
- ἀγκύλους
- <ἀγκαπίς>
- κρημνός. οἱ δὲ [βόθρον vgAn
- <ἀγκεκυβρικώς>
- ἀνατετροφώς
- <ἀγκεντέοντα>
- ἀνατέλλοντα (p)
- <ἀγ κεράτεσσιν>
- ἐπὶ τῆς κεφαλῆς (Callim? frg. an. 141)
- [*<ἀγκηθής>
- ἀβλαβής gAp]
- <ἀγκήεις>
- ἀντηχής
- <ἄγκιστρον>
- θηρατήριον ἐκ σιδήρου καμπτόν, ἀγκύλον, στρεβλόν
- <ἀγκιστροφάγος>
- φιλάργυρος
- *<ἀγκιστρεύειν>
- θηρεύειν, [δελεάζειν (Σ)
- †<ἀγκίον>
- ἀγκιδοθήκη
- <ἀγκλίνας>
- ἀνακλίνας, v ἀνοίξας, ὡς τό· ἀγκλίνας, πρόσθεν δὲ
- σάκεα σχέθον (Δ 113)
- <ἀγκλόν>
- σκολιόν
- †<ἄγκλειτοι>
- μεγάλαυχοι
- <ἀγκοῖναι>
- ἀγκῶνες *[ἀγκοῖναι ἀγκάλαι (Ξ 213) A(b)]
- χεῖρες. καὶ σχοινία ἱστοῦ
- *<ἀγκῶνος>
- τῆς καμπῆς τοῦ τείχους (Π 702 ..) b
- <ἀγκόνους>
- διακόνους, δούλους
- <ἀγκοπτήρ>
- σφῦρα
- *<ἀγκοίνῃσιν>
- ἀγκάλαις (Ξ 213 ..) Ab
- <ἀγκορυφῶσα>
- ἀνατιθεῖσα· τὸ τῆς κεφαλῆς ἐφαπτόμενον τὴν ἱέρειαν καθοσιοῦται τῇ θεῷ
- <ἄγκος>
- νῆσον πολλὰ ἄγκη ἔχουσαν
- †<ἀγκορές>
- ἀκόρεστον
- <ἀγ κοτύλῃ>
- παιδιά τις, ἐν ᾗ τὰς χεῖρας ὀπίσω πλέξαντες δέχονται τὸ γόνυ
- <ἀγκρινόμεναι>
- ἀποφηνάμεναι
- <ἀγκτήρ>
- δεσμός p
- <ἀγκτηριάζει>
- ἄγχει
- <ἀγκτῆρες>
- οἱ ἐν τῷ τραχήλῳ τόποι, δι' ὧν ἄγχεσθαι συμβαίνει
- *<ἀγκύλας>
- ὀγκίνους, σκεύη (Exod. 26,4). ἢ καμπάς A
- <ἀγκύλαι>
- τῷ ἀκοντίῳ
- <ἀγκύλαι>
- ἱμάντες ἐν κρηπῖσιν
- <ἀγκύλη>
- ἀκόντιον. ἢ ἡ καμπὴ τῆς ἀγκῶνος καὶ ποτηρίου γένος εἰς κοττάβους. οἱ γὰρ τοὺς κοττάβους προιέμενοι τὴν δεξιὰν χεῖρα ἠγκύλουν, κυκλοῦντες αὐτὴν ὡς ἐνῆν πρεπωδέστατα, σεμνυνόμενοι ὡς ἐφ' ἑνὶ τῶν καλῶν. οἱ δὲ καὶ ἀγκυλισταὶ ἀκοντισταὶ εἴρηνται. Δηλοῖ δὲ καὶ ἀποτομάδα
- *<ἀγκύλον>
- ἐπικαμπές vgAb (Z 39) σκολιόν vgA στρεβλόν
- <ἀγκυλοῦσθαι>
- κάμπτεσθαι
- *<ἀγκυλομήτεω>
- σκολιὰ βουλευομένου (Β 205 ..) Ab (vgn)
- <ἀγκύλους>
- τοὺς † ἀκάμπους
- <ἀγκυλομνόν>
- νοσερόν (p)
- *<ἀγκυλότοξοι>
- ἐπικαμπῆ τὰ τόξα ἔχοντες (Κ 428) (n)
- *<ἀγκυλοχεῖλαι>
- ἐπικαμπῆ τὰ ῥάμφη ἔχοντες (Π 428) A [ἤγουν
- τὰς τομάς]
- <ἀγκυλομήτης>
- ὁ δυνάμενος περὶ τῶν ἀγκύλων καὶ σκολιῶν εὖ
- βουλεύσασθαι (Δ 59)
- <ἀγκύλη>
- <ἡ δεξιὰ> χεὶρ ἀπηγκυλωμένη καὶ συνεστραμμένη εἰς ἀποκοτταβισμόν <ποτὲ δὲ ἀγκύλη τὸ ἐντὸς τοῦ ἀγκῶνος>
- <ἀγκύλως>
- ἀποτόμως [ποτὲ δὲ ἀγκύλη τὸ ἐντὸς τοῦ ἀγκῶνος]
- <ἄγκυρα>
- τὸ αἰδοῖον, παρὰ Ἐπιχάρμῳ (fr. 191). Κύπριοι δὲ τὸ τριώβολον. καὶ τὸ ναυτικὸν σκεῦος. καὶ τὴν ἀσφάλειαν q
- <ἄγκυραι>
- μεταφορικῶς αἱ ἀσφάλειαι. Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ (fr. 623)
- <ἄγκυρα>
- ἐν ᾗ τὰ σῦκα λαμβάνουσιν
- <ἀγκυρίς>
- βοτάνη τις
- <ἀγκυρίττει>
- καταμάχεται. Κρῆτες
- <ἀγκύρισμα>
- σχῆμα τῶν ἐν πάλῃ
- <ἀγκυροβόλῳ δείπνῳ>
- ἀγκυροβόλα Φοίνικες τὰ δεῖπνα, ἃ παρεσκεύαζον τοῖς τελώναις ἐκ τῶν λιμένων. ἔστι δὲ καὶ μισθός· ἔπρασσον γὰρ ἐν τοῖς λιμέσιν ἐνόρμιον καὶ ἐνλιμένιον ὡς ἐκλογήν
- <ἀγκωλιάζων>
- ἁλλόμενος τῷ ἑτέρῳ ποδί
- <ἀγκών>
- τό τε συνήθως λεγόμενον, καὶ ἡ τοῦ τείχους καμπή· "ἐπ' ἀγκῶνος βῆ τείχεος ὑψηλοῖο" (Π 702) καὶ τῆς κιθάρας δὲ τὰ ἀνέχοντα τοὺς πήχεις ἀγκῶνες λέγονται
- <ἀγκωβόλος>
- ἁλιεύς
- <ἀγλαά>
- *λαμπρά, καλά (Α 23) (P)n ἀνθηρά
- *<ἀγλαΐαι>
- τρυφαί, [καλλοναί (p) κόσμοι (τ 82) (vp)
- *<ἀγλααῖς>
- λαμπραῖς An
- <ἀγλάϊσμα>
- καλλονή, κόσμος (p)
- <ἀγλαϊστή>
- εὐκτή. τιμία
- *<ἀγλαΐᾳ>
- τῷ κάλλει A
- *<ἀγλαϊεῖσθαι>
- λαμπρύνεσθαι (Pp) καλλωπίζεσθαι b παρὰ τὴν ἀγλαΐαν (Κ 331)
- <ἀγλαοθηλές>
- ἁπαλόν
- *<ἀγλαΐζει>
- θάλλει vgA
- *<ἀγλαΐσας>
- λαμπρύνας A
- *<ἀγλαοί>
- λαμπροί (P)
- *<ἀγλαομήτεα>
- λαμπρόβουλον A
- *<ἀγλαΐηφι>
- ἀγλαΐᾳ, [κάλλει (Ζ 510 ..)w
- <ἀγλαόν>
- γλαφυρόν Κρῆτες καὶ Κύπριοι
- *<ἀγλαὸν ἕδραν>
- λαμπρὰν καθέδραν (Eur. Androm. 135) vgAn
- <ἀγλαὸν ὕδωρ>
- ἡ ἐν Αὐλίδι πηγή (Β 307)
- *<ἄγμασι>
- κλάσμασιν Σ
- †<Ἀγλαόπης>
- ὁ Ἀσκληπιός Λάκωνες
- *†<ἀγλαρόν>
- μωρόν w
- *<ἀγλαοπίστου>
- λαμπροπίστου A
- *<ἀγλαός>
- λαμπρός (δ 21 ..) vgAn
- *<ἀγλαότιμον>
- λαμπρῶς τετιμημένον vgAn
- <ἀγλαοφῶτις>
- βοτάνη
- <ἀγλαυκόν>
- ἁλυκόν w
- <Ἀγλαυρίδες>
- νύμφαι παρὰ Ἀθηναίοις
- <Ἄγλαυρος>
- θυγάτηρ Κέκροπος. παρὰ δὲ Ἀττικοῖς καὶ ὀμνύουσιν κατ' αὐτῆς. ἦν δὲ ἱέρεια τῆς Ἀθηνᾶς
- †<ἀγλασινόν>
- καλόν
- <ἀγλαφόρε>
- ἄσιτε Κρῆτες
- <ἀγλευκέρ>
- ἁλμυρός Λάκωνες
- *<ἀγλευκής>
- ἀηδής Ap
- <ἀγλεύττας>
- ἄρτος ἄναλος
- <ἀγλέφαρον>
- ἐλάχιστον
- <ἀγλίδια>
- σκόροδα
- †<ἀγλείτις>
- ὁ ἱκέτης
- <ἄγλυ>
- ὁ κύκνος, ὑπὸ Σκυθῶν
- <ἀγλύεσθαι>
- βλάπτεσθαι
- <ἀγλῶν>
- ἀγλαός
- <ἀγλώπισμα>
- ἔντριμμα γυναικεῖον
- <ἀγλωσσεῖ>
- δυσφημεῖ
- <ἄγλωσσοι>
- βάρβαροι. καὶ σιωπηροί
- <ἀγλωστῖναι>
- γογγυλίδες
- *<ἀγλωττία>
- σιωπή, ἡσυχία (Antiph. or. fr. 141 Th.) Σ
- <ἄγμα>
- σύντριμμα, κάταγμα, κλάσμα
- <ἀγμή>
- ἑστία
- [<ἀγμίεις>
- παραθραύσεις]
- †<ἀγμικόν>
- ἄκρατον
- <ἀγμείονες>
- βουβῶνες
- †<ἀγμηρόν>
- ἥσυχον
- <ἀγμοί>
- ῥαχίαι, περιθραύσεις, ἀποῤῥῶγες
- <ἁγναῖον>
- καθαρόν
- <ἀγναιώτης>
- ἐπὶ πολὺ κεκαυμένος
- <ἀγναμπτοπόλεμοι>
- ἀνίκητοι
- *<ἄγναπτον ἱμάτιον>
- οὐκ ἐγναμμένον (n)
- <ἀγνεῖ>
- λαμβάνει
- <ἀγνεῖ>
- λαμβάνει
- <ἀγνεῖν>
- ἄγειν Κρῆτες
- <ἁγνεῖον>
- πηγαῖον
- †<ἀγνείοτε>
- ναῦς στρογγύλας
- *<ἁγνεύειν>
- καθαρεύειν, ἀπό τε ἀφροδισίων q. A (Eur. Hipp. 655) καὶ ἀπὸ νεκροῦ A
- <ἁγνή>
- καθαρὰ καὶ ἀμίαντος. ἡ παρθένος. καὶ νῆσος
- <ἀγνήκαμες>
- ἠνέγκαμεν Αἰτωλοί
- <ἄγνηκε>
- ἀγήοχε Λάκωνες
- <ἁγνίσαι>
- ἀποθῦσαι. Βουσίριδι (Eur. fr. 314) καὶ διαφθεῖραι. Σοφοκλῆς ἐν Ἀμφιαράῳ (fr. 112)
- <ἁγνιστήριον>
- οἱ ἅλες
- *<ἀγνῦθες>
- λεῖαι Ap
- <ἁγνίτης>
- <ὁ ἱκέτης καὶ ὁ καθάρσιος> ὁ ἁγνισθεὶς μύσους. ἢ ὁ καθάρας τινά. τοὺς δὲ αὐτοὺς καὶ ἱεριστάς τινες ἔλεγον, καὶ τὸ καθαίρειν παρ' αὐτὸ ἱερίζειν
- <ἀγνόδικος>
- ἀγνοοῦσα δίκην
- <ἄγνοια>
- ἀγνωσία. ἀμαθία
- *<ἁγνείας>
- καθαρότητος An
- *<ἀγνοεῖν>
- τὸ <μὴ> διαγινώσκειν, καὶ τὸ ἐν ἀγνοίᾳ † μὴ τίθους ἰδών
- <ἀγνοήσας>
- ἀγνοούμενος (Dem. 23,55)
- <ἁγνοδοχεῖς>
- οἱ θεοί
- <ἁγνοπολεῖσθαι>
- τὸ ὑπὸ ἥλιον † θέεσθαι
- <ἄγνος>
- φυτὸν p οὕτω καλούμενον
- <ἁγνοτάτης>
- καθαρᾶς, λαμπρᾶς, ἀμιάντου
- <ἁγνοτάτω>
- ἁγνότατοι, ἀμίαντοι. δυϊκῶς
- <Ἁγνοῦ κέρας>
- ἡ Κνίδος πρότερον. οἱ δὲ ἀκρωτήριον αὐτῆς, τινὲς δὲ τῆς Αἰγύπτου
- <Ἁγνοῦς>
- τῆς Ἀτταλίδος φυλῆς δῆμος
- *<ἀγνυμενάων>
- κλωμένων (Π 769) v, συντριβομένων (κ 123) b
- <ἀγνύμενον>
- κλώμενον
- <ἄγνυσθαι>
- συντρίβεσθαι
- <ἀγνῦθας>
- λείας. οἱ δὲ τὰς ᾤας τῶν ἱστῶν
- <ἀγνύμενα πηδάλια>
- ...
- *<ἄγνυται>
- κλᾶται gAPn
- <ἁγνῶ>
- ἁγνὸς ὦ
- *<ἄγνυτον>
- κατάσσουσιν, κλῶσιν (Μ 148) b
- <ἀγνύμενα>
- θρυπτόμενα
- (*)<ἄγνωμον>
- ἀνόητον, ἀλόγιστον
- <ἀγνώμονες>
- ἄβουλοι. ἀσύγγνωστοι. ἐναντιογνώμονες (Soph. O. C. 86) ἀναίσθητοι. ἀσύμψηφοι (Plat. rep. 5,450 d)
- *<ἀγνωμόνως>
- ἀνοήτως (Dem. 2,26) vgA
- <ἀγνώσσει>
- δυσχεραίνει
- *<ἄγνωστος>
- ὁ μὴ ἐπιγινωσκόμενος (β 175) vg
- *<ἁγνός>
- καθαρός vgAn [ἢ ἄγνωστος]
- <ἄγνωστος>
- μὴ πειθόμενος
- *<ἀγνῶτας>
- [φίλους ἀγνώμονας] ἀνεπιστήμονας (Pp)
- [†<ἄγοβος>
- σκευοφόρος, φορτηγός]
- <Ἀγνῶτες θεοί>. οὕτω λέγεσθαί φασι τοὺς μετὰ τὸν τῆς Ἰλίου πλοῦν Φαληροῖ προσχόντας καὶ ἀναιρεθέντας ὑπὸ Δημοφῶντος, ταφῆναι ...
- *<ἀγοί>
- ἡγεμόνες (Γ 231) Ab
- *<ἄγξαι>
- χαλινῶσαι (Ps. 31,9) (vg)
- <ἀγοίμεθα>
- ἄγοιμεν (Ρ 163)
- <ἄγοις>
- ἀπάγοις
- [<ἀγοίτης>
- ὑβριστής]
- †<ἀγοιτεύσας>
- ὀχλεύσας
- <ἀγόμενος>
- δοῦλος. παρὰ Ἀρχιλόχῳ (fr. 155)
- <ἀγόμην>
- ἠγαγόμην (Η 363)
- *<ἀγόμφωτα>
- ἀνάρμοστα A
- <ἀγόν>
- ἐν Πέργῃ τὴν ἱέρειαν οὕτως καλοῦσιν
- <ἀγονομόχθος>
- ἡμίονος
- <ἄγονον>
- πήγανον q ἢ <πολύγονον>
- *<ἄγονος>
- ἄτεκνος pw, ἄκαρπος, ἄσπορος (Clem. Al. Strom. 3,15,99,4?) A
- *<ἄγοντα>
- ἡγούμενον n
- <ἄγοντας>
- φέροντας
- <ἀγόρ>
- ἀετός Κύπριοι
- <Ἀγορά>
- ὄνομα τόπου, ἢ λιμένος· Θετταλοὶ δὲ καὶ τὸν λιμένα ἀγορὰν καλοῦσιν <Κρῆτες δὲ τὴν ἐκκλησίαν. παρ' Ὁμήρῳ δὲ καὶ πάντα ἀθροισμόν> q
- <Ἀγορὰ Ἀργείων>
- τόπος <ἐν τῇ Τρῳάδι καὶ> Ἀθήνῃσιν q οὕτω καλούμενος
- *<ἀγοράασθαι>
- διαλέγεσθαι Ab
- <ἀγορὰ θεῶν>
- καὶ οὗτος τόπος Ἀθήνῃσιν
- *<ἀγοραίαν <δίκην>>
- δικαιολογίαν AbΣ
- *<ἀγοραῖοι>
- οἱ ἐν ἀγορᾷ ἀναστρεφόμενοι (Act. ap. 17,5) vgAPn
- <Ἀγορὰ Κερκώπων>
- τόπος πλησίον Ἡλιαίας
- <Ἀγορὰ Λύκειος>
- ἐν Ἄργει
- *<ἀγοράζειν>
- ἐν ἀγορᾷ διατρίβεσθαι. ἔστι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ὠνεῖσθαι (Σ) καὶ ἐπὶ τοῦ διαβουλεύεσθαι
- <Ἀγοραία Θέμις>
- ἡ ἐκκλησιαστική
- <ἀγοραῖοι τέχναι>
- αἱ τοῦ πωλεῖν καὶ ἀγοράζειν † ἐν πείρᾳ εἰδέναι <Ἀγοραῖος Ζεύς>· Ἀγοραίου Διὸς βωμὸς Ἀθήνῃσιν
- <ἀγορανόμος>
- δικαστὴς ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ νέμων τὸ δίκαιον (Dem. 24,112)
- <ἀγορεύοντο>
- ἐκηρύττοντο, ἐλέγοντο. ἐκ τοῦ ἀγορεύειν, ὅ ἐστι λέγειν
- <ἀγοράς>
- ἐκκλησίας, (β 69) (v) ἢ ῥητορείας (Β 788)
- <ἀγοραῖος Ἑρμῆς> οὕτως ἐλέγετο [ὄντος] καὶ ἀφίδρυτο Κέβριδος ἄρχοντος, ὡς μαρτυρεῖ Φιλόχορος ἐν τρίτῳ (fr. 82 M)
- *<ἀγοράσματα>
- ὤνια (Aeschin. 3,223) A
- *<ἀγορᾶται>
- λέγει (w)
- <ἀγορατυπεῖς>
- ἄγαν θορυβεῖς
- *<ἀγοράων>
- δημηγοριῶν (Β 275) An
- <ἀγορεύειν>
- λέγειν ἐν ἐκκλησίᾳ. κυρίως μὲν τὸ δημηγορεῖν, ἐν ἀγορᾷ καὶ ἀθροίσματι λέγειν, καὶ ἐκκλησιάζειν. καταχρηστικῶς καὶ ἁπλῶς λέγειν
- <ἀγόρευε>
- ἐδημηγόρει, ἔλεγεν (Α 385 ..)
- *<ἀγορευέμεν>
- λέγειν (Β 10) A
- *<ἀγορεύων>
- λέγων (Δ 6 ..) (v) A(P)
- <ἀγορή>
- ἐκκλησία. αὐτὸ τὸ ἄθροισμα. καὶ ὁ τόπος. καὶ ὁ λόγος <ἀγορῇ δέ τ' ἀμείνω> (Δ 400)· ἐν δὲ τῷ ἀγορεύειν μέγαν δημηγόρον
- <ἀγορῆθεν>
- ἀπὸ ἀγορᾶς, ἢ ἐκκλησίας (Β 264)
- *<ἀγορήνδε>
- εἰς τὴν ἐκκλησίαν (Α 54) b
- *<ἀγορήσατο>
- ἐξεκκλησιάσατο, ἐδημηγόρησεν (Α 73) Ab
- <ἀγορηταί>
- ἐκκλησιασταί (Γ 150)
- *<ἀγορητής>
- δημηγόρος (Α 248) vg
- *<ἀγορητότατος>
- λογιώτατος bp
- <ἄγοῤῥις>
- ἀγορά. [ἄθροισις b
- <ἀγόῤῥιον>
- ἐκκλησία
- <ἄγορος>
- ἅθροισμα. στρατός (Eur. Andr. 1037) ἢ καὶ δημηγόρος
- <ἄγος>
- ἅγνισμα, θυσία, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ (fr. 627)
- *<ἄγος>
- τιμιώτατον qΣ
- <ἀγός>
- *ἡγεμών q. vAPb ἀπὸ τοῦ ἄγειν τὰ πλήθη καὶ ἡγεῖσθαι αὐτῶν, οἱονεὶ ἀγωγός (Δ 265) [καὶ ἐν Πέργῃ ἱέρεια Ἀρτέμιδος q
- <ἀγοστόν>
- ἀγκῶνα. τὸ δὲ † ἀγὲς τὸ ἐντὸς τῶν χειρῶν καὶ βραχιόνων, ᾧ ἀεὶ ἐφ' ἡμᾶς αὐτοὺς ἐπαγόμεθά τι· Ἀπολλόδωρος (fr. 244, 231 J) δὲ τὸ ἐντὸς τοῦ βραχίονος μέρος
- <ἀγος>
- *κλάσμα. θραῦμα A ἀρχηγός
- *<ἀγὸς ἀσπιστάων>
- ἡγεμὼν τῶν ὁπλιτῶν (Π 490) A
- <ἀγοστός>
- τὸ ἐντὸς τῶν χειρῶν. ἢ ἀγκών
- <ἀγοστούς>
- ὠλέκρανα. [οἱ δὲ ἄκρα χειρῶν. ἢ πήχεις. ἢ ἀγκῶνας q
- <ἄγουσι>
- φέρουσιν b ἐπιτελοῦσιν (Α 390) ἢ ἀξιοῦσιν (Plat. Theaet. 172b) ἢ ἡγοῦνται
- †<αὐγούστω>
- μαχαίριον
- <ἄγουσαν>
- πορευομένην
- *<ἄγρα>
- θήρα (Eur. Bacch 1146) (vgA) p
- <Ἄγραι>
- χωρίον Ἀττικὸν ἔξω τῆς πόλεως. ἱερὸν Δημήτρας ... [καὶ στρατιῶται δέ τινες οὕτως ἐκαλοῦντο]
- <ἀγρακόμας>
- ὄρνις τις ὑπὸ Παμφύλων
- <ἀγράκαβος>
- σταφυλή p
- <ἀγραμύξειν>
- καταξέσειν
- <Ἀγράνια>
- ἑορτὴ ἐν Ἄργει ἐπὶ μιᾷ τῶν Προίτου θυγατέρων
- *<ἄγραυλοι>
- οἱ ἐν ἀγρῷ <δια>νυκτερεύοντες (Σ 162 ..) q. vgA
- *<ἀγραύλοιο>
- ἐν ἀγροῖς αὐλιζομένου (Κ 155) b
- <ἄγραυλον>
- ὕπαιθρον, καὶ ἔρημον. *ἢ ἐν ἀγρῷ αὐλιζόμενον P ἢ καπυρόν
- [†<ἀγραυλῶ>
- τὸ ἐνθείρῳ τόπῳ καὶ πλήρη ἀγρευμάτων]
- <ἄγραμμα ἀφεῖται>
- ἐν τῇ τῶν βόλων παιδιᾷ οὕτως ἐλέγετο
- *<ἄγραφα ἀδικήματα>
- περὶ ὧν νόμος οὐ γέγραπται vgAb
- *<ἀγραφίου δίκη>
- ἐπὶ τῶν καταδικασθέντων χρημάτων τῷ δημοσίῳ καὶ κατὰ χάριν μὴ ἐγγραφέντων ἐλέγετο A
- †<ἀγράθεν>
- συνάγειν. συμμίσγειν
- [<ἀγραρεύεις>
- περιέρχῃ (p)]
- <ἄγρει>
- ἄγε, λάμβανε, φέρε. προστακτικόν
- <ἄγρει μάν>
- ἄγε δή (Ε 765 ..) APn ὅπως δή
- <ἀγρεῖται>
- λαμβάνεται. ζωγρεῖται.
- <ἀγρεμόνα>
- τὸν κάμακα, ἀπὸ τοῦ ἀγρεῖν καὶ λαμβάνειν [ἤγουν ἀγρεύειν.] ἢ λαμπάδα, ἢ δόρυ. Αἰσχύλος δὲ Μυρμιδόσιν (fr. 141) ἀγρεμόνα τὸν ἐπιμήνιον
- <ἀγρεμόνες>
- θηρευταί, πορθητικοί. Βοιωτοί. ἢ θηρευτικοί. καὶ τόπος ἐν Αἰτωλίᾳ
- [*†<ἀγρετᾷ>
- συναθροισθῆ A]
- *<ἄγρευμα>
- εὕρημα vA τὸ εἰλημμένον
- (*)<ἄγρευσις>
- εὕρεσις
- <ἀγρεύματα>
- <κτήματα (Sol. leg.)> σκῦλα. Εὐριπίδης Ἀνδρο- μέδᾳ (fr. 155)
- <ἀγρεταί>
- παρὰ Κῴοις ἐννέα κόραι κατ' ἐνιαυτὸν αἱρούμεναι πρὸς θεραπείαν τῆς Ἀθηνᾶς
- <Ἀγρέταν>
- ἡγεμόνα θεόν
- <ἀγρετήματα>
- τὰ ἀγρευόμενα τῶν παρθένων Λάκωνες
- *<ἀγρεύουσι>
- κρατοῦσιν (Prov. 5,22) Apw
- <Ἀγρεύς>
- ὁ Πὰν παρὰ Ἀθηναίοις, ὡς Ἀπολλόδωρος (244,137 J.)
- [*<ἀγρευτεῖ>
- ὑβρίζει vgA]
- <ἄγρην θέτο>
- ἠθέλησεν
- <ἀγρηνά>
- δίκτυα. καὶ ἔνδυμα
- <ἀγρηνόν>
- <ἔνδυμα> δικτυοειδὲς ὃ περιτίθενται οἱ βακχεύοντες Διονύσῳ. Ἐρατοσθένης (frg. 33) δὲ αὐτὸ καλεῖ [γρῆνυν, ἢ] γρῆνον
- <ἀγρεῖσθαι>
- συνέπεσθαι. πείθεσθαι
- <ἀγρησθῶσι>
- συνειληθῶσιν (Hippocr. mul. aff. 2, 154)
- *<ἀγρήσκεται>
- πικραίνεται pw
- <Ἄγρησσαι>
- ... εἶπε γένος τι ἐν Ἠλίδι
- <Ἀγριάδες>
- νύμφαι
- <ἀγρίαζε>
- ἄγριος ἴσθι
- <ἀγρίανεν>
- ὠργίσθη
- *<ἄγριαι> <<στρουθοί>
- αἱ> στρουθοκάμηλοι A
- †<ἀγρίαθεν>
- ἀνέκαθεν. Αἰσχύλος Ἀγαμέμνονι (3)
- <ἀγριάμπελος>
- ἡ βρυωνία βοτάνη
- <ἀγριάνια>
- νεκύσια παρὰ Ἀργείοις. καὶ ἀγῶνες ἐν Θήβαις
- <Ἀγριᾶνες>
- τέλος τι τῆς κούφης συντάξεως (b) ἐκ τῆς Ἀγριανι- κῆς χώρας Παιόνων
- <Ἀγριανέαιον>
- ἀκόντιον
- †<Ἀγριαύλη>
- δῆμος Ἀττικῆς
- <ἀγριβρόξ>
- ὀρίγανον
- *<ἀγρίδιον>
- κωμάριον, χωρίον vA [παρὰ Αἰτωλοῖς]
- *<ἀγριέες>
- λῦπαι A
- (*)<ἀγριέλαιος>
- ἄκαρπος (Rom. 11,17)
- <ἀγριεύς>
- ἀγροῖκος
- <Ἀγρίνιον>
- ὄρος <παρὰ Αἰτωλοῖς>
- <ἀγρῖνοι>
- ἀγρονόμοι. ‖ καὶ οἱ παιδερασταὶ οὕτως (Aeschin. 1,52)
- <Ἀγριομέλισσα>
- Ἡγησίας οὕτως ἐπεκαλεῖτο
- *<ἀγριόθυμος>
- ἀγριόψυχος q. vgAn θηριώδης
- *<ἄγριον>
- ἄμικτον. ἀνήμερον (μ 119) Aw
- <ἄγριοι θεοί>
- οἱ Τιτᾶνες
- <Ἄγριοι λιμένες>
- τόπος ἐν Ἕρμωνι
- <ἄγριον αἶγα>
- αἴγαγρον (Γ 24)
- <ἄγριον>
- γενικῶς ἐπὶ θηρίου· Σῦν ἄγριον ἀργιόδοντα (Ι 539) καὶ μεταφορικῶς, ἐπίθετον· Ἄγριον αἰχμητήν (Ζ 97) κατ' ἰδίαν δὲ ὄνομα κύριον, Οἰνέως μὲν ἀδελφοῦ, πατρὸς δὲ Θερσίτου (Ξ 117)
- <ἀγρίου βέβρωκας>
- οἱονεὶ ζώου ἀγρίου. εἰώθασι δὲ οἱ βεβρω- κότες χασμᾶσθαι (Com. ad.)
- <ἀγριοπήγανον>
- βοτάνη
- <ἀγριοψωρία>
- νόσος. καὶ <ἀγριολειχῆναι>
- <ἀγριοσταφυλίδες>
- ἀγριοσταφίδες
- <ἀγριοκάνναβος>
- βοτάνη
- <ἀγριοκάρυον>
- δένδρον
- <Ἀγρίφα>
- Ἀθηνᾶ
- <ἀγρίφη>
- ὑποδοχή. ἄμη. σκάφη
- <ἄγριφος>
- γένος τι ἀγρίας ἐλαίας Ὀλυμπίασιν
- <ἀγρόθειρα>
- βοτάνη τις
- <ἀγροῖκος>
- *ὁ ἐν ἀγρῷ διάγων, χωρικός A ἢ ἐργάτης καὶ δραστήριος. ἢ ζευγηλάτης
- *<ἀγροικότατον>
- ἀπαιδευτότατον (vg) APb
- *<ἀγρολέτειρα>
- τὸν ἀγρὸν ἀπολέσασα (A)
- *<ἀγρομένους>
- συνελθόντας, [συναθροισθέντας (Σ)
- <ἀγροιῶται>
- *ἄγροικοι (λ 293) pn καὶ γένος Ἀθήνῃσιν, ὃ ἀντιδιέστελλον πρὸς τοὺς Εὐπατρίδας· ἦν δὲ τὸ τῶν Γεωργῶν· καὶ τρίτον τὸ τῶν Δημιουργῶν
- *†<ἀγροιτιᾷ>
- ἀγροικεύεται. ὑβρίζει Avgp
- <ἀγρομενής>
- ὁ ἐν ἀγρῷ διατρίβων καὶ εἰς ἄστυ μὴ κατιών (Callim. fr. an. 142)
- <ἀγρομένῃσι>
- συνεστραμμέναις. συνηθροισμέναις (Β 481)
- *<ἀγρομένων>
- ἀθροιζομένων (θ 17) Pb
- *<ἀγρονόμων>
- ἐν ἀγροῖς διαγόντων (b Σ)
- <ἀγροπόλον>
- ἄπορον
- <ἀγρός>
- χωράφιον, χωρίον
- <ἄγρωστις>
- βοτάνη. καὶ ἄρτος τις, ὃς πρότερον λοχία ἐκαλεῖτο
- *<ἀγρότας>
- ἀγροίκους A
- *<ἀγροτεράων>
- ἀγρίων (Β 852) Ab
- <ἀγρόται>
- θηρευταί (π 218)
- <ἀγροτέροισιν>
- ἀγριωτέροισιν (Μ 146)
- <ἀγρότις>
- ἀγροτέρα. κυνηγός
- <ἀγρόται>
- ἀγροῖκοι. ἢ θηρευταί
- <ἀγροτέραν>
- ὀρείαν. τὴν Ἄρτεμιν
- <ἀγροῦ πλέως>
- ἀγροικίας πλήρης (Com. ad. 831)
- <ἀγροῦ πυγή>
- παροιμία ἐπὶ τῶν λιπαρῶς προσκειμένων. ὁ δὲ Σώφρων (fr. 136) τὰ πλεῖστα μέρη λέγει μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ὀρνέων, καὶ τὰ πιότερα τοῦ ἀγροῦ καὶ <μαλακώτερα> <ζάπλου- τοι ἀγροῦ πυγαί>
- ἀγρυξία>
- σιωπή (Pind. fr. 229?) p
- <Ἀγρυλή>
- δῆμος τῆς Ἐρεχθῆιδος φυλῆς καὶ τῆς Ἀτταλίδος
- <Ἀγρυπνίς>
- ἑορτὴ Διονύσου ἐν † Ἀρβήλῃ
- *<ἀγρωνεύς>
- ἀγροῖκος (P)
- *<ἀγρώσσει>
- θηρεύει vA
- <ἀγρώσσοντες>
- ἀγρεύοντες
- <ἀγρῶσται>
- ἐργάται. θηρευταί (Eur. Rhes. 287)
- [*<ἀγρώσσατο>
- ἠθέτησεν. ἐψεύσατο p]
- <Ἀγρωστῖναι>
- Νύμφαι vgA ὄρειοι
- <ἀγρωστῖνος>
- ἀγροῖκος (Epicharm. fr. 1 -- 3) *
- *<ἀγρώσσων>
- ἀγρεύων (ε 53) (b)
- *<ἄγρωστις>
- εἶδος βοτάνης (ζ 90) b
- *<ἄγρας>
- θήρας (Eur. Bacch. 1146) vgA
- <ἀγυιάς>
- ἄμφοδα, ῥύμας (Ε 642 ..)
- *<ἀγύρει>
- ἀθροίσματι (Π 661) Ab
- *<ἄγυια>
- ἄμφοδος, ῥύμη, ὁδός (P) b γειτονία (Eur. Or. 761) (P)
- <ἀγυιαί>
- *ἄμφοδοι, ῥῦμαι, vgAP ὁδοί (β 388) P ἀπὸ τοῦ δι' αὐτῶν ἄγειν ἡμᾶς τὰ γυῖα, τουτέστιν πορεύεσθαι. χρῆται γὰρ καὶ τῷ ἄγειν ἀντὶ τοῦ φοιτᾶν Ὅμηρος [δὲ] καὶ ἔρχεσθαι, ὡς ὅταν λέγῃ· Λαοδίκην ἐσάγουσα (Ζ 252) οἱ δὲ <Ἀθηναῖοι> στενωπούς, <Ἀργεῖοι ἀγυιὰς καλοῦσιν>
- <ἀγυιάτιδες>
- αἱ πρὸ τῶν θυρῶν θεραπεῖαι (Eur. Ion 186)
- <ἀγυιεύς>
- ὁ πρὸ τῶν θυρῶν ἑστὼς βωμὸς ἐν σχήματι κίονος (Soph. fr. 341?)
- *<ἀγυιῆται>
- κωμῆται, <γείτονες> A
- <ἁγυμνάστοις>
- πολυγυμνάστοις
- <ἄγυνος>
- ἀγύναιος (Ar. fr. 735)
- <ἄγυιος>
- †ἀγύοικος. ἄναρθρος (Hippocr. mul. 1,25)
- <ἄγυρις>
- σύνοδος, συναγωγή <στρατοῦ>
- <ἀγύρει>
- [ἀθροίσματι. ἢ] συγκροτεῖ
- <ἀγυρίζειν>
- συνάγειν (p), ἀγυρτάζειν
- <ἀγυρμός>
- *ἐκκλησία Ab συγκρότησις. ἔστι δὲ πᾶν τὸ ἀγειρόμε- νον. καὶ τῶν μυστηρίων ἡμέρα πρώτη
- <ἀγυρτάζει>
- συλλέγει. πορίζει. ἀγείρει (τ 284)
- <ἀγύρτης>
- *ὀχλαγωγός. προσαίτης vgA ἐπαίτης. συρφετώδης vg ἰδιώτης (Eur. Rhes. 503 ..) P ἔστι δὲ καὶ ὁ ἀγείρων ὄχλον. καὶ ὄνομα βόλου κυβευτικοῦ (Eubul. fr. 57,5)
- *<ἀγυρτικά>
- χυδαῖα ψεύσματα q. vgAb
- <ἀγύρτας>
- συναθροιστάς. μάντεις. ὡς Ἀπίων
- <Ἀγχαλέη>
- τόπου ὄνομα παρὰ Ἱππώνακτι (fr. 99)
- <ἄγχαζε>
- ἀναχώρει (Soph. fr. 886) καὶ <ἀγχάνδανε>, καὶ <ἄγχα- σαι> τὸ αὐτό
- <ἄγχαρμον>
- ἀνωφερῆ τὴν αἰχμήν <ἔχων> (Ibyc? Stes?)
- <ἀγχάσασθαι>
- ἀναχωρῆσαι
- <ἄγχε>
- ἦγχε καὶ ἔπνιγεν (Γ 371) ‖ ἢ † πλησιάζετο
- <ἀγχέμαχα ὅπλα>
- τὰ μὴ βαλλόμενα
- *<ἀγχέμαχοι>
- οἱ ἐγγύθεν μαχόμενοι (Π 272) q. (vgAPb)
- <ἄγχει>
- φέρει. πνίγει. πλησιάζει
- *<ἄγχηται>
- πνίγηται Ab
- <ἀγχήρης>
- ὁ ἐγγύς b Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι (fr. 6)
- <ἀγχίαλος>
- παραθαλάσσιος (Β 640 ..) (bp)
- *<ἀγχιβάτης>
- ὁ πλησίον βαίνων A
- (*)<ἀγχιβατεῖν>
- ἐγγὺς βεβηκέναι
- †<ἀγχίβοιον>
- μέγα, ἐγγὺς βοῆς. ἢ ἐπὶ τοῦ στενάξαι
- <ἀγχιβαθής>
- ἡ ἐγγὺς τῆς γῆς [ἢ] βαθεῖα θάλασσα (ε 413)
- <ἀγχιβλώς>
- ἄρτι παρών
- <ἀγχίδιαι>
- ἐπιθαλασσίδιαι
- <Ἀγχιαλίδαι>
- πατριὰ ἐν Ἀργείᾳ
- <Ἀγχιαλῄς>
- ἡ Ἀττική. ἀπὸ Ἀγχιάλου
- *<ἀγχίαλος>
- ἐγγὺς θαλάσσης (Β 640) ἔστιν δὲ καὶ κύριον ὄνομα (θ 112 ..)
- <ἀγχίθεον>
- ἰσόθεον, θεῖον
- *<ἀγχιτέρμων>
- γείτων (Eur. Rhes. 426) vgA καὶ <ἀγχίθυρον> <γείτονα> (q) vgA(n)
- *<ἄγχι>
- ἐγγύς vgA, πλησίον (Ε 185 ..). †Ἀγχὶ δέ, τὸ διαφέρεσθαι
- <ἀγχίαλα>
- ἁλμυρά, θαλάσσια. ἄβρωτα
- †<ἀγχίμαστρον>
- ἀμφίεσμα
- *<ἀγχιμαχηταί>
- οἱ συστάδην μαχόμενοι (Β 604) bw
- *<ἀγχίμολον>
- ἐγγὺς ἐληλυθός q(Ap)
- *<ἀγχίμολον>
- σύνεγγυς b (Δ 529) ἢ μετ' ὀλίγον (ξ 410) Nb
- <ἀγχίνοια>
- *φρόνησις, σύνεσις Pb ἢ ταχύνοια q ἢ ὀξεῖα γνῶσις
- <ἀγχίνους>
- *συνετός (A)P(b)Σ νηφάλιος
- <ἀγχίνοος>
- συνετός, ἀγχίνους (ν 332)
- <ἀγχίξαι>
- ἐγγίσαι b Κρῆτες
- <ἀγχίπλους>
- εὐδιακόμιστος. καὶ ὁ παρεστώς. καὶ σύνεγγυς. Εὐριπίδης Ἰφιγενείᾳ τῇ ἐν Ταύροις (1325)
- <ἀγχίπορος>
- [εὐδιακόμιστος]
- [<ἀγχίσαως>
- ἄρτι παρών]
- *<ἀγχιστεία>
- συγγένεια (Dem. 20,102?) q. Ab(vg)
- *<ἀγχιστεύουσα>
- ἐγγὺς οὖσα πρός τι γένος (Num. 36,8) A
- *<ἀγχιστεύς>
- συγγενής (Ruth 3,12 ..) Ab
- <ἀγχιστάδην ὀμνύων>
- ἐγγὺς τῶν βωμῶν· παρὰ Σόλωνι
- <ἄγχιστον>
- ἔγγιστον γένους (Eur. Tro. 48)
- <ἀγχίθεοι>
- οἱ Φαίακες. καθότι τρίτοι εἰσὶν ἀπὸ Ποσειδῶνος οἱ βασιλεῖς. ἢ ὅτι θεοὶ συνδιέτριβον αὐτοῖς. ἢ ὅτι εὐδαίμονες καὶ ἰσόθεοι (ε 35)
- <ἄγχι στῆναι>
- ἐγγὺς στῆναι
- <ἀγχιστῖναι>
- σύνεγγυς ἀλλήλων. ἢ συνεχεῖς, *ὅ ἐστι πυκναί (A) ἢ ἄλλαι ἐπ' ἄλλαις (Ε 141)
- *<ἀγχίστροφος>
- εὐμετάβολος P εὐπερίστροφος gAn
- *<ἀγχιτέρμονες>
- οἱ ἐγγὺς τοῦ τέλους AP
- †<ἀγχοάδην>
- ἀμβολάδην
- <Ἀγχοαί>
- πηγαὶ ἐπὶ Μυσίας. καὶ τόπος ἐν Βοιωτίᾳ
- *<ἀγχώμαλον>
- ἐγγὺς ἔχον τὴν ὁμαλότητα vgAb ἰσόπεδον n
- *<ἀγχόνη>
- πνιγετός (Eur. Andr. 816) A
- <ἀγχόνης ἄξια>
- ... (Eur. Bacch. 246)
- [†<αγχος>
- προσφάτως, ἐγγύς, ἢ πνῖγμα. ἢ πλησίον. ἢ δόρυ]
- *<αγχου>
- ἐγγύς (δ 25 ..) hgA ἢ πνίγηθι
- †<ἀγχούρης>
- πένης
- <ἀγχοῦρος>
- [ὀρθος ἢ] ὄρθρος· Κύπριοι. ἢ φωσφόρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ <αὖραι>
- <ἀγχούρους>
- γείτονας
- <ἄγχουσα>
- ἡ κάλυξ
- <ἄγχουσα>
- ῥίζα, ᾗ φυκοῦνται γύναια
- <ἀγχοῦ>
- ἄγχι, ἐγγύς (δ 25)
- <ἀγχουσίζεται>
- ἐντρίβεται ταῖς παρειαῖς οἱονεὶ φυκάριον
- *<ἀγχοῦ δὲ>
- πλησίον δέ (Β 172) n
- <ἄγχραν>
- μύωπα. Λοκροί
- <ἀγχράνασθαι>
- περιαλείψασθαι. ἢ λούσασθαι
- <ἀγχώμαλοι>
- παρὰ μικρὸν ἴσαι (Thuc. 3,49,1)
- *<ἄγχων>
- πνίγων vgn δήμιος
- *<ἄγω>
- ἀπάγω bd μέλπω, ἄιδω
- <ἄγω>
- κυρίως μὲν ἐπὶ ἐμψύχων τάσσεται· Οἵδ' ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον (δ 622). καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ ἀψύχων· Ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον (α 184) ἀντὶ τοῦ φέρειν
- <ἀγωγεύς>
- ὁ ἱμάς (Soph. fr. 887)
- <ἀγώγιμον>
- ὠφέλιμον
- <ἀγωγή>
- *τρόπος. ἀναστροφή. vgAPb ἀπαγωγή. ὁδός. πορεία τῆς νύμφης πρὸς τὸν ἄνδρα, Ῥόδιοι
- <ἀγωνία>
- ἀηδία
- *<ἀγώγιμα>
- φορτία (Xen. Anab. 5,1,16) Pb
- *<ἀγωγίμων>
- ὁτὲ μὲν φορτίων· A(b) ὁτὲ δὲ καταδεδικασμένων b
- <ἀγωγός>
- ῥύαξ. ἐπίβουλος
- *<ἀγωγοῖς>
- τοῖς ἐπάγουσιν vAb
- <ἀγωγούς>
- ὁδηγούς (Hdt. 3,26,1 ..)
- <ἄγωμες>
- ἄγωμεν. Ἀργεῖοι
- <ἄγων>
- φέρων, ἐπάγων (γ 312 ..)
- *<ἀγών>, ὀξύτονον
- στάδιον (Eur. Or. 878) (vgA) ἄθροισμα (Ω ) b
- <ἀγώνη>
- ὑοσκύαμος
- <ἀγωνία>
- ἀγοραία. καὶ ἄθλησις. καὶ ἡ παλαίστρα. Εὐριπίδης δὲ Τρωάσι (1003) πόλεμον
- <ἀγώνιοι θᾶκοι>
- ...
- <ἀγωνίης>
- τῆς ἐν ἀγῶνι ἁμίλλης (Hdt. 2,91,4)
- <ἀγών>
- ὁ τόπος, ἔνθα ἀθροίζονται οἱ ἀγωνισταί
- <ἀγωνίσματα>
- ἔπαθλα
- <ἀγὼν ἔρημος>
- οὐκ ἔχων ἀντίδικον
- <ἀγωνισμός>
- ἀντιλογία, <ἀγωνία καὶ ἡ ἄθλησις>
- <ἀγωνιστήρια>
- τὰ διδόμενα τοῖς ἀγωνισαμένοις
- <ἀγωνισταί>
- οἱ ὑποκριταί (Dem. 18,318)
- <ἀγώνιοι θεοί>
- οἱ τῶν ἀγώνων προεστῶτες (Plat. leg. 6,783a ..)
- <ἀγωνιστήριον>
- τόπος, ἐν ᾧ ἀγωνίζονται
- <ἀγωνισμάτων>
- ὀχλικῶν ἐπιδείξεων
- *<ἀγωνιῶ>
- κινδυνεύω gA
- <ἀγωνοδίκας>
- βραβευτάς
- <ἀγωνοθέτης>
- ἀρχῆς ὄνομα Ἀθήνησιν. ὡς δὲ Νίκανδρος, ἀθλοθέτης μόνα γυμνικά, ἀγωνοθέτης δὲ ὁ τὰ μουσικὰ ἀκροά- ματα διατιθέμενος
- <ἄγωνον>
- τὸν ἀγῶνα Αἰολεῖς (Alc. fr. 121) καὶ ποταμὸς Ἄγωνος παρὰ τὴν Αἰθιοπίαν
- *<ἀγώνυμος>
- φερώνυμος A
- <ἀγὼν χάλκειος>
- τὰ ἐν Ἄργει Ἑκατόμβαια (Pind. N. 10,40)
- †<ἀγωρέοι>
- ἠθροισμένοι
- †<ἀγωρεῖν>
- συναθροίζειν
- (*)<Ἀδάμ>
- ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, καὶ ἄνθρωπος ἕτερος κατὰ τὸν ἅγιον Ἐπιφάνιον (Panar. 1,1,4)
- <αδα>
- ἡδονή. †πηγή. c καὶ ὑπὸ Βαβυλωνίων ἡ Ἥρα. παρὰ Τυρίοις δὲ ἡ ἰτέα
- <ἀδαγμός>
- κνησμός (Soph. Tr. 770)
- †<Ἀδαγυούς>
- θεός τις παρὰ Φρυξὶν ἑρμαφρόδιτος
- <Ἀδάρ>
- μὴν παρὰ Χαλδαίοις
- *<ἀδαεῖς>
- ἀσύνετοι APb
- *<ἀδαῆ>
- ἄπειρον vgb
- *<ἀδαήμονας>
- ἀμαθεῖς, ἀπείρους (Ν 811) vgAb
- <ἀδαημονίη>
- ἀπειρία (ω 244)
- <ἀδαῖα>
- εἰς κόρον ἄγοντα, παρὰ τὸ ἀδεῖν· ὁ δὲ Σώφρων (fr. 137) τὸν ἀηδῆ ἀδανὸν ἔφη
- *<>α δ' αἰάζω>
- ἀναβοῶ, ἀναστένω (Eur. Or. 80) gP
- <ἀδάικτον>
- †καθαρόν
- [<ἀδαιόν>
- δαψιλές]
- a) <ἀδάϊον>
- ἀπόρθητον, ἀπολέμητον. b) ... ἀτερπές. ὀκνηρόν
- <ἄδαιτον>
- †ἄδην <καὶ ἀπόῤῥητον> (Aesch. Ag. 151)
- <ἄδαιτρον>
- ἀδιαίρετον p(b) [καὶ ἀπόῤῥητον]
- [<ἀδακτῶ>
- κνήθομαι]
- <ἀδάλαν>
- πονηρόν
- *<ἀδαλές>
- ὑγιές vgAw
- [<ἀδάλαιον>
- ξηρόν]
- <ἀδαλός>
- ἄσβολος
- <ἄδαλτα>
- οὐκ ἄδηλα
- <ἀδαλτόμον>
- εἶδος βοτάνης
- <ἀδάμας>
- ἀγνώμων. ἀπειθής. ἀθαμβής. ἰσχυρός. καὶ ὁ λίθος
- *<ἀδάμα>
- παρθενικὴ γῆ (Esai. 15,9) p
- *<ἀδαμάντινα>
- στεῤῥά vgA
- *<ἀδάμας>
- γένος σιδήρου (Hes. Th. 161) vA
- *<ἀδάμαστον>
- ἀνυπότακτον vgb
- <ἀδάματος>
- ἀδάμαστος, ἀνυπότακτος (Eur. Phoen. 640?)
- <ἀδαμάντινον>
- ἀτρυπάνευτον
- <ἀδαμία>
- τὸ ἀδικάστως φονεύειν. Κρῆτες
- <ἀδαμνεῖν>
- τὸ φιλεῖν. καὶ Φρύγες τὸν φίλον Ἀδάμνα λέγουσιν
- <ἀδαμνᾶις>
- ἀκολασταίνεις
- <ἀδάμνης>
- ἰσχυρός, σκληρός
- <ἄδαμνον>
- *ἁγνώμονα b ἢ ἀδάμαστον (Io Chius fr. 9,1) *ἢ πρωτόδαμνον <ἢ πρωτοτόκον> n
- <ἀδάρκη>
- βοτάνη
- <ἀδανές>
- ἀπρονόητον
- <Ἀδανίην>
- οὕτως τὸ πρότερον ἡ Μολοσσία ἐκαλεῖτο
- <ἀδαμάντινος>
- ἀπαθής (Plat. rep. 2,360b)
- *<ἀδαξῆσαι>
- κνῆσαι Ab
- <ἀδαξῶ>
- κνήθομαι. ἐπιθυμῶ
- <ἀδάπανον>
- τὸ ὕδωρ
- <ἀδαπάνως>
- λιτῶς (Eur. Or. 1176)
- <ἄδαρτον>
- γυμνόν. ἄδερμον
- <ἀδαριξία>
- εἰρήνη
- <ἄδαρτος>
- ἀμαστίγωτος
- <ἄδας>
- πονηρός c
- <ἄβασαν>
- ἔβλαψαν n
- <ἄδασμος>
- οὐδένα δασμὸν ἐκτελοῦσα [οἷον τελοῦσα ἐνοίκιον] Αἰσχύλος Ἠδωνοῖς (fr. 63)
- <ἀδαύως>
- ἐγρηγορώς w
- <ἄδαστος>
- ἀδιαίρετος (Soph. Ai. 54)
- *<ἅδ' αὔρα>
- αὕτη ἡ πνοή (Eur. Hipp. 165) APb
- <ἀδαχᾷ>
- κνᾷ, κνήθει κεφαλήν. ψηλαφᾷ (Ar. fr. 410)
- <ἄδδαι>
- ῥυμοὶ, ὑπὸ Μακεδόνων
- <ἀδδανόν>
- ξηρόν. Λάκωνες
- [<>άδδαν>
- τὴν κιννάβαριν]
- <ἄδδεε>
- ἐπείγου
- <ἄδδην>
- εἰς κόρον καὶ εἰς πλησμονήν, τοῦ ἑνὸς δ πλεονάζοντος (Ε 203)
- <ἄδδηλος>
- κόλπος
- <ἄδδιξ>
- μέτρον b τετραχοίνικον (Ar. fr. 709)
- *<ἄδε>
- ἤρεσε n ἅδε δ' Ἕκτορι μῦθος (Μ 80)
- [*<ἀδεάζων>
- ἀναβοῶν, ἀναστένων vgA]
- <ἀδεές>
- ἄφοβε (Θ 423) b θρασεῖα (Φ 481)
- *<ἀδέητος>
- ἀνενδεής (Antiph. Soph. fr. 10 D.) vAb
- †<ἀδει>
- *ὑμνεῖ gAb ἢ ἀνιᾶται
- <ἄδεια>
- ἀργία. *ἀφοβία vg(A) εὐδία
- *<ἄδειαν>
- ἐξουσίαν ἄφοβον (Dem. 18,286) A(P)n
- [<ἀδειδῶ>
- ὦ δῆλοι, καὶ κακοδαίμονες]
- †<ἀδειῆ>
- λυπεῖ
- *<ἀδήλητον>
- ὑγιές b
- <ἀδειής>
- *ἄφοβος Ab ἀδεής (Η 117)
- *<ἆ δειλέ>
- ἄθλιε, δειλέ (ξ 361 ..) A
- <ἆ δειλοί>
- ὦ δειλοί (Λ 816)
- <ἆ δειλώ>
- ὦ δειλοί, ὦ δείλαιοι (Ρ 443 ..)
- *<ἄδειμον>
- ἄφοβον vAb
- <ἄδειὁς>
- ἀκάθαρτος Κύπριοι
- <ἀδεεῖ>
- [οὐ δοκεῖ] οὐ φοβεῖται
- <ἀδεῖν>
- ἀκολουθεῖν
- [*<ἀδεινάων>
- ἀθρόων Ab ἢ ἁπαλῶν A
- *<ἀδεινόν>
- λεπτόν, γοερόν Ab, οἰκτρόν A
- *<ἀδεινὸν κῆρ>
- πυκνὴν ψυχήν A]
- *<>α δεῖρεν>
- ἔδειρεν A
- †<ἄδειτον>
- ὠμόν. ἀφανές
- †<ἄδειλον>
- ἀβέλτερον
- <ἀδέκαστον>
- *ἀδωροδόκητον (vPw)b(p) ὁ δεκάδας μὴ λαμβά- νων
- *<ἄδεκτον>
- ἄπιστον (w)
- <ἀδεκατεύτους>
- ὧν δεκάτην οὐδεὶς ἔδωκεν (Ar. Eq. 301)
- [<ἀδελεῖ>
- ἤρεσεν]
- <ἀδελιφήρ>
- ἀδελφός Λάκωνες
- <ἀδελφιδοῖ>
- ἀδελφῶν υἱοί
- *<ἀδελφιδοῦς>
- ὁ τοῦ ἀδελφοῦ υἱός vgAn
- <ἀδελφίζει>
- *ἀδελφὸν καλεῖ (Isocr. 19,30) Ab ἢ τιμᾷ ὡς ἀδελφόν
- <ἀδελφιξίας>
- κοινωνίας (Hippocr. artic. 56) (bw)
- <ἀδελφοί>
- οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος γεγονότες. Δελφὺς γὰρ ἡ μήτρα λέγεται
- <ἃ δέ κα>
- ὅταν Κρῆτες
- <ἄδενδρον>
- γῆ μὴ ἔχουσα δένδρα. καὶ σίδιον ξηρόν, ἤγουν ῥοιᾶς κέλυφος
- <ἀδένες>
- συστροφαὶ σαρκώδεις b περὶ τὴν ῥάχιν, καὶ [βουβῶνες (Hippocr. artic. 11 ..) b
- [<ἀδεόν>
- ἀπολέμητον] ἢ *<<ἀδερκές>>· ἀόρατον gA καὶ †<ἀδεός>· ἀόρατος
- *<ἀδερκής>
- οὐ βλέπων w(b) ἢ ἀφανής
- <αδες>
- πόδες. ἔνιοι δὲ ἀηδές
- <ἀδέσμῳ φυλακῇ>
- τῇ ἄνευ δεσμῶν (Thuc. 3,34,3)
- <ἄδεται>
- πίμπλαται. [κοπιᾶται p
- *<ἀδευκέα>
- πικρά (ζ 273) vgAb
- <ἀδευκές>
- ἄμορφον, ἀηδές
- <ἀδευκής>
- †χαμνός. πικρός. ἄγνωστος
- *<ἀδευκέϊ>
- ἀπεοικότι. οἱονεὶ ἀδοκεῖ, ἀπροσδοκεῖ. Ἡλιόδωρος δέ φησιν ἀνεικάστῳ. οἱ δὲ ἀδευκής· αὐτάρκης (δ 489)
- <ἀδεύμεθα>
- ἀηδιζόμεθα
- <ἀδεύητον>
- χαλεπόν. ἢ <οὗ> οὐκ ἄν τις ἐπιδεηθείη
- *<ἀδεῶς>
- ἀφόβως (3. Macc. 2,32) vgAb
- <ἀδέψητον>
- ἀμάλακτον. ἀργόν (v 2)
- <ἀδῆιον>
- ἀπόρθητον, ἀπολέμητον (Soph. O. C. 1533)
- *<ἀδηκότες>
- ἐκλελυμένοι A παρειμένοι (Κ 98 ..)
- <ἀδῆ>
- οὐρανός. Μακεδόνες
- [†<ἄδηεν>
- διαπορεῖ]
- <ἀδηκότες>
- ἄδην ἔχοντες καὶ πεπληρωμένοι· "ὕπνῳ" (Κ 98) *ἢ ἀδημονήσαντες Aw
- *<ἀδηλίαν>
- ἄγνοιαν. ἀφάνειαν A
- <ἀδήλωτον>
- *ἀδιάφορον Ap δεξιόν, συνετόν. ἢ πένητα, ἄπορον
- <ἅδημα, ἅδος>
- ψήφισμα, δόγμα
- <ἀδημονεῖν>
- θαυμάζειν. ἀπορεῖν [<ἀδημονεῖν>]
- <ἄδημον>
- οὐκ ἔνδημον ὄντα. Σοφοκλῆς Τυμπανισταῖς (fr. 582)
- *<ἀδημονεῖ>
- ἀκηδιᾷ (b) ἀγωνιᾷ (Plat. Phaedr. 25id?) w
- <ἀδημονίη>
- θαῦμα
- *<ἀδημονῶν>
- ἀγωνιῶν (Philipp. 2,26) A(b)p
- *<ἄδην>
- ἀθρόως Ab ἐξαίφνης. [δαψιλῶς (Ε 203) ὅθεν καὶ ἀδδη- φάγος A
- <ἀδηνείη>
- ἀπειρία
- <αδην>
- δασυνόμενον μὲν ἡδέως καὶ τὸ εἰς κόρον b, ψιλούμενον δὲ ἀδεῶς
- <ἄδην ἔχοντας>
- πληθύοντας
- <ἄδην ἔχει>
- τὸ σφόδρα καὶ ἅλις
- <ἄδην ἐλόωσιν>
- εἰς κόρον ἄξουσιν (Ν 315)
- <ἀδηνέως>
- ἀδόλως, *[ἁπλῶς. Σ χωρὶς βουλῆς
- [<ἀδημονιῶν>
- ἀγωνιῶν, λυπούμενος]
- <ἀδηνής>
- ἄκακος
- [*<ἀδηξῆσαι>
- κνῆσαι A]
- *<ἀδήριτον>
- ἄμαχον vAP, ἀκαταμάχητον p(A)
- *<ἀδηρίτην>
- τὴν ἀπόλεμον καὶ ἀπόρθητον A(b)
- <ἀδής>
- ἀτερπής
- *<ἀδήσεις>
- ἀρέσεις (Hdt. 5,39,2)vAb
- <ἀδήσειε>
- ἀδημονήσειε. καὶ ἀηδῶς διατεθείη (α 134)
- †<Ἀδησίδες>
- ἱέρειαι τινὲς ἐν Ἄργει †ἀδητῶναῶ
- *<ἀδηφάγα> <ἅρματα>
- μεγάλα καὶ τέλεια q. AP
- <ἀδηφαγία>
- πολυφαγία. εἰκαιοφαγία
- *<ἀδηφάγος>
- γαστρίμαργος vg ἀθρόως ἐσθίων vgAb
- <ἀδηφάγοι>
- τοὺς τελείους ἵππους οὕτως ἔλεγον Ἀθηναῖοι καὶ Βοιωτοὶ πρὸς τὴν τῶν πώλων διάκρισιν. Ἀργεῖοι δὲ ἄνδρας τοὺς πολλὰ ἐσθίοντας. Λυσίας δὲ κατὰ μεταφορὰν ἐν τῇ ὑπὲρ Εὐκρίτου διαμαρτυρίᾳ τὴν ἐντελόμισθον ναῦν (fr. 103 S.) Ἀλκαῖος (com. fr. 21) δὲ καὶ τοὺς πότας λύχνους ἀδηφάγους ἔφη. καὶ δρομεῖς δέ τινες ἐν Νεμέᾳ ἀδηφάγοι ἐλέγοντο. καὶ οἱ γυμναστικοὶ παρὰ Ἀργείοις οὕτως ἐλέγοντο
- *<ἀδιάβλητα>
- ἀμώμητα, ἀνέγκλητα (v)A
- (*)<ἀδιάδοχος>
- ὁ ἔχων τι ἕως τέλους (Greg. Naz. or. 36,609B)
- *<ἀδιαίρετον>
- ἀχώριστον, ἄτμητον vg
- <ἀδιάκριτον>
- μὴ ἔχοντα διάκρισιν
- *<ἀδιάκριτος>
- ἀδιαχώριστος Ab
- *<ἀδιάλλακτος>
- ἀφιλίωτος (Dem. 24,8 ..) A
- *<ἀδιαλώβητον>
- ἀβλαβές vAP
- †<ἄδιαν ὁδόν>
- μακρὰν (β 272) †εὐκαιρίαν
- <ἀδιακόντιστον>
- ἀναίσθητον. ἄτρωτον
- <ἀδίαντον>
- ξηρόν, ἄβροχον. ἢ φυτὸν καλούμενον πολύτριχον
- *<ἀδιαπλήτως>
- ἀπλησιάστως Ab
- *<ἀδιάρθρωτον>
- ἄσημον vgb ἀνάρμοστον
- <ἀδίας>
- ἐσχάρα, βωμός
- *<ἀδιασπάστως>
- ἀχωρίστως (Awhp)
- *<ἀδιαστάτως>
- χωρὶς διαστάσεως A(vg)
- *<ἀδιαφορίας>
- ἀμελείας (v)A(b)
- *<ἀδιάφορον>
- ἀδιάκριτον pw
- <ἀδιατάκτῳ>
- ἐν μηδενὶ τεταγμένῳ μέρει
- *<ἀδιαφόρου>
- ἀμελοῦς A
- <ἀδιγόρ>
- τρωξαλλίς, ὑπὸ Σκυθῶν
- †<ἀδίακελεύθω>
- ἀηδείᾳ
- <ἀδιίκελον>
- ἐμπρεπές
- a) [<ἀδίεπον>
- ἄναρχον] b) <ἀδιερεύνητον πέλαγος>· ... (Pl. Tim. 25d)
- <ἀδικίου>
- εἶδος δίκης Ἀθήνῃσιν
- <Ἄδικος>
- Ἀφροδίτης <ὄνομα> ἐν Λιβύῃ
- <ἀδίκους>
- τοὺς ἄνευ βλάβης [ἀδίκους]
- <ἁδινά>
- τὰ τῷ ὄγκῳ μὴ μεγάλα (Β 87 ..)
- *<ἁδινάων>
- ἀθρόων (Β 87 ..) n ἁπαλῶν (ψ 326)
- *<ἁδινὸν κῆρ>
- πυκνὴν ψυχήν (Π 481) w ἢ τὴν συνεχῶς λυπου- μένην
- *<ἁδινόν>
- οἰκτρόν. γοερόν (Σ 124) λεπτόν (κ 413) vPn
- <ἁδινοῖο γόοιο>
- τοῦ ἀθρόως ἐκχεομένου (Σ 316) [ἤγουν σφατ- τομένου]
- <ἅδιξις>
- ὁμολογία, παρὰ Ταραντίνοις
- *<>αδιον>
- κάταντες, [πλάγιον, ἀνώμαλον (Vind. 212)
- <ἀδίοπον>
- ἄναρχον, καὶ ἀφύλακτον. Αἰσχύλος Φρυξί (fr. 269) δίοποι γὰρ οἱ τῆς νεὼς φύλακες
- *<ἀδιόριστον>
- ἀχώριστον b ἀναμίξ Ah
- <ἄδισκον>
- κυκεῶνα. Μακεδόνες
- †<ἄδις>
- ὡς Ἀπίων, ἀθρόοι (Β 90 ..) [ἢ ἐσχάρα]
- [<ἄδισμα> καὶ <ἄδμα>
- ψήφισμα, καὶ δόγμα]
- <ἀδίστονον>
- οἰκτρὸν στένοντα
- <ἀδμαίνειν>
- ὑγιαίνειν. ζῆν
- †<ἀδμηλοῖ>
- ἀφανίζει
- *<ἀδμής>
- ἀδάμαστος Ab, παρθένος (ζ 109)
- *<ἀδμήτην>
- ἀδάμαστον (Κ 293) vS
- <Ἀδμήτου λόγον>
- σκολιόν (Ar. Vesp. 1238)
- <Ἀδμήτου κόρη>
- Ἑκάτη· τινὲς δὲ τὴν Βενδῖν
- <Ἀδμήτου μέλος>
- τὸ εἰς Ἄδμητον ἀιδόμενον σκολιόν
- <ἀδμωλή>
- ἀπορία. ὀλιγωρία. ἄγνοια. ἡσυχία (Callim. fr. 717)
- †<ἀδρεῖτο>
- ἐβαρύνετο
- <ἁδνόν>
- ἁγνόν Κρῆτες
- <ἀδοκεί>
- ἀδοκήτως διακείμενος
- <ἀδόκητον>
- αἰφνίδιον
- <ἀδοκία>
- ἀπροσδοκία
- *<ἀδόκιμον>
- πονηρόν, ἀπόβλητον, ἄχρηστον (Rom. 1,28 ..) vgpw
- <ἀδολεσχεῖ>
- *φλυαρεῖ vgAb μακρολογεῖ
- [<ἀδολές>
- ὑγιές]
- *<ἁδονάν>
- ἡδονήν (Eur. Phoen. 314 ..) AP(b)
- *<ἀδωναῖος>
- <ὁ> ὑπὸ τὸν ᾅδην gPn
- *<ἀδόνητος>
- ἀσάλευτος (vgAP)b
- <ἄδοξα>
- παράδοξα, καὶ <ἃ> οὐκ ἄν τις ἐδόξασεν. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 68)
- <ἀδόξαστον>
- ἀνέλπιστον. Σοφοκλῆς Εὐρυσάκει (fr. 204)
- *<ἄδορον>
- οὐ δεδαρμένον bΣ
- <ἄδοροι>
- ἀσκοί, κώρυκοι (b), θύλακοι (Antim. fr. 109 W)
- <αδος κόρος> r. An πλησμονή (Λ 88)r ‖ παρὰ Δεινολόχῳ ὄξος (fr. ii) οἱ δὲ κάματον
- <ἁδόσιον>
- ἄκαυτον. ἢ ὁμολογούμενον. ἢ †ἀδιαίρετον
- <ἁδοσύνα>
- ἡδονή
- †<ἀδοτοῦσα>
- ἄκουσα
- <ἁδουσιασάμενοι>
- διελόμενοι, ὁμολογησάμενοι
- <ἀδουσίη>
- †ἀνελωσίη. ἢ ἀναγκαία ἐπαφῆς ἡμέρα.
- <ἁδούσιον>
- ἐραστόν. σύμφωνον
- <ἀδούλευτος>
- οἰκέτης ἑνὶ δεδουλευκὼς καὶ μὴ παλίμπρατος (Hyperid. ap. Ph.)
- <ἀδούπητοι>
- ἀπρόσκοποι
- <ἄδραια>
- αἰθρία Μακεδόνες
- [<ἄδραια>
- ἄπρακτον. οὐκ ἐδίδρασκον]
- <ἀδρακές>
- ἀόρατον
- <ἀδρακής>
- [ὀλίγον] τυφλή. καὶ ἀδερκής
- *†<ἀδράκις>
- ὀλιγάκις A [τυφλή]
- *†<ἄδρακον>
- ἴδιον (v)A
- <Ἀδραμών>
- ὁ Ἕρμων παρὰ Λυδοῖς. καὶ Ἀδραμύτειον <ἀπὸ> Ἕρμωνος
- <ἀδρανέοντος>
- ἀσθενοῦντος (pw)
- *<Ἀδράστεια>
- ἡ Νέμεσις, ἣν οὐκ ἄν τις ἀποδράσειεν (Eur. Rhes. 342) Σ
- *<ἀδρανές>
- ἀσθενές vgAPpw
- *<Ἀδραστεῖον>
- πρῶτος <Ἄδραστος> ἱερὸν Νεμέσεως ἱδρύσατο Ab
- <ἄδραστον>
- ἄπρακτον, ὃ οὐκ ἄν τις πράξειεν (Hermipp. fr. 3 D.)
- <Ἀδράστου δρῦς>
- τόπος παρὰ Γρανικόν
- <ἁδράφαξυς>
- λάχανον ἄγριον (Pherecr. fr. 75?)
- <ἁδρεῖν>
- αὔξεσθαι φυτόν
- <ἀδρέπανον>
- ἄδρεπτον. θεοῖς ἀνακείμενον. Σοφοκλῆς (fr. 891)
- <Ἀδρήστεια>
- ὄνομα πόλεως παρὰ τὸν Ἑλλήσποντον (Β 828) (v)
- *<Ἀδρηστίνη>
- τοῦ Ἀδράστου θυγάτηρ (Ε 412) n
- <ἀδρί>
- ἀνδρί. Παμφύλιοι
- <Ἀδριανοί>
- Κελτοί, οἱ παρὰ τὴν Ἀδρίαν περίοικοι (Aesch. fr. 71)
- *<ἁδροί>
- πλούσιοι (Iob 29,9) vgA
- *<ἁδρόν>
- μέγα. δαψιλές. Σ παχύ
- <ἁδρός>
- πολύς. *μέγας (w) πλούσιος p(w) παχύς ( Ierem. 5,5?) (w)
- <ἁδρόχωροι>
- οἱ ἁδρὰς ἔχοντες χώρας
- *<ἁδρότερον>
- μεῖζον Ab εὐτραφέστερον
- *<ἁδρότης>
- δύναμις. μέγεθος (2. Cor. 8,20) A
- *<ἁδρυνθέντος>
- μεγαλυνθέντος (Exod. 2,10) vA
- <ἄδρυα>
- οἱ στῦλοι ἀρότρου, δι' ὧν ὁ ἱστοβοεὺς ἁρμόζεται
- <αδρυα>
- πλοῖα μονόξυλα. Κύπριοι. λέγονται δὲ καὶ οἱ ἐν τῷ ἀρότρῳ στῦλοι. Σικελοὶ δὲ ἄδρυα λέγουσι τὰ μῆλα. παρὰ δὲ Ἀττικοῖς ἀκρόδρυα
- <ἀδρύμακτον>
- καθαρόν (Com. ad.)
- <ἁδρύνεσθαι>
- αὔξεσθαι τοὺς στάχυας
- <ἀδρύφακτον>
- ἄνευ δικαστηρίου. ἢ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον
- (*)<ἁδρῷ>
- μεγάλῳ
- <ἁδρωμένον>
- ηὐξημένον
- <ἁδύθεμον>
- ὄξος
- <ἀδύνατοι>
- οἱ ἐντὸς κεκτημένοι τριῶν <μνῶν> παρὰ Ἀττικοῖς. ἐλάμβανον δὲ παρὰ τῆς βουλῆς δύο ὀβολούς (Aeschin. 1,103)
- <ἀδύνατον>
- †ἄμωμον. ἄπρακτον (Eur. Or. 665)
- <ἁδύπνοον>
- πρόβατον <μήπω> γεγευμένον πόας p
- <ἄδυτα>
- ἄβατα, ἀπέραντα
- *<ἄδυτον>
- σπήλαιον ἢ τὸ ἀπόκρυφον μέρος τοῦ ἱεροῦ vgA
- *<ἀδύτων>
- ἀσύλων, ἐνδοτάτων <τόπων> (Eur. Andr. 1147) A
- <ἀδῶ>
- ἀρέσκω
- <Ἄδωνα>
- τὸν Ἄδωνιν
- <Ἀδωναῖος>
- Ποσειδῶν. καὶ βόλος. [*ἢ ὑπὸ τὸν ᾅδην]
- <ἀδωνηίς>
- ἡ χελιδών. καὶ ἡ θριδακίνη (Callim. fr. 478?)
- <ἀδωνιασμός>
- ὁ ἐπὶ τῷ Ἀδώνιδι θρῆνος (Ar. Lys. 389)
- <ἀδώνιον>
- τὸ παρὰ τοῖς Λάκωσιν αὐληθὲν ἐμβατήριον, ὅπερ ὕστερον παρὰ Λεσβίοις ὠνομάσθη ...
- <ἄδωνις>
- ἰχθὺς θαλάσσιος p οὗ μνημονεύει Κλέαρχος (fr. 73 M). ἢ δεσπότας, ὑπὸ Φοινίκων. καὶ βόλου ὄνομα. ἔστι δὲ καὶ κύριον
- <Ἀδωνίτης>
- ἔριφος p
- <Ἀδώνιδος κῆποι>
- ἐν τοῖς Ἀδωνίοις εἴδωλα ἐξάγουσιν καὶ κήπους ἐπ' ὀστράκων καὶ παντοδαπὴν ὀπώραν, οἷον ἐκ μαράθρων καὶ θριδάκων παρασκευάζουσιν αὐτῷ τοὺς κήπους· καὶ γὰρ ἐν θριδακίναις αὐτὸν κατακλινθῆναι ὑπὸ Ἀφροδίτης φασίν (Plat. Phaedr. 276 b?)
- †<ἀδωπῷ>
- ἱερῷ (p?) (α 443?)
- *<ἀδωροδόκητος>
- ἀδωρόληπτος (Dem. 19,27) (Aw)
- <ἀδωρότατος>
- ὁ μηδ' ὅλως μεταδιδούς τι. ἢ ἀδωροδόκητος (Thuc. 2,65,8)
- <ἁδώσια>
- ἱερά τινα
- <ἁδωσίτας>
- κριτής καὶ ὁ μεσίτης
- <ἄε>
- ἐπὶ τοῦ ἀεί, ἕως
- [<ἄει>
- ζήτει]
- †<ἄεδνον>
- ἄφερνον. ἢ πολύφερνον
- <ἄεδνος>
- δεινός
- <ἀέδοντα>
- ἀρέσκοντα
- *<ἄεθλα>
- ἔπαθλα A ἀγῶνας (Λ 700)
- <ἀεί>
- ἀντὶ τοῦ ἕως Φρύνιχος Κόννῳ (fr. 7) καὶ Εὐριπίδης Μηδείᾳ (670)· ἄπαις γὰρ δεῦρο ἀεὶ τείνεις βίον
- <ἄεθλον>
- ἔπαθλον (Χ 161 ..)
- *<ἀέθλεον>
- ἐμόχθουν. ἠγωνίζοντο (Hdt. 1,67,1 ..)Σ
- *<ἀεθλεύων>
- ἀγωνιζόμενος (Ω 734?) vgA
- *<ἀεθλοσύνης>
- ἀγωνίας (g) Ab
- *<ἀεθλοφόρους>
- ἀγωνιστάς (Ι 124) vgApw
- *<ἀέθλῳ>
- ἐπάθλῳ (λ 548) gAn
- *<αει>
- ἀκούει. ἢ A διαπαντός vAb
- *<ἀεὶ βλύων>
- ἐπιῤῥέων A
- *<ἀειγενετάων>
- διαπαντὸς ὄντων (Β 400) Ab
- *<ἄειδε>
- ᾆδε καὶ λέγε (Α 1 ..) vgAb
- *<ἄειδε δ' ἄρα>
- ᾖδε δή, ᾠδὴν ἔλεγεν (Ι 189) An
- *<ἀειδές>
- ἀφανές (vn.) ἄμορφον (v)n, αἰσχρόν
- <ἀείδειν>
- μετ' ᾠδῆς λέγειν (α 155 ..)
- *<ἀειδινήτοις>
- ἀεὶ στρεφομένοις An
- *<ἄειδον>
- ᾖδον (Α 604) b
- *<ἀειδίης>
- ἀεὶ οὔσης Ab
- *<ἀείδοντες>
- ᾄδοντες (Α 473? Eur. Hipp. 58?) np
- *<ἀείδων>
- ἄιδων (Ι 191 ..)
- †<ἀειδέμα>
- λαμπρά
- *<ἀειδέλιος>
- κατάρατος A δεινός (ν 402)
- *<ἀειδής>
- ὁ †μηδέπω εἰδής (Voss. 63)
- [<ἀείδιον>
- ἀένναον, ἀεὶ ὄν]
- <ἀειεστώ>
- τὴν αἰώνιον οὐσίαν, ἢ ἀϊδιότητα (Antiph. soph. fr. 22 D.)
- <ἀείζων>
- φυτὸν ἀειθαλές (Aesch. fr. 28)
- *<ἀειθαλής>
- ἐσαεὶ θάλλων A(b)
- *<ἀειθαλές>
- τὸ βραβεῖον τῆς νίκης A ἀεὶ θάλλον vgAP
- <ἀεικάς>
- μάχας, ὁρμάς. ἢ βολὰς τόξων (Ο 709)
- <ἀεικέα>
- *ἀπρεπῆ n ἀθεράπευτα (δ 533 ..)
- <ἀεικέλιον>
- ἀνόμοιον. *σκληρόν v κακόν (ω 228)
- <ἀεικελίῃσιν>
- ἀπρεπέσιν. χαλεπαῖς (δ 244)
- *<ἀεικελίους>
- ταλαιπώρους. εὐτελεῖς, οὐδενὸς ἀξίους vgA
- a) *<ἀεικές>
- ἀπρεπές (Ι 70) Ab b) <<ἀίεις>>· ἀκούεις p Κύπριοι
- <ἀεικές>
- κακόν. σκληρόν. ἀπρεπές. εὐκαταφρόνητον. ἀπεοικός (Τ 124)
- <ἀεικία>
- ἀτυχία. κόλασις. κακία. ὕβρις. αἰκισμός. ἁμαρτία. κάκωσις. λύμη
- <ἀεικίζει>
- ἀπολλύει, φθείρει. αἰκίζεται, [ὑβρίζει (b) κολάζει (Ω 54)
- *<ἀεικέστερα>
- ἀπεοικότα Ab
- <ἀεικίζουσιν>
- ἐνυβρίζουσιν
- *<ἀεικίσωσιν>
- ὑβρίσωσιν ἢ ἀποδύσωσιν (Π 545) A
- <ἀεικόρσωτοι>
- ἄκαρτοι
- <ἀεὶ κορσώσασθαι>
- κεῖραι κεφαλήν
- *<ἀεικῶς>
- ἀπρεπῶς gn χαλεπῶς
- <ἄειλα πεδία>
- ἀνήλια. Εἵλη γὰρ τοῦ ἡλίου αὐγή (Aesch. fr. 334)
- <ἀειλογία>
- *πολυλογία vAPb τὸ ἑκάστοτε διδόναι λόγον καὶ ἀπολογίαν (Dem. 19,2 ..)
- *<ἀειλογεῖς>
- ἀεὶ λαλεῖς Ab ἀεὶ προφέρεις A
- <ἀείλη>
- πνοή
- [<ἀήμεναι>
- πνεῦσαι]
- <ἄειν>
- πνεῖν
- *<ἀείνων>
- ἀένναον PbΣ
- <ἀειναῦται>
- ἀρχῆς ὄνομα παρὰ Μιλησίοις
- †<ἀεινέους>
- οὐ προσηνεῖς, βλαβερούς
- <ἀεινεφὴς τύφλωσις>
- p (trag. ad.?) ...
- [<ἀείνη>
- δένδρον μεγαφόρον. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ δεῖνες]
- <ἀείοις>
- ἀκούοις
- †<ἀειπῶν>
- φίλησον, τοῖς βρέφεσι <λέγουσι> Λάκωνες
- *<ἀεῖραι>
- βαστάσαι, ἆραι (Θ 424) vgA
- *<ἀείραιεν>
- ἐγείραιεν A
- *<ἀειραμένην>
- διεγειρομένην A
- <ἀειράμενον>
- διεγειρόμενον
- *<ἀείρας>
- ἐγείρας. ἄρας. κουφίσας (Η 268 ..) A
- *<ἄειρε>
- φέρε, πρόσφερε· APb Μή μοι οἶνον ἄειρε (Ζ 264)
- <ἀείρειν>
- προσφέρειν (Eur. Rhes. 25)
- *†<ἀείροις>
- ἀπείροις A(b)
- *<ἀείρυτον>
- ἀεὶ ῥέον vgA
- <ἀείρομαι>
- ἄνω αἴρομαι. Σοφοκλῆς Τραχινίαις (216)
- *<ἀειρομένας>
- περιερχομένης (Eur. Alc. 450) Ab
- *<ἀειρόμενος>
- ἐπαιρόμενος (Φ 307?) vgAb
- †<ἀείριδας>
- κύκλους τοῦ ὅρμου
- *<ἄειρον>
- ἄῤῥητον A ἀπαραίτητον. ἐπὶ κακῷ ὠνομασμένον (σ 73)
- <ἄειρος>
- δυστυχής
- <ἀείρων>
- κουφίζων (λ 423) (phb)
- <ἀείρω>
- ἄνω ὠθῶ
- *†<ἄεις τὴν γνάθον> A
- *<ἄεισεν>
- ᾖσεν (φ 411) A
- [<ἀεῖσσον>
- ἆσσον, ἐγγύς]
- <ἀείσιτος>
- ὁ ἐφ' ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ Πρυτανείῳ δειπνῶν
- *<ἀείστορες>
- ἄπειροι (Eur. Andr. 682) A
- *<ἀείσω>
- ᾄσω P ὑμνήσω
- <ἀεκαζομέν>
- μὴ βουλομένη (Ζ 458)
- <ἀεκαζόμενος>
- ἄκων καὶ μὴ βουλόμενος. [ἀναγκαζόμενος (n) ἀνιώμενος (σ 135)
- <ἀεκήλια>
- ἀκούσια. χαλεπά, [ἃ οὐκ ἄν τις ἑκὼν πάθοι b βέλτιον δ' ἄν τις ἀποδοίη τὰ τεταραγμένα καὶ οὐκ εἰρηνικά, κατὰ στέρησιν τῆς ἡσυχίας καὶ εἰρήνης (Σ 77)
- *<ἀέκητι>
- ἀβουλίᾳ w παρὰ γνώμην (α 79 ..) b
- *<ἀέκοντα νέεσθαι>
- μὴ θέλοντα ἀναχωρῆσαι (Σ 240) A
- *<ἀέκοντος>
- ἄκοντος, μὴ βουλομένου (Α 301) gAPb
- *<ἀέκων>
- ἄκων, μὴ θέλων A
- <ἄειται>
- ὑμνεῖται
- †<ἄειτον>
- ταχύ
- <ἀειφόρος>
- ἀειθαλής. Σοφοκλῆς Τηλέφῳ (fr. 522)
- <ἀείφρουρος>
- ἀεὶ διαμένων, (Cratin. fr. 98,7?) ἀειθαλής
- <ἀειφυγία>
- τὸ εἰς ἀεὶ φυγαδεύεσθαι (Σ)
- <ἀείχρηστος>
- οἶνος
- a) <ἀελλής>
- ... (Γ 13) b) <<ἀέ>κασσα>· ἄκουσα
- <ἀεκασσεῖ>
- στερεῖται
- <ἀέκητι>
- ἀκουσιότητι (Μ 8)
- *<ἄελλαι>
- ἄνεμοι, πνοαί (Β 293 ..) vgb
- *<ἀέλλης>
- συστροφῆς ἀνέμου A(b)
- †<ἀελλήσας>
- κακοπαθήσας
- [<ἀελλάων>
- ταχέων]
- †<ἄελον>
- ἕωλον. Κρῆτες
- <ἀέλιοι>
- οἱ ἀδελφὰς γυναῖκας ἐσχηκότες, ἤγουν σύγγαμβροι
- <ἄελθρος>
- νοσώδης
- <ἄελλα>
- συστροφὴ ἀνέμου, καὶ κονιορτός, ἀπὸ <τοῦ> ἄειν ὅ ἐστι πνεῖν (Π 374)
- *<ἀελλόπους>
- ταχύπους (Θ 409 ..) gwh
- <ἀελλάδων ἵππων>
- ταχέων. Σοφοκλῆς Οἰδίποδι Τυράννῳ (466)
- <ἀελλόπος Ἶρις>
- ἡ ταχύπους. ἀφ' οὗ καὶ ποδήνεμος (Θ 409)
- <ἀελλές>
- ἀθρόον, καὶ ὁμόσε
- <ἀελλῇσι>
- πετομέναις
- <ἀελλῇσι θυμοῖς>
- ἀνυποστόλοις μετὰ παῤῥησίας
- †<ἀελίς>
- τάλαινα [<ἀθλία>]
- [<ἀελίσποντες>
- οὐκ ἐλπίζοντες]
- <ἀελλόθριξ>
- ποικιλόθριξ. ἢ †πυρεωροὺς καὶ συνεχεῖς ἔχουσα τὰς τρίχας. παρὰ τὴν ἄελλαν. Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (fr. 270)
- <ἀελλός>
- μαινόμενος. καὶ ὄρνεόν τι
- *<ἀελπτέοντες>
- μὴ ἐλπίζοντες (Hdt. 7,168,2) An
- *<ἄελπτον>
- ἀνέλπιστον, ἀπροσδόκητον vg δεινόν. [αἰφνίδιον (Eur. Or. 879) Ap
- <ἄεπτοι>
- δεινοί. καὶ ἄαπτοι. Αἰσχύλος Πρωτεῖ (fr. 213)
- <ἀελπέα>
- ἀνέλπιστον (ε 408)
- *<ἀελλεῖ>
- φιλεῖ. κολακεύει A
- <ἀελλῶν>
- στρέφων, ὀπτῶν, ποικίλλων
- †<ἀελπάρεα>
- δεινά
- *<ἀελλῶδες>
- μετὰ ἀνέμου ὀμιχλώδους Ab
- <ἄεμμα>
- τόξον (Callim. h. 2,33 ..). ἱμάτιον
- *>α <ἔμπεδον>
- βέβαιον (Greg. Naz. c. 1,1,5,37)
- <ἄεν>
- ἔπνει
- <ἀεννάασθαι>
- καταντλεῖσθαι
- <ἀεννάοντα>
- ἀεὶ ῥέοντα (ν 109)
- *<ἀένναος>
- διαρκὴς ἀεί. ἢ ἀεὶ θάλλων (Eur. Or. 1299? Iob 19,25?) A
- <ἄεν ἀήτας>
- ἔπνει
- *<ἀεννάου>
- ἀεὶ οὔσης. ἀεὶ ῥεούσης (Hes. op. 595) Ab
- *<ἀέντες>
- πνέοντες (Ε 526) n
- <ἀέντιον>
- Αἰγύπτιον σμυρνίον
- <ἀέξειν>
- αὔξειν (Μ 214)
- *<ἀέξετο>
- ηὐξάνετο (κ 93 ..) An
- *<ἀέξων>
- αὔξων (Ρ 139) An [ἢ ἔχων n]
- †<ἀέοισι>
- κομίταις
- <ἀεπάσιον>
- ἀσμένως χαίροντα (ε 397)
- *†<ἄεπται>
- ἀκούεται (A)
- *<ἄεπτον>
- ἰσχυρόν w ἀοίκητον
- <ἀεργηκότες>
- ἀργοί, ἀναπαυόμενοι
- <ἀεργηλόν>
- ἀργόν (Lyr. ad. 92?)
- †<ἀέργυγον>
- καθέδραν. οἱ δὲ †τάγηνα
- <ἀέρδην>
- ἄνω. ἢ φοράδην (Aesch. Ag. 324?)
- <ἀεργός>
- *ἀργός (Ι 320) vgn ἢ κακοῦργος (Theocr. 15,50)
- <ἀερέθονται>
- αἰωροῦνται, κρέμανται (Γ 108)
- <ἀερήϊον>
- ἀμέτρητον. πολύ, ἀερῶδες
- †<ἀέρῃς>
- ἄρῃς, βαστάσῃς
- *<ἀερθείς>
- μετεωρισθείς (θ 375) vgA
- *<ἄερθεν>
- ἤρθησαν Pn ἀνέστησαν, ὥρμησαν (Θ 74) Ap
- *<ἀέρθη>
- ἐπήρθη (τ 540) An
- <ἀερία>
- ὀμίχλη, παρὰ Αἰτωλοῖς. Θάσον τε τὴν νῆσον, καὶ Αἴγυπτον, καὶ Λιβύην, καὶ Κρήτην, καὶ Σικελίαν, καὶ Αἰθιοπίαν, καὶ Κύπρον οὕτως ἐκάλουν
- <ἀερίδες>
- μέλισσαι
- <ἄερκτον>
- οὐ περιειργόμενον (Lys. 7,28)
- *<ἀεροβατεῖν>
- εἰς τὸν ἀέρα περιπατεῖν (Pl. Ap. 19 c) vgA
- <ἀερόεν>
- μέλαν. βαθύ. μέγα
- <ἀέρον>
- ἀπεδερμάτουν (τ 421)
- †<ἀέρος εἶδος>
- ἰός, καὶ ὄροβοι
- <ἀερωδέστερα>
- ἀφανέστερα
- <ἀεροκέλαδοι πιτυοκάμπται>
- ... (lyr. ad.?)
- <ἀερολέσχης>
- ὑψηλὸς ἐν τῷ λέγειν, κομπηγόρος
- <Ἀέροπες>
- ἔθνος, Τροιζῆνα κατοικοῦντες. καὶ ἐν Μακεδονίᾳ γένος τι. καὶ ὄρνεά τινα
- †<ἀεροπός>
- κοχλίας
- [*<ἀερός>
- ἀναιδής w]
- †<ἀεροβλεῖ>
- τείνει
- <ἀέρσαν>
- τὴν δρόσον. Κρῆτες
- <ἀερσίποδες>
- ταχύποδες, ἐλαφρόποδες (Γ 327 ..)
- *<ἀερσίπους>
- ταχύπους p
- [<ἀεστητόν>
- αὔριον. Βοιωτοί]
- <ἀέσαι>
- [ἀῆσαι] κοιμηθῆναι κατὰ στέρησιν τοῦ ἕσαι, ὅ ἐστιν ὁρμῆσαι (ο 40) N
- <ἀέσαμεν>
- ἐκοιμήθημεν (γ 151)
- *<ἀεσίφρων>
- ματαιόφρων An, ὁ κούφας ἔχων τὰς φρένας (Υ 183) AP
- <ἀεσιφροσύνῃσιν>
- ἀνοίαις (ο 470)
- <ἀεσίμαινα>
- ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινομένη. θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον
- *<ἄεσις>
- πόνος Ab βλάβη A
- <ἀέσκοντο>
- ἀνεπαύοντο, ἐκοιμῶντο
- †<ἄεται>
- πόλις
- <ἀέτας>
- πόρπας, περόνας
- <ἄετε>
- ἀκούσατε
- <ἁέτεα>
- τὰ τῷ αὐτῷ ἔτει γεννώμενα
- †<ἀετῆσαι>
- στερῆσαι p
- <ἄετο>
- ἐσίετο. διέπνει (Φ 386)
- <ἄετμα>
- φλόξ
- <ἀετμόν>
- τὸ πνεῦμα
- <ἀετόνυχες>
- βοτάνη
- <ἀετός>
- τοῦ τροχοῦ τὸ κατὰ τὴν κνήμην ἑκάστην σιδήριον. καὶ κυμάτιον τὸ ἐν τοῖς γείσοις. καὶ βοτάνη τις ἐν Λιβύῃ φυομένη
- ἀετώσιον
- λύπῃ μεμιγμένον (Ibyc. fr. 51)
- *<ἀευγαλέοισι>
- χαλεποῖς, δεινοῖς (ο 399) A
- <ἀεφανέων>
- λαμπρῶν
- <ἀεχῆνες>
- πένητες p
- †<ἀέχοντο>
- ὥρμων
- <ἄζα>
- ἄσβολος. κόνις. παλαιότης. κόπρος ἐν ἀγγείῳ ὑπομείνασα
- *<ἀζαλαί>
- νέαι καὶ ἁπαλαί (λ 39) vA
- <ἀζαλής>
- νήνεμος, [γαληνός p
- <ἀζαές>
- πολύπνουν p καὶ ὀλιγόπνουν
- *<ἀζαλέας>
- ξηράς (Λ 494) vAn
- *<ἀζαλέην>
- ξηράν (Η 239) P
- <ἀζαλέον>
- ἄγαν ζέον, θερμόν, ἢ ξηρόν
- <ἀζαλέοιο>
- ξηροῦ (Υ 491)
- <ἀζάνθη>
- ἐξηράνθη A
- [<ἀζάπα>
- πτησάνη p]
- <ἀζαραπατεῖς>
- οἱ εἰσαγγελεῖς παρὰ Πέρσαις
- <ἀζάτη>
- ἐλευθερία
- [<ἀζαυτός>
- παλαιστής καὶ κόνις]
- *<ἀζαχῆ>
- οἱ μὲν σκληρὰ καὶ χαλεπά, παρὰ τὸ ἀζαλέον. οἱ δὲ ἀδιάλειπτον (A)
- <ἄζειν>
- στενάζειν (Soph. fr. 893) ἢ ἐκπνεῖν διὰ στόματος (Nicoch. com. fr. 18, I 774)
- †<ἀζηνοί>
- κύκνοι, ταῖς πτέρυξιν <ἐν>απολαμβάνοντες ἀέρα
- <ἀζειρεῖ>
- ξηραίνει, ἀζαίνει
- <ἄζειρον>
- ἀποίκιλτον pc
- <ἄζερος>
- ἀγαθός p
- <ἀζείρου>
- ἀζώστου. ἢ πολυζώστου
- <ἀζένα>
- πώγωνα (b) Φρύγες
- <ἄζενον>
- γενειῶντα
- <ἄζετον>
- πιστόν. Σικελοί
- *<ἅζεο>
- ἐντρέπου vgAb σέβου, εὐλαβοῦ
- <Ἀζειῶται>
- ἔθνος b τῆς Τρῳάδος. Σοφοκλῆς Συνδείπνοις (fr. 146)
- *<ἅζεο>
- [ἀζέω] ἐντρέπου An αἰσχύνου (Ε 830) A
- *<ἅζεσθαι>
- σέβεσθαι ( A 21 ..) A
- *<ἀζέσιμοι>
- κύκνοι ταῖς πτέρυξιν ἐναπολαμβάνοντες (Hes. scut. 316?) Ap
- <ἅζετο>
- *ἐνετρέπετο (Ε 434)n ἐξηραίνετο, ψιλῶς, ὡς· Ἡ μέν τ' ἀζομένη κεῖται ποταμοῖο παρ' ὄχθας (Δ 487) καὶ· καταζήνασκε <δὲ> δαίμων (λ 587). δασέως δὲ ἁγιάζεται, καὶ ἅγιον ἡγεῖτο, καὶ ἐσέβετο· Ἀλλὰ γὰρ οὐ<δὲ> θεὸν μέγαν ἅζετο (Ε 434)
- [*<ἀζεχές>
- ἀδιάλειπτον vgAn]
- [*<ἀζεχής>
- οἱ μὲν σκληρός, καὶ χαλεπότητος (Ρ 741) An]
- <Ἀζείδαο>
- Ἀζέως παιδός (Β 513) n
- <ἄζη>
- ξηρασία d κονιορτός. εὐρώς (χ 184)
- †<ἀζάια>
- φθονερά
- *<ἄζηλοι>
- ἄτιμοι vgA ἀμίμητοι
- <ἄζιμοι>
- πνοαί ...
- <Ἀζηνιά>
- δῆμος Ἱπποθοωντίδος φυλῆς
- a) <ἀζηρίς>
- τοῦ ἁρματίου ξύλον κεκαμμένον b) <Ἀζησία>· ἡ Δημήτηρ. ἀπὸ τοῦ ἀζαίνειν τοὺς καρπούς (Soph. fr. 894)
- <ἀζῆται>
- οἱ ἐγγύτατοι τοῦ βασιλέως
- <>αζήνασκε>
- ἐξήρανεν (λ 587)
- *<ἀζηχές>
- διηνεκές, [ἀδιάλειπτον vgA μεγαλόφωνον. [ἰσχυρόν (63) A
- [<ἄζημοι>
- πνοαί]
- †<ἀζήωρα>
- ταχέα. πυκνά
- *<ἅζομαι>
- αἰσχύνομαι (Ζ 267? Eur. Alc. 326?) vgA
- <ἀζοίμην>
- ἀγανακτοῖμι. Εὐριπίδης Δίκτυϊ (fr. 348)
- *<ἀζομένη>
- ξηραινομένη (Δ 487) n [ἐντρεπομένη]
- *<ἁζόμενοι>
- σεβόμενοι, <ἐντρεπόμενοι> (Α 21) (n)
- †<ἄζον>
- μέλαν ἢ ξηρόν b
- [<ἄζοξ>
- ὕλη]
- <ἀζυγέα>
- ἄζευκτον. Ἀρχίλοχος (fr. 157)
- *<ἄζυγες>
- ἄζευκτοι, μονάζοντες (Eur. Hipp. 1425 ..) vgAn
- <ἄζυμα>
- τὰ ἄνευ παλαιᾶς ζύμης, ὃ καλεῖται προζύμιον
- <ἄζω>
- ξηραίνω
- <ἀζωλεῖ>
- ἀγανακτεῖ pc
- <ἄζωπες>
- αἱ ξηραὶ ἐκ τῆς θεωρίας
- <ἄζωρος>
- ὁ εὔκρατος οἶνος n καὶ ὁ κυβερνήτης τῆς Ἀργοῦς
- <ἄζωστος>
- ἀθώραξ, ἄνοπλος, ἄστολος (Hes. op. 345)
- <ἀζῶτες>
- οἱ μὴ εἰς τὰ συνεστῶτα παρόντες
- <ἄζωτον>
- ἀβίωτον p
- <Ἄζωτος>
- ἔθνος Συρίας καὶ πόλις (Hdt. 2,157)
- <ἄη>
- ἔπνει, ἐφύσα (μ 325 ..)
- †<ἄγκε>
- ἤγαγεν
- <ἀήδα>
- λείαν, λάφυρα
- <ἀηδέομεν>
- κοπιῶμεν
- *<ἀηδές>
- στυγνόν. λυπηρόν vgAPb
- <ἀηδής>
- κοπιώδης. ὀχληρός p
- <ἀηδῆσαι>
- κοπιᾶσαι b καμεῖν
- *<ἀηδόνα>
- ᾠδὴν <καὶ γλωσσίδα μετ>αφορικῶς, οἱ δὲ ἀηδ<όνα> A
- *<ἀηδών>
- εἶδος πετεινοῦ APn
- <ἀηδόνα>
- γλωσσίδα μεταφορικῶς. Εὐριπίδης Οἰδίποδι (fr. 556) καὶ τοὺς αὐλοὺς δὲ <λωτίνας ἀηδόνας> (fr. 931) που ἔφη
- †<ἀηδονίς>
- τόπος ἔνθα ᾖδον καὶ ἐργαστήριον
- <ἀηδόνιος>
- ἐπὶ μὲν ὕπνου τὸ ἐλάχιστον (Nicoch. com. fr. 16, I 773)· ἐπὶ δὲ λύπης τὸ σφοδρότατον (Aesch. fr. 291)
- <<ἀηδονιδεύς>·> ἀηδόνος νεοσσός. [καὶ τὸ τῆς γυναικὸς αἰδοῖον, παρὰ Ἀρχιλόχῳ (fr. 156)]
- <Ἀηδών>
- ἡ Ἀθηνᾶ, παρὰ Παμφυλίοις
- †<ἀημητον>
- συσπαστὸν ἐγχειρίδιον, παρὰ Ταραντίνοις Ap
- <ἀηθεῖν>
- μὴ εἰθίσθαι. μὴ νοεῖν
- <ἀήθεσσον>
- ἀσυνήθεις ἦσαν (Κ 493)
- *<ἀήθης>
- ἄγριος. ἀτριβής vg
- <ἄημα>
- *πνεῦμα vgb φύσημα (Soph. Ai. 674)
- *<ἀήμεναι>
- πνεῦσαι n πνεῖν (γ 176)
- <ἀήμενοι>
- πνέοντες
- [<ἀηνά>
- δένδρα μικρὰ ἄκαρπα]
- <ἀηνές>
- ἀΐδιον b λάβρον. ἄθλιον (Archil. fr. 38)
- <ἀήρ>
- ὁ μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς τόπος
- †<ἀήρης>
- καῦμα. ὀμίχλη
- <ἀήσυλα>
- παράνομα, ἁμαρτωλά, οὐ καθήκοντα (Ε 876)
- *<ἀήσυρον>
- κοῦφον, ἐλαφρόν (Callim. fr. 311) v
- *<ἀήτας>
- πνοάς (Ξ 254) vPn
- *<ἀήτη>
- πνοή. θηλυκῶς (Ο 626) An
- *<ἀήτης>
- ἄνεμος vgA ἀρσενικῶς (Ο 626) A
- *<ἄητο>
- ἐφέρετο. ἔπνει (Φ 386) gAn
- <ἄητοι>
- ἀκόρεστοι c, ἄπληστοι παρὰ τὴν τροφήν
- <ἄητον>
- πολύ. ἀβλαβές. οἱ δὲ ὁρμήν (Φ 395)
- <ἀήτους>
- μεγάλας. Αἰσχύλος Ἀθάμαντι (fr. 3)
- *†<ἀθάδαον>
- ἐτύγχανον An [τινὲς δὲ <ἀθάδανον]
- †ἀθαιαρεῖς>
- αὐθάδεις. ὑπερόπται. ἀκριβεῖς
- <ἀθαλάττωτος>
- ἄπειρος θαλάττης <καὶ> πλοῦ (Ar. Ran. 204)
- <Ἀθάμαντα>
- τὸν θυόμενον νεφέλαις (Ar. Nub. 257)
- <ἀθαμβές>
- Φρύνιχος Ἀλκήστιδι· σῶμα δ' ἀθαμβὲς γυιοδόνητον τείρει (fr. 2)
- *<ἀθαμβής>
- ἄθαμβος A(vg)
- <ἀθάνατοι>
- τάγμα ἱππέων παρὰ Πέρσαις μυρίων ἀνδρῶν
- <ἄθαπτος>
- ἄκαυτος [ἢ ἄκλαυστος]· θάψαι γὰρ τὸ καῦσαι (Eur. Tro. 1085 ..)
- <ἀθάρα>
- ὁλόπυρος πτισάνη πυροῦ, καὶ πολτῶδές τι
- *<ἀθαρέως>
- ἀκριβῶς gnp
- <ἀθάρη>
- πυρίνη πτισάνη
- <ἀθαρής>
- ἄφθορος ἐπὶ γυναικός, ἐπὶ δὲ σιδήρου στερεός
- <ἀθάρειοι>
- αἱ μὴ διαπεπαρθενευμέναι. τινὲς δὲ μὴ δεδεμένοι †ἄρθρῳ
- <ἀθαρίζει>
- ἀδικεῖ, προπηλακίζει
- <ἀθέατος>
- ἀόρατος
- <ἀθεεί>
- χωρὶς θεοῦ b γνώμης (σ 353)
- <ἀθερής>
- ἤτοι ἀτειρής. ἢ ὁ ἄγαν θεριστικός. ἢ ὑπέροπτος. ἢ θαυμαστός
- <ἀθελβάζειν>
- διηθεῖν
- <ἀθέλβειν>
- ἕλκειν [Νίκανδρος]
- *<ἀθέλγειν>
- ἀμέλγειν (Ap)
- <ἀθέλγηται>
- θηλάζηται ἢ θλίβηται. <Νίκανδρος (fr. 124)> (Hippocr.)
- *<ἀθέλιμνοι>
- κακοί n
- <ἀθέλημον ἄκουσμα>
- κακόν
- <ἀθέλβεται>
- διηθεῖται (Diocl. com. fr. 7, I 768 K.)
- <ἀθεμβοῦσα>
- ἀκολασταίνουσα
- <ἀθέμηλον>
- οὐδὲν ἔχουσα [οὐδὲ] θεμέλιον
- <ἀθεμείλιος>
- ἀκροσφαλής. ψεύστης
- <ἀθεμιστῆσαι>
- παρανομῆσαι n ἀδικῆσαι
- <ἀθέμιστοι>
- ἄνομοι, ἄδικοι (ρ 363)
- *<ἀθεμίστων>
- παρανόμων (w) ἀδίκων (ι 106) An
- <Ἀθήναζε>
- εἰς Ἀθήνας
- <ἀθερές>
- ἀνόητον. ἀνόσιον. ἀκριβές
- *<ἀθέριξα>
- ἀπεφαύλισα (A) (Greg. Naz. c. 2,1,19,51 ..)
- <ἀθερίζειν>
- *ἀποδοκιμάζειν vg(APn) ἀτιμάζειν (Α 261 ..) σκυ- βαλίζειν
- *<ἀθέριξ>
- τὸ εἰς τὸν στάχυν τοῦ σίτου ἄνω ὡς κέντρον (Υ 227) A
- <ἀθερίσαι>
- [καθυπνῶσαι] ἀφροντιστῆσαι
- *<ἀθέριστος>
- ἀφρόντιστος n
- <ἀθερής>
- ὁ σίδηρος ἀτειρὴς ὅταν θερίζῃ. ἢ θεριστικός. ἢ ὁ διὰ λαμπρότητα ἀθρούμενος ὀξὺς ἢ ἀσταχύων ... (Aesch. fr. 128?)
- <ἄθεσμος βλάβη>
- ἐφ' ἧι νόμος οὐ κεῖται
- *<ἄθεσμος δίκη>
- ἄνομος vgA
- *<ἀθέσμως>
- παρανόμως (3. Macc. 6,26) A(n)
- <ἀθέσφατον>
- πολύν vgAn ἀπαρακολούθητον, καὶ ὅσον οὐδὲ <ἂν> θεὸς φατίσειεν δι' ὑπερβολὴν πλήθους (Γ 4)
- <ἀθετεῖ>
- ἀτιμάζει [ῥιπτάζεται] (Esai. 21,2 ..)
- <ἀθετεῖται>
- ὑβρίζεται. καταφρονεῖται. <ῥιπτάζεται> (Mc. 7,9? Esai. 21,2 Sy.?)
- <ἀθέτως>
- ἀθέσμως. ἢ <οὐ> συγκατατεθειμένως. Αἰσχύλος Προμηθεῖ δεσμώτῃ (151)
- <ἄθεστος Ἐρινύς>
- σκληρά, ἣν οὐχ οἷόν τε ἐξιλάσασθαι (Callim.? cf. ad. fr. 325)
- <ἄθηλον>
- μὴ τεθηλακός (Ar. Lys. 881)
- <ἀθήλως>
- [ἄπνευστος], ἀγάλακτος, ἄγευστος ...
- [<ἀθημένος>
- οὐδὲν ἔχων ἀμείνω]
- <Ἀθηνᾶ>
- εἶδος αὐλοῦ [Μεγακλείδι]
- <Ἀθηναία>
- ἡ θεός. ἡ δὲ γυνή <Ἀττική· Μεγακλείδης>
- <Ἀθηναΐς>
- ἡ ἐλαία [καὶ Ἀθῆναι ἄστυ]
- *<Ἀθηναῖος>
- πολίτης τῆς Ἀττικῆς (n)
- *<Ἀθήνηθεν>
- ἐξ Ἀθηνῶν np
- *<Ἀθήνῃσιν>
- ἐν Ἀθήναις vgAn
- <ἀθήρ>
- ἐπιδορατίς, μεταφορικῶς. Αἰσχύλος Νηρεΐσιν (fr. 154)
- <ἀθήρα>
- βρῶμα διὰ πυρῶν καὶ γάλακτος ἡψημένον παρ' Αἰγυπ- τίοις
- <ἀθηρηλοιγόν>
- τὸ λεγόμενον [πτύον T, οἷον ἀθερολοιγόν, τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν. Ἀθέρες δὲ τὰ λεπτότατα τῶν ἀσταχύων μέρη (λ 127)
- [<ἀθηρόλοον>
- τὸ τῶν ἀθέρων ὀλοθρευτικόν]
- <ἀθηρόβρωτον ὄργανον>
- τὴν τορύνην, ᾗ τὴν ἀθήραν ἀνακι- νοῦσι. Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι (fr. 416)
- *<ἄθηρον>
- ἀθήρευτον vgn
- <ἀθήτευτος>
- ὁ μηδενὶ ἐπὶ μισθῷ δουλεύων
- <ἀθιγῆ>
- ἀνέπαφον
- [<ἀθήτευτοι>
- οἱ μηδενὶ ἐπὶ μισθῷ δουλεύειν εἴρηνται]
- <ἄθικτον>
- *ἀψηλάφητον vgPb μιαρόν, ἀκάθαρτον. καὶ ἡ παρ- θένος οὕτως λέγεται
- †<ἀθίκτορας>
- ἀνεπάφους παρθένους. Ἴων Εὐρυτίδαις (fr. 11)
- <ἀθίλοι>
- κόγχου θαλασσίας εἶδος
- †<ἄθινα>
- ξύλα κατακαύσιμα
- <ἆθλα>
- τὰ ἔπαθλα. ἀγῶνες
- <ἀθλέβεται>
- διηθεῖται
- <ἀθλεῖν>
- *ἀγωνίζεσθαι vg κακοπαθεῖν
- <ἀθλεύων>
- *κοπιῶν vg ἢ τὸν μοχλὸν ἀφαιρούμενος
- <ἀθλῆσαι>
- κακοπαθῆσαι, καμεῖν, ἀγωνίσασθαι
- *<ἄθλιος>
- ταλαίπωρος v
- <ἀθλίων>
- ἀτίμων (p) ἐπιπόνων (Eur. Tro. 489)
- *<ἀθλοθέτης>
- ἀγωνοθέτης vgP
- *<ἆθλον>
- ἀγώνισμα gPn ἔργον. ἔπαθλον Σ
- [<ἄθλος>
- ἄφωνος]
- *<ἀθροίζει>
- συνάγει vg
- *<ἀθλοφόρους>
- ἀγωνιστάς (Ι 124) vgPn
- <ἀθμονάζειν>
- τὸ εἰς δῆμον ἀφικνεῖσθαι τῆς Ἀττικῆς
- <Ἀθμονεύς>
- <ἀπὸ δήμου ph> φυλῆς τῆς Ἀτταλίδος Ἀθήνῃσιν
- *<ἀθόλωτον>
- καθαρόν Pnp
- <ἄθραυστα>
- ἀπρόσκοπα. Εὐριπίδης Ἰφιγενείᾳ τῇ ἐν Αὐλίδι (57?)
- *<ἄθραυστον>
- ἰσχυρόν vg ὑγιῆ, [ἀβλαβῆ Pp
- †<ἄθρας>
- ἅρμα. Ῥόδιοι
- <ἄθρακτοι>
- ἀτάρακτοι (n)
- *†<ἄθραι>
- ἀπειλαί καὶ ἀναστάσεις <ὀφείλουσαι> n
- <ἀθράνευτον>
- ἄστρωτον. Εὐριπίδης Οἰνεῖ (fr. 569)
- <ἄθρατοι>
- ἀνόχευτοι
- †<ἀθράως>
- ἁπλῶς
- *<ἄθρει>
- βλέπε vg ὅρα P νόει vg ἴδε
- *<ἄθρει> δή
- νόει δή vg σκόπει <δή> (Greg. Naz. c. 2,1,32,14.37, 1301) n
- *<ἀθρεῖ>
- ὁρᾷ, βλέπει np
- *<ἀθρήσας>
- ἰδών (Eur. Bacch. 1326) vgnp
- [<ἄθρεκτοι>
- ἀτάρακτοι]
- <ἀθρήματα>
- δῶρα πεμπόμενα w παρὰ τῶν συγγενῶν [ταῖς γαμουμέναις w παρθένοις παρὰ Λεσβίοις (Sapph. fr.)
- <ἀθρῆσαι>
- ἀτενίσαι, ἰδεῖν (τ 478)
- <ἀθρήσειεν>
- σκοπήσειεν (Κ 11 ..) (n)
- *<ἄθρησον>
- θεώρησον (Eur. Hec. 679 ..) vgw
- *<ἁθρόα>
- ὁμοῦ πάντα (α 43 ..)w
- *<ἄθροιζε>
- συνάγαγε b
- <ἄθροισμα>
- πλῆθος (Eur. Or. 874)
- <ἁθρόοι>
- ὁμοῦ πάντες (α 27 ..) ἀκέραιοι
- <ἁθρόον>
- πολύ w ἀκέραιον. Λάκωνες
- *<ἄθροος>
- ἄφωνος w(v) ἄψοφος g
- *<ἄθρους>
- ἁθρόους Pn συνηγμένους Σ
- *<ἁθρόως>
- αἰφνιδίως, ταχέως, σφοδρῶς P ἀφώνως (g)pw συνηγμέ- νως, [ὁμοῦ Pp
- <ἀθυμία>
- λύπη (Eur. Bacch. 610) p
- <ἀθυμῶν>
- λυπούμενος p
- *<ἀθυμῶσι>
- λυπῶνται (Col. 3,21) vgb
- *<ἀθύρματα>
- παίγνια (Ο 363 ..) vPn
- <Ἁθύρ>
- μήν, καὶ βοῦς, παρὰ Αἰγυπτίοις
- <ἀθύρει>
- παίζει (b) ῥᾳθυμεῖ
- <ἀθυρεύεσθαι>
- παίζειν p μιγνύειν. [σκιρτᾶν p
- <ἀθύρουσι>
- παίζουσιν
- <ἀθυρόγλωσσος>
- βλάσφημος. φλύαρος. ἀθυρόστομος (Eur. Or. 903)
- *<ἀθυρονόμος>
- ὡς ἔτυχε χρώμενος τοῖς νόμοις gwp
- *<ἀθύροντας>
- παίζοντας vg
- *<ἀθύρων>
- παίζων (Ο 364) nh
- †<ἀθύσσει>
- μιγνύει, ῥιπίζει
- <ἀθώητος>
- ἀζημίωτος
- *<ἀθῴως>
- ἀζημίως Pn
- *<ἀθῷος>
- <ἀζήμιος> καὶ ἀναίτιος (Eur. Bacch. 672) ghb
- <Ἀθῷος>
- ὁ ἐπὶ τοῦ Ἄθω τοῦ ὄρους ἱδρυμένος ἀνδριάς, ὁ Ζεύς (Soph. fr. 216)
- *<Ἄθως>
- ὄρος b ἐν Μακεδονίᾳ (Ξ 229)
- *<ἀθώπευτον>
- ἀκολάκευτον (Eur. Andr. 459) vg
- <αι>
- ψιλούμενον μὲν καὶ περισπώμενον, σημαίνει τὸ ὄφελον, ἀντὶ τοῦ εἴθε. δασυνόμενον δὲ ἄρθρον θηλυκὸν καὶ ἀναφορικόν, ᾧ χρῆται Ὅμηρος, ἀντὶ τοῦ αὗται, *ἢ αἵτινες pb
- †<αιαιακον> τιον Ἀθήνῃσι ... καὶ τὸ Αἰακοῦ τέμενος
- αἶα
- γῆ (Γ 243 ..) vgbp γαῖα p κατ' ἀφαίρεσιν τοῦ γ. καί, ὥς τινες, κρήνη ἐν Παφλαγονίᾳ (Β 850)
- <αἰάζει>
- θρηνεῖ (np)
- <αἰαζομένη>
- θρηνοῦσα r κωκύουσα
- <αἰάζω>
- ἀναβοῶ, στενάζω (Eur. Or. 80) w
- <Αἰάκειον>
- οὗ φασιν Αἰακὸν οἰκῆσαι q
- †<αἰακεία>
- ὕβριν, οἱονεὶ αἰκία
- <Αἰακίδαο>
- τοῦ Αἰακοῦ ἐκγόνου, Ἀχιλλέως (Β 860 ..)
- <Αἰακίς>
- κύλιξ p(b) <ποτήριον, κόνδυ> p
- <Αἰαίη>
- ἡ νῆσος, ἣν κατῴκει ἡ Κίρκη. καὶ αὐτὴ ἡ Κίρκη ὁμώνυμος· Αἰαίη δολόεσσα (ι 32) ‖ ἢ ἐθνική, ἀπὸ τῆς νήσου. τὸ ὄνομα δὲ πεποιημένον παρὰ τὸ αἲ αἲ τοὺς θρηνοῦντας φθέγγεσθαι, ἤτοι <οὕτως> τοὺς [ὑπὸ τῶν] παρὰ τοῖς Λαιστρυγόσιν ἀναιρεθέντας θρηνεῖσθαι. ἢ διὰ τὸ ἀξίαν εἶναι θρήνου τὴν τῶν μεταμορφουμέ- νων ἀποθηρίωσιν
- <αἶαν>
- γαῖαν, γῆν (Θ 1 ..)
- †*<αἰαλέας>
- οἴμοι οἴμοι gn
- <αἰανόν>
- χαλεπόν, δεινόν r. p
- <αἰὲν ἀλιτρός>
- ἀεὶ ἁμαρτωλός (Θ 361)
- <Αἰάντεια>
- ἑορτὴ ἐν Σαλαμῖνι
- <Αἰαντίς>
- φυλὴ Ἀθήνῃσιν
- †<αἰαντόν>
- ἁμαρτία (p)
- <Αἴας>
- ὁ Τελαμῶνος (Α 145 ..) p
- [<αἰᾶται>
- καθῆναι (Γ 134)]
- <αἱ αὐλαῖαι>
- τὸ κατακάλυμμα
- †<αἰαφοί>
- αὐτοὶ ἀκούοντες
- *[<αἴαψ>
- ματαίως rvghb ματαίως]
- <αἰβάλη>
- θύρα rbp
- <αἰβετός>
- ἀετός. Περγαῖοι
- <αἰβοῖ>
- ὡς οἴμοι r τίθεται καὶ ἐπὶ θαυμασμοῦ (Ar. Av. 1342)
- [<αἶβον>
- κατάνες, πλάγιον]
- <αἰγάδας>
- αἶγας. Δωριεῖς
- <Αἰγαί>
- νῆσος πρὸς τῇ Εὐβοίᾳ r. ἱερὸν Ποσειδῶνος (ε 381)
- *<Αἰγαῖον ἁλμυρόν>
- πέλαγος vgA <οὕτω καλούμενον> (Eur. Tro. 1) A
- *<αἴγαγρον>
- αἶγα ἄγριον r. A(b)
- <αἰγανέας>
- ἀκόντια (b) ἀπὸ τοῦ αἰγείοις ἱμᾶσιν ἠγκυλῶσθαι
- *<αἰγανέης>
- τοῦ δόρατος (Π 589) gAn
- <αἰγανέῃσιν ἱέντες>
- τοῖς δόρασι βάλλοντες, τοῖς πάνυ ὑψουμέ- νοις (Β 774)
- *<αἲ γάρ>
- εἴθε γάρ (Β 371 ..) n
- <Αἰγαίοις ...>
- <ὅτι ὕδατι> θαλασσίωι περιαγνίζουσιν
- <Αἰγαίων>
- ἐπιτεταμένως ἐνάλιος θεός καὶ τὸ περὶ τὰς Κυκλάδας πέλαγος (Eur. Alc. 595?) οἱ δὲ ὁ Βριάρεως, καὶ ὁ Ποσειδῶν
- <αἰγέαν>
- ὑποδημάτω<ν> γένος
- <Αἰγιναῖα>
- τὰ ῥωπικὰ φορτία· καὶ οἱ πιπράσκοντες αὐτὰ Αἰγινοπῶλαι ἐλέγοντο
- <Αἰγιναῖον>
- νόμισμα ἀργυροῦν, μέγα
- [Αἰγενέοι] <Αἰγιναῖος>
- ὁμοίως, ὀβολός (Thuc. 5,47,6)
- <Αἰγινητικὰ ἔργα>
- τοὺς συμβεβηκότας ἀνδριάντας
- *<αἴγειρος>
- εἶδος δένδρου (Δ 482) r. APb
- <αἰγείρου θέα>
- αἴγειρος ἦν Ἀθήνῃσι πλησίον τοῦ ἱεροῦ, ἔνθα πρὶν γενέσθαι θέατρον τὰ ἴκρια ἐπήγνυον (Cratin. fr. 339)
- *<αἵγε>
- αὗται (Δ 21 ..)n
- <αἰγείην κυνέην>
- τὴν ἐξ αἰγείου δέρματος γενομένην περικεφα- λαίαν (ω 231)
- [<Αἴγεον ἀλωτόν>
- πέλαγος οὕτω καλούμενον w]
- <Αἰγειροτόμοι>
- ἰθαγενεῖς τινες Ἀθήνῃσιν
- <αἶγες>
- τὰ κύματα. Δωριεῖς
- <Αἰγηίς>
- φυλὴ b Ἀθήνησι
- <Αἰγιάλεια>
- ἡ νῦν Ἀχαΐα r
- <Αἰγιαλεῖς>
- οἱ μετὰ Ἀγαμέμνονος στρατευσάμενοι πρότερον Ἴωνες, νῦν δὲ Ἀχαιοὶ ἐν Σικυῶνι
- <αἰγιαλός>
- ὁ παραθαλάσσιος r ἐν τόπῳ ψαμμώδει, ἢ ψηφῖδας ἔχων
- <αἰγιάδες>
- ὑμένες. καὶ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τὰς ὑπολεύκους οὐλὰς αἰγιάδας ἔλεγον
- <αἰγίβοτος>
- αἶγας βόσκειν [τρέφειν] δυναμένη, ἐξ οὗ καὶ τὴν ὀρεινὴν λέγουσιν (ν 246)
- *<αἰγίδα θυσανόεσσαν>
- τὸ ὅπλον τοῦ Διὸς τὸ κροσσῶδες (Ε 738) An
- <αἰγίζει>
- καταιγίζει. διασπᾷ
- <αἰγίζειν>
- διασπᾶν. ἐκ μεταφορᾶς. παρ' ὃ καὶ τὸ αἰγίζεσθαι, ἀπὸ τῶν καταιγίδων. Αἰσχύλος (fr. 407) ὁ δ' αὐτὸς ἐν Ἠδωνοῖς καὶ τὰς νεβρίδας οὕτω λέγει (fr. 64)
- <αἰγίκερας>
- τῆλις
- <αἰγλίδια>
- δακτυλίδια
- *<αἰγίλιπος>
- ὑψηλὸς τόπος A
- <αἰγίλιψ>
- *ὑψηλὴ πέτρα (Ι 15) r. Ahw καὶ πόλις (Β 633) n καὶ ἰτέα ὑπὸ Θουρίων
- <αἰγίλουρος>
- κάραβος
- <Αἰγιλιῶς>
- ἀντὶ τοῦ Αἰγιλιέως. Ἀττικῶς
- <Αἰγίλιπα τρηχεῖαν> (Β 633)
- <αἰγίλωψ>
- πόα τις ἐμφερὴς στάχυϊ. καὶ τὸ περὶ τὸν ὀφθαλμὸν πάθος
- <Αἴγινα>
- νῆσος τῆς Πελοποννήσου (Β 562) r. b
- <αἰγινόμοι>
- ζῷα οὕτω καλούμενα
- <αἰγιόχοιο>
- αἰγιδούχου (Α 222 ..)
- <αἰγίοχος>
- αἰγιδοῦχος, ὁ τὴν αἰγίδα ἔχων. αἰγὶς δὲ ὅπλον (Α 202 ..) r
- [<αἴγειρος>
- εἶδος δένδρου]
- <αἰγίς>
- ὀξεῖα πνοή r καὶ ἣν αἱ Λίβυσσαι φοροῦσι δοράν (Hdt. 4,189) καὶ ἡ ἀπόστιλψις τῶν ὀμμάτων
- <αἰγίπυρος>
- βοτάνης εἶδος [ἢ κάραβος]
- <αἰγίς>
- ὅπλον n ἐξ αἰγείου <δέρματος> Ab καὶ τὸ ἐκ τῶν στεμ- μάτων διαπεπλεγμένον δίκτυον (Lyc. ap. Harp.) Νυμφόδωρος (fr. 22 M.) δὲ καὶ τὸν θώρακα αἰγίδα λέγεσθαί φησιν ὑπὸ Λακώνων
- <Αἴγιον>
- πόλις r. w <τῆς Ἀχαΐας> (Β 574)
- <αἰγίσκον>
- αἶγα ἐκτομίαν [τῆς Ἀχαίας]
- <Αἰγλάηρ>
- ὁ Ἀσκληπιός
- <αἴγλας>
- ἀμφιδέας, καὶ ψέλια τὰ περὶ τὴν ὕνιν τοῦ ἀρότρου
- <αἴγλη>
- χλιδών, Σοφοκλῆς Τηρεῖ (fr. 537) [χιτών] καὶ πέδη παρὰ Ἐπιχάρμῳ ἐν Βάκχαις (fr. 20)
- <αἴγλαις>
- λαμπηδόσι, λαμπρότησιν
- <αἴγλη>
- *λαμπηδών (ζ 45) r. vgPb αὐγή vgPb φῶς, [λαμπρότης (Β 458 ..) p ἔστι δὲ καὶ βόλος φαῦλος κυβευτικός (Cratin. fr. 377)
- *<αἰγλήεσσι>
- λαμπροῖς (Greg. Naz. c. 2,1,1. 68 p. 975) (n)
- *<αἰγλήεντος>
- λαμπροῦ (Α 532) b
- <Αἴγλης Χάριτες>
- πιθανῶς ἐγενεαλόγησαν τὰς Χάριτας Αἴγλης καὶ Ἡλίου, ἐπεὶ τὰς Χάριτας λαμπρὰς εἶναι δεῖ (Antim. fr. 95 W)
- <Αἰγλήτην>
- ἐπίθετον Ἀπόλλωνος
- <Αἰγοφάγος>
- Ἥρα ἐν Σπάρτῃ
- <αἰγυλίς>
- λύγος
- †<αἰγύλιος>
- Αἰγύπτιος p [αὐγὴν ἡδύ]
- <αἰγυπιόν>
- εἶδος ἀετοῦ rT
- *<αἰγυπιοῖσιν>
- ἀετῶν γένος, <οἱ δὲ> γῦπες (Η 59) n
- †<αἰγύπτης>
- σύντης. ὁ καλοβότης†
- <Αἰγυπτία ἐμπολή>
- ὁ ῥῶπος, καὶ τὰ ἐκεῖθεν φορτία, ὡς Εὐριπί- δης (fr. 932)
- <αἰγυπτιάζων>
- κακοτροπευόμενος (p)
- <αἰγυπτιασμένος κατὰ στάσεις>
- οὕτως ἐλέχθη ὑπὲρ Ἰώνων
- <Αἴγυπτος>
- ὁ Νεῖλος ὁ ποταμός. ἀφ' οὗ καὶ ἡ χώρα ὑπὸ τῶν νεωτέρων Αἴγυπτος ἐκλήθη (Ξ 258)
- <Αἰγύπτιος>
- ὄνομα ἐθνικόν· ἀθάνατος Πρωτεὺς Αἰγύπτιος (δ 385) καὶ κύριον τὸ τοῦ Ἰθακησίου γέροντος (β 15)
- <αἰγυπτιῶσαι>
- μελᾶναι (trag. ad. 161? com. ad. 9?) (r)
- †<αἰγωγαίαν>
- ὀφθαλμός
- <αἰγώνυχον>
- πόας εἶδος
- <αἰγῶν τε>
- αἰγιδίων [Αἴγυππον ὄμμα] (Ω 34 ..)
- <αἰγῶν τε τελείων>
- τῇ ἡλικίᾳ τελείων (Α 66 ..)
- *<Ἅιδαν>
- ᾅδην (Eur. Hec. 1032 ..) Ab
- *<Ἀΐδαο>
- ᾅδου (Ε 646 ..) b
- <Ἄϊδι>
- τῷ ᾅδῃ b ἀπὸ τῆς εὐθείας <τῆς ὁ Ἄϊς> (Α 3)
- <Ἄϊδος κυνέη>
- [τῆς ὀάις] ἀθάνατόν τι νέφος, ὃ περιβάλλονται οἱ θεοί, ὅταν θέλωσιν ἀλλήλοις μὴ γινώσκεσθαι. νεφέλη ἀφανής, ἣν ὑποδυσάμενοι οἱ <θεοὶ> ἀθεώρητοι γίνονται ἀλλήλοις (Ε 845)
- *<ἅιδας>
- τύμβος p τάφος (Eur. Hec. 483 ..) Ab
- *<Αἰδάδας>
- δεσπότης Anc
- (*)<αἱ δέ>
- αὗται δέ
- †<αἰδάνης>
- διατρίβων. Ταραντῖνοι
- *[<αἰδάσηται>
- ᾐδέσθη] A
- <ἄιδειν πρὸς μυῤῥίνην>
- ἔθος ἐν τοῖς συμποσίοις τὸν μὴ δυνάμε- νον ᾆσαι δάφνης κλῶνα ἢ μυῤῥίνης λαβόντα πρὸς αὐτὴν ἄιδειν
- <ἄιδειν>
- ἐπὶ τῶν ἀλεκτρυόνων λέγουσιν Ἀττικοί· κοκκύζειν δὲ οὔ φασιν ἐπ' αὐτῶν, πλὴν μωκώμενοί τινα ξένον. Δηλοῖ δὲ καὶ λέγειν, ὀνομάζειν
- *<αἰδεῖσθαι>
- ἐντρέπεσθαι (Α 23) Ab
- <ἄιδειν> <τὰ> <Τελαμῶνος>
- ἦν τι σκολιὸν γεγραμμένον εἰς Αἴαντα (Com. ad.)
- <ἄιδεις ἔσον>
- ἴσον τῷ μάτην λέγεις, καὶ ληρεῖς (Com. ad.)
- <αἰδέσασθαι>
- τὸ ἔνοχον ὄντα [καὶ] φόνῳ ἀκουσίῳ καὶ πεφυγα- δευμένον ἐφ' ὡρισμένῳ χρόνῳ .. τοῦ τετελευτηκότος ἐξιλᾶσθαι, ὡς εἰληφότος ἤδη τιμωρίαν
- <αἴδεσθεν>
- ᾐδέσθησαν (Η 93)
- *<αἰδέσιμον>
- σεβάσμιον, ἔντιμον (Σ)
- *<αἰδεσιμώτατος>
- αἰδοῦς ἄξιος vgAP <τιμιώτατος> r. Pp
- *<αἴδεσσαι>
- αἰδέσθητι (Ι 640) b (A)
- *<αἰδέσσεται>
- αἰδεσθήσεται (Χ 419) A
- *<ἀΐδηλον>
- ἄδηλον, ἀφανές (Β 455) Ab
- *<ἀϊδήλως>
- ἀφανιστικῶς (Φ 220) A
- *<αἰδήμονα>
- αἰδέσιμον (2. Macc. 15,12) vgAb
- *<Ἀΐδης>
- ᾅδης (Ε 395) vgAb
- *<αἰδήφρων>
- αἰσχυντηρός (Eur. Alc. 659) Ab
- *<ἀΐδιον>
- ἀεὶ ὄν (A) ἀεὶ ὑπάρχον
- *<ἀϊδίων>
- αἰωνίων vgAP
- <ἀϊδνόν>
- *μέλαν A ἢ ἀφανιστικόν (Aesch. Suppl. 781) (b) Λέγουσι δὲ καὶ τὸν ὠκεανὸν <πηλὸν ἀϊδνόν> ([Callim.] fr. an. 220)
- <ἀϊδνή>
- σκοτεινή (Lyr. ad. 92?)
- <αἰδοῖον>
- αἰσχύνη r
- *<αἰδοῖ>
- [ει νικώμενος] τῇ αἰσχύνῃ P
- *<αἰδοῖ εἴκων>
- νικώμενος τῇ αἰδοῖ An τουτέστιν αἰδούμενος (Κ 238) Σ
- *<αἰδοίη>
- αἰδοῦς ἀξία (Β 514 ..) An
- *<Ἄϊδος>
- εἰς ᾅδου (Γ 322 ..) Ab
- *<αἰδοῖος>
- δίκαιος, τίμιος A
- <Ἄϊδος κυνέη>
- νέφος τι σκότους (Ε 845)
- <<αἰδοῖος>·> αἰδοῦς ἄξιος (Γ 172) r καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδουμένου δὲ χρῆται τῇ λέξει Ὅμηρος καὶ ἐπὶ τοῦ ἱκέτου· κακὸς δ' αἰδοῖος ἀλήτης (ρ 578)
- <αἰδοῦμαι>
- αἰσχύνομαι (Eur. Or. 37 ..) r. b
- <Αἰδοῦς βωμός>
- Ἀθήνῃσιν ἐν τῇ ἀκροπόλει Αἰδοῦς καὶ Ἀφελείας εἰσὶ βωμοὶ πρὸς τῷ ἱερῷ
- *<ἀΐδρει>
- ἀπείρῳ, ἀμαθεῖ (Γ 219) (n)
- <ἁιδοφοῖται>
- οἱ λεπτοὶ καὶ ἰσχνοί (p) καὶ ἐγγὺς θανάτου ὄντες (Ar. fr. 149,6)
- <ἀϊδρείῃ>
- ἀπειρίᾳ, ἀμαθίᾳ· πολέμοιο (Η 198)
- <ἄϊδροι>
- ἀΐδριες. Ἴων Τεύκρῳ (fr. 34)
- <ἀϊδροφῶντι>
- ἀνδρῶν ἀναιρετικῶν (Β 651 ..)
- *†<αἴδυλος>
- θρασύς Anp
- <ἀΐδρυτον κακόν>
- Κρατῖνος Σεριφίοις (fr. 209) <οἰκοῦσιν φεύγοντες ἀΐδρυτον κακὸν ἄλλοις>· κακοΐδρυτον, ἢ οἷον ἄλλοι αὑτοῖς οὐκ ἂν ἱδρύσαιντο, τὴν φυγήν, ὡς εἴ τις ἄγαλμα ἱδρύσαιτο
- <αἰδώς>
- *αἰσχύνη vgAb ... τὴν τοῦ σώματος αἰσχρότητα (Β 262)bp ... τὰ αἰδοῖα καὶ ἡ σελήνη, παρὰ Χαλδαίοις
- [<ἀίδων>
- λέγων]
- *<Ἀϊδωνέος>
- τοῦ ᾅδου A(b)
- <Ἀϊδωνεύς>
- ὁ θεός. καὶ ὁ τόπος (Υ 61)
- *<Ἀϊδωνῆϊ>
- τῷ ᾅδῃ (Ε 190) Ab
- <αἰδὼς Ἀργεῖοι>
- αἰσχύνῃ ... γεγονότες (Ε 787)
- *<Ἀϊδώνια>
- θανάσιμα gA
- †<αἰδῶσσα>
- τῆς αὐλῆς τὰ τειχία p
- [<ἀϊδώτατον>
- τειχίονα]
- *<ἄϊε δέ>
- ἤκουε δέ (Φ 388) Ab
- <αἰεί>
- *ἀεί, διαπαντός (Α 107) συνεχῶς A ἔστι δὲ καὶ δι' αἰῶνος· θεῶν αἰειγενετάων (Β 400) καὶ τὸ μετὰ χρόνον. καὶ τὸ συνεχῶς, καὶ πυκνῶς. καὶ τὸ δι' ὅλου· αἰεί τοι φίλον ἐστὶν ἐμεῦ ἀπονόσφιν ἐόντα (Α 541), καὶ τὸ καθ' ὥραν τεταγμένην συμβαῖνον· μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεί (ι 134), καὶ τὸ ἐν βραχεῖ χρόνῳ συνεχές· αἰεὶ δ' ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον (Ψ 502)
- *<ἀΐει>
- ἀκούει n(Σ) αἰσθάνεται (Σ)
- <αἰειγενετάων>
- *διαπαντὸς ὄντων Ab, ἢ διὰ παντὸς ἐνεργούν- των καὶ γενεσιουργούντων (Β 400)
- <ἄϊες>
- ἐπύθου (Eur. Hipp. 362 ..) [ἐκοιμήθη]
- <αἰεὶ νέον ἐρχομενάων>
- διαπαντὸς νεωστὶ ἐρχομένων. ἀθρόως γὰρ εἰσελθοῦσαι ἐπὶ λειμῶνα ἀνθῶν ἢ ἀλλαχοῦ που αἱ μέλισσαι, μικρόν τι τῆς πτήσεως μετελθοῦσαι διϊστῶσιν, ὡς ὁμοίως καὶ δεύτεραι πετασθεῖσαι, καὶ αὖ πάλιν τρίται, εἶτα τῇ τάξει ἀναπέτονται πάλιν, ὡς δοκεῖν αὐτὰς κατ' ὀλίγον ἀναπετομένας, ἀρχὴν τῆς πτήσεως λαμβάνειν (Β 88)
- [<αἰέσκοντο>
- κυλίζοντο]
- [<αἴελχος>
- κλάδος δάφνης r. Abp]
- <ἀίεν>
- [*διαπαντός vg] ἐπαισθάνεσθαι
- [<ἄιεν δέ>
- ἤκουεν δέ]
- <αἰετὸν κάνθαρος μαιεύσομαι>
- παροιμία. τὰ γὰρ ὠιὰ τοῦ ἀετοῦ ἀφανίζουσιν οἱ κάνθαροι κυλίοντες
- <αἰετὸς αἴθων>
- ὁ ἔνθερμος, καὶ πυρώδης, καὶ ξανθός (O690) ‖ καὶ τὸ πτηνόν. καὶ ὄροφος. καὶ τὸ ἐπὶ τῷ γείσῳ κυμάτιον
- <[αι]ἑωυτῷ>
- ἑαυτῷ (Hdt. 1,28 ..)
- <αἱ ἐξαίρετοι>
- αἱ ἐπίλεκτοι (Β 227)
- <αἰζᾶεν>
- εὐτραφὲς βλάστημα
- <αἰζαόν>
- τὴν μέσην ὥραν
- <αἰζασία>
- ἄμπελος οὕτως λεγομένη
- †<αἰζέων>
- ὀρῶν [ὑψηλῶν p
- <αἰζηοί>
- νεανίσκοι Ab οἱ τῷ αἵματι ζέοντες. ἢ οἱ ἄγαν θερμοὶ καὶ θυμώδεις (Γ 26 ..)
- *<αἰζήϊος>
- ἀκμάζων (Ρ 520) r. vgAb
- *<αἰζηιῶν>
- νεανιῶν (Β 660 ..) A
- †<ἀΐζηλος>
- ἄδηλος (p)
- †<αἰζηνεκές>
- διηνεκές, αἰώνιον
- [<αἰζητόν>
- πνευστικόν. καὶ πυρῶδες]
- <ἀιζόκροτον>
- ξηρασίαν (p)
- †<αἰζυκτή>
- ἡ γῆ
- [<αἰηνά>
- τὰ μικρὰ τῶν δένδρων. ἄλλοι δὲ αἰῆνες]
- <<αἰηνές>·> αἰώνιον, βλαβερόν (Archil. fr. 38)
- *<αἴης>
- γῆς g γαίης (Β 162 ..) A
- *<αἰήσυλον>
- ἄνομον (A) [οὐ] κακοποιόν (Ε 876)
- <αἰῆται>
- ἄνεμοι (Tb)
- <αἴθ' ὄφελες>
- εἴθ' ὤφειλες (Α 415)
- <αἴητον>
- πνευστικόν, ἢ πυρῶδες. ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου (Σ 410)
- <αἰθαί>
- μέλαιναι ‖ *καὶ [πομφόλυγες gnhp
- *<αἰθάλη>
- σποδός. τὸ ἐκ καμίνου μέλαν (Exod. 9,8) vgAP
- *<αἰθάλη>
- τέφρα w σποδός b
- <Αἰθαλίδαι>
- δῆμος τῆς Λεωντίδος φυλῆς
- <αἰθαλίδες>
- τὰ ἐν τῷ σίτῳ γινόμενα ἢ τοὺς ἐπὶ τῷ ὕδατι σταλα- γμοὺς τοῦ ἐλαίου
- <αἰθαλόεν>
- *κεκαυμένον r. An λαμπρόν. ἐμπεπρησμένον (Β 415)
- <αἴθαλος>
- ἡ τοῦ πυρὸς ἀποφορά. καὶ ἡ ἐν τῷ ὀρόφῳ αἰθάλη
- *<αἰθαλώδης>
- καπνώδης r. A σκοτώδης vgA
- †<αἰθερτητόν>
- ἐνθυμητόν. Κρῆτες
- *<αἴθε>
- εἴθε (Δ 178 ..) vgn [μακάρι]
- *<αἴθειν>
- καίειν (Eur. Rhes. 78) vAP
- *<αἰθέριον>
- ... καὶ οὐράνιον (Eur. Andr. 831?) Apw
- *<αἰθέρος>
- ἀέρος (Β 458) vgA ἢ ὑπὲρ τὸν ἀέρα ὄντος A
- <αἰθέριος ῥύμβος>
- οὐρανός (Critias fr. 19 D)
- <αἰθέρα>
- ἐμπυρισμόν, ἀπὸ τοῦ αἴθεσθαι. Εὐριπίδης Τρῳάσιν (1079)
- <αἴθεσθαι>
- καίεσθαι (Eur. Bacch. 624)
- *<αἴθεται>
- καίεται A λαμπρῶς (Eur. Tro. 298)
- *<αἰθερονόμων>
- τῶν ἐν ὕψει τὴν νομὴν ἐχόντων vgn
- <αἰθόμενοι>
- καιόμενοι (Λ 775)
- <αἰθήρ>
- ὁ ὑπὲρ τὰ νέφη τόπος
- <αἰθὴς πέπλος>
- Κρατῖνος Κλεοβουλίναις (fr. 88)· †ἐκβάλλοντες τοὺς αἰθεῖς πέπλους
- <Αἴθικες>
- ἔθνος παρὰ τὴν Θεσσαλίαν, ὅ ἐστιν Δολοπία (Β 744)
- <αἴθινος καπνός>
- ὁ δριμύς (Eur. fr. 781,48) p
- <αἰθίνην>
- καυσίμην (r)
- <Αἰθιοπία>
- ἡ Σαμοθρᾴκη r
- <Αἰθοπίης παῖδα>
- τὸν Διόνυσον· Ἀνακρέων (fr. 135), ἄλλοι τὸν οἶνον, ἄλλοι τὴν Ἄρτεμιν
- <Αἰθιοπικόν>
- ἀκακία
- <αἰθιοπίς>
- φλομώδης πόα p
- <αἴθρια>
- Κρατῖνος Δηλιάσιν (fr. 22). Ὑπερβορέους αἴθρια τιμῶν- τας στέφη· τὰ γὰρ Ὑπερβορέων ἱερὰ κατά τινα πάτριον ἁγιστείαν οὐχ ὑπὸ στέγην, ἀλλ' ὑπαίθρια διαφυλάττεται
- <Αἰθίοψ>
- ὁ Λέσβιος. [μέλας (pb) ἢ τὸ κεράμιον
- <αἶθμα>
- δέλεαρ
- <αἰθόλικας>
- φλυκταίνας (Hippocr. us. hum. 6) (rp)
- *<αἰθόν>
- λαμπρόν, πυῤῥόν A μέλαν
- <αἴθωνα>
- [*μέλανα vgP] πυρώδη (Λ 548) [ἢ *θερμαντικόν (Α 462) (hp)]
- *<αἰθομένου>
- καιομένου (Χ 135) (vgn)
- <αἴθοπα οἶνον>
- θερμαντικόν (Α 462 ..) (r)
- *<αἴθοπος>
- διαπύρου. μέλανος A
- *<αἶθος>
- καῦμα (Eur. Rhes. 990) r. vgAb
- *<αἰθούσῃ>
- στοᾷ (Ι 47) A ἢ λαμπρᾷ
- *<αἴθουσαι>
- καίουσαι A
- <αἰθούσης>
- τῆς πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα τετραμμένης, ἢ τῆς πρὸς τὴν δύσιν. ἀπὸ τοῦ καταίθεσθαι ὑπὸ ἡλίου (ο 146 ..)
- <αἰθούσαις>
- λαμπούσαις
- <αἰθρεῖ>
- χειμάζει
- *<αἰθρία>
- εὐδία (Xen. Hell. 7,1,30 ..) vgAn
- <αἴθρη>
- αἰθρία. αὐγή. εὐδία. ἀὴρ καθαρός (ζ 44 ..) ἔστι δὲ καὶ [ὄνομα κύριον τῆς Πιτθέως θυγατρός (Γ 144) r
- <αἰθρηγενέτην>
- εὐδίαν ποιοῦντα (ε 396)
- <αἰθρινόν>
- πρωϊνόν r
- *<αἴθριος>
- ὑπὸ τὸν ἀέρα (Iob 2,9) r. vgA
- <αἶθρος>
- ψῦχος τὸ ὀρθρινόν (ξ 318) T. n
- <αἴθυγμα>
- σκίασμα. κίνημα
- <αἴθρῳ>
- τῷ ἐκ τῆς αἰθρίας πνεύματι (ξ 318)
- *<αἴθυια>
- εἶδος πετεινοῦ (ε 337) AP
- <αἴθυιαι>
- ἐνάλιαι κορῶναι r(n)
- <αἰθυίας ἄνθος>
- βοτάνης εἶδος
- <Αἰθύμαι>
- †οἰκτρὸν κατοικήσαντες οὕτως ἐκαλοῦντο
- (*)†<αἰθύνεσθαι>
- λαμβάνεσθαι. αἱρεῖσθαι. ἀγαγέσθαι. κρατεῖν
- *<αἰθύσσει>
- ῥιπίζει Ab
- [<αἰθύσσειν>
- ἀνασείειν. Σίνωνι Σοφοκλῆς]
- (*)<αἰθύσσοντος>
- ὁρμῶντος (Greg. Naz. c. 1,2,25,18 p. 814)
- <αἴθων>
- λάμπων
- *<αἴθωνας>
- λαμπρούς (Ι 123 ..) vgA
- <αἴθων>
- μέλας (Ο 690) p
- <αἴθ' ὥς>
- εἴθ' οὕτως
- <αἴ κα>
- ἐάν
- <αἰκάζει>
- καλεῖ
- <αἰκάλλει>
- σαίνει, [θωπεύει (Ar. Eq. 211) r
- <ἀϊκάς>
- τὰς ὁρμάς w καὶ τὰς φοράς (Ο 709)
- <αἴκαλος>
- κόλαξ <ἀπατεών> r
- *<αἴ κε>
- ἐάν πως (Α 408 ..) Ab
- <αἴ κε>
- ἐάν n τὸ δ' αὐτὸ δηλοῖ, κἂν μετὰ τοῦ ν λέγηται. οἷον· αἴ κεν, [αἴ κέν πως· ἐάν <πως> (Α 66 ..) n
- *<αἴ κεν ἴδηαι>
- ἐὰν θεάσῃ (Ρ 652) A
- *<ἀϊκελίου>
- εὐτελοῦς, εὐκαταφρονήτου (Ξ 84) A
- *<αἴ κε πίθηαι>
- ἐὰν πεισθῇς (Α 207) A
- <αἴ κε ποθί>
- ἐάν ποτε (Α 128)
- <ἄϊκες>
- ὁρμαί n
- <ἀϊκή>
- ῥιπή, κίνησις
- *<αἰκία>
- πληγή. ὕβρις vgA βάσανος. μάστιξ A
- <αἰκίζεται>
- μαστίζεται p(n) ὑβρίζεται (Soph. Ai. 65)
- <αἰκίσμασι>
- πληγαῖς, μάστιξιν
- <αἰκισμῶν>
- μαστίγων, πληγῶν
- <αἰκιῶν>
- βασάνων, πληγῶν
- <ἄικικα>
- ὕβρικα
- <αἶκλοι>
- αἱ γωνίαι τοῦ βέλους A
- <αἶκνον>
- δεῖπνον r. b
- <αἶκλος>
- ὁ ἑσπέριος
- <αἴκολα>
- αἰσχρά
- <ἄϊκτος>
- ἀπρόσιτος
- <ἀϊκτή>
- ἡ κρηπίς. οἱ δὲ ἡ ἀκτή
- <αἴκουδα>
- αἰσχύνη. Λάκωνες
- <ἀικῶς>
- αἰκιστικῶς, ὑβριστικῶς (Χ 336) χαλεπῶς. ἀπὸ τῆς αἰκίας (Plat. com. fr. 225)
- *<αἴλινος>
- ὕμνος b θρῆνος r (vgAn)
- *<αἴλιοι>
- σύγγαμβροι gA
- [<ἀϊλεῖν>
- θωπεύειν]
- <αἰλότροπον>
- ἀλλοιότροπον
- <αἰλούριος>
- ῥίζα τις οὕτω καλουμένη
- *<αἷμα>
- γένος, σπέρμα· vgA ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι (Ζ 211), κατὰ μὲν τὴν γενεὴν τοῦ πατρὸς θεωρου- μένου, κατὰ δὲ τὸ αἷμα τῆς μητρός. τὸ γὰρ καταμήνιον αἷμα τῇ καταβολῇ τῆς γονῆς παγὲν καὶ σὰρξ γενόμενον διαπλάττε- ται ὑπὸ φύσεως. ὁτὲ δὲ συνήθως αὐτὸ τὸ αἷμα, ὡς τό· ῥέε δ' αἷμα κατ' οὐταμένης ὠτειλῆς (Ρ 86) ὁ δὲ Σοφοκλῆς ἐν Ἠλέκτρᾳ (394) τὴν μάχαιραν ἔφη Σ
- †<αἰμαλέον>
- ἀσθενές
- <αἱμαλέα>
- ἀλλάντια
- <αἱμακουρίαι>
- τὰ ἐναγίσματα τῶν κατοιχομένων (Pind. O. 1,90)
- <αἷμα παχὺ πτύοντα>
- πολύ. τὸ γὰρ ὀλίγον τῷ σιάλῳ λεπτύ- νεται (Ψ 697)
- <αἱμασιά>
- τὸ ἐκ πολλῶν λίθων λογάδων ἄθροισμα
- <αἱμασιαί>
- ... *ὡς φραγμοὶ πλατεῖς ἀπὸ πλίνθου <οἰκοδομηθέν- τες> (Hdt. 1,180,2) A ... <περιτείχισμα> θριγκῶδες. Ἀπίων ἀβασία, ἐφ' ἣν οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι (σ 359)
- a) <αἵματος ἆσαι Ἄρηα>
- αἵματος κορέσαι τὸ δόρυ. ἢ αἵματι μολῦναι καὶ χρῶσαι αὐτό· ἄση γὰρ ἡ ῥυπαρία (Ε 289) ὅθεν καὶ ἀσάμινθος, ἐν ᾗ τὴν ἄσην μινύθοντε<ς ἐλούοντο> b) †<ἐνεο- ρεῖ>· ... Σοφοκλῆς Εὐμήλῳ (fr. 202)
- <αἵματι φοινόν>
- πυῤῥόν (Π 159)
- <αἱματίτης>
- ἡ φλέψ rp ἰδιαίτερον δὲ [αἱμοῤῥοΐς. καὶ ὁ λίθος p
- <αἱματόεντα>
- ᾑματωμένα (Ν 617)
- *<αἱματωπούς>
- αἷμα βλεπούσας (Eur. Or. 256 ..) A
- <αἱματῶσαι>
- φονεῦσαι (Soph. fr. 897) ἢ φοινίξαι
- <αἱματόεσσα>
- αἱματώδης (Β 267) r
- <αἱμαχέναι>
- αἱμάξαι
- <αἱμαχθέντες>
- τῷ αἵματι χρανθέντες
- <αἱμηραί>
- αἱματώδεις
- <αἱμνίον>
- σφάγιον (γ 444)
- *<αἱμοβόρου>
- αἷμα ἐσθίοντος· βορὰ γὰρ ἡ τροφή r. vgA
- <αἱμοί>
- δρυμοί. Αἰσχύλος Αἰτναίαις (fr. 9)
- <αἱμόκερχνα>
- †ἠχοῦντα (Hippocr. Epid. 4,37)
- *<αἱμύλος>
- δόλιος (Eur. Rhes. 709) A
- *<αἵμονα>
- ἐπιστήμονα, ἔμπειρον (Ε 49) An
- *<Αἵμονά τε κρείοντα>
- τὸν βασιλέα Αἵμονα (Δ 296) A
- <αἱμωποί>
- αἱματώδεις (r)
- *<Αἱμονία>
- ἡ Θεσσαλία. καὶ ἡ Ἔφεσος n
- *†<αἱμός>
- τράχηλος r. n
- *<αἵμους>
- ὀβελίσκους (A)
- <αἱμορυγχιᾶν>
- καθῃμάχθαι τὸ ῥύγχος (Hermipp. fr. 80)
- <αἱμοφόρυκτα>
- αἵματι μεμολυσμένα, καὶ ἀναπεφυρμένα (υ 348)
- <αἱμυλίοις>
- κολακευτικοῖς (α 56?) (Greg. Naz.?)
- *<αἱμύλα>
- προσηνῆ (Hes. op. 374) n
- <αἱμυλίοισι>
- συνετοῖς καὶ προσηνέσιν (α 56)
- <αἱμύλος>
- ἀστεῖος P συνετός. [ὀξὺς ἐν τῷ λέγειν r
- *<αἱμωδιᾶν>
- τὸ τοὺς ὀδόντας ναρκᾶν r. A ἀπὸ ὁράσεως ἢ ἀκούς- ματος
- <αἱμώθη>
- ᾑματώθη
- <αἰνά>
- δεινά, κακά (Χ 431 ..)
- <αἰναρέτη>
- ἐπὶ κακῷ τὴν ἀρετὴν κεκτημένε (Π 31) (p)
- *<αἰνέομεν>
- αἰνοῦμεν (Δ 29?) T. A
- *<αἰνεῖτε>
- συγκατατίθεσθε (Θ 9) w
- <Αἰνείαο>
- τοῦ Αἰνείου (Ε 263)
- *<αἰὲν ἐόντες>
- διὰ παντὸς ὄντες (Α 290 ..) Ap
- <αἰνεπίκουρος>
- ἐπὶ κακῷ βοηθῶν r
- *<αἰνέσαιμι>
- ἀναπείσαιμι (vg) A
- <αἰνέσιμοι>
- καθήκοντες
- <αἰνετὰ νεικείοντα>
- τὰ ἐπαίνου ἄξια ...
- <αἰνή>
- δεινή (Ε 379)
- *<αἰνήν>
- δεινήν (Δ 65) vgA
- *<αἰνίγματα>
- ζητήματα (Eur. Phoen. 1688) Ab ὁμοιώματα h τεκμήρια (1. Cor. 13,12?)
- <αἰνήθεστος>
- οὐκ εὐλιτάνευτος
- <αἰνήσαιεν>
- καταδέξαιντο
- <αἰνήσωσιν>
- ἐπαινέσωσιν, συγκαταθῶνται (π 403)
- *<αἴνιγμα>
- πρόβλημα A ζήτημα (Prov. 1,6?) vgA
- *<αἰνιγματωδῶς>
- δυσχερῶς, ἀσυμφώνως vgAn
- <αἰνίζομαι>
- θαυμάζω. ἐπαινῶ. ὁ δὲ Κομανός· αἰνίσσομαι, κατα- πλήσσομαι (Ν 374)
- *<αἰνίξηται>
- ὑποφήνῃ A(vg)
- *<αἰνίττεται>
- ἀσήμως λέγει vg ἀποτείνεται. ἐπισημαίνει (Plat. ap. 21 b) A
- *<αἰνιττόμενος>
- δι' αἰνιγμάτων ἢ παραβολῶν λαλῶν (Aesch. 2, 108) vgA
- *<αἰνόθεν αἰνῶς>
- τῶν δεινῶν δεινότατον (Η 97) A
- <Αἰνόθεν>
- ἀπὸ τῆς Αἴνου. Αἶνος δὲ πόλις τῆς Θρᾳκίας (Δ 520) r
- <αἰνόθεν>
- ἐκ κακῶν (Η 97)
- *<αἰνοτόκος>
- †κακὴ γέννησις (Α 414?) (g)
- <αἰνον>
- †σημεῖον. αἰνότατε Κρονίδη (Α 552) καὶ δεινόν· Τρώων δ' οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν φύλοπις αἰνή (Ζ 1) ἀλλ' ἐμοὶ οὐκ ἐντεῦθεν ὀΐομαι αἰνὸν ὄνειρον ἐλθέμεναι (τ 568) ... <τί> με χρὴ μητέρος αἴνου; (φ 110)
- *<αἰνόν>
- ἐναγῆ g δεινόν gA χαλεπόν (τ 568 ..) g
- <αἵνων>
- βαρυτόνως ... ἐπαινῶν τι
- *<αἰνότοκος>
- ὁ ἐπὶ κακῷ τεχθείς vgn
- *<αἰνότατον>
- δεινότατον vgA
- *<αἰνόμορον>
- κα<κοθάνατον> (Χ 481) r. vgn
- *<αἴνους>
- ἐπαίνους, ὕμνους (Sap. 18,9) vgA
- *<αἰνύμενος>
- ἀφαιρούμενος, λαμβάνων (# 232) A
- <αἴνυται>
- ἀφαιρεῖται, λαμβάνει (Ξ 144) r
- *<αἴνυτο>
- ἀφῃρεῖτο r ἐλάμβανεν (Λ 597) rA
- <αἰνῶ>
- παρίημι. παραιτοῦμαι. καὶ ἐπαινῶ. Σοφοκλῆς Ἀλκμέωνι (fr. 105)
- <αἵνων>
- πτίσσων
- <αἰνῶς>
- δεινῶς (δ 597) r. n καὶ χαλεπῶς, καὶ λίαν r ἢ μάλιστα
- <αἲξ οὐρανία>
- τὰ τοῦ λευκοῦ κυάμου γένη, ᾧ ἐψήφιζον καὶ ἐχειροτόνουν (Cratin. fr. 244)
- <αἲξ> [<αἶγα ἢ>] <τὴν μάχαιραν>
- παροιμία ἐπὶ τῶν †μελῶν τοῖς ἑαυτοῖς ποιούντων, ἀπὸ ἱστορίας τοιαύτης. Κορίνθιοι θυσίαν τελοῦντες Ἥρῃ, αἶγα τῇ θεῷ ἔθυον. τῶν δὲ κομισάντων μισθωτῶν κρυψάντων τὴν μάχαιραν καὶ σκεπτομένων ἔνθα ἀπέθεντο, ἡ αἲξ τοῖς ποσὶν ἀνασκαλεύσασα ἀνέφηνεν, καὶ τὴν μὲν σκῆψιν αὐτῶν διήλεγξεν, ἑαυτῇ δὲ τῆς σφαγῆς αἰτία γέγονεν. ὅθεν <ἡ> παροιμία
- *<ἀΐξας>
- ὁρμήσας (Ε 81) vgAS
- <αἰξωνεύεσθαι>
- κακηγορεῖν (Men. fr. 256)
- <Αἰξωνίδα τρίγλην>
- δοκοῦσι κάλλισται εἶναι αἱ Αἰξωνικαὶ τρίγλαι (Cratin. fr. 221)
- <Αἰολάδαι>
- παρὰ Δελφοῖς γένος τι
- *<αἰόλοις>
- τοῖς εὑρετικοῖς καὶ συνετοῖς A [κορέσσαι]
- *<ἀϊόνες>
- αἰγιαλοί (vg)
- <αἵ οἱ>
- αἵτινες αὐτῷ (Λ 228 ..)
- *<αἰόλα>
- ποικίλα Pp ταχέα
- <Αἰολεύς>
- ὁ καικίας ἄνεμος, ὁ Καΐκου
- <Αἰολίδης>
- ὄνομα (Ζ 154)
- *<αἰολίσας>
- ἀθροίσας (Ζ 279) (vg)
- <αἰόλλει>
- ποικίλλει. στρέφει. κινεῖ (υ 27)
- <αἰόλη νύξ>
- ἤτοι μέλαινα, ἢ ποικίλη διὰ τὰ ἄστρα. Σοφοκλῆς Τραχινίαις (94)
- <αἰολίδας>
- ποικίλους. ταχεῖς
- <Αἰολίη>
- ἡ τοῦ Αἰόλου νῆσος (κ 1)r
- <αἰολίζειν>
- ποικίλλειν (Soph. fr. 826)
- <Αἰόλιος>
- κιθαρῳδικὸς νόμος οὕτω καλούμενος
- <Αἰολίωνες>
- Αἰολεῖς, ἀπὸ τοῦ Αἰόλου
- <Αἰολικὸν θέαμα>
- ἀντὶ τοῦ Αἰτωλικόν, παρὰ Θεοκρίτῳ (1, 56) ἡ γὰρ Καλυδὼν Αἰολὶς ἐκαλεῖτο
- *<αἰολοθώρηξ>
- ποικίλον θώρακα ἔχων (Δ 489)r
- <αἰολόδωρον>
- ποικιλόδωρον (Greg. Naz. c. 1,1,3,5)
- <αἰόλος>
- *ποικίλος vgA ἢ εὐκίνητος. ἀπὸ <τοῦ> αἰολεῖν, ὅ ἐστι κινεῖν (Μ 167)
- <αἰολοτίας>
- ποικίλος
- <αἰολοπώλους>
- ταχυπώλους r ἢ ποικιλοπώλους. αἰολεῖν γὰρ τὸ κινεῖν (Γ 185)
- <ἅλιον>
- μάταιον (Δ 158) gS
- <ἄϊον>
- ἤκουον, καὶ ᾐσθανόμην (Ο 252)
- [†<αιον>
- κάταντες, ἢ ἑτεροκλινές, ἢ πλάγιον]
- <ἀΐοντες>
- αἰσθανόμενοι (Λ 532) T
- *<ἄϊον ἦτορ>
- ἐξέπνεον τὴν ψυχήν (Ο 252) A
- <αἰονᾶν>
- καταντλεῖν. σμήχειν. [λούειν r
- [<αἰουλγός>
- δεινός. ψευδής p]
- *<αἰπά>
- ὑψηλά (Θ 369) A χαλεπά
- <Αἴπεια>
- πόλις ἐν Ἄργει (Ι 152) r
- *<αἰπεινόν>
- ὑψηλόν (Ο 257)
- *<αἰπεῖα>
- ὑψηλή (Β 811) AP
- <ἇιπερ>
- ὥσπερ
- <Αἴπιον>
- πόλις Πελοποννήσου
- *<αἰπόλια>
- αἰγονόμια (Β 474) Σ
- *<αἰπολίου>
- αἰγιδίου (Prov. 24,66) A
- <αἰπόλος>
- *αἰγονόμος, ποιμὴν vgA τῶν αἰγῶν. Αἰπόλια δὲ αἱ τῶν αἰγῶν ἀγέλαι (Δ 275) καὶ [<<ἀίπολος>·> κάπηλος p παρὰ Κυπρίοις
- *<αἱ πορεῖαί σου>
- αἱ ὁδοί σου (Ps. 67,24) vA
- *<αἶπος>
- κάματος (Eur. Alc. 500?) ἢ ὑψηλὸς A τόπος. ἢ ὑλώδης (Eur. Phoen 581)
- <αἰπύ>
- *τὸ ὑψηλόν (Β 603) gAP καὶ χαλεπὸν (Ν 317) καὶ σκληρόν· ἢ πόλις τῆς Πύλου (Β 592)
- *<αἰπύν>
- ὑψηλόν (Ε 366) vn καὶ μέγαν, ὀλέθριον n καὶ χαλεπόν (Ζ 57)
- *<αἰπύς>
- μέγας vg δεινός (Λ 174) g ὑψηλός v μετέωρος
- <αἰπύτιον>
- [ὑψηλόν] τὸν τοῦ Αἰπύτου· Αἰπύτιον παρὰ τύμβον (Β 604) Αἴπυτος δὲ εἷς ἐστι τῶν τοῦ Ἀρκάδος παίδων, ἥρως <καὶ> βασιλεὺς Ἀρκάδων
- <αἰπυτάτην>
- ὑψηλοτάτην
- [<αιρ>
- ὀξύβαφον]
- <αἶρα>
- σφῦρα. ἀξίνη (Callim. fr. 115,12?) p
- a) <αἵ ῥα>
- αἵ τινες δή (Τ 31 ..) b) <αἱρετοί>· ἄρχοντες
- <αἴρας>
- ἀγρίας βοτάνας r
- <αἴρει>
- ἐγείρει (n) αὔξει. κουφίζει. βαστάζει. *κατὰ κράτος λαμβά- νει (Γ 446 ..) Σ
- <αἱρείτω>
- λαμβανέτω (Β 34)
- <αἴρειν μασχάλην>
- οὕτως εἰώθασι λέγειν ἀντὶ τοῦ ὀρχήσασθαι. οἱ δὲ τὸ ἀγροικικῶς ὀρχεῖσθαι
- <αἴρειν τραπέζας>
- παρατιθέναι
- <αἱρεῖ>
- δοξάζεις, ἡγῇ. Εὐριπίδης Φιλοκτήτῃ (fr. 802)
- *<αἵρεσις>
- βούλησις A
- <αἱρέσομεν>
- ἐπιλέξομεν
- *<αἱρετιεῖ με>
- προτιμοτέραν ἡγήσεταί με (Gen. 30,20) vgA
- <αἱρεθέντας>
- κατὰ κράτος ληφθέντας
- <αἱρετίζειν>
- αἱρεῖσθαι. ἀρέσκεσθαι
- *<αἱρετίς>
- A ἀγαπῶσα. ἀγαπωμένη (Sap. 8,4)
- *<αἱρουμένην>
- ἐπιλεγομένην. ὅθεν καὶ ὁ αἱρετικός, ὁ ἄλλο τι παρὰ τὴν ἀλήθειαν αἱρούμενος ἔχειν A
- *<αἱρετιῶ>
- προσλαμβάνω, αἱρῶ αὐτοὺς πρὸς ἐμαυτόν (Mal. 3,17) A
- <ἀϊόνες>
- αἰγιαλοί p
- *<αἱρετόν>
- ἐπιθυμητόν vgA ἐκλεκτικόν (Sir. 20,25 ..)
- *<αἱρετώτεραι>
- καλλιώτεραι (Prov. 16,16) A
- *<αἱρησαμένων>
- βουλευσαμένων gA
- *<αἱρήσαντας>
- πορθήσαντας A
- *<αἱρήσασθαι>
- λαβεῖν. βουληθῆναι A
- <αἱρήσεται>
- ἐκλέξεται (r)
- <αἱρησάμην>
- ἐξελεξάμην
- *<αἱρήσομεν>
- πορθήσομεν vgA ἐξερημώσομεν (Β 141) vg
- *<αἱρήσομαι>
- σκέψομαι, βουλεύσομαι, ἐκλέξομαι (Phil. 1,22? Eur. Or. 307?) vgA
- <Ἄϊρος>
- ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὀνομασθείς (σ 72)
- <αἴροντας>
- †μισοῦντας
- <αἰρόπινον>
- σκοτεινόν. καὶ τὸ [κόσκινον pdb ἐν ᾧ πυροὶ σήθον- ται (Ar. fr. 480)
- *<αἱροῦμαι>
- ἐπιλέγομαι vd ἢ λαμβάνω [ἢ βούλομαι n
- *<αἰρομένη>
- ἐπαραμένη vg
- *<αἱρουμένοις>
- βουλομένοις A(P)n
- *<ἄϊρον>
- ἄῤῥητον. ἀθώπευτον A ἀκολάκευτον
- *<Ἀτρυτώνη>
- ἀκαταπόνητε (Β 157) AS
- <αἶσα>
- μοῖρα· "λαχόντα τε ληΐδος αἶσα<ν>" (Σ 327) καὶ ἡ πεπρω- μένη· "αἶσα γὰρ ἦν ἀπολέσθαι" (θ 511) καὶ τὸ καθῆκον "ἐπεί με κατ' αἶσαν ἐνείκεσας" (Γ 59)
- <αἴσακος>
- ὁ τῆς δάφνης κλάδος r T. n ὃν κατέχοντες ὕμνουν τοὺς θεούς T. n
- <ἀΐσαντες>
- αἰσθόμενοι
- <αἰσάρων>
- εἶδος ἱέρακος
- <ἀισείεις>
- ἀιστικῶς ἔχεις
- <Αἴσηπος>
- ποταμός (Β 825 ..) καὶ ὄνομα κύριον (Ζ 21)
- <αἴσῃ>
- βουλῇ (Ι 608)
- <αἰσθάνεσθαι>
- κατανοεῖν
- *<αἴσθεσθε>
- μάθετε A
- <ἄϊσθε>
- ἐξέπνει (Υ 403)
- *<αἴσθησις>
- νόησις (Prov. 12,1 ..) d
- *<αἰσθήσεις>
- παρὰ τὸ αἰσθάνεσθαι A εἰσὶ δὲ τοῦ ἀνθρώπου σώματος αἰσθήσεις πέντε· ὅρασις, ὄσφρησις, ἀκοή, γεῦσις καὶ ἁφή vgA ἁφὴ δὲ λέγεται ἡ διὰ τῶν χειρῶν αἴσθησις A
- [<αἰσθητά>
- ὁρατά, τὰ τῇ αἰσθήσει ὑποπίπτοντα, [*τὰ ὁρώμενα vgAn Ἐσθῆτα δὲ ἱμάτιον]
- <αἰσθήματα>
- τὰ τῇ ὄψει γινόμενα πάθη
- *<αἰσθητήρια>
- τὰ μέλη, δι' ὧν αἰσθανόμεθα (Hebr. 5,14) APn
- *<αἰσθοίμην>
- νοήσαιμι A
- <αἴσθου>
- σύνες, ἄκουσον, γνῶθι
- *<αἴσθων>
- ἐν αἰσθήσει ἔχων An
- <αἴσια>
- *γνήσια. δεξιά vgn ἀγαθά
- <αἴσια>
- εἱμαρμένα. δίκαια, καθήκοντα (Ζ 62 v. l.)
- *<αἴσιον>
- ὁμοίως (Ω 376) (n)
- *<αἴσιμον>
- δεξιόν AP μεμοιραμένον A ἀγαθόν (A) συμφέρον p καὶ τὰ ὅμοια (Ι 245 ..)
- *<αἴσιμον ἦμαρ>
- ἡ μεμοιραμένη ἡμέρα (Θ 72) A
- *<αἴσιος>
- δεξιός. καλός (A) ἀγαθός pb εὐμενής (A)
- <αἰσιμία>
- θυσίας γένος
- <αἰσίως>
- καλῶς. δεξιῶς. Εὐριπίδης Τημένῳ (fr. 747)
- *<αἴσυλα ῥέζεις>
- ἀπρεπῆ πράττεις (Φ 214) vgA
- *<ἆισμα>
- ᾆσμα A
- <αἰσιμωμάτων>
- δαπανημάτων
- <αἰσοί>
- θεοί, ὑπὸ Τυῤῥηνῶν
- <ἄϊσον>
- ἄνισον. [*ἄγνωστον A]
- <ἀΐσονες>
- φραγμοί
- <ἀϊσόμενος>
- φραξάμενος
- <ἀΐσσονται>
- διασείονται A κινοῦνται. κρέμανται (Ζ 510)
- <αἱστίασις>
- ἄριστον
- *†<αἰστήτωρ>
- χοιροβοσκός g(A)n
- <ἀΐσσουσιν>
- ὁρμῶσιν (Λ 553)
- <ἀΐσσων>
- ὁρμῶν (Θ 88)
- <ἄϊστον>
- ἀφανῆ. ἀνήκοον <ἄγνωστον> (Ξ 258) A
- <ἄϊστος>
- ἀφανής b ἀνιστόρητος (α 242)
- *<ἀϊστωθείς>
- ἀφανισθείς (Σ)
- <ἀϊστώσας>
- διαχέας καὶ τήξας. Σοφοκλῆς Ῥιζοτόμοις (fr. 493). Κόρον ἀιστώσας πυρί
- *<ἀΐστορες>
- ἄπειροι (Eur. Andr. 682) APn
- <ἀϊστωθέντα>
- ἀφανισθέντα
- <αἰσυιητῆρι>
- τῷ νεανίᾳ. ὁ δὲ Ἀπίων, τῷ βασιλεῖ τῷ τηροῦντι τὰ αἴσια, ὅ ἐστι τὰ δίκαια (Ω 347)
- <αἴσυλα>
- κακά, [ἄδικα, ἁμαρτήματα (Ε 403) p
- *<αἰσυμνᾷ>
- βασιλεύει A ἄρχει. Εὐριπίδης Μηδείᾳ (19)
- <Αἰσύμη>
- πόλις Τρωϊκή (Θ 304) r
- <αἰσυμνῆται>
- οἱ τοῦ ἀγῶνος προεστῶτες (n) ἢ ὑπηρέται. ἢ οἱ νεανίαι (θ 258)
- <αἰσύφιος>
- δεινός b(p) ψευδής, ἀπατεών
- <αἴσχεα>
- ὀνείδη, [ὕβρεις AP] (Γ 242)
- *<αἴσχεα>
- αἰσχύνας <ὕβρεις> (Γ 242) AP
- †<αἰσχητήρια>
- τῶν ἱερῶν
- <αἴσχιστος>
- *αἰσχρότατος (Β 216) vn κακός, [μυσαρός r
- *<αἰσχίω>
- χείρονα vgAn
- <αἶσχος>
- αἰσχρότης, κακότης, κακία (Eur. Tro. 1114) [*λοιδορία. μῦσος vg αἰσχύνη (λ 433) vgn
- <αἰσχρά>
- μυσαρά. κακά p Εὐριπίδης Τρῳάσιν (384)
- *<αἰσχροκερδής>
- ἐπιθυμητὴς κακῶν (Ep. Tit. 1,7 ..) A
- *<αἰσχρουργίας>
- αἰσχρὰς ἐργασίας (Eur. Bacch. 1062?) A
- <αἰσχροῖς>
- τοῖς αἰσχύνην ἐνεγκεῖν δυναμένοις (Γ 38 ..)
- <αἰσχυνετάειν>
- καταισχύνειν
- <αἰσχύνη>
- ἐντροπή r
- <αἰσχύνει>
- αἰκίζεται. λυμαίνεται. αἶσχος περιτίθησιν (Ω 418)
- *<αἰσχυντηλός>
- αἰσχυντηρός APb
- <Αἰσώπου γελοῖον>
- οὕτως ἔλεγον τοὺς Αἰσώπου μύθους. καὶ ἐν τοῖς δικαστηρίοις κοινοῖς ἔστιν ὅτε τοῖς Αἰσωπείοις ἐχρῶντο μύθοις (Ar. Vesp. 566)
- *[<ἀΐτα>
- πνοήν] n
- [*<ἀΐταν>
- ἕτερον P]
- *<ἀΐτας>
- ἑταῖρος (Theocr. 12,14) Ab
- *<αἰτία>
- πρόφασις rp
- *†<Αιταί>
- θυγατέρες Διός, αἱ τοῖς δεομένοις βοηθοῦσαι (Ι 502) A
- †<αἰτῆ>
- ἀπλήρωτον
- <αἰτητά>
- τὰ κατ' ἔρανον διδόμενα
- *<αἰτιαμάτων>
- ἐγκλημάτων vg(n)
- <αἰτιατά>
- τὰ ἐκ τοῦ αἰτίου γινόμενα
- <αἰτίζειν>
- αἰτεῖν (ρ 222 ..)
- <αἴτης>
- πτωχός r
- <Αἰτίνη>
- πόλις οὕτω καλουμένη
- <αἴτιον>
- κατ' ἀρχὴν πραγματικόν
- *<αἰτήσας>
- ἀπολαύσας AP
- *<<αἰτιόῳτο>·> αἰτιᾶται. μέμφεται (Λ 654) n
- <αἴτιος>
- ποιητής, κτιστής
- <Αἴτνη>
- ὄρος Σικελίας r. n
- <Αἰτναῖον κάνθαρον>
- τὸν μέγαν (Ar. Pac. 73)
- <Αἰτναία πῶλος>
- ἡ Σικελική, ἢ μεγάλη, ἀπὸ μέρους. Σοφοκλῆς Οἰδίποδι ἐπὶ Κολωνῷ (312)
- <αἰτῶ>
- παρακαλῶ r
- †<ἄιττεσθαι>
- [δικάζειν, ἢ] διάζεσθαι
- <ἄιττων>
- ὁρμῶν
- <Αἰτώλιον>
- τὸν Αἰτωλὸν λέγει τῷ γένει (Δ 399)
- †<ἀΐτυρον>
- ὕαλλον (Ex. 28,19?)
- <αἰτῶμαι>
- αἰτιῶμαι
- <αἰτῶν>
- ζητῶν, παρακαλῶν (Matth. 7,8)
- *<αἰφνιδίως>
- ἐξάπινα (Thuc. 2,53,1) An
- <ἀΐφρουρος>
- †ἀιθάλη. Σοφοκλῆς (fr. 522?)
- *<ἀμιχθαλόεσσαν>
- τὴν ἀπρόσμικτον τῇ θαλάσσῃ, ἢ ὀμιχλώδη (Ω 753) A
- <ἀϊχθῆναι>
- ὁρμηθῆναι (Ε 854)
- *<ἀϊχθήτην>
- ὥρμησαν Ab δυϊκῶς (Ω 97)
- *<αἰχμάζει>
- πολεμεῖ, μάχεται AP
- *<αἰχμαί>
- πόλεμοι (APn)
- <αἰχμίον>
- δόρυ r
- *<αἰχμαλωτίζοντα>
- εἰς δουλείαν ἄγοντα μετὰ βίας (Rom. 7,23) A
- (*)<αἰχμάσας>
- ἀκοντίσας. πολεμήσας (Greg. Naz. c. 2,1,17,83 p. 1268)
- <αἰχμαλωτεύσας>
- προνομεύσας (r)
- *<αἰχμάλωτον>
- αἰχμῇ ληφθέντα, τὸν ἐκ πολέμου λαμβανόμενον A
- *<αἰχμάς>
- τὰς ἐπιδορατίδας, τὸν σίδηρον τῶν δοράτων gA
- *<αἰχμάσουσι>
- καταστοχάζουσιν (Δ 324) (g)
- [<αἴχματα>
- ἐχέματα. καλύματα]
- <αἰχμητάων>
- τῶν πολεμικῶν (Α 152 ..)
- *<αἰχμή>
- ἐπιδορατίς. ὁ σίδηρος τῶν δοράτων (Γ 348) n ἢ πόλεμος· Αἰχμὰς δ' αἰχμάσσουσι νεώτεροι (Δ 324)
- *<αἰχμητής>
- μάχιμος vgAn πολεμιστής (Γ 179 ..) vgA
- <αἴχμιπποι>
- πολεμικοὶ ἱππεῖς (p)
- *<αἰχμή>
- λόγχη v δόρυ
- <αἰχμόδετος>
- αἰχμάλωτος. Σοφοκλῆς Αἰχμαλώτισιν (fr. 44)
- *<αἶψα>
- εὐθέως A ὠκέως, ταχέως (Α 303 ..) vn
- *<αἶψα καὶ ὀτραλέως>
- ταχέως πάνυ (Τ 317) gAPp
- <αἶψά κεν>
- εὐθέως ἄν (Ν 486 ..)
- (*)<αἶψα λέλοιπεν>
- εὐθὺς καταλέλοιπεν (Greg. Naz. 1,2,1,587 p. 566)
- [<αἴψεα>
- τὰ μέλη r οἱ δὲ <ἅψεα>]
- <αἱ ψελλίζουσαι>
- αἱ ἀσήμως λαλοῦσαι (Esai 29,12 ..)
- <αἰψηρά>
- ταχέα, κοῦφα r κἂν σὺν τῷ λάβδα λέγηται, <λαιψηρά>. Ἀρίσταρχος δὲ ἐπὶ τῷ· λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν (β 257) ἀντὶ τοῦ αἰψηρῶς, ταχέως, ὡς καὶ τό· βάσκ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα (Θ 399) ἀντὶ τοῦ ταχέως. καί· τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών (Δ 182) ἀντὶ τοῦ εὐρέως.
- <αἰολιγγή>
- σκιὰ ὀλιγόχρονος p
- <αἰολικῶς>
- ποικίλως
- <αἰών>
- ὁ βίος τῶν ἀνθρώπων, [ὁ τῆς ζωῆς χρόνος n ἆνερ, ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο (Ω 725) Τινὲς δὲ τῶν νεωτέρων [τὸν νωτιαῖον <μυελὸν> ἀπέδωκαν, ὡς ἱπποκράτης· "<τὸν αἰῶνά τις νοσήσας ἑβδομαῖος ἀπέθανε>" d. ποτὲ δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ μακροῦ χρόνου νοεῖται. καὶ ὁ ἐν παντὶ τῷ σώματι μυελός. Εὐριπίδης δὲ Φιλοκτήτῃ (fr. 801) <αἰῶνα> τὴν ψυχὴν λέγει· ἀπέπνευσεν αἰῶνα.
- <Αἰώρα>
- ἑορτὴ Ἀθήνῃσιν, ἣν οἱ μὲν ἐπὶ τῇ Μαλέου Τυῤῥηνοῦ †θυειν φασι· οἱ δὲ ἐπὶ Κλυταιμνήστρας καὶ Αἰγίσθου· οἱ δὲ ἐπὶ Ἠριγόνῃ Ἀλήτιδι τῇ Ἰκαρίου
- <αἰωρούμενοι>
- μετεωριζόμενοι (r. p)
- <αἰωρήσας>
- ἐκκρεμάσας
- <ἀκά>
- τὸ ὀξύ. καὶ ἄκρον τῆς φάλαγγος. [ἢ μάχη p
- <Ἀκαδημία>
- λουτρόν, ἢ πόλις, λέγεται δὲ γυμνάσιον Ἀθήνῃσιν, ἀπὸ Ἀκαδήμου ἀναθέντος. καὶ τόπος. καλεῖται γὰρ οὕτως <ὁ> Κεραμεικός
- <ἀκαδῆσαι>
- λυπηθῆναι
- <ἀκάζεσθαι>
- ἀνιάζεσθαι
- <ἀκάθαρτον>
- μανιῶδες. Ἀχαιὸς Οἰδίποδι (fr. 30)
- *<ἀκαθαίρετον>
- τὸ μὴ χειρούμενον, ἢ ἀφανιζόμενον A
- *<ἀκάθεκτον>
- ἀκατάσχετον gAPn ἀκράτητον gAP
- †<ἀκάθεσθαι>
- ἀνιᾶσθαι. στέρεσθαι. οἱ δὲ <ἀκάζεσθαι
- ἀκαθόν>
- ἀγαθόν
- *<ἀκαθοσίωτον>
- ἄκοσμον vgAn
- <ἀκέσσειν>
- ἀποθεραπεύσειν
- <ἄκαινα>
- μέτρον τί. ἢ κέντρον, ἐν ᾧ ἀροτριῶντες κεντοῦσι (Callim. fr. 24,6) Σ καὶ ἄκανθα
- <ἀκέραιος>
- ἄκακος. ἐλευθέριος. ἢ ἀσφαλής
- <ἀκακαλλίς>
- ἄνθος ναρκίσσου. Κρῆτες
- *<ἀκάκητα>
- ὁ μηδενὸς κακοῦ ἄξιος A ἀντὶ τοῦ ἀκακήτης (Π 185)
- †<ἀκάκαστον>
- ἀκαμπές
- <ἀκακέμφατος>
- κακῆς φήμης ἀπηλλαγμένος
- <ἀκακία>
- βοτάνη
- †<ἀκακίαγος>
- ὁμῶς δυνάμενος ... (Π 185)
- <ἀκακίεις>
- συνίεις
- <ἀκακίει>
- συνίει
- <ἀκακοίμεθα>
- λυποίμεθα (Π 16)
- <ἀκάκωτος>
- ἄλυπος
- †<ἀκαλαυρόπις>
- καλλίραβδος
- <ἀκαλά>
- ἄψοφα, ἥσυχα
- <Ἀκαλανθίς>
- ταχεῖα κύων, ὀνοματικῶς. καὶ ὄρνεον μικρόν (Ar. Av. 872 Pac. 1078)
- <ἀκαλῆφαι>
- κνίδαι (Ar. Lys. 549)
- *<ἀκαλλές>
- ἄμορφον vgA
- <ἀκαλαρείταο>
- ἀκυμάντου, πρᾴως ῥέοντος (Η 422)
- <ἀκαλόν>
- ἥσυχον, πρᾷον, μαλακόν
- <ἀκαλυφῆ> καὶ <ἀκάλυφον>
- ἄστεγον, ὕπαιθρον (Soph. Phil. 1327)
- <ἀκάμαλα>
- τὴν κάμηλον
- <Ἀκαμαντίς>
- φυλή, ἀπὸ Ἀκάμαντος
- <ἀκάμαντα>
- ἀκοπίαστον (Σ 239) καὶ κύριον ὄνομα ἑνὸς τῶν Ἀντήνορος υἱῶν ‖ καὶ ὄρος ἐν Κύπρῳ οὕτως καλούμενον. ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Ἀκάμαντος, τοῦ Δημοφῶντος μὲν ἀδελφοῦ, υἱοῦ δὲ Θησέως
- *<ἀκάμας>
- ἀκοπίατος, ὁ μὴ κάμνων (Σ 239 ..) P
- <ἀκάματον>
- πολύ, καὶ ἄφθονον [πολύ] (Ο 598)
- <ἀκάματον πῦρ>
- ἄπειρον πῦρ (Ε 4 ..)
- *<ἀκαμπής>
- σκληρός gA
- <ἄκαμπτοι δρόμοι>
- οἱ εὐθεῖς καὶ ἁπλοῖ. <κάμπειοι> δὲ οἷς ἀπεδέδεικτο καμπή, ἣν περιέθεον
- <ἄκαμπτος>
- ἀκατάκλαστος, ἀκαμπής (Eur. Hipp. 1268)
- <ἀκαμπίας>
- ὁ εὐθὺς δρόμος [ἢ δρομεύς]
- [<ἄκανος] ἄκανθα>
- <χη>ρὸς εἶδος. ἔστι δὲ καὶ ἡ ῥάχις τῶν σφονδύλων, Εὐριπίδης Τρῳάσιν (117) καὶ τοῦ ἰχθύος (Aesch. fr. 275,3)
- <ἀκάνια>
- ξυλίνου ...
- <ἄκανθαι>
- ἄκανοι, ῥάχεις
- <ἀκανθές>
- ἀκανθῶδες
- <ἀκανθίας>
- τέττιγος εἶδος
- <ἀκάνθινον>
- ῥάμνος. καὶ ἐχῖνος
- <ἀκάνθιον>
- ἀκάνιον
- <ἄκανθα>
- λεύκη, ἢ μελάμφυλλον r
- [<ἄκανθον>
- ἄγναπτον]
- <ἀκανθόνωτος>
- ἐχῖνος
- <ἄκανθος>
- περίραμμα ὑφασμένον. καὶ ζῷον, φυτόν, καὶ πτηνόν
- <ἀκανθυλλίς>
- στρουθοῦ γένος
- *<ἀκαπήλευτος>
- ἀνόθευτος (An)
- <ἄκαρα>
- τὰ σκέλη. Κρῆτες
- <ἄκαρ>
- ἀντὶ τοῦ ἀκαρῆ (Antipho fr. 146 Bl.)
- *<ἀκαρεῖ>
- βραχεῖ A ταχέως n
- <ἀκαρές>
- τὸ περὶ τῷ μικρῷ δακτυλίδιον
- <ἀκαρέως>
- ὁλοσχερῶς
- <ἀκαρής>
- ἀντὶ τοῦ ἀκαριαίου. ἐνίοτε δὲ τὸ βραχύ, ὃ οὐδὲ κεῖραι οἷόν τε
- <ἀκαριαία ῥοπή>
- ὀλίγη, μικρά P
- <ἀκαριαῖον>
- τὸ πρόσφατον. ἢ ἄναρχον. ἢ ἀκέφαλον. *τὸ βραχύ. τὸ ὀλίγον vgAn
- <ἄκαρνα>
- δάφνη
- <ἀκάρναξ>
- λάβραξ
- <ἄκαρον>
- τυφλόν
- <ἄκαρπον>
- ἄγονον
- <ἀκαρσύας>
- ὁ ἀνίκητος
- *<ἀκαρτέρητος>
- ἀνυπομόνητος A
- <ἄκασκα>
- ἡσύχως, μαλακῶς, βραδέως (Cratin. fr. 126)
- <ἄκαστος>
- ἡ σφένδαμνος
- <ἀκασκαῖα>
- ἀναπεπαυμένα. ἡρμοσμένα
- <ἀκαστόφρων>
- συνετός
- <ἀκαταγώνιστον>
- ἀήττητον
- <ἀκαταγνώστως>
- ἀνεπιλήπτως (p)
- *<ἀκαταιτίατον>
- ἀνέγκλητον vgAn ἀκατηγόρητον vgA
- *<ἀκατάληκτον>
- ἄπαυστον. Λήγειν γάρ ἐστι τὸ παύειν vg(A)
- *<ἀκατάλληλον>
- ἀνάρμοστον (vgP) ἀκατάστατον (v)n
- *<ἀκαταμάχητον>
- ἀνίκητον, ἀήττητον (Sap. 5,20) vgA
- *<ἀκατάσειστον>
- βέβαιον, ἑδραῖον, ἀσάλευτον vgA
- <ἀκατασκεύαστον>
- ἀφιλοκάλητον p
- *<ἀκατεύναστον>
- ἀκοίμητον vgAn
- <ἀκάτια>
- ὑποδημάτων εἶδος (Ar. fr. 7396 III 726 K.) ἢ τὰ μεγάλα ἄρμενα
- <ἀκάτιον>
- τὸ ἐν ἀκατίῳ ἱστίον. ἢ ὁ διοπεύων τὴν πόλιν ἄρχων. ἢ ὁ δικαστής. ἢ ὁ μέγας ἱστός. ἢ ναῦς, ἤγουν πλοῖον. ἔστι δὲ καὶ φιάλη, ἴσως διὰ τὸ ἐοικέναι στρογγύλῳ πλοίῳ (Theopomp. com. fr. 3)
- <ἀκαχήατο>
- ἐλελύπηντο (Μ 179)
- <ἀκαχέδαται>
- λυποῦνται (Ρ 637)
- <ἀκαχείζεο>
- ἐν ἄχει γίνου, λυποῦ (Ζ 486)
- <ἀκαχεῖν>
- †συσχεῖν. λυπῆσαι
- *<ἀκαχήμενος>
- λυπούμενος (Ω 550 ..) T. (Pb)
- <ἀκαχμένον ἔγχος>
- ἠκονημένον δόρυ, ἐστομωμένον (Ξ 12 ..)
- <ἀκαχῦναι>
- ἀνιᾶσθαι (Antim. fr. 122 W?)
- <ἀκάχοιτο>
- λυποῖτο (Θ 207)
- <ἀκεᾶνες>
- ἰχθύες, ὑπὸ Ἀμπρακιητῶν
- <ἀκεανοί>
- οἱ μὲν τὰ ἐν τοῖς φακοῖς στρογγύλα. οἱ δὲ σπέρμα οὐχ ἑψόμενον, οὐδὲ διαιρούμενον (Pherecr. fr. 188)
- *<ἀκέαστος>
- ἄκλαστος (Greg. Naz. 1,1,3,73 p. 414) T. (vgA)
- *<ἀκέεσθαι>
- θεραπεύειν Pp
- †<ἀκελλεά>
- ἔκλεψαν. οἱ Ταραντῖνοι
- <ἀκέλευθα>
- ἄνοδα. καὶ ἐν θυτικῇ σημεῖον, ὅταν μὴ ᾖ κέλευθος
- †<ἀκέλευμνον>
- οὐ βεβηκὸς ἀσφαλῶς. οἱ δὲ τὸν σκληρὸν σίδηρον
- *<ἅ κεν>
- ἅτινα (Θ 405 ..) Pn
- *<ἀκεῖσθαι>
- ἰᾶσθαι g παραιτεῖσθαι (Eur. Med. 199)
- [<ἀκεινά>
- κέντρον βοῶν ἀρότρου]
- †<ἀκείνης>
- ἀκοινώνητος
- *<ἀκεῖον>
- τὸ φάρμακον, καὶ ἕτοιμον ...
- <ἀκειόμενον>
- ῥάπτοντα. καὶ ἰώμενον (ξ 383)
- <ἀκέοντο>
- ἐθεραπεύοντο, ἰῶντο (Χ 2)
- <ἀκέοντες>
- ἡσυχάζοντες (ξ 195)
- <ἀκεόντως>
- ἀψοφητὶ καὶ ἡσύχως [σύνηθες δὲ τῷ ποιητῇ, τοῦ μέτρου ἕνεκα χρῆσθαι τοῖς βραχέσιν ἀντὶ τῶν μακρῶν, καὶ τοῖς μακροῖς ἀντὶ τῶν βραχέων]
- *<ἀκέουσα>
- ἡσυχάζουσα (Α 565 ..) (A)
- <ἀκέουσι>
- θεραπεύουσι p
- <ἀκέρα>
- ἔνδυμά τι πολυτελές
- *<ἀκέραια>
- σῶα. [ἀβλαβῆ Pn
- *<ἀκέραιον, ἀνεπίπληκτον>
- καθαρόν, ἄκακον (Eur. Tr. 922) gA (Pn)
- <ἀκερδής>
- βλαβερός. ἀνωφελής
- †<ἀκερχές>
- ἀπενεχθές
- <ἀκερσίλα>
- μυρσίνη. Σικελοί
- *<ἀκερσεκόμης>
- τὴν κόμην μὴ κειρόμενος (Υ 39) b
- <ἀκερσεκόμης>
- ὁ ἄκαρτος τὰς κόμας, ἐξ οὗ δηλοῦται τὸ ἀπενθές. διὸ καὶ Φοῖβος λέγεται ὁ Ἀπόλλων, καθαρὸς ὢν παντὸς πάθους (Υ 39)
- *<ἀκέσασθαι>
- ἰάσασθαι g (Pn)
- <ἀκέσαιο>
- ἐξιάσαιο (Δ 36)
- <ἀκέσεων>
- ἀποθεραπεύσεων
- *<ἄκεσιν>
- ἴασιν (Hdt. 4,90,1 ..) A (n)
- *<ἀκέσματα>
- ἰάματα (Ο 394) gP
- <ἀκέσμιον>
- ἰάσιμον
- *<ἀκεσμόν>
- θεραπείαν, ἰατρείαν (A)
- *<ἀκεσσίπονον>
- <θεραπευτικόν> Σ
- <ἀκεσταί>
- εὐίατοι (Ν 115)
- <Ἀκεσταῖοι ὄχοι>
- Σικελικὰ ὀχήματα (Soph. fr. 611)
- *<ἀκέστρια>
- ἠπήτρια Σ
- <ἀκεστήριον>
- ἠπητήριον
- <ἄκεστρον>
- φάρμακον. Σοφοκλῆς Παλαμήδῃ (fr. 439)
- <ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν>
- μεταφορικῶς, εὐΐατοι καὶ εὐκατάλ- λακτοι (Ν 115) [λέγεται δὲ καὶ ὀχήματα Σικελικὰ ἀπὸ πόλεως Σικελίας]
- <ἀκεστῶν>
- θεραπευτῶν
- [<ἀκέοντο>
- θεραπεύοντο, ἰῶντο]
- *<ἀκέστωρ>
- ἰατρός vgAnP θεραπευτής (Eur. Andr. 900) Pp
- <ἀκεύει>
- τηρεῖ. Κύπριοι
- <ἀκεόμενα>
- θεραπευόμενα
- <ἀκέων>
- ἡσυχάζων Pb καὶ ἡσυχάζουσα· ἤτοι Ἀθηναίη ἀκέων ἦν (Δ 22) ἢ ἐκπλαγεῖσα
- [<ἀκέται>
- ἐπίατοι. ἀκατάλλακτοι]
- *<ἀκή>
- αἰχμὴ σιδήρου. ἢ ἡσυχία γ ἢ θεραπεία. ἢ ἰάματα n
- <ἀκηδέα>
- ἀταλαιπώρητα
- <ἀκηδέδαται>
- λύπῃ κατέχονται (Ρ 637)
- <ἀκηδέες>
- ἀφρόντιδες (ρ 319). ἄταφοι. ἄλυποι
- †<ἀκηδής>
- αἰσχύνη. ὕβρις. ἀμέλεια
- <ἀκηδεῖς>
- ἀφροντίστους, *ἀμελεῖς A
- <ἀκήδεσεν>
- ἠφροντίστησεν (Ξ 427) b
- *<ἀκηδέστως>
- ἀμελῶς. [ἀφροντίστως (Χ 465) vg
- <ἀκηδής>
- ἄταφος g ἄλυπος (Ω 554) v
- <ἀκηδία>
- †ἀλυποῦσα (b)
- †<ἀκηκές>
- μέγα
- <ἀκήδεστοι>
- κηδείας μὴ τυχόντες (Ζ 60)
- *<ἀκήλητον>
- ἄθελκτον A σκληρόν
- <ἀκήδωτος>
- κηδείαν μὴ ἔχων
- <ἀκήλητος>
- ἀπαραλόγιστος. ἀκολάκευτος. ἀμετάβολος (κ 329)
- *<ἀκηλίδωτον>
- ἄσπιλον gAP καθαρόν (Sap. 7,26) vgAn
- *<ἀκήματα>
- ἰάματα (Ο 394) gP
- <ἀκήμων>
- ἐκκεχυμένος
- *<ἀκήν>
- ἡσυχίαν A(b)
- <ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ>
- ἀντὶ τοῦ [ἥσυχοι A καὶ ἐκπλαγεῖς, ἢ ἀχανεῖς (Γ 95 ..)
- <ἀκὴν ἦγες>
- ἡσυχίαν ἦγες
- <ἀκήνιον>
- ἡσύχιον
- <ἀκηράσιον>
- ἄφθορον, ἄφθαρτον, [ἀκέραιον gA καθαρόν, θεῖον, ἁγνόν (ι 205)
- †<ἀκῆραι>
- ἀκρόταται
- <ἀκήρεα>
- ἀβλαβῆ
- *<ἀκηρεσία>
- ἀφθαρσία A
- <ἀκήρια>
- ἀκέραια, σῶα
- <ἀκήριοι>
- *ἄψυχοι (Η 100) vg(n) ἄφθαρτοι. ἄνοσοι
- <ἀκήρυκτον>
- ἄγνωστον. ἀφανὲς δὲ Σοφοκλῆς Θυέστῃ (fr. 240)
- <ἀκήρυκτος>
- ἀνεπικηρύκευτος
- *<ἀκήρυκτος>
- μέγας τις. ἀδιάλλακτος (Dem. 18,262) (vg) A
- †<ἀκῆσκος>
- τάλαρος
- *<ἀκητόν>
- κράτιστον A
- <ἀκηχεδόνες>
- λύπαι
- <ἀκήχεται>
- ἀδημονεῖ
- <ἀκί>
- φυτόν τι [καὶ ἀκιδᾶται]
- [<ἀκιανώτερον>
- ἀσθενέστερον]
- <ἀκιβδήλευτος>
- *ἀκακούργητος AP ἄδολος p
- <ἀκίβδηλον>
- *καθαρόν q. vgAn ἁγνόν, σεπτόν. [ἢ δόκιμον, n ἀπαρεγχείρητον, ἐπὶ νομίσματος
- *<ἀκίδας>
- τοῦ βέλους τὰς ὀξύτητας vgA
- *<ἀκιδνόν>
- ἀσθενές. εὐτελές A
- <ἀκιδνότερον>
- ἀσθενέστερον, ταλαιπωρότερον, ἀθλιώτερον (σ 130)
- <ἀκιδωτόν>
- βέλος χωρὶς σιδήρου. (Prov. 25,18?) ἢ ὅρμον· ἐπὶ τῆς κατασκευῆς
- <ἀκιδρωπάζω>
- ἀμβλυωπῶ
- <ἄκικυς>
- ἀσθενής A ἀδύνατος, κατὰ στέρησιν, ἤτοι τοῦ κινεῖν, ἢ τῆς κίκυος, ἥτις περὶ τὴν κίνησιν λέγεται ἰσχύς (ι 515)
- *<ἀκίμων>
- ἑτοίμων (A)
- <ἀκιναγμός>
- τιναγμός, κίνησις
- <ἀκινάκης>
- *δόρυ Περσικόν. vAn ξίφος
- <ἄκινος>
- πόα τις
- <ἀκίμενοι>
- ἰώμενοι. μεταφορικῶς ἀπὸ τοῦ θεραπεύειν (Π 29)
- <ἀκίονες>
- ἀστήρικτοι
- <ἀκιρῆ>
- ἀσθενῆ. οὐκ ἐπιτεταμένα
- †<ἀκηρί>
- καλόν
- <ἀκιρίς>
- λύχνος
- <ἀκιρός>
- †ὁ βοῤῥᾶς
- <ἀκιρῶς>
- εὐλαβῶς. ἀτρέμας
- <Ἄκις>
- ποταμὸς Ἀσίας, ἢ ἐν Κατάνῃ. ἢ ὅπλον, *ἢ βέλος σιδηροῦν A ἢ τὸ σιδήριον τοῦ βέλους An
- *<ἀκίσιν>
- ὀξύτησιν A
- *<ἀκίχητα>
- ἀκατάληπτα (Ρ 75) vgAn
- *<ἀκίδες>
- τὰ σιδήρια τοῦ βέλους (A)n
- <ἀκιώτατοι>
- ἄσηπτοι. Κὶς γὰρ θηρίου γένος (Hes. op. 435)
- †<ἄκκαθεν>
- ἄναλθεν
- <ἀκκαῖον>
- εὐκαταφρόνητον
- <ἀκαλανσίρ>
- ἀκανθυλλίς, παρὰ Λάκωσιν
- *<ἀκκίζειν>
- γυναικίζεσθαι. προσποιεῖσθαι (g) μωραίνειν (gb)
- *<ἀκκίζεται>
- θηλύνεται gA
- *<ἀκκισμός>
- προσποίησις (T) A(n)
- *<ἀκλέα>
- ἄδοξον (δ 728) vgAP
- *<ἀκλεῶς>
- ἀδόξως (Eur. Or. 786 ..) gA
- <ἀκλεεῖς>
- ἄδοξοι (Μ 318)
- <ἀκλήρῳ>
- ἔχοντι μὴ κλῆρον μηδὲ οὐσίαν, ἤτοι πτωχῷ (λ 490)
- *<ἀκληρεῖ>
- οὐ μετέχει (2. Macc. 14,8) gA(P)n
- *<ἄκλητον>
- ἀνώνυμον A
- <ἀκλινής>
- ἀνυπότακτος
- <ἀκλυδώνιστον>
- ἀτάραχον
- *<ἀκλόνητος>
- <ἀτάραχος>, κλόνος γὰρ ἡ ταραχή (v)gA(P)
- <ἀκκόρ>
- ἀσκός. Λάκωνες
- <ἀκκός>
- παράμωρος. λέγεται δὲ παιδίοις, ὡς μωροῖς
- <ἀκλάδας>
- ἀμπέλους ἀκλαδεύτους. Αἰολεῖς
- <ἄκλεπτοι>
- οὐ παραλογιζόμενοι, ἀληθεῖς. Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ (fr. 628)
- <ἀκληῖδας>
- ἀζύγους
- <ἀκλήϊστα>
- τὰ οὔπω κλεϊζόμενα, τὰ τῶν Βακχίων
- *<ἄκμα>
- νηστεία, ἔνδεια (2. Macc. 1,7) ASP
- *<ἀκμάζει>
- νεάζει, νεωτερίζει vgAS αὔξει gP
- <ἀκμαία>
- ἀκμάζουσα (b) θάλλουσα
- *<ἀκμαιοτάταις>
- νεωτάταις (vg)AS
- *<ἀκμαῖς>
- ὀξύτησιν (Eur. Bacch. 1207 ..) ASP
- <ἀκμαίων>
- ὀξέων
- *<ἀκμή>
- νεότης vgn ἡλικία (Eur. Alc. 316) A
- *<ἀκμὴ καλεῖ>
- καιρὸς καλεῖ (Eur. Hec. 1042) gAP
- *<ἄκμηνος>
- ἄσιτος (AS) νῆστις Sb ἄγευστος ἄρτου (Τ 163) AS
- *<ἀκμήν>
- ἔτι (Matth. 15,16?) ASP
- *<ἀκμῆτες>
- μὴ κάμνοντες gAS ἀκοπίαστοι (Λ 802) d
- *<ἀκμητί>
- ἀκαματεί Sp
- <ἄκμητοι>
- ἀκοπίαστοι
- *<ἀκμοθέτοιο>
- τοῦ τόπου, ἔνθα κεῖνται οἱ ἄκμονες (Σ 410) AS
- <ἀκμοθέτῳ>
- τῷ κοιλώματι, ἐν ᾧ ὁ ἄκμων τίθεται (Σ 476)
- <ἄκμονα>
- ἀλετρίβανον. Κύπριοι
- <Ἀκμονίδης>
- ὁ Χάρων. καὶ ὁ Οὐρανός. Ἄκμονος γὰρ παῖς (Callim. fr. 498?)
- <ἄκμων>
- ἀπαθής [Κρόνος]. οὐρανός. ἢ σίδηρον, [ἐφ' ᾧ ὁ χαλκεὺς χαλκεύει S ἔστι δὲ καὶ γένος ἀετοῦ
- [<ἀκάαπτον>
- ἀκατάκλαστον]
- *<<ἄκναπτον>·> ἄγναφον Ap ἱμάτιον. καὶ ἀκόλαστον
- <ἄκνηστις>
- τὸ μέσον τῆς ῥάχεως, ὅπερ κνήσασθαι ζῷον ἀδυνατεῖ (κ 161)
- <ἀκοάζῃ>
- ἀκούεις
- <ἀκοαστῆρες>
- ἀρχή τις παρὰ Μεταποντίοις
- [<ἀκινίησιν>
- αἱ ἀγκάλαι]
- <ἄκοιτις>
- ἡ ὁμόκοιτις. [γυνὴ σύγκοιτος (Γ 138 ..) (A)
- [<ἀκαλλαρίταο>
- πράως ῥέοντος, ἀκμάντ(ου)]
- <ἀκόλακοι>
- οἳ οὐκ ἂν κολακευθεῖεν
- <ἀκολασία>
- *ἀκρασία AS ἔλλειψις τῆς σωφροσύνης. ἡ εἰς τὰ ἀφροδίσια καταφέρεια
- <ἀκόλαστον>
- *θρασύ. κακόν AS ἀσελγές. ὑβριστικόν.
- <ἀκόλουθος>
- ὁ νεώτερος παῖς. θεράπων δὲ ὁ περὶ τὸ σῶμα
- <ἀκόλους>
- ψωμούς (n) παρ' ὃ ἡ τροφὴ ἀχόλους ποιεῖ καὶ ἡμέρους τοὺς φαγόντας (ρ 222)
- <ἀκόμνιον>
- σιμόν.
- <ἀκομιστίη>
- ἀμέλεια (φ 284)
- [<ἀκόμης>
- οὐκ εὐδιάκονος οὐδὲ πανοῦργος.]
- <ἆκον>
- ἀκούσιον. Σοφοκλῆς Οἰδίποδι Τυράννῳ (O. Col. 977)
- <ἄκομψον>
- *ἀπάνουργον q. (vg)A ἁπλοῦν· Ἀρχιλόχοις. οὐκ εὖ διακείμενον.
- *<ἀκονᾷ>
- θήγει, ὀξύνει AS
- <ἄκονδος>
- ἄχαρις. Κονδὰς γὰρ χάρις ἐστίν.
- <ἀκονιτί>
- ἀμαχητί. [ἢ χωρὶς κονίσεως (Dem. 18,200 ..) b
- *<ἀκονήτως>
- ἀκοπιάστως, ἀπόνως. AS
- <ἄκοντες>
- ἀκοντίζοντες. μὴ θέλοντες.
- <ἀκοντίαι>
- ὄφεις τινές. λέγουσιν καὶ ἀκοντίλοι.
- <ἀκοντιάς>
- βοτάνη τις οὕτω καλουμένη, τοὺς κύνας θεραπευο- μένη τῶν τῆς †δάκης ὄφεων.
- *<ἀκοντίζει>
- <τοξεύει> vgn ἄνω ῥίπτει. vg
- <ἀκοντικόν>
- φάρμακον οὕτω καλούμενον.
- <ἀκόντιον>
- *δοράτιον vgASn μικρὰ λόγχη AS ῥάχιν δὲ Μακε- δόνες. καὶ στρατεύματος μέρος Ἀγριανῶν Αἰολεῖς.
- †<ἄκονοι>
- ἀτρόμητοι. ἄτρωτοι, ἄπληκτοι.
- <ἀκοντιστύν>
- ἀκοντισμόν (Ψ 622) (b)
- <ἀκόντων>
- ἀκοντίων, δοράτων (Δ 137 ..)
- †<ἀκοράζεσθαι>
- ἀκροᾶσθαι.
- †<ἀκοραῖος>
- βλαβερός, ἀνωφελής.
- <ἀκοῤῥαί>
- ἄκανθαι.
- <ἀκόρητος>
- ἄπληστος, ἀκόρεστος (Η 117) n ἀσάρωτος
- <ἀκόρητος>
- ἀπλήρωτος (Η 117) b [ἄσωτος]
- <ἄκορνα>
- ἀκανθῶδες φυτόν.
- <ἀκορνοί>
- ἀττέλεβοι.
- <ἄκορον>
- πόα τις, βοτάνη.
- <ἀκορύφωτα>
- ἀναρίθμητα, πολλά.
- †<ἀκόρωδον>
- ἀκτένιστον ‖ ἄκαρπον. ἀξύλιστον.
- *<ἀκόρητος>
- ἀκόσμητος vgAn Κορεῖν γὰρ τὸ σαίρειν, παρὰ Ἀττικοῖς. vgn
- *<ἄκος>
- ὑγεία, θεραπεία gP φάρμακον (Ι 250 ..) SP καὶ γενεά S
- *<ἄκοσμα>
- ἄτακτα vgn (AS) ἀπρεπῆ (Β 213) (AS)
- <ἀκοστή>
- κριθή, παρὰ Κυπρίοις. q
- <ἀκοστήσας>
- κριθιάσας q ἀδδηφαγήσας (Ζ 506) AS κατὰ τοὺς γλωσσογράφους, ἀπὸ τοῦ ἄκος λαμβάνειν. τίθησι δὲ τὸ ἄκος ἐπὶ τῆς ἀποπαύσεως τοῦ τε λιμοῦ καὶ τῆς δίψης· πίον τ' ἀκέοντό τε δίψαν. (Χ 2) ὁ δὲ Ἀριστόνικος, ἐν ἄχει .... γενόμενος, διὸ ἐπιφέρει· δεσμὸν ἀποῤῥήξας θείει πεδίοιο κροαίνων (Ζ 507) ὃ καὶ βέλτιον εἴρηται. τινὲς δὲ ἄδην πληρωθείς.
- (*)<ἄκοσμον>
- ἄτροπον, ἄτακτον, ἄμορφον.
- <ἀκόστιλα>
- ἐλάχιστα.
- <ἄκοτον>
- ἀόργητον (Pind. Pae. 1,3) (Sp)
- <ἀκουάζεσθον>
- τιμῆς ἀξιοῦσθε (Δ 343)
- <ἄκουε>
- ἤκουε (η 11)
- <ἀκουέμεν>
- ἀκούειν. (Α 547)
- <ἄκουσα>
- ἤκουσα (Α 396 ..) ἢ μὴ βουλομένη.
- <ἀκούσαμεν>
- ἠκούσαμεν (Β 194)
- <ἄκουσμα>
- φήμη.
- *<ἀκουτίσας>
- διδάξας (g)
- *a) <ἀκούσιος>
- ὁ μὴ θέλων vgAS b) <<ἀκούσιον>>· παρὰ προαίρε- σιν ASn.
- <ἀκουσθήσομαι>
- ἀκούσω.
- *<ἀκουστόν>
- μέγα. παρὰ τὸ ἀκούεσθαι AS λαλητόν vgn
- <ἀκοῦ>
- θεράπευε. (Soph. Tr. 1036?)
- <ἀκουάζεσθαι>
- αἰσθάνεσθαι. ἀκούειν (ν 9 ..)
- <ἄκουρον>
- μὴ γεννήσαντα παῖδα ἄῤῥενα "τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα <βάλ'> ἀγρυρότοξος Ἀπόλλων μίαν οἴην παῖδα λιπόντα" (η 64). τῶν ἅπαξ ἡ λέξις.
- <ἀκουσείων>
- ἀκουστικῶς ἔχων (Soph. fr. 900)
- [<ἀκούσιος>
- ὁ μὴ θέλων. ἀπροαιρέτως.]
- <ἀκόρητον>
- ἀπλήρωτον. (Υ 2)
- <ἄκρα>
- ἀκρόπολις. ἀρχή, ἢ τέλος.
- *<ἀκράαντον>
- ἀτελείωτον (Β 138) P
- *<ἀκραγής>
- ἀπαχθής. gAS
- †<ἄκοψον>
- ἀδρανῆ.
- *<ἀκράδαντον>
- ἄσειστον, ἀσάλευτον vgAS(n)
- <ἀκραῆ>
- ἄκρως πνέοντα, οὔτε σφοδρῶς, οὔτε ἐλλειπόντως (β 421)
- <ἀκραγές>
- δυσχερές. σκληρόν. ὀξύχολον. ἀσθενές.
- †<ἄκραι>
- κρόταλα.
- *<ἀκραίας>
- ἄκροις <ἱδρυμένης> (Eur. Med. 1379) AS
- <ἄκραι νῆες>
- αἱ πρῶται πρὸς θαλάσσης. (Ο 653)
- *<ἀκραίνει>
- ἀκρατεῖ AS
- *<ἀκραιφνές>
- καθαρόν (Eur. Her. 537) vgASn ἀληθές. n
- *<ἀκραιφνέστερον>
- ἀληθέστερον (A)
- <ἀκραιφνής>
- καθαρός (g) ἀκριβής. ἀληθής p
- [<ἀκράκιον>] <ἀκέραιον>
- πρόσφατον.
- <ἀκραέα>
- οὔριον.
- <ἀκραμύλα>
- κοχλίας.
- [<ἄκραγον>
- ἀδιαῤῥίπιστον, ἀστεργές.]
- <ἀκρανές>
- ἀκρατές
- <ἄκραντον>
- τὸ μὴ κατὰ νόμους ...
- *<ἀκρασίας>
- ἀνωμαλίας. παρὰ τὸ μὴ συγκεκρᾶσθαι vgA
- *<ἀκράτειαν>
- ἀκρασίαν A
- <ἀκρατῆ>
- ἄπρακτα. ἀκράτητα.
- <ἀκρατές>
- ἀσθενές. Εὐριπίδης Αἰόλῳ (fr. 40)
- *<ἄκρατος>
- ἀμιγής. ἀσυγκέραστος AS
- <ἀκρατῶς>
- ἀνυπομονήτως.
- <ἀκραχολία>
- ἡ πρόχειρος ὀργή (Hippocr. Ep. 7,11)
- <ἀκρέα>
- παῖς θήλεια. Μακεδόνες.
- <Ἀκρέα>
- ἡ Ἀθηνᾶ. καὶ ἡ Ἀφροδίτη.
- *<ἀκρεμόνες>
- βλαστοί. κλάδοι. vgASn
- <ἄκρη λόγχη>
- κέρκος. ἢ μικρόν ...
- <ἀκρήμορον>
- ἀστεργές.
- [<ἀκρήμονες>
- κλάδοι, καὶ βλαστοί. ἢ <ἀκρέμονες>]
- <ἀκρήπεδος>
- γῆ ἀγαθή
- <ἀκρής>
- ὁ διά τινα ἔκπληξιν ἄφωνος γενόμενος.
- <ἀκρηθής>
- ἄψεκτος.
- <ἄκρης πόλιος>
- διαλελυμένως [ὅ ἐστι διῃρημένως] τῆς ἀκρο- πόλεως (Ζ 257)
- <ἀκρηστής>
- δοῦλος.
- <ἀκρῆστις>
- ῥάχις, καὶ ἄκρα.
- <ἀκρηστολοῦχος>
- δοῦλος.
- <ἄκρητοι>
- [ἀχώριστοι, ἀδιάκριτοι.] αἱ δι' ἀκεράστου οἴνου γινόμεναι. (Β 341)
- <ἀκρίζων>
- ἄκροις ποσὶν ἐπιπορευόμενος. Εὐριπίδης Οἰνεῖ (fr. 570)
- <Ἀκρία>
- ἡ Ἀθηνᾶ ἐν Ἄργει, ἐπί τινος ἄκρας ἱδρυμένη, ἀφ' ἧς καὶ Ἀκρίσιος ὠνομάσθη. ἔστι δὲ καὶ ἡ Ἥρα, καὶ Ἄρτεμις καὶ Ἀφροδίτη προσαγορευομένη [ἐν Ἄργει] κατὰ τὸ ὅμοιον, ἐπ' ἄκρῳ ἱδρυμέναι.
- *<ἄκριες>
- τὰ ἄκρα τῶν ὀρέων AS
- <ἄκριας>
- ἄκρας, ἀκρωρείας (ι 400)
- <ἀκρίβεια>
- ἡ ἀκριβὴς κατάληψις
- <ἀκριβές>
- ἄκρον. Εὐριπίδης Φιλοκτήτῃ (fr. 803)
- <ἀκριβῶς>
- ἄκρως (Eur. Med. 532)
- *<ἀκριβολογεῖται>
- ἀκριβῶς ἐξετάζει AS
- [<ἀκρίνας>
- γωνίας. καὶ καθαρός, ἁγνός]
- <ἀκρινόμος>
- ὕλης ἐπιμελητής, παρὰ Λάκωσιν
- †<ἄκριον>
- ποῖον
- <Ἀκρισίας>
- Κρόνος, παρὰ Φρυξίν
- <ἄκριστιν>
- πέπτριαν. ἀλετρίδα. Φρύγες
- <ἄκριτα>
- ἀτέλεστα. ἀκορύφωτα. *πολλά. μὴ ἀριθμούμενα (Γ 412) Pn
- <ἀκρίστιος>
- ἡ ἐπάνω τοῦ ἱστοῦ καθεζομένη. ἔστι δὲ ἡ ἄτιμος
- <ἄκριστοι>
- ἄκρα ὀρῶν, λόφοι, γωνίαι
- *<ἄκριτα νείκεα>
- ἀδιακρίτους φιλονεικίας (Σ 205) ASP
- <ἀκριτάγωνον>
- πολύγωνον
- <ἀκροβάται>
- ἀρχή τις παρὰ Ἐφεσίοις τῆς Ἀρτέμιδος θυσιῶν ...
- *<ἀκριτόμυθος>
- πολύλογος καὶ λίαν ἀδιακρίτους ἔχων τοὺς λόγους vgAS
- <ἄκριτον>
- πολύ. καὶ ἀδιάστατον *καὶ [ἀδιαχώριστον (Η 337) bΣ
- <ἀκριτόμυθε>
- πολλὰ καὶ ἀδιάστολα καὶ ἀδιαχώριστα λέγων, ὅ ἐστι συγκεχυμένα καὶ ἀδιάτακτα, ἢ ἀδιανόητα καὶ ἄλογα. κριτήριον <γὰρ> τῶν φρονίμων ὁ λογισμός, τῶν δὲ ἀφρόνων τὸ πάθος, ἄλογον καθ' ἑαυτό (Β 240)
- *<ἀκριτόφυλλον>
- πολύφυλλον gAS οὗ διακρῖναι τὰ φύλλα οὐκ ἔστιν (Β 868) (gΣ)
- <ἀκριτόφωνοι>
- βαρβαρόφωνοι. συγκέχυται γὰρ ἡ τῶν βαρβά- ρων φωνή (Β 867?)
- <ἀκροβάζειν>
- ἄκροις τοῖς ποσὶν ἐπιβαίνειν
- <ἀκροβημάτιζε>
- ἐπ' ἄκροις τοῖς βήμασιν ἵστασο
- †<ἀκροβᾶσθαι>
- ὑπακούειν, ὑποτετάχθαι (Antiph. or. fr. 62)
- <ἀκροβολαί>
- αἱ τοῦ ἡλίου βολαί
- <ἀκροβελίδες>
- ἄκρα τοῦ ὀβελίτου ἄρτου ἢ τῶν ὀβελίσκων (Archipp. fr. 10)
- *<ἀκροβολίζει>
- ἀκοντίζει AS πόῤῥω ἰών
- *<ἀκροβολίζεσθαι>
- τὸ ἐν πολέμῳ κατάρχεσθαι συμβολῶν Σ
- *<ἀκροβολισμός>
- παρὰ τὸ ἄκρως βαλλόμενον (AS)
- *<ἀκροβόλοι>
- ἀκοντισταί, τοξόται vgAS
- *<ἀκροδίκαιον>
- τὸ ἔσχατον τῆς δίκης (Clem. Al. strom. 2,123,3) AS
- *<ἀκρόδρυα>
- ἀρχὴ καρπῶν Pn, καρποί (Cant. 7,14)g
- *<ἀκροδρύων>
- ἀρχῶν n καρπῶν, δένδρων vg ὡς ἐκ τοῦ δρυός (Cant. 4,13) gAS
- †<ἀκρόδρυον>
- πλῆρες μέτρον, παρὰ Ταραντίνοις
- <ἀκροζύγια>
- τοῦ βοεικοῦ ζυγοῦ [ἤγουν] τὰ μέσα [ζεύγλη]
- <ἀκροθάλυπτα>
- ἀκρόκαυστα
- <ἀκροθινιάζειν>
- ἀκροθιγγάνειν. καὶ ἀπάρχεσθαι
- <ἀκροθιγῶς>
- τὸ λαβεῖν τῷ ἄκρῳ τοῦ δακτύλου (p) τι, ἢ βραχύ
- <ἀκροθιγῶς>
- λεπτομερῶς
- <ἀκροθίνιον>
- ἀπαρχὴ καρπῶν (b) ἢ σκῦλα, λάφυρα, ἀπαρχαί (Eur. Phoen. 282)
- *<ἀκροθινίων>
- ἀπαρχὴ τῶν θινῶν. Θῖνες δέ εἰσιν AS οἱ σωροὶ τῶν πυρῶν ἢ κριθῶν AS(n) ἢ πᾶσα ἀπαρχή (Hebr. 7,4) q. ASP
- *<ἀκροθώρακες>
- μέθυσοι vgAS
- <ἀκρόκνεφα>
- πρὸς ὄρθρον
- <ἀκρότης>
- ἀρχή
- *<ἄκροι>
- ἄκραι A ἢ †δοῦλοι (A)
- <ἀκροκελαινιόων>
- ὁ τὰ ἄκρα μέλανα ἔχων φαινόμενα <διὰ> τὸ πλῆθος ὑδάτων. ἅπαξ δὲ εἴρηται ἡ λέξις (Φ 429)
- *<ἀκρόκομοι>
- τὰ ἄκρα τῆς κεφαλῆς κομῶντες (Δ 533) gAS
- <ἄκρα κόρυμβα>
- τὰ ἀκροστόλια τῶν νεῶν (Ι 241) gAS
- <ἀκρομύλη>
- ἡ ἐπιγουνὶς μύλων, ἢ μύλος αὐτός
- *<ἄκρον>
- μετέωρον, AS ὑψηλόν (Eur. Bacch. 1064) (v)
- <ἀκρόπολις>
- τὸ ἄκρον τῆς πόλεως
- *<ἀκρόπολον>
- ἔρημον. ἔννομον AS
- <ἀκροπόλοισιν>
- ἀκρίοις, τοῖς κατὰ τὰς ἄκρας ἀναστρεφομένοις ἐρήμοις (Ε 523)
- <ἀκροπόρους>
- τοὺς ὀβελίσκους, ἐπιθετικῶς <διὰ τὸ περὶ τὸ ἄκρον αὐτῶν πείρεσθαι τὰ κρέα> (γ 463)
- <ἀκροπόσθια>
- τὰ ἄκρα τοῦ αἰδοίου [διὰ τὸ περὶ τὸ ἄκρον αὐτῶν πείρεσθαι τὰ κρέα]
- <ἀκρόσφυρα>
- γένος ὑποδημάτων γυναικείων
- <ἀκροτάτων>
- ὑψηλοτάτων, ἀνωτάτων
- *<ἀκρωτηριάζειν>
- τὰ ἄκρα τέμνειν (2 Macc. 7,4) vgAS
- <ἀκρότητα>
- πολυκρότητα †αὐτοῖς γενόμενα, ὥστε μηδὲ συγκρο- τεῖσθαι μηδὲ συμπεσεῖν [ἀκρότης] (trag. ad. 93)
- <ἀκροατήριον>
- τόπος ἐν ᾧ συνάγονται ἀκροάσασθαι τὰ μαθήματα
- *<ἀκροτόμῳ>
- ὀξυτάτῳ λίθῳ, [ἢ ὑψηλῷ v καὶ σκληρῷ, τέμνοντι (Iob 28,9)
- <ἄκροτον>
- ἀδιαῤῥίπιστον. ἀπαίδευτον
- <ἀκροῦν>
- ὄρους κορυφή, ἢ ὄρος
- <ἀκρουνοί>
- ὅροι, ὑπὸ Μακεδόνων
- †<ἄκρουρον>
- ἄκρατον
- <ἄκρουρα>
- οὐραί
- *<ἀκροφύσια>
- τὰ ἄκρα τῶν ἀσκῶν, ἐν οἷς οἱ χαλκεῖς τὸ πῦρ ἐκφυσῶσιν AS
- <ἀκρουχεῖ>
- ἄκρον ἔχει. Ἄκρον δὲ ὄρος τῆς Ἀργείας, ἐφ' οὗ Ἀρτέμιδος ἱερὸν ἱδρύσατο Μελάμπους καθάρας τὰς Προιτίδας, †ἤγουν ταῖς Χάρισιν. Σοφοκλῆς Ἰφιγενείᾳ (fr. 283)
- <ἀκροχάλιξ>
- ἀκροθώραξ, ἡμιμεθής. Χάλις γὰρ ὁ ἄκρατος οἶνος· χαλᾷ γὰρ τὰς φρένας
- *<ἀκρόχειρος>
- ἀνδροφόνος gAS
- †[<ἄκρου>
- ἄκραι]
- *<ἀκροχορδόνας>
- ὄνομα πάθους AS
- [<ἀκροβέλια>
- τὰ ἄκρα τοῦ ὀβελίσκου καὶ τοῦ ὀβελιάρτου]
- *<ἀκρῷα>
- σπλάγχνα, ἔντερα [ἀκρῶα] AS
- *<ἀκρωμῖται>
- οἱ μείζονες AS
- <ἀκρώμια>
- οἱ κατακλεῖδες
- <ἀκρωνία>
- ἀθροίσματα. παράστασις, πλῆθος (Aesch. Eum. 188)
- *<ἀκρωνία>
- ἀθροισμός gAS
- <ἀκρωρείαις>
- ταῖς ἄκραις τῶν ὀρέων, *ἤτοι ἐξοχαί, κορυφαί. εἰς τρία γὰρ τὸ ὄρος μεμέρισται· εἰς ἀκρώρειαν, εἰς ὑπώρειαν, καὶ εἰς τέρμα. καὶ ἀκρώρεια μέν ἐστιν ἡ κορυφή, ὑπώρεια δὲ τὰ πλευρὰ τοῦ ὄρους, τέρμα δὲ τὸ τελευταῖον [τοῦ] vgb
- *<ἄκρως>
- μεγάλως (vASn) ὀξέως AS
- <ἀκρώσσει>
- ἀκροᾶται. ἑκὼν [οὐχ] ὑπακούει. †προσποιεῖται
- *<ἀκρωτηριάσαι>
- κόψαι. ἢ ἀχρειῶσαι AS
- *<ἀκρωτηρίοις>
- τὰ ἄκρα τῶν ἐντέρων AS
- *<ἀκρωτήριον>
- ὑψηλὸν τόπον AS
- <ἀκρωτήρια>
- τὰ ἐπάνω τῶν ναῶν ζῴδια ἀνατιθέμενα. Δωριεῖς
- <ἀκρωτηριάσας>
- τὰ ἄκρα ἀποτεμών
- *<ἀκτάς>
- αἰγιαλούς, [πετρώδεις τόπους vgAS
- <Ἀκταία>
- ἡ Ἀττικὴ πρώτως οὕτως ἐκαλεῖτο. καὶ ἡ ἐκ τοῦ Ἀκτίτου λίθου κατασκευασθεῖσα, τοῦ Πεντελικοῦ
- <ἀκταίνειν>
- μετεωρίζειν (Aesch. Eum. 36)
- <ἀκταίνουσα>
- τρέμουσα. ἢ ἀσφαλῶς κρατοῦσα
- <ἀκταῖοι ἰχθύες>
- οἱ μὴ πελάγιοι, ἀλλ' αἰγιάλιοι (Hippocr. morb. 2,74 ..)
- <ἀκταίου>
- παραθαλασσίου
- <ἀκταΐζων>
- ἀκτᾴζων. προθυμούμενος. ἢ ὁρμῆς πληρῶν. ἢ μετεωρίζων
- <ἀκταϊσμένον>
- προῃρημένον
- <ἀκταιωρεῖν>
- ἀκτὰς φυλάττειν
- <ἀκτέα>
- δοράτιον. κάμαξ
- <ἀκτέανοι>
- ἀκτήμονες (gAS)
- <ἀκτῖνος>
- ὁδηγός. Συρακούσιοι
- <ἀκτέριστον>
- ἄταφον T
- <ἄκτενος> [*ὀρθός AS (vw)] ἀξίνης κροῦσμα
- <ἀκτέϊνοι> [ἄφατοι.] αἱ κράνιοι ῥάβδοι [ἢ περὶ τῶν Ἀθῶ χώρα]
- <ἀκτή>
- τροφή. <ἢ περὶ τὸν Ἄθω χώρα> (Thuc. 4,109,1)
- <ἀκτή>
- a) ὁ αἰγιαλὸς καὶ ὁ παραθαλάσσιος τόπος, τῷ προσαράς- σεσθαι αὐτῷ τὰ κύματα, ὅ ἐστι ῥήγνυσθαι καὶ κατάσσεσθαι. διὸ καὶ ῥηγμῖνα τὸν αὐτὸν τοῦτον τόπον ἐνίοτέ φησι, διὰ τὴν γιγνομένην τῶν κυμάτων περὶ αὐτὸν ῥῆξιν καὶ ἄραξιν (Β 395). <Ἀκτὴν> δὲ καὶ τὸ τελευταῖον τοῦ ἀλφίτου κάταγμα καλεῖν εἴωθεν Ὅμηρος, διὰ τὴν κάταξιν. ὡς ὅταν λέγῃ· ἀλφίτου ἀκτήν (Λ 630) ‖ [λέγομεν οὖν καὶ αὐτοί, παρὰ τῶν πλωτήρων μαθόντες, <ἄκρας> τοὺς τοιούτους τόπους] b) Οἶδε δὲ καὶ ἄλλο τι ἡ συνήθεια καλούμενον <ἀκτήν>, ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος οἶμαι τοῖς πλοϊζομένοις λαβοῦσα. <ἐκεῖνοί τε γὰρ εἰς τοὺς τοιούτους τῶν τόπων ἀποβάντες ἑστιῶνται, αὐτή τε τοὺς ἐπ' εὐωχίαις ἀφωρισμένους τόπους <ἀκτὰς> καλεῖ, κἂν τύχωσι μὴ παραθαλάς- σιοι ὄντες. ‖ a) Ἔστι δὲ καὶ πόλις Πελοποννήσου>
- <ἀκτῇ ἔπι προὐχούσῃ>
- ἐν τῷ ἐξέχοντι μέρει τοῦ αἰγιαλοῦ (ω 82)
- <ἀκτήμων>
- πένης p ἐνδεής (Ι 126) (n)
- <ἀκτημοσύνη>
- ἔνδεια
- <Ἀκτίς>
- οἰκέτου ὄνομα. παρὰ δὲ Συρακουσίοις ὁδηγός. ἢ [ναῦς S
- <Ἀκτίτης λίθος>
- ἀπὸ τῆς ἐν Πελοποννήσῳ Ἀκτῆς. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 65)
- (*)<ἄκτιστον>
- ἀποίητον (Greg. Naz. c. 1,1,3,42) (p)
- <Ἀκτορίωνε>
- Ἄκτορος παῖδες (Β 621 ..)
- †<ἀκτοσύνη>
- ἀπρέπεια. ἀσχημοσύνη
- *<ἀκτῶν>
- αἰγιαλῶν AS
- <ἄκτωρ>
- ὁ ἀγωγεύς, ἱμάς, σχοινίον
- <ἀκτωρεῖ>
- τὰ παρὰ θάλασσαν φυλάττει
- <ἀκτώρια>
- ἀκτὰς ἢ φυλακάς
- <ἀκτωρούς>
- γεωρούς. ἢ φύλακας (p)
- <ἄκυδον>
- ἄδοξον S
- <ἀκυητήριον>
- φάρμακον πρὸς τὸ μὴ κυεῖν †γυναικεῖον
- *<ἄκυθον>
- ἄγρυπνον gAS
- *<ἀκύκλιος>
- ἀπαίδευτος (Plat. fr. 227) Σ
- <ἀκυλέης>
- ἀετός
- <ἀκυλλόν>
- τὸ αἰδοῖον. Λυδοί
- <ἄκυλος>
- ὁ τῆς πρίνου καρπός. <βάλανος> ... (κ 241)
- <ἀκύμων>
- στεῖρα, ἄτεκνος, ἄτοκος, *μὴ γεννῶσα vgAn μὴ ἔχουσα κύημα (Eur. Andr. 158) gA
- *<ἀκύμονα>
- ἀτάραχον vgn
- <ἀκύμονος>
- πολυκυμάτου. ἢ πολυκύμονος
- *†<ἀκυντόν>
- ἀπρόσιτον AS
- <ἀκυρής>
- ἀτυχής
- <ἀκύρημα>
- ἀτύχημα
- <ἄκυον>
- ἀτόκιον
- <ἄκυπριν>
- ἀμιγῆ, παρθένιον
- <ἄκυρον>
- παλαιωθέν
- <ἄκυροι>
- ἄπειροι †μακρὰν οὖσαν. <κῦρος> γὰρ τέλος
- <ἀκυρολογεῖ>
- ψευδολογεῖ
- <ἀκυρόεντα>
- ἀνάρμοστα. ἄκυρα
- <ἀκυρῶσαι>
- ψευδοποιῆσαι. καταργῆσαι
- <ἄκυτος>
- ἄτοκος, στερίφη
- <ἀκύρματα>
- ἀποτεύγματα
- [<ἀκχός>
- ὠμός AS]
- <ἀκχάνθαρ>
- κράββατος. Λάκωνες
- <ἀκχημονικά>
- καὶ κακοπαθήεντα
- <ἀκωδώνιστον>
- ἀδοκίμαστον (Ar. Lys. 485) <κωδωνίσαι> γὰρ τὸ δοκιμάσαι λέγεται.
- *<ἀκωκάς>
- ὀξύτητας g(b)
- <ἀκωκή>
- ἡ τῆς ἐπιδορατίδος ἀκμή (Ε 16)
- <ἀκων>
- *μὴ θέλων (Eur. Phoen. 630 ..) A ἢ τῶν δοράτων
- <ἀκώπητον>
- ἀπαρασκεύαστον, ἀπὸ τῶν νεῶν τῶν μὴ ἐχουσῶν κώπας. ἢ ἄνοπλον. <κώπη> γὰρ ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους
- <ἄκωλος>
- ἄπους
- *<ἀκώριαι>
- ἄκανθαι AS
- <ἅλα>
- *θάλασσαν (Α 141) vgAS ἢ οἶνος Κύπριοι
- <ἀλάβα>
- μέλαν ᾧ γράφομεν
- <ἀλάβαστος>
- λήκυθος
- *<ἀλάβαστρον>
- μυροθήκη λίθινος <ἢ> ψήφινος (Matth. 26,7) vgAS
- <ἀλάβη>
- λιγνύς. σποδός. καρκίνος. ὑπὸ δὲ Κυπρίων μαρίλη
- <ἀλάβη>
- ἄνθρακες
- †<ἀλάβητοι>
- θόρυβοι
- †<ἀλαβυτῷ>
- θορύβῳ (Β 149)
- *<ἀλαβῶδες>
- ἀνθρακῶδες gAS κεκαπνισμένον pw
- [<ἀλάβαστρον>
- φωκάδιον, ἢ καννίον (Matth. 26,7)]
- <Ἀλαβώς>
- ποταμός
- *<ἅλα>
- εἰς τὴν θάλασσαν (Α 141 ..) n
- <ἅλαδε μύσται>
- ἡμέρα τις τῶν Ἀθήνησι μυστηρίων
- <ἄλα δῖαν>
- θάλασσαν (Β 152 ..) An
- <ἄλαζα>
- αἰσχρά
- <ἀλαζονεύεσθαι>
- ψεύδεσθαι. ἢ ἀπαισχύνεσθαι. Ταραντῖνοι
- <ἀλαζών>
- *ὑπερήφανος (Hab. 2,5) vgAn. ψεύστης A ἢ ἀπὸ ἄλης ζῶν [ὅ ἐστιν ἄλας]
- *<ἀλαζονεύεται>
- ὑπερηφανεύεται (Sap. 2,16) vg
- <ἀλαθέας ὥρας>
- λέγει γάρ, ὅτι κυκλισμῷ πάντα <φανερὰ> ποιοῦσιν (Pind. fr. 30)
- <Ἁλαί>
- δύο δῆμοι τῆς Ἀττικῆς
- <ἄλεθρα>
- ἄλευρα
- <ἀλαιθερές>
- χλιαρόν. ἡλιοθερές
- <ἀλεός>
- ὁ μάταιος. ph ἄφρων. Αἰσχύλος (fr. 410)
- <ἀλακάται>
- γῆς ἔντερα. οἱ δὲ σφῆκας
- <ἀλάκητον>
- ἀψόφητον
- <ἀλακῶσαι>
- ἁθροῖσαι
- †<ἀλακῶσαι>
- συνάγεται
- *<ἀλαλαγμός>
- ἐπινίκιος ὕμνος vgAS ἢ εὔφημος βοή (Ps. 26,6 ..)
- *<ἀλαλάζει>
- ἐπινικίως ἠχεῖ A
- <ἀλάλαγξ>
- ἡ πλάνη
- *<ἀλαλύκτημαι>
- κατὰ διάνοιαν ταράσσομαι ASP
- *<ἀλαλάξατε>
- ἐνυψώσατε τὴν φωνήν (Ps. 80,1) vgAS
- <ἀλαλήμενος>
- πλανώμενος (ξ 122) *ἢ ἀνατετραμμένος gA
- <ἀλάλημαι>
- πεπλάνημαι (Ψ 74). T. p
- <ἀλάλητο>
- ἐπεπλάνητο
- <ἀλάλητα>
- ξύλα ποταμόκλυστα, γομφώδη
- <ἀλαλητά>
- τεθορυβημένα
- <ἀλαλίαν>
- πονηρίαν. ἀταξίαν. Σοφοκλῆς Ἐπιταιναρίοις (fr. 211)
- *<ἀλαλκεῖν>
- βοηθεῖν (Τ 30) A
- <ἀλάλκῃ>
- ἀπαλεξήσῃ. βοηθήσῃ
- <ἀλαλκομενηΐς>
- ἡ ἀλάλκουσα τῷ ἑαυτῆς μένει, ὅ ἐστι βοηθοῦσα (Ε 908)
- <ἀλαλύκτημαι>
- τεθορύβημαι. ἀπὸ τοῦ κατὰ διάνοιαν ἀλᾶσθαι (Κ 94)
- <ἀλαλύσθαι>
- φοβεῖσθαι. ἀλύειν
- *<ἀλάλκοι>
- ἀπαλεξήσοι, βοηθήσαι (Φ 138) AS
- <ἀλαμπές>
- τὸ μὴ λάμπον
- <ἀλανές>
- ἀληθές
- <ἀλανέως>
- ὁλοσχερῶς. Ταραντῖνοι
- [<ἀλαμπάν>
- τὸν ἥλιον, ὅτι ἀναλάμπειν]
- [ἀλαός]
- ὁ τυφλός vgAb [ἢ μάταιος p] παρὰ τὸ ἀλᾶσθαι κατὰ τὴν πορείαν (θ 195)
- <ἀλαοσκοπίη>
- τύφλωσις τῶν ὀφθαλμῶν (Ν 10?)
- <ἀλαπαδνός>
- *ἀσθενής vgASn εὐχείρωτος. *ἄνανδρος (Β 675) ASP
- *<ἀλαπαδνότερον>
- ἀσθενέστερον (Δ 305) (A)
- *<ἀλαπάζοντα>
- πορθοῦντα (Ε 166) A
- *<ἀλαπάξαι>
- πορθῆσαι vgAS ἐκκενῶσαι (Ι 136) P
- [<ἀλαπλός>
- ἀσθενής]
- <ἄλαρα>
- τὸ τοῦ δόρατος εἰς τὸν αὐλὸν τῆς ἐπιδορατίδος ἐμπῖπ- τον. ἢ κάρυα Ποντικὰ ... ἀφ' ὧν γίνεται τὰ δόρατα
- <ἀλαρῦναι>
- ῥυπᾶναι
- <Ἁλασάρνη>
- Κῴων δῆμος
- <ἀλᾶσθαι>
- πλανᾶσθαι. Ἄλη γὰρ ἡ πλάνη (Κ 141)
- *<ἄλαστα>
- ἄτλητα. ἀνεπίληστα. ἄτιμα. δεινὰ (Eur. Phoen. 343 ..) ἢ μιαρά AS
- *<ἀλασταίνει>
- δυσπαθεῖ AS
- <ἄλαστε>
- σχέτλιε. ἁμαρτωλέ (Χ 261)
- †<ἀλαστεῖν>
- ἐρευνᾶν
- <ἀλαστήσας>
- *δεινοπαθήσας AS σχετλιάσας p χαλεπήνας, [ἀγα- νακτήσας T *δυσφορήσας (Μ 163) AS
- <ἀλαστοῖς>
- ἀνεπιλήστοις. χαλεποῖς, δεινοῖς
- *<ἄλαστον>
- δεινόν, κακόν AS [ἢ ἀδιάλειπτον] (Ω 105)
- <ἀλάστορες>
- παλαμναῖοι, οἱ μιάσμασιν ἐνεχόμενοι. ἢ οἱ μεγάλα ἁμαρτάνοντες
- <ἀλαστόρων>
- *ἀσεβῶν AS τῶν μιάσμασιν ἐνεχομένων (Eur. Or. 1669)
- <ἀλάστωρ>
- *πικρὸς δαίμων ASn Ζεύς
- *<ἀλᾶται>
- πλανᾶται vgA [πηδᾶ] ῥέμβεται g
- *<ἀλᾶτο>
- ἐπλανᾶτο (Ζ 201) A
- [<ἀλατρίας>
- ἁμαρτωλίας]
- <ἀλαυρίδας>
- σχίζας
- <ἀλαῶν>
- τυφλῶν
- <ἀλαῶν>
- τρυφῶν. λακίζων, ἐκτυφλῶν. βροχίζων. στερίσκων
- <ἀλαῶπιν>
- σκοτεινήν, οὐ βλέπουσαν
- <ἀλαωτύν>
- στέρησιν ὀφθαλμῶν, τύφλωσιν [οὐ βλέπουσαν] (ι 503)
- *<ἀλάωσεν>
- ἐτύφλωσεν (α 69) AS
- <ἀλλαχόσε>
- εἰς ἄλλον τόπον
- <ἄλγας>
- ἀλγηδόνας
- †<ἀλγᾷ>
- κρύπτει
- <ἄλγεα>
- *ἀλγεινά, κακά AS ὀδύνας. πήματα (α 4 ..)
- <ἀλγείη>
- ἀῤῥωστία. <μα>λακ<ία> Ἴωνες
- a) †<ἀλγεόθυμος>
- ἀνώδυνος τῇ ψυχῇ. b) <ἀλεεινός>· θερμός
- *<ἀλγηδόνα>
- πόνον AS
- *<ἀλγηρά>
- λυπηρά AS ἀλγεινή. χαλεπή (Ierem. 10,19)
- <ἄλγιον>
- λυπηρότερον (δ 292)
- <ἀλγίστη>
- χαλεπή (ψ 655)
- *<ἄλγος>
- πόνος. πένθος (Eur. Hec. 663 ..?) vgAP
- *<ἀλγύνει>
- λυπεῖ. βαρεῖ (Eur. Med. 398) An [ἀφανίζει]
- *<ἀλγύνοιτο>
- λυποῖτο vgAS
- *<ἀλγύνονται>
- καταπονοῦνται AS
- <ἀλδαίνει>
- αὔξει. ἀπὸ τῆς ἄλσεως, ὅ ἐστιν τῆς αὐξήσεως (σ 70 ..)
- *<ἀλδήσκοντος>
- αὐξανομένου (ψ 599) ASP
- <ἀλδαίνεται>
- πίμπλαται, αὔξει, βλαστάνει
- †<ἄλδετα>
- ἄτμητα
- <ἀλέα>
- *θέρμη vgAS θάλπος
- <ἀλεάζειν>
- κρύπτειν. ἢ προβάλλειν. καὶ εἴργειν. θερμαίνειν. ἀφα- νίζειν
- <ἁλεάζω>
- ἀθροίζω
- <ἁλεάζων>
- δικαζόμενος (p)
- <ἀλέασθαι>
- φυλάξασθαι. [πηδῆσαι.] ἀναχωρῆσαι. *θερμαίνεσθαι vgS
- <ἀλεαινοίμην>
- θερμαινοίμην (Ar. Eccles. 540)
- <ἄλεαρ>
- ἀλεωρίαν. ἢ πολυωρίαν
- *<ἀλεῖ>
- ἀλήθει b
- *<ἀλεία>
- πορεία S ἢ ἄλημα
- <ἀλέγει>
- φροντίζει (π 307) S
- <ἀλέγειν>
- λόγον μὴ ἔχειν
- <ἀλεγεινοί>
- ἀλγεινοί. χαλεποί. δυσχείρωτοι. ἢ μὴ δυνάμενοι χωρὶς ἀλγηδόνος ὑπὸ θνητοῦ δαμασθῆναι (Κ 402)
- <ἀλεγύνεται>
- κακοῦται. ἐλαφροῦται. ἐλαττοῦται. ἢ φροντίζεται
- *<ἀλεγίζω>
- ἐπιστρέφομαι S φροντίζω (Α 180) SP
- <ἄλεε>
- φύλασσε
- <ἀλεγεινή>
- σκληρά. δεινή. χαλεπή (Ε 658)
- <ἀλεγεινός>
- δεινός (Ν 569)
- *†<ἀλεεῖ>
- ἀδικεῖ S
- *<ἀλεείνων>
- ἐκκλίνων (Γ 32) Sb
- <ἀλέεινεν>
- ἐξέκλινεν (Ζ 167 ..)
- *<ἀλεεινός>
- εὐλαβούμενος S
- *<ἀλεείνω>
- διαφύγω A ἐκκλίνω
- *<ἀλεεινός>
- καυματινός S(b)
- <ἁλείαν>
- θαλαττίαν
- *†<ἀλεῖν>
- οἰκεῖν ASn
- <ἀλέη>
- ἄλυξις, ὅ ἐστιν ἔκκλισις (Χ 300) ἢ θερμασία (ρ 23)
- <ἁλεῖον ὕδωρ>
- ἀθροιστόν, καὶ συλλεκτόν
- <ἀλεῖναι>
- τὶ ἐπαλεῖψαι τοίχῳ
- <ἁλεῖ λόγῳ>
- σύμπαντι λόγῳ
- <ἀλεινόν>
- *ἀσθενές g λεπτόν
- <ἀλεῖος>
- πένης
- <ἀλειπτήριον>
- γραφεῖον. Κύπριοι
- <ἀλείς>
- *πληγείς. κρατηθείς vgS συστραφείς (π 403) AS †ἀρθείς. φυλαχθείς. πηδήσας
- <ἄλεισον>
- ποτήριον b τετορνευμένον (γ 50 ..)
- <Ἀλείσιον>
- πόλις Ἤλιδος (Λ 756)
- *<ἁλεῖται>
- πηδήσει (Esai. 35,6) APn
- *<ἀλείτην>
- ἁμαρτωλόν (Γ 28) P(n)
- <ἀλείτω>
- ἀληθέτω
- *<ἀλείφατι>
- ἐλαίῳ (ω 45) bΣ
- <ἀλειφοβίους>
- πένητας (Ar. fr. 740) S(b)
- <ἀλεῖψαι>
- ἐλαίῳ χρίσαι (Ω 582)
- <ἄλειφα>
- στέαρ. μύρον. χρῖσμα. [ἔλαιον (Hippocr. nat. mul. 109) S
- <ἀλείφιον>
- ᾧ χρῶνται οἱ ἀλεῖπται
- [*<ἄλεκτα>
- ἄτμητα S]
- †<ἀλεκταίνει>
- ἰσχύει. γαυριᾷ. μετεωρίζει
- <αλέκτο>
- ἐκοιμήθη
- *<ἄλεκτρος>
- ἀκοίμητος (Eur. Tro. 254?) gSp
- <ἀλεκτορίς>
- θρὶξ ἡ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τρεφομένη. καὶ ὄρνις.
- <ἀλεκτρυόνες>
- κοινῶς οἱ παλαιοὶ καὶ τὰς θηλείας ὄρνις οὕτως ἐκάλουν
- †<ἀλεμός>
- κόμπος
- <ἀλέν>
- συναθροισθέν (ψ 420)
- *<ἀλέντες>
- συγκλεισθέντες (Φ 534) S
- <ἀλέντων>
- ἢ συγκλεισάντων. *ἢ ἀθροισθέντων S ἢ συστρεψάν- των (Χ 47)
- *<ἀλαίνων>
- πλανώμενος Sp
- †<ἀλένθη>
- νύξ p
- *<ἁλέξαι>
- ἐπιλέξαι S
- <ἀλεξαίθριον>
- θερμὸν σκέπασμα. Σοφοκλῆς Ἀμφιαράῳ (fr. 113)
- <Ἀλεξάνδρειος>
- εἶδος βοτάνης
- <Ἀλέξανδρος>
- ὄνομα βόλου. καὶ κύριον
- <ἀλεξάνεμον>
- ἐσθῆτα παχεῖαν, καὶ εὐπαγῆ (ξ 529)
- <ἀλέξασθαι>
- ἀμῦναι, βοηθῆσαι
- <ἀλεξέμεναι>
- βοηθεῖν (Α 590)
- <ἀλέξησις>
- βοήθεια καὶ ἀντίτισις
- <ἀλεξιάρης>
- ἐπίκουρος, ἀλεξίκακος (Hes. op. 464)
- *<ἀλεξίκακος>
- βοηθός SPn ἀποτρεπτικὸς κακοῦ ἀπαλέξουσα τὰ κακά (Κ 20) vnp
- *<ἀλεξήσουσαν>
- βοηθοῦσαν (Θ 365) S
- *<ἀλεξητήριον>
- ἀποσοβητήριον. Ἀλέξαι γὰρ τὸ βοηθῆσαι vgAS
- <ἀλεξομένους>
- βοηθουμένους, ἀμυνομένους (Hdt 1,211,2)
- [<ἀλεξόμεναι>
- βοηθεῖν]
- <ἀλέταν>
- συστροφή. φυγή
- <ἀλεόν>
- θερμόν. ἢ χλιαρόν
- <ἀλεός>
- διάπυρος
- <ἀλεώσσω>
- ματαιΐζω (b)
- <ἀλεόφρων>
- παράφρων b
- <ἀλέπαδνον>
- ἄζευκτον
- <ἀλέπεσσι>
- στέατι
- <ἀλέρον>
- κόπρον
- †<ἀλεβεβᾶν>
- ἐρευνᾶν
- <ἁλέσθαι πρὸς πυγήν>
- τὸ ἐν τῷ ἅλλεσθαι κρούειν τὰ ἰσχία (Ar. Lys. 82?)
- <ἀλεσούριον>
- θαλάττιον αἰδοῖον· ἔστι δὲ καὶ κογχυλίου γένος
- <ἅλες ἄφθονοι>
- ἐπὶ εὐφημισμοῦ ἐλέγετο
- <ἀλετρίδες>
- γίγνονταί τινες <τῶν εὖ γεγονυιῶν> παρθένοι, αἵτινες τὰ εἰς τὰς θυσίας πόπανα ἀλοῦσι, καὶ ἔστι τοῦτο ἔντιμον (Ar. Lys. 643)
- †<ἀλετένης>
- χαλεπῆς
- <ἀλετρίς>
- μυλωθρός
- <ἀλετρεύουσιν>
- ἀλήθουσιν (η 104)
- <ἀλέτων>
- οἱ τοῖς μύλοις ἐπιτιθέμενοι <ὄνοι>
- †<ἀλετώρια>
- ἀσεβῆ. πονηρά. ἀθέμιστα. ἁμαρτήματα.
- <ἀλευάμενος>
- ἐκκλίνας. φυλαξάμενος (Ε 444)
- *<ἀλεύατο>
- ἐξέκλινεν (Γ 360) AS
- *<ἄλευρα>
- κυρίως, τὰ τοῦ σίτου· ἄλφιτα δὲ τὰ τῶν κριθῶν S
- <ἄλευαι>
- φύλαξαι (Χ 285)
- <ἄλευρον>
- †τάφος. Κύπριοι. <Ἀλεύρου καὶ ῥόας>· (Ar. fr. 50) ἴσως, ὅτι τοῖς νοσοῦσιν οὕτως †διανύττουσιν ἀλευροφαγοῦν- τες <ἢ> πέμματος γένος, παρὰ Αὐτοκλείδῃ
- <ἀλευρόμαντις>
- ὁ Ἀπόλλων διὰ τὸ καὶ ἐν ἀλεύροις μαντεύεσθαι
- <ἀλευρόττησις>
- τηλία, εἰς ἣν τὰ ἄλευρα διασήθουσιν
- †<ἀλεύρειν>
- ἀφεστάναι
- <ἀλεῦσαι>
- †ἀδοξῆσαι
- <ἀλεύσει>
- φυλάσσων ἀλύων
- (*)<ἄλευστα>
- ἀόρατα, ἀθεώρητα (Greg. Naz. c. 2,2,3,307)
- [<ἀλεσάφθονοι>
- ἐπὶ εὐφημισμοῦ ἐλέγετο]
- <ἀλευόμενοι>
- ἐκκλίνοντες (μ 157?)
- <ἀλεφάτισον>
- ἄλειψον
- <ἀλεώρα>
- τὰ αὐτὰ τούτοις
- <ἀλεωρή>
- φυλακή. ἀσφάλεια
- *<ἀλεωρήν>
- ἀποστροφήν καταφυγήν (Μ 57) S
- *<ἀλεωρῆς>
- ἐκφυγῆς (Ω 216) Sn
- <ἀλεώσσειν>
- μωραίνειν
- <ἄλη>
- *πλάνη (ο 345) gSP ‖ ἄθροισμα
- [<ἀληγορούμενον>
- τροπολογούμενον]
- <ἁληδόν>
- ἀθρόως. ἐξαίφνης
- *†<ἁλῆεν>
- καταγνωσθεῖεν S
- <ἀληθέα>
- ἀψευδῆ (Ζ 382 ..) καὶ τὰ <μὴ> ἐπιλανθανόμενα
- <ἀληθεῖς>
- οἱ μηδὲν ἐπιλανθανόμενοι ὡς Πίνδαρος
- <ἀλήθη>
- ἐπλανήθη
- <ἀληθής>
- δικαία (Μ 433) ἢ δίκαιος. ἢ μνήμων, κατὰ στέρησιν τῆς λήθης
- <ἀλήθινον>
- τὸ κοπανιστήριον
- <ἀληθίζεσθαι>
- ἀληθεύειν (Hdt. 1,136,2)
- *<ἀληθοεπῆ>
- ἀψευδῆ vS
- <Ἀλήϊον>
- ὄνομα πεδίου. ἢ οὐκ ἔχων λήϊα, τουτέστιν σιτοφόρα πεδία. ἢ χωρὶς χώρας· οἱ δὲ ἐν Λυκίᾳ καὶ Κιλικίᾳ πεδίον ὀνο- μαζόμενον ἀποδεδώκασιν ἀπὸ τῆς Βελλεροφόντου πλάνης (Ζ 201)
- <ἀλήϊος>
- ἐλλιπὴς βοσκημάτων (Ι 125)
- *<ἄληκτον>
- ἀκατάπαυστον (Β 452) vSP
- <ἀληΐς>
- ἄκλοπος. ἀπόρθητος (Greg. Naz. c. 2,2,4,159)
- <ἄλημα>
- ἑφθὸν ἄλευρον
- *<ἄλημα>
- ὁδοιπορία S
- <ἀλήμεναι>
- συστραφῆναι (Ε 823) πλανηθῆναι
- [<ἀλημεῖαι>
- πλανᾶσθαι]
- †<ἀλημώτων>
- ἀφυλάκτων
- <ἀληλεμένη>
- ...
- *<ἀληνής>
- μαινόμενος S
- [<ἁλήπεδα>
- τὰ πρὸς τῇ θαλάσσῃ πεδία διὰ τὸ ἅλμυρα εἶναι φύσει]
- <ἀλήπορον>
- λευκόν τι ἄνθος
- *<ἄληπτον>
- ἀκατάληπτον SPn
- *<ἀλήπτως>
- ἀκαταγνώστως SPn
- <ἀληπτότερα>
- δύσληπτα
- [<ἀλήπτωρ>
- ἱερεύς]
- *<ἀλήτορα>
- ἱερέα Pp
- *<ἄλης>
- πλάνης (ο 342) T gp
- †<ἀλήσθω>
- γῆ σπορίμη, κτηνοτρόφος
- <ἀλῃσίας>
- σπονδάς. ἀνοχάς. ἀπὸ τοῦ μὴ ληΐζεσθαι
- <ἀλήσιον>
- πᾶν τὸ ἀληλεσμένον
- *<ἀλήστων>
- ἀληθαργήτων vgS
- *<ἀλητεύω>
- πλανητεύω (μ 330 ..) vgn
- <ἀλήτης>
- πλανήτης, πλανώμενος (p 576 ..)
- <Ἀλῆτις>
- ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ἡ νῦν Αἰώρα λεγομένη. καὶ ἡμέρας ὄνομα, ὡς Πλάτων ὁ Κωμικός (fr. 212)
- <ἀλητεύεσκον>
- ἐπλανῶντο
- <ἀλητεύοντες>
- πλανώμενοι
- <ἄλητον>
- ἄλευρον (Hippocr. us. liquid. 5 ..)
- <ἀλήτωρ>
- ἱερεύς (Pp)
- <ἄλθα>
- θερμασία. ἢ θεραπεία
- <ἀλθαία>
- εἶδος βοτάνης <ὡς Ἀπολλόδωρος> T
- <Ἀλθαία>
- Οἰνέως γυνή, Μελεάγρου μήτηρ (Ι 555)
- †<ἀλθεῖναι>
- χαλεπῆναι
- <ἄλθετο>
- ὑγιάζετο. παρὰ τὴν ἀλθαίαν (Ε 417)
- <ἀλθεύς>
- ἰατρός
- <ἀλθαίνει>
- αὔξει. θεραπεύει, ὑγιαίνει. φάρμακον γὰρ ἄλθος
- *<ἁλί>
- ἅλατι vgSb
- <Ἁλία>
- ἐν Πελοποννήσῳ τῶν ἁλιέων χώρα
- <ἁλία>
- <σκεῦος> ἐν ᾧ τρίβονται οἱ ἅλες, ἢ εἰς ὃ ἀποτίθενται
- <ἁλιδίᾳ>
- ἅλις
- *<ἁλιάδας>
- μικρὰ σκαφίδια S(b)
- <ἁλιδίως>
- ἱκανῶς, μετρίως
- <ἁλιαέες>
- ἄνεμοι, οἱ διὰ θαλάσσης πνέοντες (δ 361)
- <ἁλίαι κορῶναι>
- αἴθυιαι
- <Ἁλιακτήρ>
- τόπος, ἐν ᾧ ἀθροίζονται. [οἱ] Σικελοί
- <ἁλίαν>
- ἐκκλησίαν. Ταραντῖνοι
- <ἁλιάδων>
- ἐναλίων
- *<ἁλίαν>
- θαλαττίαν (Eur. Andr. 537) S(P)
- <ἁλιάων>
- τῶν ἐναλίων θεῶν (Σ 432)
- †<ἀλιάκευτοι>
- ἄσημοι. ἀδέσποτοι. ἄναρχοι
- <ἀλιάποδα>
- τὸν κέπφον, ἢ θαλάττιον ὄρνιν <Ἀχαιὸς (fr. 54) καὶ Ἀλκμάν (fr. 126)>
- *<Ἁλίαρτος>
- πόλις b Βοιωτίας (Β 503)
- <ἀλίας>
- πρασιάς. πλινθείας
- <ἀλίαστος>
- *ἄτιμος SP ἀνέκκλιτος. ἀμετάτρεπτος. ἀνελλιπής. *ἀχώριστος (Β 797) SP
- <>α λιάσθη>
- ἀπῴχετο (δ 838)
- <ἁλιβάπτοις>
- πορφυροῖς. [ὄρνιν. Ἀχαιός, καὶ Ἀλκμάς]
- *<ἀλίβας>
- νεκρός PS ἢ βροῦχος. S ἢ ποταμός. ἢ ὄξος. Σ
- <ἀλίβαντες>
- οἱ νεκροί. διὰ τὸ ξηροὶ εἶναι, καὶ οἷον ὑγρασίαν τινὰ μὴ ἔχειν
- <ἀλιβδύει>
- ἀφανίζει
- <ἁλιβδῦσαι>
- ἀφανίσαι
- <ἁλίβροχον>
- θαλάσσῃ βρεχόμενον
- *<ἀλίγκιον>
- ὅμοιον (Ζ 401) gSP
- *<ἀλίγκιον>
- καλόν, ἀγαθόν P
- <ἁλιδνεφεῖ>
- ἁλουργεῖ
- *<ἅλιε>
- ἥλιε (Eur. Hec. 1068 ..) vgS
- <ἀλιετρόν>
- ἁμαρτωλόν
- *<ἁλιεύς>
- ὁ ὁρμιευτής S
- *<ἀλίζειν>
- ἀλείφεσθαι S
- <ἄλιζα>
- ἡ λεύκη τὸ δένδρον. Μακεδόνες
- <Ἀλιζῶνες>
- ἔθνος Παφλαγονίας (Β 856)
- <ἁλίζωνος>
- ἰσθμός, παρὰ τὸ ἁλὶ διεζῶσθαι. [καὶ ἔθνος βαρ- βαρικόν]
- <ἁλίζονται>
- ἀθροίζονται
- *<ἁλιεῦσι>
- θαλαττουργοῖς. ἢ ἰχθυοθηρευταῖς (ω 419)
- <ἀλίη>
- κάπρος. Μακεδόνες
- [<ἀληιος>
- ἀνελλιπὴς βοσκήματος]
- <ἁλίῃσι>
- θαλαττίαις (Σ 86)
- <ἁλιήμαθον>
- παρὰ τὸν ἅλα καὶ τὴν ἄμαθον
- <ἁλικάκκαβα>
- ὁ τοῦ λωτοῦ καρπός. καὶ πόας εἶδος
- <Ἁλικαύων>
- ὁ Ποσειδῶν. Σώφρων (fr. 137)
- <ἁλίκρατες>
- θαλασσομιγεῖς
- †<ἀλικίνος>
- δυνατός S
- <Ἁλικός>
- Ἁλικοὶ καλοῦνται οἱ τὰ πρὸς θάλασσαν οἰκοῦντες μέρη τῆς Πελοποννήσου
- <ἀλικύρκης>
- φύλλα μήκωνος μετὰ ὄξους λειανθέντα. ἢ ὑπότριμμα ἐκ πλειόνων κρεῶν
- *<ἅλιμα>
- θαλάσσια S
- *<ἀλιμένωτον>
- λιμένα μὴ ἔχοντα vgSw
- *[<ἀλισμοῖς καὶ>] <ἁλίμοις>
- βοτάναις δενδροειδέσι παρὰ θάλας- σαν gSn ἢ ξηροῖς τόποις (Ierem. 17,6) S
- <ἅλιμον>
- πόα πλησίον θαλάσσης γινομένη
- <ἁλιμυρηέντων>
- *εἰς θάλασσαν ῥεόντων S(b), ἢ εἰς θάλασσαν τελευτώντων (Φ 190)
- <ἄλιν>
- ἠλίθιον. μάταιον. κενόν. ἐλαφρόν
- <ἀλῖναι>
- ἐπαλεῖψαι
- <ἀλινδήθρας>
- κυλίστρας (Ar. Ran. 904) λέγουσι δὲ καὶ <ἐξαλῖ- σαι>, τὸν ἵππον κυλῖσαι (Ar. Nub. 32)
- *<ἀλίνδεται>
- κυλίεται SpP
- <ἄλινδον>
- δρόμον <ἁρμάτων>
- <ἀλίνειν>
- ἀλείφειν
- <ἀλινοί>
- ἐπαφρόδιτοι
- <ἀλινόν>
- ἀμυδρόν. Κρῆτες
- †<ἅλιντος>
- ἅμιλλα
- <ἁλιοβολή>
- σύνοδος ἡλίου ἅμα <καὶ σελήνης> Λάκωνες
- <ἁλίοιο>
- θαλαττίου (Α 538 ..)
- <ἅλιον>
- θαλάσσιον (Σ 141) gSPb ἢ μάταιον (Δ 26 ..) v ἢ ἄκαρ- πον. συνῃρημένως ἀπὸ τοῦ <ἀλήϊον>, ὅ ἐστι ἄσιτον, ἄσπορον
- *<ἅλιον βέλος>
- μάταιον. ἄπρακτον (Ε 18) (g)S
- <ἀλιπαρῆ>
- αὐχμηρά (Soph. El. 451)
- *<ἁλίπεδα>
- τὰ πρὸς τῇ θαλάσσῃ πεδία S
- <ἁλίπλοα>
- τῇ θαλάσσῃ ἐπιπλέοντα, ὡς Ἀπολλόδωρος, Κομανὸς δὲ τὰ ὑπὸ τοῦ ἁλὸς ἐπιπλεόμενα, τουτέστιν ὑποβρύχια, οἷς ἐπιπολάζει ἡ θάλασσα (Μ 26)
- <ἁλίπλοια>
- τῇ θαλάσσῃ πλευσόμενα
- <ἁλιπόρφυρα>
- ἁλουργῆ, τουτέστιν ἐκ θαλασσίας πορφύρας (ζ 53)
- <ἄλιρ>
- ὀξύβαφον
- *<ἁλιῤῥόθους>
- κύματα θαλάσσης (Eur. Hipp. 1205 ...) (vg) S
- <ἅλις>
- *ἱκανῶς, πληρέστατον vgn, αὔταρκες p, ἔστι καὶ μετρίως, ὡς Εὐριπίδης Ἀλκήστιδι (907)
- †*<ἀλισαῖα>
- ἰσχυρά (Σ)
- *<αλίσας>
- κονίσας. κυλίσας. SP καταλαβών S συναθροίσας vgSP συναγαγών vg
- <ἀλίσβη>
- ἀπάτη
- *<ἀλισγημάτων>
- τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυσιῶν (Act. ap. 15,20) S (vgn)
- *<ἀλισγηθῇ>
- συνεστιαθῇ (Dan. 1,8) vgSPn
- *<ἀλισγοῦντες>
- μολύνοντες, μιαίνοντες S
- *<ἁλισθείσης>
- ἀθροισθείσης S
- <ἅλις δρυός>
- παροιμία ἐπὶ τῶν πληρωθέντων φαύλου τινός, καὶ ἐπιποθούντων τῶν ἡμέρων, σίτου καὶ οἴνου
- <ἀλισθένειν>
- ἀσθενεῖν
- <ἁλισθέντες>
- συναθροισθέντες
- <ἁλισθείς>
- συναθροισθείς
- <Ἀλίσιον>
- πόλις (Β 617)
- *<ἁλίσκει>
- νικᾷ SP
- <ἁλισκόμεθα>
- καταλαμβανόμεθα
- [<ἀλληλούϊα>
- αἰνεῖτε τὸν ὄντα, ἤγουν τὸν κύριον]
- <ἁλίσμηκτα>
- ἡλισμένα
- *<ἁλισκόμενοι>
- κρατούμενοι S
- *<ἁλίσκονται>
- κρατοῦνται. λαμβάνονται. φονεύονται (Prov. 28,12) S
- <Ἁλίσκος>
- ὄνομα παγκρατιαστοῦ
- *<ἄλισον>
- χρυσοῦν ποτήριον περιφερές (γ 50) S
- <ἁλίσπαρτον>
- τὸ ἁλὶ κατεσπαρμένον χωρίον, καὶ ἄλευρον
- *<αλίστατος>
- σοφώτατος S
- †<ἀλιστία>
- ἀναπέπλησται
- <ἀλίστρα>
- παραποτάμιον ἀμμῶδες χωρίον
- <ἁλιτενές>
- παράλιον. ταπεινόν
- *<ἀλιτήμων>
- ἁμαρτωλός (Ω 157) vgS
- <ἀλιτήμενον>
- †ἡμαρμένον
- <ἀλιτέσθαι>
- ἁμαρτάνειν (δ 378)
- *<ἀλιτήριος>
- ἁμαρτωλός (g SPn) πλανήτης (P) θανάτου αἴτιος καὶ ἔνοχος g
- <ἀλίτης>
- ἁμαρτωλός. ξένος
- (*)<ἀλιτοβόρος>
- ἐκ πλάνης τρεφόμενος (Greg. Naz. c. 1,2,15,94)
- *<ἀλίτωμαι>
- ἀτιμῶ (Ω 570) SP
- *<ἀλιτρόν>
- ἁμαρτωλόν (g)n ἄδικον
- *<ἀλιτροῖς>
- ἁμαρτωλοῖς S κατὰ συναίρεσιν ἀλιτήριος καὶ ἀλιτρός
- <ἀλιτόκαρπον>
- ματαιότεκνον
- <ἀλιτροσύνη>
- ἁμαρτία. καὶ <ἀλιτρία> Σοφοκλῆς Αἰχμαλώτισιν (fr. 45) λέγει
- *<ἀλιτραί>
- οἱ ἄδικα δικάζοντες S
- <ἀλιτρίας>
- ἁμαρτωλίας (Ar. Ach. 907)
- <ἀλήφατα>
- ἄλφιτα, ἢ ἄλευρα (υ 108 v. l.)
- <Ἀλίφηρα>
- κώμη Θρᾴκης
- †<ἁλίφαλος>
- γένος δρυός
- †<ἀλιφιλεῖς>
- πτωχοί
- <ἁλιφθερῶσαι>
- ἀφανίσαι, ἀπολέσαι (Sophr. fr. 35)
- <ἁλιφροσύνη>
- ἱκανὴ φρόνησις
- <ἄλιψ>
- πέτρα
- <ἁλίων>
- ἁλιφαέων. *ἁλιέων S
- <ἁλιῶσαι>
- ματαιῶσαι, μάταιον ἡγήσασθαι (ε 104)
- <ἄλκα>
- αὔλακα
- <ἀλκαία>
- κέρκος. <ἡ> οὐρά, ἡ τοῦ λέοντος (Callim. fr. 177,23) p
- <ἀλκαῖον>
- *ὅπλον P ἢ ἀλεξιφάρμακον φυτόν. Ἐρατοσθένης (fr. 6 Str.) δὲ ὄνομα εἶναί τινος ἀνθρώπου κωμῳδουμένου (Eupol. fr. 280)
- <ἄλκαρ>
- ἀλέξημα Sb βοήθημα (Ε 644) S
- <ἀλκή>
- *δύναμις, ἰσχύς vg (Sir. 29,13 v. 1.?) ἡ ἀλέξησις (Eur. Phoen. 274) ἢ μάχη. Αἰσχύλος Ἀγαμέμνονι (1103)
- <ἀλκί>
- τῇ ἀλκί, ἀπὸ εὐθείας τῆς ἡ ἄλξ, ὡς ἡ σάρξ (Ε 299 ..)
- <ἄλκιμος>
- μάχιμος, ἀνδρεῖος, *ἰσχυρός vgSP, θρασύς (Ζ 522 ..) Pp
- <ἀλκί>
- δυνάμει (Ε 299)
- *<ἀλκιμώτατον>
- γενναῖον vgS ἰσχυρότατον
- *<ἀλκμαῖος>
- νεανίσκος Pn
- <ἀλκμᾶρες>
- ἄλκιμον
- <Ἀλκμέωνα>
- τὸν Ἀλκμᾶνα
- <Ἀλκίδαι>
- θεοί τινες παρὰ Λακεδαιμονίοις
- <<Ἀλκμαιωνίδαι>
- γένος Ἀ>θήνησιν, ἀπὸ Ἀλκμαίωνος τοῦ κατὰ Θησέα
- *<ἀλκτῆρα>
- βοηθόν Pp ἢ βοηθοῦντα (Ξ 485)
- <ἀλκτήριον>
- ἀμυντήριον
- <ἁλκυονίδες>
- ἡμέραι τινὲς τὸν ἀριθμὸν ιδ# γαληναί, ἐν αἷς νος- σεύει ἡ ἁλκυών
- <ἁλκυών>
- εἶδος ὀρνέου S(n) καὶ δαίμων τις <παρὰ Λάκωσι>
- <ἁλκυόνιον>
- βοτάνη τις
- *<ἀλλά>
- κἄν. ἢ ἐπὶ τοῦ δέ Σ
- <ἀλλὰ καὶ ὥς>
- ἀλλὰ καὶ ὅμως (Α 116)
- <ἀλλαγήν>
- ἀμοιβήν
- <ἀλλὰ κακῶς>
- μεθ' ὕβρεως (Α 25)
- <ἀλλ' ἄνα>
- ἀλλ' ἀνάστηθι (Ζ 331)
- <ἄλλαγμα>
- ὁ βαπτιζόμενος ...
- <ἀλλὰ δή>
- ἀλλ' ὅμως. δυσχεραίνοντος δὲ ἡ λέξις. *μὴ ὅτι, οὐχί g
- †<ἀλλάθαρον>
- ἁλμυρόν. Κρῆτες
- <ἀλλάμπταν>
- τὸν ἥλιον Λάκωνες, οἱ δὲ ἐπιχώριον δαίμονα
- <ἀλλανής>
- ἀσφαλής.
- <ἀλλ' ἄναξ>
- ἐξόδιον κιθαρῳδῶν τοῦτο, καθάπ<ερ ῥαψ>ῳδῶν καὶ τὸ "<νῦν> <<δὲ θεοί ..>>" (Terp fr. 3)
- <ἀλλάξ>
- ἐνηλλαγμένως
- [<ἀλᾶται>
- πλανᾶται]
- <ἀλλὰ τὰ μέν>
- ἀλλ' ὅσα μέν (π 60)
- <ἀλλά τε>
- ἀλλὰ δή (Β 754)
- *<ἀλλὰ χρή>
- [ἔξεστιν] ἀντὶ τοῦ ἔστω· Μένανδρος (fr. 910) Σ
- <ἀλλάων>
- ἄλλων (Σ 432 ..)
- *<ἄλλεγον>
- συνέλεγον (ψ 253) S
- <ἀλλ' ἕνεκα>
- ἀλλὰ χάριν (Α 94) vgb
- <ἀλλέξαι>
- ἀναλέξαι, συλλέξαι (φ 321)
- *<ἀλλεπάλληλοι>
- συνεχεῖς vgS
- <ἀλλ' ἔκ τοι ἐρέω>
- ἀλλὰ δή σοί τι ἐρῶ (Α 204)
- *<ἄλλῃ>
- ἀλλαχοῦ b
- *<ἀλληγορούμενον>
- τροπολογούμενον (P) φυσιολογούμενον (Gal. 4,24) vgSn
- *<ἀλληγορία>
- ἄλλο τι παρὰ τὸ ἀκουόμενον ὑποδεικνύουσα (Svg)
- <ἀλληκτὶ πράσσει τι>
- ἄνευ κλήρου
- *<ἄλληκτον>
- ἀκατάπαυστον (Β 452 ..) n
- <ἀλλήλῃσι κέχυνται>
- ἀλλήλαις ἐπιβαίνουσιν (Ε 141)
- <ἀλληλεδωδόται>
- ἀλληλοβόροι, ἀλληλοφάγοι
- *<ἀλληλέγγυον>
- ἡ ἐξ ἀμφοτέρων πίστις vgSb
- [<ἀλλήλοις, ἀλλήλαις>
- ...]
- *<ἀλλήλοισιν>
- ἀλλήλοις (Γ 9 ..) d
- *<ἀλληλούια>
- αἰνεῖτε τὸν ὄντα, ἤγουν τὸν κύριον (Ps. 104,1 ..) vg
- *<ἀλληλουχία>
- ἀλλήλους διαδέχεσθαι καὶ συνέχειν καὶ συγκρο- τεῖν vgS
- <ἄλλην>
- λάχανον, Ἰταλοί. καὶ ἐπὶ τοῦ ἀρτυνθέντος περικόμματος, ἐξ οὗ ἀλλαντοπώλης
- *<ἀλληλούϊα>
- αἶνος τῷ ὄντι θεῷ. αἰνεῖτε τὸν κύριον vg
- <ἄλλικα>
- χλαμύδα. ἐμπόρπημα. οἱ δὲ πορπίδα χλαμύδος ἀλλη- λοχείρου (Callim. fr. 253,11)
- *<ἀλλ' ᾔει>
- ἀλλὰ πορεύου S
- <ἄλλιξ>
- χιτὼν χειριδωτός, παρὰ Εὐφορίωνι (fr. 144 P.)
- <ἀλλογνώτων>
- ξείνων (β 366 v. l.)
- <ἀλλοδαπός>
- *ξένος SPb ἀπ' ἄλλου τόπου· Δάπεδον γὰρ τὸ ἔδαφος, ἤγουν ὁ τόπος (Π 550)
- *<ἀλλοθρόους>
- ἀλλοφώνους (α 183) g(b)
- [<ἀλλόμος>
- τυφλός]
- <ἀλλοίωσις>
- ἄλλος ἐξ ἄλλου γενόμενος, μετασυσχηματίζεσθαι
- <ἄλλοθεν>
- ἀλλαχόθεν (Β 75)
- <ἀλλόκοτα>
- ἀκατάλληλα. ἐναντία. *ἀκατάστατα g SPb ἀλλο- φυῆ SP ἐξηλλαγμένα. ἰδιόκοτα, *ἔξαλλον SP
- <ἄλλο>
- ἀλλοῖον (Ι 313 ..)
- <ἄλλον μέν κε>
- ἄλλον δή τινα (Ξ 244)
- <ἀλλ' ὁ μέν>
- ὁ μὲν ἄλλος
- <ἄλλοι μέν>
- οἱ μὲν ἄλλοι (α 11)
- <ἄλλοις>
- τοῖς ἄλλοις (Α 342 ..)
- *<ἀλλοπρόσαλλος>
- εὐμετάβλητος (Ε 831) wΣ (b) <ἄλλως ἐπ' ἄλλῳ μεταστρεφόμενος> Σ
- *<ἀλλοπροσάλλους>
- εὐμεταβλήτους (gS)
- <ἀλλότριος φῶς>
- πολέμιός τις ἀνήρ (Ε 214)
- <ἄλλοι μέν ῥα>
- ἄλλοι μὲν δή (Β 1 ..)
- [<ἀλλοίῳ>
- ἐπ' ἄλλῳ]
- *<ἄλλυδις ἄλλος>
- ἀλλαχοῦ n ἄλλος (Λ 486)
- <ἀλλοίους>
- ἀλλοιοφανεῖς
- *<ἀλλοφρονέοντα>
- παραφρονέοντα. ἀλληγοροῦντα b
- <ἀλλόφυλος>
- ἐξ ἄλλου γένους, μὴ ἔχων φυλήν
- <ἀλληλάξαι>
- ἀλλήλους ἐλάσαι
- <ἀλληλίζεσθαι>
- τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρίσαι ...
- <ἀλλήλων ἰθυνομένων>
- ἐπ' ἀλλήλων εἰς ὀρθὸν ἀκοντιζόντων (Ζ 3)
- <ἀλληλοῦχα>
- τὰ ἀντιπεπλεγμένα
- <ἀλλῆσαι>
- ἀναστρέψαι
- <ἄλλη συνωρίς>
- ἄλλη κατάστασις
- <ἀλληλίζειν>
- ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν
- <ἄλλικα>
- χλαμύδα, πορφύραν
- <ἀλλογνοεῖν>
- μὴ ἐπιγινώσκειν
- <ἀλλογνώσας>
- ἀγνοήσας (Hdt. 1,85,3)
- <ἀλλόδημα>
- ἀπόδημα
- <ἀλλοειδής>
- ἀλλοφανής (ν 194)
- <ἄλλον εἰρώτα>
- ἀνέκρινεν
- <ἀλλοπειρίους>
- ἀλλοφύλους
- <ἀλλοπρόσαλλε>
- ἄλλοτε ἄλλῳ φίλε (Ε 889)
- <ἄλλος ὁδίτης>
- ἀλλόφυλος
- *<ἀλλότριος>
- πολέμιος vg(S) ξένος (Hebr. 11,34 ...?)
- <ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς>
- παροιμία ἐπὶ τῶν ἰσχυρῶν
- <ἄλλο τι>
- ἐν ἐρωτήσει Ἀττικοί
- <ἀλλοτροπῆσαι>
- μεταθεῖναι
- <ἄλλο τόσον>
- ἀντὶ τοῦ ὅλον σῶμα (Χ 322 ..)
- <ἀλλόφασις>
- θόρυβος ταραχώδης
- <ἀλλοφάσσειν>
- ἑτεροχροεῖν. ἢ οὐχ ὑποφέρειν βάρος
- <ἄλλοφον>
- μὴ ἔχουσαν λόφον S Λόφος εἰς ὕψος τῆς περικεφαλαίας ἐπανάστημα καλεῖται (Κ 258)
- <ἀλλοφάτοις>
- ὑπ' ἄλλων πεφατισμένοις, ἢ ἀνῃρημένοις
- <ἀλλοφέρμονες>
- ἀλλαχοῦ τραφέντες
- <ἄλλυδις ἄλλῃ>
- μεταλλαγὴ [ἄλλη] ἄλλου ἐπ' ἄλλο, ἀλλαχῇ (Μ 461 ..)
- *<ἀλλύει>
- ἀναλύει S
- <ἄλλως>
- ματαίως S ὡς ἔτυχεν. ἢ ἀλλοίως. ἢ μάτην· ἄλλως ἂν φράζεσθε σαωσέμεν (Τ 401) ἑτέρως δὲ βουλεύσασθε σῶσαι τὸν ἡνίοχον ἡμῶν
- *<ἄλλως τε>
- μάλιστα. καὶ κατ' ἄλλον τρόπον vgSb
- <ἅλμα>
- πήδημα Sb καὶ ἡ πρώτη τοῦ ἐμβρύου μεταβατικὴ κίνησις, παρ' Ἱπποκράτει (alim. 42)
- <ἁλμάδες>
- *κολυμβάδες ἐλαῖαι vgb καὶ ἐκ σινάπιος γογγυλίδες
- †<ἁλματύραι>
- τὰ παραθαλάσσια χωρία
- <ἅλμη>
- ὁ τῶν ἰχθύων ζωμός
- <ἅλμενος>
- ἁλλόμενος (Η 15)
- [*<ἀλμήτην>
- ἀδάμαστον S]
- <ἁλμυρὰ δάκρυα>
- χαλεπά. πικρά
- [*<ἀλμεῖον>
- ἀνδρεῖον g]
- <ἁλμυρίδες>
- αἰγιαλοί. καὶ τόπος ἐν τῇ Ἀττικῇ παρὰ τὰς ἐσχα- τιάς, οὗ τοὺς νεκροὺς ἐξέβαλον (Ar. fr. 132)
- *<ἁλμυρόν>
- ἁλικόν (δ 511 ..) b
- <ἄλαξ>
- πῆχυς, Ἀθαμάνων
- †<ἀλξίας>
- πράξεις, καὶ ἐκλήψεις
- <>αλξεων>
- τειχέων (Eur. Phoen. 1009)
- *<ἀλογεῖται>
- μωραίνει S
- *<ἀλογηθῆναι>
- μωρανθῆναι S
- <ἀλογήσας>
- καταφρονήσας, ὀλιγωρήσας
- *<ἀλογία>
- παρακοή vgS
- <ἀλογήσει>
- ἀφροντιστήσει. λόγον οὐχ ἕξει (Ο 162)
- *<ἀλογήσαντες>
- καταφρονήσαντες vS
- (*)<ἀλογίσαντες>
- τὰ τῶν ἀλόγων φρονήσαντες
- <ἀλόγιστος>
- παράφρων
- *<ἄλογος>
- μωρός vgS
- <ἀλογίου δίκη>
- ἣν φεύγουσιν οἱ ἄρχοντες λόγον οὐ δόντες τῶν τῆς ἀρχῆς διοικημάτων (Eupol. fr. 349?)
- †<ἀλογχεῖν>
- Ἀλόγους μιμεῖσθαι, ὅ ἐστιν ἔθνος Θρᾳκῶν
- <ἄλογχον δόρυ>
- τὸ ἀσίδηρον
- <ἄλογα>
- ἄῤῥητα. Σοφοκλῆς Θυέστῃ (fr. 241)
- <ἀλόη>
- πόας εἶδος, καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς
- <ἀλλοιᾷ>
- μεταποιεῖ
- *<ἀλοία>
- ἔτυπτεν b ἀφ' οὗ καὶ ὁ πατροτύπτης <πατραλοίας> (Ι 568)
- <ἀλοία>
- ἀττικῶς. ἀφ' οὗ καὶ ὁ πατροτύπτης καὶ μητροτύπτης πατραλοίας καὶ μητραλοίας λέγεται (Ι 568)
- *<ἁλοῖεν>
- ληφθεῖεν S
- *<ἁλοίημεν>
- ληφθείημεν vg
- *<ἁλοῖεν ἄν>
- ληφθεῖεν ἄν Sb
- <ἀλοιμός>
- χρῖσμα (b) τοίχων. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 66)
- <ἀλοῖται>
- κοιναὶ ἁμαρτωλαί, ποιναί
- <ἀλοιτήεσσαν>
- κοινήν. ἄνανδρον. [φονέα] [χρήσις]
- <ἀλοιφή>
- πιμελή, ὅ ἐστι λίπος. [ἢ ἁμαρτωλόν]
- <ἇλοι>
- ἧλοι
- <ἁλόθεν>
- ἐκ τῆς θαλάσσης
- <ἄλοκας>
- αὔλακας. διόδους. βοθύνους. ἢ γλυφὰς δέλτου
- *<ἀλοᾷ>
- τύπτει (b)
- [<ἀλόκοτα>
- ψευδῆ. ἐξηλλαγμένα]
- <ἁλόντα>
- κλαπέντα. διαπεσόντα
- *<ἁλλομένου>
- ἀεὶ ῥέοντος, ἢ βλύζοντος (En. Io. 4,14)
- *<ἄλοξ>
- αὖλαξ gS
- <ἀλωπεύει>
- ἀνιχνεύει
- <Ἀλόπη>
- πόλις ἐν Ἄργει (Β 682) καὶ κρήνη ἐν Ἐλευσῖνι, ἥτις Φιλότης ἐκαλεῖτο
- <ἄλοπον>
- ἀλέπιστον (Ar. Lys. 737)
- <ἀλοκίζειν>
- ἀροτριᾶν
- <ἁλορόα>
- ἄρουρα, καὶ γεωργία παρὰ θάλασσαν
- <Ἄλος>
- πόλις ἐν Ἄργει τῷ Πελασγικῷ (Β 682)
- <ἁλός>
- τῆς θαλάσσης. ὡς τό· καρπαλίμως δ' ἀνέδυ πολιῆς ἁλός (Α 359)
- *<ἁλός>
- ἅλατος (Ι 214) vS
- *<ἁλὸς ἄχνη>
- θαλάσσης ἀφρός (ε 403) S
- <ἁλὸς θείοιο>
- ἐντίμου. τῆς θεϊκῶς κινουμένης θαλάσσης
- *<ἁλοσύδνης>
- τῆς θαλάσσης gS [ὕδωρ] (δ 404)
- [<ἁλοσύνα>
- ἡδονή]
- <ἁλὸς χνόον>
- χνοῦν τὸ λεπτότατόν φησι· τοιοῦτος δὲ ὁ ἀφρός, ἀέρος τὸ πλεῖστον καὶ πνεύματος μᾶλλον ἤπερ ὕδατος ἔχων. ἢ τὸν ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης ἀφρόν (ζ 226)
- <ἄλουα>
- κῆποι. <Κύπριοι>
- <ἁλουργά>
- τὰ ἐκ τῆς θαλάσσης πορφυρᾶ [Κύπριοι]
- *<ἁλοῦνται>
- κρατοῦνται. πηδῶσιν (Sap. 5,21) S
- *<ἁλουργές>
- πορφυροῦν Pb
- *<ἁλουργίδες>
- πορφυρίδες (vgSP)
- *<ἁλούς>
- πιασθείς Sb ληφθείς vgb
- *<ἁλοῦσα>
- ληφθεῖσα g χειρωθεῖσα (Β 374)
- <ἀλουσία>
- τὸ μὴ λούεσθαι. καὶ [<ἀλουτεῖν> ὁμοίως S
- <ἀλλόφυζον>
- ἐν ἀμηχανίᾳ ἦσαν
- *<ἀλόχευτον>
- ἀγέννητον vgSP
- <ἄλοχος>
- εὐνή. γαμετή (γ 403 ..)
- [<ἄλοχος>
- δόρυ ἀσίδηρον]
- *<ἀλόχου>
- γυναικὸς γαμετῆς (Α 114 ..) b
- *<ἀλόχῳ>
- γυναικὶ γαμετῇ (α 432 ..) S
- <ἀλοῶ>
- πλανῶ (ε 377)
- <ἀλοῶν>
- πλανῶν. καὶ τύπτων
- <ἀλπαλέον>
- ἀγαπητόν S(b)
- <ἄλσεα>
- τεμένη. οἱ κάθυδροι καὶ σύμφυτοι λιμένες, καὶ τόποι κατά- δενδροι, πρὸς ἄλσιν καὶ αὔξησιν τῶν φυτῶν ὄντες ἐπιτήδειοι (κ 509)
- *<ἄλσος>
- σύνδενδρος τόπος (ρ 208) vgSb
- <ἆλσο>
- ὥρμησας (Π 754)
- †<ἀλσείαν>
- πορείαν
- <ἀλσίνη>
- βοτάνης εἶδος
- <ἀλλᾶσιν ὕει>
- τοῦτο ἐπὶ τῆς ἄγαν εὐθηνίας ἐτίθετο
- [<ἀλτεῖ>
- ἀπορεῖ]
- <ἀλτηρεία>
- ἁφὴ τῆς χειρός
- (*)<ἅλς, ἁλός>
- ἅλατος, θαλάσσης
- <ἆλτο>
- ἥλατο, ἐπήδησεν (Α 532 ..) [ἄλτο]
- ...
- πολύ. ἐλαφρόν
- *<ἆλτο χαμᾶζε>
- ἐπήδησε χαμαί (Γ 29 ..) S
- <[ἀλτὸς καὶ] ἄλτρον>
- μισθός (P)
- <Ἀλύβας>
- ὄρος παρὰ Σοφοκλεῖ (fr. 903), [ἢ πόλις] οἱ δὲ λίμνη
- <ἢ πόλις> ἐν Ἰταλίᾳ καὶ ἐν Τροίᾳ (ω 304)
- <Ἀλύβη>
- πόλις Τρωϊκή (Β 857)
- <ἄλυγος>
- ἄνευ μάστιγος
- <ἀλύδοιμον>
- πικρόν, παρὰ Σώφρονι (fr. 139)
- <ἀλυδμαίνειν>
- ...
- <ἀλύειν>
- ἀπορεῖν. ἀπὸ <τοῦ> τὴν λύσιν μὴ εὑρίσκειν (Ε 352). ὣς δὲ καὶ αὐτὸ τὸ ἀπορεῖν ἀπὸ τοῦ πόρον μὴ εὑρίσκειν. δηλοῖ δὲ καὶ τὸ χαίρειν, καὶ διαχεῖσθαι (σ 333)
- <ἄλυζα>
- ἄλυπον
- <αλύκη>
- ἐὰν μὲν τὸ <α> δασύνηται, ἡ θάλασσα. ἐὰν δὲ ψιλοῦται, λύκους μὴ ἔχουσα
- <ἀλυκτάζει>
- κρύπτεται. φοβεῖται. ἀπορεῖ. λύσιν μὴ εὑρίσκει
- <ἁλυκόν>
- ἁλμυρόν (Ar. fr. 91?)b χλιαρόν. ψυχρόν. οἱ δὲ θερμόν
- <ἀλυκτεῖν>
- κλαίειν, λυπεῖσθαι, δυσφορεῖν
- <ἀλυκτεῖ>
- ὑλακτεῖ. Κρῆτες
- <ἀλυκτοσύνη>
- ἀκοσμία
- <ἀλυκτήσας>
- ἀπειλήσας. θορυβήσας
- <ἀλυκρόν>
- εὐδινόν
- †<ἀλύνει>
- φύει
- <ἄλυξαν>
- ἐξέφυγον (ψ 328)
- *<ἀλύξαι>
- ἐκκλῖναι, ἐκφυγεῖν (Θ 243) (vgb. S)
- *<ἀλύουσα>
- ἀδημονοῦσα (Ε 352) ἢ χαίρουσα. καὶ διαχεομένη
- <ἀλυκτοπέδη>
- δεσμοῦ εἶδος ἀνεκφεύκτου
- <ἄλυς>
- ἀπορία. πλάνος. βλάβη
- <ἀλυσθαίνει>
- ἀσθενεῖ, ἀνιᾶται
- <ἁλυσιδωτός>
- ἁλύσει δεδεμένος S
- <ἁλύσιον>
- τὸ περὶ τὸν τράχηλον πλόκιον (Men. fr. 258)
- <ἀλυσιτελές>
- *ἀσύμφορον vgSb ἀνωφελές p
- *<ἀλυσκάζω>
- πλανῶμαι SP ἐκκλίνω P ἐκφεύγω Sb (Z 443)
- <ἀλυσκάζειν>
- ἀποδιδράσκειν
- <ἀλύσσοντες>
- ἀδημονοῦντες, ἢ δυσφοροῦντες. ἢ ἄγαν λυσσῶν- τες, καὶ ἐμμανῶς ἔχοντες (Χ 70)
- <ἀλύσσειν>
- τρέμειν
- †<ἄλυστον>
- τρυβλίον
- [<ἀλυσπαθείῃ>
- κακοπαθείᾳ]
- <ἀλυστάζουσα>
- ἀλύουσα
- <ἀλυσταίνειν>
- ἀσθενεῖν. ἀδυνατεῖν
- <ἀλυτάρχαι>
- παρὰ Ἠλείοις ...
- <ἀλυστινόν>
- δεινόν
- [<ἄλυτον>
- χλιαρόν]
- <ἄλυτον>
- ἀκατάλυτον, ἀκατάπαυστον. Σοφοκλῆς Φινεῖ (fr. 665)
- <ἀλυχά>
- ἀδημονία, ἀκηδία
- <ἀλυχήν>
- ἄσην. χάσμησιν
- *<ἀλύω>
- ἀδημονῶ, ἀθυμῶ (Eur. Or. 277) (vg) S [Φοίνικες]
- <ἄλφα>
- βοὸς κεφαλή. <Φοίνικες>
- [<ἀλφάδιον>
- ἐχθρόν]
- *<ἀλφάνει>
- εὑρίσκει. g καὶ ἀλφαίνει
- <ἀλφαίει>
- τὸ αὐτὸ δηλοῖ
- *<ἀλφεσίβοιαι>
- αἱ πολλὰς βόας εὑρίσκουσαι ἀπὸ ἕδνων (Σ 593) S
- <ἀλφεσίβοιαι>
- βόας ἀλφαίνουσαι (Σ 593)
- <ἀλφή>
- τιμή, ὠνή, εὕρεσις
- <ἀλφησταί>
- ἄνθρωποι. βασιλεῖς, ἔντιμοι
- <ἀλφηστής>
- ἰχθύος εἶδος (Sophr. fr. 63?) καὶ ἔντιμος
- *<ἀλφεῖν>
- εὑρίσκειν gS διδόναι
- *<Ἀλφειός>
- ποταμός Sp καὶ πόλις τῆς Ἤλιδος
- <ἀλφησταί>
- ἄμεμπτοι. ἔντιμοι
- *<ἀλφηστῇσι>
- τοῖς εὑρετικοῖς, καὶ συνετοῖς (α 449) b
- <ἀλφιταμοιβοί>
- ἀλφιτοπῶλαι (Ar. Av. 491)
- <ἀλφινία>
- ἡ λεύκη. Πεῤῥαιβοί
- *<ἄλφιτα>
- τὰ ἀπὸ νέας κριθῆς [ἢ σίτου] πεφυρμένα ἄλευρα q. vg(S)
- <ἀλφιτόμαντις>
- ἀλφίτοις μαντευομένη
- <ἀλφίτων στοά>
- ἐν ᾗ τὰ ἄλφιτα ἐπωλεῖτο
- <ἀλφιτοσκόποι>
- ἀλφιτομάντεις
- <ἀλφιτόχρως>
- λευκή, πολιά (Ar. fr. 533)
- <ἄλφι>
- τοῦτο ἀπότρωκτόν ἐστιν, ὡς ... ἄλφιτα
- <ἀλφίτου ἀκτή>
- τὸ βέλτιστον καὶ κράτιστον τοῦ ἀλφίτου (Λ 630)
- <ἄλφοι>
- εὕροι (ο 453)
- *<ἀλφούς>
- λευκούς vgb <ἢ λευκάς> vgS
- <ἀλφός>
- λευκή τις <παραλλαγὴ> ἐν τῷ σώματι
- <ἀλοιφή>
- χρῖσις (ζ 220)
- <Ἀλφαῖος>
- μάθησις ζωῆς (Act. ap. 1,13)
- †<ἀλχηρὴς ὕπνος>
- ἀηδής, οὐκ ἔχων χαράς
- <ἀλφή>
- ἡ τιμή. καὶ ἄλφα τὸ στοιχεῖον
- *<ἁλῶ>
- ληφθῶ P πιασθῶ vSn
- <Ἁλῷα>
- ἑορτὴ Ἀθήνῃσιν
- <ἁλωάς>
- τὰς ἅλως. *ἁλωνίας (Ε 499) S
- <ἁλωή>
- ἡ ἅλως. καὶ ἀμπελόφυτος χώρα. καὶ ἡ σιτοφόρος. καὶ ὁ κῆπος. καὶ τὰ σύμφυτα τῶν χωρίων, ἢ ἄρουρα
- <ἁλωήν>
- τὴν ἅλω
- *<ἀλώβητον>
- ἀβλαβές vgP
- *<ἀλωαί>
- οἱ παράδεισοι Σ (w)
- <ἁλωῆς>
- ἁλωνίας. ἀμπελοφύτου (α 193 ..)
- *<ἀλώμεθα>
- πλανώμεθα S
- *<ἀλώμενος>
- πλανώμενος (β 333 ..) Σ
- <ἁλῶναι>
- ἀπολέσθαι, ἀποθανεῖν. *συνδεθῆναι, ληφθῆναι SPb
- †<ἁλωνάκη>
- ἀνάλωμα. Χαλκιδεῖς
- <ἁλώνητος>
- τοὺς <εὐτελεῖς, ὅτι> ἅλας λαμβάνοντες οἱ Θρᾷκες, ἀνδράποδα ἐδίδοσαν. οἱ δὲ εὔωνος, ὀλίγου ἄξιος
- [<ἀλωνίζουσα>
- ἐν ἄλωσι διάγουσα S]
- <ἁλῷς>
- κρατηθῇς (Plat. Ap. 29 c)
- <ἀλωπέκεως>
- ἄμπελος οὕτω καλουμένη, καὶ ὁ ἀπ' αὐτῆς οἶνος
- <Ἀλωπεκῆ>
- δῆμος Ἀντιοχίδος φυλῆς
- <ἀλωπεκίαι>
- αἱ τῶν ἀλωπέκων καταδύσεις
- <ἀλωπεκίδες>
- εἶδος κυνῶν (Xen. cyneg. 3,1)
- <ἀλωπεκίζειν>
- ἀπατᾶν
- <ἀλώπηξ>
- ὄρχησίς τις [καὶ ἀλωπεκίαι] †μώμων, ὡς Σοφοκλῆς (fr. 386?) <καὶ ἀλωπεκίαι> ὅπερ ἐστὶ ἐν σώματι πάθος γενό- μενον
- <ἀλωπός>
- ἀλωπεκώδης. πανοῦργος. Σοφοκλῆς Θυέστῃ (fr. 242) <καὶ> Ἰνάχῳ. (fr. 271). οἱ δὲ ἀφελὴς [καὶ] κατὰ τὴν πρόσοψιν ...
- <ἀλώπα>
- ἡ ἀλώπηξ (Alcae. fr. 47,6 Lob.)
- <ἅλως>
- ἡ τοῦ ἡλίου ἢ σελήνης περιφέρεια. Αἰσχύλος περιφέρεια τῆς ἀσπίδος, καὶ κύκλος (Sept. 489)
- <ἁλώσεως>
- ἀπωλείας, θανάτου
- *<ἁλώσεται>
- ληφθήσεται gS πολεμηθήσεται (Esai. 27,3) Sp
- *<ἁλώσιμα>
- καταληπτά (g) b
- *<ἁλώσιμον>
- ληφθῆναι δυνάμενον gS
- *<ἅλωσιν>
- φόνον vgS πόρθησιν (vgP)
- <ἁλώσω>
- ἀνταναλώσω
- <ἄλωστοι>
- ἄῤῥαφοι
- <ἁλωτόν>
- ληπτόν (g)
- <ἀλωφούς>
- λευκούς
- <ἁλώω>
- ἀποθάνω (σ 265)
- <ἁλωσομένην>
- ἀπολουμένην
- <ἅμ'>
- ἅμα, ὁμοῦ
- <ἅμα>
- ὁμοῦ, ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ. καὶ ἐκ διαφόρων τόπων καὶ εἰς ἕνα τόπον. καὶ ὁμόσε
- <ἁμάδρυα>
- κοκκύμηλα. Σικυώνιοι
- †<ἁμάδην>
- ἁπαλήν (Χ 310)
- <ἁμαδρυάδες>
- βάλανοι
- †<ἁμαζακάραν>
- πολεμεῖν. Πέρσαι
- <ἁμαζανίδες>
- αἱ μηλέαι
- *<Ἀμαζών>
- μία τῶν Ἀμαζόνων S
- *<ἀμαθαίνει>
- ἀμαθής ἐστι. vgSw
- <ἀμαθεῖν>
- θερίζειν
- <ἀμαθής>
- σκαιός. βίαιος
- <ἀμάθοιο>
- ἡ κατὰ τὸ πεδίον κόνις (Ε 587)
- *<ἄμαθος>
- ἡ μεσόγαιος ἄμμος, ἡ δὲ παρὰ θαλάσσῃ ψάμμος λέγεται vgS καὶ ψάμαθος (Ε 587)
- †<ἀμαδύνας>
- ἀφανίσας
- <ἀμαθύνει>
- ἄμαθον ποιεῖ. [ἀφανίζει (p) καὶ φθείρει (Ι 593)
- *<ἀμαιμακέτην>
- ἀκαταμάχητον SP μεγάλην. χαλεπήν (Ζ 179)
- <ἁμάκις>
- ἅπαξ. Κρῆτες
- *<ἀμάλαι>
- αἱ δεσμαὶ τῶν δραγμάτων (g)
- <ἀμάκιον>
- κάμαξ b Λάκωνες
- <ἄμαλα>
- τὴν ναῦν. ἀπὸ τοῦ ἀμᾶν τὴν ἅλα. Αἰσχύλος Πρωτεῖ Σατυρικῷ (fr. 214)
- <ἀμαλδῦναι>
- ἀφανίσαι (Μ 18)
- <ἀμαλδύνομεν>
- ἀφανίζομεν, [μαραίνομεν (p)
- *<ἁμαλεκέλαδος>
- θόρυβος <ὁμοῦ> (Eur. Hec. 928) Sw
- <ἀμαλη>
- ἁπαλή, νέα, εἰ ὀξύνοιτο (Χ 310) ἢ δράγματα, παροξυ- νόμενον
- *<ἀμαλθάκτους>
- σιδηροῦς. σκληρούς. ἀμαλάκτους S
- <Ἀμαλθείας κέρας>
- τὸ πάντων ἐπιτυγχάνειν. ἐπειδὴ οἱ εὐχόμε- νοι τῇ οὐρανίᾳ αἰγὶ ἐπιτυγχάνουσιν· ἢ ὅτι Ἑρμῆς Ἡρακλεῖ ἔδωκε τὸ κέρας, ὅταν τὰς Γηρυόνου βοῦς ἔμελλεν ἐλαύνειν
- <ἀμαλθεύει>
- πληθύνει, πλουτίζει. ἢ τρέφει (Sophocl. fr. 95 P.)
- <ἀμαλλοῖ>
- ἀφανίζει, <ἀδηλοῖ>
- <ἀμαλόν>
- ἁπαλόν S ἀσθενῆ. Εὐριπίδης Ἡρακλείδαις (75) [δηλοῖ]
- *<ἀμαλλοδετῆρες>
- οἱ τὰς ἀμάλλας δεσμεύοντες (Σ 553) S(b)
- <ἀμαλλόν>
- ἰσχυρόν
- <ἀμάλλιον>
- σχοινίον, ἐν ᾧ τὰς ἀμάλλας δεσμεύουσιν, [ἤτοι δράγματα]
- <ἄμαλλαι>
- δράγματα, δέσμη τῶν ἀσταχύων. Σοφοκλῆς Τρι- πτολέμῳ (fr. 550) ἀγκάλη, δράγματα ρ#, ὥς φησι Ἴστρος (fr. 54 M.), Φιλίτας δὲ ἱστορεῖ ἐκ σ# (gloss. fr. 46) καὶ Ὅμηρος χρῆται τῇ λέξει
- <ἄμαλλος>
- πέρδιξ. Πολυῤῥήνιοι
- <ἄμαλλοι>
- φυτὰ σικύων, ἢ τῶν ὁμοίων
- <ἀμαλῶς>
- μετρίως, εὐκόλως. ἀσθενῶς. ἁπαλῶς (Hippocr. aff. int. 30 ..)
- <ἁμαμηλίς>
- ἀπίου γένος, ἢ μήλου, ἢ μεσπίλου (Hippocr. mul. 1,44)
- <ἁμματίξαι>
- ἀποπνῖξαι
- †<ἀμαλάττει>
- ἀπολλύει. πορθεῖ
- <ἀμαλδύνει>
- μαραίνει S σήπει, φθείρει
- <ἀμάμαξυς>
- ἄμπελος, ἢ γένος σταφυλῆς (Epich. fr. 24?) εἴρηται δὲ καὶ ἐπὶ χωλοῦ τινός, δύο βακτηρίαις ὑπὸ τὰς μασχάλας ἐρειδομένου, καὶ ἐκκρεμάμενον ἔχοντος τὸν πόδα ὡς βότρυν (Com. ad.)
- *<ἀμᾶν>
- θερίζειν vgS ἀπὸ τοῦ ἅμα Σ ἀνέχειν
- †<ἀμανάν>
- ἅμαξαν
- <ἀμανδαλοῖ>
- ἀφανίζει, βλάπτει
- <ἀμάνορες>
- δοθιῆνες. Ἠλεῖοι
- <Ἄμαντοι>
- ἔθνος Ἠπειρωτικόν
- <ἁμαξακάρινον>
- ἅμαξα
- <Ἁμαξαντειά>
- δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς
- <ἁμαξάων>
- ἁμαξῶν (Η 426)
- <ἁμαξεύς>
- ζευγηλάτης
- <ἁμαξήποδες>
- τῆς ὑπερτερίας τὰ †εἴδη τὰ τοῖς ἄξοσι προστιθέ- μενα στρεφομένοις περὶ αὐτά
- <ἀμαξιτόν>
- *ὁδὸν δημοσίαν vgS ἁμάξαις διαπορευτὴν ὁδόν (Χ 146)
- <ἀμαξίς>
- γένος σταφυλῆς ἀπὸ ἀναδενδράδος. καὶ τὸ μικρὸν ἁμάξιον Ἀττικοὶ οὕτως καλοῦσιν
- <ἆμαρ>
- ἦμαρ, ἡ ἡμέρα
- <ἀμάρακος>
- γένος μύρου, ἀπὸ φυτοῦ ἀμάρακος καλουμένου
- <ἀμάραν>
- αὔλακα
- *<ἀμαράντινον>
- ἄσηπτον (i Petr. 5,4) Sp
- <ἀμάραντος>
- εἶδος φυτοῦ, ἀφ' οὗ στέφανοι πλέκονται
- †<ἀμαρασαι>
- αἱ σῦς. οἱ δὲ κύνας
- <ἀμαρεῖν>
- ἀκολουθεῖν. πείθεσθαι. [ἁμαρτάνειν]
- <ἀμαρεύματα>
- ἀθροίσματα βορβόρου (Greg. Naz. c. 2,2,7,111)
- *<ἀμαρεύων>
- διοδεύων S
- <ἀμάρη>
- ἡ ἐν τοῖς κήποις [ὑδροῤῥόη b παρὰ τὸ ἅμα καὶ ἴσως καὶ ὁμαλῶς ῥεῖν, ἢ οἷον ἁμαρόη τις οὖσα
- <ἀμάρης>
- ὑδρορόης S ὀχετοῦ (Φ 259)
- <ἀμάρῃσι>
- πόροις
- <ἀμάη>
- Ἑβραϊστί, †βαβαὶ Συριστί, Ἑλληνιστὶ σύγχυσις
- †<ἀμαρία>
- ὁμοῦ, παραγώγως
- <ἁμαρτάδας>
- ἁμαρτίας (Hdt. 8,140 α1 Aesch. fr.)
- *<ἅμαρτεν>
- ἀπέτυχεν Sb ἐψεύσθη (Δ 491 ..)
- <ἁμαρτῇ>
- ἅμα, κατ' ἐπακολούθησιν, ὡς Ὅμηρος (Ε 656 ..) χρῆται
- <ἁμαρτῆσαι>
- στερηθῆναι
- <ἁμαρτῇ>
- ὁμοῦ b προῆκαν τὰ δόρατα (Ε 656) [Εὐριπίδης Σκείρωνι]
- <ἁμαρτεῖν>
- ἀκολουθεῖν. <Εὐριπίδης Σκείρωνι (fr. 680)> Σοφοκλῆς δὲ ἐν Φιλοκτήτῃ (231) ἐπὶ τοῦ ἀποτυχεῖν
- <ἁμαρτήδην>
- ὁμοῦ
- <ἁμαρτήσεσθαι>
- δι' ἁμαρτίαν στερηθῆναι (# 511)
- <ἁμαρτήσαντες>
- συντυχόντες, ὁμοῦ γενόμενοι. ἢ ὁμοῦ προέμενοι, ὅ ἐστι ἐκπέμψαντες (φ 188)
- <ἁμαρτοεπής>
- ἁμαρτάνων ἐν τῷ λέγειν (Ν 824)
- *<ἁμάρτοις>
- ἀποτύχοις (Eur. Med. 191) S
- <ἁμαρτωλόν>
- πανοῦργον, μοχθηρόν, αἱμύλον
- <ἁμαρτων>
- ἀκολουθῶν. ἀγνοήσας
- <ἀμάρυγγες>
- ἀκτῖνες, λαμπηδόνες. ὄψεις
- *<Ἀμαρυγκέα>
- ὄνομα κύριον (Ψ 630) S
- *<ἀμαρύγματα>
- λαμπηδόνες T. Sb
- †<ἀμαρυγκυσία>
- βοστρύχια
- <Ἀμαρύσια>
- ἑορτὴ Ἀθήνῃσι
- <ἄμαρυς>
- ἄπλετος, πολύς
- <ἀμαρύσσει>
- στίλβει, λάμπει
- <ἀμαρύσσων>
- λάμπων b ἀστράπτων
- [<ἀμαρύκαρ>
- ἀπ' ἀρχῆς]
- <ἀμάρυγγας>
- τοὺς ὀφθαλμούς
- <ἁμάς>
- ἡμετέρας. Δωρικῶς (Κ 448)
- <ἀμᾶσθαι>
- ἐφέλκεσθαι τὴν γῆν
- <ἁμασυκάδες>
- ἅμα τοῖς σύκοις γινόμενοι ἄπιοι
- <ἀματίζει>
- ἀναφυρᾷ
- <ἁμάτις>
- ἅπαξ. Ταραντῖνοι
- *<ἀμάτορος>
- μητέρα μὴ ἐχούσης (Eur. Phoen. 666) S(P)
- <ἅμα τοῖσι>
- σὺν τούτοις (Α 348 ..)
- <ἁματροχιαί>
- τῶν ἁρμάτων συνάφεσις
- <ἁματροχιάς>
- τὰς χαράξεις τῶν τροχῶν. καὶ ὁμοδρομίας (Ψ 422)
- <ἁματροχόωντα>
- ἅμα συνεκτρέχοντα (ο 450)
- <ἀμαυρῇ γλώσσῃ>
- ἡσύχως
- <ἀμαυροῖ>
- ἀναιρεῖ. μαραίνει (Eur. Hipp. 816)
- *<ἀμαυρούμενοι>
- σκοτιζόμενοι vgS
- <ἀμαυρώσας>
- σκοτώσας
- *<ἀμαυρόν>
- σκοτεινόν (Lev. 13,4) (vgSP)b
- †<ἀμαχητηρία>
- εἶδος ἀκάνθης
- *<ἄμαχον>
- ἀκαταμάχητον, ἀκαταγώνιστον (Eur. Rhes. 456) vg
- <ἄμβαινα>
- ἀναδενδράς
- †<ἀμβαδέως>
- ἀφροντίστως. ἀπρονοήτως
- *<ἄμβασιν>
- ἀνάβασιν (vg)S
- <ἀμάσεται>
- ἀπὸ τῆς ἀμήσεως, οἱονεὶ σφάξαι. Σοφοκλῆς Τρωίλῳ (fr. 568)
- [<ἀμβαίδην>
- ἐμβολάδην. μετὰ ὀλολυγμοῦ]
- *<ἀμβαλλώμεθα>
- ἀναβαλλώμεθα (Β 436)
- <ἀμβατός>
- ἀναβατός. προσβατός (Ζ 434)
- †<ἀμβές>
- δύσκολον. ἢ <ἀβλαβές>
- <ἄμβη>
- ἡ τῆς ἴτυος ὀφρῦς τῶν κυλλῶν ἀσπίδων
- <ἄμβικα>
- χύτραν. κάδον
- *<ἀμβιτιῶν>
- ἐπιτηδεύων παρεκβάλλειν τινὰ τῆς αὐτοῦ ἐξουσίας S
- <ἀμβλακεῖν>
- ἁμαρτεῖν
- *<ἀμβλάκημα>
- ἁμάρτημα (Dan. 6,6 Theod.) S
- <ἀμβλήδην>
- ἀναβολάδην, ἀπὸ προοιμίου. ἢ μετὰ ὀλολυγμοῦ ἀναβάλλων (Χ 476)
- [*<ἀμβλοθρίδιον>
- ἄμβλωμα. βρέφος. ἔκτρωμα vb]
- *<ἀμβλύ>
- βραδύ vgS
- *<ἀμβλυωπεῖ>
- τυφλώττει Pp (b)
- *<ἀμβλυώττοντες>
- τυφλώττοντες vgS
- <ἀμβλύτερον>
- ὀκνηρότερον
- <ἀμβλύσκει>
- ἐξαμβλοῖ. κυρίως δὲ ἐπὶ ἀμπέλου. καὶ ἐκτιτρώσκει. Σοφοκλῆς Ἀνδρομέδῃ (fr. 128)
- <ἀμβλῶνες>
- χαλβάνη. Διονύσιος
- *<ἀμβλώσκειν>
- ὠμοτοκεῖν S
- *<ἀμβλωθρίδια>
- τὰ ἐξημβλωμένα, ἔμβρυα (Dion. Ar. eccl. hier. 3,3,6) (vgS) Σ
- *<ἄμβλωμα>
- ἔκτρωμα (A)
- <ἀμβλωπή>
- τυφλή
- <ἀμβλώσσει>
- ἀμβλυωπεῖ
- <ἀμβολάδην>
- ἀναβολῇ χρώμενος. ἀναζέων. ἀναβάλλων (Φ 364)
- <ἄμβος>
- ἡ ἐπίγειος πλάτη
- <ἀμβρίζειν>
- θεραπεύειν ἐν τοῖς ἱεροῖς
- *<ἀμβρόσια>
- θεῖα θαυμαστά vgS. ll τροφή, ἢ μάννα (Sap. 19,21) S(b)
- *<ἀμβρόσιον>
- εὐῶδες. ἡδύ (Ξ 178)
- <ἀμβροσίη>
- θεία, καὶ ἀθάνατος. καὶ ἡ τῶν θεῶν τροφὴ [βαρυτό- νως γὰρ ὁ βρότος τὸν ἀνθρώπινον φόνον κατὰ στέρησιν δηλοῖ] ἡ καθαρὰ καὶ ἀθάνατος καὶ ἄφθαρτος σημαίνεται. Κορίνθιοι δὲ τὸ κρίνον (Nicand. fr. 126)
- *<ἀμβροσίου>
- θείου (Ε 338) S
- <ἀμβροτῖνον>
- ἄμοιρον
- <ἄμβροτα>
- θεῖα, ἀθάνατα (Π 670 ..)
- *<ἄμβροτα τεύχεα>
- θεῖα ὅπλα (Ρ 202) Sb
- *<ἄμβροτος>
- ἄφθαρτος, θεῖος vgSp ἀθάνατος (γ 358) p
- *<ἀμβρόσιος>
- θεῖος P ἀθάνατος (Β 19) (vgb) ἡδύς. καὶ ὄνομα κύριον
- <ἀμβροτεῖν>
- ἁμαρτεῖν. ἀποτυχεῖν βροτοῦ, ὅ ἐστι ἀνθρώπου. καὶ κρύπτειν
- <ἀμβροτίξας>
- ἀπαρξάμενος. Λάκωνες
- <ἄμβροτες>
- †καινεῖ ἀποτυγχάνει
- <ἀμβρυχαί>
- αἱ τῶν χειρῶν ἐμβολαί
- <ἄμβρυττοι>
- εἶδος ἐχίνων θαλασσίων. Ἀριστοτέλης (h. an. 4,530 b 5) δὲ αὐτοὺς βρύττους καλεῖ
- <Ἀμβώνιον>
- χωρίον τῆς Ζελείας
- <ἄμβωνες>
- αἱ προσαναβάσεις τῶν ὀρῶν. Αἰσχύλος Κερκύωνι (fr. 103) καὶ Σισύφῳ (fr. 231)
- <ἀμέγαρτον>
- ἀφθόνητον S ἀζήλωτον (Β 420) ἢ πολύν, ἢ μέγαν. ὡς τό· ἀμέγαρτε συβῶτα (ρ 219) ᾧ οὐκ ἄν τις φθονήσειεν.
- <ἀμέθυσος>
- βοτάνη. καὶ λίθος
- <ἀμείβεται>
- παραιτεῖται. Εὐριπίδης Ἀνδρομέδᾳ (fr. 156)
- *<ἀμείβοντα>
- ἀλλάσσοντα vgS
- *<ἀμείβου>
- ἀνταποδίδου vgS
- *<ἀμείβων>
- ἀλλάσσων (Λ 546) SΣ
- *<ἀμειδές>
- στυγνόν vgb ἀγέλαστον
- *<ἀμειδήτοις>
- σκυθρωποῖς S Μειδιᾶν γάρ ἐστι τὸ γελᾶν (Sap. 17,4) Svg
- *<ἀμείδητον>
- ἀγέλαστον S(g)
- <ἀμείλικτον>
- πικράν. οὐ προσηνῆ (Λ 137)
- <ἀμειλέοις>
- ἀθλίοις
- *<ἀμείλικτον>
- ἄμικτον, ἀπάνθρωπον, σκληρόν vgS [καὶ πικρόν, οὐ προσηνῆ]
- <ἀμείλιχος>
- ἀπροσηνής, ἀπειθής. σκληρός. πικρός (Ι 158)
- [<ἀμεῖναι>
- πληρωθῆναι]
- <ἀμείνασις>
- ἡδύοσμον <ὑπὸ Περγαίων>
- *<ἄμεινον>
- κάλλιον vgSP βέλτιον gS κρεῖσσον (Α 116 ..) gP
- *<ἀμείνονα>
- βελτίονα (Β 239) vg
- [<ἁμιλλώμενος>
- ὁρίζων. ἢ ἐρίζων]
- <ἀμεριμνεῖν>
- ἀμελεῖν
- <ἀμείρεσθαι>
- στερεῖσθαι
- <ἀμείροντες>
- στερίσκοντες, ἀφαιρούμενοι
- [<ἀμεῖς>
- εὑρήσεις]
- *<ἀμειφθήσεται>
- ἀλλαγήσεται Sp
- <ἀμείψασθαι>
- ἀποκρίνασθαι (β 83)
- (*)<ἄμειψεν>
- ἤλλαξεν
- <ἀμειψικοσμίη>
- μετακόσμησις (Democr. fr. 138)
- <ἀμειψιρυσμεῖν>
- ἀλλάσσειν τὴν σύγκρισιν, ἢ μεταμορφοῦσθαι (Democr. fr. 139)
- <ἀμειψίχρον>
- μεταβάλλοντα <τὴν χρόαν>
- *<ἀμειψώμεθα>
- ἀνταποδώσωμεν vgSPb
- <ἀμεθόδευτος>
- ἀτέχναστος
- *<ἀμέλγει>
- ἐπισπᾶται τὸ γάλα vgS
- <ἀμέλδειν>
- τήκειν. στερίσκειν
- <ἀμελῆσαι>
- ἀφροντιστῆσαι
- <ἀμέλει>
- διό. ἁπλῶς. οὕτως οὖν d *τοιγαροῦν bΣ
- *<ἀμέλεια>
- καταφρόνησις S
- *†<ἀμέλατον>
- τὸ ἴσον S
- <ἀμελίου δίκη>
- ζημία
- *<ἀμελλητί>
- ταχέως, μελλήσεως χωρίς (Ios. Ant. 19,301) vgSb
- †<ἀμελοῦσαν>
- ἄκουσαν. ἢ <ἀνελοῦσαν>
- <Ἀμελοῦς γωνία>
- χωρίον Λιβύης
- [<ἀμεμακέτην>
- ἀκαταμάχητον S]
- *<ἀμέμπτους>
- ἀκαταγνώστους S
- *<ἀμεμφῶς>
- ἀμέμπτως S ἀφειδῶς
- *<ἄμεναι>
- πληρωθῆναι (Φ 70) S
- <ἀμενεῖς>
- ἀσθενεῖς
- <ἀμενήνωσεν>
- ἀσθενῆ ἐποίησεν (Ν 562) b Ἡλιόδωρος δὲ ἐπὶ τῶν νεκύων "<ἀμενηνὰ κάρηνα>" (κ 521 ..) τὰ ἀδιανόητα ἀπέδωκεν
- <ἀμένητα>
- ὑμένα. Αἰολεῖς
- <ἀμενηνά>
- ἀσθενῆ T κατὰ στέρησιν τῆς δυνάμεως. μένος γὰρ ἡ δύναμις. ἢ ἄψυχα (κ 521 ..)
- *<ἀμενηνῶν>
- ἀσθενῶν (τ 562) Sp
- *<ἀμενηνόν>
- ἀσθενές (Eur. Tro. 193) (b)
- *<ἀμενηνός>
- ἀδύναμος (Ε 887) P
- <ἁμέρας>
- ἡμέρας (Eur. Tro. 849)
- <ἀμεργομένη>
- δρασσομένη. ὑφαιροῦσα
- <ἀμερτόν>
- ἡ εἱμαρμένη. Κρῆτες
- *<ἄμερδεν>
- ἠμαύρου b ἔβλαπτεν (Λ 340)
- <ἀμέρδειν>
- στερίσκειν (φ 290?)
- *<ἀμερεῖ>
- ἀμερίστῳ. ταχυτάτῳ (Macc. 3,6,29) S
- *<ἀμερσινόου>
- ἀποτυχόντος τοῦ νοῦ (Greg. Naz. c. 2,1,46,17)
- [<ἀμερεφές>
- τὰ ἀμφοτέροθεν]
- <ἀμέρδει>
- ἀποστερεῖ T
- <ἀμερθείς>
- στερηθείς
- *<ἀμερθῇ>
- στερηθῇ (S)
- <ἁ μερία>
- τριακάδες δέκα
- <ἁμέριον ἔργον>
- τὸ ἡμερήσιον
- <ἀμέρμερα>
- πολλά. Λάκωνες
- [<ἀμερνός>
- ἄπειρος]
- <ἁμεροκοίτης>
- ὁ καλλιώνυμος ἰχθῦς. ἢ μύρον
- *†<ἀμερής>
- τυφλός g
- *<ἀμέρσαι>
- ἀποστερῆσαι, συλῆσαι (Π 53) S
- <ἀμερσίφρων>
- βλαβερά
- <ἄμερσεν>
- ἄμοιρον ἐποίησεν. ἐστέρησεν (θ 64)
- <ἀμέρυτος>
- ἀναπόσχετος. ἀτελεύτητος
- <ἀμερφές>
- αἰσχρόν
- <ἀμέρσαι>
- ἀμαυρῶσαι. ἄμοιρον ποιῆσαι
- <ἀμέσω>
- ὠμοπλάται
- <ἀμετάθετος>
- ἄτρεπτος, ἀκίνητος
- *<ἀμεταποίητον>
- ἀμετάθετον SΣw
- <ἀμεταστρεπτί>
- δίχα τοῦ μεταστραφῆναι (Plat. rep. 620e ..)
- <ἀμεταχείριστα>
- δύσληπτα (Ar. fr. 710)
- †<ἀμετέναι>
- ἀποδοῦναι
- <ἄμετρα>
- †ἄκερα, ἀκεράμια μαχόεσα
- *<ἀμετρίαν>
- ὑπερβολήν vgS(b)
- *<ἀμετροεπής>
- φλύαρος b ἄμετρος ἐν τῷ λέγειν (Β 212) Sb
- <ἀμετουσίαστον>
- ἀμέτοχον
- *<ἀμέτοχον>
- ἀμετάληπτον Sb
- *<ἄμετρον>
- ἀμέτρητον, ἄπειρον (S)
- <ἀμεύσασθαι>
- ἀμείβεσθαι. διελθεῖν. περαιώσασθαι (Pind. fr. 23?)
- <ἀμευσιεπής>
- διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις (Pind. fr. 24)
- <ἄμη>
- σιδηροῦν σκεῦος. καὶ σκάφη, εἰς ἣν ἐβάλλοντο ἐρίφων πόδες πρὸς τὸ μὴ βαίνειν
- <ἁμῆγε>
- ἁμηγέπω
- [<ἄμητος>
- ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ]
- [*<ἀμητός>
- ὁ θερισμός]
- *<ἁμηγέπη, ἁμηγέποι>
- ὅποι ποτέ S(g)
- *<ἃ μὴ θέμις>
- ἃ μὴ πρέπει (Soph. O. C. 1641) vgSb
- †<ἀμήκωα>
- δεινά. Ταραντῖνοι
- <ἀμήλιον>
- ἀκολάκευτον. Κρῆτες
- †<ἀμημένοι>
- σῖτον συλλέγοντες S
- <ἀμῆν>
- πλακοῦντος εἶδος b
- <ἀμηνίτως>
- ἀμέμπτως. Ἀχαιὸς <Ἀλκμέωνι> (fr. 15)
- <ἅμ' ἠοῖ>
- ἅμα ἡμέραι (δ 407 ..) b [Αλκαιῶνι]
- <ἅμηροι>
- ὅμηροι
- *<ἀμήρυτον>
- ἄφθαρτον, ἀτελεύτητον vgS πολύ g Σ
- <ἀμῆσαι>
- θερίσαι b
- <ἀμησάμενος>
- συναγαγών (ι 247) θερίσας
- *<ἀμήσαντα>
- θερίσαντα (vgA) ἀποτεμόντα (Σ)
- <ἀμητορίδας>
- [καθαριστάς] Κρῆτες [ἢ] κιθαριστάς
- <ἄμητες>
- πλακοῦντος εἶδος
- *<ἀμητῆρες>
- θερισταί (Λ 67) PbΣ
- †<ἀμητόν>
- ἀποίητον
- *<ἀμήτορες>
- μὴ ἔχοντες μητέρα S
- *<ἄμητος>
- θερισμός (Prov. 6,11a) vgPb
- <ἀμητός>
- ὁ καιρὸς <τοῦ θερισμοῦ> (Τ 223) Σ
- *<ἀμήχανον>
- ἄπορον vb πρὸς ὃν μηχανὴν οὐκ ἔστιν εὑρεῖν SP ἢ δυσχερές. ἢ ἐνδεές (Eur. Andr. 770)
- <ἀμήχανε>
- ἀπροσμάχητε (Ο 14)
- <ἀμητος>
- τῆς μὲν πρώτης ὀξυνομένης, [αὐτὰ τὰ τεθερισμένα b τῆς δὲ τελευταίας, [ὁ καιρὸς b τῆς συγκομιδῆς τῶν καρπῶν (Τ 223)
- <ἀμήτωρ>
- κακομήτωρ. Σοφοκλῆς Ἠλέκτρᾳ (1154)
- †<ἀμία>
- φυλάκια
- <ἀμίαι>
- ἰχθύες (Epich. fr. 124,5)
- †<ἀμιερεῖ>
- δείξει
- <ἀμμηρά>
- ἀμμώδη. ἔρημα
- (*)<ἀμειδῆ>
- στυγνά. ἀγέλαστα
- <ἀμιθρόν>
- ἀριθμόν (Simon. fr. 228)
- <ἀμιθάς>
- ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα, ὡς Ἀνακρέων (fr. 138)
- <ἀμιθρεῖν>
- ἀριθμεῖν (Nicochar. fr. 5 D.)
- †<ἀμίθιος>
- μυλών
- <ἄμμιξ>
- συγκομιστὸς ἄρτος. Ταραντῖνοι
- <ἀμικτίσας>
- διαστήσας. χωρισάμενος
- *<ἅμιλλα>
- φιλονεικία gPb πόλεμος P ἀγών (Eur. Hec. 226 ..)
- <ἁμιλλᾶν>
- τὸ ἐρίζειν. καὶ εἰς τάχος γράφειν
- *<ἁμιλλᾶσθαι>
- φιλονεικῆσαι vgS ἀγωνίζεσθαι (Eur. Hipp. 426 ..) S
- <ἀμίλλακαν>
- οἶνον. Θηβαῖοι
- <ἁμιλλᾶται>
- ἐρίζει b
- <ἁμιλλότεροι>
- ἐπὶ πλέον ἐρίζοντες
- <ἀμίλλυκα>
- δρέπανον. Ἠλεῖοι
- *<ἁμιλλώμεθα>
- φιλονικῶμεν S
- *<ἁμιλλώμενος>
- ἐρίζων gSPb
- <ἁμιλλητήριος>
- ὁ ἐρίζων πολύ
- [<ἀμείλικτον>
- σκληρόν v(g)S]
- <Ἀμιναῖον>
- δι' ἑνὸς ν τὸν οἶνον λέγει. ἡ γὰρ Πευκετία Ἀμιναία λέγεται
- <ἀμῖξαι>
- οὐρῆσαι. ἢ ἐκχύσαι. ἢ ὀμῖξαι
- <ἅμιπποι>
- δύο ἵπποι συνεζευγμένοι
- <ἁμιλλητηρίους λόγους>
- τοὺς ἐναγωνίους
- <ἀμίς>
- σταμνίον
- <ἀμίσαλος>
- δυσάρεστος (Callim?) b
- <ἄμιτρα>
- μικρά. Κρῆτες
- <ἀμιτροχίτωνας>
- ἀζώστους b ἔχοντας τοὺς χιτῶνας (Π 19)
- *<ἀμιχθαλόεσσα>
- ἀπροσόρμιστος ἐκ θαλάσσης (A) καὶ δύσορμος (Ω 753)
- <ἄμισθος>
- χωρὶς μισθοῦ
- *<ἅμμα>
- δεσμός (Eur. Hipp. 781) SPb
- <ἀμμάθω>
- μεταμέλωμαι
- †<ἀμμαλλῆς>
- ἀνοστία S
- <Ἀμαλῷα>
- ἑορτὴ <παρὰ Τενεδίοις> ἀγομένη Διί
- <ἀμ μακρύ>
- τὸ ἀπ' ἀρχῆς
- <ἀμαμιθάδες>
- ἥδυσμά τι σκευαστὸν διὰ κρεῶν εἰς μικρὰ κεκομ- μένων δι' ἀρτυμάτων
- <ἀμμάξαι>
- αἰωρεῖσθαι, καὶ κρέμασθαι. ἢ ἀποπνῖξαι
- <Ἀμμάς>
- ἡ τροφὸς Ἀρτέμιδος. καὶ ἡ μήτηρ. καὶ ἡ Ῥέα. καὶ ἡ Δημήτηρ
- <ἁμματίζει>
- περιπλέκει, δεσμεύει S
- <ἄμμε>
- ἡμᾶς b [ἢ ἡμεῖς, ἢ ἡμῖν] [ἢ] οἴομαι (A59)
- <ἀμμεδαπήν>
- ἐγχώριον
- <ἄμμες>
- [ἡμᾶς,] ἡμεῖς d [ἡμῶν] (ι 303)
- <ἀμμία>
- μήτηρ. τροφός
- *<ἄμμι δέ>
- ἡμῖν δέ (Α 394) Sb
- [<ἀμμία>
- καὶ ἀποπνίξαι]
- †<ἀμμιρός>
- πεπληρωμένος
- [<ἀμιλλᾶσθαι>
- εἴρηται ὡς φιλονεικῆσαι]
- [<ἀμμισκόμιστον>
- συγκόμιστον ἄρτον]
- *<ἀμοιβάς>
- τιμωρίας. ἐκτίσεις vg
- <ἀμοιβοί>
- οἱ διαδεχόμενοι τοὺς προεστρατευκότας (Ν 793)
- *a) <ἄμμορον>
- ἀμέτοχον (ε 275) S b) <ἄμοιρον> ἀθάνατον S
- <ἀμμορίην>
- τὴν κακὴν μοῖραν, κακομοιρίαν (υ 76)
- <ἄμμορον>
- δύσμορον, κακόμορον· καὶ ἔμ' ἄμμορον (Ζ 408), καὶ ἀμέτοχον, ὡς τό· οἴη δ' ἄμμορός ἐστι λοετρῶν (ε 275)
- <ἄμμος>
- ψάμμος
- <Ἀμμούς>
- ὁ Ζεύς. Ἀριστοτέλης (fr. 530)
- <Ἀμμών>
- ἑορτὴ Ἀθήνηισιν <Ἄμμωνι> ἀγομένη, καὶ ὄφεις Κυρη- ναῖοι
- *[<ἄμμωνος>
- υἱός, ἀπόγονος]
- <ἀμμωχεῖν>
- ἀργεῖν
- *<ἀμνάδας>
- παρθένους (Clem. Al. protr. 12,119,1) ἢ πρόβατα (Theocr. 8,35) S
- <ἀμνάμους>
- τοὺς ἐγγόνους
- *<ἄμναμος>
- υἱοῦ υἱός S
- *<ἀμνημόνει>
- ἐπελάθετο S
- <ἀμνὴν θερίζειν>
- .............
- <ἀμνημύοντες>
- ἀθυμοῦντες
- [<ἀμνήνοσεν>
- ἀσθενῆ ἐποίησεν]
- <ἀμνησικακία>
- τὸ μὴ μιμνήσκεσθαι κακῶν (3. Macc. 3,21)
- *<ἀμνηστία>
- τὸ μὴ μιμνήσκεσθαι vgS
- <Ἀμνισία>
- ἡ Εἰλείθυια
- <ἀμνίον>
- τὸν ὑμένα τοῦ σώματος
- <ἀμνήστευτος γυνή>
- ἡ παλλακή. Εὐριπίδης Φοίνικι (fr. 818)
- †<ἀμνόα>
- πρόβατον. οἱ δὲ ἀμνός
- <ἀμνόν>
- μαλλόν. *ἢ τὸ ἄρτι τεχθὲν πρόβατον q. Spn
- <ἀμνοὶ τοὺς τρόπους>
- πρᾶοι καὶ μαλακοί (Ar. Pac. 935)
- <ἀμνοκόπος>
- ποιμήν
- <ἀμοιβαί>
- χάριτες (Eur. Or. 841) καὶ τιμωρίαι, [*ἀνταποδόσεις
- (v)g καὶ ἐκτίσεις Σg χρέα
- *<ἀμογητί>
- ἄνευ κακοπαθείας p χωρὶς μόχθου (Λ 637) vgS
- *<ἀμόγῳ>
- ἀκοπιάστῳ S(pP)
- <ἁμόθεν>
- ἀπό τινος μέρους, ὁπόθεν θέλεις· τῶν ἁμόθεν γε θεὰ θύγατερ Διὸς εἰπέ (α 10). δηλοῖ δὲ καὶ τὸ μηδαμῶς, κατὰ μηδένα τρόπον.
- <ἀμοιβαδίς>
- ἐναλλάξ (b) παρὰ μέρος (Σ 506?)
- *<ἀμοιβαδόν>
- ἐφεξῆς vgb
- <ἁμοιγέποι>
- εἴς τινα τόπον. ἢ καθ' ἕνα τρόπον
- <ἄμοιος>
- κακός. Σικελοί
- *<ἀμοιρεῖ>
- ἐστέρηται S
- <ἄμοιροι>
- ἄχωροι. [ἄκληροι p
- *<ἀμοιρῆσαι>
- ἀποτυχεῖν vgSb
- (*)<ἄμοιρος>
- ἐκτός, ἄνευ (Sap. 2,9)
- *<ἀμοιρῶν>
- ἀστοχῶν Ppb
- <ἀμολγάζει>
- μεσημβρίζει
- <ἀμολγὸν νύκτα>
- Εὐριπίδης Ἀλκμήνῃ (fr. 104) ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν. οἱ δὲ μέρος τῆς νυκτός, καθ' ὃ ἀμέλγουσιν
- <ἀμολγοί>
- οἱ ἀμέλγοντες τὰ δημόσια (Eratosth. fr. 9 Str.)
- <ἀμολγῷ>
- τῷ μεσονυκτίῳ, ἤτοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, ἐν ᾗ ἀμέλγουσιν (Λ 173)
- <ἀμόργη>
- τρυγία b ἐλαίου. ἰλύς
- <ἀμόργινα>
- λεπτοϋφῆ ἐνδύματα
- <ἄμορος>
- ἀμέτοχος (Eur. Med. 1395)
- [<ἀμόμηλις>
- ἀπιοσάχρας]
- <ἀμόρα>
- σεμίδαλις ἑφθὴ σὺν μέλιτι
- <ἀμοργίτας>
- πλακοῦντας
- <ἀμορβεύσασθαι>
- ὁδοιπορῆσαι. ὁρμῆσαι
- <ἀμορβεύων>
- ἀκολουθῶν. ἀπαλλαττόμενος
- <ἀμοργίς>
- καλάμη τις, ἐξ ἧς ἔνδυμα γίνεται. ἢ ὕφασμα. ἢ χιτών
- <ἄμοργμα>
- σύλλεγμα. ἄρτυμα
- <ἀμοργίδα>
- ἐξεσβηκυῖαν τὸ γάλα
- <ἀμόρξαι>
- ἀποψῆσαι. ἢ <ὀμόρξαι>
- <ἀμόῤῥωτον>
- ἀθάνατον
- <ἀμορφύνειν>
- οὐ δεόντως πράττειν (Antim. fr. 112 W)
- <ἀμόρφωτον>
- ἀδιατύπωτον. Σοφοκλῆς Θυέστῃ τῷ ἐν Σικυῶνι (fr. 228)
- *<ἄμοτον>
- ἀπλήρωτον gP πολύ (Δ 440 ..) SPn
- *<ἀμοῦσι>
- θερίζουσιν S
- *<ἄμουσον>
- ἀπαίδευτον S(Σ)
- <ἀμουσχρά>
- καθαρεύουσα. Λάκωνες
- *†<ἀμόωλον>
- ἅγιον, εἰλικρινές gSw
- *<ἄμομφος>
- ἄπταιστος vgSw
- [<ἀμπαδίην>
- φανερῶς]
- <ἀμπάζονται>
- ἀναπαύονται
- <ἄμπαιδες>
- οἱ τῶν παίδων ἐπιμελούμενοι παρὰ Λάκωσιν
- <ἀμπαλίνωρον>
- τὸ ἀνακάμψαι πάλιν τὴν αὐτὴν ὁδόν (Cratin. fr. 5 D Philet. com. fr. 11)
- <ἀμπαξαι>
- παῦσαι. Λάκωνες
- <ἀμπαυλίς>
- ἡ τὰ πράγματα διαφέρουσα
- *<ἂμ πεδίον>
- κατὰ πεδίον (Ε 87 ..) S
- <ἀμπαιστόν>
- ἀναπαιστόν (Epicharm. fr. 88)
- *<ἀμπείρας>
- διχάσας (Eur. Rhes. 515) Sp
- <ἄμπειρος>
- ἔμπειρος
- <ἀμπελόπρασον>
- πόα τις. ἔστι δὲ καὶ βοτάνη
- <ἄμπελος>
- ἡ μηχανή. καὶ ἄκρα Μυκάλης [ἤγουν ὄρους]. Κυρη- ναῖοι δὲ αἰγιαλός. καὶ πόλις Θρᾴκης. καὶ ἡ ἄμπελος
- <ἀμπέλιοι, ἀμπέλια>
- φυτόν τι. οὕτω κατὰ στελέχη τῆς ἀμπέλου
- *<ἀμπελόεσσαν>
- ἀμπέλους ἔχουσαν (Γ 184 ..) (b)
- <ἀμπερέως>
- διαμπάξ
- *<ἀμπεπαλών>
- διασείσας, κινήσας (Γ 355) gS
- <ἀμπέσσαι>
- ἀμφιέσαι. Λάκωνες
- <ἀμπαιανίσαι>
- ἀνιερῶσαι
- *<ἀμπέτασον>
- ἀνακάλυψον (Eur. Hipp. 202) S
- <ἀμπεπαλών>
- κραδάνας. σείσας (Γ 355)
- <ἄμπνευσις>
- ἀνάψυξις
- <ἀμπέχειν>
- περιβάλλεσθαι
- <ἀμπεχές>
- ἔνδυμα, ἀπὸ τοῦ ἀμπέχειν
- <ἄμπεχε>
- περικέχυτο. κατεῖχε (ζ 225)
- *<ἀμπεχόμενος>
- περιβαλλόμενος gSP
- <ἀμπέχονον>
- σύμμετρον [περίβλημα (Ar. fr. 320,7) S(p)
- *<ἀμπεχόνην>
- λεπτὸν ἱμάτιον v
- *<ἀμπεχόνιον>
- ὁμοίως SPp b
- *<ἀμπιλίδιον>
- πιλίον Sp
- <ἀμπέμψει>
- ἀποπέμψει (o 83 v. l.)
- <ἄμπηρον>
- πεπηρωμένον
- <ἀμπίθυρον>
- πυλῶνα. Ταραντῖνοι
- <ἀμπιστατήρ>
- ἐξεταστής
- <ἀμπίστασθαι>
- ἐξετάζειν
- <ἀμπίσχειν>
- περιβαλεῖν
- <ἀμπισχόμενον>
- περιβαλλόμενον
- †<ἀμπίτιαρ>
- παραταττομένη
- <ἀμπλακεῖν>
- ἁμαρτεῖν
- *<ἀμπλάκημα>
- ἁμάρτημα (Eur. Phoen. 23) vgn
- *<ἀμπλακίῃσιν>
- ἁμαρτήμασιν (Greg. Naz. c. 1,2,9,47) S
- *<ἀμπλακήματα>
- ἁμαρτήματα S(b)
- *<ἀμπλακών>
- ἀποτυχών. ἁμαρτάνων Sp
- *<ἀμπνύνθη>
- ἀνέπνευσεν (Ε 697) S
- <ἄμπνυτο>
- ἀνεσωφρονίσθη (Λ 359)
- <ἀμπνύνθη>
- ἀνεπινύσθη. ἀνεσωφρονίσθη (Ε 697)
- <ἀμπόχοι>
- τὶς ἐν Συρακούσαις ἀρχή
- †<ἀμπρακόν>
- μακρόθεν
- <ἀμπρεύειν>
- προτονίζειν. ἕλκειν. ἁμαξηλατεῖν
- <ἀμπρεύωμεν>
- ἕλκωμεν
- <ἄμπρον>
- τὸ τεταμένον σχονίον, ᾧ ἐχρῶντο ἀντὶ ῥυμοῦ (p)
- <ἄμπυκα, κεκρύφαλον>
- κόσμον γυναικῶν (Χ 469) S
- *<ἄμπυξ>
- χαλινός. (gΣ) τριχόδεσμος g(Σ)
- <ἄμπυκες>
- τὰ διαδήματα (Χ 469) ἢ χαλινοί (Ε 358) ἢ τροχοί· οὕτως Σοφοκλῆς ἐν Φιλοκτήτῃ (678) διὰ τὸ κυκλοτερές
- <ἀμπυκτήρια>
- τὰ φάλαρα. Σοφοκλῆς Οἰδίποδι ἐν Κολωνῷ (1069)
- *<ἄμπωτις>
- ἀνάποσις q. vgSP ξηρασία vgSP ὅπου ἀναποδίζει τὸ ὕδωρ καὶ πάλιν ἔρχεται (Hdt. 2,11,2 ..) vgP
- [<ἀμυτημών>
- ἁμαρτωλός]
- <ἀμυγδαλη>
- τὸ δένδρον. καὶ τὰ τραγήματα
- *<ἀμύγμασιν>
- σχίσμασιν S(p)
- [<ἀμυβαδόν>
- ἐφεξῆς]
- <Ἄμυτρον>
- πόλις τῆς Θρᾴκης
- [ἄμυτρον] <ἀμυδᾶναι>
- κρύψαι
- *<ἄμυδις>
- ἅμα, [ὁμοῦ (Ι 6 ..) Sb
- *<ἀμυδρά>
- τὰ ἀσθενέστερα SP
- *<ἀμυδρός>
- σκοτεινός (v)g (SPb)
- [<ἄμυδροι>
- τόποι οἱ κάθυδροι καὶ ἄγαν ἔοντες, παρὰ τὸ μυρεῖν, ὅ ἐστι ῥεῖν]
- <ἀμυδρότερα>
- ἀμαυρότερα. ἀσθενέστερα
- <ἀμύητος>
- βέβηλος p
- <ἀμύθητοι>
- ἀναρίθμητοι, πολλοί
- *<ἀμυθήτου>
- ἀνεκδιηγήτου vgSb
- <ἀμύκαρις>
- πλῆθος S ἄθροισμα. ‖ πλούσιον, πολύ
- <ἀμυκάλαι>
- αἱ ἀκίδες τῶν βελῶν παρὰ τὸ ἀμύσσειν
- <ἀμυκλᾶιδες>
- εἶδος ὑποδήματος πολυτελοῦς Λακωνικοῦ. Καὶ [πόλις <Ἀμύκλαι> b
- <ἀμυκλίς>
- γλυκύς, ἡδύς
- *<ἄμυκτον>
- γλυκύ S οἱ δὲ ἄμικτον
- <ἄμυλα>
- μήτρα
- *<ἀμύλους>
- πλακοῦντας gS
- <ἄμυλος>
- βρῶμα τὸ ἐκ πυροῦ
- <ἀμυλιδωτόν>
- χιτῶνος εἶδος (Hermipp. fr. 2 D)
- *<ἄμυμος>
- ἀγαθός vgSn ἀμώμητος vg ἄμεμπτος gS καὶ <ἀμύμων>
- *<ἀμυνάθειν>
- ἀμύνειν, [βοηθεῖν (Eur. Andr. 1079) S
- *<ἀμῦναι>
- ἐκδικῆσαι. [βοηθῆσαι (Eur. Or. 556) b
- <ἀμῦναι>
- ἀπαλεξῆσαι (Α 67) τιμωρία
- <Ἀμυνανδρίδαι>
- γένος, ἐξ οὗ ἱερεῖς Ἀθήνησιν
- <ἀμύνανδρος>
- δυνάμενος ἄνδρας ἀμύνεσθαι
- <ἀμυνίας>
- ὁ ἀμυντικός, παρὰ τὸ ἀμύνειν (Ar. Eq. 570)
- *<ἀμύνει>
- βοηθεῖ (Π 265 ..) Pb
- *<ἄμυνον>
- βοήθησον (Α 456 ..) b
- <ἀμυνίων>
- ἀμώμητος (Α 92 ..) [ἄμυνον]
- *<ἀμυνόμενος>
- τιμωρούμενος (Π 622) S
- *<ἀμύνου>
- ἀποδίδου vgb
- *<ἀμυντήριον>
- ξίφος δίστομον. ἢ βάκλον. ἢ <ἄλλο> τι τῶν πλητ- τόντων vgSn
- <ἀμύντορας>
- βοηθούς (β 326)
- <ἀμύντωρ>
- *βοηθός SPn ἐπίκουρος (Ν 384) SΣp ἐκαλεῖτο δὲ καὶ ὁ τοῦ Φοίνικος πατὴρ Ἀμύντωρ (Ι 448)
- *<ἀμυνεῖ>
- ἀνταποδώσει
- <ἀμύξ>
- ἀμυχη<δόν>
- <ἄμυξα>
- ἔξυσα. ἐσπάραξα (Greg. Naz. c. 2,1,1,330) T
- <ἀμύξαι>
- καταμύξαι, [καταξύσαι n στενάξαι
- <ἀμύξανος>
- ἀνόσιος
- *<ἀμύξεις>
- καταξέσεις Sg σπαράξεις g τὴν ψυχὴν ἀνιώμενος (Α 243)
- (*)<ἀμυρεῖν>
- μὴ ἔχειν μέρος
- *<ἀμύρημα>
- ἀτύχημα S
- <ἄμυροι τόποι>
- οἱ κάθυγροι, καὶ ἄγαν ῥέοντες, ἀπὸ τοῦ μυρεῖν (Sophocl. fr. 512 P.)
- <ἀμυρόραινος>
- ὁ μὴ μυσαττόμενος τὸ ῥαίνεσθαι ...
- <ἀμυρτόν>
- ἱμάτιον. Κρῆτες
- <ἅμυς>
- ὁμοῦ, σὺν αὐτῷ
- *<ἄμυσσε>
- ἔξεσεν S ἐσπάραξεν (Τ 284)
- <ἀμύσσειν>
- *ξέειν (Hdt. 3,76,2) (vgSb) σπαράττειν (gS) λυπεῖν
- <ἄμυσσος>
- κῆτος. Λάκωνες
- *<ἄμυστιν>
- τὴν συνεχῆ πόσιν (Eur. Rhes. 419) S
- <ἀμυστία>
- μέτρον τι
- <ἄμυστις>
- τὴν ἀπνευστὶ καὶ ἀθρόαν πόσιν Τίμαρχός φησιν οὕτως λέγεσθαι
- <ἀμυσχῆναι>
- καθᾶραι, ἁγνίσαι
- <ἀμυσχαία>
- οἰνάνθη. ἢ ἀναδενδράς
- †<ἀμύσχεσθαι>
- τὸ ξέειν τὰς σάρκας τοῖς ὄνυξιν
- <ἀμυσχρόν>
- καθαρόν S ἁγνόν b ὁλόχροον (Soph. fr. 909?)
- <ἀμυττέτωσαν>
- κνιζέτωσαν. σπαραττέτωσαν S
- *<ἀμυχή>
- ἐπιπόλαιον ἕλκος vgS
- *<ἀμυχούσης>
- στυφούσης ἐπὶ πλέον S
- <ἀμφαγαπαζόμενος>
- ὑπερβαλλόντως περιαγαπώμενος καὶ πε- ριαγαπαζόμενος (Π 192)
- <ἀμφαγαπῶντες>
- ἀσπαζόμενοι (Hes. op. 58)
- <ἀμφαγέροντο>
- περιηθροίζοντο (Σ 37)
- <ἀμφαδίην>
- φανερῶς. ἀναφανδόν (Η 196)
- *<ἀμφαδόν>
- φανερῶς (Η 243) Sn
- <ἀμφάϊκος>
- κύκλῳ σειομένης
- <ἀμφαής>
- πρόσκοπος, †περισκελής, οἶκος περίσκεπτος
- <ἀμφ' Ἀκίριος ῥοάς>
- Ἄκιρις ποταμός (Archil. fr. 21)
- <ἀμφακές>
- ἀξίνη (Sophro)
- *<ἀμφ' ἅλα>
- περὶ τὴν θάλασσαν (Α 409) vg
- <ἀμφαλλάξαι>
- διαμφοδῆσαι. οἱ δὲ ὁμοῦ βαδίζοντας ἐφ' ἑτέρας ὁδοῦ χωρισθῆναι
- <ἀμφ' ἄλητα>
- περὶ τὰ ἄλευρα. <ἢ> [ἀμφ]ἀνὰ φάλητα (Sophr. fr. 39)
- <ἀμφαξονεῖν>
- τὰ γόνατα περικλᾶσθαι. καὶ μὴ εὐτονεῖν (com. ad. fr. 925)
- †<ἀφαρμένη>
- δίκελλα. Λάκωνες
- †<ἀμφαρής>
- περιορωμένη, κατολιγωρουμένη. καὶ γυμνός, ἐπιφα- νής
- <ἀμφαρίστερος>
- ἀμφοτέρωθεν ἀριστερός. οὐκ αἴσιος. οὐ δεξιός. ἐναντίος τῷ περιδεξίῳ (Ar. fr. 512)
- †<ἀμφὰς ἀσπαζόμενος>
- πάνυ φιλοφρονούμενος (Π 192)
- <ἀμφασία>
- *ἀλογία vgn ἀφωνία, ἀγρυξία (Ρ 695)
- <ἄμφασμα>
- ψαιστά, οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ βεβρεγμένα ἐν θυσίαις. Συρα- κούσιοι
- *<ἀμφαυγεῖ>
- ἀντιλάμπει (Eur. Or. 1529?) S
- <ἀμφ' αὖον> <<ἀύτευν>>
- περιήχουν (Μ 160)
- *<ἀμφ' αὐτούς>
- περὶ αὐτούς vg
- <ἀμφαφάᾳς>
- ψηλαφᾷς
- <ἀμφαφόῳεν>
- ψηλαφήσαιεν
- <ἀμφαφόωντα>
- διὰ χειρὸς ἔχοντα καὶ περιψηλαφῶντα (Ζ 322 ..)
- <ἀμφέθετο>
- περιέθετο (φ 431)
- <ἀμφεικάς>
- ἡ περὶ εἰκάδα
- <ἀμφεκάλυψεν>
- περιεσκέπασεν. περιέσχεν (δ 618)
- <ἀμφεκτέον>
- περιβλητέον
- <ἀμφελαΐς>
- μάζα ἐλαίου πλήρης
- <ἀμφελάσασα>
- περιεγείρασα. κινήσασα
- <ἀμφελάχαινε>
- περιέσκαπτεν, περιέσκαλλε, περιώρυσσεν (ω 242)
- [<ἀφέμενον>
- τὸ ἐν μάχαις [καὶ] λοιδορίας ἀφίστασθαι καὶ μεγαλο- ψυχεῖν Λακώνων]
- *<ἀμφενέμοντο>
- οἰκοῦσαν, [ἐδιοικοῦσαν (Β 521) p
- *<ἄμφεπεν>
- ἐνήργει (Π 124) n
- <ἀμφέπει>
- *περιέπει (n) θεραπεύει. παρακολουθεῖ (Eur. Phoen. 149)
- <ἀμφεπένοντο>
- ἐνήργουν (Δ 226) ἀπέφερον. ἤσθιον (Φ 203) p
- <ἀμφέπλεον>
- περιέπλεον
- <ἀμφεποτᾶτο>
- περιεπέτατο (Β 315)
- <ἀμφερέεθρα>
- περὶ τὰ ῥεῖθρα (Β 461)
- <ἀμφέρετο>
- ἀνεφέρετο
- <ἀμφερκῆ πίθον>
- τὸν πάντοθεν κύκλῳ περιειργόμενον. Ἀχαιὸς Πειρίθῳ (fr. 36)
- <ἀμφεκτήρ>
- χιτὼν διπλοῦς p
- <ἀμφερειχθήσεται>
- περισχισθήσεται
- *<ἀμφέχυτο>
- περιεκέχυτο (Β 41) n
- <ἀμφέχανε>
- περιεκάλυψε (Ψ 79)
- <ἀμφεωρία>
- περισειομένη Sp
- [<ἀμφενώτας>
- ὁ Κριτικὸς χιτών]
- <ἄμφηκες δέ>
- *ἐξ ἑκατέρου μέρους ἠκονημένον vgSb βέλος (Κ 256) ἢ κεραυνός *ἢ ξίφος vgSb
- <ἀμφήλυθεν>
- περιῆλθεν. περιήχησεν. περιέλαβεν ἀμφοτέρωθεν (ζ 122) [ὅρμους ἀμφιορέας]
- [<ἀμφήν>
- αὐλήν Sp]
- <ἀμφήρεις>
- νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρμώμεναι, ἢ ἐρεσσόμεναι
- <ἀμφηρεφής>
- ἀμφίστεγος. πλήρης
- <ἀμφηρεφέα>
- ἀμφηρεφῆ, ἀμφοτέρωθεν ὠροφωμένην, ὅ ἐστιν ἐσκε- πασμένην (Α 45)
- <ἄμφην>
- αὐχήν, τράχηλος
- <ἀμφήριστον>
- ἀμφοτέρωθεν ἐξισούμενον. *ἀμφίλογον, ἀμφιβαλ- λόμενον. vgS παρὰ τὸ <ἄμφω> καὶ <ἐρῶ> τὸ λέγω, ῥῆμα (Ψ 382) S
- <ἀμφής>
- οἴνου ἄνθος. οἱ δὲ μέλανα οἶνον
- *<ἀμφί>
- περί vgn [χωρίς. δίχα]
- <ἀμφιάλῳ>
- ὑπὸ θαλάσσης περιεχομένῃ πάντοθεν (α 386)
- <ἀμφὶ ἄνακτα>
- ἀρχὴ νόμου κιθαρῳδικοῦ (Terp. fr. 2)
- <ἀμφίας>
- γένος οἴνου (Nicostr. com. fr. 18)
- <ἀμφίασιν>
- σκέπην (Iob 22,6)
- <ἀμφίασμα>
- ἔνδυμα
- <ἀμφιαχυῖα>
- *περὶ τῶν τέκνων ὀδυρομένη vgS ἢ κραυγάζουσα, ἢ φωνοῦσα (Β 316)
- <ἀμφιβαλέσθαι>
- περιθέσθαι (ζ 178)
- <ἀμφιβαλεῦμαι>
- καθοπλισθήσομαι (χ 103)
- <ἀμφίβασις>
- κύκλωσις. ὁρμή
- <ἀμφηρικὸν ἀκάτιον>
- λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας (Thuc. 4,67,3)
- <ἀμφίβασις>
- ὑπὲρ νεκροῦ μάχη· περιβάντες γὰρ τὸν νεκρὸν ἐμάχοντο περὶ τοῦ σώματος, ἵνα μὴ σκυλευθῇ· ἀπὸ δὲ τῶν ἀλόγων ζῴων ἡ μεταφορά (Ε 623)
- <ἀμφιβατεῖν>
- ἀμφισβητεῖν
- <ἀμφιβαλών>
- [μαχόμενος] περιλαβών (Eur. Hipp. 1270)
- <ἀμφίβια ζῷα>
- τὰ ἔνυδρα καὶ χερσαῖα
- *<ἀμφίβιον>
- ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενον (Dion. Ar. div. nom. 4,2) vgPn
- <ἀμφίβλημα>
- ἀναβόλαιον (Eur. Phoen. 779)
- <ἀμφιβέβηκας>
- ἐπεκδικεῖς. [προΐστασαι. ὑπερμαχεῖς p καὶ σώζεις (Α 37)
- <ἀμφιβέλεσι>
- περὶ τοῖς ὀβελίσκοις (Α 465 ..)
- <ἀμφὶ βειήν>
- περὶ τὴν δύναμιν (Ε 781)
- (*)<ἀμφιβολεῖς>
- ἁλιεῖς (Esai. 19,8)
- <ἀμφίβολοι>
- ἑκατέρωθεν περιβαλλόμενοι ὡς Θουκυδίδης (4,36,3)
- *<ἀμφίβληστρον>
- δίκτυον (Matth. 4,18) pd
- *<ἀμφιβρότης>
- [περὶ] ὅλον τὸν βροτὸν περιεχούσης (Β 389) (p)
- <ἀμφιβῶτις>. περιβόητος. Ἴων Τεύκρῳ (fr. 35)
- <ἀμφιγνοεῖς>
- ἀμφισβητεῖς
- *<ἀμφιγυιοῖσι>
- τοῖς ἑκατέρωθεν χωλοῖς vg
- *<Ἀμφιγυήεις>
- ἀμφοτέρους τοὺς πόδας χωλοὺς ἔχων (Α 607 ..) Pn
- <ἀμφὶ γυναικί>
- περὶ γυναικός (Γ 157)
- <Ἀμφιγένεια>
- πόλις τῆς Πύλου (Β 593)
- <ἀμφίγενυς>
- ἀξίνη
- <ἀμφιγνοεῖν>
- τὸ μὴ ἀκριβῶς γινώσκειν
- <ἀμφίγονος>
- υἱὸς ὁ ἐκ προτέρας γυναικός
- <ἀμφιγυιῶσαι>
- ἀκρωτηριάσαι. ἢ ἑκατέρωθεν εἰς γῆν πῆξαι
- <ἀμφιδασεῖαν>
- ἐξ ἑκατέρου μέρους κροσσοὺς ἔχουσαν. ἢ κυκλόθεν δασεῖαν (Ο 309)
- <ἀμφὶ δὲ νῆες>
- περὶ τὰ πλοῖα (Β 333)
- <ἀμφὶ δέ>
- περὶ δέ (Π 276)
- *<ἀμφιδεές>
- περιδεές pΣ
- <ἀμφιδεδίνηται>
- κύκλῳ περίκειται (Ψ 562)
- <ἀμφιδέαι>
- *ψέλια (Hdt 2,69,2) (vg) κρίκοι. δακτύλιοι (Ar. fr. 320,11?)
- <ἀμφὶ δὲ ἕ>
- περὶ αὐτὸν δέ (Η 473?)
- <ἀμφιδέδηε>
- κύκλῳ ἀνακέκαυται (Ζ 322)
- <ἀμφιδεκάτη>
- ἡ μετὰ εἰκάδα ἡμέρα, παρὰ Ἀρκάσιν
- <ἀμφιδέξιον>
- τὴν ἑκατέροις μέρεσι τῆς μήτρας ἄῤῥεν καὶ θῆλυ γεννᾶν δυναμένην ἵππον
- *<ἀμφιδέραια>
- ψέλια Σ
- <ἀμφιδήριτος>
- ἀμφισβητήσιμος (Thuc. 4,134,1)
- <ἀμφιδῆ †τιοιως>
- κρίκοι διάκενοι, παρὰ Δημοκρίτῳ (fr. 130)
- <ἀμφιδήσασθαι>
- ὑποδήσασθαι
- <ἀμφιδεξίοις χερσί>
- ταῖς τῶν τοξοτῶν, διὰ τὸ ἑκατέραν χεῖρα ἐνεργεῖν ἐν τῷ τοξεύειν. Αἰσχύλος Τηλέφῳ (fr. 240)
- <ἀμφίδοξοι μῦθοι>
- οἱ διχογνωμονούμενοι
- <ἀμφίδουλος>
- ἐξ ἀμφοτέρων τῶν γονέων δοῦλος (Eubul. fr. 2D.)
- <ἀμφίδοχμοι λίθοι>
- μέγεθος ἔχοντες (Xen. eq. 4)
- <ἀμφιδρανές>
- ἱμάτιον διπρόσωπον, <ὃ> ἐν τῷ πεποικίλθαι τὴν αὐτὴν ἔχει ἐπιφάνειαν <ἑκατέρωθεν>
- <ἀμφιδρόμια>
- ἡμέρα ἀγομένη <ἐπὶ> τοῖς παιδίοις, ἐν ᾗ τὸ βρέφος περὶ τὴν ἑστίαν ἔφερον τρέχοντες κύκλῳ, καὶ ἐπετίθεσαν αὐτῷ ὄνομα, ὅτε <καὶ> ὑπὸ τῶν οἰκείων καὶ φίλων δῶρα ἐπέμπετο (Ar. Lys. 757)
- <Ἀμφίδρομος>
- Αἰσχύλος Σεμέλῃ (fr. 222) ἔπλασε δαίμονα καὶ περὶ τὰ ἀμφιδρόμια, ὡσεὶ ἔλεγες τὸν Γενέθλιον. δηλοῖ δὲ καὶ ἐξ ἑκατέρου μέρους θεόμενον, ἢ προηγούμενον, ἢ ὁρμᾶν δυνάμενον, ὡς Αἰσχύλος Ἠδωνοῖς (fr. 65)
- <ἀμφιδρυπίς>
- δένδρον, βατίς
- <ἀμφιδρυφής>
- ἀμφοτέρωθεν κατεξεσμένη καὶ περιεσπαραγμένη τὸ πρόσωπον διὰ τὸ τοῦ ἀνδρὸς πένθος· δρύψαι γὰρ τὸ ξέσαι (Β 700)
- <ἀμφίδρυφοι>
- πένθος ἔχουσαι (Λ 393)
- <ἀμφίδυμοι>
- διπλοῖ ἐξ ἑκατέρου μέρους εἴσπλουν ἔχοντες (δ 847)
- <ἀμφίδυμος>
- ἐξ ἑκατέρου μέρους εἴσδυσιν <ἔχων> (δ 847)
- <ἀμφιδύς>
- ἐνδυσάμενος
- <ἀμφίδυσις>
- ἐπίθετον φιάλης, παρὰ Ἀναξανδρίδῃ (fr. 74)
- [<ἀμφιδὲσφάγανον>·] ... ζῷόν τι πολύπουν, σκολόπενδρα καλούμενον
- <ἀμφὶ ἓ γινώσκων ἑτάρους>
- πειρώμενος (Ο 338)
- <ἀμφιέλισσος>
- ἀμφοτέρωθεν ἐλαυνόμενος
- <ἀμφιελίσσας>
- οὕτως (Β 165 ..)
- <ἀμφιεκτίς>
- χιτὼν διπλοῦς
- †<ἀμφιελόν>
- ἄφθονον
- *<ἀμφιέπουσα>
- περιέπουσα Sn
- *<ἀμφίεπον>
- περιεῖπον (Ω 804) S
- <ἀμφιέποντες>
- περὶ ἔργον πονούμενοι, καὶ ἀσχολούμενοι. ἢ περὶ τὸν αὐτὸν πονούμενοι (γ 118)
- <ἀμφιέννυμι>
- ἐνδύομαι
- <ἀμφιέπων>
- περιθάλπων
- *<ἀμφὶ ἓ παπτήνας>
- περι<βλεψάμενος περὶ> αὑτόν
- <ἀμφιετιζομένας>
- τὰς κατ' ἐνιαυτὸν περιερχομένας
- *<ἀμφίζανε τέφρην>
- ἐκαθέζετο περὶ τὴν τέφραν (Σ 25) S
- *<ἀμφίηκες>
- ἀμφοτέρωθεν ἠκονημένον (Κ 256) Sn
- <ἀμφιθαλής>
- *ἐπ' ἀμφοτέροις τοῖς γονεῦσι θάλλων Sn ἢ ἐφ' ᾧ ἀμφότεροι θάλλουσιν οἱ γονεῖς (Κ 496)
- <ἀμφιθέντε>
- περιβάλλοντε, δυϊκῶς
- <ἀμφίθετος φιάλη>
- ἑκατέρωθεν τίθεσθαι δυναμένη S ἢ ἀμφο- τέρωθεν τετορευμένη. ἢ κύκλον ἔχουσα. <ἢ> πυθμένα ἄνευ ὤτων. ἢ διὰ μέγεθος ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν αἱρουμένη καὶ τιθεμένη (Ψ 616)
- *<ἀμφί θ' ἕπον>
- περιενήργουν (θ 61) (S)
- (*)<ἀμφιθέτοις>
- εὐμεταπτώτοις (Greg. Naz. c. 1,1,8,104?)
- *<ἀμφιθῇ>
- ἐπιθῇ (Eur. Med. 787) S
- *<ἀμφίθυρος>
- οἰκία ἔχουσα ἀμφοτέρωθεν θύρας (Soph. Phil 159) q. SPp
- <ἀμφικαλύπτειν>
- σκέπειν (Β 262 ..)
- <ἀμφὶ κάρη κεκοπώς>
- περὶ τὴν κεφαλὴν κόπτων καὶ τύπτων. ὅπερ ἐστὶ κονδύλους διδούς (σ 335) ἢ ἀμφικέφαλα <ἀμφοτέρω- θεν τὰς κεφαλὰ>ς ἔχοντα. λέγεται δὲ ὑποπόδιον (ρ 231)
- <ἀμφικαλύψῃ>
- ἔσω παραδέξηται (θ 511)
- <ἀμφικάς>
- ὑστέρα
- [<ἀμφικὲς ξίφος>
- δίστομον καὶ ἑκατέρωθεν ἠκονημένον Sn]
- <ἀμφικεύθων>
- περικρύπτων
- *<ἀμφίκρημνον>
- ἑκατέρωθεν ἐπικίνδυνον (S)p
- <ἀμφίκαυστις>
- ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις. λέγεται δὲ καὶ καῦστις (trag. ad. 586)
- <ἀμφίκορος>
- ὁ μέσος τριῶν ἀδελφῶν
- <ἀμφίκουρον>
- ἀμφοτέρωθεν κεκαρμένον
- <ἀμφικελεμνίς>
- κατ' ὀβελῶν περικρέμασις ἰσοῤῥόπως
- <ἀμφικέλεμνον>
- ἀμφιβαρές. οἱ δὲ τὸν βασταζόμενον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων δίφρον, ἄλλοι δὲ ἀμφί<κοιλον> ξύλον
- *<ἀμφικαλύπτει>
- περιέχει (Β 262) (S)
- <ἀμφικεάσσας>
- περισχίσας. περικόψας (ξ 12)
- <ἀμφίκεστον>
- περιτμητόν. ἢ περιγραφόμενον
- <ἀμφικέφαλος>
- κλίνη ἑκατέρωθεν ἔχουσα ἀνάκλιντρον (Plat. fr. 34)
- <ἀμφικτύονες>
- περίοικοι Δελφῶν συναγόμενοι ἐπο...λέαν, πυλα- γόροι καὶ ἱερομνήμονες
- <ἀμφίκρανον>
- ἀμφοτέρωθεν ἔχον κεφαλάς (trag. ad. 616)
- <ἀμφικόμῳ>
- φυλλώδει (Ρ 677)
- *<ἀμφικύπελλον>
- περιφερὲς ποτήριον (Α 584) gS
- *<ἀμφιλαφές>
- πολύ, [δαψιλές, καὶ μέγα vgS πανταχόθεν S πλῆρες. [κατάσκιον (Pl. Phaedr. 230b) vgSn
- *<ἀμφιλαφῆ>
- μεγάλα, δαψιλῆ (gS)h
- <ἀμφιλιασθείς>
- περιελασθείς
- <ἀμφιλάφειαν>
- συγκρότησιν. ὠφέλειαν
- *†<ἀμφιλάων>
- περικυκλούντων S
- *<ἀμφίλεκτος>
- ἀμφίβολος (Eur. Phoen. 500) S(p)
- <ἀμφιλέξαντες>
- ἀμφισβητήσαντες (Xen. Anab. 1,5,11)
- <ἀμφίλινα κρούπαλα>
- Σοφοκλῆς Αἰχμαλωτίσι· πατὴρ δὲ †χρυσυς δὺς ἀμφίλινα κρούπαλα (fr. 41)
- <ἀμφιλίτην>
- τὴν λιτανευτήν
- †<ἀμφιλιχῆ>
- περιμάχητον
- <ἀμφιλύκη>
- ὄρθρος, τὸ λεγόμενον λυκόφως (Η 433)
- <ἀμφιλύκη νύξ>
- ὃ ἡμεῖς λυκόφως λέγομεν· λύγη γὰρ ἡ σκοτία κατ' ἔλλειψιν αὐγῆς λέγεται (Η 433)
- <ἀμφιμάσασθαι>
- περιψήσασθαι. περικαθᾶραι. ἀπομάξαι (υ 152)
- <ἀμφίμαστα>
- ψαιστά, <ἄλφιτα μέλιτι δεδευμένα· Λάκωνες>
- †<ἀμφιμάντορα>
- δύσμορον, κακοθάνατον. [*ἄμφω τοὺς γονεῖς [ἢ] ἔχων (Σ) [ἀποβαλλόμενος] [ἀμφιμάντορα·] [ἄλφιτα μέλιτι δεδευμένα. Λάκωνες]
- <ἀμφίμαλλος>
- <μαλλὸν> ἔνιοι τὸν ἐν τοῖς ἱστοῖς καῖρον ἀποδι- δόασιν. καῖρον δὲ τὸν μίτον ἔλεγον (Pherecr. fr. 1D.)
- <ἀμφιμάσχαλος>
- χιτὼν χειριδωτὸς S ἐλευθέρων, ὡς Πλάτων (fr. 229) δύο χειρῖδας ἔχων, ἃς μασχάλας ἔτι καὶ νῦν λέγουσιν
- <ἀμφιμέμυκε>
- περιηχεῖ. μυκᾶται (κ 227)
- <ἀμφιμήτωρ>
- ὁμοπάτριος, ἀλλ' οὐχ ὁμομήτριος
- <ἀμφιμήτορες>
- οἱ ἐκ πολλῶν μητέρων γεγονότες ἀδελφοί. Αἰσχύλος Ἡρακλείδαις (fr. 76)
- <ἀμφιμήτρια>
- τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα
- <ἀμφιμήτριον>
- τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν. Ἱπποκράτης (Epid. 6,19?)
- <ἀμφιμιγές>
- πολυμιγές· ἢ πολυσύγκρατον. καὶ σπαρτίον, πρὸς ὃ τὸν μίτον αἱ γυναῖκες προσάγουσιν
- <ἀμφιμέλαινα>
- βαθεῖα. συνετή (Α 103 ..)
- †<Ἀμφιμυσίων>
- Δημήτρια ζῷα
- †<Ἀμφιμυσίων>
- ἡ Δημήτηρ
- <ἀμφινώτας>
- χιτῶνας ἢ φαινόλας Κρῆτες [φελώνην λέγουσιν]
- <ἀμφίνεικες>
- περιμάχητον ... ἐναντίους ἔχων λόγους. Σοφοκλῆς Τραχινίαις (527)
- <ἀμφινωτίζοντα>
- προσπελάζοντα, προσφερόμενον
- <ἄμφιον>
- ἔνδυμα vgS Σοφοκλῆς Μώμῳ (fr. 387)
- (*)<Ἀμφιονίη>
- κιθάρα (Greg. Naz. c. 2,2,5,195)
- <ἀμφιορκία>
- ὅταν οἱ δικαζόμενοι ἀλλήλοις ὀμνύωσιν
- <ἀμφίπαστον>
- †ἀλφίτοις ἀναδεδευμένοις ἐλαίῳ
- <ἀμφὶ πελέκκῳ>
- πελέκιον δίστομον, Κυρηναῖοι. ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸν τῆς ἀξίνης στελεὸν ἀπέδωκεν (Ν 612)
- <ἀμφιπέληται>
- περιγένηται (α 352)
- <ἀμφιπήρους>
- τυφλούς. ἢ μηδὲν λέγοντας
- <ἀμφίπλεκτα>
- ἐμπλεκόμενα
- <ἀμφιπλήξ>
- ἑκατέρωθεν πλήσσουσα. Σοφοκλῆς Οἰδίποδι Τυ- ράννῳ (417)
- <ἀμφιπλήκτοις>
- ἀμφιθαλάσσοις, παρ' ὅσον ἑκατέρωθεν θαλας- σεύεται· <οἱ ἰσθμοί>
- <ἀμφίποκοι>
- [οἱ ἰσθμοὶ] τάπητες ἀμφίμαλλοι S
- <ἀμφιπεριστρώφα>
- περιέστρεφε (Θ 348)
- <ἀμφιπολεύειν>
- ἐργάζεσθαι
- *<ἀμφίπολοι>
- θεράπαιναι (α 331 ..) (vg) S(Σ)
- <ἀμφιπολεύοι>
- ὑπηρετοῖ. φροντίζοι. περιέποι (σ 254) ἢ ἀνα- στρέφοιτο
- <ἀμφίπρυμνον>
- πλοῖον ἑκατέρωθεν πρύμνας ἔχον. Σοφοκλῆς Ἀνδρομέδᾳ (fr. 127) καὶ τὰ ἐπὶ σωτηρίᾳ παρελκόμενα πλοῖα
- <ἀμφὶ πυρήν>
- περὶ πυράν (Η 336) S
- <ἀμφί ῥά ἑ>
- περὶ δ' αὐτόν
- *<ἀμφηρεφέα>
- ἑκατέρωθεν ἐστεγασμένα (Α 45) S(Σ)
- *<ἀμφιρεφές>
- ἑκατέρωθεν ῥιπτόμενον S
- *†<ἀμφιρίοτον>
- ἀπὸ ἀμφοτέρων ἐρετός S
- <ἀμφίριστον>
- ἐπίμαχον
- †<ἀμφιρόν>
- ἀμφορέα
- *<ἀμφιρύτῃ>
- πανταχόθεν περιρεομένῃ g τῶν ὑδάτων (α 198)
- a) [<ἀμφιρῶτις>
- περιβόητος] b) [κεφαλὴν ἔχων ἑκατέρωθεν]
- <ἀμφὶς ἀρωγοί>
- κεχωρισμένως βοηθοῦντες, οἱ μὲν τῷδε, οἱ δὲ τῷδε (Σ 502)
- <ἀμφὶς ἀριζήλω>
- ἄγαν περιφανεῖς (Σ 519)
- <ἀμφίσβαινα>
- εἶδος ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπαχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον, καὶ ταύτῃ πολλάκις τὴν πορείαν ποιούμενον, ὥστε τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν. λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ <ἀμφίσμαινα>
- <ἀμφίσβατα>
- ἀμφισβητήσιμα (Hellanic. 4,193 J)
- *<ἀμφισβητεῖν>
- ἀμφιβάλλειν vSn
- <ἀμφίσγονοι>
- ἑτερόγονοι
- <ἀμφὶς ἐέργει>
- χωρίζει (Ν 706)
- <ἀμφὶς ἕκαστον>
- περὶ ἕκαστον (Λ 634)
- <ἀμφὶς ἐόντες>
- *χωρὶς ὄντες (Ω 488?) Sn ἀποδημοῦντες
- <ἀμφὶς ἔχοιεν> περιέχοιεν (θ 340)
- *<ἀμφὶς ἰδών>
- φανερῶς (Β 384?) S
- *<ἀμφίσκοντες>
- ἐνδυόμενοι S (gp)
- <ἀμφίσκωμοι>
- οἱ περιοικοῦντες τὰς κώμας
- *<ἀμφιστεφής>
- πάντοθεν πλήρης (Λ 40 v. l.) (gΣ)
- <ἀμφίστασθαι>
- ἐξετάζειν
- <ἀμφιστερῆ>
- καταρχὴ τῶν θυσιῶν. Λάκωνες
- <ἀμφίστερνον>
- δεινήν
- <ἀμφίστομος φάλαγξ>
- ἡ τοὺς ἡμίσεις ἔχουσα ἀντιτεταγμένους
- <ἀμφιστροφή>
- ἐκχώρησις. ὑποστροφή
- <ἀμφιστρατόωντο>
- περιεστρατοπεδεύοντο (Α 713)
- <ἀμφιστρεφέες>
- ἀλλήλαις περιπεπλεγμέναι. ἢ πάντοθεν πλήρεις (Λ 40)
- <ἀμφίσφυρα>
- εἶδος ὑποδήματος γυναικείου
- *<ἀμφιτάπης>
- χιτὼν ἑκατέρωθεν ἔχων μαλλούς Sp
- *<ἀμφιτάποις>
- ταπητίοις vgS ἀμφιμάλλοις (Prov. 7,16) S(Σ)
- <ἀμφὶ τεοῦ>
- περὶ τοῦ σοῦ
- <ἀμφιτάλαντον>
- ἀμφοτέρωθεν ῥέψαι δυνάμενον (Greg. Naz. c. 1,1,8,103?)
- <ἀμφίτερμον>
- ἀποτετερματισμένον
- <ἀμφιτέρμως>
- ἀποτετερματισμένως. Σοφοκλῆς Ἀμφιτρύωνι (fr. 119)
- <ἀμφιτρίβας>
- περιττῶς τετριμμένους (Archil. fr. 134)
- <ἀμφιτρίτη>
- θάλασσα. ἀπὸ τοῦ φόβῳ περιβάλλειν τοὺς δια- πλέοντας αὐτήν (μ 97)
- <Ἀμφιτροπή>
- δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος φυλῆς
- *<ἀμφιτρυχῆ>
- κατεῤῥωγότα (Eur. Phoen. 325) gS
- <ἀμφὶ τεοῖο>
- περὶ σοῦ
- <ἀμφίτοροι>
- ἄλφιτα ἐλαίῳ δεδευμένα. Λάκωνες
- <ἀμφισωπόν>
- περίωπον, πάντοθεν ἀναπεπταμένον. Αἰσχύλος Γλαύκῳ Ποτνιεῖ (fr. 41)
- <ἀμφίτυπα>
- ἐπτισμένα
- <ἀμφίφαλος>
- κύκλῳ φάλους ἔχουσα. Φάλοι δὲ οἱ ἧλοι (Ε 743)
- <ἀμφιφανέα>
- ἄστρα <δὶς φαινόμενα>
- <ἀμφιφορεύς>
- σορός (Ψ 92) ὑδρία. *κέραμος S ἢ μέτρον Σ ἐλαίου
- *<ἀμφιφορῆας>
- ἀγγεῖα τὰ ἑκατέρωθεν ὦτα ἔχοντα (Ψ 170) S
- <ἀμφιφῶν>
- πλακοῦς ποιὸς Ἀρτέμιδι μετὰ δάιδων προσφερόμενος
- (*)<ἀμφιχανόντες>
- καταπιόντες (Greg. Naz. c. 2,1,1,58)
- <ἀμφιχυθείς>
- περιπλακείς (Ξ 253) S
- <ἀμφίχυτον>
- περικεχωσμένον g ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν, ὥστε προ- βάσεις ἔχειν φανεράς (γ 145)
- *<ἄμφοδα>
- αἱ ῥῦμαι SP ἀγυιαί pb δίοδοι (Ierem. 17,27) vg
- *<ἀμφοῖν>
- τῶν δύο, καὶ τοῖς δυσίν vgS ἐπ' ἀμφοτέρων gn
- <ἀμφόνη>
- ἀκρατής. ἁμαρτωλός. μὴ δυναμένη νηστεῦσαι
- <ἂμ φόνον>
- περὶ τὸν φόνον (Κ 298)
- *<ἀμφορεαφόρους>
- τοὺς μισθῷ τὰ κεράμια φέροντας (Men. fr. 431) gSΣ
- <ἀμφορείῳ>
- φορτίῳ
- <ἀμφ' ὀστεόφιν>
- περὶ τοῖς ὀστοῖς (μ 45)
- <ἀμφοτέρωσε>
- εἰς ἑκάτερον μέρος (Θ 223 ..)
- <ἀμφότερα>
- δύο
- <ἀμφουδίς>
- περὶ τὸ ἔδαφος. ὁ δὲ Ἡλιόδωρος ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν εἰς τὸ οὖδας ῥίπτων (ρ 237)
- <ἀμφ' οὔροισιν>
- περὶ ὅρων γῆς (Μ 421)
- <ἀμφράσσατο>
- ἐγνώρισεν
- †<ἀμφιδαρκανές>
- ὁμαλόν
- <ἀμφύσκῃ>
- τῇ χειρὶ κυρτωθείσῃ. ἔνιοι δὲ τὸ λίκνον
- *<ἄμφω>
- ἀμφότεροι vgb (PN)
- <ἀμφώβολα>
- ἡ διὰ τῶν σπλάγχνων μαντεία (Soph. fr. 910)
- *<ἄμφω μὲν ἤστην>
- ἀμφότεροι μὲν ὑπῆρχον vgS
- <ἄμφω δ' ἱέσθην>
- ἀμφότεροι ἐπεβάλλοντο, ἢ προεθυμοῦντο (Σ 501)
- <ἀμφώδων>
- ὄνος gp ἐπεὶ καὶ κατὰ τὴν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντας ἔχει, μερικῶς
- [<ἀμφῶμος>
- ἐν ταῖς ὀνομασίαις ὁ λιβανωτός]
- <ἀμφώμοις>
- ἀναβλήμασιν. ἀναθήμασιν
- <ἀμφωμοσία>
- ὅταν τῶν δικαζομένων ὁ μὲν προομόσῃ, ὁ δὲ ἐπομόσῃ. λέγεται δὲ καὶ ἀμφορκία
- <ἄμφωξις>
- ὑδρεῖον ξύλινον ἀγροικικόν, εἰς ὃ καὶ ἀμέλγουσιν
- <ἄμφωτος>
- χιτῶνος εἶδος
- *<ἄμφω χεῖρε>
- ἄμφω τὰς χεῖρας (Δ 523) Σ
- <ἄμφωτον>
- δίωτον. ἑκατέρωθεν ὦτα ἔχον (χ 10)
- <ἄμφωτις [ἢ ἀμφώνυξ>]
- γαστρίμαργος, ἀκρατής
- <ἀμφωτίδες>
- ἃς ἔχουσιν οἱ παλαισταὶ περὶ τοῖς ὠσίν (Aesch. fr. 102?)
- <ἀμφωτίς>
- σκεπαστήριον <ὠτός>
- <ἀμῷεν>
- ἀμάοιεν, θερίζοιεν (ι 135)
- <ἄμωμον>
- ἐν ταῖς ὀνομασίαις ὁ λιβανωτός
- <Ἀμώς>
- προφήτου γένος. Ἀμως ἑρμηνεύεται στερέωσις, ἢ ἰσχύς
- <ἀμώμητος>
- ἄμωμος. ἄψογος. ἀγαθὸς ἢ σώματι ἢ ψυχῇ
- <ἀμώνας>
- τὰς ἀνεμώνας. Αἰολεῖς
- <ἄμωρος>
- πλακοῦντος εἶδος
- *<ἄμωμος>
- ἄμεμπτος. καθαρός vgS ἄψεκτος (Ps. 14,2 ..) Sn
- *<ἀμώντων>
- θεριζόντων vS
- †<ἁμώσας>
- κρεμάσας. Ταραντῖνοι
- *<ἁμωσγέπως>
- ὁπωσδήποτε SP καὶ ἐκ παντὸς τρόπου P
- <ἄν>
- ἀνά, κατά, περί, hb ἐπί, καὶ ἄνω· πρόθεσις, τὸ δὲ ἂν καὶ σύνδεσμος
- *<ἄνα>
- ἀνάστηθι (Σ 178)ns ἄναξ (Π 233) [βασιλεῦ np
- *<ἀναβάδην>
- ἀνάβατα καὶ μετέωρα καὶ σύνποδα καθέζεσθαι A
- *<ἀναβάλλετο>
- προοιμιάζετο (α 155) (s)
- <ἀναβαίνει>
- κατέχει (ζ 29)
- <ἀναβαλλίδα>
- [τὴν ὑάκινθον] ταινία. ἢ σφαῖρα
- <ἀναβαλλογῆρας>
- φάρμακόν τι, καὶ λίθος ἐν Σάμῳ
- <ἀνάβαλλε>
- ἀναβολὴν δίδου (τ 584) καὶ <ἀναβάλλου>
- <ἀναβασμοί>
- ἀναβαθμοί
- *<ἀναβάτης>
- ἵππος ὀχευτής Ap
- *<ἀναβεβρασμένη>
- ἀνακεκινημένη (Ar. fr. 5 D.) A
- <ἀναβέβρυχεν>
- ἀναβάλλει Ab [Ἀμμὼν υἱοί· μεθ' ἡμῶν λαός (Esai. 11,14)] ἀναπηδᾷ An ἀναβλύζει, ἀναβρύει· <πεποίηται δέ> (Ρ 54)
- <ἀναβεβλημένος>
- ὑπερτεθείς [πεποίηται δὲ]
- <ἀναβήσομαι>
- ἐπανελεύσομαι ἐπὶ τὰ ἐξ ἀρχῆς (Democr. fr. 144 a)
- <ἀναβησάμενοι>
- ἀναβιβάσαντες ἐπὶ τὴν ναῦν (o 475)
- *<ἀναβιβάζων>
- ἀναφέρων vgAn
- <ἀναβίωσις>
- ἀνανέωσις ζωῆς
- *<ἀναβιώσκεσθαι>
- ἀναζῆν (Plat. Phaed. 71 e ..) vgA
- *<ἀνάβλησις>
- ἀναβολή d ὑπέρθεσις (Β 380) pd
- <ἀνάβλυδες>
- πηγαί
- <ἀναβλύει>
- ἀναζεῖ. ἀναβρύει
- *<ἀναβλύζουσα>
- ἀναβρύουσα An
- *<ἀναβοθρεύουσιν>
- ἀνασκάπτουσι Ap
- <ἀναβόλιμοι δίκαι>
- αἳ διὰ περίστασιν εἰς ὑπέρθεσιν ἐμπίπτουσιν
- <ἀνὰ βουνόν>
- ἀνὰ βουνίον, ἀν' ὀρεινήν
- <ἀνάβραχε>
- ἤχησε, ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν (Τ 13)
- <ἀναβρόξειεν>
- [ἠχήσειεν] ἀναῤῥοφήσειεν [ἀναβροχθήσειεν ἀνα- ροφήσειεν] ἀναπίοι. ἔστι δὲ τῶν πεποιημένων (μ 240)
- [<ἀναβρόξειν>
- ἀναροφήσειν]
- <ἀναβρώσκων>
- κατεσθίων (Greg. Naz. c. 2,2,5,113) n
- <ἀναβροχέν>
- ἀναποθέν. ῥοφηθέν (λ 586)
- <ἀνάβωνες>
- βαθμοῦ εἶδος
- *<ἀνάγαιον>
- ἀνὰ τὴν γῆν, <ὑπερῷον> A
- *<ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ>
- Γάργαρον ἀκρωτήριον <Ἴδης> (Ξ 352) A
- <ἀναγαργαρισμός>
- διάχυσις
- <ἀναγαγγανεύουσιν>
- ἀναβοῶσιν
- <ἀναβήμεναι>
- Ὅμηρος τὸν ἐπὶ τὴν Τροίαν πλοῦν ἀνάβασιν λέγει. δηλοῖ δὲ καὶ τὸ ἀναχωρῆσαι (α 210)
- a) <ἀναβλυστανεῖται> ... b) <<ἀναβλυστονῆσαι>·> ἀναβλύ- σαι (Eupol. fr. 105)
- <ἀναγαλλίς>
- πόα τις. λέγεται δὲ καὶ ἀῤῥενικῶς
- <ἀνάγειν>
- ἄγειν. πείθειν. ἀναγινώσκειν
- <ἀναγής>
- ὁ ἐναγής, ἢ βέβηλος
- *<ἀνάγεσθαι>
- ἀνέρχεσθαι vgA
- [<ἀναγεστρίς>
- μάζας. Ταραντῖνοι]
- <ἀνάγεται>
- ὁδηγεῖται
- <ἀναγγέλλει>
- κηρύσσει, λέγει
- <ἀναγής>
- <μὴ> καθαρός
- [<ἀναγκαίνισμα>
- ἀνακίνημα]
- <ἀναγινώσκειν>
- ἀναγνωρίζειν (Hdt. 2,91,6)
- <ἀναγκαίᾳ>
- ἐξ ἀνάγκης
- <ἀναγκαίῃ>
- ἀνάγκῃ (Δ 300 ..)
- <ἀναγκαῖοι πολεμισταί>
- κατὰ ἀνάγκην πολεμικοὶ γεγονότες, γέροντες ὄντες, ὅ τε Λαέρτης καὶ ὁ Δολίος (ω 499)
- <ἀναγκαῖον>
- τὸ δεσμωτήριον q
- <ἀνάγκη>
- ἡ δικαστικὴ κλεψύδρα (Ar. fr. 584)
- <ἀναγκομόναρχος>
- ὁ τύραννος
- <ἀναγκοφαγεῖν>
- πρὸς ἀνάγκην ἐσθίειν, ὅπερ ἀθληταὶ πάσχουσιν
- <ἀναγνούσῃ>
- ἀναγνωρισάσῃ (τ 250)
- *<ἀνάγνωσις>
- ἀναγνωρισμός Σ
- <ἀναγνῶναι>
- ἀναπεῖσαι (Hdt. 3,61 ..)
- <ἀναγνωστήριον>
- ἀναλογεῖον
- *<ἀναγωγότερος>
- ἀτακτότερος (vgA)
- <ἀνάγοντο>
- ἀνέπλεον (Α 478)
- <ἀνάγου>
- ἀνάπλευσον
- <ἀνὰ γουνόν>
- ἀνὰ τὴν γόνιμον γῆν (α 193)
- *<ἀναγραπτόν>
- φανερῶς γεγραμμένον vgA
- *<ἀναγρετόν>
- ἀνυπόστροφον A
- †<ἄναγρον ἢ ἄνιγρον>
- ἐναγές
- <Ἀναγυράσιος>
- δῆμος τῆς Ἀττικῆς, ἔνθα καὶ φυτὸν δυσῶδες φύεται q
- <ἀνάγυρον κινεῖν>
- παροιμία· q Κινήσω τὸν ἀνάγυρον. διὰ τὸ δυσῶδες φυτὸν αὐτόθι φύεσθαι
- <ἀναγέτρια>
- ἡ ταῖς τικτούσαις ὑπηρετοῦσα γυνή, παρὰ Ταραν- τίνοις οὕτως λεγομένη, ἣν Ἀττικοὶ <μαῖαν> καλοῦσιν
- <ἀνάγχρεμψις>
- ἀνάβηξις
- <ἀναγωγή>
- ἡ τῶν πραθέντων ἀνδραπόδων ἀνάδοσις, ἐχόντων αἰτίαν τινά q ἢ ὁ ἐκ τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν Τροίαν ἀπόπλους (Cratin. fr. 11D?) καὶ ὁ <ἐκ> τοῦ ναυστάθμου ἐπὶ τὴν Ἴλιον πλοῦς
- *<ἀνάγωγος>
- ὑβριστής. ὁ τῆς δεούσης ἀγωγῆς <μὴ> τετυχηκώς A
- *<ἀναγώγους>
- ἐκλελυμένους (vg)
- <ἀναδαιμονίζειν>
- τὸ ἐκ δευτέρου κληροῦσθαι
- *<ἀναδάσασθαι>
- ἀναμερίσασθαι (Thuc. 5,4,2) vA
- <ἀναδάστως>
- ἀνωμάλως ἔχων τις τοῦ σώματος (Democr.?)
- <ἀνὰ δέ>
- ἀνέστη δέ (Β 100)
- <ἀναδείγματα>
- ἡνίας περὶ τραχήλοις. καὶ τὰ ἐν ταῖς τραγικαῖς σκηναῖς εἴδωλα δεικνύμενα
- *<ἀναδείμασθαι>
- ἀνοικοδομῆσαι vgAn
- <ἀναδεῖσθαι>
- ἀναδήσασθαι
- <ἀναδέσμη>
- μίτρα, διάδημα. οἱ δὲ εἶδος κόσμου ἐπὶ κεφαλῆς (Χ 469)
- *<ἀναδήσομαι>
- στεφανώσω (vA)
- *<ἀνὰ δ' ἐβόασεν λεώς>
- ἀνεβόησε δὲ ὁ λαός (Eur. Tro. 522) A
- <ἀναδέδρομεν>
- ἄνω ἔδραμεν, καὶ εἰς ὕψος ἀνῆλθεν. ἢ ἐχώρησεν εἰς τοὐπίσω (ε 412)
- <ἀναδέρω>
- [*ὑπερτίθημι A ἢ] ἀποδύω
- <ἀναδέρειν>
- γυμνοῦν
- <ἀναδεύειν>
- φυρᾶν
- <ἀνὰ δ' ἔφλυε>
- ἀνέβαλλεν (Φ 361) (A)
- <ἀνάδημα>
- στέμμα, ᾧ τοὺς ἱερονίκας ἀναδεσμοῦσιν
- <ἀναδῆσαι>
- ταινιῶσαι
- <ἀνάδικοι>
- οὕτως ἐλέγοντο δίκαι αἱ εἰς ἀκεραίαν ἐγκαθιστάμεναι ἤτοι διὰ πολιτικὴν αἰτίαν ἢ τῶν μαρτύρων ἁλόντων ψευδο- κατηγόρων
- <ἀναδινίω>
- περιπατῶ
- <ἀνὰ δ' ἴσχεο>
- ἀνάσχου δέ (Η 110)
- <ἀναδινήσας>
- ἀνακινήσας
- <ἀναδούμενος>
- ἀναδεσμούμενος (Thuc. 2,90,6)
- <ἀναδοιδυκίζειν>
- ἀναταράσσειν (Com. ad. 926) p
- <ἀνάδοχος καὶ ἀναδοχεύς>
- διχῶς ἐλέγετο
- <ἀναδραμεῖν>
- ἀναβῆναι. <ὁ> αὐτός
- *<ἀναδρᾶσαι>
- ἀναπρᾶξαι A
- <ἀναδρομαί>
- αὐξήσεις. βλαστήσεις. Εὐριπίδης †Ἱκέτισιν. Ὑψι- πύλῃ (fr. 766)
- <ἀναδρύψει>
- ἀναξηρανεῖ
- †<ἀναδρύγματα>
- θύματα
- *<ἀναδύεσθαι>
- ἀναβάλλεσθαι q. APn ἀπωθεῖσθαι (n) μὴ βού- λεσθαι
- *<ἀναδύῃ>
- μεταβουλεύηται (ι 377) A
- <ἀναδύμεναι>
- ἀναβάλλεσθαι
- <ἀναδῦναι>
- ἐκκλῖναι. ἀναφυγεῖν. [*ἀναχωρῆσαι (Η 217?)nΣ ἢ ἀνανήξασθαι, ἢ ἀναπνεῦσαι
- *<ἀναδύομαι>
- φεύγω. ἀνανεύω. ὑποχωρῶ A
- *<ἄνα Δωδωναῖε>
- βασιλεῦ ἐν Δωδώνῃ τιμώμενε (Π 233) A
- <ἀνάεδνον>
- ἄπροικον, *χωρὶς ἕδνων. Ἕδνα δέ ἐστι τὰ An πρὸ τῶν γάμων ταῖς γαμεῖσθαι μελλούσαις παρὰ τῶν μνηστήρων [διδόμενα δῶρα (Ι 146) An
- *<ἀνάειρεν>
- ἐπῇρεν S ἀνεβάστασεν (Ψ 614)
- *<ἀναζεύξας>
- ὑποστρέψας vgA ἐκ μεταφορᾶς ἁρμάτων (1. Macc. 11,22)
- *<ἀναζυγαί>
- ἀναλύσεις (A) ἀναστροφαί (Exod. 40,32) (vgA)
- <ἀναζυγοῦν>
- τὸ ἀνοίγειν κιβωτὸν p <ἢ> ζύγαστρον· λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀναφωνεῖν. <ἀναζυγοῦντες>· ἀνοίγοντες
- *<ἀναζωπυρεῖν>
- ἀνεγεῖραι (2. Tim. 1,6?) (s)
- *<ἀναζωπυρῆσαι>
- ἀνανεῶσαι. ἀνεγεῖραι. ζωῶσαι (Gen. 45,27 ..) vgA
- *<ἀναθέης>
- βασιλίσσης (Ξ 326) w(p)
- *<ἀνάθεμα>
- ἐπάρατος, ἀκοινώνητος (Rom. 9,3)n
- *<ἀναθεῖναι>
- ἐπιθεῖναι APn
- <ἀναθεις>
- ἀνατρέχεις. ὑποθέμενος
- <ἀναθέσθαι>
- ὁμολογῆσαι A ἐπὶ τῶν πεσσῶν ἐλέγετο· οἱ γὰρ παίζοντες καὶ τὰς ψήφους διώρθουν
- <ἀναθήκη>
- ἀνάθεσις
- <ἀναθηλάσαν>
- ἀναβλαστῆσαν (Greg. Naz. c. 2,1,1,555?)
- *<ἀναθηλήσει>
- ἀναβλαστήσει (Α 236) Σ
- *<ἀνάθημα>
- κόσμημα P
- <ἀναθήματα δαιτός>
- καὶ κοσμήματα τῆς εὐωχίας (α 152)
- *<ἀνά θ' ἱστία>
- ἄρμενα (Α 480 ..) A
- <ἀναθόλωσις>
- μολυσμός (Plat. leg. 7,824)
- <ἀναθορυβεῖ>
- ἀναταράσσει
- *<ἀναθορόντες>
- ἀναπηδῶντες gb
- <ἀναθρήσας>
- ἀναβλέψας
- <ἀναθρώσκων>
- ἀναπηδῶν (Ν 140) (vgAP)
- <ἀναθυᾶν>
- ἀνασκιρτᾶν. καὶ αὖθις ἐξ ἀρχῆς ἀνανεάζειν
- <ἀναθυήσασα>
- ἀνασκιρτήσασα
- <ἀναθυμιάσεις>
- ἀναδόσεις. ἀτμοί. καπνοί
- <ἀναθύοντες>
- ἀνιεροῦντες. παραθέντες
- <ἀναθῶ>
- προσφέρω
- <ἀναθωΰξας>
- ἀναβοήσας
- [*<ἀναιέστιον>
- μηκέτι ἐσθιόμενον S]
- <ἀναιδέος>
- ἀναισχύντου (Χ 139)
- <ἀναιδείας φάρος>
- †πίων. Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (fr. 269) παρὰ τό· χλαῖνάν τ' ἠδὲ χιτῶνα τά τ' αἰδῶ ἀμφικαλύπτει (Β 262)
- [<ἀναίδεστον>
- ἄμοιρον. ἄτιμον]
- <ἀναιδής>
- σκληρός Sn ἀναίσχυντος Pn μεταφορικῶς γὰρ τὸν λίθον ἀναιδῆ λέγει Ὅμηρος· λᾶας ἀναιδής (λ 598)
- <ἀναιδείην>
- ἀναισχυντίαν (Α 149) (p)
- <ἀναίη>
- τροφός. τιθήνη
- <ἀναιθύσσω>
- ἀνασείω. Σοφοκλῆς Σίνωνι (fr. 499)
- *<ἀνάλιπος>
- ἀνυπόδητος (Theocr. 4,56 v. l.) g
- <ἀναίκλεια>
- ἄδειπνα
- *<ἀναιμακτί>
- ἄνευ αἵματος AP καὶ <ἀναίμονες> pb καὶ <ἀναι- μωτί> (Ρ 363 ..) gA
- <ἀναιμώδητον>
- ἡ ἀνδράχνη
- *<ἀναίμων>
- ἀναιμάκτων A
- *<ἀναίνομαι>
- ἀρνοῦμαι (Ι 116) (vg) Ab
- *a) <ἀναΐξας>
- ἀνορμήσας (Α 584 ..) A b) ......· ἀνῆλθεν. ἀνήγαγεν
- <ἄναιρον>
- ὄνειρον. Κρῆτες
- <ἀναιρεῖν>
- κρύπτειν. *τὸ ἐν γαστρὶ συλλαβεῖν (Hdt. 6,69,4) τὸ τεχθὲν ἀνατρέφειν Σ καὶ κυΐσκειν. καὶ ἀμέλγεσθαι
- <ἀναίρεσις>
- ἡ τῆς κάρας ἐκτομή. καὶ ἄλλως θανατῶσαι. καὶ ἥ τινός τι ἀφαίρεσις. λαμβάνεται δὲ καὶ ἐπὶ ἀνατροπῆς
- <ἀναιρετής>
- φονευτής. ἐκτομεύς
- <ἀναιρῶ>
- φονεύω
- <ἀναισιμοῦν>
- δαπανᾶν, ἀναλίσκειν (Hdt. 1,185,4 ..)
- <ἀναισιμώματα>
- ἀναλώματα (Hdt. 5,31,2)
- <ἀναίτιος>
- ἀθῷος, ἀνέγκλητος
- *<ἀνακαίειν>
- ἀνάπτειν (η 13 ..?) A
- <ἀνακεκαλυμμένως>
- ἀκατακαλύπτως, φανερῶς
- <Ἀνακείοις>
- Διοσκόρων ἑορτὴ τὰ Ἀνάκεια
- *<ἀνακαλυπτήριον>
- ὅτε τὴν νύμφην πρῶτον ἐξάγουσιν <τοῦ θαλάμου> τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ A
- <ἀνακαμψέρως>
- φυτόν τι, ὃ καὶ ἀρθὲν ἀπὸ γῆς ζῇ
- <ἀνακαμψίπνοος>
- ὁ καικίας καλούμενος
- <ἀνάκανδα>
- ἐν ὑπερῴῳ. Λάκωνες
- <ἀνακας>
- τοὺς Διοσκόρους. ἢ ἄνωθεν, ἐν ὕψει, ἄνω
- <ἀνάκης>
- ὄρνεόν τι Ἰνδικόν, ὅμοιον ψάρῳ
- <ἀνακῆσαι>
- ἡσυχάσαι
- <ἀνακηκίει>
- ἀναφέρεται (Ν 705)
- <ἀνακείρει>
- ἀποτέμνει
- *<ἀνακεφαλαιοῦται>
- συμπληροῦται. ἐπαναλαμβάνει (Rom. 13,9) A(vg)
- <ἀνακλάσεις>
- ἐπιστροφάς
- <ἀνακλέπτεσθαι>
- ἀναχωρεῖν
- <ἀνάκλισιν>
- ἀνάπαυσιν
- †<ἀνακνίδεσι>
- τῇ ὀσφύϊ
- *<ἀνακλῖναι>
- ἀνοῖξαι (Ε 751) Σ
- <ἀνάκλισις>
- τόπος τις ἐν τῇ νηΐ
- <Ἀνάκειον>
- τὸ Διοσκούρειον. καὶ ἑορτὴ Ἀθήνῃσιν
- *<ἀνάκλιτον>
- ἀνακεκλιμένον (Cant. 3,10?) A
- [ἄνικμος
- ἄνυγρος. ξηρά]
- <Ἀνάκοιν>
- τοῖν Διοσκόροιν
- <ἀνακογχυλιάσαι>
- ἀναγαργαρίσαι (Pl. conv. 185d) p
- *<ἀνακομιδή>
- ἀναγωγή vgAPn
- <ἀνοκομίσαι>
- θεραπεῦσαι. *ἀνενέγκαι AP
- <ἀνακραγγάνειν>
- κράζειν
- <ἀνακραδάει>
- σείει T σαλεύει
- *<ἀνακραθέντες>
- ἀνακερασθέντες (vg) A
- *<ἀνὰ κρατος>
- ἰσχυρῶς. ἐν κεφαλαίῳ, ἢ κατὰ τὴν κεφαλήν. ἢ παντελῶς gA
- *<ἀνακρινόμενος>
- ἐξεταζόμενος A
- <ἀνακρούεται>
- ἀναχαιτίζει
- <ἀνακρουσία>
- παιδιᾶς εἶδος ἐπὶ σφαίρας
- <ἀνάκρουσις>
- ἐν ναυμαχίᾳ ἐλέγετο ἐπὶ τοῦ πρύμναν κρούειν
- *<ἄνακτα>
- βασιλέα (γ 163 ..) vgAP
- <ἀνακτᾶται>
- ἀπ' ἀρχῆς κτᾶται
- a) <ἀνακτητικόν>
- γλήχων b) <ἄνακτος>· βασιλέως (Α 75 ..)
- *<ἀνακτορία>
- βασιλεία v δεσποτεία vA
- <ἀνακτορίῃσι>
- ταῖς δεσποτικαῖς ἢ βασιλικαῖς ὑπηρεσίαις. ὁ δὲ Ἡλιόδωρος ταῖς ἀπὸ λείας· δειπνήσας ἅμ' ὕεσσιν ἀνακτορίῃσιν ἑπέσθω (o 397)
- *<ἀνάκτορον>
- ἱερόν (Eur. Tro. 330) AS
- *<ἀνακτόρων>
- ναῶν (Eur. Andr. 380 ..) ἢ οἴκων βασιλέων vgA
- *<ἀνακτοτελεσταί>
- οἱ τὰς τελετὰς ἐπιτελοῦντες τῶν ἱερῶν (Clem. Al. protr. 2,19,2) AP
- *<ἀνάκτωρ>
- θεός. βασιλεύς (Eur. Tro. 1217) vgA
- <ἀνακτορίη>
- δεσποσύνη
- <ἀνακυΐσκειν>
- †ἀναπηδᾶν
- *<ἀνακύκλει>
- ἀνόρθου (Eur. Or. 231) AP(p)
- <ἀνακυπῶσαι>
- ἀνατρέψαι (Antim. fr. 115 W)
- <ἀνακυρτάσαι>
- ἀνασκιρτῆσαι. ἀναπηδῆσαι
- <ἀνάκτορον>
- τὸ τῆς Δήμητρος· ὅ τινες μέγαρον καλοῦσιν. ὅπου τὰ ἀνάκτορα τίθεται
- <ἀνακωδώνισον>
- ἀνάσεισον (Ar. fr. 303)
- <ἀνακωνᾶν>
- ἀναστρέφειν
- *<ἀνακῶς>
- ἐπιμελῶς, πεφροντισμένως (Thuc. 8,102,2) A
- <ἀνακυντεῖν>
- ῥέγχειν
- <ἀνακωχεῖν>
- ἀναχωρεῖν
- *<ἀνακωχεύειν>
- ὅταν χειμῶνος ὄντος ἐν πελάγει στείλαντες τὰ ἄρμενα ἑαυτοὺς σαλεύωσιν (Soph. El. 732) (vgA)
- <ἀνακωχή>
- ἀναχώρησις διὰ τῶν νεῶν. *ἢ ἀνάπαυσις vgP
- *<ἀνακωχῆς>
- τῆς ἀναπαύσεως (Thuc. 1,40,4 ..) vgA
- <ἀνακωχήσαντες>
- ἀναχωρήσαντες. ἢ μετεώρως κατέχοντες τὰς ναῦς (Hdt. 6,116)
- <ἀναλαβοῦ>
- στρέφου εἰς τοὐπίσω
- <ἀναλακάτα>
- οὐ πρὸς ἠλακάτην ἐργαζομένη
- <ἀναλαμβάνειν ξένον>
- δειπνίζειν. φιλοφρονεῖσθαι
- <ἀνάλγητοι>
- ἀνηλεεῖς. *ἢ ἀμέριμνοι (A)
- <ἀναλδές>
- ἀναυξές, ἄτροφον (Hippocr. aer. aqu. 15) [ἀνυγεία- στον]
- <ἀναλεαίνει>
- σχολάζει. Ταραντῖνοι
- <ἀναλέγειν>
- ἀνοικοδομεῖν. ἀναγινώσκειν
- <ἀναλελάφθαι>
- ἀνειλῆφθαι (Hippocr. off. med. 11)
- <ἀνάλημμα>
- μέρος τι τοῦ ἥπατος. *ἢ ὕψωμα vgA <στήριγμα> (2. Paral. 32,5)vg
- †<ἀναλῆσαι>
- ἀνατρέψαι
- <ἀναλθές>
- ἀνίατον. ἀνυγίαστον. ἀναίσθητον
- <ἀναλίγκιον>
- ἀνόμοιον
- <ἄναλλα κάταλλα>
- ἄνω καὶ κάτω
- *<ἀναλκές>
- ἀδύναμον vg ἀσθενές vgAn
- *<ἀναλκής>
- ἄνανδρος AP ἀσθενής P
- <ἀνάλκιδα>
- ἀσθενῆ (Θ 153 ..)
- *<ἀναλλοίωτον>
- ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον vgA ὅ ἐστι ἄλλο ἐξ ἄλλου γινόμενον A
- *<ἀναλογάδην>
- κατ' ἀναλογίαν A
- *<ἀναλογίαν>
- κατὰ μέτρον ἢ κανόνα (Rom. 12,6) A
- *<ἀναλόγως>
- ἴσως vg
- [<ἀνάλογος>
- ἰσχυρός]
- <ἄναλτον>
- ἀναυξές, τουτέστιν ἱκανόν. ἢ ἀπλήρωτον (ρ 228) παρὰ τὴν ἄλσιν.
- <ἀναλύζων>
- ἀνανύττων
- <ἀναλῦσαι>
- τὸ βεβλαμμένον τινὰ δι' ἐπῳδῆς ἀπαλλάξαι (Men. fr. 213)
- <ἀναλυσάμενος>
- ἀνακομίσας
- *<ἀνάλυσις>
- ἀνατροπή A
- <ἀναλφάβητος>
- ἀπαίδευτος (Nicochar. fr. 2 D.)
- <ἀνάλωμα>
- ἔξοδος
- <ἀναλῶσαι>
- ἀφανίσαι. Ποιμέσιν (Soph. fr. 473)
- *<ἀνάλωτος>
- ἀπόρθητος. ἰσχυρός vgAP
- *<ἀναμάθω>
- ἐξ ἀρχῆς μάθω gA
- <ἀναμαιμάει>
- ἀναφαίνεται. ἀναφέγγει. ἀναζεῖ (Υ 490)
- <ἀναμάξεις>
- ἐναποψήσεις. ἐναποτυπώσεις. ἀναδείξεις (τ 92)
- <ἀναμασχαλιστήρ>
- εἶδος γυναικείου κόσμου (Philippid. com. fr. 1)
- *<ἀναμασσόμενος>
- ἀνειληφώς A
- *<ἀναμαστεύων>
- ἀναζητῶν A
- *<ἀναμάττεσθαι>
- ἀναφυρᾶν A
- <ἀνάμματοι>
- ἅμματα μὴ ἔχοντες (Xen. cyn. 2,5)
- *<ἀναμέλποντες>
- ἀνυμνοῦντες vgAn
- *<ἀνὰ μέρος>
- ἐν μέρει (Eur. Phoen. 486 ..) vgA
- <ἀνὰ μέσον>
- ἐν μέσῳ
- <ἀναμετρήσαιμι>
- διέλθοιμι, πλεύσαιμι (μ 428)
- <ἀναμιλῶσαι>
- [μη] ἀναγλύψαι
- *<ἀναμίλλητον>
- ἀφιλονείκητον vAn καὶ ἀναμφίλεκτον
- *<ἀναμίξ>
- ἀναμεμιγμένως gAP
- <ἀνάμνησις>
- ὑπόμνησις
- <ἀναμονή>
- μακροθυμία
- <ἀναμορμύρεσκεν>
- ἀνέζει. ἀνετάραττεν (μ 238)
- *<ἀναμύειν>
- ἀναβλέπειν vA
- *<ἀναμυλλᾶναι>
- ἀνανεῦσαι, ἀρνήσασθαι A
- *<ἀναμυρησάμενος>
- χρηματισάμενος Aps
- <ἀναμφιλέκτως>
- ἀνενδοιάστως
- *<ἀναμφήριστον>
- ἀναμφίβολον vgA
- <ἄναν>
- ἄνυσιν
- *<ἄνανδρος>
- ἀσθενής (Eur. Or. 786 ..) Pp
- †<ἀνανδές>
- οὐκ εὐάρεστον. ἢ ἀληθές
- <ἀνανεύει>
- οὐ συντίθεται πρός τι (A)
- <ἀνάνευσις>
- ἀναβίωσις. ἀνάπαυσις. ἀνάνηψις
- *<ἀνανεύων>
- παραιτούμενος gA
- *<ἀνανήξασθαι>
- ἀνακολυμβῆσαι vgA
- <ἀνανήξας>
- διαπλεύσας
- †<ἀνανῆσαι>
- σφάξαι
- †<ἀνανέσαι>
- καταστῆσαι. Κρῆτες
- *<ἀνάνιος>
- ἀβλαβής. ἢ ὑπερήφανος. ἢ ἄλυπος s
- <ἄναντα>
- *ἀνωφερῆ (Ψ 116) APn [ὑψηλόν]. τινὲς δὲ τὰ μὴ βεβρεγμένα. Σοφοκλῆς δὲ Ἰνάχῳ (fr. 272) τὰ μὴ κεκομμένα, παρὰ τὸ <αἵνειν>, ὅ ἐστι κατακόπτοντα πτίσσειν
- <ἀνανομήν>
- ἀναδασμόν. Ἀνανέμειν γὰρ τὸ μερίζειν. Εὐριπίδης Τημένῳ (fr. 748)
- *<ἀνανταγώνιστος>
- ἀήττητος (vg)A
- *<ἄναντες>
- ἀνωφερές vgS(APn) ὑψηλόν. ἄνισον S
- *<ἀναξαίνειν>
- ἀνακινεῖν A
- *<ἀναντιῤῥήτως>
- ἀναμφιβόλως A
- *<ἄναξ>
- βασιλεύς vg (A 7 ..) ἄρχων, δεσπότης (Eur. Hec. 349 ..) vgA
- <ἀναξίαν>
- βασιλείαν. Αἰσχύλος Αἰτναίαις (fr. 283)
- <Ἀναξιδώρα>
- ἡ ἀνάγουσα καὶ ἀνιεῖσα τοὺς καρποὺς ἐκ γῆς Δημήτηρ (Soph.)
- *<ἀναξυρίδες>
- φημινάλια, βρακία vgA βαρβαρικὰ ἐνδύματα ποδῶν P ὑποδήματα βαθέα Σ ἢ βασιλικά (Hdt. 1,71,2)
- *<ἀνὰ οὐλαμὸν ἀνδρῶν>
- κατὰ τὸ ἄθροισμα τῶν ἀνδρῶν (Δ 251) A
- <ἀνάπαιστα>
- κυρίως τὰ ἐν ταῖς παραβάσεσι τῶν χορῶν ἄισματα· καὶ ἰδίως τὰ τῶν ῥυθμῶν
- <ἀναπαιστρίδες>
- σφῦραι, παρὰ τοῖς χαλκεῦσιν
- *<ἀνάπαλιν>
- ἐκ τοῦ ἐναντίου, πάλιν (Sap. 19,21) vgA
- <ἀναπάταὁν>
- ἄνοιξον <τοὺς ὀφθαλμούς>
- <ἀναπατάξασθαι>
- ἀνακρούσασθαι ἆισμα
- †<ἀναπαντοῦσιν>
- ἀνακύπτουσιν
- *<ἀνὰ πᾶσαν>
- κατὰ πᾶσαν vA
- *<ἀνάπαυλαν>
- ἀνάπαυσιν vgA
- †<ἀνάπαυλις>
- ἀνάπαυσις. κατάπαυσις
- <ἀνάπαυστον>
- τὸ μηκώνιον
- [<ἀνάπαυστα>
- ἀνεκλάλητα, ἄῤῥητα. ἔκδηλα. ἐξάκουστα]
- <ἀνάπειρα>
- ῥυθμὸς αὐλητικός
- <ἀναπειρᾶσθαι>
- μελετᾶν
- *<ἀνάπηρος>
- πηρός. τυφλός PAps νοσώδης
- <ἀναπελάσας>
- ἀναῤῥωσθείς A
- <ἀναπεμπάζει>
- *ἀναπέμπει A ἀριθμεῖ
- <ἀναπεμπάζεσθαι>
- ἐπαναλαμβάνειν τὰ προειρημένα (Plat. Lys. 222 e)
- <ἀναπεμπάσαι>
- ἀνασκέψασθαι. ἀναριθμῆσαι
- *<ἀναπεποιημένης>
- ἀναζυμωθείσης, ἀναπεφυραμένης (Num. 15,6) v(g)A
- *<ἀναπεπταμένον>
- ἀνεῳγμένον (vP)
- <ἀναπεπτωκότες>
- τὰς διανοίας ἀνατετραμμένοι q
- *<ἀναπεπτωκώς>
- ἀναπεσών A
- *<ἀναπετάσωμεν>
- ἁπλώσωμεν vgA
- <ἀναπεφλασμένον>
- ἀνατεταμένον ἔχων τὸ αἰδοῖον. <Ἀναφλᾶν> γὰρ λέγουσιν Ἀττικοὶ τὸ ἀναμαλάσσειν τὰ αἰδοῖα
- *<ἀναπεφοίτηκεν>
- ἀνῆλθεν An
- *<ἀναπηγάζει>
- ἀναδίδωσιν vgA
- <ἀναπῆξαι>
- ἀνεγεῖραι
- *<ἀναπήροις>
- τυφλοῖς (A)
- *<ἀναπίμπλασθαι>
- πληροῦσθαι APn
- <ἀναπίτνασθαι>
- ἀνοῖξαι [ἢ ἀνοιμῶξαι]
- <ἀνάπλασμα>
- ψεῦσμα
- *<ἀνάπλεως>
- μεστός vgAP πλήρης (b)
- <ἀνάπλουν>
- <κοῦφον> καὶ ἔχον εὐρυχωρίαν (Hippocr.) A
- <ἀναπνῶ>
- ἀναπνέω, καὶ ἀναπνεύω
- <ἀνὰ πόδα>
- ἔμπαλιν, ὀπίσω
- <ἀναποδίζειν>
- τὸ ἀκριβῶς ἐξετάζειν καὶ συγκρούειν (Hdt. 5,92 ζ 2). <Ποδίζειν> γὰρ τὸ μετρεῖν
- *<ἀναποδισμός>
- ἐπανάλυσις A
- *<ἀναπόδραστον>
- ἄφευκτον (vg)A ἄπρακτον A φεύγειν μὴ δυνάμενον (vgA)
- <ἀνάποινος>
- ἀλύτρωτος. <Κυρηναῖοι δὲ ὁ> μάταιος
- <ἀναπολεῖ>
- μνημονεύει. †Λάκωνες
- <ἀνάπυστα>
- ἀνεκλάλητα καὶ ἀνεξάκουστα. ὁ δὲ Ἡλιόδωρος ἀνάγγελτα, ἔκδηλα. καὶ ἐξάκουστα. καὶ ἄῤῥητα. καὶ ἐξάγγελτα (λ 274)
- *<ἀναπόλαυστος>
- ἄγευστος AP
- <ἀναποδίζουσαν>
- ἐπαναλύουσαν
- *<ἀναπολεῖ>
- ἀναπτύσσει Sw
- <ἀναπομπαζόμενον>
- ἐν ἀναπολήσει γινόμενον
- *<ἀναπότριπτον>
- ἀνεξάλειπτον gA
- <ἀναπρῆσαι>
- *ἀναφυσῆσαι (Ι 433 ..) (n) ἀναφεψαλῶσαι. ἀνενέγκαι
- <ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος>
- εἰς τὸ πρόθυρον βλέπων. τοιοῦτον γὰρ τὸ σχῆμα τῆς τῶν νεκρῶν προθέσεως (Τ 212)
- *<ἀνάπτειν>
- περιθεῖναι (Β 86) vgA
- <ἀνάπτεται>
- φλέγεται
- <ἀναπτερώσω>
- μετέωρον ποιήσω
- <ἀναπτησικέρας>
- ὁ ἰκτῖνος <Ἀττικῶς>
- *<ἀναπτήτω>
- ἀναπετασθήτω vAP
- <ἀναπτομένας>
- ἀναπετασθείσας
- <ἄναπτος>
- ἄληπτος, ἀπίαστος
- <ἀναπτυχαί>
- ἀνατολαί (Eur. Hipp. 601)
- *<ἀναπτύξαντες>
- ἀνακαλύψαντες An(P)
- <ἀνάπτω>
- ἀνεγείρω
- <ἀνάπυστα>
- φανερά. *ἀνήκοα AP ἀναφανδά (λ 273)
- †<ἄναρ>
- [ὄναρ ἢ] ἤκουσα
- [<ἀνάπυνος>
- ἄνευ λύτρων. Κυρηναῖοι δὲ ματαίως]
- [<ἀναράκτος>
- δημόσιος]
- <ἀναραθαγῆσαι>
- ἀναψοφῆσαι. †ἀναπηδῆσαι
- *<ἀναραΐσαι>
- παύσασθαι <τοῦ> ὀδυνᾶσθαι A
- <ἀνάρβηλα>
- τὰ μὴ ἐξεσμένα. <Ἀρβήλοις> γὰρ τὰ δέρματα <ξέουσι>
- †<ἀναρῆ>
- κύουσα
- *<ἀνάρημα>
- κήρυγμα Σ
- [<ἀναρεῖν>
- ἀμέλγεσθαι. κυΐσκεσθαι]
- *<ἄναρθρα>
- ἀτύπωτα vgA ἀμέριστα. κάταρθρα A
- <ἄναρθρος>
- ἄτονος. ἀσθενής. Εὐριπίδης Οἰδίποδι (fr. 557)
- [<ἀναροιζοῖ>
- φονεύει]
- <ἀναρίθμιον>
- ἐχθρόν
- *<ἀναριπίζειν>
- ταράσσειν vgA ἐκσείειν A
- <ἀναρίτης>
- ζῶον κοχλιῶδες <ἐν πέτραις> (Ibyc. fr. 22. Herod. fr. 13 Kn.)
- *<ἀναῤῥιχᾶσθαι>
- ἀναβαίνειν A [ἐν πέτραις]
- <ἄναρκτον>
- ἀνυπότακτον, <οὗ> οὐδεὶς ἦρξε. Σοφοκλῆς Αἰθίοψι (fr. 27)
- †<ἀναρκτῆ>
- ἀνυπότροπον
- <ἀναροδανισθῆναι>
- ἀναβληθῆναι
- <ἀναροιβδεῖ>
- ἀναῤῥοφεῖ A Αἰσχύλος Σαλαμινίαις (fr. 217) ἀντὶ τοῦ διαπνεῖν. Ὅμηρος (μ 105) δὲ ἀναπίνει καὶ ἀναροφεῖ μετὰ ποιοῦ ἤχου. καὶ Σοφοκλῆς ἐν Ναυσικάᾳ (fr. 407) ἀντὶ τοῦ ἀναῤῥίπτει
- <ἀναρός>
- ἄγγελος. Ταραντῖνοι
- *<ἀνάῤῥησις>
- προανακήρυξις gSPn πρόῤῥησις SPn προαγόρευσις Sn
- *<ἀναῤῥηθῆναι>
- ἀνακηρυχθῆναι q. vgAPn
- *<ἀναῤῥήσεως>
- ἀνακηρύξεως S(gA)
- *<ἀναῤῥύει>
- σφάζει. [θύει (A)
- <ἀνάῤῥυσιν>
- τὴν τελετήν
- [<ἀναῤῥίπτειν>
- διδάσκειν]
- <ἀναῤῥυσμεῖν>
- διδάσκειν. ἀναδιδάσκειν
- <ἀνάρσιοι>
- *ἀνάρμοστοι vAP πολέμιοι. ἀπὸ τοῦ μὴ συνηρμόσθαι τοῖς ἤθεσιν (κ 459 ..)
- <ἀνάρσιον>
- ἀβάστακτον. ἀκαταφόρητον. [ἄδικον. ἀνάρμοστον T
- <ἀναρτῆσαι>
- ἀνακρεμάσαι s
- *<ἀναρυστῆρα>
- ἐν ᾧ ὁ οἶνος ἀνιμᾶται AP
- *<ἄναρχον>
- τὸ μὴ ἔχον ἀρχήν (Greg. Naz. c. 1,1,1,25 p. 400 M) A
- <ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο>
- τὰς τῆς οἰκίας διόδους ἐν τοῖς ὑπερῴοις οἴκοις. Ῥῶγας δὲ οἷον ῥήγματα καὶ ἀνοίγματα (χ 143)
- <ἀνασαρῶσαι>
- εἰς ὀροφὴν ἐμπῆξαι
- *<ἀνασείεις>
- ἀναπείθεις A
- <ἀνασειράζει>
- ἀνορούειν ποιεῖ, ἀνερεθίζει. Εὐριπίδης Ἱππολύτῳ στεφανηφόρῳ (237)
- *<ἀνασειράζουσιν>
- ἀνθέλκουσιν, ἀνακόπτουσιν A
- *<ἀνασειράζων>
- ἄγχων, ὡς ἀπὸ τῆς σειρᾶς. εἰς τὰ ὀπίσω ἕλκων A
- <ἀνασεσιλλῶσθαι>
- ἐστραμμένας ἔχειν τὰς τρίχας. <Ἀνάσιλλος> †στέφανος
- <ἀνασεσυρμένη>
- ἡ συρόμενον ἱμάτιον ἐπαίρουσα, καὶ μέρος γυμνοῦσα q
- †<ἀνασίνδης>
- ἀναπήδησις
- <ἀνάσιλλον>
- τρίχωμα τὸ ἀπὸ τοῦ μετώπου ἐπὶ κορυφὴν ἐστραμ- μένον
- <ἀνασιμοῦν>
- τὸ τὰ ζῶα πρὸς ὀχείαν ὁρμῶντα ὀσφραίνεσθαι. [δηλοῖ δὲ καὶ ἀναλίσκειν]
- *<ἀνασκαλεύοντες>
- ἀνακινοῦντες (vg)A ἢ ἐρευνῶντες A
- <ἀνασκέλισμα>
- ἀνακίνημα
- <ἀνασκευάζειν>
- μετατιθέναι
- <ἀνασκευαζόμενοι>
- μετοικιζόμενοι
- <ἀνὰ σκήπτρῳ>
- ἅμα τῇ βασιλικῇ ῥάβδῳ (Α 15)
- *<ἀνασκινδυλεύεσθαι>
- ἀνασκολοπισθῆναι (Plat. rep. 2,362 a)A
- *<ἀνασκιρτῆσαι>
- ἀναπηδῆσαι Aps
- <ἀνασκολοπίσει>
- ἀνασταυρώσει (A?)
- <ἀνασκολύψας>
- γυμνώσας
- <ἀνασοβεῖ>
- ἀνακινεῖ. [Ταραντῖνοι]
- <ἀνᾴσσειν>
- ἀναφέρεσθαι
- *<ἀνασπᾷ>
- ἐπαίρει n ἐκριζοῖ
- <ἀνασπάζουσιν>
- ἀναταράσσουσιν
- <ἀνασπαστόν>
- ἀνεσπασμένον
- *<ἀνασπάσω>
- ἐκβαλῶ A
- <ἀνᾷξαι>
- πηγάσαι. ἀναδοθῆναι
- *<ἄνασσα>
- δέσποινα (ζ 149) vgA
- †<ἀνάσσεσθαι>
- παρῶσαι. γηρᾶσαι. αὐλῶσαι†
- *<ἄνασσεν>
- ἐβασίλευσεν (Α 252 ..) (S)
- *<ἀνάσσεις>
- βασιλεύεις (Α 38) vgAn
- *<ἀνασσέμεν>
- κελεύειν (Ξ 85)
- *<ἀνάσσων>
- βασιλεύων (Ζ 397 ..)
- *<ἀνασταδόν>
- ἀνιστάμενοι (Ι 671) g
- *<ἀναστατοῦντας>
- ἀνατρέποντας (A)
- *<ἀναστάτους>
- κατεστραμμένους (g)AP
- <ἀνασσύτῳ>
- τῷ ἀνασεσεισμένῳ
- <ἀνάστατα ἐποίει>
- [ἐθαυμάζετο]
- <ἀνάστατοι>
- πλακοῦντος γένος
- <ἀναστατήριαι>
- θυσίαι ἐπὶ ἀναῤῥώσει <ἐκ> νόσου
- <ἀναστέλλω>
- κωλύω, ἀναφράσσω
- <ἀναστήσειεν>
- ἀναστάτους ποιήσειεν (Α 191)
- *<ἀνάστημα>
- ὕψωμα (Zach. 9,8) s
- <ἀναστήσειν>
- ἀνάστατα ποιήσειν, ἀναστατώσειν
- †<ἀναστίδωνος>
- ἀνατεταμένος
- *<ἀναστοιχειουμένης>
- ἀναπλαττομένης A(P)n
- *<ἀνὰ στόμα>
- διὰ στόματος (Β 250) A
- *<ἀνὰ στρατόν>
- κατὰ στράτευμα (Α 10) s
- *<ἀναστρέφειν>
- ἀνατρέπειν (Eur. Hipp. 1228) (P)
- *<ἀναστρεφόμενος>
- περιερχόμενος (Matth. 17,22 v. l.)(A)
- <ἀναστρέφων>
- ἀρνούμενος. Σοφοκλῆς (fr. 912)
- <ἀναστροφάδην>
- ἀνεστραμμένως
- <ἀναστροφῆς>
- ζωῆς (Hebr. 13,7) (vg)A
- <ἀναστῦψαι>
- ἐπᾶραι τὸ αἰδοῖον, ἢ στυγνάσαι. Σοφοκλῆς Μώμῳ (fr. 388)
- <ἀναστυφελιζομένη>
- ἀνερειδομένη
- <ἀναστρωφῶν>
- ἀναστρέφων (φ 394)
- <ἀνασῦραι>
- ἀποκαλύψαι, ἢ περιποιῆσαι
- <ἀνασυροίμεθα>
- τὸ πολὺ ἀργύριον ἤ τι ἄλλο λαμβάνειν <σῦραι> ἔλεγον Ἀττικοὶ μεταφορικῶς, ἀπὸ τῶν τὰς †σωτῆνας ἀρόντων
- <ἀνασφαδάζειν>
- ἀναπηδᾶν, ἀνάλλεσθαι, λακτίζειν
- *<ἀνασφήλας>
- ὑγιάνας SPn ἀνανήψας. ἀναστάς (A) ἀνελθών vgP(A)
- †<ἀνασφοδῆξαι>
- ἀναπηδῆσαι. ἐξελάσαι
- <ἀνασχέμεναι>
- ἀνασχεῖν (Ω 301)
- *<ἀνασχών>
- ἀνατείνας (Α 450 ..) gAPn αὐξήσας. ἀναφήνας P
- *<ἀνατάξασθαι>
- εὐτρεπίσασθαι (Luc. 1,1) APn
- <ἀνατεθυμιαμένος>
- ἀνακεκαπνισμένος. ἀνακεκαυμένος
- *<ἀνατεῖλαι>
- ἀνθῆσαι vA
- *<ἀνατείνασθαι>
- ἀπειλῆσαι As
- <ἀνατέξεται>
- ἀναγεννήσει
- *<ἀνατέταλκεν>
- ἀνέτειλεν (Hebr. 7,14) vgA
- *<ἀνατί>
- ἄνευ ἄτης καὶ βλάβης (Eur. Med. 1357) A
- <ἀνατιμήσας>
- ὑπερβαλλόμενος τῇ τιμῇ
- <ἀνατοιχάσαι>
- περὶ τοῖχον περιπατῆσαι
- <ἄνατος>
- ἀβλαβής (Soph. O. C. 786)
- *<ἀνατιναγμός>
- μετάστασις, μετακίνησις (Nah. 2,11) vgA
- <ἀνατιτήσαντες>
- πληρώσαντες
- *<ἀνατλῆναι>
- ὑπομεῖναι vgAP
- *<ἀνατλάς>
- ὑπομείνας (Eur. Phoen. 60) An ὅθεν <τλήμων> ὁ πολλὰ παθὼν ἢ πάσχων A
- †<ἄνατλος>
- ἀκρατής (Greg. Naz. c. 1,2,10,593) A
- *<ἀνατολίην>
- ἀνατολήν vgA
- <ἀνατρέπειν>
- ἀναστρέφειν
- *<ἀνατρέχειν>
- μεταπλάσσειν A
- ... ἀνατροπῆς, ἀντὶ τοῦ ἤχου. Ὅμηρος (Π 379)
- <ἀνατύπωσις>
- τύπωσις
- <ἀναύδατον>
- ἀνεξήγητον, ἄλεκτον (Soph. Ai. 715)
- <ἀναυδέα>
- ἄῤῥητα, ἄφωνα
- *<ἄναυδος>
- ἄφωνος (ε 456) vAPn
- <Ἄναυρον>
- ὄνομα ποταμοῦ
- *<ἀναύροις>
- δίχα ἀνέμου (Greg. Naz. c. 1,2,9,5)n
- <ἀν' α<ὐτὰ τὰ> τυχόντα>
- κατὰ τὰ γινόμενα
- <ἄναυτα ἢ πάραυτα>
- Ταραντῖνοι παραχρῆμα λέγουσιν
- *<ἀναφαιρέτων>
- ἀμετακλήτων, μηκέτι ἀφαιρουμένων (vg) A
- <ἀναφαίνειν>
- λέγειν (δ 159)
- *<ἀναφαλαντώματι>
- φαλακρώματι (Lev. 13,42)A
- *<ἀναφανδόν>
- φανερῶς (Π 178) A [ἀναφωτά.] ἀναφανδά (γ 221 ..)
- *<ἀναφευγέτω>
- πάλιν φευγέτω A
- <ἀναφής>
- ἄψαυστος, *ὁ μὴ ψηλαφώμενος A
- <ἀναφῆναι>
- φανερῶσαι (ps)
- [<ἀναμφήριτον>
- ἄμαχον]
- <ἀναφλύει>
- ἀναζεῖ (Φ 361)
- †<ἀναφλᾶ>
- λάχανον φέρει ἄνθος, ὡς ἡ μαλάχη καὶ τὸ ἄνηθον
- <ἀναφλᾶν>
- χειροτριβεῖν αἰδοῖον. οἱ δὲ στύειν, ἢ μαλάττειν (Ar. fr. 36)
- <ἀναφοιβάσας>
- ἀνακαθάρας
- *<ἀναφορά>
- δέησις, παράκλησις (Ps. 50,21?) A
- <ἀναφορεῖς>
- οἱ ἀνέχοντες, οἱ ἀναβαστάζοντες (Ex. 25,13) vA
- <ἀνάφορον>
- τὸ τῶν ἐργατῶν ξύλον (Ar. Eccles. 833)
- <ἀναφράξαντες>
- ἀναπτύξαντες, ἀναπετάσαντες
- <ἀναφρονέων>
- ἀναλογιζόμενος
- *<ἀναφῦναι>
- ἀναφανῆναι APn
- <ἀναφυομένων>
- ἀναφαινομένων
- *<ἀναφώνημα>
- ἀνειμένη βοή A
- <ἀναχαιτίζει>
- ἀπειθεῖ, ἀναχαλινοῖ, ἀνακρούεται. *ἀναποδίζει vg(A) κυρίως δὲ ἐπὶ τῶν ἵππων. Σοφοκλῆς Ἑλένης ἀπαιτήσει (fr. 180)
- <Ἀνάχαρσις>
- ἰχθῦς ποιός. καὶ ὄνομα κύριον
- <ἀναχασσάμενος>
- ἀναποδίσας (Η 264)
- *<ἀναχασσαμένη>
- ἀναχωρήσασα, κωλύσασα (Φ 403) A
- *<ἀναχειροῖ>
- οἰκειοῦται A
- *<ἀνὰ χεῖρα>
- ἐγγὺς τῆς χειρός (2. Sam. 15,2) APn
- <ἀναχαιτίσαντι>
- *ἀνορμήσαντι. ἀποστρέψαντι A ἀνακρού- σαντι. <ἀνα>χαλινώσαντι. ἀναποδίσαντι. ἀπειθήσαντι
- <ἀναχοαί>
- πόροι
- <ἀναχρήση>
- ἀνατεμῇ
- <ἀνάχυσιν>
- φυρμόν vgA βλακείαν (1. Petr. 4,4) vg
- <ἀναψαθάλλων>
- ψηλαφῶν. βλιμάζων
- *<ἀνάψαι>
- ἀναθεῖναι A κοσμῆσαι (γ 274)
- *<ἀναψῦξαι>
- ἀνεμίσαι A
- <ἀνάψυξις>
- ἀνάπαυσις (Exod. 8,11)
- <ἀναψύχειν>
- ῥιπίζειν
- *<ἀναψυχήν>
- παραμυθίαν (Os. 12,8) vgA
- <ἀναψύχουσα>
- ξηραίνουσα, ῥιπίζουσα. Σοφοκλῆς (fr. 913)
- <ἀναψύχοντα>
- ἀναπνέοντα
- <ἀνάψω>
- ἀναθήσω πρὸς τὴν τοῦ ἀνέμου πνοήν
- <ἀναψυχῆναι>
- ἀναπαύσασθαι (Amips. fr. 13)
- †<ἄνδα>
- αὕτη. Κύπριοι
- *<ἁνδάνει>
- ἀρέσκει (β 114) g
- *<ἁνδάνον>
- ἀρέσκον vgAn εὐάρεστον S
- *<ἁνδάνοντα>
- ἀρέσκοντα (Eur. Alc. 1108) SPn
- <ἂν δ' ἄρ' ἔβαινεν>
- ἀνέβη δέ (Γ 311)
- <ἄνδας>
- βορέας, ὑπὸ Τυῤῥηνῶν
- <ἂν δ' αὐτήν>
- καὶ αὐτήν (Α 143) n
- <ἀνδειράδες>
- πρασιαί. ὀχετοὶ ταφρώδεις
- <ἄνδειγμα>
- ὁ ἐπὶ τῆς τραγικῆς σκηνῆς παραγόμενος †παράκοτος
- <ἄνδειρον>
- ἄκρον, *ἢ τὰ χείλη τῶν ποταμῶν vb
- <ἄνδικε>
- ἀνάῤῥιψον. <Δικεῖν> γὰρ τὸ ῥίπτειν· ὅθεν καὶ ὁ <δίσκος> ἀπὸ τοῦ ῥίπτεσθαι. <τὸ δίκτυον> τὸ δικούμενον εἰς τὴν θάλασσαν
- <ἀνδίκτης>
- τὸ ἀναριπτόμενον τῆς μυάγρας ξύλον (Callim. fr. 177,33)
- <ἄνδινος>
- περίπατος
- <ἀνδικα>
- ὁ βόλος. δίκη ἡ ἐξ ὑπαρχῆς δικαζομένη, παρὰ Ταραντί- νοις
- *<ἄνδιχα>
- διχῶς vgAn εἰς δύο μέρη (Π 412 ..) S
- *<ἂν δ' ἴσχων>
- ἀνατείνων <δέ> (Ε 798) (n)
- <ἀνδοκάνας>
- δοκούς [δέ]
- <ἀνδοκάδην>
- ἐκ διαδοχῆς
- <ἀνδοκεύς>
- ἀνάδοχος
- <Ἀνδοκίδου Ἑρμῆς>
- ἐπειδὴ πρὸ τῆς οἰκίας τῆς Ἀνδοκίδου εἱστήκει ὁ Ἑρμῆς, ἀνάθημα φυλῆς
- <ἄνδρα>
- τὸν ἀνδρεῖον (Δ 498 ..) καὶ τὸν κατὰ κοινωνίαν τῆς γυναικὸς ὑπολαμβάνει (Τ 291)
- *<ἀνδραγαθία>
- καλοκαγαθία ἔπαινος vgS
- *<ἀνδραγαθίζεται>
- συνήδεται τῷ ἀγαθῷ AS
- *<ἀνδράγρια>
- σκῦλα, τὰ τῶν πιπτόντων ASP ἐν τῷ πολέμῳ ἀνδρῶν ὅπλα, [ἀγρεύματα ASP ὄντα (Ξ 509)
- <ἀνδρακάς>
- κατ' ἄνδρα ἕνα ἕκαστον. ἐπιῤῥηματικῶς S ὡς εἰπεῖν καθ' ἕνα, ἢ κατ' ἄνδρα (ν 14) οἱ δὲ μερίδες, μοῖραι
- <ἀνδραπόδητοι>
- οἱ σὺν ἀνδραπόδοις ἀποδημοῦντες
- <ἀνδραπόδεσσι>
- τοῖς αἰχμαλώτοις, τοῖς δούλοις (Η 475)
- <ἀνδραποδίζεσθαι>
- τὸ βιάζεσθαι. καὶ τὸ σύνηθες
- *<ἄνδραγχος>
- δήμιος vgAS
- <ἀνδραποδίζει>
- αἰχμαλωτίζει. βιάζει. καὶ ὑπεραίρει
- *<ἀνδραποδισμός>
- αἰχμαλωσία SPn
- *<ἀνδραποδώδεις>
- ἀνάστατοι n δουλοπρεπεῖς vgA
- <ἄνδρας γράφειν>
- τὸ ἐν διδασκάλου τὰ παιδία ὀνόματα γράφειν
- <ἀνδραποδοκάπηλον>
- ἀνδραπόδων μετάβολον
- <ἀνδραφάσσειν>
- κατ' ἄνδρα ἐφάπτεσθαι
- <ἀνδραφυκτεῖν>
- φεύγειν, ἢ ἐπὶ φόνῳ διώκειν
- <ἀνδραχθέσι>
- τοῖς δυναμένοις καὶ ἀνδράσιν ἄχθος ποιῆσαι (κ 121)
- <ἀνδρεια>
- ἰσχύς. καὶ τὰ συσσίτια Κρῆτες
- *<ἄνδρε δύω>
- ἄνδρες δύο (κ 102) A
- *<ἀνδρείων>
- γενναίων (Prov. 10,4) (vg) A
- <ἀνδρεών>
- ὁ μέγας οἶκος (Hdt 1,34,3 ..)
- <ἀνδρηλάται>
- κατήγοροι. καὶ ἐπὶ φόνῳ διώκοντες
- *<ἀνδρείκελον>
- ἀνδρὶ ὅμοιον vgA ἀνθρώπῳ ὅμοιον (g)
- <Ἀνδρέας>
- δύναμις εὐπρεπής, ἢ ἀποκρινόμενος
- <ἀνδρείκελον>
- χρώματος εἶδος. καὶ τὸ ὅμοιον <ἀνδρί>
- *<ἀνδρειφόντης>
- ἀνδροφόνος (Β 651 ..) vgA
- <ἀνδρὶ χέρηϊ>
- ἀνδρὶ ἐλάττονι καὶ ἰδιώτῃ (Α 80)
- <ἀνδρόβασμος>
- στενὴ ὁδός
- <ἀνδρόγυνος>
- ὁ ἑρμαφρόδιτος (Hdt 4,67,2) (*) καὶ ὁ ἀσθενής, ἤγουν ὁ ἀνίσχυρος (Prov. 18,8)
- <ἀνδροδμής>
- ὕπανδρος γυνή
- <ἀνδροδόμων>
- τρικλίνων
- <ἀνδροκάδες>
- πόα τις
- <ἀνδροκάς>
- μερίς
- <Ἀνδροκλεῖδαι>
- γένος Ἀθήνῃσιν
- *<ἀνδροκμήτῳ>
- ἐν ᾧ ἀνὴρ ἀποθανὼν κεῖται. ἢ ὑπὸ ἀνδρὸς οἰκοδομηθέντι (Λ 371) A
- <ἀνδροκόβαλος>
- κακοῦργος. πανοῦργος
- <ἀνδροκόνοι>
- ἀνδροφόνοι
- *<ἀνδροκτασίαι>
- ἀνδροφονίαι (Ω 548 ..) (v)
- *<ἀνδροκτασιάων>
- ἀνδροφονιῶν (Ε 909) AP
- <ἀνδροκτόνοιο>
- ἀνδροκτόνου
- *<ἀνδρολημψία>
- ... ἐνεχύραζον γὰρ τοὺς ἔχοντας ἀνδροφόνους Σ
- *<ἀνδρολογεῖ>
- στρατολογεῖ A
- <ἀνδρομανής>
- ἐπιμεμηνυῖα τοῖς ἀνδράσιν
- *<ἀνδρομέης>
- ἀνθρωπίνης (Greg. Naz. c. 1,2,1,124) (T. n)
- <ἀνδρομέοιο>
- ἀνθρωπίνου (Ρ 571)
- *<ἀνδρομέου>
- ἀνθρωπίνου vA (gP)
- <ἀνδρόμεον>
- ἱμάτιον. Κρῆτες
- <ἀνδρομητόν>
- συσπαστὸν ἐγχειρίδιον τραγικόν [καὶ <ἀνδρό- μηρον>]
- <ἀνδρολήμην>
- ἀνδρὸς ἔχουσαν λῆμα
- *<ἀνδρόμεον>
- τὸν τῶν ἀνδρῶν (Λ 538)
- <ἀνδρόπαις>
- ἀνδρούμενος ἤδη παῖς ἢ ἀνδρὸς φρόνησιν ἔχοντα. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ (fr. 562)
- <ἀνδροσάθης>
- ἀνδρὸς αἰδοῖον ἢ μεγάλα αἰδοῖα ἔχων (Com. ad. fr. 932)
- <ἀνδρόπρωρον>
- ἀνδροπρόσωπον (Soph. Trach. 223)
- <ἀνδροπορφυρεύς>
- ἀνδροκογχυλευτής, ἀναλέγων τὰς κόγχους
- <ἀνδρότητα>
- ἀνδρείαν (Π 857) p
- <ἀνδρόφικες>
- σύνθετον σῶμα ἐξ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ὑπὸ δη- μιουργοῦ γεγονός (Hdt. 2,175,1)
- <ἀνδροφόνοιο>
- ἀνδροφόνου (Α 242)
- [<ἀνδροχμήτωρ>
- ... ἀνὴρ ἀποθανών]
- *<ἀνδρώδους>
- ἀνδρὸς ἐπαινετοῦ A
- *<ἀνδρωθεῖσα>
- ἀνδρὶ συνοικήσασα A διακορηθεῖσα
- <ἀνδρώσασθαι>
- συγγενέσθαι
- [<ἀνδρώσασθαι>] ...
- ὠμότερον
- <ἀνδύεται>
- ἀναβαίνει, <ἀνα>δύεται n ὑπεκκλίνει. μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἀφηνιαζόντων ὑποζυγίων καὶ οὐ θελόντων ... (Π 225)
- *<ἀνεβάλλετο>
- ἀνεκρούετο g ἀνήρχετο (α 155) Σ
- *<ἀνέβαλλεν>
- ἀναβολὴν ἐδίδου Σ
- *<ἀνεβίω>
- ἀνέζησεν, ἀνέστη vgA
- *<ἀνεβλύζετο>
- ἀνεδίδοτο A
- [<ἄνεβοι>
- ὥσπερ δώδεκα ἐτῶν ὄντες A]
- *<ἀνέβραχεν>
- ἤχησεν (Τ 13) A
- <ἀνεγκαλύπτοις>
- μὴ κεκαλυμμένοις
- <ἀνέγγυος>
- ἄπιστος
- *<ἀνεγκλήτους>
- ἀνευθύνους (1 Cor. 1,8) vgA
- <ἀνεγχώρητον>
- ἀμήχανον
- <ἄνεγμα>
- αἴνιγμα. Ταραντῖνοι. καὶ ἐκβολῇ τοῦ ἑνὸς <ι>, καὶ τροπῇ τοῦ δευτέρου εἰς ε ψιλόν
- <ἀνέγναμψαν>
- ἀνέλυσαν (ξ 348) ἀνέκαμψαν. ἀνετράπησαν
- *<ἀνεγνάμφθη>
- ἀνεκάμφθη (Η 259) gA
- <ἀνέγνω>
- ἐπέγνω (α 219)
- <ἀνεδάρδανε>
- ἀνεμόλυνε. <Δαρδαίνει> γὰρ μολύνει
- <ἀνεδέγμεθα>
- ὑπεμείναμεν (ρ 563)
- *<ἀνεδείματο>
- ἀνῳκοδόμησεν gAPn
- *<ἀνεδέξατο>
- ὑπέσχετο. ὡμολόγησεν A
- *a) <ἀνεδείματο>
- <ἀνῆλθεν> Σ b) <ἀνεβίωσεν>· <ἀνέζη>
- <ἀνέδην>
- Αἰσχύλος· Φεύγειν ἀνέδην διὰ κῦμ' ἅλιον (Suppl. 15) [*ἢ ἐκκεχυμένως P] κατὰ στέρησιν τοῦ ἕσαι, ὅ ἐστι ἱδρῦσαι, ἀναστάτους γενομένας, ἐκ τοῦ ἐδάφους ἀνεστηκυίας. ἄλλοι δὲ ἐκκεχυμένως
- <ἀνεθολοῦτο>
- ἀνεταράσσετο (Pherecr. fr. 116)
- †<ἀνεθύραξεν>
- ἀνεθυμώθη †
- *<ἀνέεργεν>
- ἐκώλυεν. ἀνέκοπτεν (Γ 77) A
- *<ἀνεζεύγνυσαν>
- ὥδευον gA
- *<ἀνέηκεν>
- ἀνέπεισεν (Ε 882) b
- *<ἀνεθέμην>
- ὡμολόγησα (Gal. 2,2) A
- <ἀνεθήσεται>
- λυθήσεται
- *<ἀνέθορεν>
- ἀνεπήδησεν gA
- <ἀνείῃ>
- ἀφῇ. ἀνῇ (Β 34 ..)
- *<ἀνείλατο>
- ἀνέλαβεν n ἐπανεκαλέσατο (Act. 7,21)
- *<ἀνεῖλεν>
- ἐφόνευσεν vgAP
- <ἀνεῖλεν>
- ἐχθρῶς ἔχρησεν
- <ἀνειληθέντες>
- ἄνω εἰληθέντες
- <ἀνειληφότων>
- λαβόντων
- *<ἀνειμένον>
- ἀπολελυμένον vg ἐκλελυμένον (Esai. 27,10) (n)
- *<ἀνειμώμενος>
- ἀντλῶν, ἀναφέρων (g)P
- *<ἀνείμονες>
- μὴ ἔχοντες ἱμάτια (Greg. Naz. c. 2,2,3,144) (gn)
- <ἀνείμονος>
- γυμνοῦ (γ 348)
- †<ἀνεῖν>
- ἀνακαθαίρειν. ἀναπλύνειν. οἱ δὲ ἀνακινεῖν κριθὰς βεβρεγ- μένας
- <ἀνεῖναι>
- *ἀφιέναι Pn ἀνιέναι. στρέφειν. ἀνασείειν
- <ἀνεικάσασθαι>
- ἀποσκῶψαι (Cratin. fr. 63)
- *<ἀνεῖργεν>
- ἀπεκώλυεν vgAn
- †<ἀνοίγειν>
- ἀνέστελλεν, [ἀπεκώλυεν]
- *<ἀνιεμένη>
- ἀνέλκουσα καὶ ἀναχαλῶσα τὸν πέπλον, καὶ τὸν μασθὸν δεικνύουσα, καὶ ἐκ τοῦ αὐχένος προβάλλουσα· κόλπον ἀνιεμένη (Χ 80)
- <ἀνειλείθυιαν>
- ἄτοκον. Εὐριπίδης Ἴωνι (453)
- *<ἀνειλυσπῶ>
- ἀνέβαινες Σ
- *<ἀνείλεσθαι>
- συστρέφεσθαι καὶ ἀλλήλους τοῖς δόρασι τύπτειν Σ
- †<ἀνεῖσαι>
- ἐρευνῆσαι, ζητῆσαι
- <ἀνειλυσπᾶσθαι>
- ἀναῤῥιχᾶσθαι
- †<ἀνείμασθος>
- ἄφθορος. ἄπληστος
- *<ἀνειαρῶς>
- οἰκτρῶς s
- *<ἀνεῖπεν>
- ἐκήρυξεν g διὰ κήρυκος εἶπεν
- <ἄνειρε>
- ἐρώτησον, πύθου
- †<ἀνειρεσίαν>
- οὐσίαν πολλήν
- [<ἀνείρετον>
- ἀπαραίτητον]
- <ἀνειρήκασιν>
- κεχρηστηριάκασιν
- *<ἀνεῖρπεν>
- ἐβάδιζεν P
- *<ἀνεῖρφ' ὑ.....>
- ἐβάδιζεν (Eur. Phoen. 1178) A
- <ἀνείρων>
- [ἁμαρτωλῶν] ἀναπείρων
- *<ἀνείς>
- ἀφείς vgA ἐάσας A
- <ἀνεῖσθαι>
- ἀφεῖσθαι
- *<ἄνεισιν>
- ἀνέρχεται vgPn
- *<ἀνεῖται>
- ἀπολέλυται (Esai. 3,8) gAPn
- *<ἀνέκαθεν>
- μακρόθεν n ἤτοι ἐκ πολλοῦ. ἢ ἀπ' ἀρχῆς. <Ἑκὰς> δέ ἐστι μακρόν vgA
- [<ἀνέκαιρεν>
- ἀνεβάλλετο, ἀνήρχετο, ἀνεφέρετο]
- *<ἀνεκαλαμήσατο>
- ἀνεθέρισεν vgA
- <ἀνεκαλέσατο>
- ἀπέστρεψεν
- <ἀνεκδιήγητον>
- ἀνεκλάλητον, ἄῤῥητον
- *<ἀνεκήκιεν>
- ἀνεπήδα p ἀνεβάλλετο, [ἀνεφέρετο (Η 262) p
- <ἀνεκολυμβήθη>
- ἐκ βυθοῦ ἀνηνέχθη
- [<ἀνέκναψαν>
- ἀνέλυσαν, ἀνέκαμψαν]
- [<ἀνεκάμφθη>
- ἀνεκλάσθη]
- <ἀνεκόρει>
- ἔσαιρεν, ἐσάρου
- <ἀνεκνάδαλλον>
- ἀνέκνων, ἔκνιζον, ὡς οἱ ὀρτυγοπῶλαι
- <ἀνεκκλήτως>
- ... ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι, παρὰ Ῥοδίοις
- *<ἀνεκρούσατο>
- ἐκιθάρισεν vg(A)
- <ἀνέκτημαι>
- ἀνείληφα. Σοφοκλῆς Κρεούσῃ (fr. 331)
- *<ἀνεκτόν>
- φορητόν, ὑπομονητικόν (v 83) A
- *<ἀνεκτοτέρων>
- ἐλαφροτέρων, ἡμερωτέρων vgAS
- *<ἀνεκτῶς>
- πρᾴως, ἐπιεικῶς ASP
- <ἀνεκυμβαλίαζον>
- ἀνετρέποντο ἐπὶ κεφαλήν, παρὰ τὸ κύμβαχος. ἢ ἦχον ἀποτελεῖσθαι, ἀπὸ τῶν κυμβάλων (Π 379)
- <ἀνέκφραστον>
- ἀνερμήνευτον
- <ἀνεκώκυσεν>
- ἀνεστέναξεν
- <ἀνελέσθαι>
- ἐξελέσθαι
- *<ἀνελευθέρως>
- <τὸ> ἐκτὸς τῆς ἀληθείας ποιεῖν τι vgAPn
- <ἀνελίξεις>
- ἀνοίξεις
- <ἀνειλίπους>
- ὁ τοῖς ποσὶ μὴ ἁλλόμενος, ἤτοι χωλός
- *<ἀνεπίληπτον καὶ ἀνέγκλητον>
- τὸ ὑγιῶς καὶ ὀρθῶς ἔχον S
- <ἀνελίττεται>
- ἀποτυλίττεται
- <ἀνελοίμην>
- ἀναλάβοιμι, ἐκθρέψαιμι (σ 356)
- <ἀνέλοιο>
- λάβοις
- *<ἀνέλω>
- φονεύσω vgA
- <ἀνελών>
- ἀναλαβών (Α 301)
- <ἀνεμέσητον>
- ἄμεμπτον (Aeschin. 3,66)
- <ἀνέμητα>
- ἀμέριστα
- <ἀνεμιαίων>
- ἐκ τῶν ἀνέμων
- <ἀνέμιμνον>
- ἀνέμενον (Λ 171)
- <ἀνέμιον>
- ὑπηνέμιον ὃ καλοῦσιν ᾠόν
- <Ἀνεμοκοῖται>
- οἱ ἀνέμους κοιμίζοντες. γένος δὲ τοιοῦτόν φασιν ὑπάρχειν ἐν Κορίνθῳ
- <ἀνεμυμάχθη>
- ὑπείδετο
- <ἀνεμώλια>
- *μάταια Pn ἄκαιρα. ἀπὸ τοῦ μετὰ τῶν ἀνέμων μολί- σκειν καὶ φέρεσθαι τὰ τοιαῦτα (δ 837 ..)
- <ἀνεμώνη>
- μάζης εἶδος. καὶ φίλημα. καὶ ἡ μήκων. καὶ τὸ ἄνθος. καὶ πᾶν φυτὸν ταχέως ὑπὸ ἀνέμων φθειρόμενον καὶ μάταιον καὶ ἀνεμῶδες
- <Ἀνεμώρεια>
- πόλις τῆς Φωκίδος (Β 521)
- <ἀνεμοσκεπέων>
- τῶν πρὸς ἀνέμου σκέπην ἐπιτηδείων χλαμύ- δων (Π 224) (S)
- <ἀνεμοτρεφές>
- τὸ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου τρεφόμενον, τυπτόμενον καὶ κινούμενον, οἱονεὶ στερεὸν καὶ εὔτονον. ἔστι δὲ πάλιν <ἀνεμο- τρεφὲς ἔγχος> στεῤῥὸν δόρυ (Λ 256)
- <ἀνεμώτας>
- ὄνος ἄφετος, ἱερός, τοῖς ἀνέμοις θυόμενος ἐν Ταραν- τίνοις
- <ἀνένδοτον>
- ἄκλιτον, ἀκατάστρεπτον
- (*)<ἀνένδεκτον>
- ἀπαράδεκτον (Luc. 17,1)
- *<ἀνενδοιάστως>
- ἀναμφιβόλως vgA ἀδιστάκτως Pn
- *<ἀνενέγκατο>
- ἐστέναξεν S ἐκ βάθους (Τ 314 v. 1.)
- *<ἀνενέργητος>
- μὴ ἐργασθείς, ἤγουν ἐλθὼν εἰς ἐνέργειαν vgA
- <ἀνενεχθείς>
- ἀναβιώσας (Hdt. 1,116,2?)
- <ἀνενήνοθεν>
- ἀνῆγεν. ἢ ἀνέβη (ρ 270)
- <ἀνέντονον>
- ἱμάτιον. Λάκωνες
- <ἀναίνεται>
- ἀρνεῖται, ἀπὸ τοῦ ἄνω νεύειν. ἢ ἀπαρνεῖται (Ι 679)
- <ἀνεμοτραφές>
- εὔτονον. ὑπὸ ἀνέμου γεγυμνασμένον (Λ 256)
- a) <ἀνένευεν>
- ἀνένευσεν (φ 129 ..) b) <Ἀνέντες> δὲ ἀπήμονα ἀφέντες (Ε 761) n
- *<ἀνεξαπάτητος>
- μὴ ἀπατώμενος, ἢ χλευαζόμενος A
- *<ἀνεξέλεγκτος>
- ἀβασάνιστος (Prov. 25,3) AS
- <ἀνέξεται>
- ὑπομενεῖ (Eur. Med. 38) ἐνδέχεται, μακροθυμεῖ
- *<ἀνεξίκακος>
- ὑποφέρων κακά (2. Tim. 2,24) A
- <ἀνεξικώμη>
- ἧς οὐκ ἀνάσχοιτο ὅλη κώμη. παρὰ Κρατίνῳ (fr. 383)
- <ἀνεξινάσκετο>
- ἐξινάσκετο, ἀνεξηραίνετο
- *<ἀνεξίτητον>
- ἀνεξέλευστον vgS ἀσάλευτον ASn ἀδιάβατον SP μὴ ἔξοδον S
- *<ἀνεξιχνίαστος>
- ἀκατάληπτος (Eph. 3,8) (vgA)
- <ἀνέξομαι>
- ὑπομενῶ (τ 27)
- [<ἀνεοί>
- ἥσυχοι, ἄφωνοι]
- <ἀνεοστασίη>
- θάμβος
- <ἀνεπάγγελτοι>
- οἷς οὐ παρηγγέλη ἐπὶ δεῖπνον ἐλθεῖν. ἄκλητοι (Cratin. fr. 44)
- *<ἀνεπάλλετο>
- ἀνεκινεῖτο S
- <ἀνεπάτασεν>
- ἐξ ὕπνου ἀνέβλεψεν
- <ἀνεπάφλαζον>
- ἀνεκάχλαζον
- *<ἀνέπαφος>
- ἀψηλάφητος (Pn)
- *<ἀνέπαλτο>
- ἀνήλατο (Θ 85) (gS)
- <ἀνεπής>
- ἄφωνος
- *<ἀνεπίδεκτον>
- ὅλως μὴ ἐπιδεχόμενον vgA
- <ἀνεπινόητα>
- ἀσύνετα
- <ἀνεπικόῤῥιστος>
- ἀράπιστος. ἀνύβριστος
- *<ἀνεπίληπτον>
- ἄμεμπτον g ἀκατάγνωστον (1. Tim. 3,2?) (AP)
- *<ἀνεπιλόγιστον>
- τὸ μὴ διὰ λογισμοῦ συνιστώμενον A
- <ἀνεπίπλη>
- ἀνεπλήρου
- *<ἀνεπιπλήκτοις>
- ἀμέμπτοις (v)
- *<ἀνεπιπλήκτως>
- ἀμέμπτως. [εὐσεβῶς. ὑγιῶς ἔχον. A
- *<ἀνεπιστάτητον>
- ἀφύλακτον gA ἀνεπίσκοπον (A)
- *<ἀνεπιστρέπτως>
- μὴ ὑποστρέφων (A)
- *<ἀνεπιτήδευτον>
- ἀμελέτητον, μὴ σπουδαζόμενον εἰς τέχνην ἢ μάθησιν A
- <ἀνεπιβούλευτον>
- ἀσύλητον
- <ἀνεπίτμητοι μισθώσεις>
- αἷς ὑποτιμήσεις οὐ δίδονται ἐπὶ βλάβῃ καὶ ἀφορίᾳ
- <ἀνεπίτμητος ἀπολογία>
- ἡ μὴ ἔχουσά τι ἀπότομον
- *<ἀνεπίφατον>
- ἀπροσδόκητον καὶ ἀμιγές A
- <ἀνεπιχάδην>
- οὐκέτι χωροῦν
- <ἀνεπιχείρητοι>
- ἀνεπιβούλευτοι
- *<ἀνεπόδισεν>
- ἀνέκαμψεν, ἀνέλυσεν (Sir. 48,23) vgA
- <ἀνέπνεον>
- ἀνεκτῶντο (Λ 327)
- *<ἀνεπόλησα>
- ἀνεμνήσθην vg
- <ἀνεπταμένας>
- ἀναπεπετασμένας. ἀνεῳγμένας
- *<ἀνεπταμένη>
- ἀνεῳγμένη Pn
- *<ἀνεπτερωμένος>
- μετεωρισμένος, καὶ κεκουφισμένος (Prov. 7,11) A
- <ἀνεπτυξάτην>
- ἀνέπτυξαν, δυϊκῶς
- <ἆνερ>
- ἀνήρ, κλητικῶς (Ω 725)
- <ἀνέρας>
- ἄνδρας (Α 262)
- *<ἀνέρες>
- ἄνδρες (Β 1) vgA
- *†<ἀνέρεξα>
- ἔπραξα A
- *<ἀνερεψάμενοι>
- ἀναρπάσαντες Σ
- *†<ἀνερεπτομένη>
- χωριζομένη. ἀναλίσκουσα Σ
- *<ἀνεριπίσθη>
- ἀνεκινήθη gA
- [<ἀνερίψαντο>
- ἀφήρπασαν]
- *<ἀνερμάτιστα>
- ἀστήρικτα (A) ἀπόφρακτα (Plat. Theaet. 144a)
- *<ἀνερμάτιστος ναῦς>
- κούφη σαβούρας Σ
- *<ἀνέρπει>
- ἀνέρχεται APn
- <ἀνερπύσαι>
- ἀναχωρῆσαι
- *<ἀνεῤῥίπιζον>
- ἀνήγειρον. ἀνεκίνουν A
- <ἀνέῤῥιψαν>
- *ἀνεβάλοντο Σ ἀνελαύνοντες εὐτόνως ἤλασαν (κ 130)
- <ἀνεῤῥοίβδησεν>
- ἀνέπιεν, ἀνεῤῥόφησεν (μ 236)
- *<ἀνεῤῥώθημεν>
- ἀνελάβομεν, ὑγιεῖς γεγόναμεν vgA
- <ἀνέρυσαν>
- εἰς τοὐπίσω ἔκλασαν (Α 459)
- <ἀνθρύσκος>
- ἄνθους εἶδος (Sapph. fr. 5,5,14L?)
- *<ἀνερχομένῳ>
- ὑποστρέφοντι (Δ 392) (p)
- *<ἀνέρσει>
- ἀναρτήσει, κρεμάσει (Thuc. 1,6,3) Σ
- *<ἄνες>
- ἄφες, ἀπόλυσον A παῦσον (Sir. 33,26)
- *<ἀνέσαιμι>
- ἀναπείσαιμι ΑΣb καὶ παρορμήσαιμι (Ξ 209)
- *<ἀνέσαντες>
- *ἀνακαθίσαντες (Ν 657) gΣ †ἀνοίξαντες [ἀναλαβόν- τες Σ
- (*)<ἄνεσις>
- ἀνάπαυσις (2. Cor. 2,13)
- <ἀνέσει>
- σώσει. ἀναπέμψει. καὶ ἐπανάληψιν ποιήσει εἰς τὴν οἰκίαν (σ 264)
- <ἄνεσθαι>
- αὐξάνεσθαι. οἱ δὲ φθίνειν
- [<ἀνεσίτων>
- ἀμέμπτων]
- *†<ἀνεσθίων>
- μηκέτι ἐσθιομένων An
- *<ἀνεσκολόπισαν>
- ἀνεσταύρωσαν n
- *<ἀνεσκολοπίσθη>
- ἀνεσταυρώθη P
- <ἀνεσπάκασιν>
- εὑρήκασιν, εἰλήφασιν (Men. fr. 429)
- *<ἀνέσπερον>
- ἀσκότεινον vg
- <ἀνέσσυτο>
- *ἀνήρχετο A ἀνεπήδησεν (Λ 458)
- *<ἀνεστάλη>
- ἐσείσθη, μετεκινήθη (Nah. 1,5) vgA
- *<ἀνεστάλησαν>
- ἐκρύβησαν A
- *<ἀνέσταν>
- ἀνέστησαν (Α 533 ..) A
- <ἀνεστέλλοντο>
- ὑπεχώρουν
- <ἀνεστενάχιζεν>
- ἀνέστενεν (Κ 9)
- *<ἀνέστιοι>
- ἄοικοι, ἑστία γὰρ ἡ οἰκία (Ι 63?) vgA
- *<ἀνεσύρατο>
- ἄνω τὰ ἱμάτια ἔσυρεν (Greg. Naz. or. 4 p. 141 c) (g)
- *<ἀνέσφηλεν>
- ἀνέζησεν Σ [ἄνω ἔσχεν]
- <ἀνέσχεν>
- *ἐκράτησεν A ἄνω ἔσχεν (Sir. 48,3) ἐπῆρεν, ὕψωσεν Σ
- <ἀνέσχεθεν>
- ἀνέσχεν. ἀνέτεινεν (Η 412)
- *<ἀνέσχον>
- ἀνάστασιν ἐποίουν (Am. 4,7 ..) An
- <ἄνεται>
- ἀνύεται A καταναλοῦται (Κ 251)
- <ἀνέτειλεν>
- ἀνεβλάστησεν (Ε 777)
- †<ἀνειέτῃσι>
- πόρπαις ἢ φίβλαις (Ξ 180)
- <ἀνέτρεχον>
- ἐν συνθήκῃ οὐκέτι ἔμενον
- <ἀνετράπετο>
- ἀνετράπη, ἔπεσεν ὕπτιος (Ζ 64)
- <ἀνετῶς>
- ἀνατεταμένως. Σοφοκλῆς Τυμπανισταῖς (fr. 583)
- <ἄνευ>
- ἄνευθεν (Ν 556)
- *<ἄνευθε>
- χωρίς (Β 27) nps
- <ἄνευ>
- δίχα (Ν 556)
- *<ἀνευθέτου>
- ἀχρήστου (Act. Ap. 27,12) vgA
- <ἀνεύθυνον>
- ἀζήμιον. ἀνέγκλητον
- <ἄνευ πρυτανείων>
- δίκαι τινές, αἲ δίχα τοῦ τεθῆναι πρυτανεῖα ἐκρίνοντο
- <ἀνευρόντες>
- εὑρόντες (Act. Ap. 21,4) A
- <ἀνεύροι>
- ἐξερευνήσαι
- <ἀνευρύνει>
- ἐξαπλοῖ
- <ἀνευφημήσει>
- ἀνοιμώξει, κατὰ ἀντίφρασιν. Σοφοκλῆς Τραχι- νίαις (783)
- <ἀνέφαινον>
- ἀνέκαιον (σ 310)
- *<ἀνέφικτον>
- ἀκατάληπτον gAP ἀδύνατον An
- *<ἀνεφίκτου>
- ἀσυγχωρήτου A(P)
- <ἀνέφλυεν>
- ἀνέβλυζεν, ἀνέζει, ἀνέβαλλεν (Φ 361)
- *<ἀνέφυ>
- ἀνῆλθεν vgP
- <ἀνεχέγγυος>
- ἄπιστος
- <ἀνέχαζεν>
- *ἀνεπόδιζεν A ἀνεχώρει
- <ἀνεφυσίαζεν>
- ἀπέθανεν
- *<ἀνεχαίτισεν>
- ἠπείθησεν, ἀνεκρούετο A ἀνέτρεψεν (Dem. 2,9) Σ
- *<ἀνέχει>
- ἀνατέταται A
- *<ἀνέχειν>
- ἄνεσιν ἔχειν A
- <ἀνέχεσθαι>
- ἀναδέχεσθαι καὶ τρέφειν (ρ 13)
- <ἀνέχῃσι>
- αὔξει καὶ ἄνω ἔχει καὶ μὴ καταβάλλει (τ 111)
- <ἀνέχομαι>
- καταδέχομαι
- *[<ἀνεχομένων>
- ὑποστρεφόντων] A
- <ἀνεχόμην>
- ἄνω εἰχόμην σεμνυνόμενος
- *<ἀνέχουσιν>
- ἀκρατοῦσιν A
- <ἀνέχραυεν>
- ἀνέχριμπτεν, ἀνήρειδεν, ἐκούφιζεν
- *<ἀνεχρήσαντο>
- διέφθειραν (Thuc. 1,126,11 v. l.) Σ
- <ἀνέχω>
- κωλύω
- *<ἀνεψιοί>
- ἀδελφῶν υἱοί (Ι 460) As(p)
- <ἀνεψαινυγμένως>
- ἐσπουδασμένως
- <ἀνεψιαδοῦς>
- ἐκ τοῦ ἀνεψιοῦ γεγονώς, ἢ τῆς ἀνεψιᾶς
- <ἀνεψιότης>
- ἡ μέχρι ἀνεψιαδῶν συγγένεια (Lex Sol. ap. Dem. 43,57)
- <ἀνέψυχθεν>
- ἀνεκτήσαντο (Κ 575)
- <ἀνέψυξα>
- ἀνεπαυσάμην (Diphil. fr. 81)
- (*)<ἀνέψυξεν>
- ἀνέπαυσεν (2. Tim. 1,16)
- *<ἀνέψυχον>
- ἀνέπνεον (Ν 84) n
- <ἄνεῳ>
- *ἄφωνοι A ἐνεοί, καὶ ἐκπλήξει ἥσυχοι (Γ 84)
- *<ἀνέῳγον>
- ἄνωιγον A
- <ἄνη>
- ἄνυσις, καὶ πρᾶξις (Aesch. Sept. 713)
- <ἀνηβᾷ>
- ἐκ δευτέρου ἀνθεῖ. νεάζει (Eur. Ion 1465)
- *<ἀνηβητηρίαν>
- πᾶν ἀνανεάζον νεότητος (Eur. Andr. 552) A
- <ἄνηβος>
- *ὁ μήπω <ἐπι>φθάσας τὴν ὀφειλομένην ἡλικίαν vgA τουτέστιν δωδεκαέτης AP ἢ βόλου ὄνομα
- [<ἀνήβραχεν>
- ἤχησεν]
- *<ἀνήγγειλεν>
- εἶπεν A ἀπήγγειλεν (d)
- <ἀνῆγες>
- ἄνω ᾖξας. ἀνῇξας
- <ἀνηγμένον>
- *ηὐξημένον (Σ) ἐξειργασμένον
- *<ἀνήϊξαν>
- ἀνώρμησαν (Ο 86) n
- <ἀνήῃ>
- ἀναπείσῃ (Χ 346) *ἀφῇ (Β 34) n
- <ἀνηθείη>
- ὁμιλία
- <ἀνῆκα>
- *ἀφῆκα An ἀνέπεισα
- <ἀνῆκεν>
- *εἴασεν n ἀπέλυσεν (Β 71) vgAn ἐῤῥύσατο. ἐξήγαγεν. παρώρμησεν (θ 73)
- <ἀνηκές>
- ἀνήκεστον Σοφοκλῆς Αἰχμαλωτίσιν (fr. 46)
- <ἀνήκεστον>
- ἀνίατον (Ε 394)
- <ἀνηκέσαι>
- ἀναπαῦσαι
- *<ἀνηκέστου>
- ἀθεραπεύτου (A)
- *<ἀνηκέστων>
- ἀνιάτων A(n) ἀνυπομονήτων (Greg. Naz. or. 21,20)
- <ἀνηκίδωτοι>
- ἄνευ ἀκίδος. Αἰσχύλος Ψυχοστασίαι (fr. 279)
- <ἀνηκούστησε>
- *παρήκουσεν, ἀνήκοος ἐγένετο A ταχέως ἤκου- σεν (Ο 236)
- <ἀνηλεγές>
- ἀφρόντιστον
- <ἀνηλεές>
- οἴκτιστον. [ὠμόν (b)
- *<ἀνηλεῶς>
- ἀνοίκτως A ἀσπλάγχνως vA
- a) <ἀνήνιον>
- ἀδούλευτον b) *<<ἀνήλιον>> [καὶ τὸ μὴ ἔχον ἥλιον (Eur. Andr. 534) w
- <ἀνηλόκισμαι>
- ἀνέσχισμαι (Soph. fr. 376 P)
- †<ἀνήμισεν>
- χωρῶ
- <ἀνήλυσιν>
- ἄνοδον
- *<ἀνημμένος>
- ἐξηρτισμένος gAPn ἡτοιμασμένος An
- *<ἀνημέρων>
- ἀγρίων (2 Timoth. 3,3?) (b)
- <ἀνήμυκτος>
- ἀχάρακτος
- <ἄνην>
- ἄνυσιν (Call. h. 1,90) [ἢ δεινήν]
- *<ἀνήνασθαι>
- παραιτεῖσθαι. ἀρνεῖσθαι (Η 93) vgA
- *<ἀνήνατο>
- παρῃτήσατο (Ψ 204) g
- <ἀνηνέχθη>
- ἀνήνεγκεν. ἐξ ἀφωνίας καὶ λειποψυχίας ἐφθέγξατο (Men. fr. 435)
- *<ἀνηνεχυῖαν>
- ἀναφέρουσαν (A)
- <ἀνήνηται>
- ἀποτρέψηται. ἀπαρνήσηται (Ι 510)
- <ἀνήνοθεν>
- ἀνεφέρετο. ἀνεπήδα ἐξ ἀρχῆς (Λ 266)
- <ἀνήνορα>
- ἀδύνατον. *ἄνανδρον (κ 301) vgA
- †<ἀνήνυεν>
- ἐτέλει, ἐξεπόνει
- <ἀνηνύστῳ>
- ἀπράκτῳ, ἀτελειώτῳ (π 111)
- *<ἀνήνυτα>
- ἄπρακτα (vg) δύσκολα n ἀκατόρθωτα A μὴ ἀνυόμενα (vgA)
- <ἀνήνωρ>
- ᾧ τέκνα οὐ γίνεται. ἄτεκνος
- *<α νήξεις>
- κολυμβήσεις (A)
- <ἀνηπελίη>
- ἀσθένεια
- †<ἀνήπλυσσον>
- ἀνήγαγον
- †<ἀνῆπται>
- ἀνάκειται. ἀνιεροῦται A
- <ἀνῃρέθη>
- ἐξηλείφθη
- <ἀνηρεοί>
- κρίκοι, δι' ὧν οἱ κάλοι διαδέχονται
- *<ἀνήρεστον>
- <οὐκ> ἀρεστόν A
- <ἀνῄρει>
- κουφίζει
- <ἀνήρης>
- †ἀνδρώδης, <οἱ δὲ ἀνάρμοστος>· Αἰσχύλος Σαλαμινίαις (fr. 218)
- *<ἀνήρετο>
- ἠρώτησεν (Φ 508) A
- †<ἀνηρήμεθα>
- ἠρωτήθημεν
- *<ἀνηρείψαντο>
- ἀνήρπασαν (α 241) An
- <ἀνήριστα>
- ἀνέριστα. ἄπαστα
- †<ἀνηρίπτεσθαι>
- χωρίζεσθαι
- <ἀνηρίναστος>
- ἐρινεοῦ τῆς συκῆς περιάπτονται ὄλυνθοι, ἀγρίας οὔσης, ὑπὲρ τοῦ τελεσφορῆσαι καὶ τὴν ἡμέραν (Hermipp. fr. 59) καὶ τὸ μὲν <ἐρινάζειν> λέγεται, ... οἱ δὲ μαλακὸς καὶ ἄγονος
- <ἀνήρτισαν>
- ἀνεκαίνισαν
- *<ἀνήροτα>
- οὐκ ἀροτριώμενα (vgP) ἀγεώργητα (ι 109) (gn)
- <ἀνήῤῥησα>
- ἀνελεξάμην ἐμαυτὸν ἐκ πόνου (Eupol. fr. 221)
- <ἀνήρυσαν>
- ἀνήντλησαν
- *<ἀνήροτον>
- μὴ ἀροτριώμενον vgA
- *<ἀνήσει>
- ἀναπείσει (Β 276) An ἀφήσει A
- *<ἀνήσειν>
- ἀφήσειν An
- *<ἀνήσω>
- ἀφήσω (Esai. 2,9) vgAn
- [<ἄνησιν>
- ἀνέρχεται]
- <Ἀνησιδώρα>
- ἡ γῆ b διὰ τὸ τοὺς καρποὺς ἀνιέναι (Soph. fr. 826 P.)
- †<ἀναχαίας>
- χάσμη
- <ἄνηστις>
- ἀντὶ τοῦ νῆστις, προσκειμένου τοῦ <α>, ὡς ἀσταφίς (Cratin. fr. 45)
- <ἀνήφθω>
- ἐξήφθω, δεδέσθω (μ 51)
- <ἀνῆψαν>
- ἔδησαν (μ 179) *ἀνέθηκαν (γ 274) (g)
- <ἀνήψατο>
- προσέθηκεν. ἀνέθηκεν. *προσήνεγκεν APn
- [<ἀνήωχμον>
- κατὰ τὴν ταραχήν]
- <ἄνθεα>
- φάρμακα ποικίλα
- <Ἄνθειαι>
- Ὧραι
- <Ἄνθεια>
- πόλις τῆς Πελοποννήσου (Ι 151) καὶ Ἀφροδίτη, παρὰ Κνωσίοις
- *<ἀνθείλαντο>
- προέκριναν. ἐπελάβοντο vgA
- <ἀνθ' ἑκατόν>
- ἐξεναντίας <τῶν> ἑκατόν (Θ 233)
- <ἀνθελέσθαι>
- χειροτονῆσαι
- *<ἀνθέλκει>
- ἀντεπισπᾷ vgA
- *<ἀνθελομένην>
- προκρίνασαν A
- <ἄνθεμα>
- ἀνάθεμα. καὶ μᾶζα τις
- <ἀνθήμασιν>
- ἐξανθήμασιν
- <ἀνθέμιον>
- *τὸ ἐκλεκτὸν χρυσίον vgAn ἢ γραμμή τις ἑλικοειδὴς ἐν τοῖς κίοσι. καὶ τόπος Ἀθήνησιν ἐν τῇ ἀκροπόλει
- <ἀνθεμίς>
- ἡ ὑπ' ἐνίων ἀμάρακος πόα A
- *<ἀνθεμόεντα>
- εὖ πεποικιλμένον (ω 275) <ἀναθηματικόν> g
- <<ἀνθεμόεντι>·> ἀνθοφόρῳ. ἀνθηρῷ, ἢ εὐώδει (γ 440 ..) [ἀνθη- ματικόν]
- *<ἀνθεμόεσσα>
- ὑψηλὰ ἄνθη ἔχουσα AP
- <Ἀνθεμοῦς>
- πόλις. χώρα. ποταμός
- <Ἀνθεμουσία>
- τάγμα τι παρὰ Μακεδόσιν ἐξ Ἀνθεμοῦντος, πόλεως Μακεδονίας
- *<ἀνθεμώδη>
- ἄνθος ἔχοντα (Eur. Bacch. 462) An
- *<ἀνθέξεται>
- ἀντιλήψεται (Prov. 4,6) vgAPn [ἢ λίει ἀνθερεῶν]
- <ἀνθέξομαι>
- κρατῶ
- *<ἀνθερεών>
- ὁ ὑπὸ τὸ γένειον τόπος q An ἀφ' οὗ μέρους ὁ πώγων ἄρχεται (Α 501 ..)
- <ἀνθέρικες>
- *τὰ τῶν σταχύων ἄκρα (Υ 227) καὶ αἱ προβολαί vgAP καὶ <ὁ> ἀσφοδελοῦ καυλός (Hdt. 4,190) καὶ βοτάνης εἶδος. καὶ τὰ ἐν τοῖς στάχυσι κέντρα
- <ἄνθεσι μήλων>
- τοῖς ἀκροδρύοις. ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μήλων [τοῖς ἀκροδρίοις]. πᾶς καρπὸς δένδρου <μῆλον> λέγεται (Ι 538)
- <Ἀνθεστήρια>
- τὰ Διονύσια
- <ἀνθεστρίδας>
- τὰς ἐχούσας ὥραν γάμου. Ῥόδιοι q
- <ἄνθετοι>
- ἀπελεύθεροι, παρὰ Ταραντίνοις
- <ἄνθη>
- τὰ χρώματα
- <ἀνθηδών>
- ἡ μέλισσα (iamb. ad. 24) καὶ πόλις Βοιωτίας (B 508)b καὶ Παλαιστίνης
- <ἀνθήλια>
- περίδερμα
- <ἀνθήλη>
- πώγων [ἢ περιδέρμα]
- †<ἀνθηλήπυρος>
- ἀνθεῖ. ἀνθήσει
- <ἀνθήλιον>
- τῆς σελήνης <ἀποσκίασμα>
- <ἀνθ' ἡμέρας>
- δι' ὅλης τῆς ἡμέρας
- <ἀνθήμερον>
- <τῇ> σήμερον ἡμέρᾳ. Σοφοκλῆς Δανάῃ (fr. 171)
- *<ἀνθῃρημένος>
- ἀντιλαμβανόμενος An
- <ἀνθηρόν>
- τὴν σανδαράκην
- <ἀνθίνας>
- ὁ προσφάτως συντεθειμένος τυρός
- <ἀνθίνης οἶνος>
- ἡδυσμένος ἀπὸ βοτανῶν
- *<ἀνθινόν>
- ἀνθηρόν A βαπτόν gA
- <ἀνθιππασιῶν>
- τῶν ἱππέων ἄσκησις, καὶ ἀγῶνες αὐτῶν
- <ἀνθοβοσκόν>
- ἀνθοτρόφον. Σοφοκλῆς Αἰθίοψι (fr. 28)
- [<ἀνθολεῖν>
- ἀνθολογεῖν]
- *<ἀνθολκόν>
- ἀντίῤῥοπον A ἑτεροκλινές
- <ἀνθοπωλεῖν>
- οἰνοπωλεῖν. φαρμακοπωλεῖν
- <ἀνθορισθήσεται>
- ἀντιτεθήσεται
- <ἄνθος>
- βλάστησις
- *<ἀνθοσμίας>
- οἶνος vn εὔπνους n ἢ ἄνθος ἔχων
- *<ἀνθοῦσα>
- βλαστήσασα A
- <ἄνθος ἀφιεῖσα>
- ἐκ τοῦ ἄνθους εἰς ὄμφακα μεταβάλλουσα (η 126)
- *<ἀνθ' ὅτου δέ [δή>]
- ἀνθ' οὗτινος δή (Eur. Hec. 1136?) vgΣ(A)
- <ἀνθράκιον>
- τὸ μικρὸν τριπόδιον. καὶ λίθος τίμιος ὁ ἐν δακτυλίῳ. καὶ χυτροπόδιον. καὶ πᾶσα μικρὰ κάμινος
- <ἀνθρεῖ>
- κρύπτει
- <ἀνθρηδών>
- ἡ τενθρηδών
- <ἀνθρήνη>
- εἶδος μελίσσης b Ἀριστοφάνης (Nub. 947) παρ' ᾧ καὶ <ἀνθρήνια> τὰ μελισσεῖα (Vesp. 1080)
- *<ἀνθρήνιον>
- τὸ τῶν μελισσῶν b πλάσμα Σ
- <ἀνθρίσκιον>
- λάχανον ἔχον ἄνθος, ὡς ἄνηθον. ἢ τὸ ἄννησον
- <ἀνθρωπώ>
- ἡ γυνή, παρὰ Λάκωσιν
- <ἀνθρωπείους ἡμέρας>
- τὰς ἀποφράδας. Ῥόδιοι
- <ἄνθρωσκε>
- ἄνω θρῶσκε, ὀρχοῦ. Σοφοκλῆς Μώμῳ (fr. 389)
- <ἀνθυπόμνυσθαι>
- τὸ ἀναβάλλεσθαι δίκην, ἢ χειροτονίαν μεθ' ὅρκου
- <ἀνθυπούργησιν>
- ἀντευεργέτημα
- *<ἀνθυποφορά>
- ἀνταπόκρισις vgA ἀνθυφαίρεσις
- <ἀνθυφεστῶτα>
- ἀντικαθεστῶτα
- †<ἀνθοπολιός>
- λαμπόμενος
- <ἀνθώπλισαν>
- ὥπλισαν
- <ἀνθωπλισμένοι>
- ἀντιτεταγμένοι
- <ἀνίαζεν>
- ἠνιᾶτο (δ 460)
- <ἀνιαρόν>
- *λυπηρόν vgnAP μοχθηρόν (Eur. Or. 230)
- *<ἀνιᾶσιν>
- ἀναδιδόασιν n
- *<ἀνιᾶται>
- ὀδυνᾶται, λυπεῖται (o 335)Pn
- *<ἀνίατον>
- ἀθεράπευτον AP
- *<ἀνίαχεν>
- ἀνεβόησεν An
- *<ἀνιγρόν>
- ἀκάθαρτον. φαῦλον vgA κακόν gA δυσῶδες vg ἀσεβές
- <ἀνιδρωτί>
- ἄνευ ἱδρῶτος (Ο 228)
- <ἀνίει>
- ἐλύπει, ἔλυεν
- <ἀνίεις>
- *ἀφίεις (Ε 80)vgAn ἐρεθίζεις
- *<ἀνιεῖσα>
- ἀναπείθουσα (Ε 422)n
- †<ἀνιάκειν>
- ὄζειν
- †<ἀνιγροδέτης>
- βυρσοδέψης
- <ἀνιδιτί>
- ἀνιδρωτί (Plat. leg. 4,718d)
- <ἀνιεμένη>
- ἀνέλκουσα καὶ ἀναχαλῶσα τὸν πέπλον, καὶ τὸν μασθὸν δεικνύουσα. καὶ ἐκ τοῦ αὐχένος προβάλλουσα (Χ 80)
- <ἀνιεμένους>
- ἐκ τῶν κάτω μερῶν ἐπὶ τὰ ἄνω ἕλκοντας, καὶ ἐκδέροντας κάτωθεν ἀρξαμένους ἢ διὰ πυρὸς ... ἢ δερομένους (β 300)
- <ἀνιέναι>
- δέρειν
- *<ἀνιέντα>
- ἐνδόντα gAn
- *<ἀνίερα>
- κακά, βέβηλα (vgAP)
- *<ἀνιεροῦσθαι>
- εἰς θυσίαν κρίνεσθαι A
- <ἀνιερῶσαι>
- ἀναπαιωνίσαι
- <ἀν ἰθύν>
- ἀνὰ τὸ ὀρθόν (Φ 303)
- *<ἀνίεσθαι>
- τὸ ἀπολύεσθαι. συγχωρεῖσθαι A κουφίζεσθαι
- *<ἀνιερώσαντες>
- ἀναθέντες vgAn
- *<ἀνιηθέντα>
- λυπηθέντα (Β 291)n
- †<ἀνίηρ>
- βοτάνη τις
- *<ἀνίησιν>
- ἐᾷ. ἀπολύει, ἀναπαύει vgA ἐνδίδει (g)
- *<ἀνίησιν>
- ἐνδίδωσιν (δ 568)A ἀναβάλλει (μ 105)
- *<ἄνιθι>
- ἄνελθε vgA
- [<ἀνήκεστον>
- ἀνίαστον]
- <ἀνικμώμενον>
- ἀνακαθαιρόμενον
- *<ἄνικμος>
- ξηρά. ἰκμάδα ὅ ἐστιν ὑγρασίαν μὴ ἔχουσα A
- <ἀνίλλεσθαι>
- συστρέφεσθαι
- *<ἀνιμᾶται>
- πιπίζει (Aw)
- [<ἄνιος>
- ἀνατεπείς]
- *<ἀνιμᾶσθαι>
- ἀντλεῖν vAn
- <ἀνιμέναι>
- ἐκλελυμέναι
- <ἀνίξειαν>
- ὁρμήσειαν (Δ 114)
- <ἀνιόντα>
- ὑποστρέφοντα (Ζ 480)
- *<ἀνιόντος>
- ἀνερχομένου (n) ἀνατέλλοντος (α 24)
- *<ἀνιπταμένη>
- ἠνεῳγμένη A
- *<ἀνιπτάμενος>
- ἀναπετασθείς (Eur. Hec. 1100)A
- <ἀνίπτοισιν>
- ἀνίπτοις (Ζ 266)
- <ἀνιπτόποδες>
- δι' ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι (Π 235)
- †<ἀνίργου>
- χαλεποῦ. λυπηροῦ
- †<ἀνίσει>
- ἀναφέρει
- *<ἀνισοφυές>
- ἀνόμοιον vgAP
- <ἀνιστάμενος>
- ἀναστάς (Α 58)
- *<ἀνίστη>
- ἤγειρεν gAn οἱονεὶ ἀναστάς (Ω 515)
- *<ἀνίσχει>
- ἀνατέλλει vgAn
- *<ἀνίσχουσαν>
- ἀναδύουσαν A ἀνατέλλουσαν (s)
- <ἀνίσχων>
- ἀνατέλλων (Eur. fr. 711,3)
- <ἀνισῶσαι>
- τὸ ἴσον ποιεῖν <πιεῖν> τοὺς ὕστερον ἐλθόντας (Com. ad. fr. 937)
- *<ἀνιχνεύων>
- ἀναζητῶν τὰ ἴχνη (Χ 192) vgAn
- <ἀνίψαλον>
- οὐ βεβλαμμένον p οἱ δὲ ἡλικίας τάξιν (Stesich. fr. 76)
- *<ἀνιωμένους>
- λυπουμένους, δακνομένους (Xen. Mem. 3,9,8) (vg)A
- <ἀν' ἰωχμόν>
- κατὰ τὴν δίωξιν, *ἢ τὴν ταραχήν (Θ 89)A
- <ἀννέμειν>
- ἀναγινώσκειν (Epich. fr. 224)
- <ἀννεῖται>
- ἀνατέλλει. ἀναφέρεται (κ 192)
- <ἀννησοειδές>
- κώνειον
- <ἀννίς>
- μητρὸς ἢ πατρὸς μήτηρ
- <ἀννωδεῶς>
- τρυφερῶς. ἁβρῶς
- <ἄννωμα>
- θρυπτόμενα. Ταραντῖνοι
- <ἀννέφελος>
- "<πέπταται> ἀννέφελος." τουτέστιν αἰθρία (ζ 45)
- *<ἀν' ὄγμους>
- κατὰ τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας. τὴν σχιζομένην αὔλακα (Σ 546) A
- <ἄνοδος>
- ἀνάβασις. ἡ ἑνδεκάτη τοῦ Πυανεψιῶνος, ὅτε αἱ γυναῖκες ἀνέρχονται εἰς Θεσμοφόριον, οὕτω καλεῖται
- <ἀνόδοντος>
- ὀδόντας οὐκ ἔχων (Pherecr. fr. 74)
- <ἀνόζωτα>
- τὰ μὴ ἐξεσμένα
- <ἀνοήμων>
- ἄνους, ἄφρων (β 270)
- <ἀνοηταίνει>
- μωραίνει
- <ἀνόητος>
- μωρός, ἠλίθιος, ἀσύνετος, ἄφρων
- *<ἀνόθευτος>
- γνήσιος (vgAP)
- <ἀνοθηρόν>
- νωθρόν
- *<ἀνοίας>
- μωρίας (Eur. Hec. 641)A
- [<ἀνοικτές>
- ἀταλαιπώρητον]
- *<ἀνοίκτως>
- ἀνηλεῶς A ἀταλαιπωρήτως
- *<ἀνοιμώζοντα>
- ἀναστενάζοντα (vg)
- <ἀνοιμῶξαι>
- *στενάξαι (A) ὀλολύξαι
- *<ἀνοίσω>
- ἀναφέρω. ἀναβιβάσω (Iob 7,13)vgA
- <ἄνοιτο>
- ἀνύοιτο. τελειοῖτο (Σ 473)
- <ἀνόκαιον>
- ὑπερῷον. γράφεται καὶ <ἀνώγεων> (Xen. Anab. 5,4,29)
- <ἀνοικῆ διάλεκτον>
- τὸν παρὰ τὸ εἰκὸς εἰρημένον ...
- <ἀνοκωχή>
- ἀναχώρησις, ἀνοχή
- *<ἀνόλεθρον>
- ἀθάνατον vg ἀκίνδυνον. [<Ὄλεθρος> γὰρ ὁ θάνατος vg καὶ ὁ κίνδυνος (Ν 761)
- †<ἀνάλκητον>
- ὑφ' οὗ τι ἀνέλκεται
- <ἀνόλβους>
- ἀπόρους. ἀνοήτους. κακοδαίμονας
- <ἀνομβρεῖ>
- ἀναβλύει
- <ἄνομεν>
- πορευθῶμεν
- <ἀνώμαλον>
- τραχεῖαν
- <ἀνομιλον>
- *κατὰ τὸ πλῆθος (Γ 449)n ἢ ἔκφυλον
- <ἀνομένῳ>
- ἀνυομένῳ
- <ἀνομολογίαι>
- αἱ διὰ λόγων συγκαταθέσεις
- <ἀνόθως>
- γνησίως
- <ἄνομον>
- τὸ μὴ ὑποκείμενον νόμῳ. [παράνομον (b) πρὸ τοῦ νόμου
- <ἄνομος γνώμη>
- ἡ ἔξω †μᾶλλον νόμου
- †<ἀνονδόκως>
- ἄνωθεν
- *<ἀνόνητον>
- ἀνωφελῆ vgn ἄκερδον (Eur. Or. 1501)
- <<ἄνοντος>·> [ἢ] ἀνύοντος. ἢ δρῶντος
- <ἀνοπαῖα>
- ὀρνέου ὄνομα καὶ εἶδος. ἢ ἀνὰ τὴν ὀπὴν τῆς θύρας, ἢ ἀνὰ τὴν θυρίδα. ἢ ἄφωνος (α 320)
- *<ἀνόπιν>
- εἰς τοὐπίσω vgAn
- <ἄνορ>
- νοῦς, ὑπὸ Σκυθῶν
- <ἀνοργάζειν>
- ἀνακινεῖν. [ἀνάλλεσθαι. καὶ τὸ τὰ παιδία ταῖς χερσὶν ἀναβάλλειν]
- *<ἀνοργίας>
- ἀμυησίας vgA
- <ἀνοροῦσαι>
- ὁρμῆσαι. κατάγουσαι
- *<ἀνόρουσεν>
- ἀνώρμησεν (Α 248)np
- <ἀνόρεος πόλεμος>
- ἀνδρεῖος. ὁ πρὸς τοὺς ἄνδρας. Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ (fr. 403)
- <ἀνορταλίζειν>
- ἅλλεσθαι <καὶ τὸ τὰ παιδία ταῖς χερσὶν ἀνα- βάλλειν>. ἐντεῦθεν καὶ οἱ νεοττοὶ <ὀρτάλιχοι> (Ar. Eq. 1344)
- †<ἀνοσάμικτον>
- ὀλιγόῤῥυτον ὕδωρ
- <ἀνόσια>
- βέβηλα (Ezech. 22,9) ἄδικα, ἄνομα (Eur. Or. 563 ..)
- <ἀνόστιμος>
- <ᾧ> νοστῆσαι οὐκ ἦν (δ 182)
- *<ἀνοσιουργηθέντων>
- ἀνοσίως ἐργασθέντων vgA
- *<ἀνόστεος>
- ὁ θαλάσσιος [πολύπους. σκώληξ (Hes. op. 524)A
- <ἄνοστοι>
- μὴ ἐπιστρέφοντες, ὅθεν ἦλθον (ω 528?)
- †<ἄνου>
- ἄνω. Ἴωνες
- *<ἄνους>
- ἀσύνετος An
- <ἀνούτατος>
- ἄτρωτος ἐκ χειρός (Δ 540)A
- <<ἀν' οὖς ἔχων>
- ἄνω τὸ οὖς ἔχων.> Αἰσχύλος Λυκούργῳ (fr. 126)
- <ἀνοσχήν>
- ἄνανδρος
- <ἀνότιστον>
- ἀθρήνητον
- <ἀνούλιοι>
- ἀνώλεθροι
- <ἄνουροι>
- ἄβρεκτοι. ὑψηλοί
- *<ἀνοχῇ>
- μακροθυμία vg παρὰ τὸ ἀνέχειν d καὶ ἀνέχεσθαι. ‖ ἢ ἀνατολή ‖ ἢ χάριτι (Rom. 3,26)
- <ἀνοχαίου>
- ἀνατολικοῦ
- <ἀνοχλίζων>
- ἀναμοχλεύων
- <ἀνοψίην>
- τὸ μὴ βλέπειν
- *<ἀνστάντες δέ>
- ἀναστάντες δέ (Β 398)
- <ἀνσάττεν>
- ἅψασθαι. συνάψαι. Κρῆτες
- <ἀνσατήρ>
- βουβών. Λάκωνες
- <ἀνσερίσασθαι>
- τὸ μόνον πρὸς τὸ πῦρ στῆναι. Λάκωνες
- <ἀνστήτην>
- ἀνέστησαν, δυϊκῶς (Α 305)
- *<ἄνστησον>
- ἀνάστησον (Κ 176)AP
- *<ἄντα>
- ἐξεναντίας, κατὰ πρόσωπον (Π 184)AP
- *<ἀνταγωνιστής>
- ἀντίπαλος (Eur. Tro. 1006)AP
- <Ἀνταγορίδας>
- γένος Ἀθήνησιν
- *<ἀντᾴδεται>
- ἐναντιοῦται (AP)
- *<ἄνται>
- ἄνεμοι A
- <ἀνταίας>
- πολεμίας. ἐχθρᾶς. Σοφοκλῆς Πολυΐδῳ (fr. 368)
- <ἀνταίαν>
- ἔκτοπον, χαλεπήν. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 69)
- <ἀνταια>
- ἐναντία. ἱκέσιος. Αἰσχύλος Σεμέλῃ (fr. 223) σημαίνει δὲ καὶ δαίμονα (Soph. fr. 311) καὶ τὴν Ἑκάτην δὲ Ἀνταίαν λέγου- σιν, ἀπὸ τοῦ ἐπιπέμπειν αὐτά
- <ἀνταίρουσιν>
- ἀντιλέγουσι A Σοφοκλῆς Θυέστῃ (fr. 243)
- [<ἀντακάς>
- σήμερον]
- <ἀντακαῖοι>
- ἰχθῦς κητώδεις (Hdt. 4,53,3)
- <ἀντακές>
- σημεῖον ...
- <ἀντάλλαγμα>
- ἀνθόμοιον (Eur. Or. 1157)
- <ἀνταλλαγῆναι>
- ἀναπαύσασθαι. Κρῆτες
- †<ἀνταλλές>
- ταύτης τῆς ἡμέρας
- *<ἀντάμειψιν>
- ἀνταπόδοσιν (Ps. 118,112)vgA
- <ἀνταμιλλᾶσθαι>
- ἀντερίζειν
- <ἀντᾶν>
- ἀντιάζειν, ἱκετεύειν
- <ἀνταναγνῶναι>
- ἀντιβάλλειν An βιβλίον (Cratin. fr. 386)
- *<ἀνταναιρεθῇ>
- ἀφανισθῇ (Ps. 72,7)vgAP
- *<ἀνταναιρεῖται>
- ἀφαιρεῖται (Ps. 10,5) A
- *<ἀντανακλωμένη>
- κατ' ἀνάκλασιν διά τινος μεταγομένη. γίνεται δὲ τοῦτο ἐπὶ φωνῆς vgA ἣν καλοῦσιν ἠχώ A καὶ ἐπὶ φωτός vgA ἢ ἀντιπίπτουσα (Sap. 17,18) An
- *<ἀντανελέσθαι>
- ἀντιλαβεῖν An χείρονα
- <ἀντανελών>
- †ἐκ κόπων ἀφελών
- <ἀντάταν>
- ἐπίβουλον. ἀντίδικον
- <ἀνταλλάξ>
- ἐν μέρει
- *<ἀντάξιον>
- ἴσον A κατὰ τὴν ἀξίαν (Α 136) s
- †<ἀντάποτος>
- συνδεδεμένος
- <ἄνταρ>
- ἀετός, ὑπὸ Τυῤῥηνῶν. Εὐφορίων δὲ δίασμα (fr. 156 Sch.)
- *<ἀντάρτης>
- τύραννος, ἀντιβαίνων βασιλεῖ A
- *<ἀντάς>
- πνοάς (Ξ 254) A
- *<ἀντᾶσθαι>
- συναντᾶν A
- *<ἀντεγράψατο>
- ἀντεδικάσατο A
- <ἄντα τιτυσκόμενος>
- ἐξεναντίας τιτρώσκων (ω 180)
- <ἀντεβόλησα>
- ἀπήντησα (ω 87)
- <ἀντ' ἔτους>
- τοῦ αὐτοῦ ἔτους. Λάκωνες
- †<ἀντεῖν>
- ὁ ἐναντίος τῇ ἀγωγῇ
- *<ἀντείχοντο>
- κατέσχον A
- <ἀντεδύσατο>
- ἀνέδυ. ἀνέβη
- <ἀντεκκομιεῖ>
- ἀντεξοίσει
- *<ἀντεκκομίσει>
- ἀντεκφέρει A
- *†<ἀντέκτασις>
- ἀνταπόδοσις vgA (n) καὶ <ἀντέκτισις>
- *<ἀντεμβιάζειν>
- ἀντεξετάζειν A
- <ἀντεμμάξασθαι>
- ἀνταποδοῦναι. ἐπιπλῆξαι. †Εὐριπίδης πολία- σιν (fr. 611?)
- <ἀντεμφανίζων>
- ἀντιδεικνύς
- *<ἀντεξάγοντες>
- ἀντεπιφέροντες A
- <ἀντεξάγω>
- ἀντεκφέρω. *ἀντιστήκω (n)
- <ἀντεξετάζω>
- ἀντερωτῶ
- *<ἀντεπήει>
- ἀντεπήρχετο vgA
- *<ἀντέπιπτεν>
- ἐναντιοῦτο n
- <ἀντεποισόμεθα>
- ἀντεπενέγκω<μεν>
- <ἀντεραστής>
- ὁ ἀντερῶν
- <ἀντερίσεις>
- [ἀντείπεις]. ἀντιζηλώσεις
- <ἀντέσχεν>
- ὑπέμεινεν
- <ἄντεσθαι>
- ποτὲ μὲν λιτανεύειν· ποτὲ δὲ ἐξεναντίας παραγίνεσθαι (Β 595) [ἢ παραγίνεσθαι πρὸς λιτανείαν]
- <ἄντεσο>
- ἄντησον, ἄντικρυς ἐλθέ
- †<ἀντεταιῶς>
- ἀναγεγραμμένως
- *<ἀντεφέροντο>
- ἐναντιοῦντο An ἀντέπραττον (Ε 701) A
- *<ἀντέχεται>
- ἀντιλαμβάνεται vgAn φροντίζει. περιποιεῖται A
- *<ἀντετόρησε>
- διεπερόνησε, [διέτρησε A [διέπρησεν] (Ε 337)
- <ἀντήλιοι θεοί>
- οἱ πρὸ τῶν πυλῶν ἱδρυμένοι. Εὐριπίδης Μελεάγρῳ (fr. 538)
- <ἀντήλιος>
- ὁ ἴσος καὶ ὅμοιος ἡλίῳ φαινόμενος (Eur. Io 1550?) καταχρηστικῶς δὲ ὁ ἀντικρὺ ἡλίου ἱδρυμένος βωμὸς ἢ θεός
- <ἄντην>
- ἐξεναντίας, *ἐναντίον An φανερῶς (Α 187)
- <ἀντήρεις>
- ἀντιθέτους Σοφοκλῆς Ἠλέκτρᾳ (89) ἀπὸ τῶν ἐρες- σόντων, ὅταν κατ' ἴσον ἐλαύνωσι, καὶ μὴ ἐπὶ θάτερα περιωθῆται ἡ ναῦς
- <ἀντηρέται>
- ἴσοι, ἀπὸ τῶν ἐξ ἴσου ἐρεσσόντων, ἤγουν κωπη- λατούντων
- <ἀντήρη>
- ἀντωπίαν (Eur. Tro. 221)
- *<ἀντίον>
- τὸ ἐξεναντίας ἀντιπαραταττόμενον A
- <ἀντηρίδες>
- τὰ ἀντερείδοντα ξύλα, ἢ λίθινα κατασκευάσματα (Thuc. 7,36,2)
- <ἀντήριος>
- στήμων. καὶ ὁ κανὼν <ὁ> προσκείμενος τῇ θύρᾳ, ὃν ἔνιοι καλυπτῆρά φασι
- <ἀντηδίς>
- ἱκετευτικῶς
- †<ἀντῆ>
- δῶρον ἱκέσιον
- *<ἀντῆσαι>
- τυχεῖν A ἀντιάσαι
- <ἀντήσει>
- λιτανείαις. ἀντήσεσιν
- <ἀντήσεις>
- ἱκεσίαι, λιτανεῖαι, ἱκετεῖαι
- <ἀντι>
- πρόθεσις. ἢ ἀντίον γυναικείου ἱστοῦ (Γ 425?)
- <ἀντιάαν>
- μεταλαβεῖν (Ν 215)
- *<ἀντιάζει>
- ἀπαντᾷ, συναπαντᾷ A
- <ἀντιάζων>
- ἀπαντῶν
- <ἀντιάσας>
- *μεταλαβών A ἢ συντυχήσας (Α 67) ἢ ἵλεως γενό- μενος
- <ἀντιάσειεν>
- [ἐπιτύχοιεν ἢ] ἐπιτύχοι (Ν 290)
- <ἀντιάσητον>
- μεταλάβητον (Μ 356)
- <ἀντιάουσαν>
- ὑποστρωννύουσαν (Α 31)
- <ἀντιάνειραι>
- Ἀρίσταρχος ἴσανδροι· τὸ δὲ ἐπίθετον τῶν Ἀμαζό- νων. ἤτοι διότι ἀνδράσιν ἠναντιοῦντο, οὐ θέλουσαι αὐτοῖς συνευνασθῆναι (Γ 189)
- *<ἀντιβαίνων>
- ἀνθιστάμενος A
- <ἀντιβάλανος>
- ἡ †κικκίς
- <ἀντιβάλλει>
- ἀντιστρέφει. ἢ διαβάλλει. ἢ διορθοῖ. ἢ ἐπιστρέφει
- [<ἀντιβάλμους>
- ἀντιστρόφους]
- †<ἀντιβαρνικί>
- ἡ κασσία
- <ἀντίβιον>
- ἐναντίον ἀλλήλων (Γ 20)
- *<ἀντίβιος>
- ἐξ ἐναντίας (Α 304) gA
- <ἀντίβοιον>
- ἰσόβοιον. ἀντὶ βοὸς καθαγιαζόμενον. Σοφοκλῆς Μελεάγρῳ (fr. 372)
- <ἀντίβιον>
- ἐξ ἐναντίας πολεμοῦντες (Η 40)
- <ἀντιβολεῖν>
- συναντᾶν. καὶ [ἱκετεύειν (n)
- <ἀντιβολήρ>
- στρωτὴρ μικρός. Λάκωνες
- *<ἀντιβολῆσαι>
- μεταλαβεῖν AP συναντῆσαι (Δ 342) APn
- *<ἀντιβολῶ>
- παρακαλῶ vg
- <ἀντιγόνιον>
- βοτάνη, καὶ ἄνθος
- <Ἀντιγόνειος>
- βόλος τις οὕτως ἐκαλεῖτο
- *<ἀντίγονον>
- ἀκακία gA
- <ἀντιγράφεσθαι>
- [ἀντιποιεῖσθαι κλήρου. ἢ ἀντικατηγορεῖν.] Ἀττικοὶ τὸ ἀντιποιεῖσθαι κλήρου, ἢ ἀντικατηγορεῖν
- <ἀντιγραφή>
- [τῷ] ἐν ἴσῳ τῇ ἀντωμοσίᾳ. σημαίνει δὲ καὶ τὸ [ἐν ἴσῳ τὸ] ἀντιποιεῖσθαι
- <ἀντιδιαπλέκειν>
- ἀντιμηχανᾶσθαι (Aeschin. 3,28)
- *<ἀντιδιαιρεῖται>
- ἀντιμερίζεται ps
- *<ἀντιδιαστέλλεται>
- ἀντιβάλλει, [ἀντιδιίστησιν vgAn
- <ἀντιδικεῖν>
- ἐν δίκῃ ἀντιβαίνειν
- <ἀντίδικος>
- *ἀντίπαλος A ἐχθρός. ἐναντίος
- <ἀντίδοξος>
- ἐναντίος κατὰ τὴν δόξαν
- <ἀντίδοσις>
- ἡ μετάληψις
- *<ἀντιζήλου>
- ...
- *...
- στρογγύλον, στραγγαλιώδη ἐν κύκλῳ <πείσματα, λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ γυναικός> A
- <ἀντίζυγα>
- ἰσόζυγα
- *<ἀντίθεον>
- ἰσόθεον (Α 264) vgAP
- *<ἀντίθεσις>
- ἀντιλογία. ἐρώτησις (1. Tim. 6,20) A
- *<ἀντίθετα>
- ἐναντία vgA
- [<ἀντιθόντων>
- ὑπαντώντων]
- <ἀντικαθεστώσας>
- ἀντικειμένας
- <ἀντίκαινον>
- ἰσόκαινον
- <ἀντικάρδιον>
- τόπος ὁ μετὰ τὴν κλεῖδα
- <ἀντὶ κασιγνήτου>
- ἴσος τῷ ἀδελφῷ (θ 546)
- †<ἀντικαταλαβεῖν>
- τὸ ἀντιλαχεῖν δίκην
- <ἀντίκειται>
- ἐναντίος κεῖται
- (*)<ἀντικένσωρ>
- ὁ τοὺς νόμους μεμαθηκώς
- *<ἀντικρύ>
- κατέναντι, ἐξ ἐναντίας (Γ 359) vgAS
- *<ἄντικρυς>
- φανερῶς An ἀπέναντι. ἀντικρύς Pb
- <Ἀντικυρικόν>
- ὁ ἐλλέβορος
- <ἀντικύων>
- ἀλώπηξ
- <ἀντιλαχεῖν>
- τὸ δίκην ἐπὶ διαιτητοῦ λαχόντα ἐρήμην ὀφλεῖν, καὶ πάλιν περὶ τὰ αὐτὰ δικάζεσθαι q
- <ἀντιλαβεύς>
- ὁ πόρπαξ τῆς τοῦ ὁπλίτου ἀσπίδος
- *<ἀντιλάζυσθαι>
- ἀντιλαβέσθαι A
- <ἀντιλαμβάνεται>
- βοηθεῖ. ἢ κωλύει.
- <ἀντιλαοί>
- τῶν ἄρτων κλάσματα
- <ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι>
- φανερῶς λέξω (Η 362)
- <ἀντιλαβαί>
- λογικαὶ ῥήσεις ἐξ ἡμιστίχων λεγόμεναι κατ' ἀμοι- βὴν παρὰ <τοῖς> τραγικοῖς. †Ἱπποκράτης
- †<ἀντιλήπτωρ>
- *ἀντιλαμβανόμενος (Ps. 3,4) A ὑπερασπιστής. βοηθός
- <ἀντιλογικός>
- ἀντιλογητικός (Ar. Nub. 1173)
- *<ἀντίλυτρον>
- ἀντίδοτον (1. Tim. 2,6) vgAn
- <ἀντίμηνα>
- κατὰ μῆνα
- <ἀντιμισθωτός>
- ὁ ἀντ' αὐτοῦ ὑπηρετῶν
- †<ἀντίνη>
- ἄντινι ἐνέγμεθα. ἐναντιώμεθα
- <ἀντί νυ πολλῶν>
- ἴσος πολλοῖς (Ι 116)
- [<ἀντίζωοι>
- ἀντίπαλοι]
- <ἀντίξοοι>
- *ἐναντίοι (bs) ἀντίπαλοι (Hdt. 6,50,2)
- <ἀντίον>
- ἐξ ἐναντίας (Α 230)
- *<ἀντιόφρων>
- ἐναντίον φρονῶν A
- <ἀντιόων>
- ὑπαντῶν. ἢ μεταλαμβάνων (a 25)
- *<ἀντιοώντων>
- ὑπαντώντων. ἢ μεταλαμβανόντων (Ψ 643) A
- <ἀντιόωσα>
- ἀπαντῶσα, παραγινομένη. εὐτρεπίζουσα (Α 31)
- <ἀντιξοεῖ>
- ἐναντιοῦται
- <ἀντίπαις>
- νέος παῖς
- *<ἀντίπαλον>
- ἐναντίον n ἐχθρόν P Θουκυδίδης (2,45,1)
- <ἀντιπαράθεσις>
- ....
- *<ἀντιπαρεξάγει>
- ἀντιτάσσει (vgA)
- <ἀντίπερα>
- τὸ ἐν τῷ πέρα, *ἢ ἀντικρύ n πέρα τῆς θαλάσσης, ἢ ἐναντίον
- <ἀντιπελαργεῖν>
- ἀντιτρέφειν
- <ἀντιπεφάσθαι>
- <ἀντι>τεθνάναι. *<ἀντ>αναιρεῖσθαι (Ν 447) n
- <ἀντιπεφυκότων>
- ἐναντίως πεφυκότων
- *<ἀντίπηξ>
- κιβωτός Ab
- <ἀντίπηγα>
- κίστην. Εὐριπίδης Ἴωνι (1338) ἤγουν ἀγγεῖον
- *<ἀντιπέραια>
- τὰ ἐν τῇ πέρᾳ, καὶ τῷ πέραν (Β 635)
- <ἀντιπιφάσκει>
- ἀνταποδίδωσιν
- <ἀντίπλαστον>
- Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ· πατὴρ δὲ ποταμὸς Ἴναχος τὸν ἀντίπλαστον ἔχει νόμον κεκμηκότων (fr. 262) ἀντὶ τοῦ ἰσόπλαστον, ὅμοιον
- <ἀντιπολέμους>
- πολεμίους (Hdt. 4,140,3)
- *<ἀντιπράττεται>
- ἀντιμάχεται A ἐναντιοῦται vgn
- <ἀντίπροικα>
- τὰ ἐπευωνισμένα καὶ ἰσόπροικα
- *<ἀντιπροΐσχειν>
- ἀντιδοῦναι A
- *<ἀντιπροκλήσεις>
- ἀντιλογίαι. ἀντεγκλήματα g
- <ἀντίπρωρα>
- ἀντιπρόσωπα. Πρώρα γὰρ τὸ πρόσωπον, καὶ <ἀνδρόπρωρον>· ἀνδροπρόσωπον. Σοφοκλῆς Τραχινίαις (223)
- <ἀντίπυργος>
- ἰσόπυργος. ἴσον κατὰ τὸ ὕψος τοῦ μήκους τὸ ἀνάστημα ἔχων
- <ἀντίῤῥησις>
- ἔστι λόγος τὸ πιθανὸν ἑτέρου λόγου διαβάλλων
- <ἀντίῤῥινον>
- ἀντίῤῥιζον. οἱ δὲ βοτάνης εἶδος
- *<ἀντίῤῥοπον>
- ἴσον gn ἰσόσταθμον (vg) ἰσόζυγον
- <ἀντίῤῥωται>
- ἀντὶ τοῦ ἀποπέμπεται
- <ἀντίσπαστον>
- φιλήματος ὄνομα
- *<ἀντήσειεν>
- ἀπαντήσειεν (Η 158)
- [<ἀντίσεις>
- λιτανείαις]
- †<ἀντισκνεῖται>
- ἀναβάλλεται
- <ἀντιστάτης>
- ὁ ἀνθεστὼς <ἐν> τῇ μάχῃ· καὶ σημεῖον ἐν θυτικῇ
- *<ἀντιστρατευόμενον>
- ἀνθιστάμενον (Rom. 7,23) A
- <ἀντιστρέφω>
- ἀνταξιῶ. Σοφοκλῆς Τυμπανισταῖς (fr. 584)
- <ἀντιστήσεται>
- ἀνταλλάξεται
- <ἀντιστοιχεῖν>
- κατὰ στοῖχον ἑστάναι
- <ἀντίστομος>
- ἡ ἐξ ἑκατέρου μέρους τάξις <παρὰ τοῖς τακτικοῖς>
- <ἀντίστροφος>
- ἴση, ὁμοία
- <ἀντ' ἰσχάδος>
- τὸ μηδενὸς ἄξιον (Ar. Pac. 1223?)
- <ἄντιτα>
- ἀντέκτιτα. [ἀντιτιμώρητα (Ω 213) T
- <ἀντιτάλαντον>
- ἀντίσταθμον. ἴσον
- *<ἀντιτάσσεται>
- ἀντίκειται (Ep. Iac. 4,6) A
- <ἀντιτεχνήσει>
- ἀντικατασκευάσει
- <ἀντιτείνει>
- ἐρίζει
- <ἀντίτιμα>
- τὰ ἄποινα. τὰ ἀντέκτιτα
- <ἀντιτιμᾶσθαι>
- ἐν τοῖς δικαστηρίοις ὃ χρὴ παθεῖν ἢ ἀποτῖσαι τὸν ἁλόντα
- <ἀντιτίμημα>
- ἡ ἀντιτίμησις
- <ἀντιτίσασθαι>
- ἀνταποδοῦναι (Eur. Med. 261) An
- <ἀντί τοί εἰμ' ἱκέταο>
- ἴσος ἱκέτῃ σοί εἰμι (Φ 75)
- <ἀντιτορήσας>
- διορύξας, κατακόψας. [ἀντιτορήσας] (Κ 267)
- <ἀντίτομον>
- φάρμακον ἀντιπαθές, ὅπερ ὁ πιὼν οὐ βλάπτεται ὑπό τινος. ἀλεξιφάρμακον
- <ἀντίτυπα>
- <ἀντιπίπτοντα>
- <ἀντιτυπῆσαι>
- ἐναντιωθῆναι. ἀντειπεῖν
- *<ἀντιτυπίαι>
- ἀντιλογίαι. ἐναντιώσεις (vg) A (b)
- *<ἀντιτύποις>
- σκληροῖς (s)
- <ἀντιφάρα>
- ἀντιλογία. μάχη. ζάλη. οἱ δὲ μητρυιά
- <ἀντίφασις>
- ἀπόκρισις
- <ἀντιφαρές>
- ἐναντίον
- <Ἀντιφάτης>
- ὁ τῶν Λαιστρυγόνων βασιλεὺς οὕτως ἐκαλεῖτο (κ 106)
- *<ἀντιφέρεται>
- ἐναντιοῦται vg(A)
- *<ἀντιφέρεσθαι>
- ἐριστικῶς ἢ ἀντιλέγειν n ἢ ἀντιτάσσεσθαι ἢ [ἐναντιοῦσθαι (Α 589) A
- †<ἀντέκτιστα>
- οἷα εἰργάσαντο εἰς ἡμᾶς ...
- *<ἀντιφερίζειν>
- ἐξισοῦσθαι g ἀντιστῆναι (Φ 357) A
- *<ἀντιφέροιντο>
- ἐξισοῖντο A
- *<ἀντιφιλοτιμούμενοι>
- πρὸς τὴν οἰκείαν ἕκαστος ὁρῶντες φιλοτι- μίαν καὶ δόξαν A
- <ἀντέφολκος>
- μέρος τῆς πολεμικῆς νεώς
- <ἀντίφρουροι>
- τὴν ἴσην ἔχοντες φρουράν
- <ἀντίφωνα>
- ἐναντιόφωνα
- <ἀντίχειρε>
- ἔνια τῶν βαρβάρων ἐθνῶν τοὺς ἀντίχειρας ὑποτι- θέντα τοῖς γενείοις καὶ τοὺς δακτύλους ἐκτείνοντα προσκυνεῖ τοὺς ἡγουμένους αὐτῶν
- <ἀντιχέλυσμα>
- μέρος τι τῆς μακρᾶς νεώς
- <ἀντίχορδα>
- σύγχορδα. ἰσόχορδα
- <ἀντιχόρτοις>
- συνόροις
- <ἀντίψυχοι>
- οὕτως καλοῦνται οἱ Μέμνονες ὄρνιθες
- <ἀντιψάλμους>
- ἀντιστρόφους. Εὐριπίδης Ἰφιγενείᾳ τῇ ἐν Ταύ- ροις (179)
- *<ἀντλεῖται>
- γεμίζεται ps
- <ἀντλητήρ>
- κάδος ναυτικός
- <ἀντλία>
- σκάφη, ἐν ᾗ μάσσουσι. καὶ τοῦ πλοίου τὸ σκαφίδιον [καὶ ἡ ἀντλία]
- *<ἀντλίαν>
- τὸν καδίσκον A
- <ἄντλον>
- κάδον ἀντλητήριον. τινὲς δὲ καὶ τὴν θάλασσαν (o 479) καὶ τὸν σωρὸν τῶν δραγμάτων <καὶ ἡ ἀντλία>
- *<ἀντοίσομεν>
- ἀντιδώσομεν A
- *<ἀντολίη>
- ἀνατολή vgA
- <ἀντολαί>
- γενέσεις
- <ἀντομαι>
- <διὰ> παντὸς ἱκετεύω. ἢ αἱ καλάμαι <ὑπὸ Ταραντίνων>
- *<ἀντόμεναι>
- ὑπαντῶσαι (Β 595) A [ὑπὸ Ταραντίνων]
- <ἀντομένη>
- ὑπαντήσασα T ἐντυχοῦσα (Θ 412) ἱκετεύουσα
- <ἀντόμους>
- σκόλοπας. Σικελοί
- *<ἄντομαί σε>
- παρακαλῶ σε (Eur. Med. 709) An
- <ἀντοναί>
- αἱ τῶν χειρῶν φοραί
- †<ἄντος>
- εὖρος. οἱ δὲ Εὐριπίδης
- <ἀντοχεύς>
- πόρπαξ ἀσπίδος
- <ἀντόφρυς>
- βοτάνης εἶδος
- *<ἀντρέσας>
- ἀναφοβηθείς A
- *<ἄντρον>
- σπήλαιον gAPn ἢ ὑπόγαιος τόπος A ἢ βαθύς n [ἢ]
- *<<ἄντρα νύχια>>
- σκοτεινὰ σπήλαια gA
- *<ἀντρώδη>
- σπηλαιώδη (2. Macc. 2,5) (v)gAPn
- †<ἀντρώδων>
- ἀνανεάζων. ἢ σπηλαίων v
- <Ἀντρών>
- πόλις Θεσσαλίας (Β 697)
- <Ἀντρώνιος ὄνος>
- <ἐπὶ τῶν μεγάλων> (Pherecr. fr. 15)
- †<ἄν τυ>
- ἄν τινα. [Ῥόδιοι]
- <ἀντύα>
- τὸ ὑποπόδιον. <Ῥόδιοι>
- *<ἄντυγος>
- περιφερείας τοῦ ἅρματος (Ε 262) A
- <ἀντύγων χνόαι>
- αἱ περιφέρειαι τοῦ ἅρματος, οἱ τροχοί (Eur. Rhes. 118)
- <ἀντυγωτός>
- ἀναδεδεμένος, ὅτι αἱ ἄντυγες καταδέονται
- <ἀντυκάρτερα>
- ἀντίσχυρα. Λάκωνες
- *<ἄντυξ>
- ἅρματος περιφέρεια vgAn
- <ἄντυπος>
- *ἴσος, ὅμοιος (A) ἢ ἐναντίος
- <ἀντωμοσία>
- ἑκατέρου μέρους ὅρκος, τοῦ μὲν †διαφεύγοντος, ὅτι μὴ ἠδίκησεν, τοῦ δὲ ἐγκαλοῦντος, ὅτι ἠδίκηται
- *<ἀντωπεῖ>
- ἀντοφθαλμεῖ A (vgn)
- <ἀντωπόν>
- ἀντόφθαλμον
- <ἀντωπός>
- λαμπρός. ἀντίος τοῖς ὄμμασιν
- <ἀνυδρευόμενος>
- ἐκ φρέατος ἀντλῶν
- <ἄνυδρος>
- ἄταφος. οὐ λελουμένος, οὐδὲ τῶν νομιζομένων τυχών (Eur. Tro. 1085)
- <ἄνυμφον>
- κακόνυμφον. ἢ τὴν μὴ δυναμένην νυμφευθῆναι (Soph. El. 1183?)
- <ἀνῦξαν>
- ἀνώρμησαν (Ο 86)
- †<ἀνύξιον>
- ἄβρωτον. †Εὐκλείδης
- <ἀν' ὑλήεντα>
- κατὰ τὸν ὑλώδη (ξ 2)
- <ἀνύοντα>
- ἀναπληροῦντα
- *<ἀνυπαίτιος>
- ἀναίτιος ASn
- <ἀνυπείκαστον>
- ...
- <ἀνυπέρβλητον>
- ἀνυπομόνητον. *προῦχον AS ἢ βόλος τις
- *<ἀνύπηνον>
- ἀγένειον ASPb
- *<ἀνύπεικτον>
- ἀνυποχώρητον AS
- <ἀνύποδας>
- ταχύποδας. ἀπὸ τοῦ τοῖς ποσὶν ἀνύειν
- *<ἀνύποιστον>
- ἀφόρητον vgP ἀνυπομόνητον vgASPn
- *<ἀνυπόκριτος>
- ἄδολος vgAn ἀπροσωπόληπτος (Rom. 12,9)
- *<ἀνυποστόλως>
- ἀνυπόπτως vgAS
- *<ἀνύπουλος>
- ἀνύποπτος ASP(n)
- [<ἄνυρις>
- ἄδικος, ἀσεβής]
- *†<ἄνυρος>
- ἄδικος AS
- *<ἀνύσας>
- συνελών ASn
- <ἀνύει>
- πληροῖ. ἀπαιτεῖ
- *<ἀνύσεις>
- τελειώσεις Sb κατορθώσεις S [δύναμις πράξεων ἀπο- τελεστική]
- *<ἄνυσις>
- σπεῦσις. πρᾶξις (Β 347) AS αὔξησις. ἐπίδοσις (AS)
- *<ἄνυσις>
- περαίωσις. κατόρθωμα AS δύναμις πράξεων ἀποτελε- στική
- <ἄνυται>
- τελειοῦται (Κ 251)
- *<ἀνύω>
- τελειῶ, ἐκτελῶ S ὠφελῶ ASn ἀπαιτῶ AS
- <ἄνω>
- ἐπὶ τοῦ ἀνωτέρου τόπου καὶ χρόνου τὸ ἐπίῤῥημα τάσσεται
- †*<ἀνφιθῇ>
- ἀπειθῇ A
- *<ἀνώγει>
- παρακελεύεται (Ζ 439 ..) AS
- *<ἄνωγεν>
- ἐκέλευσεν (ε 276) vgA
- *<ἀνώγῃ>
- προστάξει (α 316) S
- <ἀνωϊστί>
- ἀνυπονοήτως. ἀπροσδοκήτως (δ 92)
- *<ἀνώϊστον>
- ἀνυπονόητον, ἀπροσδόκητον (Ρ 39) (S)
- *<ἀνῳκισμένος>
- ἐν τοῖς ἀνωτάτοις γενηθείς AS ἄνω οἰκῶν vgSp
- <ἄνω κοιλία>
- παρὰ τοῖς ἰατροῖς λέγεται ἡ τὰ ποτὰ καὶ τὰ σιτία δεχομένη (Plat. Tim. 85e)
- <ἄνωκται>
- κελεύεται
- <ἀνωδόρκας>
- βρίγκος ὁ ἰχθῦς, ὑπὸ Θηβαίων
- [<ἀνώλεως>
- ἰσχυρός]
- <ἀνωλόφυκτον>
- ἀδάκρυτον
- <ἀνώμαλα δάσσειν>
- ἀνωμάλως μερίζειν
- <ἀνωμαλία>
- <ἀῤῥωστία, ἀσθένεια> S
- <ἀνωμαλόκουρος>
- ἀνωμάλως κεκαρμένη, οἱ δὲ λελυμένως
- <ἄνων>
- ἀνύων
- *<ἀνώνυμος>
- ἄδοξος (Eur. Hipp. 1 ..) ps
- <ἀνωνύμους>
- ἀδόξους
- <ἄνωξις>
- βούλευσις
- <ἀνώπιστον>
- ἄφραστον. ἀπαράδεκτον. ἀνεπίστροφον
- <ἄνω ποταμῶν>
- παροιμία ἐπὶ τῶν ἐπ' ἐναντία γινομένων. κέχρηνται καὶ Αἰσχύλος (fr. 335) καὶ Εὐριπίδης (Med. 410)
- <ἀνωρέας>
- οὐκ ἀπολλυμένους
- *<ἄνωρον>
- ὀξύν AS
- <ἀνωστόν>
- ἐγβλητόν
- <ἀνώσαντες>
- ἀναστρέψαντες (ο 553)
- *<ἄνω φύουσα>
- ἀναβλαστάνουσα (Hebr. 12,15) AS
- *<ἄνωχθι>
- παρακελεύου (Eur. Alc. 1044) AS
- <ἀνώχθω>
- κελευέτω (Λ 189)
- <ἄνωχμον>
- κελευστικόν
- *<ἄξαι>
- κλάσαι S προστακτικόν
- <ἄξαντες>
- κατεάξαντες (Ζ 40) vgASn
- <ἀξέμεναι>
- ἐνεγκεῖν (ψ 221)
- <ἄξενοι>
- οἱ μὴ ἔχοντες τὸν ξενιοῦντα
- <ἄξενος>
- ἀνεπίμικτος
- <ἄξεσθαι>
- ἀγαγέσθαι. *ἀφίξεσθαι. παραγενέσθαι AS
- <ἀξέστους>
- τραχείας. Σοφοκλῆς Σίνωνι (fr. 298)
- <ἀξία>
- τιμή. καθῆκον. ἀξίωμα
- <ἀξιαπηγητότατον>
- ἀξιολογώτατον, ἄξιον ἀφηγήσεως (Hdt. 2,99,4)
- <ἀξιέπαινος>
- ἐπαινετός
- *<ἀξιεπαινότατος>
- ἄξιος ἐπαίνου (Xen. Hell. 4,4,6) gA
- *<ἀξιέραστον>
- ἀγαπᾶσθαι ἄξιον n ἀξιεπιθύμητον vAS, ἐπέραστον (Xen. Cyr. 5,2,9) AS
- *<ἀξίνη>
- δίστομος πέλεκυς A (S)
- <ἀξιοῖς>
- βούλει, προαιρεῖ
- *<ἀξιόληπτον>
- ἐπαινετόν vgn
- <ἀξιομανεῖς>
- δυνατώτεροι
- <ἀξιόμαχοι>
- ἱκανοὶ μάχεσθαι (Hdt. 3,19,2?)
- *<ἀξιομνημόνευτος>
- ἄξιος μνημονεύεσθαι vA
- <ἄξιον>
- εὔωνον p
- <ἀξιόπιστος>
- ἀξιόχρεως
- *<ἀξιόχρεως>
- ἀξιόπιστος (Eur. Or. 596?) q. vgASP
- *<ἀξιοχρέως>
- ἱκανῶς q. AS
- *<Ἀξιός>
- ποταμὸς Παιονίας (Β 849) S
- <ἀξιούμενος>
- παρακαλούμενος
- <ἀξιῶ>
- *παρακαλῶ nh ἢ ἄξιον ἡγοῦμαι
- [<Ἀξιῶται>
- ἔθνος Τρωάδος]
- <ἄξονα>
- ξύλον τὸ τοὺς τροχοὺς φέρον
- *<ἄξοον>
- ἄτμητον AS
- <ἄξος>
- ὕλη, παρὰ Μακεδόσιν
- <ἀξύλιστον>
- ἄκοπον
- <ἄξυλον>
- πολύν, ὅθεν οὐδεὶς ξυλοφορεῖ. ἢ ἱερὸν τόπον
- <ἀξύλῳ ὕλῃ>
- πολυξύλῳ vgAS ἢ ἐξ ἧς οὐδείς πω ἐξυλεύσατο (Λ 155)
- <ἀξύμβλητον>
- ὃ μηδενὶ ἀπαντᾶν δυνατόν, ἢ ἀσυνάντητον. Σοφοκλῆς Λημνίαις (fr. 355)
- *<ἄξυνος>
- ἀκοινώνητος AS πολύξενος
- <ἀξυγγενές>
- ἀλλότριον κατὰ γένος
- <ἀξυνέτου>
- ἀσυνέτου, ἀνοήτου, ἄφρονος
- <ἀξυρές> [*<ἄξυρον>
- ἄστομον AS] ἄτομον. ἀμβλύ
- *<ἄξω>
- ἀγάγω, φέρω vgA
- <ἄξων>
- τὸ διὰ τῶν τροχῶν διῆκον ξύλον, περὶ ὃ στρέφονται.
- <ἄοζοι>
- μάγειροι. ὑπηρέται (p) θεράποντες. ἀκόλουθοι. Καλλί- μαχος (fr. 563)
- <ἀόζεον>
- ἐθεράπευον
- <ἀοζήσω>
- διακονήσω, ὑπουργήσω p Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις (fr. 54)
- *[<ἀοί>
- νέοι. ἀείμνητοι AS]
- <Ἀοῖα>
- δένδρα κοπτόμενα καὶ ἀνατιθέμενα τῇ Ἀφροδίτῃ, ὡς ἱστορεῖ Ἡγήσανδρος, πρὸς ταῖς εἰσόδοις
- *<ἄοιγον>
- τὸν ὄλεθρον A
- *<ἀοιδάων>
- ᾠδῶν AS φωνῶν
- *<ἀοιδή>
- ᾠδή (α 159) (vgA)S φωνή
- *<ἀοίδιμος>
- ἀείμνηστος vA διαβόητος q. Sn ἀεὶ ᾀδόμενος. εὐκλεής S ὀνομαστός q. n
- <ἀοιδιάει>
- ἄιδει, ὑμνεῖ (κ 227)
- [<ἀοιδοί>
- περιβόητοι. ὀνομαστοί. ἢ εὐνοῦχοι]
- (*)<ἀοιδοπόλος>
- περὶ τὰς ᾠδὰς ἀναστρεφόμενος (Greg. Naz. ep. 122,1?)
- *<ἀοιδός>
- ᾠδός. [κιθαρῳδός. καὶ ὁ ποιητής vgn καὶ ὁ θρηνῳδός AS ὁ εὐνοῦχος (vg) A σπάδων
- *<ἀοιδούς>
- ὁμοίως (Ω 720) P
- †<ἄοιμα>
- ἱερά, τὰ καὶ <νηφάλια>
- *<ἄοιμος>
- ἄπορος AS ἢ ἀληθὴς ἢ ἀπρόστυχος S
- <ἄοιμον>
- ἄῤῥητον
- *<ἀσκηθής>
- ὑγιής AS
- *<ἀολλέες>
- ἀθρόως S ὁμοῦ πάντες (γ 412) vgAS
- *<ἀολλεῖ>
- συνάγει (Dion. Areop. div. nom. 4,4) gAS
- *<ἀολλίσασα>
- ἀθροίσασα (Ζ 270) vg(n)
- *<ἀολλισθῆναι>
- συναθροισθῆναι (Ο 588) AS
- [<ἀολλόπους>
- ταχεῖς πόδας ἔχων]
- <ἀόξοος>
- ἀδιάγλυφος
- <ἄοπος>
- ἄφωνος. ἀόρατος p
- *<ἄορ>
- ξίφος, μάχαιρα (Ξ 385?) Sps
- *<ἄορας>
- ξίφη P ἀρσενικῶς
- *<ἄορι>
- τῷ ξίφει (Κ 484) vgASPn
- <ἄορες>
- γυναῖκες vgAS λέγονται καὶ τρίποδες (ρ 222)
- <ἀόρατον>
- μὴ θεωρούμενον
- *<ἀορίστως>
- ἀπολύτως (vg) AS(n)
- *<ἀόρκτους>
- ὁμιλίας AS
- <ἄορον>
- μοχλόν. πυλῶνα. θυρωρόν. Κύπριοι
- <ἄορος>
- ἄϋπνος. Μηθυμναῖοι
- <Ἄορνος>
- [λιμὴν ἢ] λίμνη
- *<ἄορ τανυηκές>
- ξίφος ἐκτεταμένον (Ξ 385) A
- <ἀορτεύς>
- φορεὺς τοῦ ξίφους
- <ἀορτής>
- [ξιφιστής S,] ὑπὸ Μακεδόνων [ἄγγος] [ἄγγος δερ- μάτειον ἱματίων S
- <ἀορτήρεσιν>
- *οἱ ἀναφορεῖς τοῦ ξίφους (Λ 31) AS ἢ οἱ κρίκοι τῆς θήκης
- <ἀόρων>
- γυναικῶν
- [<ἄος>
- πνεῦμα. ἢ ἴαμα]
- *<ἀοσσητήρ>
- βοηθός (Χ 333) (A)S
- [<ἄοστον>
- ἄριστον]
- †<ἀούματα>
- τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα. Κύπριοι
- *<ἄουτον>
- ἀνήκοον. ἄτρωτον (Σ 536) AS
- <ἀούρους>
- τὰς μακροτάτας πέτρας, οἱ δὲ μεγίστας. ἄλλοι ἀφυ- λάκτους
- <ἄοψ>
- ἀνόφθαλμος.
- <ἀπαβοίδωρ>
- ἐκμελῶς. Λάκωνες
- <ἀπαγαγών>
- ἀφελών
- *<ἄπαγε>
- παῦσαι (Eur. Phoen. 1733) vgASn ἀναχώρει vgSn πέπαυσο S
- <ἀπάγει>
- ἀναχωρεῖ
- <ἀπάγεσθαι>
- εἰς θάνατον [ἕλκεσθαι n
- <ἀπάγελος>
- ὁ μηδέπω συναγελαζόμενος παῖς, ὁ μέχρι ἐτῶν ἑπτακαίδεκα. Κρῆτες
- <ἀπαγκωνισάμενοι>
- ἐντείναντες τοὺς ἀγκῶνας (Archipp. com. fr. 1 D)
- <ἀπάγνυται>
- διόλου κατάγνυται
- †<ἀπαγγῆ>
- φανερὸν ποιῶ
- <ἀπαγορεύει>
- κάμνει. διαλέγεται. *[κωλύει g ἀποφαίνεται
- <ἀπαγόρευσις>
- ἀπόφασις
- <ἀπαγρευθείς>
- ἀφαιρεθείς
- <ἄπαγρος>
- ἀτυχὴς περὶ τὰς ἄγρας
- <ἀπαγωγή>
- ἡ τῶν κακούργων πρὸς τοὺς ἕνδεκα παράδοσις. ἢ ἀπαίτησις, ἀποκομιδή
- *<ἀπᾷδον>
- ἀπρεπές vgASn οὐχ ἁρμόζον
- *<ἀπᾴδοντα>
- ἀλλότρια AS
- *<ἀπαειρόμενον>
- ἀπαίροντα (Φ 563) S
- <ἀπαθής>
- ἀνάλγητος. ἀβλαβής g ἄτρωτος. [σκληρός g
- †<ἀπαιάζει>
- παρεῖσθαι. παραλελύσθαι
- <ἀπ' αἰγείρων>
- "Ἀνδροκλέα τὸν ἀπ' αἰγείρων" (com. ad. 48) ἀντὶ τοῦ συκοφάντην, ἐπειδὴ [δὲ] ἐκ τῆς ἐν τῇ ἀγορᾷ αἰγείρου τὰ πινάκια ἐξῆπτον, τουτέστιν ἐξήρτων, οἱ ἔσχατοι
- <ἀπάιδειν>
- τὸ μὴ λέγειν προσόμοια
- <ἀπαιδευσία>
- ἀγυμνασία
- <ἀπαίδευτον>
- ἀμαθῆ
- *<ἀπαιδοτρίβητος>
- ἀγύμναστος (vgAS)
- *<ἀπαινύμενον>
- ἀφαιρούμενον (Λ 582) ASp
- <ἀπαιδοίωται>
- ἀπηναισχύντηκε, <ἐκ>τέτμηται
- <ἀπαΐξαι>
- ἀπελθεῖν, ἀποχωρῆσαι
- <ἀπαΐξας>
- ἀποχωρήσας (Φ 234)
- <ἀπαιόλη>
- ἀπάτη p ἀποστέρησις. Αἰσχύλος Πεῤῥαιβίσιν (fr. 186)
- <ἀπαιολᾶν>
- παραλογίζεσθαι
- <ἀπαιόλημα>
- ἀποκάθαρμα. *ἢ ἀπάτημα g ἢ ἀποπλάνημα. Σοφοκλῆς (fr. 915)
- <ἀπαιόλησις μισθοῦ>
- ἀποστέρησις μισθοῦ, ὡς ὑστεροῦντας τῶν μισθῶν τοὺς ὑπουργοῦντας
- <ἀπαίρει>
- ὁδεύει, *ἀποδημεῖ, ἀναχωρεῖ vgAS
- *<ἀπαίρονται>
- ἀποδημοῦνται (n)
- <ἄπαις>
- μὴ ἔχων τέκνον
- *<Ἀπαισός>
- ὄνομα πόλεως (Β 828) (S)
- <ἀπαιτίζοντα>
- ἀπαιτοῦντα (β 78)
- <ἀπαιώνιστον>
- δύσφημον. Εὐριπίδης Ἀλκμέωνι διὰ Κορίνθου (fr. 77)
- *<ἀπαίσιον>
- δύσφημον vgAS
- <ἀπ' ἄκρας μάχη>
- ἡ ἑνὸς πρὸς ἕνα μάχη. Λάκωνες
- <ἀπακταίνων>
- ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος
- *<ἀπάλαμνος>
- ἀσθενής Sn ἀμήχανος (Ε 597) S
- †<ἀπαλαύξινα>
- εἰς αὐτὸν καταστρέφοντα
- <ἀπαλαστήσασα>
- σχετλιάσασα
- <ἀπαλέξασθαι>
- ἀποφυλάξασθαι. Σοφοκλῆς Ἱππόνῳ (fr. 282)
- <ἀπαλεξήσειν>
- βοηθήσειν (ρ 364)
- a) <ἀπαλεξίκακον>
- ἀθεράπευτον b) *<ἀπαλθήσεσθαι>· <θερα- πευθήσεσθαι> AS
- <ἀπαλθήσεσθον>
- δυϊκῶς. ἀποθεραπεύονται, ἢ θεραπεύουσιν (Θ 405)
- <ἀπαλεῖν>
- ἀμελεῖν
- <ἀπαλέντες>
- ἀμελοῦντες
- [<ἄλλακες>
- ἱερῶν κοινωνοί]
- <ἀπάλλαξις>
- ἀπαλλαγή (Hdt. 9,13,3)
- <ἀπαλλαξείοντες>
- ἀπαλλακτικῶς ἔχοντες (Thuc. 1,95,7)
- <ἀπαλλαξήσαιμι>
- ἀποστήσαιμι
- †<ἀπαλλητόν>
- θαυμαστόν, ἔξαλλον, πολὺ παρηλλαγμένον
- *<ἀπ' ἄλλων>
- μόνον (ψ 110 ..) (S)
- †<ἀπαλλᾶσθαι>
- ἀπαντλεῖν
- <ἀπαλασίξαι>
- ὀμόσαι. Λάκωνες
- <ἁπαλοβραχέα>
- ἁπαλοανθῆ. ἁπαλῶς θάλλοντα
- †<ἀπάλιον>
- θῦμα, δελφάκιον
- <ἄπαλον>
- ἀνοχὴ ἀπὸ τοῦ παλαίειν
- *<ἁπαλοῖς>
- μικροῖς S
- *<ἁπαλός>
- μικρός. [τρυφερός ps
- *<ἀπαμείβομαι>
- ἀνταποκρίνομαι S
- *<ἀπαμειβόμενος>
- ἀνταποκρινόμενος (Α 84) gASn
- <ἀπαμβρακοῦ>
- ἀνδρίζου. καρτέρει (Plat. fr. 5 D.)
- <ἀπαμείρεται>
- ἀφαιρεῖται
- <ἀπαμήσεται>
- ἀποθερίσει
- *<ἀπαμῦναι>
- ἀποστρέψαι AS
- <ἀπαμυνταί>
- βοηθοί
- *<ἀπαμφιάσαντες>
- ἀποδύσαντες vgASn
- <ἀπαμφιεῖ>
- ἀπογυμνώσει (Men. fr. 339)
- *a) <ἅπαν>
- ὅλον AS b) <ἅπαντα>· <ὅλον> S
- *<ἀπαναίνου>
- ἀποστρέφου (Iob 5,17 ..) vgAS
- *<ἀπανᾶν>
- καλεῖν AS
- <ἀπανεῖ>
- καλεῖ (S)
- *<ἀπανάστασις>
- ἀποικία (Greg. Naz. or. 10,175 c) vgASn
- <ἀπάνεσον>
- κάλεσον. Λάκωνες
- *<ἀπάνευθεν>
- μακρόθεν, ἄποθεν AS προσωτέρω (Α 35) S
- †<ἀπανιζόμενοι>
- ξηραινόμενοι
- *<ἀπανηνάμενοι>
- ἀπαρνησάμενοι (vg) AS
- <ἀπανθρακίδες>
- οἱ πρὸς ὄπτησιν ἐπιτήδειοι ἰχθύες. καὶ πέμ- ματος εἶδος <ἀπανθρακίς>
- <ἀπάνθρωπος>
- *σκληρός P ἀνόητος, ἄφρων. ἀνελεήμων p Σοφοκλῆς †ἀπανίν ..(fr. 916)
- <ἀπαντίξοα>
- ἐναντία
- †<ἀπαντινά>
- ἀνέντροπα. ἐκτετημένα
- *<ἀπαντλοίην ἄν>
- ἐπικουφίσαιμι ἄν (Eur. Alc. 354) AS
- *<ἀπαξιοῖ>
- οὐκ ἀξιοῖ. ὑπερηφανεύεται AS
- <ἁπαξοί>
- μοναχοί
- *<ἅπαξ>
- ἐπίῤῥημα ἀριθμητικόν d
- <ἀπᾷξον>
- ἀποῤῥίπισον
- [<ἀπατάλη>
- ἀπαντήτρια ἤγουν] <ἀπατηλή>· ἀπατήτρια, ἀλα- ζών, ἢ μαντευομένη
- *<ἀπαράβλητος>
- ἀσύγκριτος. ἀνόμοιος (Cyrill in Esai. 55,8) vgAS
- *<ἀπαραίτητον>
- ἄφευκτον, ὃ οὐ δύναταί τις παραιτήσασθαι (Sap. 16,4) S
- <ἀπαράλλακτον>
- ἀναλλοίωτον
- *<ἀπαραλλάκτῳ>
- ὁμοίῳ, κατὰ μηδὲν παραλλάσσοντι AS
- *<ἀπάραξεν>
- ἀπέτεμεν (Π 116) (S)
- *<ἀπαραποδίστως>
- ἀνεμποδίστως AS
- *<ἀπαραποιήτως>
- ἀπλάστως gAS
- <ἀπάρας>
- σκεψάμενος. *ὁρμήσας (Sir. 33,33)
- <ἀπαράσσεται>
- ἀποκατάγνυται
- <ἀπαράσημον>
- *ἀσινές gASn τὸ μὴ παραχάρακτον. ἀπαραλό- γιστον, ἀψευδές, ἀληθές
- †<ἀπαράντινα>
- ἀπαράλλακτα
- <ἀπάρατον>
- ἀπευκτόν. [ἀπέραντον]
- <ἀπαράχυτος οἶνος>
- ᾧ οὐ προστέθειται θάλασσα
- (*)<ἀπαράβατον>
- πιστόν (Hebr. 7,24)
- <ἀπάργματα>
- ἀπαρχαί
- *<ἀπαρεμφάτως>
- ἄνευ δηλώσεως [ἢ] προσώπου vgASn
- <ἀπαρές>
- ὑγιές. ἀπήρωτον
- *<ἀπαρέσασθαι>
- εἰς ἀρέσκειαν ἀγαγεῖν (Τ 183) S
- <ἀπαρθένευτος>
- ἀκέραιος, καθαρά. Σοφοκλῆς Ἱππόνῳ (fr. 283)
- <ἀπαρθένευτα>
- οὐ πρέποντα παρθένοις. [Σοφοκλῆς] Ἰφιγενείᾳ τῇ ἐν Αὐλίδι (Eur. I. A. 993)
- <ἀπαρίνη>
- φυτάριόν τι. ἔνιοι δὲ ὀροβάκχην
- <ἀπαρκῆ>
- ἁρμόζοντα. αὐτάρκη
- <ἀπαρκίας>
- οὕτως ἄνεμος ...
- †<ἀπαρκτεῖν>
- ἀποτυχεῖν
- <ἀπαρτῆσαι>
- <ἀπ>αρθῆναι (Thuc. 6,21,2)
- *<ἀπαρτῆσαι>
- χωρίσαι, διαστῆσαι w πληρῶσαι
- <ἀπαρτί>
- ἀπηρτισμένως g ἀκριβῶς. Αἰσχύλος Ἀθάμαντι (fr. 4)
- <ἀπαρτία>
- τὰ ἔπιπλα (Hippon. fr. 15 Kn.)
- *<ἀπαρτίαν>
- μετάβασιν. ἀποσκευήν. τέλος. ἀπαρτισμόν (Num. 31,8) vgAS
- *<ἀπαρτίζει>
- τελειοῖ vgAS
- <ἀπαρτικός>
- πρὸς ἄπαρσιν καὶ ἀποδημίαν ἕτοιμος
- <ἀπαρτιλογία>
- ἀπηρτισμένη ψῆφος
- <ἀπαρτύειν>
- ἀποκηρύσσειν. Ταραντῖνοι
- <ἀπαρτῦναι>
- <δια>τάξαι
- <ἀπαρυόμενον>
- ἀφαιρούμενον
- <ἀπάρχεσθαι>
- μεταδιδόναι
- *<ἀπαρχή>
- προσφορά AS ἀφαίρεμα (Ez. 20,46) (n)
- *<ἀπαρχὴ Χριστός>
- πρῶτος Χριστός (1. Cor. 15,23) AS
- <ἀπάρχου>
- τὰς ἀπαρχὰς πρόσφερε (Prov. 3,9) vgAS
- <ἅπασα χαλκῆ>
- λαμπρὰ ὅλη [Κρῆτες]
- <ἀπαστίας>
- διαγωγῆς ...
- *<ἄπαστος>
- ἄγευστος (ζ 250 ..) g
- <ἄπαστον>
- τὸ δεσμωτήριον. <Κρῆτες>
- <ἀπασκαρίζειν>
- σπαίρειν (Ar. fr. 495)
- †<ἀπασσείονται>
- παμποίκιλον. οἱ δὲ λινοῦν χιτῶνα· οἱ δὲ μαλ- λωτόν
- <ἀπαστί>
- ἀγευστί
- <ἀπατεύων>
- ψευδόμενος
- †<ἀπαστακώς>
- ἁμαρτών
- *<ἀπατᾷ>
- πλανᾷ. φενακίζει vgASn
- *<ἀπάτη>
- πλάνη ASPn ψεῦδος
- *<ἀπατηλόν>
- ψευδές n ἀπατητικόν (g) παραλογιστικόν (Α 526)
- <ἀπάτητον>
- τὸ ἀνωμάλως συγκείμενον. παρὰ Δημοκρίτῳ (fr. 131)
- <ἀπάτερθεν>
- ἄποθεν, [ἢ χωρίς (Β 587) S
- <Ἀπατούρια>
- ἑορτὴ Ἀθήνησιν ἐπὶ ἡμέρας τέσσαρας, ὧν ἡ πρώτη <δορπία> καλεῖται, ἡ δευτέρα <ἀνάῤῥυσις>, ἡ τρίτη <κουρεῶτις>, ἡ τετάρτη <ἐπίβδα>
- <ἀπατουργός>
- λωποδύτης
- *<ἀπαύγασμα>
- ἡλίου φέγγος (Hebr. 1,3) vgAS
- <ἀπαυγέος>
- λαμπροῦ, φωτεινοῦ
- *<ἀπαυδῶ>
- ἀπαγορεύω (Eur. Andr. 579) vgAS
- *<ἀπαυθαδιάζοντας>
- μεγαλοφρονοῦντας vgAS
- <ἀπ' αὐτόφιν>
- ἀπ' αὐτῶν, ἢ ἀπ' αὐτοῦ (Λ 44)
- <ἀπαυλεῖσθαι>
- τὸ μὴ προαυλεῖν κατὰ τρόπον
- <ἀπαύλια καὶ ἐπαύλια>
- διχῶς λέγεται ἡμέρα, ἐν ᾗ <πρῶτον> ἐπαυλίζεται τῷ ἀνδρὶ ἡ νύμφη
- <ἄπαυλον>
- ἀπόκοιτον
- <ἀπαυστρίδας>
- ἀπαρυστίδας
- *<ἀπαυτομολήσει>
- <φεύξεται· αὐτομολῆσαι γάρ ἐστι τὸ> ἀφ' ἑαυτοῦ ἐλθεῖν vgASn παρὰ τὸ <μολεῖν>, ὅ ἐστιν ἐλθεῖν (Prov. 6,11 a) AS
- <ἀπ' αὐτομάτου>
- ἐξαίφνης
- <ἀπαφίνιον>
- Λάκωνες κάρδοπον λιθίνην, ἐν ᾗ †μένουσιν, ἣν †<κτητί> καλοῦμεν
- <ἀπαφίσκειν>
- ἀπατᾶν (p) ἀφαιρεῖσθαι (λ 217)
- <ἄπαφος>
- ἔποψ, τὸ ὄρνεον
- <ἀπαφουλίστωρ>
- σταφυλῖνος. Λάκωνες
- <ἀπάφω>
- ἀπατήσω (ψ 79)
- *<ἀπέβη>
- συνέβη. ἐγένετο (Eur. Andr. 1288 ..) vgAS
- <ἀπέβλισεν>
- ἀπεπίασεν (Ar. Av. 498) S
- *<ἀπεβήσατο>
- ἐπορεύθη (Α 428)
- [<ἀπέβαισεν>
- ἀπέασεν]
- *<ἀπεβίω>
- ἀπέθανεν vgASPn
- <ἀπεγγυαλίζειν>
- ἀποκαθιστᾶν
- *<ἀπεγένετο>
- ἀπέθανεν (Thuc. 2,98,3) Σ
- *<ἀπεγνωσμένος>
- ἀνέλπιστος (P)
- <ἀπεδέξατο>
- ἀπέλαβεν (Α 95)
- *[<ἀπέδετο>
- ἐκδέδωκεν n]
- <ἁπεδίζειν>
- ὁμαλίζειν
- <ἀπεδικάσθη>
- κατεδικάσθη
- <ἅπεδον>
- ὁμαλόν *ἰσόπεδον, ἐπίπεδον (Thuc. 7,78,4) AS
- [<ἄπεδος>
- ἀνάπαλιν]
- *<ἀπέδοσθε>
- ἀπημπολήσατε (Act. ap. 5,8) vgAS
- *<ἀπέδοτο>
- ἐκδέδωκεν (Eur. Or. 652) vgAS
- <ἀπέδου>
- παρέδου
- *<ἀπέδρα>
- ἀπέφυγεν (Esai. 35,10?) vgASn
- <ἀπέεργεν>
- ἀπεκώλυσεν (Ω 238)
- <ἀπέῃσιν>
- ἄπεστιν (τ 169)
- <ἀπέειπεν>
- ἀπηρνήσατο. ἀπεῖπεν (Ι 431)
- *<ἀπέθρισεν>
- ἀπέκειρεν vgAS ἀπέκοψεν (Eur. Or. 128) AS
- <ἀπεέργει>
- ἀπείργει, κωλύει
- *<ἄπει
- [ἄπιθι>· ἄπελθε S] βάδιζε (Soph. O. R. 431) AS
- <ἀπίης γῆς>
- τῆς πολὺ ἀφεστώσης γῆς (Α 270)
- *<ἀπειθεῖ>
- ἀντιλέγει AS
- <ἀπειθής>
- ἀνυπότακτος. ἄπιστος. Σοφοκλῆς Αἰχμαλωτίσιν (fr. 47)
- *<ἀπίθησεν>
- <οὐκ> ἐπείσθη (Α 220 ..) AS
- *<ἀπεικάσματα>
- ὁμοιώματα (Sap. 13,10) vgAS
- *<ἀπεικός>
- ἄτοπον, οὐ πρέπον vgASn
- *<ἀπειλή>
- ὀργή (Prov. 19,12 ..) ps
- <ἀπειλεῖται>
- ...
- *<ἀπείπατο>
- ἠρνήσατο (Iob 6,14) AS
- *<ἀπεῖπεν>
- ἡρνήσατο n
- *<ἀπειπάμεθα>
- ἀπεῤῥιψάμεθα (2. Cor. 4,2) vgAS
- *<ἀπείπαντο>
- παρῃτήσαντο ἀπετάξαντο AS
- <ἀπείπετε>
- ἀποτάσσετε. ἀπαρνεῖσθε
- <ἀπειραίη>
- ἠπειρωτική (η 8)
- <ἀπειράκις>
- πολλάκις. πλειστάκις
- *<ἀπεῖργον>
- ἐκώλυον v(g) AS
- <ἀπειρηκότων>
- ἀπειπαμένων
- *<ἀπειρημένοι>
- ἀπεγνωκότες ASPn
- [<ἀπεγνωκότες>
- ἀπηγορευμένοι]
- [<ἀπειρήδιον>
- πολύ, ἄπειρον πλῆθος]
- *<ἀπειρέσια>
- ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλά n ἐν δ' αἶγες ἀπειρέσιαι (ι 118)
- [<ἀπείῤῥητον>
- ἄῤῥητον, ἀνεκλάλητον]
- *<ἀπείρητος>
- ἄπειρος (β 170) (S)
- *<ἀπείρηται>
- ἀπηγόρευται vgAS
- *<ἀπεῖρξεν>
- ἐκώλυσεν vgAS
- <ἄπειρον>
- πολύ. ἄγευστον. περιφερές, στρογγύλον, διὰ τὸ μήτε ἀρχὴν μήτε πέρας ἔχειν
- *<ἀπείρονα>
- πέρας μὴ ἔχοντα (δ 510) AS
- <ἀπείρονας>
- ἀπειράτους. Σοφοκλῆς Θυέστῃ (fr. 244)
- *<ἀπείρου>
- ἀγνώστου vgAS μεγάλου S
- *<ἀπείρῳ>
- πολλῇ AS
- *<ἀπειρομένων>
- ἀποφευγόντων (AS)
- <ἀπείρων>
- μεγάλων, ἀναριθμήτων, πέρας μὴ ἐχόντων
- <ἀπειροπλάσιον>
- πολυπλάσιον
- <ἄπεισιν>
- *ἀπέρχεται v(g) ASn ἀπέθανεν
- †<ἀπεισουτῆρες>
- σκόλοπες
- <ἀπεῖτε>
- ἀπέλθατε
- *<ἀπεκάκησεν>
- ἐσιάνθη (Ierem. 15,9) AS
- <ἀπεκαίνυτο>
- ἐνίκα p διαφέρεται (θ 127)
- *<ἀπέκαμον>
- ἠτόνησαν AS
- †<ἀπεκέλλερεν>
- ἀπέκλεψεν
- <ἀπεκέντησαν τὴν ἀλήθειαν>
- οἷον ἐδείχθη ὁποῖον ἦν τῷ πράγματι
- <ἀπέκιξαν>
- ἀποπεσεῖν φυσῶντες ἐποίησαν (Ar. Ach. 869)
- *<ἀπεκομίσθη>
- ἀπηνέχθη vgASn
- †<ἄπεκτον>
- τοῦ τέκοντος ἐγένετο
- <ἀπεκορύφου>
- εἰς κορυφὴν ἢ τέλος ἦγεν (Hdt. 5,73,2?)
- <ἀπεκόσμεον>
- ἀπετίθουν, ἀπετίθεντο (η 232)
- <ἀπέκτητον>
- ἄκαρτον, ἀπόκαρτον (p)
- <ἀπεκυπάρωσεν>
- ἀπέκτεινεν
- <ἀπεκωλύθη>
- ἀπεχωρίσθη
- <ἀπελλάζειν>
- ἐκκλησιάζειν. Λάκωνες
- <ἀπελασία>
- διωγμός
- [<ἀπελαιθρόνην>
- τὴν δύναμιν τὴν ἀμέτρητον]
- <ἀπέλεθρον>
- ἀμέτρητον <Πλέθρον> γὰρ εἶδος μέτρου (ι 538 ..)
- *<ἀπέλεθρον ἶνα>
- τὴν δύναμιν τὴν ἄμετρον (Ε 245) AS(n)
- *<ἀπεληλαμένοι>
- διωχθέντες gASn
- *<ἀπέλεξα>
- ἀπεῖπον. ἀπηγόρευσα AS
- <ἀπελάπη>
- ἀπελεπίσθη
- †<ἀπέλυκα>
- ἀπέῤῥωγα. Κύπριοι
- <ἀπέλαστον>
- ἀπρόσιτον
- <ἀπελήκησεν>
- ἀπεδήμησεν. καὶ τοῖς δακτύλοις ἐψόφησεν
- <ἀπέλλαι>
- σηκοί. ἐκκλησίαι. ἀρχαιρεσίαι
- <ἀπελλεῖν>
- ἀποκλείειν
- *<ἀπελεύθερος>
- ἐκ δούλου ἐλεύθερος d
- *<ἀπελεύσῃ>
- ἀπέρχῃ AS
- †<ἀπελιγκόμην>
- ἀπεῤῥιπτούμην
- <ἀπελλόν>
- αἴγειρος, ὅ ἐστι εἶδος δένδρου
- <ἀπελλακάς>
- ἱερῶν κοινωνούς
- <ἀπελύκησεν>
- ἀπέτεμεν (ε 244)
- <ἀπελυμαίνοντο>
- ἀπεκαθαίροντο gn ἀφηγνίζοντο (Α 314)
- *<ἀπέλυσεν>
- ἀπελύτρωσεν (Α 95) S
- †<ἀπελύωσεν>
- ἀπέτεμεν, ἀπέκοψεν
- *<ἀπεμάσσετο>
- καθήψατο AS ἀπῴκησεν ASn
- *†<ἀπεμέω>
- ματαίω AS
- *<ἀπεμορξάμην>
- ἐδάκρυσα vgAS
- *<ἀπεμόρξατο>
- ἀπεψήσατο (Β 269) AS
- *<ἀπεμόργνυ>
- ἀπέμασσεν S ἐξέρασεν (Ε 798)
- <ἀπεμπολᾶι>
- πιπράσκει S
- *<ἀπεμπολήν>
- ἀπαλλαγήν. πρᾶσιν. ἐμπορίαν AS
- *<ἀπεμπολήσας>
- πωλήσας. πεπρακώς vgASn πραγματευσάμε- νος AS
- <ἀπεμπολῆσαι>
- τὸ ἐπὶ κέρδος ἀποδόσθαι τι
- <ἀπεμυθεόμην>
- ἀπηγόρευον· πόλλ' ἀπεμυθεόμην (Ι 109). γρά- φεται δὲ καὶ <ἐπεμυθεόμην>, ὅ ἐστι ἐπέλεγον, καὶ συνεβούλευον
- *<ἀπεμφαίνοντα>
- ἀπεοικότα. ἐκ τοῦ μὴ ἐμφαίνειν τὸ ὅμοιον vg
- *<ἀπέναντι>
- κατὰ ἀνατολὰς <ἢ ἀπὸ> νότου AS
- <ἀπενάσθη>
- ἀπῳκίσθη (Eur. Med. 166?)
- <ἀπενάσσατο>
- ἀπῴκησεν (Β 629)
- *<ἀπενεγκάμενος>
- κτησάμενος vgAS
- *†<ἀπενδονικώς>
- φυγών AS
- *<ἀπενέγκασθαι>
- λαβεῖν AS
- <ἀπένεικας>
- ἀπήνεγκας (Ξ 255)
- <ἀπενεγκεῖν γραφήν>
- τὸ γράψασθαι δίκην
- *<ἀπένειμεν>
- ἀπεκλήρωσεν (Deut. 4,19) vgASn
- <ἀπενήσω>
- ἀπέβαλες. Εὐριπίδης Αὔγῃ (fr. 279)
- *<ἀπενήνατο>
- ἀπεῖπεν, ἀπηρνήσατο (Ps. 76,3) n(S)
- <ἀπενιαυτισμός>
- ἡ εἰς ἐνιαυτὸν φυγὴ τοῖς φόνον δράσασιν
- *<ἀπενθέα>
- ἀπενθῆ AS
- *<ἀπεννέπῃ>
- ἀπαγορεύσῃ (Eur. Phoen. 1657) AS
- <ἀπενώτισαν>
- ἀπέστρεψαν τὰ νῶτα. Σοφοκλῆς Φινεῖ (fr. 647)
- <ἀπεξέβδει>
- τὸ ἀποπατεῖν Κρῆτες
- <ἀπεξεβίω>
- ἀπέθανεν
- *<ἀπεξενωμένη>
- ἀλλοτρία vg(AS)
- *<ἀπεξεσμένον>
- ἐκτετορνευμένον. ἠκριβωμένον vgAS
- <ἀπεξινησάμην>
- ἀπεξεφόρησα. ἢ ἐξεκένωσα. ἢ ἀπεθέμην
- *<ἀπεοίκασιν>
- ἀνομοιοῦσιν vgAS
- *<ἀπεοικός>
- ἀνόμοιον vgAS
- *<ἀπεόντος>
- ἀπόντος (Ζ 362) n
- †<ἀπεπάνωτος>
- ὁ μὴ παλαιούμενος S
- †<ἀπεπορίανεν>
- ἀπεχλωρίασεν
- <ἀπεπετόμην>
- ἀπεχώρησα. ἀπεπήδησα
- <ἀπέπρησεν>
- ἀπεδάκρυσεν. ἀπεφύσησεν. ἀπέπαρδεν
- <ἀπέπτυσε λόγους>
- ἀπεμύξατο τοὺς λόγους, ἀντὶ τοῦ ἀπε- στράφη. Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ (fr. 617)
- *<ἅπερ>
- καθάπερ (β 156) n
- *<ἀπεράντοις>
- ἀπείροις (1. Tim. 1,4) n
- <ἀπειπέμεν>
- ἀπειπεῖν. ἀπαγορεῦσαι (α 91)
- *<ἀπέραντον>
- μέγαν. ἀτελείωτον. ἐκ τοῦ πέρας μὴ ἔχειν (Eur. Med. 213) vgAS
- <ἀπέργαθεν>
- ἀπεκώλυσεν (Φ 599)
- *<ἀπέρατοι>
- ἀόριστοι, τέλος μὴ ἔχοντες AS
- <ἅπερ ἐστίν>
- ἅ τινά ἐστιν
- <ἀπεργός>
- ἀργός
- <ἀπερημάσαι>
- ἀποικῆσαι
- <ἀπεριάγιστος>
- ὁ μὴ καθαρὸς ἀπὸ φόνων, <περιαγίζειν> γὰρ τὸ περικαθαίρειν ἔλεγον
- <ἀπεριλάλητον>
- ἀνεξαπάτητον. ἀφελῆ (Ar. Ran. 839)
- *<ἀπερίβλεπτον>
- ἀπερινόητον gPn
- [<ἀπερίγασεν>
- ἀπεφθάρη]
- *<ἀπερίγραπτον>
- ἀπεριόριστον vgASn
- *<ἀπερίγραφος>
- ἀπερινόητος A ἀνίκητος AS
- <ἀπεριέργως>
- ἀπερισκέπτως. ἀπολυπραγμονήτως
- *<ἀπερινόητον>
- ἀπερίβλεπτον (vgA)
- *<ἀπερεισαμένοις>
- στηριχθεῖσιν ASn
- <ἀπερίληπτος>
- ἀκατάσχετος
- *<ἀπερισκέπτως>
- ἀβουλήτως A ἀπρονοήτως AS
- *<ἀπερισπάστως>
- ἀμερίμνως, ἀφροντίστως AS ἡσύχως (1. Cor. 7,35) S(A)
- <ἀπερίστατον>
- [*μωρόν AS] ἀφορμὰς μὴ ἔχον
- *<ἀπεριμερίμνως>
- ἀμερίμνως AS
- *<ἀπηρείσατο>
- ἀπετινάξατο vA
- [<ἀπερεισαμένοις>
- στηριχθεῖσιν]
- <ἀπερείσεται>
- στηρίξεται
- *<ἀπερείσια>
- πολλά. ἄπειρα (Α 13) n
- *<ἀπερισκέπτως>
- ἀπερινοήτως A
- *<ἀπερίτρεπτον>
- τὸ μὴ περιτρεπόμενον AS ἤγουν τὸ μὴ κατα- στρεφόμενον
- [<ἀπέρονα>
- πέρας μὴ ἔχοντα]
- <ἄπεῤῥε>
- ἀποφθείρου. πορεύου μετὰ φθορᾶς
- <ἀπέῤῥηκται>
- τέτμηται
- <ἀπεῤῥήσεις>
- ἀπελεύσῃ, ἀποφθαρήσῃ (Cratin. fr. 123)
- <ἀπεῤῥίγασι>
- πεφρίκασιν (β 52)
- <ἀπεῤῥώοντο>
- ἐῤῥωμένως ἤλουν (υ 107)
- <ἀπερύκειν>
- κατέχειν. κωλύειν. *ἀποδιώκειν (Greg. Naz. c. 2,1,1,193) A
- *<ἀπερύκοι>
- κωλύοι (Δ 542) S
- <ἀπερωεύς>
- κωλυτής (Θ 361) <Ἐρωεῖν> γάρ ἐστι τὸ ὁρμᾶν
- <ἀπέρωπος>
- ἀπάνθρωπος (Aesch. Choe. 600)
- <ἀπερώπως>
- θαυμαστῶς. ἀδοκήτως
- *<ἀπερωήσειας>
- ἀποχωρήσειας (Π 723) S
- *<ἀπέσαξεν>
- [ἔτρωσεν.] ἀπέστρωσεν (Gen. 24,32) AS
- *<ἀπέσβη>
- ἐσβέσθη (Eur. Med. 1218) vgASn
- *<ἀπεσείσατο>
- ἀπεβάλεν (Greg. Naz. c. 1,1,10,3) n
- [<ἄπεσθαι>
- ἀκολουθῆσαι]
- <ἀπεσίμωσεν>
- ὕψωσεν, πρὸς μετέωρον ἀνήγαγεν. Σῖμαι γὰρ αἱ μετέωροι προσαναβάσεις
- <ἀπέσεισεν>
- ἀπεώσατο. ἀπέῤῥιψεν
- *<ἀπεσκευάζετο>
- ἀκύρους ἐποίει AS
- <ἀπεσκευασάμην>
- ἀπέῤῥιψα, ἀπεδοκίμασα
- <ἀπεσκῆ>
- "τόξον ἀπεσκῆ" ... ἔνιοι δὲ γυμνὰ θήκης τόξα. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ (fr. 569)
- <ἀπέσκλη>
- ἀπέθανεν
- *<ἀπεσκληκώς>
- ἀναισθήτως ἔχων vgAS
- <ἀπεσκόλυπτεν>
- ἀπεσκέπαζε τὸ δέρμα. ὅθεν καὶ σκυλοδέψης
- <ἀπεσκοράκιστο>
- καταπεφρόνητο
- <ἀπεσκόρδαζεν>
- ἀπεσύρατο
- <ἀπεσκοτωμένα>
- ἐσκιαγραφημένα. τὰς γὰρ χρίσεις <σκότους> καλοῦσιν οἱ ζωγράφοι (Ar. fr. 712)
- <ἀπεσκύθισται>
- κέκαρται
- <ἀπεσόϊξεν>
- ἀπέσωσεν. Λάκωνες
- †<ἀπεσουτήρ>
- ἀπεσώθη. Λάκωνες
- <ἀπεστύπαζον>
- ξύλοις ἀπεδίωκον (Archil. fr. 127)
- <ἀπεσποδικότων>
- φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ
- †<ἀπεσπάδαντο>
- ἀπέστησαν
- <ἀπεσποδῆσθαι>
- ἀπεῤῥῖφθαι. ἀποθανεῖν
- <ἀπεσσύα>
- ἀπέσσυται, ἀπέδρα, ἀπηλλάγη. ἠφανίσθη
- <ἀπεσταύρωσαν>
- ἀπέφραξαν ξύλοις
- <ἀπέστη>
- ἐχωρίσθη
- <ἀπέστιχεν>
- ἀπῆλθεν (μ 143)
- <ἀπεστλεγγισμένον>
- ἀπεξυσμένον. <Στλεγγὶς> γὰρ ἡ ξύστρα (Ar. Eq. 580)
- <ἀπετύλουν>
- ἀπέσυρον. ἀπεγύμνουν τὸ αἰδοῖον (Pherecr. fr. 204)
- *<ἄπεστιν>
- ἀπέχει (Iob 6,13) AS
- <ἀπεστύς>
- ἀποχώρησις
- <ἀπεστυφέλιξεν>
- ἀπέῤῥιψεν. [ἀπέσφηλεν]. ἀπέκρουσεν. *ἀπο- διέσεισεν. (Π 703) ἐδίωξεν A
- <ἀπεστω>
- †ἀγνοία, ἢ ἀπείη. ἢ μὴ γένοιτο
- <ἀπεσφακέλισεν>
- ἐσάπη. Ἀριστοφάνης Ὁλκάσιν (fr. 424) οἱ δὲ ἰατροὶ τὴν ἐκ τῆς σήψεως μελανίαν vgAS ἢ ἀντὶ τοῦ προς- εσπάσθη. ἢ αἰφνιδίως ἀπέθανεν Σ
- *<ἀπέσφηλεν>
- ἀποτυχεῖν ἐποίησεν (n)
- <ἀπεσφραγίσθαι>
- ἀποκεκλεῖσθαι
- <ἀπέσχας>
- ἀπέσχασας
- <ἀπ' ἐσχαρόφιν>
- ἀπὸ τῆς ἐσχάρας (η 169)
- *<ἀπεσχεδιάζετο>
- ἀσκέπτως ἐγένετο n
- *<ἀπεσχεδιάζετο>
- ἡτοιμάζετο vgA
- <ἀπεσχοινισμένος>
- [ὡς] διεστηκώς, διεζευγμένος, *ἀποκεκλει- σμένος (Dem. 25,28) An
- *<ἀπετείχιζον>
- ἀπεχώριζον (Thuc. 6,103,1 ..) (vg)An
- *<ἀπετέλεσεν>
- ἀπήρτισεν (Hdt. 5,92 η 1) An
- <ἀπετέλουν>
- ἀπεπλήρουν
- *<ἀπετίννυον>
- ἀπεδίδουν (Ps. 68,5) vgAPn
- *<ἀπετίννυτο>
- ἀπελάμβανεν (Π 398) An
- *<ἀπέτισεν>
- ἀπέδωκεν (g) A
- *<ἀποτμήγουσι χαράδραι>
- ἀποτέμνουσιν αἱ ὑδροῤῥόαι (Π 390) A
- *<ἀπετράπημεν>
- ἀπεφύγομεν A
- <ἀπετυμπάνισαν>
- ξύλῳ ἀνῃρήκασιν
- *<ἀπευθανατίζειν>
- ἀποθνήσκειν (2. Macc. 6,28) A
- <ἀπευήκασιν>
- ἐξηραμμέναι εἰσίν
- <ἀπευθής>
- οὐδὲν ἀκούσας (γ 184)
- [<ἄπευτος>
- ἀνήκοος. ἢ ἀπαθὴς ὢν παντὸς κακοῦ]
- *<ἀπευθῦναι>
- κολάσαι An
- *<ἀπευθύνει>
- κολάζει (Eur. Bacch. 884) (vg)Pp
- <ἀπευκταίοις>
- ἀχρησίμοις
- *<ἀπευκτόν>
- μισητόν vgAn τὸ μὴ εὐχῆς ἄξιον gA
- (*)<ἀπεύδα>
- ἀπηγόρευσεν
- *<ἄπευστος>
- ἀνήκοος A
- †<ἀπευτελεῖσθαι>
- ἀπάρξασθαι
- <ἀπεύχεται>
- ἀρᾶται
- <ἀπέφατο>
- ἀπέθανεν
- <ἀπέφατο>
- ἀπείπατο. ἀπεφήνατο
- <ἀπέφησεν>
- ἠρνήσατο (Men. fr. 995)
- *<ἀπεφθαρμένον>
- ἀποθνήσκοντα A
- <ἀπέφθιθεν>
- ἀπεφθάρησαν (γ 110)
- <ἀπέφρησαν>
- ἀφῆκαν. Κρατῖνος Θρᾴσσαις (fr. 78)
- [<ἀπέφρυσεν>
- ἀπέξεσεν. ἀπέβαλεν]
- <ἀπέχεσθαι>
- φεύγειν
- <ἄπεχε χροΐ>
- ἀπέχεσθαι ἐποίει τοῦ χρωτός (Ω 19)
- *<ἀπέχῃ>
- λάβῃς A
- <ἄπεχε>
- ἐκώλυε (Ω 19)
- *<ἀπέχθεια>
- ἔχθρα. μῖσος vgA
- *<ἀπεχθάνοντο>
- [ἐμισεῖτο] ἐμισοῦντο b
- <ἀπεχθέος>
- ἐχθροποιοῦ
- (*)<ἀπεχθαίρων>
- μισῶν (Greg. Naz. c. 2,1,34,152)
- *<ἀπεχθής>
- ἐχθρός gAn
- *<ἀπέχθετο>
- ἐμισεῖτο (Ζ 140) An
- *<ἀπεχθήρω>
- μισήσω (Γ 415) As
- *<ἀπέχθομαι>
- μισοῦμαι (Eur. Hipp. 1260 v. l.?) As
- *<ἀπεχθῶς>
- ἐχθρωδῶς vgA
- <ἀπέχω>
- πόῤῥω εἰμί
- <ἀπεχοιρίασεν>
- ἀπεσκίρτησεν. οἱ δὲ ἀπὸ τῶν χοίρων, ἀπέ- πληξεν
- *<ἀπέχρα>
- ἤρκει (Hdt. 1,66,1) vn
- *<ἀπέχρησεν>
- ἤρκεσεν s
- <ἀπεχρήσαντο>
- ἀπέκτειναν (Ar. fr. 358)
- <ἀπέψα>
- ἀπέμασσεν (Eur. I. T. 311) A
- <ἀπεψύχη>
- ἀπεπνευματίσθη. Αἰσχύλος Κερκυόνι Σατυρικῷ (fr. 104)
- *<ἀπεψύχοντο>
- ἐξηραίνοντο ἀνέμῳ (Λ 621) (n)
- *<ἀπεώρητον>
- ἀμετεώριστον An
- *<ἀπεωρούμενον>
- κρεμάμενον vgA
- *<ἀπεώσατο>
- ἀπεσείσατο vgA κατεβάλετο
- *<ἀπέωστο>
- ἀπώθητο A (b)
- *<ἀπηνήνατο>
- παρῃτήσατο d
- [<ἀπέωστον>
- ἀπόθητον]
- *<ἀπηβηκώς>
- τὴν ἀκμὴν παρελθών A
- [<ἀπῆγε, ἐλεῶς>
- σκληρός]
- [<ἀπηνής>
- ἀπήρητος]
- *<ἀπηγμένων>
- κρατηθέντων. [ἀποφερομένων (A)
- *<ἀπηγορευμένα>
- ἄνομα (A)
- <ἀπηγόρευται>
- κεκώλυται
- <ἀπηγορευμένος>
- ἀποβεβλημένος
- <ἀπηγόρευμα>
- ἀπολόγημα
- <ἀπηγορήσομαι>
- ἀπολογήσομαι
- <ἀπηγενέες>
- ἀποτεταγμένοι
- <ἀπηγκωνισμένος>
- ἐν σχήματι τὸν ἀγκῶνα ἀποτετακώς
- <ἀπηδέσθη>
- †ἄμορφος ἐγένετο
- <ἀπῃθάλωσεν>
- ἐξεπύρωσεν. ἢ ἀπέσβεσεν
- <ἀπήκει>
- ἀπέχει. ἢ εἰς ὀξὺ συνάγει
- †<ἀπηκολλύρισεν>
- ἐν τῷ παραβεβλῆσθαι ἀπέστροφε. Λάκωνες
- <ἀπήκοοι>
- οἱ μὴ ὑπήκοοι
- *<ἀπῆκτο>
- ἀπηνέχθη (Gen. 40,3) vgA
- <ἀπηλλάξῃ>
- ἀπηλλαγμένος ἔσῃ
- *<ἀπηλγηκότες>
- μηκέτι θέλοντες πονεῖν (n) ἀναίσθητοι γενόμε- νοι (vgAb) ἀποκαμόντες (Eph. 4,19) gPn
- *<ἀπηλγηκώς>
- ἀναίσθητος, παρὰ τὸ <ἄλγος> A
- <ἀπηλεγέως>
- ἀπολελεγμένως. [ἀποτόμως T. AN2 κεκριμένως (Ι 309) b
- *<ἀπηλοίησεν>
- ἀπηλόησεν. [ἀπέκοψεν (Δ 522) AS
- *<ἀπημάλδυνεν>
- ἤμβλυνεν. [ἠφάνισεν (Greg. Naz. c. 1,2,14, 115?) T
- *<ἀπήμαντος>
- ἀβλαβής. Πῆμα γὰρ ἡ βλάβη (τ 282) vg(A)
- *<ἀπήμβροτε>
- ἀπέτυχεν (Ο 521) A
- <ἀπήμησαν>
- ἀπεθέρισαν
- *<ἀπήμονα>
- ἀβλαβῆ gA ἀπήμαντον (ε 268 ..)
- <ἀπήμπλακον>
- ἀπέτυχον
- <ἀπημύλλαινεν>
- ἐξηυτέλιζεν
- <ἀπήμων>
- *ἀβλαβής (δ 519) Ab
- <ἀπήμαντος>
- ἀναμάρτητος (Aesch. Suppl. 575?)
- *<ἀπηναῖος>
- ἀπάνθρωπος. ὠμός A
- *<ἀπηνές>
- σκληρόν Pp ὠμόν (Sap. 17,19) s
- <ἀπηνέος>
- σκληροῦ d ὠμοῦ (Α 340)
- <ἀπηνεμήθη>
- ὑπ' ἀνέμου ἔπεσεν
- *<ἀπηνέστερον>
- ἀποτομώτερον vgAn
- *<ἀπηνέμοις>
- μὴ ἔχουσιν ἀνέμους vgA [ἢ ξηρασία.] ἢ ἄποθεν ἀνέμων gA
- <ἀπήνη>
- ἅμαξα. οἱ δὲ ζεῦγος ἡμιόνων
- *<ἀπηνής>
- σκληρός. ὠμός (Sap. 17,17) vgAn χαλεπός (n) κακός
- <ἀπηξίωσεν>
- ἀπέβαλεν
- <ἀπήοροι>
- ἀποκρεμεῖς. ἀπαρτιζόμενοι
- <ἀπήορα>
- μετέωρα, ὑψηλά
- <ἀπήορον>
- ἀπέχον
- *<ἀπῆραν>
- ὥδευσαν (Num. 20,20) vgA
- <ἀπηρεῖς>
- ἀπήρωτοι, οὐ πεπηρωμένοι
- *<ἀπηρείσατο>
- ἔπηξεν gA
- *<ἀπῆρεν>
- μετέστησεν (Ps. 77,26) (n)
- *<ἀπῆρκεν>
- ἀπεδήμησεν A
- <ἀπήρξατο>
- ἀπαρχὰς ἔδωκεν (2. Paral. 30,24) (vg) A
- <ἀπηρτημένη>
- κρεμαμένη
- *<ἀπηρτημένοι>
- μακρὰν ὄντες A
- <ἀπηρτισμένον>
- τέλειον
- <ἀπήτρια>
- ἀκέστρια
- <ἀπηύδησαν>
- ἀπέγνωσαν, [ἀπηγόρευσαν (gA)
- *<ἀπηύρα>
- ἀφῆκεν. ἀφεῖλεν (γ 192 ..) A
- <ἀπηύρων>
- ἀφείλαντο N Εὐριπίδης †Ἀνδρομάχῃ (Eur. fr.)
- *<ἀπηχές>
- ψευδές. ἀηδές An
- *<ἀπηχεστάτων>
- ἀηδεστάτων A
- <ἀπήχεια>
- δυσοιωνισμός. ἀπέχθεια. μῖσος
- <ἀπηχής>
- ἀπεχθής
- *<ἀπήχθετο>
- ἐμισεῖτο (Ζ 140) g
- *<ἀπηχθημένον>
- ἀπόβλητον (n) psΣ
- *<ἀπηχθημένος>
- μεμισημένος A
- <ἀπηχῶς>
- σκληρῶς. ἀπεχθῶς
- <ἀπήωροι>
- μακροί, καὶ ἐκτεταμένοι (μ 435)
- <Ἀπιακὸς ἄρτος>
- ὁ Μεμφιτικός
- <ἀπιαλεῖς>
- ἀποπέμψεις
- *<ἀπίαλος>
- ῥῖγος ps
- *<ἀπίδω>
- ἴδω (Phil. 2,23) A (vgP)
- (*)<ἄπιτε>
- ἔλθετε
- <ἀπίει>
- ἀπέρχεται
- <ἀπίη>
- ἀλλοδαπή, ἀλλοτρία (Α 270)
- *<ἀπίης>
- πολὺ ἀπεχούσης (Γ 49) A
- <ἀπίης γαίης>
- τῆς μακρὰν ἀπεχούσης γῆς (η 25)
- †<ἀπίθετο>
- ἀπεζημιοῦτο
- <ἀπιθοῦντι>
- ἀνυποτάκτῳ
- <ἀπ' ἰκριόφιν>
- ἀπὸ τοῦ ἰκρίου. λέγεται γὰρ καὶ ἡ τοῦ κυβερνή- του καθέδρα ἰκρίον (μ 414)
- <ἀπικρόχολον>
- τὸ οὐκ ἔχον ξανθὴν χολήν
- <ἀπικμῶντο>
- ἀπεψῶντο
- <ἀπιλημμένη>
- κρατηθεῖσα
- <ἀπινεῖται>
- ἀπορυποῦται. Πίνος γὰρ ὁ ῥύπος
- <ἀπινύσσων>
- ἀπινύτως ἔχων, οὐ σωφρονῶν. Πινὺς γὰρ ἡ σωφροσύνη (Ο 10)
- <ἄπιος>
- ἡ ὄγχνη καλουμένη. βοτάνη
- *<ἀπιόντος>
- πορευομένου A
- <Ἆπις>
- βασιλεύς, ὡς Αἰγύπτιοι. καὶ ὁ παρ' αὐτοῖς ἆπις
- <ἀπιστεῖ>
- ἀπειθεῖ. Σοφοκλῆς Αἰθίοψιν (fr. 29)
- <ἄπιστος>
- ἀπαράπειστος. ἀπειθής. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ (fr. 570)
- <ἄπιχθυς>
- ὁ μὴ ἐσθίων ἰχθύν (Ar. fr. 565)
- *<ἀπιών>
- πορευόμενος, [ἀπερχόμενος A
- *<ἁπλᾶ>
- εὐθέα (s)
- *<ἄπλαστος>
- ἀληθινός (Gen. 25,27?) vg
- <ἁπλαῖ>
- ὑποδήματος εἶδος <Λακωνικοῦ> q
- <ἀπλάκητον>
- ἀναμάρτητον. Σοφοκλῆς Τραχινίαις (120)
- *<ἄπλετον>
- πολύ (n) μέγα vA ἀμέτρητον (n) οἷον ἄπλεθρον. ἢ τὸ μὴ πλεόμενον
- *<ἄπλετος>
- ἀπροσπέλαστος (Pn)
- *<ἁπλῆν>
- ἀκακούργητον vg
- *<ἀπλήξ>
- ὁ μὴ πεπληγμένος (Greg. Naz. c. 2,1,11,732) A
- <ἄπλητον>
- ἀπρόσιτον. *[ἀχώρητον A μέγα
- †<ἄπλαντα>
- ῥυπαρά
- <ἀπλανῆ>
- πολλά. Κύπριοι
- <ἀπλήμων>
- ἄπληστος
- <ἁπληγίς>
- σύμμετρος χλαῖνα (n) οὐ δυναμένη διπλωθῆναι (Ar. fr. 54)
- <ἁπλήγιος>
- ἁπλοῦς (Eupol. fr. 222)
- <ἄπλευρος>
- ἡ μὴ ἔχουσα βοηθόν, ἢ πλευράν
- *<ἄπληστος>
- ἀχόρταστος (Prov. 28,25) P
- <ἁπλοΐδες>
- ἱμάτιον μικρόν (Ω 230?)
- <ἁπλοϊκός>
- ἁπλοῦς
- <ἁπλοϊκώτερος>
- ἁπλούστερος
- *<ἄπλοοι>
- οἱ μὴ δυνάμενοι πλέειν gA
- <ἁπλοΐς>
- ἱμάτιον μικρόν
- <ἁπλοῦν>
- ἀσύνθετον. ἢ τὸ μὴ πλάγιον
- <ἄπλυτοι ῥαφανίδες>
- οὕτως ἔνιοι ὡς Εὔπολις (fr. 312), ἃς καὶ Θασίας τινὲς ἔλεγον
- <ἁπλῶς>
- συντόμως, καθάπαξ
- <ἄπνευστος>
- οὐκ ἀναπνέων κατὰ φύσιν (ε 456)
- †<ἀπνίγμου>
- οὐ πεπνιγμένου· "ἀπνίγμον κνώδοντος"
- *<ἄπνους>
- ἄψυχος A νεκρός P ἄφωνος
- *<<ἄπο>·> ἄποθεν An μακρόθεν (ζ 40) g
- [<ἀπόαιμαι>
- ἀποδιώξω]
- <ἀποάγνυς>
- [ἀπο]καθαιρεῖς
- <ἀποαἵρει>
- ἀποκαθαίρει. Κύπριοι
- *<ἀποαίνυμαι>
- ἀφαιροῦμαι (Α 262) n
- <ἀποαίνυτο>
- ἀφῃρεῖτο (μ 419)
- <ἀποβάθρα>
- ἀποβατήρια, ἢ κλῖμαξ νεώς. Σοφοκλῆς Μυσοῖς (fr. 382)
- <ἀποβαίνει>
- ἐξέρχεται
- <ἀποβαίνοντες>
- ἀναβαίνοντες
- *<ἀπὸ βαλβῖδος>
- ἀπὸ τῆς ἀφετηρίας A
- <ἀποβάλλειν>
- ἀπολέσθαι τὰς τρίχας, τίλλειν
- <ἀπ' ὀβελίσκου ἰχθῦς>
- οἱ ἀναπεπαρμένοι (Com. ad.?)
- <ἀποβήσεται>
- γίνεται (Luc. 21,13)
- <ἀπὸ βηλοῦ>
- ἀπὸ τοῦ οὐδοῦ (Α 591)
- *<ἀπόβλεπτον>
- ἔνδοξον (Cyr. in Esai p. 388a Aub.) gAPn
- *<ἀπόβλητον>
- <ἀποβολῆς ἄξιον> (Β 361) n
- *<ἀποβλίσαι>
- ἀποθλῖψαι Σ
- <ἀποβλύζων>
- ἀναβάλλων p τὸ αὐτὸ καὶ τὸ <ἀναφλύων>. ἔστι δὲ ἡ λέξις τῶν πεποιημένων (Ι 487)
- *<ἀπόβολον>
- ἀποβεβλημένον A
- *<ἀποβουκολήσας>
- ἀπατήσας (vg) Σ [ἀποστήσας A]
- <ἀποβράσαι>
- τὸ διαττῆσαι πυροὺς ἢ ἄλευρα ὀθόνῃ (Callim. Hec. fr. 334)
- <ἀπόβρασμα>
- κάχλασμα
- <ἀποβράσματα>
- τὰ σκύβαλα τῶν πυρῶν
- <ἀποβρίξαι>
- ... μετὰ βορὰν ἀπονυστάξαντας (μ 7)
- <ἀποβρόχθι<σον>>
- κατάπιε (Ar. fr. 236?)
- <ἀποβώμιος>
- ἄθεος. (Eur. Cycl. 365?) καὶ <θυσίαι ἀποβώ- μιοι>· αἱ μὴ ἐν τοῖς βωμοῖς ...
- <ἀπόγεμε>
- ἄφελκε. Κύπριοι
- *<ἀπογενόμενοι>
- ἀποθανόντες (1. Petr. 2,24 ..) A
- <ἀπόγνοια>
- ἀπόγνωσις (Thuc. 3,85,4)
- <ἀπογνώμων>
- ἀποβεβληκὼς πάντας τοὺς ὀδόντας, καὶ μὴ ἔχων δι' οὗ γνωσθῇ
- <ἀπόγνωσις>
- ἀνελπιστία
- <ἀπογνώστης>
- ἀνέλπιστος
- <ἀπόγονος>
- υἱός, ἢ ἔκγονος, ἢ συγγενής
- <ἀπογραφή>
- *ἀρίθμησις (Luc. 2,2) vgAn ἢ ἡ γινομένη μήνυ- σις
- <ἀπόγυιοι εὐχαί>
- σιωπώμεναι
- *<ἀπογυιώσης>
- ἀσθενῆ ἢ χωλὸν ποιήσῃς (Ζ 265) A
- <ἀπογυμνῶ>
- φανερὸν ποιῶ
- <ἀποδαιμονίζει>
- ἀποκαρτερεῖ ἐν τῷ ἐνθουσιᾶν
- *<ἀποδαρθάνει>
- ἀποκοιμᾶται A
- *<ἀποδάσεται>
- ἀπομερίζει (Greg. Naz. c. 2,2,5,35) (g)
- <ἀποδάσμιοι>
- ἀποδεδασμένοι (Hdt. 1,146,1)
- <ἀποδαστύς>
- ἀπομερισμός
- <ἀπόδαστοι>
- μετοικισθέντες
- <ἀποδάψαι>
- ἀποκόψαι
- *<ἀποδεῖν>
- ἀποδεσμεῖν gAS
- <ἀπόδειπνος>
- ἄδειπνος
- *<ἀποδειροτομήσω>
- ἀποτεμῶ τοὺς τραχήλους (Σ 336) vgASn
- <ἀποδεχθέντα>
- ἀποδοχῆς ἀξιωθέντα
- <ἀποδέκται>
- ἀρχὴ Ἀθήνησι τῶν ἀποδεχομένων τὰ χρήματα ...
- *<ἀπόδεκτον>
- ἐπαινετόν (1. Tim. 2,3) vgAS
- <ἀποδέοντες>
- ἐλλείποντες
- *<ἀποδέουσα>
- λείπουσα. ὑστεροῦσα gA Δεῖ γὰρ τὸ ὑστερεῖ σημαίνει, ὅτε ῥῆμά ἐστι. τὸ ἐπίῤῥημα δὲ τὸ χρὴ σημαίνει A
- *<ἀποδέει>
- λείπει
- *<ἀποδέων>
- λείπων (A) n
- <ἀπόδεσμος>
- κόσμιόν τι γυναικεῖον. περικεφάλαιον (Ar. fr. 320,13?)
- <ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε>
- ἀπέβαλε δὲ τὸ ἱμάτιον (Β 183)
- <ἀποδημεῖ>
- ἀναχωρεῖ
- *<ἀποδιδράσκων>
- ἀποφεύγων P δραπετεύων
- *<ἀποδιΐστανται>
- χωρίζονται A
- <ἀποδικεῖν>
- ἀπολογεῖσθαι δίκην (Antiphan. fr. 313)
- *<ἀποδιοπομπεῖσθαι>
- ἀποστρέφεσθαι p, τὸν ἀποτρόπαιον [ἐκπέμπεσθαι μακράν, ἀποκαθαίρεσθαι AS
- <ἀποδίωμαι>
- ἀποδιώξω (Ε 763)
- <ἀποδοθῇ>
- πραθῇ
- *<ἀποδοκιμάζει>
- ἀποβάλλει vgAS
- <ἀποδομένου>
- πωλήσαντος
- [<ἄποδον>
- βραδύ. ἢ ἀπαγόρευσις]
- <ἀπόδοντο>
- ἀπώλοντο (Β 162)
- *<ἀποδόσθαι>
- πιπρᾶσαι (psΣ)
- <ἀπὸ δόξης>
- ἀπὸ δοξασμοῦ g ἀπὸ ὑπονοίας (Κ 324)
- <ἀπὸ δορός>
- ἀπὸ δόρατος βολῆς, ἢ μέγεθος βολῆς διαστήσας
- *<ἀποδοῦ>
- ἀπόλυσον A
- <ἀποδοῦν>
- ἀποδοῦναι
- <ἀποδοχμώσας>
- πλαγιάσας, ἢ πλατὺς ἀνακλιθείς (ι 372)
- <ἀπόδραγμα>
- ἀπομερισμός
- <ἀποδρέπειν>
- ἀφαιρεῖν
- <ἀπόδρομον>
- ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις. ἢ παλίνδρομον. ἢ μετ' ἐπάνοδον. Ἀκρισίῳ (Soph. fr. 70)
- <ἀποδρύφοι>
- ξαίνοι, ἢ ἀποξέσει (Ψ 187 ..) AS
- <ἀποδρύψωσι>
- καταξέσωσι (ρ 480)
- <ἀπόδυθι>
- ἀπόδυσαι AS [ἀποδυθῇ]
- <ἀποδύοι>
- ἀποδύσοι
- *<ἀποδυσπετεῖ>
- ἀποδύρεται vgASn
- <ἀποδυρόμενος>
- θρηνῶν. πενθῶν
- *<ἀποδώσεται>
- πωλεῖ (Prov. 28,21) AS
- <ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξεν>
- ἄχρι τοῦ ὀστοῦ τὴν σάρκα διέκοψεν (Π 324)
- *<ἀπὸ ἕθεν>
- ἀπὸ ἄνωθεν. ἀπὸ ἑαυτοῦ (Ζ 62) AS
- [<ἀποεῖπεν>
- ἀπαρνῆσαι]
- <ἀπόειπε>
- ἀπόφησον, [ἀπάρνησαι (Α 515) AS
- *<ἀπὸ ἕο>
- ἀφ' ἑαυτῆς (Ε 343) n
- <ἀπόερσε>
- ἀπέπνιξε, τουτέστι ποταμοφόρητον ἐποίησεν (Ζ 348)
- <ἀποέρσει>
- ἀποστεφήσῃ. [ἀποπνίξει (Φ 283) S
- <ἀποέργαθεν>
- ἐχώριζεν, ἠφόριζεν (φ 599)
- <ἀποέργει>
- χωρίζει (γ 296)
- <ἀποένυται>
- ἀφαιρεῖται (ρ 322)
- †<ἀποέσαν>
- ἀπῆσαν
- <ἀπόθεα>
- ἄθεα, ἐκτὸς θεῶν. Σοφοκλῆς Θυέστῃ (fr. 245)
- <ἄποθεν>
- ἐκτός. [ἔξωθεν g
- <ἀπόθεσις>
- ἀπόδοσις
- <ἀπόθεστος>
- <οὐκ> ἐπιζήτητος (ρ 296)
- <ἀπόθετος>
- κείμενος
- <ἀποθήσεσθαι>
- κεκτήσεσθαι
- <ἀποθησαμένη>
- ἀποσωρεύσασα
- <ἀπόθητος>
- μὴ φιλούμενος
- <ἀποθλίψαντες>
- *ἐκπιάσαντες (g) A ἀποστάξαντες
- <ἀπόθου>
- θές
- <ἀπόθρεκτα>
- φευκτά
- <ἀποθριάζειν>
- τὸ ἀφαιρεῖν φύλλα συκῆς. καταχρηστικῶς δὲ καὶ τὸ ὁτιοῦν ἀφαιρεῖν
- <ἀπόθριξ>
- ἄνηβος. ἄθριξ (Callim. fr. 543)
- <ἀποθρώσκοντα>
- ἀποπηδῶντα (Β 702)
- <ἀποθύμια>
- *ἀπαρέσκοντα τῇ ψυχῇ n(AS) ἢ ἐχθρά. [ἀπὸ ψυχῆς, ἀπὸ θυμοῦ. ἢ] (Ξ 261)
- <ἀπὸ θυμοῦ>
- ἀπὸ ψυχῆς. ἢ ἄποθεν τῆς ψυχῆς (Α 562)
- <ἀποθυρούμενος>
- ἀποκεκλεισμένος
- <ἀποθύσκειν>
- ἀποτυγχάνειν
- <ἀποθύσσῃ>
- ἀποπνεύσῃ. ἀποζεύξῃ. ἀποσείσῃ
- <ἀπὸ Ἰδαίων ὀρέων>
- ἀπὸ τῶν τῆς Ἴδης ὀρέων (Θ 170) AS
- <ἀποίζειν>
- †ἀπομωκᾶσθαι
- *<<ἀποικίαν>·> ἀποίκησιν μετανάστασιν (Sap. 12,7?) AS
- <ἀποικιστής>
- κατοικιστής
- <ἄποινα>
- *λύτρα vgASn καὶ δῶρα n ἔστι δὲ καὶ ἀντί τινος ἐκτίσματα (Α 13)
- *<ἀποινᾶν>
- ἀπολυτροῦν AS
- <ἄποινον>
- ἀτιμώρητον. ἢ λύτρον
- *<ἄποιον>
- ἀνήδονον. ἄνοστον vgASn
- *<ἀποίσει>
- ἀπενέγκῃ ASP
- *<ἀποίσω>
- ἀποφέρω (A)
- *<ἀποίχεται>
- ἀφίσταται (n)
- <ἄποκα>
- ἀπόκιστα. οὐ κεκαρμένα
- <ἀποκαθημένη>
- αἱμοῤῥοοῦσα (Lev. 20,15 ..)
- *<ἄπο καὶ κλισιάων>
- ἀπὸ τῶν σκηνῶν (Β 91) AS
- <ἀπὸ καιροῦ>
- ἀκαίρως
- †<ἀποκαραδοκία>
- προσδοκία (Rom. 8,19) vgAPn ἀπεκδοχή vg
- (1)<ἀποκάλυψις>
- πρόγνωσις, προθεωρία (Rom. 16,25 ..)
- *<ἀποκαταλλάξαι>
- φίλον ποιῆσαι (Col. 1,20 ..) vgAn
- (a)<ἀποκατάστασις>
- τελείωσις (Act. 3,21 ..)
- <ἀποκαταρτῦσαι>
- τελειῶσαι
- <ἀπό κ' ἐστίλαι>
- ἐκδείραι <ἄν>
- *<ἀπόκειται>
- ἡτοίμασται (2. Tim. 4,8) gAS
- <ἀποκεκλεῖσθαι σιτίων>
- ἀνορέκτως ἔχειν τροφῆς (Dem. 54,11)
- †<ἀπόκετον>
- ἀποκομίζων
- *<ἀποκηδήσαντε>
- ἀφροντιστήσαντες (Ψ 413) ASn
- <ἀποκέλλειν>
- ἀποδιώκειν
- <ἀποκήρυκτος>
- ὁ ἐπὶ ἁμαρτήμασιν ἐκπεσὼν τῆς πατρῴας οἰκίας q <ἐκποίητος δὲ ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι· οὕτως Ἐρατοσθένης> q
- *<ἀποκηρυχθέντα>
- ἀποβληθέντα vgA
- <ἀποκλαίω>
- κλαίω
- *<ἀποκλήρωσιν>
- τὸ μέρος (vg) An
- *<ἀπόκλεισμα>
- φυλακή (Ierem. 36,26) AS
- <ἀποκλείσαντες>
- φυλακίσαντες
- <ἀπόκλωμα>
- ἀπολογία ἐπὶ τὸ χεῖρον
- <ἀποκλωνεῖ>
- ἀποστροφεῖ. Ταραντῖνοι
- *<ἀποκναίει>
- λυπεῖ. φονεύει vgAn [<ἀποκλάνει>· ἀποκάμνει AS] ἀπολλύει. ἀποτρίβει (n) ἀποκόπτει (Dem. 21,153) ASn
- *<ἀποκναίεις>
- ἀναιρεῖς (Men. fr. 341) AS
- *<ἀποκνεῖ>
- ἀποκάμνει. [βέβαιος, ἀσφαλής] ἢ ἀποσπᾷ. ἀφέλκει †τὸν πατέρα (Levit. 1,15 ..) AS
- <ἀπόκναισις>
- ἡ κατὰ βραχὺ ἀναιροῦσα λύπη
- <ἀποκναισθέντες>
- λυπηθέντες
- <ἀποκναισάμενοι>
- ἀποξύσαντες
- <ἀπόκνησιν>
- ὄκνον. ἀποκάκησιν (Thuc. 1,99,3)
- *<ἀπόκνιζε>
- ἀπότιλλε (1. Regn. 9,24) ASn
- †<ἀποκολοκαύτωσις>
- παρ' †Ἰνδοῖς ἡ συνουσία. οἱ δὲ παρὰ Παφλαγόσι †τινῶν χριομένων τὰ αἰδοῖα δονεῖν †παρέχει
- *<ἀποκομίζεσθαι>
- ἀποφέρεσθαι AS(n)
- <ἀποκοπῆναι>
- ἐπὶ τῶν ἰχνευόντων λέγεται, ὅταν μὴ εὕρωσιν
- <ἀποκοπησαμένη>
- στερνοκοπησαμένη. ἀποκοψαμένη
- <ἀποκορεῖν>
- ἀποψᾶν ἀπὸ τραπέζης
- <ἀποκορσωσαμέναις>
- ἀποκειραμέναις· <κόρσας> γὰρ τρίχας. Αἰσχύλος Ὑψιπύλῃ (fr. 248)
- <ἀποκοτταβίζειν>
- τὸ λειπόμενον πόμα τοῦ ποτηρίου ἐκχέειν οὕτως, ὥστε ψόφον ποιεῖν
- <ἀποκραιπαλισμός>
- †ἀπανθρακισμός
- †<ἀποκρισάμενοι>
- ἀπολουσάμενοι, ἐπιπλυνάμενοι
- <ἀποκλύσασθαι>
- ἀποκαθαίρεσθαι (Plat. Phaedr. 243?)
- *<ἀποκριθῆναι>
- χωρισθῆναι p(n) Σ
- *<ἀπόκριμα>
- κατάκριμα vgA ψῆφον (2. Cor. 1,9)
- *<ἀποκρίνου>
- ἀποφαίνου ASn
- <ἀπόκρισις>
- ἀπολογία. ἢ εἶδος ὀρχήσεως
- <ἀπόκροτον>
- σκληρόν
- *<ἀποκρούεσθαι>
- ἀποβάλλεσθαι gAn
- <ἀποκτᾶσθαι>
- τὸ ἀποβάλλεσθαι
- <ἀπόκυνον>
- μάζα μεμαγμένη φαρμάκῳ, πρὸς ἀναίρεσιν κυνῶν. ἢ εἶδος βοτάνης
- <ἀποκυπαρῶσαι>
- ἀποκτεῖναι
- <ἀποκυριάζειν>
- ἀποκακεῖν. ἀποφεύγειν. ἀποσκιρτᾶν
- <ἀπολάκημα>
- ῥάπισμα. ἀπὸ τοῦ ψοφεῖν
- <ἀπολαχόντες>
- ἀποκληρώσαντες (Hdt. 4,115,1 ..)
- <ἀπόλυμα>
- †δαίμων ἢ θυσία, ζῶντες ἄνθρακες
- <ἀπολαύει>
- τρυφᾷ
- <ἀπολελασμένον>
- ἀπολαθόμενον
- *<ἀπολέγει>
- παραγγέλλει AS(n)
- <ἀπολέγειν>
- ἀπολέγεσθαι. ἀπαυδᾶν
- <ἀπολέγομαι>
- ἀπαγορεύω
- *<ἀπολέγοντες>
- ἀπαγορεύοντες ASn
- (a) <ἀπολείπεται>
- ἀπομένει (Hebr. 4,9)
- *<ἀπολείψεται>
- ἐάσεται AS
- *<ἀπολεκτῶν>
- ἐκλεκτῶν (vg) A
- <ἀπολελάγνευται>
- εἰς λαγνείαν ἀνάλωται (Com. ad.?)
- <ἀπολελαμμέναι κοιλίαι>
- παρὰ Ἱπποκράτει (Prorrhet. 1,41)
- *<ἀπολέξας>
- ἐκλεξάμενος (Thuc. 4,70,2)
- <ἀπολέξω>
- ἐρῶ. δηλώσω
- <ἀπολέλασται>
- ἀπολέλησται
- †<ἀπολελεψειμέναι>
- ἀποκειραμένου· "ἀπολελεψειμένου τὰ καλά."
- <ἀπόλειψις>
- ἡ ἀπὸ γυναικῶν ἐγκατάλειψις
- <ἀπολέψομεν>
- ἀποδέρομεν. <Λέψαι> γὰρ τὸ ἀποδεῖραι
- <ἀπόλεμον>
- ἀπειροπόλεμον (Eur. Hec. 1034)
- *<ἀπολέσθαι>
- ἀποθανεῖν (γ 234 ..) AS
- <ἀπολιβάξαι>
- ἀπολεῖψαι. ἐκνοτίσαι. ἄλλοι ποῤῥωτέρω ἀπελ- θεῖν (Eupol. fr. 206)
- *<ἀπόληγε>
- παύου (Α 230) ASn
- <ἀπολείβοντες>
- ἀποστάζοντες. ἀποσπένδοντες
- <ἀποληρός>
- ἡ τοῦ θανάτου γραφή. Ταραντῖνοι
- <ἀπολιβάσαι>
- ἀποπεσεῖν
- <ἀπολισθῆναι>
- ἀποστραφῆναι
- <ἀπολιγαίνειν>
- ἀφηδύνειν. ἀποφθέγγεσθαι. ἢ βάζεται [ἀπο- τρέχειν]
- †<ἀπολεῖνα>
- ἀποστρέφειν. Λάκωνες
- *†<ἀπόλιον>
- θαῦμα ASp (Theocr. 1,56)
- <ἀπολιταργίσαι>
- ταχέως ἀποδραμεῖν (Ar. Nub. 1253)
- (*)<ἃ πολλά>
- ἅτινα πολλά
- (*)<ἀπολλύει>
- λυπεῖ, φονεύει
- *<ἀπόλλυε>
- φόνευε εἰς ἀπώλειαν (Rom. 14,15) AS
- *<ἀπολιχμήσονται>
- ἀπολείξουσιν (Φ 123) ASn
- <Ἀπολλωνιάς>
- ἡ δάφνη
- <Ἀπολλωνιεῖς>
- δῆμος τῆς Ἀτταλίδος φυλῆς
- <ἀπολογία>
- πληροφορία
- a) <ἀπολογίζεσθαι>
- ... b) <ἀπολυμαίνεσθαι>· ...
- *<ἀπολογισμός>
- ἀπολογία ASn
- <ἀπόλογος>
- ἀπολογισμός Mosq.
- <ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι>
- ἀποσοβῆσαι τὸν θάνατον (Α 67)
- <ἀπολοίμιον φανόν>
- τὸν ἐπὶ δόλῳ
- <ἀπολοισθεῖν>
- ἀποτελεῖν. Κύπριοι
- <ἄπολον>
- ἀστρεφές. βαρύ. ἀκίνητον
- <ἀπόλοιτο>
- ἀπώλετο (Ε 311)
- <ἀπολουσέμεν>
- κολοβώσειν (Φ 455 v. l.)
- <ἀπολοφύρεσθαι>
- ἀποδύρεσθαι
- <ἀπολύγματος>
- ἀπογύμνωσις. Κύπριοι
- *<ἀπολυμαίνεσθαι>
- ἀποκαθαίρεσθαι (Α 313) gn
- <ἀπολυμαντῆρα δαιτῶν>
- τὸν τὰ δεῖπνα λυμαινόμενον (ρ 220)
- *<ἀπολυσάμενος>
- ἀπολυτρωσάμενος vgAS
- *<ἀπολύτρωσιν>
- ἀποφυγήν (Rom. 8,23) vgAn [ἀπολύφειν]
- *<ἀπολῶ>
- ἀπολέσω. ἀφανίσω (1. Cor. 1,19) vgAS
- <ἀπόλωλεν>
- ἀπώλετο (Eur. Hipp. 1140)
- <ἀπομαγδαλία>
- στέαρ, ἐν ᾧ τὰς χεῖρας ἀπεμάττοντο ἐν τοῖς δείπνοις. βαλόντες δὲ αὐτὸ τοῖς κυσίν, ἀναλύοντες ἀπὸ τῶν δείπνων (Ar. Eq. 414?) ...
- <ἀπομάγματα>
- περιθειώματα (Soph. fr. 31)
- <ἀπομάκτης>
- περικαθαρτής (Com. ad. 589)
- <ἀπόμακτρα>
- ξύλα. τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα (Ar. fr. 712)
- *<ἀπομαρξάμενοι>
- ἀπομαξάμενοι (Ψ 739 v. l.) AS
- <ἀποματαιάσαι>
- ἐξευτελίσαι
- *<ἀπομάττεσθαι>
- ἀναλαβεῖν. μιμήσασθαι vgA
- <ἀπομερμηρίσαι>
- ἀπονυστάξαι, ἀποκοιμηθῆναι. <Μέρμηρα> γὰρ <ἡ εἰς> ὕπνον καταφορά (Ar. Vesp. 5)
- <ἀπομηνίειν>
- τὴν μῆνιν ἀπαγγέλλειν (π 378)
- *<ἀπομηνίσας>
- χολωθείς (Β 772 ..) ASn
- <ἀπὸ μισθωμάτων>
- θυσίας δημοσίας οἱ Ἀττικοὶ ἔλεγον <ἃς> ἐργολαβοῦντες <ἐτέλουν>
- *<ἀπόμοιρα>
- μερίς (Ezech. 45,20) vgASn
- *<ἀπομνύμενοι>
- ἀποβάλλοντες δι' ὅρκων ASn
- *<ἀπομόρξατο>
- ἀπεψήσατο (ρ 304) n
- <ἀπομυξίαι>
- ἀκαθαρσίαι
- <ἀπομύττειν>
- ἐξαπατᾶν. γοητεύειν (Men. fr. 493)
- [*<ἀπώμοτον>
- φευκτέον [ἀπὸ ὠμότητος b]
- <ἀπόναιο>
- ἐπαύραιο. ὄνοιο (Ω 556)
- <ἀποναρκήσαντες>
- ὀκνήσαντες
- *<ἀπόνασθαι>
- ἀπολαῦσαι vgAn κατατρυφᾶν vgA
- *<ἀπονέμει>
- παρέχει ASn δίδωσιν
- *<ἀπονέεσθαι>
- ἀποκομίζεσθαι AS ἐπανελθεῖν (Β 113 ..)
- *<ἀπαναίνεται>
- ἀποστρέφεται AS
- <ἀπονέοντο>
- ἀπήρχοντο (Γ 313)
- *<ἀπονευρούμενος>
- τὰ νεῦρα κοπτόμενος A
- <ἀπονησαμένη>
- ἀποσωρεύσασα (Eur. Io 875)
- †<ἀπονήσασθαι>
- ἀφίξεσθαι. ἀνελεῖν
- <ἀπονήσεται>
- ὄνησιν λήψεται (Λ 763)
- <ἀπονημένος>
- ὄνησιν εἰληφώς (ω 30)
- <ἀπονηστίσασθαι>
- τὸ ἀπὸ νηστείας ἐπὶ πρώτην ἐλθεῖν
- *<ἀπονίζεσθαι>
- ἀπονίπτεσθαι vgA
- †<ἀπονιζόμεναι>
- πλυνοῦμαι
- <ἀπόνιπτρον>
- ἀπόνιμμα (Ar. Ach. 616)
- <ἀπόνοιμον>
- ἀπογύμνωσιν
- [<ἀπόνοια>
- ἀπολογισμός]
- <ἀπονομή>
- ἀπομερισμός
- (*)<Ἀπόλλων>
- ὁ τῶν Ἑλλήνων θεός. ἐτυμολογεῖται δὲ ὁ μὴ μετὰ πολλῶν συναριθμούμενος
- †<ἀπονήνισι>
- τὴν τιμὴν ἀποδοῦναι
- <ἀπονοστήσειν>
- ἀποκομίσειν. ἐπανελθεῖν, ὑποστρέψειν (Α 60)
- *<ἀπονοστήσω>
- ἀπονοσφίσωμαι ASn
- *<ἀπονοσφίζεσθαι>
- χωρίζεσθαι gA
- *<ἀπονοσφισθείς>
- χωρισθείς (vgAS) στερηθείς ASPn
- <ἀπονοούμενοι>
- οὐ μνημονεύοντες
- <ἀπ' ὄνου καταπεσών>
- <παροιμία, ὡς Ἀριστοφάνης·> "ἀπὸ τύμβου πεσών" (Vesp. 1370) καὶ Εὔπολις· "ὥσπερ †ἀπόχθου πεσών" (fr. 371) οἷον ἀπὸ νοῦ
- <ἀποξανᾶν>
- κακοπαθεῖν
- *†<ἀποξίννυται>
- ἀποσβέννυται AS
- <ἀποξιφίζειν>
- ὀρχεῖσθαι ποιὰν ὄρχησιν. ὁ γὰρ <ξιφισμὸς> σχῆμα τῆς ἐμμελείας τραγικῆς ὀρχήσεως
- <ἀποξίφισται>
- ἀποδεδοκίμασται
- *<ἀποξύσας>
- ἀφελών (Ι 446) n
- <ἀποπαλώσει>
- [ἀποπαλαιώσει] .. καὶ ἀποκρούσεται (Hippocr. nat. hom. 10 v. l.)
- <ἀπόπαξ>
- ξύμπαν, *[ἢ σύμπαν A
- <ἀποπαπτανέουσι>
- περιβλέπουσιν, ὅπως φύγωσιν (Ξ 101 v. l.)
- <ἀποπαρδακᾷ>
- τοῦτο εἴρηται παρὰ τὸ <ἀποπαρδεῖν> (Com. ad. 82)
- <ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι>
- ἀποδοῦναι τῷ προσφιλεστάτῳ πατρί (Α 98)
- <ἀπὸ πατρὸς ἁμαρτών>
- ἀμοιρήσας, ἢ ἀποτυχὼν τοῦ πατρός (Χ 505)
- [<ἀποπεθασμένον>
- ἀπειρημένον]
- *<ἀποπέμποντες>
- παραιτοῦντες n
- <ἀποπέπεκται>
- ἀποκέκαρται
- *<ἀποπερανῶ>
- ἀποπληρώσω, ἀποτελέσω vgAn
- <ἀποπεφάνθαι>
- ἀποδειχθῆναι
- *<ἀποπεφασμένον>
- ἀπειρημένον gA
- <ἀποπεφασμένως>
- φανερῶς (Dem. 59,67)
- *<ἀποπεφοίτηκεν>
- ἀπῆλθεν vgA ἀπεδήμει S
- <ἀποπεφυκέναι>
- ἀλλοτρίας φύσεως εἶναι
- [<ἀποπηλώσειν>
- ἀποπηδώσειν]
- *<ἀποπλαγχθεῖσα>
- ἀποκρουσθεῖσα (Ν 578) AS
- <ἀποπλάγξαντες>
- ἀποπλανήσαντες
- *<ἀποπλαγχθείς>
- ἀποπληγείς (Ν 592?), ἀποτμηθείς AS
- <ἀπόπλανοι>
- κακοί. γόητες
- <ἀπόπληκτον>
- θαυμαστόν. ἀναίσθητον
- <ἀποπλήκτῳ>
- ᾧ οὐκ ἄν τις ἑκὼν προσπελάσειεν, οἷον μοχθηρῷ
- <ἀποπλήκτῳ ποδί>
- μανιώδει. Σοφοκλῆς Θυέστῃ Σικυωνίῳ (fr. 227)
- <ἀποπνείων>
- ἀποπνέων (Δ 524)
- (*)<ἀποπλεῖν>
- πλέειν (Act. ap. 27,1)
- *<ἀποπληξία>
- μανία vgA (n) ἢ ἄνοια vg (n)
- <ἀποπλοκίαι>
- ἐμπλοκαί. Λάκωνες
- <ἀπόπλουν>
- τὸ μηκέτι πρὸς πλοῦν ἐπιτήδειον ὂν πλοῖον
- *<ἀποπομπαί>
- ἡμέραι τινές, ἐν αἷς θυσίαι ἐτελοῦντο τοῖς ἀπο- πομπαίοις θεοῖς A
- <ἀποπομπαῖος>
- ὁ ἀποστραφείς. ἄπρακτος. καὶ ὁ κεκαθαρμένος
- <ἀποπομπεῖν>
- τὸ ἀποπέμψασθαι. καὶ ἀποκαθήρασθαι
- <ἀπόπεμπτοι>
- οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοχθηρίαν ἤθους
- <ἀποπόμπιμοι>
- αἱ ἀποφράδες ἡμέραι
- (*)<ἄποθεν>
- χωρίς
- *<ἀπόπροθεν>
- πόῤῥωθεν (Κ 209) S
- *<ἀποπτεῖν>
- ἀπελθεῖν AS
- <ἀποπρὸ νηῶν>
- ἄποθεν τῶν πλοίων (Η 334)
- <ἀποπροσωπίζεσθαι>
- ἐκμάσσεσθαι τὸ πρόσωπον (Pherecr. fr. 9), ἢ ἐσοπτρίζεσθαι
- *<ἀποπταίη>
- πετασθῇ. ἀπέλθῃ vgA
- <ἀποπτάμενος>
- ἀποπτάς (Β 71)
- <ἀποπτερύσσεται>
- ἀποτινάσσεται τὰ πτερά [ἢ πτάρνυται]
- *<ἀπὸ πτόλιος>
- ἀπὸ τῆς πόλεως (Δ 514) AS
- *<ἄποπτον>
- πόῤῥωθεν ὁρώμενον An ἢ ἀθεώρητον (Soph. Ai. 15) vgA ἢ πολύοπτον A
- <ἄποπτος>
- ὁ ἄνωθεν καὶ ἔξω τῆς ὄψεως
- <ἀποπτύσαι>
- ἀπομύξασθαι
- <ἀπόπτυσον>
- ἀπόῤῥιψον
- *<ἀπόπτυστον>
- ἀπόβλητον (n) κατάπτυστον vgAS ἔκβλητον (Eur. Med. 1373) S
- [<ἄποπτος>
- ἀσφαλής, βέβαιος. καὶ ὁ ἄνωθεν τῆς ὄψεως]
- <ἀποπυρίας>
- ἄρτος ἐπ' ἀνθράκων ὀπτώμενος (Cratin. fr. 99?)
- <ἀποπυρίζων>
- ἀπὸ πυρὸς ἐσθίων
- [<ἀποράξ>
- ἀπόῤῥογα. ἀπόσπασμα. ἀπότμημα]
- *<ἀπορεῖ>
- ἀδημονεῖ. ἀγωνιᾷ AS
- <ἀπόρθητοι>
- ἀδιαμέριστοι. ἀναιχμάλωτοι
- *<ἀπ' ὀρθίου>
- ἐπὶ ὑψηλοῦ (Eur. Phoen. 1223) ASn
- <ἀπορία>
- ἀγνωσία
- <ἀπορνύμενοι>
- ὁρμῶντες (Hes. theog. 9?) T
- <ἀπόροις>
- ἀμηχάνοις
- <ἄπορος>
- ἐνδεής
- *<ἀπορούμενοι>
- πενόμενοι (2. Cor. 4,8?) AS
- *<ἀποροῦντες>
- ἀμηχανοῦντες AS
- <ἀπόρουσεν>
- ἀφήλατο (Ε 20)
- <ἀποροῦσαι>
- ἀφορμῆσαι
- <ἀποῤῥαῖσαι>
- ἀφελέσθαι. †κύειν
- <ἀποῤῥαίσει>
- ἀπολεῖ. διαφθερεῖ (α 404) [ἀποφθαρήσεται]
- <ἀποῤῥαίνειν>
- τὸ ἐκ πολλῶν ὀλίγα διδόναι
- <ἀποῤῥαντίσεις>
- οἱ καθαρμοί
- <ἀπόῤῥαξιν>
- παιδιὰν διὰ σφαίρας
- <ἀπόῤῥησις>
- ἀπορία. προσαγόρευσις
- <ἀπόῤῥημα>
- ἀπαγόρευσις
- *<ἀποῤῥήξας>
- ἀποκόψας (ι 481 ..) n
- (*)<ἀποῤῥίψας>
- ἀτιμάσας
- *<ἀπόῤῥητοι>
- ἄφραστοι. ῥηθῆναι μὴ δυνάμενοι (vg) A
- <ἀποῤῥήτους>
- ἀπηγορευμένους
- *<ἀποῤῥήτως>
- ἀφράστως AS(n)
- *<ἀπόῤῥητα>
- ἀνεκλάλητα (Sirac. 13,22) gAPn
- <ἀποῤῥοάς>
- εἴδωλα, καὶ σκιαί
- *<ἀποῤῥοή>
- ἡ ἀπό τινος ῥέουσα <σταγών> vg(A)
- [<ἄποῤῥον>
- πάλιν]
- *<ἀπόῤῥοια>
- σταλαγμός (Sap. 7,25) AS
- <ἀποῤῥυταλίξαι>
- ἀποσπάσαι
- *<ἀποῤῥῶγας>
- ἀπεσχισμένας vgAn
- *<ἀποῤῥῶγες>
- αἱ ἀνέχουσαι πέτραι (ν 98) AS
- *<ἀποῤῥώξ>
- ἀπόσταγμα AS ἀπόῤῥηγμα. ἀπόσπασμα gS ἀπόῤ- ῥοια (ι 359) AS
- *<ἀπόρυξ>
- σχίσμα <γῆς> s
- <ἀπορυπτόμενος>
- ἀπονιπτόμενος
- <ἀποσαλεύσας>
- ἐπιτηρήσας
- <ἀποσβέστῳ>
- νεκρῷ
- <ἀποσεσύκασται>
- τὰ σῦκα ἀποβέβληκε βρωθέντα (Amips. fr. 33)
- *<ἀποσεμνύνει>
- μεγαλύνει vgAn
- <ἀποσηκώσας>
- ὡς ἐν σηκῷ κατακλείσας
- <ἀποσημανῶ>
- ἀποδιώξω
- *<ἀποσημήνασθαι>
- σημειώσασθαι vgA
- <ἀποσχεῖν>
- ἀποδιώκειν (Ζ 96)
- *[ἀπόσεται] <ἀπόσιτος> καὶ <ἄσιτος>
- <ἄτροφος> (A) n
- <ἀποσιμοῦν>
- ἀποστρέφειν <τὴν ἀκήν, ἢ> πρὸς τὸ σιμὸν φέρεσθαι
- <ἀποσισάμενοι>
- ἀποῤῥίψαντες
- <ἀποσκαμυνθίζειν>
- ἀπομυκτηρίζειν
- <ἀποσκελίσαι>
- παιδικὴν ὄρχησιν ὀρχήσασθαι
- *<ἀποσκευαζόμενος>
- ἀποχωριζόμενος AS ἀποβαλλόμενος, ἀποῤ- ῥιπτόμενος (vgAS)
- *<ἀποσκευάζονται>
- ἀποφέρονται (ASn)
- *<ἀποσκευάζετο>
- ἀκύρους ἐποίει (AS)
- <ἀποσκευάζων>
- ἀποφέρων. ἀφανίζων
- *<ἀποσκευάσαι>
- ζημιῶσαι AS
- <ἀπόσκημμα>
- ἀπέρεισμα, Αἰσχύλος Ἀργείοις (fr. 18)
- *<ἀποσκιρωθέν>
- ἀποσκληρανθέν vgAS
- <ἀποσκλαίη>
- ἀποξηραίνοιτο, *[ἀποθάνοι Σ
- <ἀποσκνίψῃς>
- σκεδάσῃς. κρούσῃς
- <μὴ ἀποσκορακίσῃς με>
- μὴ ἀποδοκιμάσῃς με, μὴ ἀποῤῥίψῃς με (Ps. 26,9)
- <ἀποσκόλυπτε>
- ἀπολέπισον καὶ ἀποκόλουε. φασὶ καὶ τὸν περι- τετμημένον τὸ αἰδοῖον ἀπεσκολυμμένον. Σοφοκλῆς Μώμῳ (fr. 390)
- *<ἀπὸ σκοποῦ>
- οὐκ ἐκτὸς σκοποῦ AS ἢ ἀπροσκέπτως (λ 343) S
- <ἀπόσκοπος>
- ἄποθεν σκοπῶν
- <ἀποσκορακίζειν>
- ἀποδοκιμάζειν
- *<ἀποσκορακισμός>
- ἐξουδένωσις (Esai. 56,15) ASPn
- <ἀποσκαλιδώματα>
- τῶν σκαλίκων τὰ †ἀνοειδῆ ἄκρα. Ξενοφῶν (Cyneg. 10,7)
- <ἀποσκυθίσαι>
- περιτεμεῖν vgA
- *<ἀποσκύδμαινε>
- ὀργίζου. χολοῦ. μέμφου (Ω 65) AS
- <ἀποσκύζει>
- ἀπομέμφεται. ἀπαξιοῖ. τελευτᾷ εἰς τὸ διχοστατεῖ
- <ἀποσκώμματα>
- μυκτηρίσματα
- *<ἀποσοβεῖ>
- ἀπελαύνει, ἀποδιώκει (Sirac. 22,20) vgAS
- *<ἄποσον>
- τὸ ποσότητι ἢ μέτρῳ οὐχ ὑποπῖπτον vgAn
- <ἀποσπαρθάζουσι>
- σπαίρουσι. σφύζουσιν (Hippocr. morb. 2,10)
- *<ἀπόσπασμα>
- μέρος vgAS ἀπότμημα (Ierem. 46,20)
- <ἀποσπεύδει>
- <ἀποπηδᾷ>
- <ἀποσποδήσας>
- ἀποκόψας καὶ θραύσας
- <ἀπὸ σπυρίδος δειπνεῖν, ἢ δειπνίζειν>
- τὸ ἀντὶ δείπνου ἀργύριον καὶ μερίδα ἐν σπυρίδι λαβεῖν, ἢ δοῦναι
- <ἀποσπῶμαι>
- μερίζομαι
- *<ἀποσταδόν>
- ἀφεστηκότες, [πόῤῥωθεν ρ ἐξ ἀποστήματος (Ο 556) ASp
- <ἀποστασίου δίκη>
- ἡ κατὰ τῶν ἀπελευθέρων, ὅτε ἀποστῶσιν τῶν ἐλευθερωσάντων
- *<ἀπὸ σταθμοῖο>
- ἀπὸ τῆς ἐπαύλεως (Ρ 110) AS
- <ἀποσταλέντων>
- ἀποσπασθέντων
- <ἀποστάς>
- φυγών. Αἰσχύλος Ἰσθμιασταῖς (fr. 80) καὶ ... Ἀλκ- μήνῃ (Eur. fr.)
- (*)<ἀποστάσιον>
- τὸ ἀπολῦσαι τὴν γυναῖκα, καὶ γράψαι ἀπο- στάσιον (Matth. 5,31 ..)
- †<ἀπόσταδον>
- δίκτυον μεμολυβδωμένον καὶ καλάμου †περιεννη- μένον
- <ἀποστερεῖται>
- στερεῖται
- <ἀποστέλλεις>
- ἀπείργεις. κωλύεις. Εὐριπίδης Μηδείᾳ (281)
- <ἀπόστιχε>
- ἄπιθι. [ἀναχώρει p ἄπελθε (Α 522)
- <ἀπόστημα>
- ...
- <ἀποστήσας>
- πωλήσας σταθμῷ
- <ἀποστήσασθαι>
- ἀποδοῦναι χρέος
- <ἀποστήσωνται>
- ἀποκομίσωνται. σταθμῷ γὰρ ἀπεδίδοσαν (Ν 745)
- <ἀποστιβής>
- ἀποπεφοιτηκώς. οὐ τὴν αὐτὴν τρίβον στείβων, τουτέστι φοιτῶν. Σοφοκλῆς Σκυρίαις (fr. 514)
- *<ἀποστολαί>
- ἀποπέμψεις (3. Reg. 9,14?) vgAn
- <ἀποστολεύς>
- τὰ πρὸς πλοῦν παρασκευάζων τοῖς πλέουσιν ἀποστελλομένοις ἀπὸ στόλων τὴν διὰ θαλάσσης (Dem. 18,107 ..)
- <ἀπόστολος>
- στρατηγὸς κατὰ πλοῦν πεμπόμενος (Dem. 18,107)
- *<ἀποστοματίζειν>
- ἀπὸ μνήμης ἀξιοῦν λέγειν (Luc. 11,53) Σ
- <ἀποστομίζων>
- φιμῶν
- *<ἀποστρακισθῆναι>
- ἐξορισθῆναι. τὸ παλαιὸν γὰρ ἐν ὀστράκῳ αἱ ἐξορίαι γραφόμεναι τοῖς ὑπεροριζομένοις ἐδίδοντο vgA
- <ἀπὸ στρατόφιν>
- ἀπὸ στρατοῦ (Κ 347)
- <ἀποστρέφεται>
- ἀποτρέπει τὸ πρόσωπον
- *<ἀποστροφή>
- προδοσία AS
- †<ἀποτρωμάξαι>
- ἀποφράξαι
- <ἀπόστοργον>
- ἀπεχθές, καὶ μὴ στεργόμενον
- <ἀποστύφων>
- τῇ φωνῇ σκληρός
- *<ἀποστυγοῦντες>
- μισοῦντες (Rom. 12,9) vgA
- <<ἀποδρύφει>·> ἀποσύρει. ἀποσπᾷ. Σοφοκλῆς Μυσοῖς (fr. 383)
- †<ἀποσσοῦν>
- ἀπορᾶν
- <ἀποσυκάζειν>
- σῦκα ἐσθίειν
- †<ἀποσυμβολήν>
- συναντᾶν
- <ἀπὸ συμβόλων δικάζειν>
- ἐδίκαζον Ἀθηναῖοι ἀπὸ συμβόλων τοῖς ὑπηκόοις. καὶ τοῦτο ἦν χαλεπόν
- <ἀπόστησον>
- ἀντὶ τοῦ παράδος
- <ἀπόσφαγμα>
- παρήθημα τρυγῶδες
- *<ἀποσφαλείς>
- ἀποτυχών AS
- <ἀποσφάξ>
- τὸ ὑψηλόν
- *<ἀπὸ σφείων>
- ἀφ' ἑαυτῶν (Δ 535) AS
- *<ἀπόσφηλεν>
- ἀποτυχεῖν ἐποίησεν (Ε 567) AS
- <ἀποσφήλωσι>
- ἀπενέγκωσι (γ 320)
- <ἀποσχᾶν>
- διαιρεῖν
- <ἀποσχάσαι>
- διαῤῥῆξαι. διαλῦσαι. φλεβοτομῆσαι (Cratet. fr. 41. Plat. fr. 127)
- *<ἀποσχεδιάσας>
- συντομίσας AS ψευσάμενος gASn
- *<ἀπόσχῃ>
- παύσῃ (Ζ 96) AS
- <ἀποσχήσει>
- ἀποχωρίσει (τ 572)
- *<ἀποσχοινίσαντες>
- ἀποστερήσαντες gAn
- <ἀποσχολάζειν>
- κατασχολάζειν
- <ἀποτάδην>
- ἐκτεταμένως
- *<ἀποταμιεύεται>
- ἀποκλείει gAn ἀποφυλάττει A
- <ἀποτάξιον>
- ἀπόπομπον
- *<ἀποταυρούμενος>
- θρασυνόμενος (Cyr. in Gen. 1 p. 16b) vgAS
- *<ἀπὸ ταὐτομάτου>
- ἐξαίφνης vgASn
- <ἀπόταφοι>
- οἱ συνηριστευκότες <μετὰ> τῶν ἐλευθέρων δοῦλοι, καὶ μὴ συνταφέντες αὐτοῖς
- *<ἀποτείνεται>
- ἐκτείνει. φιλονικεῖ vgAn
- (*)<ἀποτεμεῖ>
- ἀποκόψει
- (*)<ἀποτεμεῖν>
- ἁγνίσαι
- *<ἀποτεθρίακεν>
- ἀποπεφύλλικεν. ἀποκεκάθαρκεν Σ ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν συκοφύλλων (Ar. Ach. 158)
- <ἀποτεθημμένοι>
- κεκαυμένοι
- *<ἀποτενεῖτε>
- ἀποδώσετε An
- *<ἀποτετίνακται>
- ἀπέῤῥιψεν (1 Reg. 10,2) vgAS
- *<ἀπότευγμα>
- ἀποτυχία n
- *<ἀποτεύξασθαι>
- ἀποτυχεῖν vgAn
- <ἀποτίθεται>
- συνάγει εἰς τὰς ἀποθήκας
- <ἀποτηλόθεν>
- μακρόθεν
- <ἀποτίθησιν>
- ἀποθνήσκει
- <ἀποτίμαστος>
- ἀνύβριστος (Τ 263)
- <ἀποτιμήματα>
- <αἱ> πρὸς τὰς φερνὰς ὑποθῆκαι
- <ἀποτιμήσασθαι>
- τὸ λαβεῖν εἰς ὑποθήκην
- <ἀποτιμᾷ>
- ὑποτίθησιν
- <ἀπότιμος>
- ἄτιμος
- *<ἀποτίνῃ>
- τιμωρίαν παρασχῇ An
- <ἀποτίπλατον>
- ἀπροσπέλαστον
- *<ἀποτείσει>
- ἀποδώσει (Exod. 21,36 ..) AS
- <ἀποτῖσαι>
- ἀποδοῦναι (ν 193)
- <ἀποτίσεται>
- τιμωρήσεται (α 268)
- *<ἀποτειχίζων>
- περιφράττων vgAS
- <ἀπότμημα>
- ἐκκεκομμένον
- *<ἀποτμήξαντες>
- ἀποτεμόντες ASn ἀποχωρίσαντες (Λ 468) S
- <ἀπότμηται>
- ἀποκέκοπται
- *<ἀπότμου>
- δυστυχεστάτου (Ω 388) ASn
- <ἀπὸ τοῖϊν>
- ἀπὸ τούτων (Λ 110)
- †<ἀπὸ τόκου>
- τὰς ἀπογεννήσεις τῶν γεννημάτων (Hippocr. art. 49)
- <ἀποτομάδα>
- σχίζαν. καὶ ἀκόντιον πεντάθλου
- <ἀπότομοι>
- οὐκ ἐνεργοί
- <ἀπότομον>
- τὸν μὴ ἄξιον προσόψεως
- *<ἀποτόμως>
- σκληρῶς AS ἀπαραιτήτως (Tit. 1,13)
- <ἀποτράγημα>
- λείψανον βρώματος (Eupol. fr. 284 v. l.)
- *<ἀποτραχύνεται>
- θρασύνεται g
- *<ἀποτραχύνοιτο>
- θρασύνοιτο AS
- *<ἀποτρέξοντες>
- ἀναχωροῦντες AS
- <ἀποτρέψαι>
- διαλῦσαι φιλονείκως
- *<ἀποτριψάμενοι>
- ἀποῤῥιψάμενοι AS
- <ἀποτριάξαι>
- τρεῖς πληγὰς δοῦναι
- *<ἀποτρόπαιος>
- φευκταῖος vgASP φοβερὸς τὴν ὄψιν. κακὸς ASPn [ἀποτροπήν]
- *<ἀποτροπιάσματα>
- ἐξιλεώματα ἀποτρέποντα τὸ φαῦλον An
- <ἀπότροπον>
- ὅ τις ἂν ἀποτράποιτο. Σοφοκλῆς Οἰδίποδι (O. R. 1313)
- <ἀπότροπος>
- οὐκ ἐπιστρέφων εἰς τὴν πόλιν. ἀποτετραμμένος τῆς τοῦ ἄστεως ἐπιστροφῆς (ξ 372)
- *<ἀπὸ τρόπου>
- ἔξω τοῦ τρόπου (n)
- <ἀπότροφος>
- μακρὰν τεθραμμένος (Hdt. 2,63,4)
- <ἀποτρόχου>
- ἐξ ἅρματος δρόμου (Ar. fr. 637?)
- <ἀποτρυπῶν>
- λάθρα ἐξιών
- <ἀποτρωπᾶσθαι>
- ἀποτρέπεσθαι
- <ἀποτυλῶσαι>
- ἐπᾶραι αἰδοῖον (Pherecr. fr. 204?)
- <ἀποτυχισθείς>
- ἀντὶ τοῦ ἀποτιλθείς. καὶ τὸ <ἀποτυχίσαι> ἐπὶ τοῦ ἀποπελεκῆσαι τὸν λίθον, ἀπὸ τῶν <τύχων>. ἔστι δὲ λιθοξοϊκὸν σιδήριον
- <ἀποτύψωνται>
- παύσωνται τοῦ τύψασθαι
- *<ἀπ' οὔατος>
- μακρὰν τῆς ἀκοῆς (Σ 272) AS
- *<ἀπ' οὔδεος>
- ἀπὸ τοῦ ἐδάφους (Μ 448) AS
- <ἀπὸ κρατός>
- ἀπὸ τῆς <περι>κεφαλαίας (Ε 7 ..)
- <ἀπούρας>
- [ἀφελόμενος. ἢ] ἀφορίσας, <καταχρηστικῶς δὲ ἀφελό- μενος> (Α 356 ..)
- <ἀπούργους γωνίας>
- εὐτελεῖς, καὶ ὅπου τὰ σαρώματα συνά- γεται
- *<ἀπουρίσσουσιν>
- ἀφαιρήσονται (Χ 489) AS
- <ἄπους>
- μὴ ἔχων πόδας
- *<ἀπουσία>
- ὅταν τις ἀπῇ gA ἤ τις ἀπέχῃ. καὶ ἡ [ἀπόλειψις gA
- *<ἀποφαίνει>
- φανεροποιεῖ gAn
- *<ἀποφαίνουσι>
- ἀποδεικνύουσιν (vg) A
- <ἀποφανθείς>
- ἐν τῷ φανερῷ καταστάς. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 71)
- <ἀπόφαρσις>
- ἡ ἑταίρα, ὡς Ἡγήσανδρος
- <ἀπόφασθε>
- ἀπαγγείλατε (Ι 422)
- *<ἀποφάσκει>
- ἀπαγορεύει Σ vgAPn
- <ἀπόφασις>
- κρίσις. ψῆφος. δίκη
- *<ἀποφεῖν>
- ἀπατῆσαι AS
- <ἀποφῆσαι>
- ἀρνήσασθαι
- <ἀπόφημι>
- ἀπολέγω. *ἀποφαίνομαι ASn ἀπαρνοῦμαι (Η 362) AS
- *<ἀποφῆναι>
- ἀποδεῖξαι gASPn
- *<ἀποφήνας>
- εἰπών APn
- [<ἀποφθαναῖνον>
- ἀποθνήσκοντα]
- *<ἀποφθάρηθί μου>
- ἀπαλλάγηθί μου AS [μάντευμα]
- <ἀπόφθεγμα>
- σύντομος λόγος, <μάντευμα>
- <ἀποφθείσθω>
- ἀποθανέτω (Ζ 429)
- <ἀποφθίμην>
- ἀπολοίμην. ἀποθάνοιμι (κ 51)
- *<ἀποφθίμενον>
- ἀποθανόντα (Γ 322) n(AS)
- †<ἀποφθαράξασθαι>
- τὸ τοῖς μυκτῆρσιν εἰς τὸ ἔξω ἦχον προέσθαι
- <ἀποφλάσαι>
- ῥογχάσαι A Κρῆτες, καὶ Σάμιοι
- <ἀποφλαυρίζεσθαι>
- ἐξευτελίζεσθαι
- <ἀποφλύειν>
- ἀπερεύγεσθαι
- *<ἀποφοιτᾶν>
- ἀποπηδᾶν gAS
- *<ἀποφοίτησις>
- χωρισμός. ἀναχώρησις (vgA)
- <ἀποφορα>
- *ὀσμή Pp ἢ δένδρα μὴ φέροντα καρπόν
- <ἀποφόρος>
- ἀσθενέστερος
- *<ἀποφορτίσασθαι>
- τὸ βάρος ῥῖψαι vgA
- <ἀποφράδας>
- κακάς. παρατηρησίμους
- <ἀποφράδες>
- ἡμέραι ἑπτὰ οὕτως ὀνομαζόμεναι, ἐν αἷς ἐναγίζουσι τοῖς νεκροῖς. Μεταφέρουσι δὲ τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοὺς πονηρούς (Eupol. fr. 309) *Ἢ ἀπαγορευόμεναι vgAS πρὸς τὰς πράξεις A
- <ἀποφύλιοι>
- ξένοι, οἱ μὴ ἔχοντες φυλήν. Αἰσχύλος ... σατυρικῷ (fr. 287)
- <ἀποφῦναι>
- διαστῆναι
- <ἀποφυσήσασα>
- ἐκρύψασα
- <ἀποφύσιας>
- ἐκφυσήσεις. ἐξοχάς
- <ἀποφώλια>
- †ἀποφίλια (ε 182)
- †<ἀποφώλιος>
- μάταιος. [ἀδόκιμος s εὐτελής. ἢ [ἀπαίδευτος (θ 177) p
- (*)<ἀπὸ φῶρας>
- κλέπτας (Greg. Naz. c. 2,1,1,390)
- *<ἀποχασθῇ>
- ἀποθάνῃ AS [ἀποχή]
- *<ἀπόχασον>
- ἀποχώρησον AS
- <ἀποχή>
- <πλήρωσις> ps
- [<ἀπόχρη>
- ἐξαρκεῖ]
- <ἀποχειρόβιοι>
- οἱ ἁλιεῖς. καὶ χειρώνακτες, καὶ ἐγχειρογάστορες, οἱ τεχνῖται
- †<ἄποχον>
- ἀπότεχνον. οἱ δὲ ἄγροικον. οἱ δὲ μάταιον
- <ἀποχλωρίας>
- οὗ ἀπὸ αἰσχύνης ἢ μανίας ἡ χρόα τῆς ὄψεως ἀλλάσσεται
- <ἀποχραίνειν>
- τὸ ἀπολειφθὲν τῶν χρωμάτων παρὰ τοῖς ζωγρά- φοις ... (Plat. leg. 6,769 a)
- <ἀποχρέμματος>
- ἀποπτύσματος
- *<ἀπόχρη>
- ἐξαρκεῖ gAPn
- <ἀποχρησαμένοις>
- ἀποσεισαμένοις
- <ἀποχριμφθέντα>
- ἀποχωρισθέντα
- *<ἀποχρῶν>
- πεπληρωμένος ASn πρὸς τὰς πράξεις
- <ἀπόχρωμος>
- ἀκάλυπτος. ἀπροφάσιστος
- *<ἀποχρώντως>
- ἀρκούντως, αὐτάρκως, ἱκανῶς vgA
- <ἀποχρῶσιν>
- ἐξαρκοῦσιν
- <ἀποχοιριάζειν>
- ἀποσοβεῖν, ὡς χοῖρον ἐξελαύνειν
- <ἀποψάλλειν τὰς τρίχας>
- τίλλειν. ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χορδῶν
- <ἀπόψηστρον>
- τὸ ἀπόμακτρον τοῦ μετρουμένου σίτου
- <ἀπόψυγμα>
- ἀφόδευμα, κόπρος
- *<ἀποψύχειν>
- ἀποπατεῖν ASn ἀποπνευματίζεσθαι (AS) ἀφο- δεύειν
- <ἄππας>
- ὁ τροφεύς
- †<ἄππιλος>
- ἀσπάργαντος
- [<ἀππαλλάζειν>
- ἐκκλησιάζειν. Ἴωνες]
- †<ἄππιρ>
- ὕσπληξ. Λάκωνες
- <ἀπραγμοσύνη>
- ἀργία. ἢ φυτὸν ἐν Ἀκαδημίᾳ (Ar. Nub. 1007)
- <ἄπρηκτα>
- ἀνωφέλητα
- <ἄπρατα>
- μὴ πιπρασκόμενα
- *<ἄπρηκτον>
- ἄπρακτον (Β 121) AS(n)
- <ἀπρήκτως>
- ἀπράκτως
- <ἄπρητον>
- ἀφλόγιστον
- *<ἀπριάτην>
- ἄνευ πράσεως (Α 99) gASn
- <ἀπρίξ>
- προσπεφυκότως. *ἰσχυρῶς. σφοδρῶς A ὃ οὐχ οἷόν τε πρῖσαι, διὰ τὴν σύμφυσιν
- *<ἀπροϊδῆ>
- ἀφανῆ (Greg. Naz. 2,1,1,58)
- *<ἀπρόϊτος>
- ἀνέξοδος (Ioh. Chrys. sac. 6,12) AS
- <ἀπρονόμευτος>
- οὐ προνομευθείς. <προνομὴ> ἡ ἐπὶ τῆς χώρας ἁρπαγή
- <ἀπρόοπτος>
- ἀπροόρατος
- *<ἀπροόπτως>
- ἀπροοράτως q. vgn λαθραίως vgn
- <ἄπροπον>
- [ἄτροπον]. ἀπρεπές <εἰδεχθές, μοχθηρὸν ἰδεῖν>
- *<ἀπρόσβλητον>
- γενναῖον (Cyr. hom. Pasch. 25 p. 301) vgAS
- *<ἀπροσδεής>
- ὁ μηδενὸς χρείαν ἔχων (2. Macc. 14,35) vgAS
- *<ἀπροσδιορίστως>
- ἀορίστως. μὴ πρός τι διωρισμένον gAS
- <ἀπρόσειλος>
- ᾧ οὐδεὶς προσειλεῖται, ἀλλ' εὐθέως πίπτει. ἢ ἀκαυμάτιστος, ἀπὸ τῆς <εἴλης>. Εὐριπίδης Ἀλόπῃ (fr. 845)
- *<ἀπροσεξία>
- ῥᾳθυμία παρὰ τὸ μὴ προσέχειν τινὰ ἑαυτῷ ἢ τοῖς πρακτέοις vgAS
- *<ἃ προσήκει>
- ἃ δεῖ vgAS
- *<ἀπρόσιτος>
- ἀπροσπέλαστος. ἀπάνθρωπος. ἀχώρητος AS ἀπροσέγγιστος (1 Tim. 6,16)S(n) [εἰδεχθές, μοχθηρὸν ἰδεῖν]
- <ἀπρόσκλητος δίκη>
- ἡ μὴ τυχοῦσα τῶν καλουμένων κλητόρων κατὰ τὸν νόμον. καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἦν εἰσαγώγιμος
- *<ἀπροσκοπεῖν>
- μὴ προορᾶν AS
- *<ἀπρόσκοπον>
- ἀσκανδάλιστον (Act. ap. 24,16) vgASn
- <ἀπρόσοιστος>
- ἀνυπομόνητος (Aesch. Pers. 91)
- *<ἀπροσπέλαστος>
- ἀπροσέγγιστος vgA (P)
- <ἀπροσπλήστῳ>
- ᾧ οὐκ ἄν τις προσπελάσειεν
- *<ἀπροσπταίστῳ>
- ἀσκανδαλίστῳ AS
- <ἀπροστασίου δίκη>
- κατὰ τῶν προστάτην μὴ ἐπιγραψαμένων μετοίκων
- *<ἀπροστάτευτος>
- μὴ ἔχων προστασίαν τινός vgAS
- <ἀπροτίμαστος>
- ἀπρόσθικτος, ἄψαυστος. <Μάσασθαι> γὰρ τὸ ἅψασθαι (Τ 263) [ἀπρόσβατον]
- *<ἀπροτίμαστον>
- ἀπροσδόκητον AS
- *<ἀπρόσφορον>
- ἀνάρμοστον n
- <ἀπρόσωπος>
- οὐκ εὐπρόσωπος. καὶ ὁ προσωπείῳ μὴ χρώμενος, ἢ λανθάνων
- <ἀπροτιόπιστος>
- ἀπρονόητος
- <ἀπροτίοπτοι>
- ἀόρατοι
- <ἁπτά>
- φάρμακα
- †<ἀπταυτίτας>
- τοῦτο ἐν συνηθείᾳ λέγεται. σημαίνει δὲ <ἀπτὰν> πένητα, <τιτὰν> δὲ παιδεράστην
- †<ἀπτάν>
- ἀναχωρήσιον
- <ἀπταρύσσεται>
- πέτεται
- <Ἀπταρεύς>
- ὁ ἀπὸ Κρήτης· <Ἄπταρα> γὰρ πόλις Κρήτης
- <ἄπτερα>
- ἰσόπτερα. ταχέα. ἡδέα
- <ἄπτερος>
- αἰφνίδιος· παρὰ Ὁμήρῳ ὁ προσηνὴς ἢ ταχύς (ρ 57) Αἰσχύλος Ἀγαμέμνονι (276) [αἰφνίδιον]
- <ἀπτέρωτα>
- ταχέα. αἰφνίδια
- <ἀπτίλους>
- λείας
- <ἅπτεσθαι>
- ψαύεσθαι
- <ἀπταίστως>
- ἀκαταγνώστως
- <ἅπτει>
- συνάπτει
- <ἀπτῆσι>
- μηδέπω πετομένοις (Ι 323) AS
- *<ἀπτίστων>
- ἀκόπων AS
- *<ἁπτόν>
- ψηλαφητόν vgAS
- <ἀπτοεπές>
- ἀπτόητον τοῖς ἔπεσιν. οὐ σκάζων. ἢ κακολόγε, ἢ ἀνόητε (Θ 209)
- *<ἀπτόλεμος>
- πολέμου ἄπειρος (Β 201) AS
- <ἅπτομαι>
- ψαύω, ψηλαφῶ
- †<ἄπτορος>
- ἰσόπτερος (Aesch. Ag. 276)
- *<ἁπτῷ>
- ψηλαφητῷ Sn
- *<ἄπτωτον>
- τὸ μὴ πῖπτον, ἀλλ' ἑστός AS
- <ἄπυγοι>
- οἱ λεῖοι τὰς πυγάς. ἐσκώπτοντο δὲ ἐπιεικῶς Ἀθηναῖοι εἰς αἰσχρότητα
- <ἀπυθύσσομεν>
- ἐξιλασκόμεθα. ἢ ἀποπνεύσομεν
- <ἄπυθεν>
- ἄποθεν
- †<ἀπυθυμίω>
- ἀποφαίνω. Κρῆτες
- <ἀπυνδάκωτος>
- ἀπύθμενος. Σοφοκλῆς Τριπτολέμῳ (fr. 554). ἐν δὲ Ἰφιγενείᾳ (fr. 290) <πύνδακα> τοῦ ξίφους τὴν λαβὴν ἔφη
- †<ἀπυξῖνος>
- ἀπὸ νευρᾶς. Τιμοκλῆς (fr. 39)
- †<ἀπυλλέτω>
- αἰνείσθω
- <ἄπυρα σκεύη>
- τὰ <μὴ> παρέχοντα χρῆσιν ἐν πυρί
- <ἀπύρου>
- ἀθύτου. Σοφοκλῆς Μυσοῖς (fr. 384)
- *<ἀπύρους> <<νέκυας>·> καινοὺς νεκρούς A
- <ἀπύρους τρίποδας>
- τοὺς ἀναθηματικούς, καινούς, καὶ οὐδέ- ποτε πεπυρωμένους, ἀλλ' ἕνεκα κόσμου ἀνακειμένους. ἐξ ἐναν- τίου δὲ <<ἐμ>πυριβήτας>, ἐν οἷς θερμαίνουσιν ὕδωρ (Ι 122)
- <ἄπυργος>
- ἀτείχιστος. Εὐριπίδης Τημένῳ (fr. 749)
- <ἄπυρος>
- ἄκαυστος νεκρός. καινός
- <ἀπύρωτον>
- καινήν S ἢ ἀναθηματικήν (Ψ 270)
- †<ἀπύτησιν>
- ἀπότησιν
- †<ἄπυστος>
- ἀνήκουστος (T. g) περὶ οὗ μηδεὶς πέπυσται (α 242)
- †<ἀπυστρόπεον>
- ἀπέστρεφον
- <ἀπφία>
- ἀδελφῆς ἢ ἀδελφοῦ <ὑποκόρισμα>
- †<ἀποδέον>
- δυσῶδες
- <ἀπφῶ>
- πατρός. ἢ διπλασία χάρις (4. Regn. 2,14)
- <ἀπφύς>
- ὁ πατήρ. [ἢ πνεύματος ἁγίου διττὴ ἐνέργεια (4. Regn. 2,9)]
- *<ἄποθεν>
- μακρόθεν gSn
- *<ἀπῴκισεν>
- ἠχμαλώτευσεν (Eur. Hipp. 629?) AS
- *<ἀπῴκισται>
- ἐμακρύνθη (1. Regn. 4,22) A
- <ἀπώλλυον>
- ἀνῄρουν
- <ἀπωμοσία>
- ὅταν τις κρινόμενος σκήπτηται μὴ εὐσχολεῖν πρὸς τοὺς δικαστάς, ἀνθυπομνύῃ δὲ ὁ ἀντίδικος. καὶ περὶ αὐτοῦ τού- του προδικάζονται
- <ἀπώμοτον>
- *φευκτέον gSn ἢ ὅπερ ἄν τις ἀπομόσειεν
- *<ἀπών>
- μακρὰν ὤν AS
- *<ἀπόνασθαι>
- κατατρυφᾶν. ἀπολαῦσαι vgAS
- *<ἀπονηθήσεται>
- πεπράσεται (g)
- *<ἀπώρυγας>
- ὑδρηγούς (Ezech. 17,6) AS
- <ἀπώσατο>
- μακρὰν ἔῤῥιψεν (ν 276? Ps. 77,60?)
- *<ἀπώσθησαν>
- ἀπεῤῥίφησαν (Ps. 87,6) AS
- *<ἀπῶσμαι>
- ὤθησα (Am. 5,21) AS
- *<ἀπωστός>
- φυγάς S
- *<ἀπῶσμαι>
- ἀπεῤῥίφην (Ion. 2,5 ..) vgASn
- *<ἀπωτάτω>
- μακράν A
- *<ἀπωτέρω>
- πόῤῥω gASn
- <ἄρ> [μεγάλως
- ὅθεν καὶ ὁ <ἀρίζηλος> ὁ μεγάλως ζηλωτός. καὶ] σύνδεσμος ἰσοδύναμος τῷ δή
- *<ἀρά>
- κατάρα (Prov. 12,23 ..) An(sΣ)
- <ἀρά>
- εὐχή. *κατάρα A βλάβη. καὶ σύνδεσμος *[<ἄρα>· λοιπόν s τάχα. δῆτα. δή
- <Ἀραβία>
- τόπος Συρίας. καὶ [κόσμος γυναικεῖος P
- <ἀράβησεν>
- ἐψόφησεν, *ἤχησεν (Δ 504 ..) AS
- <Ἀραβίδες>
- αἱ μετὰ κονιορτοῦ πνοαί
- <Ἀραβικὴ πνοή>
- ἡ τυφωνική
- <Ἀράβιος ἄγγελος>
- (Men. fr. 32) παροιμία, παρὰ τὸ [<Ἀρά- βιος αὐλητὴς> q παραλαμβανομένη, [ἐπὶ τῶν ἀπαύστως διαλεγομένων q μετῆκται δὲ ἀπὸ τοῦ Ἀραβίου αὐλητοῦ, ὃς "ηὔλει μὲν δραχμῆς, ἐπαύετο δὲ τεττάρων" (com. ad. fr. 268)
- *<ἄραβος>
- ψόφος, θόρυβος (Κ 375) ASPp
- <ἀραβύλας>
- ὑποδήματος εἴδη φορτικὰ καὶ βαρβαρικά
- <ἀράβῳ>
- ψόφῳ [†ἐγχύρω μνήστρα]
- †<ἀράγειν>
- σπαράσσειν
- <ἀραγμός>
- ψόφος (Eur. fr. 631?)
- <ἀραδῇ>
- θορυβήσῃ, ταράξῃ S
- <ἀραδῆται>
- κεκόνιται. συγκέχυται
- <ἄραδος>
- ἡ ἀπὸ τῶν γυμνασίων τῆς καρδίας κίνησις. καὶ πόλις
- [<ἀράδους>
- βλαβεράς. λεπτάς]
- *<ἀράζουσιν>
- ἐρεθίζουσιν AS(p)
- †<ἀραιή>
- ἁρμοστὸν ποιήσῃ (Π 212)
- <ἀραιήν>
- ἀσθενῆ (Ε 425)
- <ἀραιῇσι>
- λεπταῖς Sn καὶ μακραῖς (Π 161)
- *<ἀράμενοι>
- ἐπάραντες vgAS
- <ἄραντες>
- ἀπενεγκάμενοι
- <ἀραιὴ γαστήρ>
- τὰ λεπτὰ ἔντερα
- †<ἀραιητόν>
- στρεπτόν
- *<ἀράξαι>
- συντρῖψαι (S) n
- <ἀραίας>
- βλαβεράς. Σοφοκλῆς Ἀλκμέωνι (fr. 106)
- <ἀραῖον>
- κατάρατον. ἢ Ὁ πρόσθεν ἐλθὼν ἦν ἀραῖός μοι νέκυς. οἷον ἀρὰν προσετρίβετο καὶ κατευχήν. Σοφοκλῆς Πολυΐδῳ (fr. 367)
- <Ἀραιθυρέη>
- ὄνομα πόλεως (Β 571)
- <ἀραιαί>
- ἐπὶ μὲν τοῦ ἀσθενοῦς· "ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί" (Σ 411), ἐπὶ δὲ τοῦ λεπτοῦ καὶ στενοῦ· "ἀραιὴ δ' εἴσοδός [δέ] ἐστιν" (κ 90)
- <ἀραιότερος>
- βραδύτερος
- <ἄραιτο>
- ἀπενέγκαιτο. λάβοι (Eur. Or. 3)
- <ἄρακιν>
- φιάλην, καὶ <ἀράκτην>
- <ἄρακοι>
- ὄσπριόν τι. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ <λάθυρον
- <ἄρακος>
- ἱέραξ. Τυῤῥηνοί
- <ἀρακτῆρα>
- ἀμελκτῆρα
- <ἄραμα>
- βόρβορος
- <ἀράμεν>
- μένειν
- <ἀράμεναι>
- ἡσυχάζειν
- <ἀράμενοι>
- τὰ ἀπόχυτα ὕδατα
- <ἀράντισιν>
- ἐρινύσι. Μακεδόνες
- <ἀρανίς>
- ἔλαφος
- <ἀρᾶραι>
- ἁρμόσαι. πλέξαι
- <ἄρασιν>
- ἀράχνην
- [<ἄραρισεεν> ορκος]
- <ἄραρεν>
- ἡρμόσθησαν (Eur. Or. 1571) *ἢ παγίως δέδοκται gASn ἢ κέκριται (Eur. Or. 1330 ..) vgASn
- <ἀράραχνος>
- τὸ αὐτό
- <ἀραρινοί>
- ὅσα παρασφηνοῦται λιθάρια εἰς τὰς ῥαγάδας
- <ἀράρισκε>
- περιάρμοζεν (ξ 23)
- <ἄραμος>
- ἐρωδιός
- <ἀράμ>
- μετέωρος
- *<ἀραρός>
- πάγιον. βέβαιον ASn [κατάρατον]
- *<ἀραρότως>
- ἁρμοδίως προσηρμοσμένως n ἁρμοζόντως vgASn ἀσφαλῶς gASb ὅθεν καὶ τὸ <ἄραρεν> παγίως δέδοκται AS
- *<ἀραρυῖαν>
- ἡρμοσμένην (ζ 70 ..) gAS
- *<ἀραρυίας>
- ἡρμοσμένας (Γ 331) Sn
- [<ἀρασάμεναι>
- ἀλειψάμεναι, ποιοῦσαι]
- <ἀρὰς ἐπισπεῖραι>
- ἔθος Κυπρίων σπειρόντων κριθὰς μεθ' ἁλὸς καταρᾶσθαί τισιν
- <ἀρασύνη>
- πύελος
- <Ἀρᾶς ἱερόν>
- ἱερὸν Ἀρᾶς Ἀθήνησιν. Ἀριστοφάνης Ὥραις (fr. 575), ἔνιοι δὲ τὴν βλάβην λέγειν αὐτὸν ἐνόμισαν
- †<ἄρας μῶσαι>
- δῆσαι
- <ἀράσσει>
- συντρίβει. τύπτει. †ἀμέλγει
- [*<ἀρᾶται>
- <καταρᾶται AS]
- *<ἄρασθαι>
- ἀπενέγκασθαι,> ἑλεῖν, λαβεῖν A
- *<ἀρασσόμενα>
- προσρηγνύμενα vgAS πλησσόμενα. θορυβού- μενα S(A)
- <ἀρασχάδες>
- τὰ περυσινὰ κλήματα S
- *<ἀρᾶται>
- καταρᾶται (1 Regn. 14,24) ASP εὔχεται (Ι 240) nS
- *<ἀράττων>
- κρούων ASPn
- †<ἀράνη>
- μεσάγκυλον
- †<ἀρατειχεύειν>
- καταρᾶσθαι. οἱ δὲ στρατεύεσθαι
- <Ἀραύκηλις>
- ἡ νῦν Αἴγυπτος
- <ἀραχθείς>
- διωχθείς S
- <ἀραχνία>
- ἀράχνη. Ἀττικοί
- <ἀράχνηκες>
- ἀράχναι
- <ἀράχνου>
- ἀπ' εὐθείας ὁ ἀράχνης. Αἰσχύλος Λαΐῳ (fr. 121)
- *<ἀραχνοϋφεῖς>
- ὡς ὑπὸ ἀράχνης ὑφασμένας AS
- <ἀράχνους>
- εἶδος ὀσπρίου
- *<ἀράων>
- τῶν εὐχῶν (Ο 378) ASn [ἢ ἱερέων]
- †<ἀρβάκις>
- ὀλιγάκις
- <ἀρβάλη>
- τήγανον ὀστράκινον. Ταραντῖνοι
- <ἀρβίννη>
- κρέας. Σικελοί
- †<ἀρβόν>
- διεστός. ἀραιόν. ἐλαφρόν
- <ἀρβύλης>
- τοῦ ὑποδήματος (Eur. Or. 140)
- <ἀρβύλαι>
- εἶδος ὑποδημάτων S
- <ἀρβυλίδα>
- λήκυθον. Λάκωνες
- <ἀργάδες>
- εἶδος φυτοῦ ἢ ἀργαὶ γυναῖκες S
- <ἀργαίνειν>
- λευκαίνειν. Εὐριπίδης Ἀλκμέωνι διὰ Ψωφῖδος (fr. 73)
- <ἀργαίνουσα>
- λευκαίνουσα [φοιτῶσα]
- [<ἀργαλαίῳ>
- ἀργῷ]
- *<ἀργαλεώτατοι>
- δεινότατοι ASn
- *<ἀργαλέους>
- χαλεπούς, δεινούς (Ξ 87) (SP)
- *<ἀργαλέη>
- χαλεπή, δεινή (Μ 63) A
- *<ἀργαλεωτέροις>
- δεινοτέροις vg χαλεπωτέροις (vgA) S
- [<Ἄργεϊ παντί>
- διόλου λευκή]
- <ἀργᾶς>
- ὄφις (Achae. fr. 1) καὶ ποιητὴς μοχθηρὸς ... <ἀργᾶν> ἐκάλουν. καὶ Δημοσθένης ὑπὸ Αἰσχίνου (2,99) <Ἀργᾶς> ὀνο- μάζεται. οἱ δὲ ὄνομα τυράννου
- <ἀργεῖαι>
- ὑποδήματα πολυτελῆ γυναικεῖα (Eupol. fr. 266)
- <Ἀργεία φορά>
- ὡς φιλοδίκους καὶ συκοφάντας Ἀργείους κωμῳ- δοῦσιν
- <Ἀργεῖος>
- κυβευτικοῦ βόλου ὄνομα (Eubul. fr. 57,3)
- <Ἀργείη>
- Πελοποννησία (δ 184 ..) λευκὴν δὲ †Ἡσίοδος
- <ἀργινόεντα>
- λευκόν. λευκόγειον. ἀργιλλώδη (Β 647)
- <Ἀργεῖοι>
- οἱ Ἕλληνες. καὶ ἐκ τῶν εἱλώτων οἱ πιστευόμενοι οὕτως ἐλέγοντο. ἢ λαμπροί
- <Ἀργείους ὁρῶ>
- παροιμιῶδες (Alex. fr. 153)
- <Ἄργεισα>
- πόλις Θεσσαλίας (Β 738 v. l.?)
- *<Ἀργειφόντης>
- ὁ Ἑρμῆς <ὁ> ἀργὸς φόνου (ε 43 ..) A
- <Ἀργείων>
- Ἑλλήνων (Α 79 ..)
- <Ἀργείωνας>
- τοὺς Ἀργείους
- <ἀργέμων>
- τῶν ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς λευκωμάτων. οἱ δὲ ὀφθαλμῶν. Σοφοκλῆς ἐπὶ Ταινάρῳ σατυρικῷ (fr. 212)
- <ἄργεμα>
- τὰ ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν λευκώματα (p)
- <ἀργεμώνη>
- εἶδος βοτάνης
- <ἀργεννάων>
- λευκῶν AS ἢ λαμπρῶν (Γ 198)
- [<ἀργεννῆισι>
- λαμπραῖς, λευκαῖς]
- *<ἀργεννῇσι>
- λευκαῖς AS λαμπραῖς (Γ 141) S
- *<ἀργῆτι>
- λαμπρῷ (Γ 419) AS
- <ἀργεννῶν>
- λευκῶν. λαμπρῶν (Σ 529)
- <ἀργεσταί>
- οἱ ἐτησίαι
- <ἀργεστᾶο νότοιο>
- τοῦ λεγομένου λευκονότου τινές, [δὲ] οὐ καλῶς· Ὅμηρος γὰρ τέσσαρας οἶδεν ἀνέμους, ἔστιν οὖν ταχέος (Λ 306)
- <ἄργετος>
- ἡ ἄρκευθος. Κρῆτες
- <ἀργέτι δημῷ>
- λευκῇ πιμελῇ (Λ 818)
- <Ἀργειφόντης>
- καθαροφόντης, λευκοφόντης. ἢ ἐν Ἄργει πρῶτον πεφηνώς. ἢ καταργῶν τοὺς φόνους. ἢ ταχέως καὶ τρανῶς ἀπο- φαινόμενος. ἀμφότερα δ' ἂν εἴη περὶ τὸν θεὸν ταῦτα· διὰ τὴν εὐπορίαν τῶν ὀνομάτων τὸ ταχέως, διὰ δὲ τὴν θειότητα τὸ σαφῶς ἑρμηνεύειν. Ἑρμῆς γοῦν ὠνομάσθη διὰ τὸ εἴρεμός τις εἶναι, ὅτι εἴρειν ἐμήσατο (Plat. Crat. 408b) ὅπερ ἐστὶν λέγειν. ὁ γὰρ Ἑρμῆς λόγος ἐστί
- *<ἀργή>
- στεῖρα AS
- <ἀργῆτα>
- λευκόν λαμπρόν "ἀργῆτα κεραυνόν" (Θ 133) *τὸν λαμπρὸν AP ἢ ταχὺν S
- <Ἀργῆν ἔπεφνε>
- ὄφιν. ἔστι δὲ ἐπίθετον δράκοντος (trag. ad. fr. 199)
- <ἀργίλλη ψιλή>
- γῆ βλαστάνουσά τι
- †<ἀργοιβίαντον>
- Βοιωτίας
- <Ἀργίλια>
- δῆμος τῆς Ἀττικῆς
- <ἄργιλος>
- ἡ σμηκτρὶς γῆ, ἢ λευκόγειος
- <ἀργίλοφοι>
- λαπάραι κωδίων. οἱ δὲ πρωκτόν. καὶ μηλωταί
- <ἀργιμήτας ταῦρος>
- ταχύμητις. ἢ λευκὸς παραγώγως. λέγεται δὲ ἐπὶ τοῦ διακομίσαντος τὴν Εὐρώπην (Phryn. trag. fr. 16)
- *<ἀργιόδοντος>
- λευκοὺς ὀδόντας ἔχοντος (Κ 264) (A) S
- <ἀργός>
- λευκός. ταχύς (β 11 ..)
- <ἀργιόπους>
- ἀετός. Μακεδόνες
- [<ἄργιστα>
- ἐκ τῶν στεμμάτων [μέρη ὡς] διαπεπλεγμένον δίκτυον]
- [<ἀργιάφης>
- ὁ ἀπηρτισμένος τῷ λόγῳ]
- <ἀργιφόντῃ>
- καθαροφόνῳ (Β 103 v. l.)
- <ἄργματα>
- ἀπαρχάς (ξ 446)
- *<ἀργόν>
- ἀργύρεον AS ταχύ s λευκόν
- <ἀργός>
- μιλός. βραδύς
- *<Ἄργος>
- Πελοπόννησος (Β 108 ..) AS
- *<ἀργούς>
- ταχεῖς (S) λευκούς (Α 50) (AS)
- *<ἀργυραμοιβοί>
- κολλυβισταί. τραπεζῖται ASP
- <ἀργυράσπιδες>
- τάγμα τι στρατιωτικὸν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου
- <ἀργύρεαι λόγχαι>
- οἱ μισθοφόροι
- <ἀργυρέα λιμός>
- ἀργυρίου σπάνις
- <ἀργυρέα ὕνις ἢ ἀργυρέα αὖλαξ>
- παρὰ Θουκυδίδῃ (2,16,2)
- <ἀργυρέοιο>
- τοῦ λαμπροῦ. καὶ καλλίστου (Α 49 ..)
- <ἀργύρεον>
- λαμπρὸν καὶ καθαρόν. ἀργῶς καὶ καθαρῶς ὑφασμένον
- <ἀργυρηλάτης>
- ἀργυροκόπος
- <ἀργύριος>
- εἶδος βοτάνης
- <ἀργυρίτης>
- ὁ ἐν ἀργυρίῳ τὴν οὐσίαν ἔχων καὶ ἡ ἐκ τῶν ἐναργύ- ρων μετάλλων γῆ
- [ἀγύρινον γραμματεῖον, ὃ καὶ Βοιωτικὸν καὶ κοῖλον λέγεται]
- <ἀργυρῖτις>
- λιθάργυρος
- *<ἀργυρογνώμονες>
- τραπεζῖται, δοκιμασταί (g) AS
- *<ἀργυρόηλον>
- τὸ ἀργυροῦς ἥλους ἔχον (Β 45 ..) S
- <ἀργυροθήκη>
- τὸ ἀργυρικὸν γραμματεῖον (Antiph. fr. 157) <ὃ καὶ Βοιωτικὸν καὶ †κοιλον λέγεται>
- <ἀργυροκοπιστήρ>
- τραπεζίτης. ἢ ὁ τὰ ἀργυρεῖα ἐργαζόμενος (Cratin. fr. 226)
- *<ἀργυροδίνην>
- λευκὰ ῥεύματα ἔχουσαν (Φ 8?) κρήνην AS
- *<ἀργυρολόγος>
- τελώνης AS
- <ἀργυρόπεζα>
- λευκόπους. g <Πέζα> γὰρ ὁ πούς. καὶ καλλίπους (Α 538 ..)
- <ἄργυρος>
- ὁ στατήρ. ἦσαν δὲ ὀβολοὶ .. ἀσημίου
- *<ἀργυρότοξος>
- καλλίτοξος (η 64 ..) AS
- <ἀργύρου κόπις>
- ἀργυρολόγος. ἐκ τοῦ παρεπομένου
- *<ἀργυρώνητος>
- οἰκέτης AS ἀργυρίου ἀγορασθείς (Eur. Alc. 676) vgAS
- *<ἀργυφέη>
- λαμπρά S λευκή AS
- *<ἀργύφεον>
- λαμπρόν. λευκόν (Σ 50) (vg)AS
- <ἀργυφέοισι>
- λαμπροῖς. καθαροῖς
- <ἀργώ>
- εἶδος φυτοῦ, ἀφ' οὗ ἡ Ἀργὼ ναῦς
- <ἄρδα>
- μολυσμός (Pherecrat. fr. 53) (S)
- <ἀρδάλια>
- τοὺς πυθμένας τῶν κεραμίδων, οὓς ἔνιοι <γοργύρας> καλοῦσιν
- <Ἀρδαλίδες>
- αἱ Μοῦσαι
- <ἄρδαλος>
- μόλυσμα
- <ἀρδάλους>
- εἰκαίους
- <ἀρδαλωμένους>
- ταρασσομένους
- <ἀρδάνια>
- αἱ τῶν κεραμίων γάστραι, ἐν αἷς τὰ βοσκήματα ἐπότιζον, ἃ Δωριεῖς κύμβαλα καλοῦσι. ταῦτα δὲ πρὸ τῆς αὐλείου θύρας ἐτίθεσαν ὕδατος πλήρη [ἵνα] ὁπότε τις τελευτή- σειεν, [οἱ] πρὸς ἀφαγνισμὸν <ἵνα οἱ> ἐξιόντες περιῤῥαίνωνται
- *<ἀρδεία>
- ποτισμός vg
- *<ἀρδείας>
- ποτισμούς ASn
- [<ἄρδεται>
- πίμπλαται]
- *<ἀρδεύει>
- ποτίζει SPn
- *<ἀρδεύσαντες>
- ποτίσαντες vgASn
- <ἄρδην>
- φοράδην. *ἢ σφόδρα g ἢ παντελῶς n ἢ ἀθρόως vgASP ἢ ἐξ ὁλοκλήρου (Eur. Hec. 887 ..) SP
- <Ἀρδήττους>
- τοὺς ῥᾳδίως ἐπὶ τοὺς ὅρκους ἰόντας <Ἀρδήττους> ἐκάλουν. τόπος περὶ τὸν Ἰλισσόν, ἐγγὺς τοῦ Παναθηναϊκοῦ σταδίου, ἐν ᾧ τοὺς ὅρκους ἐποιοῦντο
- <ἄρδιας>
- τὰ ἐκ χειρὸς ὅπλα (Hdt. 4,81,4) S
- <ἀρδικός>
- φαρέτρα (Hdt. 1,215,1) S
- <ἄρδις>
- ἀκίς. Αἰσχύλος Προμηθεῖ δεσμώτῃ (879)
- *<ἀρδμός>
- ποτισμός vgAS ἐν ποταμῷ (Σ 521)
- <ἄρδοι>
- ἀρδεύοι. ποτίζοι (Eur. Suppl. 207)
- *<ἄρδων>
- ποτίζων gn
- (*)<ἀρειάς>
- ἀπειλάς
- [<Ἀρείας>
- πώλους Περσικάς. <Ἄρειοι> γὰρ ἔθνος Περσικόν]
- <Ἀρέθουσα>
- κρήνη ἐν Ἰθάκῃ, καὶ ἐν Σικελίᾳ, T. n ἐν ᾗ ὁ ἐν τῇ Ἤλιδι ῥέων ποταμὸς Ἀλφειὸς ἀργύριον κο<μίζειν> νενόμισται
- *<ἀρειή>
- ἀπειλή (Ρ 431) ASPn βλάβη S
- <ἀρειθύσανοι>
- Ἡνίοχοι (Aesch. fr. 203)
- *<ἄρειον>
- βέλτιον (vg) AS κάλλιον. [κρεῖσσον (Τ 56) S
- *<ἀρείονα>
- βελτίονα (υ 133) g
- *<ἀρείοσι>
- βελτίοσιν (Α 260) n
- <Ἄρειος πάγος>
- ἐν Ἀθήναις δικαστήριον ἐν τῇ ἀκροπόλει
- †<ἀρειούζει>
- αὐξήσει
- †<ἀργυῖτας>
- τὴν λαμίαν. Φρύγες
- <Ἀρειμάνης>
- ὁ Ἅιδης, παρὰ Πέρσαις
- <ἀρείφατον λῆμα>
- ἰσχυρόν, ἀντὶ <τοῦ> Ἄρει ἐοικός. Αἰσχύλος Νεανίσκοις (fr. 147)
- *<ἀρείων>
- βελτίων (Β 707) vgAS
- [<ἀρενοβοσκός>
- προβατοβοσκός]
- *<ἄρεκτον>
- ἄπρακτον, ἀτελείωτον (Τ 150) AS
- *<Ἀρεοπαγίτης>
- ὁ δικάζων. καὶ σιωπῶν δι' ὅλου κατὰ ἀνάγκην gASPn
- *<ἆρ' οὖν>
- ἆρα οὖν Sw
- *<ἀῤῥενωπός>
- φοβερός vgAS
- <ἀρεσάμεναι>
- φιλοφρονήσασαι, ἀρεστὸν ποιήσασαι
- *<ἀρέσασθαι>
- ἱλάσασθαι. ἀρεστὸν ποιῆσαι AS
- <ἀρέσσατο>
- ηὔφρανεν
- <ἀρεσάσθω>
- εὐάρεστον καταστησάτω (Τ 179)
- <ἀρέσθαι>
- λαβεῖν. ἆραι (Η 203)
- *<ἄρ' ἔσθορεν>
- ἐπήδησεν (Μ 462) AS
- <ἄρεσκος>
- ὁ προσηνής. καὶ ἡ διδομένη ῥάβδος <τοῖς πορνο- βοσκοῖς παρὰ> τοῖς κωμικοῖς
- <ἀρεσκεύεσθαι>
- φιλοφρονεῖσθαι
- *<ἀρεσσόμεθα>
- ἐξιλασόμεθα (Δ 362) AS
- <ἀρεστήριον>
- ἱερεῖον, καὶ θῦμα
- <ἀρεστήρ>
- πέμμα πρὸς θυσίαν
- <ἀρεσίπονον>
- σύμμετρον. ἀρέσκον
- *<ἀρετῶσα>
- ἡ ὑπερέχουσα τὰς ἄλλας, καὶ βελτίων τῶν ἄλλων P
- <ἄρεσχαι>
- κλήματα. βότρυες
- <ἀρετᾷ>
- ἐν ἀρετῇ ἐστιν "οὐκ ἀρετᾷ κακὰ ἔργα" (θ329) τουτέστιν οὐκ ἀπολήγει εἰς ἀρετήν. ἀνεγνώσθη δὲ περισπωμένως
- <ἀρετή>
- ἡ τῶν καλῶν νομιζομένων ἐμπειρία
- <ἀρετή>
- θεία δύναμις (2. Petr. 1,3 ..) vgASPn διάθεσις ἀγαθή. ἢ τὸν ἐνάρετον βίον
- †<ἀρέτησαν>
- ἥρμοσαν
- <ἀρετῶσιν>
- ἀρεταίνωσιν, εὐδαιμονῶσιν, ἐν ἀρετῇ ὦσιν (τ114)
- <Ἄρῃ>
- [λήψῃ] πολέμῳ (Β 385)
- <ἄρῃ>
- λήμψῃ. οἴσῃ. Σοφοκλῆς Αἴαντι μαστιγοφόρῳ (129)
- <ἀρή>
- εὐχή "ἀράων ἀΐων" (Ο 378) καὶ βλάβη ἡ ἐν τῷ Ἄρει, τουτέστιν ἐν πολέμῳ (Σ 100) ἀπειλή. εὐχή. κατάρα
- *<ἀρήγει>
- βοηθεῖ (Ο 42) vgASn
- <ἀρήγων>
- βοηθῶν (Ε 507) (PS)
- <ἀρηγομέναις>
- βοηθουμέναις
- *<ἀρηγόνες>
- βοηθοῦντες (Δ 7) gASn
- <ἀρηϊθόων>
- πολεμιστῶν, ἐν τῷ Ἄρει θεόντων (Θ 298)
- *<ἀρηϊθόων>
- τῶν ἐν τῷ πολέμῳ εὐκινήτων S
- *<ἀρήϊα>
- πολεμιστήρια (Ζ 340) S
- *<ἀρήϊος>
- ἀλλαχοῦ θρασύς, ἀγαθός AS πολεμικός ASP
- *<ἀρηΐφατοι>
- ἐν πολέμῳ πεφονευμένοι (λ 41) (A)
- <ἀρηΐφιλος>
- ὑπὸ τοῦ Ἄρεος φιλούμενος, ἢ ὁ φιλῶν τὸν Ἄρεα. δι' ἀμφοτέρων δὲ ὁ πολεμικὸς δηλοῦται (Γ 21 ..)
- <ἀρημένος>
- βεβλαμμένος (Σ 435) S εὐχόμενος (τ 367) ASPb
- <Ἀρήνη>
- ὄνομα πόλεως (Β 591)
- *<ἀρήξειν>
- βοηθήσειν (Α 77)
- *<ἀρῆξαι>
- βοηθῆσαι ἐν πολέμῳ. ἀπὸ τοῦ Ἄρεος (Α 408)
- *<>α ῥηξήνορα>
- τὸν τὴν ἀνδρείαν <διαφθείραντα> (Η 228) A
- <ἀρηνοβοσκός>
- προβατοβοσκός. Σοφοκλῆς Τυροῖ β# (fr. 594) γράφεται δὲ <ἐῤῥηνοβοσκός>, διά τε τοῦ ε καὶ τῶν δύο ῥῶ
- <ἀρήρει>
- ἥρμοζεν (Γ 338)
- *[<ἄρῃος>
- θρασύς. ἀγαθός. πολεμικός S]
- [<ἀρήρασθαι>
- εὔξασθαι]
- <ἀρηρομένη>
- [ἀρουριομένη] ἀροτριωμένη (Σ 548) ASn
- *<ἄρηρεν>
- ἰσχυρῶς ἥρμοσται (γ 248)
- *<ἀρηρός>
- ἰσχυρῶς ASP ἡρμοσμένον (Λ 31) S
- *<ἀρηρότα>
- ἡρμοσμένα (η 45) P(n) (AS)
- <ἀρηρυμένου>
- ἀπηντλημένου
- *<ἀρήσασθαι>
- εὔξασθαι (Ζ 115) vgA
- (*)<ἀρήσαιο>
- εὔξῃ (Greg. Naz. c. 2,2,3,295)
- *<ἀρήσῃ>
- εὔξῃ (Ν 818) AS
- [<ἀρήσθορεν>
- ἐπήδησεν]
- <Ἄρης Τύραννος>
- παροιμία
- *<ἄρηται>
- ἀπενέγκηται (Μ 435) Sn
- *<ἀρητῆρα>
- ἱερέα (Α 11) gASn
- <Ἀρητήριον>
- τόπος ἐν τῇ Ἀττικῇ ἔξω τοῦ ἄστεως n
- <ἀρητόν>
- βλαβερόν n πολυχρόνιον (Ρ 37 ..) [Σοφοκλῆς συνώ- νυμον ὕστερος]
- <Ἄρητος>
- Ἡρακλῆς, παρὰ Μακεδόσιν
- †<ἄρθεος>
- τράγος
- *<ἀρθείς>
- μετεωρισθείς (Ν 63) n
- <ἄρθεν>
- συνηρμόσθησαν (Π 211)
- <ἀρθῆναι>
- [ἀπολέσαι, ἢ] ἀπολέσθαι
- *<ἀρθμήσαντε>
- φιλιωθέντες, δυϊκῶς (Η 302) AS [ὁμοίως καὶ ἀριθμήσαντες]
- <ἄρθμιοι>
- φίλοι. παρὰ τὸ ἡρμόσθαι καὶ συμφωνεῖν ἡμῖν (π 427)
- <ἀρθμός>
- εἰρήνη, συνθήκη. φιλία (Aesch. Prom. 191?)
- <ἀρθμόν>
- πρότμησις, ἢ μετάφρενον. ἢ αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναι- κός
- *<ἄρθρα>
- μέλη ἄκρα (Eur. Andr. 1078) ASPn
- *<ἀρθρέμβολα>
- δαμαστήρια. ὄργανα βαλλόμενα εἰς τὰ ἄρθρα. καὶ βασανιστήρια SP καὶ ὄνομα στρεβλωτικῶν P ὀργάνων εἰς ἃ [ἐξαρθροῦσιν οἱ δήμιοι τὰ τῶν καταδίκων μέλη (Greg. Naz. or. 4,165) vg
- *<ἀρθρούμενον>
- τρανούμενον AS
- <ἀρθύσανοι>
- ἀποσχίσματα. καὶ ἀποβλαστήματα (Aesch. fr. 203?)
- <ἄρι>
- μεγάλως. ὅθεν καὶ <ἀρίζηλος> ὁ μεγάλως ζηλωτός
- *<ἄρθρον>
- μέρος λόγου vgAS δι' οὗ τρανωτέρα ἡ λέξις πέφυκε γίνεσθαι vgn
- <ἀριβάσκανος>
- πεποίηται ὡς <ἀριπρεπής>
- *<ἀρίγνωτοι>
- εὔγνωστοι (Ν 72) n τὸ γὰρ <ἄρι> μέγα δηλοῖ. [πάνυ ἐγνωσμένοι (AS)
- *<ἀρίδακρυς>
- ταχέως Α ...
- *<ἀριδάκρυσι>
- πολυδάκρυσιν S
- <ἀριδάκρυτον>
- πολυδάκρυτον
- *<ἀριδείκετον>
- ἄγαν ἔνδοξον (Ξ 320) AS ἢ μεγάλως (S) ἀσπα- στόν, φανερόν (S)
- [<ἀρίδες>
- αἱ μετὰ κονιορτοῦ πνοαί]
- <Ἀριήδαν>
- τὴν Ἀριάδνην. Κρῆτες.
- <ἀρίδηλον>
- ἔκδηλον. [φανεροῦν] [φανερόν (Β 318 v. l.) n
- *<ἀριδήλους>
- φανερούς AS
- *<ἀριδήλως>
- φανερῶς vAS
- *<ἀριδηλότατα>
- φανερώτατα (A) S
- [<Ἀρισβῆθεν>
- ἀπὸ Ἀρίσβης πόλεως]
- *<ἀριζήλη>
- θαυμαστὴ AS ἄγαν. ἐκδηλοτάτη (Σ 219) S
- <ἀρίζηλον>
- μέγα. φανερόν
- <ἄριζος>
- τάφος. Κύπριοι S
- <ἀρία>
- φυτὸν ἡ ἀρία
- *<ἀριζήλως>
- μεγάλως ἐκδήλως (μ 453) (S)
- [*<ἀριή>
- ἀπειλή S]
- <ἀριήλ>
- λέων
- <Ἀρίας πώλους>
- <ἐξ> Ἀριανῆς <Περσικάς. Ἄριοι γὰρ ἔθνος Περσικόν>
- †<ἀριηρέστερον>
- χαλεπώτερον (β 190)
- <ἀριήκοος>
- πολυήκοος (Call. h. 4,308?)
- [<ἀριθάτων>
- τῶν πολέμων]
- <ἀριθμεῖν>
- τοῦτο τίθεται καὶ ἐπὶ τοῦ κλήρου
- <ἀριθμεῖται>
- ἐξετάζεται
- <ἀριθμηθήμεναι>
- εἰς φιλίαν ἐλθεῖν (Β 124) np
- <ἀριθμητά>
- τὰ ὀλίγα
- *<ἀριθμόν>
- ὁμοῦ εἰσιν ἔτη διακόσια AS(n)
- a) <ἀριθμός>
- μέτρον b) *<ἐν> <ἀριθμῷ ὀλίγους>· ... (Ezech. 5,3) AS
- <ἀρίκεσσι>
- χαλεπαῖς S
- <ἀρικύμων>
- εὐσύλληπτος (Hippocr. steril. 219)
- †<ἀριμάζει>
- ἁρμόζει
- †<ἀριμάπου>
- γαστὴρ σὺν κόπρῳ
- <ἄριμος>
- πίθηκος
- <Ἄριμα>
- πόλις Κιλικίας, οἱ δὲ ὄρος (Β 783)
- <ἀρίξαι>
- ὑποστηρίξαι
- *<ἀριπρεπέα>
- ἄγαν <ἐκπρεπῆ> S μεγάλως ἔκδηλα (Θ 556) AS
- <ἀριπρεπές>
- μεγαλοπρεπές (θ 176)
- <ἀρίπικρον>
- μεγάλως πικρόν
- <ἀρίς>
- εἶδος βοτάνης
- <Ἀρίσβη>
- πόλις †τοῦ δήμνου. οἱ δὲ [Τροίας (Β 836) S
- *<Ἀρίσβηθεν>
- ἀπὸ Ἀρίσβης πόλεως (Β 836) AS
- *<ἀρίσκος>
- κόφινος AS
- <ἀριστεία>
- ἀνδραγαθία
- †<ἀρισταρχαμία>
- ἀριστία
- <ἀριστέα>
- τὸν ἐν τῷ πολέμῳ ἀνδραγαθήσαντα
- <ἀριστεροστάτης>
- ὁ πρωτοστάτης τοῦ χοροῦ (Cratin. fr. 215)
- <ἀριστεύει>
- ἀνδραγαθίζεται
- *<ἀριστεύς>
- ἀνδρεῖος vg ASn
- <ἀρισπής>
- εὔλαλος, ἄρτιος τοῖς ἔπεσιν (Χ 281)
- *<ἀρίστη>
- βελτίστη (Β 5) ASn
- *<ἀριστίνδην>
- ὁ ἐκ τῶν ἀρίστων ἐκλελεγμένος gAS
- *<ἀριστῆραι>
- δοῦλαι (κ 349) S
- <Ἀριστόδημος>
- Ἀριστόδημον οἱ κωμικοὶ τὸν πρωκτόν (Cra- tin. fr. 151. Ar. fr. 231) καὶ Θεόδωρον καὶ Τιμησιάνακτα ἔλε- γον, ἀπὸ τῶν ἡταιρηκότων. Φορμισίους δὲ τὰ γυναικεῖα αἰδοῖα (Ar. Eccles. 97) καὶ Βασιλείδας, καὶ Λαχάρας
- *<ἀριστοκρατούμενοι>
- ὑπὸ ἀρίστων κρατούμενοι, ἢ δήμου, ἢ ἑτέρων τινῶν καλλίστων AS
- <ἀριστολοχεία>
- βοτάνη τις
- <ἀριστομένειον>
- βοτάνη
- <ἄριστον>
- τὸν πρωϊνὸν ἀκρατισμόν (Ω 124. π 2) ὃν ἡμεῖς λέγομεν <ἄριστον>, τοῦτο ὁ ποιητὴς καλεῖ δεῖπνον (Σ 560) τὸ δὲ δεῖπνον <δόρπον> (β 20 ..)
- *<ἀριστονομία>
- εὐνομία. <Ἄριστον> γὰρ τὸ καλόν gASn
- *<ἄριστος>
- μέγιστος AS ἔξαρχος SP ἐξοχώτατος SPn
- <ἀριστοτέχνης>
- ἐν τῇ τέχνῃ χρήσιμος (Pind. fr. 57?)
- <Ἀρίστυλλος>
- Ἀριστοκλῆ (Ar. fr. 538). ἀρίστου ὥρα
- <ἀρισφαλές>
- μεγάλως σφαλλόμενον
- <ἀριστοκράτεια>
- ὑπὸ ἀρίστων διοικουμένη, γενναίων, ἢ ἄλλως πως ἀγαθῶν
- *<ἀριφραδέα>
- δῆλα (Ψ 240) ASn
- *<ἀριφραδές>
- ἄγαν φανερόν (λ 126) T. S(n)
- <ἀριστερεών>
- φυτὸν τῶν εἰς τοὺς καθαρμοὺς παραλαμβανομέ- νων
- <ἀριστόδειπνον>
- ὅταν τὸ ἄριστον τῷ δείπνῳ συνάψωσιν (Alex. fr. 294. Men. fr. 998)
- <ἄριχα>
- ἄῤῥεν πρόβατον
- <ἀρίχεται>
- γλίχεται, ἐπιθυμεῖ
- †<ἀρίχωταν>
- ἐκδύειν ζητῶν
- <ἀριώθ>
- ἡ λέαινα, ὑπὸ Σύρων
- *<Ἀρίων>
- ὁ ἵππος, Ποσειδῶνος υἱὸς καὶ μιᾶς τῶν Ἐρινύων AS
- <Ἀρκάδας μιμούμενος>
- παροιμία ἐπὶ τῶν ἄλλοις πονούντων καὶ μοχθούντων. οἱ γὰρ Ἀρκάδες πολλὰ πολεμήσαντες οὐδε- μίαν νίκην ἰδίαν ἔσχον g
- †<ἄρκαλλα>
- †λευκὰ καὶ ἐνώτια ἐξ ὑάλου περίχρυσα. οἱ δὲ *ξύλα ξηρά S
- <ἀρκαλᾶν>
- παραχαλᾶν, ῥυτίζειν
- <ἀρκάνη>
- τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσι διαζόμεναι
- <ἀρκαλέον>
- ξηρόν. ῥυσόν
- <Ἀρκὰς κυνῆ>
- Ἀρκαδικὸς πῖλος. Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (fr. 25o)
- <ἀρκεῖ>
- προσαρκεῖ. βοηθεῖ. Εὐριπίδης Πηλεῖ (fr. 624)
- <ἀρκήλα>
- <τὸ> ζῷον. Κρῆτες τὴν ὕστριχα
- <ἀρκής>
- ταχύς
- *<ἄρκιον>
- ἀρκετόν ASn αἱρετώτερον S ἱκανόν Sn ἕτοιμον (Β 393) S
- <ἀρκίως>
- ἀρκετῶς, ἱκανῶς
- <ἀρκόν>
- σχολήν. Μακεδόνες
- <ἄρκος>
- ἄρκεσμα. βοήθεια. ἢ τὸ παιόνιον. καὶ τὸ ζῷον. καὶ ἱέρεια τῆς Ἀρτέμιδος
- <ἀρκτεία>
- ἡ τῶν ἀρκτευομένων παρθένων τελετή. <Ἀρκτεύειν> δὲ τὸ καθιεροῦν
- <ἀρκτῆ>
- ἡ τῆς ἄρκτου δορά (Anaxandr. fr. 65)
- <ἄρκτος>
- *ζῴδιον ἐν οὐρανῷ vgAS μεσημβρία
- <ἀρκτοῦρος>
- βοτάνης εἶδος. καὶ ἄστρον
- *<ἀρκτοῦρον>
- ἀρκτῷος τόπος· διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἑπτὰ ἀστέρες ὁμοῦ καλεῖται ἀρκτοῦρος, ἐπειδὴ ἐπὶ τὸ ἀρκτῷον †κατανοεῖ- ται. λέγεται καὶ ἅμαξα (Iob 9,9) vgAS
- *<ἀρκτῴων>
- βορείων τόπων vgASn
- *<ἄρκυα>
- δίκτυα n λίνα nP
- <ἄρκυες>
- δίκτυα τὰ πρὸς θήραν [θηρείαν] ...
- <ἀρκύλον>
- δίκτυον
- <ἄρκυμα>
- ἀκρίς, ὑπὸ Περγαίων
- <ἄρκυν>
- μεσάγκυλον. καὶ γυναικεῖον κεκρύφαλον
- *<ἄρκυς>
- δίκτυον vgASn
- *<ἄρκυσι>
- δικτύοις An
- <ἀρκύστατα>
- οἱ τόποι, ἔνθα αἱ ἄρκυες πήγνυνται
- *<ἀρκύων>
- δικτύων gAS βρόχων
- <ἀρκυωρεῖσθαι>
- φυλάσσειν τὰς ἄρκυς (Eupol. fr. 313?)
- <ἅρμα>
- *ὄχημα, καροῦχα (Act. ap. 8,38) n δίφρος (K438 ..) πόλις Βοιωτίας (Β 499)
- <ἀρμακίας>
- στοάς
- <ἁρμαλιά>
- ἡ τροφή
- <ἁρμαλιᾶς ὄχος>
- ὁ τὴν τροφὴν τῇ στρατείᾳ ἐμπεριφερόμενος. ἢ τροφή τις, καὶ θρεπτικός
- *<ἁρμαλιήν>
- τὴν τροφήν. παρὰ <τὸ> ἁρμόζειν καὶ ἰσχυροποιεῖν τὰ μέλη (Hes. op. 767) AS
- <ἁρμάτειον μέλος>
- ... ἔνιοι δὲ τὸν τῆς Ἀθηνᾶς νόμον. ἄλλοι τὸ ταχὺ ἀπὸ τοῦ ἅρματος (Eur. Or. 1384)
- *<ἁρματηλάτης>
- ἡνίοχος vg(AP) n
- <ἁρματροχιαί>
- αἱ τῶν τροχῶν ἐν τῇ γῇ ἀποχαράξεις
- <ἁρματροχιή>
- ἡ τῶν τροχῶν ἀποχάραξις (y 505)
- <<ἁρματοπηγός>·> ἁρματοποιός, τέκτων. [ἢ ἁρματοπηγός] (Δ 485)
- <Ἀρμεθεῖς>
- οἱ εὐπατρίδαι ἐν Κύπρῳ
- <ἄρμενα>
- τὰ πρὸς τὸ ὑποκείμενον πρᾶγμα ἐπιτήδεια καὶ ἁρμόδια. τὰ ὑγιῆ καὶ ἡρμοσμένα S
- *<ἄρμενον>
- φίλον S
- <ἄρμη>
- οὐλή. καὶ σύνοδος τραύματος (Hippocr.)
- <ἁρμογή>
- ἦχος τόνου καὶ φωνῆς (Eupol. fr. 11)
- †<ἁρμογλώσσας>
- ἄνθη πάντα
- <ἁρμόδιοι>
- οἰκεῖοι. συγγενεῖς. φίλοι
- [<ἀρμόγαλα>
- τὰ ἀρτύματα. Ταραντῖνοι]
- <ἁρμόδιον μέλος>
- μέτρον. καὶ <τόπος ἁρμόδιος>, καὶ προσφιλής
- <ἁρμοδιοτυπές>
- ὁμοίως ἢ ἴσως διακείμενον
- <Ἁρμοδίου μέλος>
- τὸ ἐπὶ Ἁρμοδίῳ ποιηθὲν σκόλιον ὑπὸ Καλλι- στράτου οὕτως ἔλεγον
- *<ἁρμόζεται>
- συζεύγνυται (Prov. 19,14) vgASn
- *<ἁρμόζουσα>
- συμφωνοῦσα. συνοικειουμένη. ἢ κοσμοῦσα (Prov. 8,30) AS
- <ἁρμοῖ>
- ἀρτίως. ἡσυχῇ. ἐξαίφνης. προσφάτως (Callim. fr. 274)
- <ἀρμώματα>
- ἀρτύματα. <Ταραντῖνοι>
- <ἁρμονίας>
- *συμφωνίας vgASn συνθήκας. σπονδάς
- *<ἁρμονιάων>
- ἁρμονιῶν <συνθηκῶν> (Χ 255) S
- *<ἁρμονίης>
- συζεύξεως n
- <ἁρμοστής>
- ὁ πεμπόμενος ἐπιμελητὴς εἰς ὑπήκοον πόλιν q καὶ λίθοι δύο πρὸς τῷ †αὐτῷ τῆς φλιᾶς τιθέμενοι <ἁρμοστῆρες> λέγονται
- <ἁρμόσυνοι>
- ἀρχή τις ἐν Λακεδαίμονι, ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας τῶν γυναικῶν
- <ἄρμυλα>
- ὑποδήματα. Κύπριοι
- †<ἀρμώατος>
- σπασμός. Κύπριοι
- <ἁρμῷ>
- ἀρτίως (Pherecr. fr. 111)
- <ἄρμωλα>
- ἀρτύματα. Ἀρκάδες. καὶ <ἀρμώμαλα>
- *<ἁρμῶν>
- ἁρμονιῶν (Hebr. 4,12) vgAS
- <ἄρναν>
- τὸν ὅρκον Κλαζομένιοι. ὅθεν καὶ τὸ <ἔξαρνος>
- <ἄρνα προβάλλειν>
- νόμος ἦν Ἀθήνησι, μὴ πρότερον συμβάλ- λειν, πρὶν ἢ τὸν ἄρνα προειμένον τις λάβῃ τῶν πολεμίων
- <ἀρνακίδες>
- ἀρνῶν κῴδια
- <ἀρνάριον>
- τὸν ἄρνα
- *<ἄρνας>
- πρόβατα (Γ 117) vgAS
- <ἄρνες>
- μικρὰ πρόβατα (Θ 131 ..)
- <ἄρνε>
- πρόβατον (Γ 246)
- <ἀρνεῖα>
- τὰ κρεοπωλεῖα τῶν προβάτων
- <ἀρνειός>
- ὁ τριετὴς κριός (ι 432) n
- <ἄρνες>
- <καὶ> οἱ [καὶ] τέλειοι καὶ τὰ νεογνά (Δ 102 ..)
- <ἀρνευτῆρες>
- δύται. οἱ δύνοντες
- <ἀρνευτῆρι>
- κυβιστῆρι (Π 742) (T). S(n)
- <ἀρνεώνιον>
- ὅρκον βασίλειον S
- <Ἄρνη>
- πόλις ASP Βοιωτίας (Β 507) S. ἔστι δὲ καὶ Θεσσαλίας
- *<ἀρνίον>
- πρόβατον. ἀμνός AS
- <ἀρνόγλωσσον>
- βοτάνη τις
- <ἀρνορκίη>
- ὁ μετὰ τοῦ ἀρνὸς †αἰρομένου γινόμενος ὅρκος
- <ἀρνόφιλον>
- κύτισον. ἔστι δὲ πόα θαμνώδης
- †<ἄρνυθεν>
- ἠγωνίζοντο. ἐνήργουν
- <ἀρνύμενοι>
- ἀντικαταλλασσόμενοι. ἀντιπρασσόμενοι (Α 159)
- <ἀρνύμενος>
- *φυλάσσων. σώζων AS ἀντιπεριποιούμενος (α 5 ..)
- *<ἀρνύσθην>
- ἀντήλλαττον AS ἢ ἐλάμβανον (Χ 160) S
- *<ἄρνυται>
- λαμβάνει AS ἀντικαταλλάσσεται (Eur. Andr. 696)
- <ἀρνῳδοί>
- οἱ ῥαψῳδοί· [Ἀρνῶν· φωτισμός] ἄρνα γὰρ ἔπαθλον εἶχον
- *†<ἀρνυτός>
- [εὔπνους] εὔνους S
- <ἄρξαι>
- ἄρχειν, κατακρατεῖν
- <ἄρξιφος>
- ἀετός, παρὰ Πέρσαις
- <Ἀροανδικόν>
- νόμισμα, ᾧ χρῶνται Αἰγύπτιοι, ἀπὸ Ἀροάνδου (Hdt. 4,166,2)
- †<ἀροάτους>
- ἀβάτους. καὶ ἀνιαρούς
- *<ἀροίμεθα>
- ἀπενεγκοίμεθα (Ε 273) n
- *<ἄροιο>
- λάβοις n, ἀπενέγκοιο (Δ 95) Sn
- [<ἀροῖσιν>
- ἀροτριᾶν]
- *<ἄροιτο>
- λάβοι, ἀπενέγκοιτο (Ε 3) gAS
- [<>αριστεύς>
- ὁμιλητής]
- <ἀρόμενος>
- ἀντιλαβών
- <ἄρον>
- τρυβλίον μέγα. καὶ βοτάνης ῥίζα
- <ἀροπῆσαι>
- πατῆσαι. Κρῆτες
- <Ἀροπάνοι>
- οἱ ἐν Ἀλεξάνδρου ἐπιστολαῖς
- <ἄρος>
- ὄφελος (Aesch. Suppl. 883?) S καὶ <πέτρας> κοιλάς, ἐν αἷς ὕδωρ ἀθροίζεται ὄμβριον. καὶ [βλάβος S ἀκούσιον
- <ἀρόσπακες>
- δρύες ἐπικεκομμέναι
- *<ἀροτήρ>
- ἀρότης (ψ 835) S(n)
- <ἀροτῆρες>
- *οἱ ἀροτριῶντες vgAS γεηπόνοι (s) γεωργοί (Σ 542)
- <ἅροπον>
- τὸν ὁλκὸν τοῦ Ἕκτορος. ἢ τὸ ἀντίσταθμον. Αἰσχύλος Φρυξί (fr. 270)
- <ἀροτούς>
- ἐνιαυτούς. Σοφοκλῆς Τραχινίαις (69)
- *<ἄρουρα>
- γῆ, χώρα vgAS πλέθρα
- *<ἀροῦν>
- ἀροτριᾶν vgASn
- <ἄρουρα>
- ἡ γῆ. ἀπὸ τοῦ ἀροῦσθαι. *ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ δὲ ἡ σπόρι- μος vgAS
- <ἀρουραία θεός>
- ἡ Εὐριπίδου μήτηρ, διὰ τὸ λαχανόπωλις εἶναι (Ar. Ran. 840)
- <ἀρουραῖοι>
- οἱ κατ' ἀγροικίαν <μύες>. καὶ ἐργάται. ἤδη δὲ καὶ βίος ἀρουραῖος, ὁ ὀρυσσόμενος χρυσός
- <ἀρουραῖος Οἰνόμαος>
- Δημοσθένης (18,242) Αἰσχίνην οὕτως ἔφη, ἐπεὶ κατὰ τὴν χώραν περινοστῶν ὑπεκρίνετο Σοφοκλέους τὸν Οἰνόμαον
- (*)<ἀρούς>
- τὰ λιβάδια
- <ἄρουρα>
- σωρὸς σίτου σὺν ἀχύροις. Κύπριοι
- <ἆρ' οἴσει τρία>
- ἐπὶ οἴνου ἐλέγετο, ἐπεὶ τὸ πάλαι ἐκιρνᾶτο τρία ὕδατος λαμβάνων, τὸ δὲ τέταρτον οἴνου (Cratin. fr. 183,3)
- *<ἀρούρης>
- γῆς ἀροσίμης (Ζ 195) Pn
- <<ἀρούριον>·> χωρίον, ἢ κῆπος
- [<ἀρόχεται>
- γλίχεται, ἐπιθυμεῖ]
- <ἀρόωσιν>
- ἀροτριῶσιν (ι 108) gS
- <ἁρπάγη>
- ἐξαυστήρ. ἔστι τὸ σκεῦος ἔχον ὀγκίνους, ᾧ τοὺς κάδους ἀνασπῶσιν ἀπὸ τῶν φρεάτων, ὁ καὶ λύκος. Εὐριπίδης (Cycl. 33)
- <ἁρπαγὴ τὰ Κοννίδα>
- παροιμία. ὅτι οὗτος πορνοβοσκὸς ὢν καὶ μετοικήσας εἰς Σελινοῦντα εὔπορος ἐτελεύτα καὶ τὰ ὄντα προὔθηκεν εἰς ἁρπαγήν (Callim. fr. 201)
- *<ἁρπαλέα>
- ἁρπακτικά S
- <ἁρπαλέως>
- ἁρπακτικῶς gS προθύμως g προσηνῶς (ζ 250) καὶ "κερδέων ἁρπαλέων" (θ 164) τῶν ἁρπακτικῶν
- <ἁρπάλιμα>
- ἁρπακτά. προσφιλῆ
- <ἁρπάναι>
- μάνδραι βοσκημάτων
- [<ἅρπη>
- ἄνεμον. δρέπανον. ἢ ὀρνέου γένος, κατὰ Λατίνους]
- <ἁρπεδόεν>
- ὁμαλόν S
- <ἁρπεδόεσσα>
- ἰσόπεδος, ὁμαλή (p)
- <ἁρπεδόναι>
- τῶν ἀμαυρῶν ἀστέρων σύγχυσις
- <ἁρπαλίζομαι>
- ἀσμένως δέχομαι
- <ἁρπεδονίζειν>
- λωποδυτεῖν. καὶ διὰ σπάρτου θηρᾶν
- <ἁρπεδίσαι>
- ὁμαλίσαι, ἐδαφίσαι
- <ἀρπέζας>
- τοὺς αἱμασιώδεις τόπους. οἱ δὲ τείχη καὶ περιβόλους. οἱ δὲ τὰ κλιμακώδη χωρία
- †<ἁρπετόν>
- ἀκόμιστον. ἢ ἰκτῖνον. Κρῆτες
- *<ἅρπη>
- εἶδος ὀρνέου (Τ 350) gS καὶ δρέπανον vgASn ἢ ἄνεμον AS
- <ἀρπίσθος>
- φοίνιξ, καὶ <ἀρπίαλος>
- <ἀρπίδες>
- μαλακαὶ κρηπῖδες ἢ ὑποδήματα. Λάκωνες
- <ἄρπισαι>
- αἱμασιαί. ἢ τάφρους
- <ἄρπιξ>
- εἶδος ἀκάνθης. Κύπριοι
- <ἅρπυιαι>
- αἱ τῶν ἀνέμων συστροφαί, θύελλαι (α 241 ..)
- <ἅρπυια>
- ἁρπακτικὴ διὰ τάχους
- <Ἁρπυίας>
- ἁρπακτικοὺς δαίμονας (p)
- <ἄρπυν>
- ἔρωτα. Αἰολεῖς
- *<ἁρπῶμαι>
- ἁρπάζω. δρεπάνῳ κέχρημαι (Ose. 5,14) vgAS
- <ἀῤῥάβακα>
- ὀρχηστήν. ἀπὸ τοῦ <ἀραβάσσειν>, ὅ ἐστι ὀρχεῖ- σθαι. οἱ δὲ τὸν βλάσφημον
- <ἀῤῥαβών>
- πρόδομα. καὶ ἄγκιστρον
- <ἀῤῥαβῶνα Σίφνιον>
- διαβεβλημένον, ὡς τῶν Σιφνίων ἀσελγῶν ὄντων (com. ad. 712)
- *<ἀῤῥαβωνίζεται>
- ἀῤῥαβῶνι δίδοται <ἀργυρίζεται> AS
- <ἀῤῥάβη>
- θύρα, οἷον γέῤῥον
- <ἀῤῥαγὲς ὄμμα>
- οὐ δακρύον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν "<κατεῤῥάγη μου δάκρυον>." Σοφοκλῆς ... σατυρικῷ (fr. 670)
- <ἀῤῥαγέσι>
- στερεοῖς. ἀκαταπονήτοις
- <ἀῤῥαγίδες>
- στήμονες. κρόκαι
- †<ἀῤῥάξει>
- κρατεῖ. ἀράσσεται
- <ἀῤῥαθάγησεν>
- ἐψόφησεν
- <ἀῤῥαχθές>
- ἀσύνετον S
- <ἀῤῥάχνιον>
- τὸ λεπτὸν ὕφος
- <ἄῤῥεκτον>
- ἀποίητον. ἄθετον (Τ 150)
- <ἄῤῥενα>
- *ἄρσενα AS ἢ τῶν κονδύλων τὰ ἐξέχοντα, καὶ τὰ εἰς κοιλότητα ἐμπίπτοντα
- *<ἀῤῥεπῶς>
- ἀκλινῶς gPn
- <ἀῤῥενωπάδες>
- ἀνδρόγυνοι (Cratin. fr. 389?)
- <ἀῤῥήδην>
- οὐ κατατιθέμενος τῇ ῥήσει
- <ἀῤῥενικόν>
- χρώματος εἶδος χλωρόν, ὅπερ ἡμεῖς ἀρσενικόν λέγο- μεν
- *<ἀῤῥήκτοις>
- ἀσχίστοις AS
- <ἄῤῥηκτον>
- *στερεόν n ἰσχυρόν ASn ἀῤῥαγές (Hdt. 2,68,4 ..) n ἄπτωτον. μὴ ῥηγνύμενον
- <ἀῤῥηνεῖν>
- λοιδορεῖν S καὶ <ἐπὶ> γυναικί· πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι
- <ἀῤῥηνές>
- ἄγριον. δυσχερές
- †<ἀῤῥῆσαι>
- ἀβουλῆσαι. ἀπαγορεῦσαι
- <ἄῤῥητον>
- ἄφραστον, ἀνιστόρητον, ἀπόῤῥητον. ἄφωνον. αἰ- σχρόν. Σοφοκλῆς Σίνωνι (fr. 500)
- *<ἀῤῥητοποιός>
- αἰσχροποιός SP(n)
- <ἄῤῥητος κόρη>
- ἡ Περσεφόνη. Εὐριπίδης Ἀλεξάνδρῳ (fr. 63)
- *<ἀῤῥητουργία>
- αἰσχρουργία gAS κακουργία. τὸ ἄῤῥητα ἐξερ- γάζεσθαι AS
- *<ἀῤῥήτως>
- ἀλέκτως vgSn
- <ἀῤῥηφορία>
- ἑκατέρως λέγουσιν οἱ συγγραφεῖς, κἂν μὲν διὰ τοῦ <ε> <ἐῤῥηφορία>, διὰ τὸ τῇ Ἕρσῃ ἐπιτελεῖσθαι τὴν πομπήν· ἐὰν δὲ διὰ τοῦ <α>, ἐπεὶ ἐπ' ἀῤῥήτοις συνέστη
- <ἀῤῥηφόρος>
- μυσταγωγός
- <ἀῤῥιχᾶσθαι>
- εἰς ὕψος ἀναβαίνειν χερσὶ καὶ ποσίν
- <ἄῤῥιχος>
- *κόφινος q(v) g(AS) n ἢ ἀγγεῖον λύγινον
- [<ἀῤῥωγεῖ>
- βοηθεῖ
- <ἀῤῥωγή>
- βοήθεια]
- <>αῤῥοθος>
- ἀρωγός. βοηθός (Ε 808 ..)
- <ἄῤῥυ>
- ἐπίφθεγμα κωπηλατικόν. ὡς τὸ <σίζε> ἐπὶ κυνηγούντων, καὶ τὸ <σίττα> ποιμένων
- <ἀῤῥυθμεῖ>
- ἀκοσμεῖ, ἀσχημονεῖ
- <ἀῤῥυσίαστον>
- ἄσυλον. ἀνενεχυρίαστον
- <ἀῤῥωστία>
- νόσος, ἀσθένεια
- <ἀῤῥώξ>
- οὐκ ἐῤῥωγός
- <ἄρσαι>
- ἁρμόσαι. ποτίσαι. [πληρῶσαι] σκευάσαι
- <ἄρσακες>
- οἱ βασιλεῖς Περσῶν
- <ἀρσάμεναι>
- ἀλειψάμεναι, ἀπολούσασαι
- <ἄρσαντες>
- *ἁρμόσαντες ASn εὐαρεστήσαντες (Α 136)
- <ἄρσεα>
- λειμῶνες
- <ἄρσει>
- μέμφεται
- *<ἄρσεις>
- ἀποτριάσεις S βαστάγματα AS
- †<ἄρσει>
- τὸν πύελον. Ἀργεῖοι
- *<ἄρσεων>
- βασταγμάτων (Ps. 80,7) vgASn
- *<ἄρσιν>
- ἀφανισμόν AS
- *<ἄρσιον>
- δίκαιον S
- <ἄρσις>
- ζύμη
- <Ἀρσίππη>
- ἡ Ἄλκηστις
- *<ἄρσω>
- ἁρμόσω ASn
- †<ἄρανον>
- τὴν οὐσίαν. καὶ τὸ λευκόν
- <ἀρσωμίδες>
- ὑπόδημα γυναικεῖον
- *<ἀρτᾷ>
- ἀναρτᾷ AS κρεμνᾷ gASn
- <ἀρτάβη>
- μέτρον Μηδικὸν σίτου ps Ἀττικὸς μέδιμνος
- <ἀρτάδες>
- οἱ δίκαιοι, ὑπὸ Μάγων
- <ἀρταῖοι>
- οἱ ἥρωες, παρὰ Πέρσαις
- <Ἀρτάκη>
- πολίχνιον Ἑλλησπόντου. καὶ ὑπὸ Ἀρμενίων κρήνη
- [<ἀρτάκης>
- αὐτάρκης]
- <Ἀρτακία>
- κρήνη (κ 108)
- <ἂρ τμάγεν>
- ἐχωρίσθησαν (Π 374)
- *<ἀρταμοῦσιν>
- ἐσθίουσιν (Eur. Alc. 494) AS
- <ἀρταμεῖν>
- κατακόπτειν. Εὐριπίδης Πελιάσι (fr. 612)
- <ἀρταμῆσαι>
- κρεανομῆσαι
- <ἄρταμος>
- μάγειρος p
- <ἀρτάνας>
- βαθμίδας καὶ στάσεις
- <ἀρτάνη>
- ἡ διὰ καλῳδίων ἀγχόνη, <Σοφοκλῆς δὲ> ἐν Αἰχμαλω- τίσιν ἐπὶ τοῦ δεσμοῦ
- <Ἄρτας> ... μέγας καὶ λαμπρός (Demetr. com. fr. 1, I 795 K.) Θουκυδίδης (7,33,4)
- <ἀρταχήλας>
- τὰ χελύνια. τὰ χείλη
- *<ἀρτεμές>
- ὑγιές S
- *<ἀρτεμέα>
- ὑγιᾶ S ὑγιῆ (Ε 515) AS
- <ἀρτεμέοντα>
- ὑγιαίνοντα. ἰσχύοντα
- <ἀρταλέονται>
- ὁπλίζονται
- <Ἄρτεμι Σαμορνίη>
- ἡ Ἔφεσος <Σάμορνα> καλεῖται. οἷον οὖν Ἐφεσία
- <Ἀρτεμισία>
- βοτάνη
- <ἀρτεμῆ>
- σῶον. ὑγιᾶ. σώφρονα
- <ἀρτήματα>
- ὁρμιὰ τοῖς ἀγκίστροις προσαρτωμένη. καὶ κοσμία τινά
- <ἀρτηρίαι>
- τὰ ἀγγεῖα
- *<ἀρτήρ>
- ὑπόδημα (Pherecr. fr. 38), οἱ δὲ ζῶστρα (2. Esdr. 14, 11) S
- <ἀρτῆσαι>
- *δῆσαι (AS) n ἀναρτῆσαι (Eur. Andr. 811)
- <ἀρτηρά>
- [θαυμαστά] κρεμαστά
- <ἄρτι>
- πρὸ μικροῦ n ἢ τότε. ἢ εὐθύς. ἢ νῦν
- *<ἄρτια>
- ἀπηρτισμένα, τέλεια ASn προσηρμοσμένα (Ε 362 ..) AS
- <ἀρτιάζειν>
- [σκευάζειν.] παίζειν (Plat. Lys. 206 e) (s)
- <ἀρτίγαμοι>
- νεόγαμοι
- [<ἀρτίγονος>
- εὔτονος. εὐάρμοστος]
- <ἀρτίδακρυς>
- εὐχερὴς πρὸς δάκρυον (Eur. Med. 903)
- <ἀρτιεπής>
- *ἀπηρτισμένος ἐν τῷ λέγειν gASn Λέγεται δὲ οὕτως καὶ ὁ ἐπιτροχάδην φράζων· ὅθεν καὶ ἐπὶ ψόγου τάσσεται (Χ 281)
- <ἀρτίζωα>
- ὀλιγοχρόνια (Hippocr. superfet. 15)
- <ἀρτίη>
- ἀγαθή
- <ἀρτίκολλα>
- ἡρμοσμένα
- <ἀρτικροτεῖν>
- συμφωνεῖν. ἀπὸ τῶν ἐρεσσόντων (Men. fr. 904)
- <ἀρτιμαζές>
- νέον
- [<ἄρτημα>
- διαθήκη. δίκη ἀρτήματος]
- <Ἀρτίμπασαν>
- Οὐρανίαν Ἀφροδίτην ὑπὸ Σκυθῶν (Hdt. 4,59,2)
- †<ἀρτιμήτας>
- νέους
- <ἀρτιμελεστέραν>
- ὑγιεστέραν. ἐντιμοτέραν
- *<ἄρτιον>
- ὑγιές ASPn(g) ὁλόκληρον (g)P (1. Tim. 3,17)
- †<ἀρτιπλακέες>
- πεινῶντες
- <ἀρτίπνουν>
- ὀρθόπνουν
- <ἀρτίπους>
- ἄρτιος τοῖς ποσίν, ὑγιόπους (Ι 501)
- *<ἀρτίπουν>
- ὑγιῆ τοὺς πόδας S ἔχοντα
- <ἀρτίσαι>
- ἁρμόσαι. συναγαγεῖν. πλέξαι
- <ἀρτίσασθαι>
- παρασκευάσασθαι
- <ἀρτίτονον>
- εὔτονον. εὐάρμοστον
- <ἀρτίφατος>
- νεωστὶ πεφονευμένος
- <ἄρτιφος>
- ὀρίγανον
- *<ἀρτίφροσιν>
- ὑγιεῖς ἔχουσι τὰς φρένας. <Ἄρτιον> γὰρ τὸ ἀνελ- λιπές· διὸ καὶ ὑγιές AS
- *<ἀρτίφρων>
- ὑγιὴς τὴν φρένα (ω 261) vgASn σώφρων, συνετός (Eur. Med. 294)
- <ἀρτιχείλης>
- ὑπερέχων τοῖς χείλεσιν, †ὑπόμακρος
- *<ἀρτίως>
- πρὸ μικροῦ (Eur. Hec. 955 ..) Sb ἢ ὑγιῶς, ὁλοκλήρως. τελείως AS
- <ἀρτιωργά>
- βραχυτάτῳ χρόνῳ συντετελεσμένα
- <ἄρτοι πίονες>
- οὕτως πλακοῦντες
- <ἀρτοπόπος>
- ὁ πέσσων ἐν ἐργαστηρίῳ
- <ἄρτος>
- βόλος τις. καὶ ὁ Ἀθηναίων ξένος (Thuc. 7,33,4)
- *<ἀρτοῦ>
- ἀρτίζου. [ἑτοιμάζου S
- <ἀρτύνει>
- ἡδύνει
- [ἄρτυες] <ἄρτυεν>
- "ὁ Τιτὰν ἄρτυεν" (Epich. fr. 192?) ἀντὶ τοῦ διέτασσεν, ἐβασίλευεν
- <ἀρτύλλεν>
- λόγχην. ἀγκύλην
- [*<ἀρτυλία>
- διαθήκη gAS]
- <ἄρτυμα>
- διαθήκη. δίκη
- <ἀρτύμασι>
- τοῖς πρὸς τὴν θυσίαν εὐτρεπιζομένοις. Σοφοκλῆς Φινεῖ β#ῳ (fr. 643)
- <ἀρτύν>
- φιλίαν. καὶ σύμβασιν. ἢ κρίσιν
- *<ἀρτῦναι>
- διαθεῖναι AS
- <ἀρτυνθῆναι>
- παρασκευασθῆναι (Λ 216)
- *<ἀρτύναντες>
- κατασκευάσαντες ASn συντάξαντες (Μ 43) AS
- <ἄρτυνος>
- ἄρχων
- <ἀρτύς>
- σύνταξις
- *<ἀρτωμένη>
- βρόχῳ ἀπαγχομένη (Eur. Tro. 1012) AS
- <ἄρυα>
- τὰ Ἡρακλεωτικὰ κάρυα
- <ἀρυβαλίδα>
- λήκυθον. Δωριεῖς. οἱ δὲ μάρσυππον
- <ἀρύβαλλοι>
- τὰ μαρσύππια. ἀπὸ τοῦ ἀρύειν καὶ βάλλειν εἰς αὐτούς
- <ἀρυβάσσαλον>
- κοτύλη ἢ φλάσκων. <Φλάσκων> δέ ἐστι εἶδος ποτηρίου
- <ἀρύεται>
- ἀντλεῖ
- *<ἀρυέτωσαν>
- ἀντλείτωσαν n
- <ἀρύει>
- ἀντιλέγει. βοᾷ
- *<ἄρυθμος>
- ἄμετρος (Eur. Hipp. 529) n
- <ἀρύθμων>
- ἀσυμφώνων. Σοφοκλῆς Αἰγίσθῳ (fr. 24)
- *<ἀρύομαι>
- ἀντλῶ vgASn
- †<ἄρυον>
- εἷλκον
- <ἀρύουσαι>
- λέγουσαι. κελεύουσαι
- <ἀρύσασθαι>
- ἐπικαλέσασθαι
- *<ἀρύσαι>
- ἀντλῆσαι SPn
- *<ἀρυσάμενος>
- ἀντλήσας Σ
- <ἀρυστήρ>
- οἴνου ἀρυστήρ. κοτύλη (Alcae. fr. 36,9 L. Callim. fr. 178,17)
- <ἀρύστεις>
- τὰς ἀπνευστὶ πόσεις ... τὰ δὲ αὐτὰ καὶ <ἀρυστῆρας> καὶ <ἀρυστίχους> ἐκάλουν
- <ἀρυσμεῖ>
- ἀσχημονεῖ. ἀκοσμεῖ S
- <ἀρυσμίη>
- ἀκοσμία. ἀρυθμία
- <ἀρυστίχους>
- τὰς οἰνοχόας, οἷον κοτύλας, ἀπὸ τοῦ <ἀρύειν>, ἔνθεν καὶ ἡ <ἀρύταινα>. ἔλεγον δὲ καὶ <ἔφηβον> τὸ τοιοῦτον σκεῦος
- <ἀρυφῆνα>
- ῥυτίδα. ἀρυφή· ...
- <ἄρφα>
- ἀῤῥαβών
- <ἀρφύς>
- ἱμάς. Μακεδόνες
- <ἀρφύτνον>
- ὁ δίσκος, ὑπὸ Λυδῶν
- <ἀρχά>
- ἀῤῥαβών
- <ἀρχαῖα>
- τῶν δανείων τὰ κεφάλαια (Ar. Nub. 1156)
- <ἀρχαία φύσις>
- ἡ πρὸ τοῦ νοσεῖν κατάστασις. παρὰ Ἱππο- κράτει (Epid. 2,1,6)
- <ἀρχαίοις>
- τοῖς ἐξ ἀρχῆς παραδεδομένοις
- <ἀρχαῖον>
- παλαιόν, πρῶτον. *ἁπλοῦν. ἄκακον. εὔηθες AS
- <ἀρχαιρεσιάζειν>
- τὸ πρὸς χάριν τοῖς πολλοῖς ζῆν
- <ἀρχάς>
- ὑποθέσεις. βαθμίδας
- *<ἄρχειν>
- λάμπειν AS
- *<ἀρχέκακος>
- ἀρχὴ τῶν κακῶν (pn)
- <ἀρχέλας>
- τὸν ἐπιστάτην τοῦ Λυκείου παρὰ τὴν ἀρχὴν οὕτως ὠνόμασεν. ἔνιοι δὲ τὸν ἄρχοντα τοῦ λαοῦ θέλουσιν ἀκούειν
- <ἀρχένομα>
- ξύλα ASP
- *<ἀρχέτυπον>
- πρωτότυπον, ἀφ' οὗ πᾶσιν ὁ τύπος (Dion. Areop. eccl. hier. 3,3) vgAS
- <ἀρχή>
- εἶδος μελίσσης ἀκέντρου
- <ἀρχηγέται>
- ἥρωες ἐπώνυμοι τῶν φυλῶν, ἢ θεοὶ ἐν Ἀθήναις (Ar. fr. 126?)
- *<ἀρχηγέτας>
- ἄρχοντας vgAS
- *<ἀρχηγέτης>
- ἄρχων (2. Macc. 2,30) S
- *<ἀρχέκακοι>
- τῶν κακῶν ἀρχὴ <γενόμενοι> AS(n)
- <ἄρχευε>
- ἡγοῦ. ἄρχου (Β 345)
- <ἀρχεύειν Τρώεσσιν>
- ἡγεῖσθαι Τρώων (Ε 200)
- <ἄρχει>
- κατάρχει, κρατεῖ (Β 805)
- <ἀρχὴ Σκυρία>
- παροιμία ἐπὶ τῶν εὐτελῶν καὶ μηδὲν λυσιτελὲς ἐχόντων. ἔστι γὰρ καὶ λυπρὰ καὶ πετρώδης ἡ Σκῦρος
- *<ἀρχῖα>
- ἔνθα οἱ δημόσιοι χάρται <ἀποκέκλεινται> ἢ χαρτοφυ- λάκια n
- <ἀρχιλᾴαν>
- ἀρχιποίμενα. Κρῆτες
- <ἄρχματα>
- ἀπάρχματα θεοῖς
- <ἀρχολίπαροι>
- οἱ λιπαροῦντες ἵνα ἄρξωσιν, ἢ ἐκ τοῦ ἄρχειν λιπαινόμενοι
- *<ἀρχός>
- ἡγεμών (Α 311) AS
- <ἀρχούς>
- ἡγεμόνας (Β 493)
- *<>αρχύσωσι>
- θάψωσιν (Η 85) g
- <ἄρχων>
- *ἡγεμών ASn πρύτανις, Ἀθήνῃσιν ἐπώνυμος τῶν ἀρχόν- των
- <ἀρχώνης>
- ὁ προηγούμενος <ὠνῆς>, [ἀρχολαβών ἢ] ἐργολαβῶν·
- <ἀρχωνίδας>
- δρυὸς ... Πλάτων (fr. 233)
- *<ἀρῶ>
- ἐκτενῶ (Deuteron. 32,40) vgAS
- *<ἀρωγή>
- βοήθεια ASPn
- *<ἀρωγός>
- βοηθός (Δ 235) vgASPn
- <ἀρώματα>
- ἀροτριάματα. καὶ ἀπὸ τοῦ ἀροῦν τὰ ἄλφιτα οὕτω λέγεται. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 72)
- <ἀροτριαμάτων>
- γεννημάτων
- *<ἀρώμενος>
- καταρώμενος (τ 367) vgAS(n)
- <ἀρῶς>
- ἀριθμοῦ ὄνομα, παρὰ Πέρσαις
- <ἀρόσει>
- ἀροτριάσει. [ποτίσει]
- <ἀρωστορυσμῶν>
- ἀσθενῶς ἕλκων
- <ἇς>
- ἕως, ὅπως, μέχρι οὗ
- *<ἆσαι>
- κορέσαι vgASn χορτάσαι S θρέψαι. vgAS πληρῶσαι (Ε 289) gASn ψάλαι, ὑμνῆσαι AS
- <ἀσάζειν>
- λυπεῖσθαι
- <ἀσαίνειν>
- λυπεῖν
- *<ἄσαιμι>
- πληρώσαιμι. κορέσαιμι (Ι 485) n
- <ἀσαίνων>
- ὑβρίζων. λυπῶν
- <ἀσαλεῖν>
- ἀφροντιστῆσαι. [<Σάλα> γὰρ ἡ φροντίς p
- <ἀσαλαμίνιος>
- ἄπειρος θαλάσσης. οἱ δὲ οὐ κεκοινωνηκὼς ὑπὲρ Σαλαμινίων (Ar. Ran. 204)
- †<ἀσάλγαν>
- ὕβριν. ἀμέλειαν. τὴν †πενίαν
- <ἀσαλγάνας>
- φοβερός. εἴρηκε δὲ οὕτως παραβαρβαρίζων
- <ἀσάλπικτον ὥραν>
- τὸ μεσονύκτιον. ἑσπέρας γὰρ καὶ ὄρθρου ἐσάλπιζον. Σοφοκλῆς Λημνίαις (fr. 357)
- <ἀσάμινθος>
- *πύελος vg ἢ λίθος εἰς βάθος κεκολαμμένος, *ἔμβα- σιν (AS) ἢ λέβης μέγας (γ 468 ..) καὶ πᾶν τὸ κοῖλον *ἢ κιβωτός (AS)
- <Ἀσαναίων πόλιν>
- τὰς Ἀφίδνας
- <ἄσαντος>
- οὐ σαίνων (Aesch. Choe. 422)
- <ἄσαρον>
- ἀσάρωτον
- <ἀσαρόν>
- λυπηρόν, ἀηδές
- <ἄσας>
- βλάψας n [ἔβλαψας] Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ (fr. 571)
- †<>ασατον>
- θόρυβον, ταραχήν
- <ἀσᾶται>
- λωβήσεται. ἀνιᾶται
- *<ᾄσατε>
- ψάλατε (Ps. 97,1 ..) (ps)
- <ἄσβεσε>
- διέφθειρε. Κρῆτες
- <ἀσβηνοί>
- ὄρνιθες
- *<ἄσβεστος>
- ἀκατάπαυστος gASn δυσκατάπαυστος (Α 599)
- <ἀσβολόεν>
- μέγα ὑψηλόν. μέλαν
- *<ἄσβολος>
- ἀσβόλη ASn
- *<ἅ σε>
- ἅτινά σε AS ..
- <ἀσεβής>
- ἄθεος. ἁμαρτωλός (Eur. Bacch. 502)
- *<ἄσειν>
- πληρώσειν (Λ 817) (S)
- *<ἀσέλγεια>
- πορνεία (Sap. 14,26) gASn
- <ἀσελγής>
- ἀκόλαστος. ἀκάθαρτος. Ἔστι δὲ <ἀσελγὴς> ὁ μέγας ἢ σφοδρός, ὡς Πλάτων (fr. 210) <ἀσελγόκερων> τὸν μεγαλόκε- ρων
- <ἄσειρος ἵππος>
- ὁ μὴ ἔχων σειράν, μηδὲ δέσιν, ἀλλ' ἄφετος καὶ ἄνετος (trag. ad. 200?)
- <ἄσεκτος>
- ἀγαθός. παρὰ Ῥίνθωνι Ταραντίνῳ †φιλοσόφῳ (fr. 15)
- <ᾄσει>
- ὑμνήσει
- <ἆσεν>
- ἐνέδησεν (λ 61)
- <ἄσεπτον>
- ἀσεβές. Σοφοκλῆς Αἰχμαλωτίσιν (fr. 49)
- <ἀσαρθά>
- πεντηκοστὴ παρὰ Ἰουδαίοις
- <ἀσάριον> καὶ <λεπτὸν> ἕν εἰσιν, ἤγουν ἑξακισχιλιοστὸν ταλάντου, ὅ ἐστι ἓν ἥμισυ νουμμίου. τὰ δὲ δύο λεπτὰ κοδράντης εἷς, ἤγουν νουμμία γ# (Marc. 12,43)
- <ἀσηθείς>
- λυπηθείς
- (*)<ἀσηκορίς>
- ἀκηδία
- *<ἀσήκορος>
- ἀκηδιαστής AS
- *<ἄσημα>
- ἄφθογγα. ἄμορφα AS
- <ἀσήμαντα>
- ἀφύλακτα
- <ἀσημάντοις>
- *ἀφυλάκτοις (Κ 485) gn ἀδιδάκτοις
- <ἀσήμων>
- ἀφανῶν. ἀγνώστων (Anacr. fr. 38)
- *<ἀσήμως>
- ἀτρανῶς vgAS
- *<ἄσιν>
- ἀκαθαρσίαν ASn
- *<ἄσης>
- λύπης ASn
- <ἀσήσῃ>
- λυπηθήσῃ. βλαβήσῃ
- *<ἄσθματος>
- συνεχομένης ἀναπνοῆς vgAS πνεύματος AS
- <ἀσθενής>
- ἄῤῥωστος (Eur. Phoen. 837)
- *<ἄσθμα>
- ἀναπνοὴ vg βιαία. σύρισμα (Sap. 11,18)
- *<ἀσθμαίνει>
- πνευστιᾷ (Sir. 31,19) vgAS
- <ἀσθμαίνων>
- πνευστιῶν (Ε 585)
- <ἄσθματι>
- φυσήματι. *τῷ συνέχοντι πνεύματι (Ο 10) gASn
- †<ἀσιάσκει>
- σκευάζει
- <Ἀσιάς>
- ἡ <τρίχορδος> κιθάρα p διὰ τὸ ἐν Ἀσίᾳ εὑρῆσθαι
- <ἀσίαρος>
- ἐπισκάζων. ἢ <ἀσίδαρος>
- *<ἀσίδα>
- ἐρῳδιόν <καὶ ἡ καλουμένη ἅμαξα> (Iob 39,13 ..) AS (np)
- (*)<ἄσημος>
- ἄργυρος
- <Ἀσίνη>
- *ἀβλαβῆ (3 Macc. 6,7) vgAS ἢ πόλις (Β 560)
- <ἄσιν>
- τὴν μετ' ὀστράκων <καὶ> λίθων ἰλύν (Φ 321)
- <ἄσιον>
- λειμῶνα (Β 461) [ἐροδιόνα καὶ ἡ καλουμένη ἅμαξα]
- *<ἄσις>
- κόνις A [ἢ <<ἀσίδα>·> εἶδος ὀρνέου (Iob 39,13 ..) ASPn]
- <ἀσιτία>
- ἡ ἀνορεξία
- <ἀσίχηρ>
- δοτικός
- <ἀσίῳ>
- ἄσιν ἔχοντι καὶ ἰλύν (Β 461)
- <Ἀσιώτας>
- Ἀσέα ἐστὶ κώμη Ἀρκαδίας, ὅθεν Ἀλφειὸς δοκεῖ τὰς πηγὰς ἔχειν
- *<ἄσκαλα>
- ἀκάθαρτα (Theocr. 10,14) AS
- *<ἀσκάλαβος>
- γαλεός AS <καὶ> <Ἀσκαλαβώτης> [καὶ] <ὁ> αὐτός
- *<ἀσκελέως>
- ἄγαν S σκληρῶς AS ἐπιμόνως (Τ 68 v. l.) S
- [<ἀσχαλιάζοντες>
- χωλεύοντες, ἐφ' ἑνὸς κώλου βαδίζοντες]
- <ἄσκαλτοι>
- κακῶς εἰργασμένοι. ἀτύπωτοι
- *<ἀσκάνη>
- ἀγανάκτησις AS
- [<ἀσκανδής>
- ἄγγελος]
- <Ἀσκανίη>
- πόλις Φρυγίας (Β 863)
- <ἀσκάντης>
- *κράβατος gASn κλινίδιον εὐτελές (Ar. Nub. 633)
- <ἀσκαρδαμύκτοις>
- ἀκαμμύστοις
- *<ἀσκαρές>
- ἀκίνητον (ASP) καὶ <ἄσκαρθμος> (n)
- <ἀσκαρίδες>
- εἶδος σκωλήκων (Hippocr. Prorrh. 1,138)
- <ἄσκαροι>
- γένος ὑποδημάτων ἢ σανδαλίων. οἱ δὲ κρόταλα
- <ἀσκαροφόρον>
- φορτηγόν
- <ἀσκαληνές>
- ἰσόπλευρον, παρὰ Δημοκρίτῳ (fr. 132)
- <ἀσκεία>
- θρησκεία, εὐσέβεια. κόσμησις
- *<ἀσκεῖ>
- μελετᾷ ASP γυμνάζεται SP φιλοπονεῖ SPn
- <ἀσκελές>
- σκληρόν p χαλεπόν. ἀδιάλειπτον. πικρόν. ἢ σεμνόν (α 68)
- <ἀσκελόν>
- ἄγαν - τὰ αὐτά
- <ἀσκελέες>
- κατεσκελετωμένοι. ἄσαρκοι. ξηροί (κ 463)
- <ἀσκέρα>
- εἶδος ὑποδήματος (p)
- <ἀσκεύοις>
- ψιλοῖς. ἀπαρασκεύοις. Αἰσχύλος Μέμνονι (fr. 127)
- *<ἀσκηθῆ>
- ἀβλαβῆ T. n
- *<ἀσκηθής>
- ἀβλαβής gS ὑγιής, gAS ἐξ ἐπιμελείας (Κ 212)
- *<ἀσκήσας>
- κοσμήσας ASn κατασκευάσας (Δ 110) S
- *<ἀσκήσασα>
- μετ' ἐπιμελείας ὑφάνασα (Ξ 179) gASn
- *<ἀσκητής>
- ἀθλητής
- *<ἄσκησις>
- ἐπιμέλεια (g)
- <ἄσκιον>
- μὴ ἔχον σκιάν
- *<ἄσκιος ὕλη>
- ἡ δασεῖα ὕλη gAS
- <ἀσκηρά>
- εἶδός τι τῶν καστανίων
- <ἀσκότονοι>
- κυνοῤῥαῖσται, κρότωνες
- <ἄσκη>
- ἄσκησις (Plat. fr. 234)
- <Ἀσκληπιάς>
- ἡ δάφνη
- <ἀσκόλαχα>
- ἀσκαλαβώτης
- <ἄσκοπον>
- ἄθετον. Σοφοκλῆς Αἴαντι μαστιγοφόρῳ (21)
- <ἄσκοπος>
- ἀνόητος S ἀπροόρατος (Ω 157)
- <ἀσκὸν λήψεται>
- ἀσκὸς νικητήριον ἐτίθετο, καὶ μετὰ σάλπιγγος ἔπινον. νικητήριον στέφανον (Ar. Ach. 1002)
- <ἀσκορδίνητος>
- ἀσάλευτος. μὴ κινῶν τὰ μέλη. <Σκορδινᾶσθαι> γὰρ λέγουσιν τὸ παρὰ φύσιν ἐκτείνειν, ὅπερ γίνεται παρὰ τοῖς ἐγειρομένοις ἐξ ὕπνου
- <ἀσκός>
- ὑδρία
- *<ἀσκούμενοι>
- γυμναζόμενοι, παιδευόμενοι vgASn
- †<ἀσκουρῶτις>
- ἄρκτος ἡ μικρά
- <ἄσκρα>
- δρῦς ἄκαρπος
- <ἄσκυροι>
- βοτάναι τινές
- †<ἀσκώσατο>
- ἠχθέσθη
- <ἀσκωλιάζοντες>
- ἐφ' ἑνὸς ποδὸς ἁλλόμενοι (Plat. conv. 190 d v. l.) (p) (AS)
- <ἀσκωλιάζειν>
- κυρίως μὲν τὸ ἐπὶ τοὺς ἀσκοὺς ἅλλεσθαι, ἐφ' οὓς ἀληλιμμένους ἐπήδων γελοίου ἕνεκεν
- <ἄσκωμα>
- δερμάτιον, ὃ ἐν ταῖς τριήρεσιν ἔχουσιν
- <ἀσκῷ φλαυρίζεις>
- οὐδενὶ ἐπιπλήττῃ, τῇ σκιᾷ μορμύσσῃ, του- τέστιν †κενὸς δὲ νοῦς κενώματι †ἢ φλυαρεῖς
- *<ᾆσμα>
- ᾠδή, [ὕμνος vgA δίασμα. καὶ μέλος ᾠδῆς vgSn
- *<ἀσμενέστατα>
- χαίρων (Plat. rep. 10,616a) ASn
- *<ἀσμενίζει>
- χαίρει ns ἀγάλλεται
- <ἄσμενοι>
- χαίροντες (ι 63 ..)
- *<ἀσμένῳ>
- χαίροντι (Ξ 108) Sb
- *<ἀσμένως>
- μετὰ χαρᾶς. ἡδέως vgAS εὐκταίως S προθύμως (Act. ap. 21,17) n ἑκουσίως
- <ἄσμηκτον>
- τὸ ἀπόλουτρον (Pherecr. fr. 195)
- <ἀσμωλεῖ>
- ἀγνοεῖ. ἀναπνεῖ
- <ἀσόλοικον>
- ἥμερον, προσηνές. οὐ βάρβαρον. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ (fr. 572)
- <ἅ σου>
- ἅτινά σου
- <ἀσοῦρ>
- κρατήρ, ὑπὸ Φοινίκων
- <ἀσπασμός>
- ἡ ἐγγύα
- [<ἀσπάζει>
- συμπεριπατεῖ]
- <ἀσπάζομαι>
- ἀσπάζω (Eur. Hipp. 102)
- <ἀσπάθητα>
- τὰ μὴ κεκρουσμένα τῇ σπάθῃ ἱμάτια
- <ἀσπάθητον χλαῖναν>
- τὴν δοράν, παρόσον οὐχ ὕφανται (Soph. fr. 793)
- *<ἀσπαίροντας>
- σκαρίζοντας (Γ 293) (g)AS
- <ἀσπακάζομαι>
- τὸ ἀσπάζομαι. πέπαικται (com. ad. 953?)
- *<ἀσπακῶς>
- φιλοφρόνως AS
- *<ἀσπάλαθοι>
- ἄκανθαι AS
- <ἀσπάλαξ>
- ζῷον ἐστερημένον ὄψεως
- *<ἀσπάλαθος>
- φυτὸν ἀκανθῶδες (Sir. 24,15) (AS)
- <ἀσπαλία>
- τοῦ ἁλιέως ἐργασία. *ὁρμιά. ἁλεία vgAS
- <ἀσπαλιεύς>
- ἁλιεύς. <Ἄσπαλος> γὰρ ὁ ἰχθύς. Ἔνιοι δὲ ἀπὸ τοῦ σπᾶν τῷ λίνῳ. <Λίνον> δὲ ἡ ὁρμιά, ὡς Πλάτων ἐν Ταῖς ἀφ' ἱερῶν (fr. 11) "πόθεν ὁρμιὰ καὶ κάλαμος"
- *<ἀσπαλιευτής>
- τῇ ὁρμιᾷ χρώμενος vgAS
- <ἄσπαλος>
- ἰχθύς
- <ἄσπαλον>
- σκύτος
- <ἀσπάλους>
- τοὺς ἰχθύας. Ἀθαμᾶνες
- <ἀσπανίον>
- πάσσαλον
- <ἀσπάραγος>
- τὸ ἐκ τῶν ἀκανθῶν φυόμενον τραχύ
- *<ἄσπαρτον>
- μὴ σπειρόμενον vgAS
- <ἀσπαρίζειν>
- σκαρίζειν, ἐπὶ ἰχθύων, καὶ <ἀσπαίρειν> τὸ αὐτό
- *<ἀσπάσιος>
- ἀσπαστός. χαρτός (Κ 35) AS
- <ἀσπαστήν>
- θαυμαστήν. Ἐπίχαρμος
- <ἀσπασίως>
- ἀσμένως. ἡδέως. περιχαρῶς vg ἀγαπητῶς (Η 118 ..)
- <ἀσπαστοί>
- *ἥδιστοι AS χαρτοί
- *<ἀσπαστόν>
- ἐπιθυμητόν (ε 398) gAS
- <ἄσπερμος>
- ἄγονος n ἀφανής (U 303)
- <ἀσπερχές>
- συνεχές S δαψιλές. ‖ σχολαῖον. *καὶ ἀδιαλείπτως (Δ 32 ..) ASn
- *<ἄσπετος>
- λίαν S πολύς Sn μέγας (Θ 558) S(n)
- <ἄσπετα>
- ἀπαρακολούθητα. πολλά (Λ 245)
- *<ἄσπετον>
- καὶ πολύ (Γ 373) T. n
- <ἄσπετον κῦδος>
- δόξαν μεγάλην (Σ 165)
- <Ἄσπετος>
- ὁ Ἀχιλλεὺς ἐν Ἠπείρῳ, ὥς φησιν ὁ Ἀριστοτέλης ἐν Ὀπουντίων Πολιτείᾳ (fr. 563)
- †<ἀπεκτόνια>
- ὠφελήματα
- *<ἀσπίδα>
- σκουτάριν· ἢ [ὅπλον (Sap. 5,19) (n)
- *<ἀσπιδὲς πεδίον>
- περιφερές· ἢ ἀσπίδας ἔχον (Λ 573)
- <ἀσπιδεῖα>
- τὰς πτυχὰς τῶν ἀσπίδων. καὶ μέρος τῆς νεὼς πρὸς τῇ πρύμνᾳ
- <ἀσπιδήϊα>
- ἀσπίδας
- *[<ἀσπιδιότης>
- πολεμιστής] Pn
- <ἀσπίδι γινώσκων>
- ἐκ τῆς ἀσπίδος γινώσκων (Ε 182)
- *<ἀσπιδίσκας>
- πελτάρια. σκουτάρια vgAS ἢ περιφερὴς κόσμος ὅπλοις ἐοικώς (Exod. 28,13) AS
- <ἀσπιδίσκοι>
- τῆς κιθάρας τὰ ἐπ' ἄκροις πήχεσιν
- *<ἀσπιδιώτας>
- ὁπλίτας, πολεμιστάς (Β 554) AS
- *<ἀσπίς>
- ὅπλον ASn πολεμικόν. [τὸ σκουτάριον vg
- <ἀσπίνθιον>
- ἀψίνθιον
- *<ἄσπιλος>
- ἄμωμος. [καθαρός (P)
- *<ἀσπιστάων>
- ὁπλιτῶν vgASn μαχητῶν (Δ 90 ..) S
- <ἄσπιλος>
- χείμαῤῥος, ὑπὸ Μακεδόνων
- <ἄσπλαγχνος>
- δειλός (Soph. Ai. 472)
- <Ἀσπληδών>
- πόλις τῆς Βοιωτίας (Β 511)
- <ἀσπληνίς>
- βοτάνης εἶδος
- *<ἀσπονδεῖ>
- οὐκ εἰρηνεύει. ἀδιαλλακτεῖ AS
- *<ἄσπονδοι>
- ἄγριοι. ἐχθροί vgAn καὶ μὴ μνημονεύοντες φιλίας ἢ διαθέσεως (2. Tim. 3,2) S
- <ἄσπορον>
- ἄγονον, χωρὶς σπέρματος
- *<ἀσπουδεί>
- χωρὶς σπουδῆς Sn ἢ κακοπαθείας. καὶ ἄνευ πόνου S καὶ μόχθου (Θ 512)
- †<ἀσπόλην>
- ἀρίστην
- <ἄσσα>
- ἅτινα. λεγέσθω δὲ ψιλῶς (τ 218) S Ἀττικοὶ δὲ ἄττα λέγουσιν. ἢ ὅσα
- [ἅσσα] [<ἀσυμφανές>
- ἄδηλον]
- *<ἅσσα>
- ἅτινα n ἄττα· τινά, ψιλῶς AS
- *<ἄσσει>
- κατάσσει AS
- *<>ας σεο>
- ἀπὸ σοῦ AS
- <ἄσσιος>
- προκόλπιος
- <ἄσσιστα>
- ἔγγιστα. Αἰσχύλος Ἠδωνοῖς (fr. 66)
- *<ἆσσον>
- πλησίον n ἐγγύς (Act. 27,13?) vgAS
- <ἆσσον ἴτ'>
- ἐγγὺς ἔρχεσθε (Α 335)
- <Ἀσσυρία>
- ἡ Χαλδαϊκή
- <Ἀσσυρίῃ>
- τῇ Χαλδαϊκῇ
- <ἀσσύτερα>
- ἄλλα ἐπ' ἄλλοις
- <ἀσταγάνα>
- ἱμάς
- <ἀσταγές>
- πολὺ καὶ λάβρον (Callim. fr. 317)
- *<ἀσταθῆ>
- ἀβέβαιον AS
- *<ἀστάθμητος>
- ἄνισος (Eur. Or. 981) gASPn
- [†<ἀσταινεῖ>
- δυσπαθεῖ. ἁμαρτάνει. μοχθεῖ]
- <ἀστάλακτον>
- [ἀσθενές ἢ] νοτερόν
- <ἀσταλής>
- μὴ περιβεβλημένος (Callim. fr. 673?)
- <ἀστάλη>
- πολύπους ὁ ἐν μυκτῆρι. ἔνιοι σκώληκα οὐρὰν ἔχοντα
- <ἀσταλύζειν>
- ἀναβλύζειν. κλαίειν
- <ἀστάνδης>
- ἡμεροδρόμος. [ἢ κράββαττον.] ἢ ἄγγελον. Ταραν- τῖνοι
- <ἄστακτον>
- οὐ καταστάζον, ἀλλὰ ῥύδην
- *<ἀστασίαστον>
- ἀθόρυβον (Thuc. 1,2,5?) AS
- *<ἀσταφίς>
- σταφίς AS
- *<ἀσταχύεσσι>
- τοῖς στάχυσιν (Β 148) AS
- *<ἄστεγον>
- τὸ μὴ ἔχον στέγην vgASn ἢ ἀκαρτέρητον AS καὶ ἀνυπομόνητον (Prov. 26,28) (vg) AS
- (*)<ἀστέγους>
- οἱ μὴ ἔχοντες οἴκους (Esai. 58,7)
- *<ἀστεΐζεσθαι>
- πολιτεύεσθαι AS
- *<ἀστεϊζόμενος>
- ὡραϊζόμενος Σw
- *<ἀστεῖος>
- ὁ χαρίεις vg ὁ ἐπίχαρις (Act. ap. 7,20) ASP
- *<ἄστεκτος>
- ἀφόρητος, ἀβάστακτος vgASn
- <ἀστέκτως>
- ἀνυπομονήτως (p) ἀνυποστάτως
- <ἀστέλεχος>
- ὁ δακτύλιος. ἕδρα
- <ἀστέλεφος>
- τὸ περὶ τὴν κιθάραν δέρμα
- [<ἀστελοφοῦν>
- δέρμα τὸ εἰς τὰ ἄκρα]
- †<ἀστηταί>
- οι..δεῖοι †καὶ Ἀττικοί
- <ἀστείων>
- τῶν ἐν ἄστει διατριβόντων. καὶ γελωτοποιῶν
- <ἀστεΐζεται>
- ἀγλαΐζεται, ὡραΐζεται, κομψεύεται
- <ἀστεμβής>
- ἀθαμβής, ἀτάραχος
- *<ἀστεμφέα>
- ἀμετακίνητα (Β 344) AS
- *<ἀστεμφέας>
- ἀμετακινήτους n βεβαίους p
- *<ἀστεμφῆ>
- τραχύν, χαλεπόν. ἀκίνητον AS
- <ἀστέρι ὀπωρινῷ>
- τῷ κυνί, τῷ κατὰ τὴν ὀπώραν ἀνατέλλοντι (Ε 5)
- <Ἀστερίη>
- ἡ Κρήτη καὶ ἡ Δῆλος οὕτως ἐκαλοῦντο
- <Ἀστέριοι>
- οἱ πρῶτοι τὴν Τένεδον κατοικήσαντες
- <Ἀστερίς>
- ὄνομα νήσου (δ 846)
- <Ἀστέριον>
- πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ (Β 735)
- <ἄστεκτα>
- τὰ οὐ δυνάμενα κατασχεθῆναι. Αἰσχύλος Σεμέλῃ (fr. 224)
- *<ἀστερόεν>
- λαμπρόν S ποικίλον AS
- *<ἀστερόεντι>
- ἀστέρας ἔχοντι (Δ 44) (g) ASn
- *<ἀστεροπάς>
- ἀστραπάς vgASn
- <ἀστεροπητής>
- ἀστράπτων AS ἢ ὁ Ζεύς, ἀπὸ τῆς ἀστραπῆς. αὕτη γὰρ ἀναστρέφειν ποιεῖ τοὺς ὦπας
- *<ἀστερωπός>
- κατάστικτος (Eur. Phoen. 129) ASn
- *<ἀστέρων τέθριππος>
- τὸ ἅρμα ἡλίου (Eur. Tro. 855) gASPn
- *<ἄστεος>
- πόλεως (Γ 140) vgASn
- *<ἄστεσι>
- πόλεσιν vgASn
- <ἄστυ>
- ἡ πόλις, [οὐκ Ἀθῆναι] ἀλλὰ καὶ ὁ περίβολος [καὶ πολί- της]
- <ἀστὴ ἐλαία>
- ἡ ἐν ἀκροπόλει (com. ad. 745) ἡ καλουμένη <πάγκυφος> (Ar. fr. 727) διὰ χθαμαλότητα
- <ἀστηνεῖ>
- ἀδυνατεῖ
- <ἀστηνόν>
- δύστηνον (p) χαλεπόν (Callim. fr. 275)
- <ἀστῆνες>
- ταλαίπωροι, δυστυχεῖς
- <ἄστηρ>
- ἡ φαρέτρα S ἤγουν βελοθήκη
- [<ἀστήρει>
- σῖτος]
- <ἀστήρικτον>
- ἄπιστον
- *<ἀστηρίκτους>
- ἀσθενεῖς (2. Petr. 2,14) vgAS
- *<ἀστιβῆ>
- ἄβατον (Soph. Ai. 657) vgASn
- <ἀστίβους>
- ἀπατήτους
- <ἀστίβητοι οἶκοι>
- τὰ ἄδυτα
- <ἄστλιγγας>
- αὐγάς. ἢ <ἄστριγγας> (Philit. fr. 24 Kuch.)
- <ἀστικοὶ νόμοι>
- οἱ κατὰ τὴν Ἀθηναίων πόλιν. ἦσαν γὰρ καὶ ἐμπορικοί
- *<ἀστικῶν>
- πολιτικῶν vgASn
- <ἄστικτον>
- τὸ ἀνέπαφον <χωρίον> (Men. fr. 1 D.) τὸ γὰρ ὑπο- κείμενον ἐστίχθαι ἐλέγετο
- <ἁστιχάζει>
- συμπεριπατεῖ
- *<ἀστεῖον>
- καλόν AS ἢ πολιτικόν (n) ἢ ἐπίχαριν AS ἢ [κεχαρι- τωμένον (Exod. 2,2) (n)
- <ἀστίοχος>
- ἄγγος περιφερές, εἰς ὃ ἐγχέοντες πίσσαν καὶ θεῖον καὶ στυππεῖον ἠφίεσαν καὶ ἔνθα ἐφέρετο, ἔκαιε τὰ προστυγχά- νοντα. ἔστι δὲ καὶ γένος λίθου καὶ ξηροῦ ξύλου καὶ πεπισσω- μένου
- *<ἀστείως>
- γελοιωδῶς, χαριέντως AS
- <ἄστιππος>
- ἱππέων ἑβδομήκοντα <τάγμα>
- <ἄστοβον>
- ἀλοιδόρητον
- *<ἀστοῖσι>
- πολίταις (Λ 242) vgAS
- *<ἀστοιχείωτα>
- μὴ ἔχοντα ἀρχάς ASn
- <ἄστομος>
- ὁ μὴ δυνάμενος λέγειν. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 73)
- *<ἀστόν>
- πολίτην AS [ἢ πυκνόν] (Eur. Med. 223)
- <ἄστονον>
- ἄλυπον. μεγαλόστονον (Aesch. Sept. 857 v. l.?)
- <ἀστόξενοι>
- οἱ γένει μὲν προσήκοντες, ἐπὶ δὲ τῆς ἀλλοδαπῆς γεγο- νότες. οἱ δὲ τοὺς ξένους μὲν ὄντας, ἐπὶ τιμῇ δὲ ἀστοὺς γενομένους
- *<ἀστόργους>
- μὴ ἀγαπῶντάς τινας (Rom. 1,31) AS
- <ἀστόριον>
- μέγα, καὶ διακεχυμένον
- *<ἀστός>
- πολίτης, πολιτικός S
- *<ἀστοχεῖ>
- ἀποτυγχάνει AS ἁμαρτάνει
- <ἀστράβη>
- τὸ ἐπὶ τῶν ἵππων ξύλον, ὃ κρατοῦσιν οἱ καθεζόμενοι. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἀναβατικῶν ὄνων. οἱ δὲ κατὰ τὸ πλεῖστον μὲν τὴν σωματηγὸν ἡμίονον οὕτως ἔλεγον· ἐνίοτε δὲ πάντα ἁπλῶς τὰ σωματηγοῦντα ὑποζύγια
- <ἄστρα>
- Ἀττικοὶ τοὺς ἀστέρας
- <ἀστραβαλίζειν>
- ὁμαλίζειν, εὐθύνειν
- <ἀστραβές>
- ἄστρεπτον. ἀσφαλές
- <ἀστραβιστήρ>
- ὄργανόν τι, ὡς δίοπτρον
- <ἀστραγάλας>
- τὰς πονηρὰς κύνας. κακοήθεις κύνες
- <ἀστραγάλη>
- ἡ τῆς ἴρεως ῥίζα. ἢ κακοήθης κύων
- <ἀστράγαλον>
- *τὸν σπόνδυλον (Ξ 466?) ASn καὶ τὸ ὑποκάτω τοῦ σκέλους
- <ἄστρα δὲ δὴ προβέβηκε
- παρῴχηκεν δὲ πλέω νύξ>
- <τῶν δύο μοιράων, τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται> (Κ 252 sq). ἤτοι εἰς τρεῖς μοίρας διαιρετέον, καὶ τὸ <πλέω> ἀντὶ τοῦ πλήρης ἀκουστέον, ἵνα ᾖ, ὅτι πλήρης τῶν δύω μοιρῶν ἡ νὺξ παρελήλυθεν
- [<ἀστραπὴ δι' ἅρματος>
- Ἀθηναῖοι]
- <ἀστράπτων>
- ὑπερλάμπων
- <ἀστρακλεῖν>
- ἀδυνατεῖν
- <Ἀστραλίαν>
- τὸν Θρᾷκα. Λυδοί
- <ἀστραλός>
- ὁ ψάρος, ὑπὸ Θετταλῶν
- <ἀστραπαῖοι>
- ἄνεμοι ... πνέοντες, ἀφ' ὧν ἀστραπαὶ γίνονται
- <ἀστραπὴ δι' Ἅρματος>
- Ἀθηναῖοι, ὁπότε δι' Ἅρματος αὐτοῖς ἀστράψειεν, ἔπεμπον εἰς Δελφοὺς τοὺς λεγομένους Πυθαϊστάς
- <ἀστραφής>
- σκληρός. Σοφοκλῆς Μυσοῖς (fr. 385)
- <ἀστραφές>
- ἄστρεπτον. ἀσφαλές
- <ἀστράψῃ διὰ πυκνός>
- ἀντὶ τοῦ δι' Ἅρματος (com. ad. fr. 49)
- †<ἀστρεκίας>
- ἀστροφανείας
- <ἄστρεπτον>
- ἄπειστον. ὀρθόν
- <ἀστρηνές>
- δύσθετον. σκαιόν. ὀξύ
- <ἄστριες>
- ἀστράγαλοι (Callim. fr. 276) <ἄστριχοι>· τὸ αὐτό (Antiphan. fr. 92)
- <ἀστρόβιλον>
- τὸν ταχυλόγον. ἔνιοι τὸν συνεστραμμένον, ἢ δεδονημένον
- <ἀστροβολήτους>
- τοὺς ὑπὸ τοῦ Κυνὸς βαλλομένους
- <ἀστροβοληθῆναι>
- νόσῳ τινὶ κατασχεθῆναι. ἐπὶ τῶν παιδίων
- <ἀστροβόλως>
- ἐντρεχῶς (Plat. com.)
- <Ἀστροβόλιον>
- ἐν Ἰταλίᾳ. [ἔνιοι δὲ τὸ δεδονημένον. ἢ <ἀστρό- βιλον>]
- <ἀστρόβολον>
- ταχύ. συνεστραμμένον. ἐντρεχῆ
- <ἄστροις σημειοῦσθαι>
- μακρὰν ὁδὸν καὶ ἐρήμην βαδίζειν. ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πλεόντων
- <ἀστρολόγος>
- γενεθλιολόγος
- <ἀστροφαές>
- λαμπρόν, λευκόν
- <ἄστυ>
- πόλις ἀπὸ τοῦ εἰς ὕψος ἀνίστασθαι
- <Ἀστυάναξ>
- ἰχθύς τις οὕτως καλεῖται. καὶ ὁ τοῦ Ἕκτορος παῖς
- <Ἀστυάνασσα>
- Ἑλένης θεράπαινα ἥτις πρώτη ἐξεῦρεν Ἀφρο- δίτην καὶ ἀκόλαστα σχήματα
- *<ἄστυ, ἀστός>
- [πόλις vgASPn πολίτης
- *<ἀστύγειτον>
- πλησιόχωρον (vg) AS
- *<ἀστυγείτων>
- τῇ πόλει γειτνιῶν ASn
- <Ἀστυδάμεια>
- Ἀκάστου γυνή
- [†<ἀστυλάζει>
- λυπεῖ μετὰ κλαυθμοῦ]
- <ἀστυλίς>
- φυτόν, ὅθεν ὁ ἰξός
- <ἀστυλόν>
- τὸ τραχὺ ἱμάτιον, καὶ φαῦλον μηλώτιον, καὶ †ἀναιδές
- <ἀστυνόμος>
- ὁ διοικῶν κατὰ τὸ ἄστυ
- <Ἀστυνόμη>
- ἡ Χρυσηΐς, ὑπὸ τῶν νεωτέρων
- <ἄστυ νυμφέων>
- τὴν Σάμον Ἀνακρέων, ἐπεὶ ὕστερον εὔϋδρος ἐγένετο
- <ἀστύξενοι>
- οἱ μὴ ἔχοντες ἐν τῇ πόλει τὴν [οἰκείαν] ἰδίαν. Ταραντῖνοι
- <ἀστυπολεῖ>
- ἀγγελοφορεῖ. ἀχθοφορεῖ
- <ἄστυρον>
- πόλισμα (Callim. fr. 75,74)
- <ἄστυ>
- πόλις ἢ ἀκρόπολις [ὁ ἐν πόλει ἀναστρέφων]
- <ἀστύτριψ>
- ἐν ἄστει διατρίβων (Critias fr. 72)
- <ἀστυφίη>
- ἀστυσία
- <ἀστυφέλικτον>
- ἄσειστον. [ἄκακον (n) ἀδιάφορον
- *<ἀσύγγνωστος>
- οὐκ ἔχων συγγνώμην AS
- *<ἀσύγκριτον>
- ἀνόμοιον n ὑπερέχον (g) AS
- <ἀσύγχυτον>
- ἄμικτον, ἤγουν μὴ συγκιρνώμενον
- <ἀσυλλόγιστον>
- μὴ καλῶς γεγονός
- *<ἄσυλον>
- ἀβλαβές AS
- *<ἀσύμβατον>
- ἀφιλίωτον vgASn πολέμιον vgAS ἀνειρήνευτον (Thuc. 3,46,3?) (S)
- <ἀσύμβλητον>
- ἀσύγκριτον
- *<ἀσυμφανές>
- περικεκαλυμμένον AS
- *<ἀσυμφανῶς>
- ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς vgAS ἐπικεκαλυμμένως (Cyr in Ose. 2 C) vgS(A)
- †<ἀσύμφιλος>
- ἀνόητος. ἄτιμος
- *<ἀσύμφορον>
- τὸ μὴ συμφέρον, ἢ πρέπον. καὶ ἀπρόσφορον vgAS
- *<ἀσυμφυὲς τῇ κτίσει>
- ἐκτὸς κτίσεως ASn
- (*)<ἀσύνακτος>
- ὁ μὴ συναγόμενος. ἐξώβλητος (Greg. Naz. c. 2,1,43,24)
- <ἀσυνδέτους>
- μὴ συνδεσμουμένους
- <ἀσύνετος>
- ἄφρων (Eur. Phoen. 1602)
- *<ἀσυνδύαστος>
- ἀσύμπλοκος vgAS παρὰ τὸ μὴ συνδυάζειν, ὅ ἐστι ἐκ <δυάδος> καὶ τῆς <σὺν> προθέσεως AS
- *<ἀσυνθέτους>
- μὴ ἐμμένοντας ταῖς συνθήκαις vgASn (Rom. 1,31) μὴ συντεθειμένους
- *<ἀσυνθεσία>
- παραβασία (Ierem. 3,7 ..) vgAS
- <ἀσύνθροον>
- ἀσύμφωνον
- *<ἀσύντακτον>
- μὴ τεταγμένον vgAS
- *<ἀσυντελές>
- ἐκτὸς τοῦ τεταγμένου ASn
- *<ἀσυντελής>
- ἀσύμφορος (v) gAS(n)
- <ἀσυρές>
- (*) βδελυρόν. προπετές. βλοσυρόν. θρασύ
- *<ἀσυρῆ>
- ἀκάθαρτα (Sir. 23,13) gAS
- [<Ἀσυρίων>
- Χαλδαίων]
- <ἀσύφηλον>
- *ἀπαίδευτον (vg) AS κακόν, ἁμαρτωλόν. *[ἀδόκι- μον (n) μηδενὸς ἄξιον (Ι 643)
- *<ἀσφάλειαν>
- σωτηρίαν vgAS
- <ἀσφάζει>
- ἀντέχεται
- <ἀσφακέλιστον>
- ἀπερίστατον. οὐ μελανθέν
- <ἀσφάλισαι>
- <φύλαξαι>
- *<ἀσφαλτῖτις>
- Ἐρυθρὰ θάλασσα <μᾶλλον δὲ Νεκρά> AS
- *<ἀσφαλτώσεις>
- χρίσεις. πισσώσεις (Gen. 6,14) AS
- <ἀσφάραγος>
- *φάρυγξ S ἢ βρόγχος (Χ 328) d ἢ λάχανον εὐτελές, *ἀσπάραγος AS
- <ἄσφηλοι>
- ἀσθενεῖς. <Σφηλὸν> γὰρ τὸ ἰσχυρόν
- <ἀσφόδελος>
- εἶδος φυτοῦ, οὗ τὴν ῥίζαν ἐδώδιμόν φησι Ἀρί- σταρχος, καὶ ἅπαν εὔοσμον· <ἀσφοδελὸς> δὲ ὀξυτόνως λειμών, παράδεισος (λ 539)
- <ἀσχαδές>
- †ἀμετάσχετον (Aesch. fr. 418)
- <ἀσχαλάᾳ>
- δυσανασχετεῖ (Β 293)
- <ἀσχάλλει>
- ὀχλοῦται, *λυπεῖται, ἀθυμεῖ, vg (AS) ἀδημονεῖ gn ἀγανακτεῖ
- *<ἀσχαλόωντα>
- ἀδημονοῦντα ASn λυπούμενον An ἀγανακ- τοῦντα (Χ 412) (g)
- <ἀσχέδωρος>
- ὁ σύαγρος, παρὰ Ἰταλοῖς (Aesch. fr. 261)
- <ἀσχέδιον>
- τραχύ. Κρῆτες
- <ἄσχεο>
- ἀνάσχου (Ψ 587 v. l.)
- *<ἄσχετος>
- ἄμετρος (gASPn)
- <ἄσχετον>
- *ἀκατάσχετον vgAS οὐκ ἀνασχετόν. ἄφιλον. οἱ δὲ ἰσχυρόν (Π 549)
- <ἀσχημονεῖ>
- ἀκοσμεῖ
- <ἀσχήμονα>
- ἄμορφον, ἀνείδεον
- *<ἀσχήμονι>
- ἐπονειδίστῳ <θανάτῳ> (Sap. 2,20) AS
- <ἀσχολία>
- ἐνδελεχισμός
- <ἄσχολος>
- σχολὴν μὴ ἄγων, ἀσχολούμενος
- *<ᾄσω>
- ψαλῶ, αἰνέσω, [ὑμνήσω vgAS
- <ἀσώδης>
- ἀμμώδης
- <ἀσωμένη>
- λυπουμένη
- <Ἀσώπιον>
- τόπος Ἀθήνησι
- <Ἀσωπός>
- ποταμὸς ἐν Θήβαις (n) τῆς Βοιωτίας (Δ 383)
- *<ἀσώτως>
- αἰσχρῶς vgAS ἀπλήστως (Luc. 15,13)
- <ἆτα>
- ὦτα A Ταραντῖνοι
- (*)<ἀταβέες>
- ἄφοβοι (Greg. Naz. c. 1,2,15,39)
- <Ἀταβυρία>
- ἡ Ῥόδος πάλαι
- (*)<Ἀταβύριον>
- ἔνθα [ὄρος] θηρία συνάγονται (Ose. 5,1 v. l.?)
- <ἆται>
- πληροῦται
- †<ἄταιθα>
- λαμυρά
- <ἀταισόν>
- ἀναδενδράς. Τυῤῥηνοί
- †<ἀταής>
- ἀγύμναστος
- †<ἀταθήνιον>
- χαλκός. ἔλυτρον
- *<ἀταλά>
- νήπια. ἁπαλά (Σ 567) ASPn
- *<ἀταλαιπώρως>
- ἄνευ κόπου n ἀκοπιάστως (Ar. fr. 254) vgAS
- *<ἀτάλαντον>
- ἰσόζυγον (S) ἴσον gn ὅμοιον (Β 169) (AS)n
- *<ἀταλοῖς>
- νηπίοις n ἁπαλοῖς vg [ἁπλοῖς]
- <ἀτάλλει>
- τρέφει. τιθηνεῖ (Soph. Ai. 559) σκιρτᾷ. χαίρει (Ν 27) φιλεῖ, ἀγαπᾷ
- <ἀτάλματα>
- ἀντὶ τοῦ ἅλματα. παίγνια
- *<ἀταλόφρονα>
- νήπια gAS ἁπαλόφρονα (Ζ 400) S
- *<ἀταμίευτα>
- ἀδιοίκητα gS ἀναπόθετα. ἀφύλακτα vgAS
- †<ἀταποῦ>
- χαλεπῆς
- *<ἀτὰρ δή>
- [ἢ ἢν ποτέ, ἐὰν δήποτε S] τὶ οὖν καὶ δή, [δή] ἤδη (Iob 6,21 v. l.)
- [<ἀτάρ ἄν ποτε>
- ἐὰν δήποτε]
- *<ἀτάρβητος>
- ἄφοβος (Γ 63) vgAS
- <ἀταρβίζεται>
- †ἄτηρος φαίνεται
- *<ἀτὰρ δέ>
- πλήν, ὅμως δέ (Iob 6,21) vgASn
- *<ἀτὰρ δή>
- ἀλλὰ δή. διὰ τοῦτο vgAS ἤν ποτε. ἐὰν δήποτε AS
- *<ἀτὰρ ἤν ποτε>
- ἐὰν δήποτε (Α 166) AS
- <ἀτὰρ> μὲν νῦν <γε>
- καὶ δή, καὶ ἄρτι (σ 123)
- *<ἀτάρ μιν νῦν γε>
- νῦν δὲ αὐτόν (Α 506) n
- <ἀτάρμυκτον>
- ἄφοβον, θρασύν. ἄθικτον, ἄψεκτον
- <ἀτάρνη>
- βρόχος
- *<ἀτὰρ οὐ>
- διὰ τοῦτο οὐ n "ἀτὰρ οὐ τέλος ἵκεο μύθων" (Ι 56)
- *<ἀταρπιτός>
- ἡ ὁδός (Σ 565) ASn
- *<ἀταρπιτός> <ἢ> <ἀταρπός>
- ὁδός, ἀτραπός S
- <ἀταρτᾶται>
- βλάπτει. πονεῖ. λυπεῖ
- <ἀταρτηροῖς>
- βλαβεροῖς ASn ἀτηροῖς (Α 223) AS
- <ἀτάραχον>
- ἀχείμαστον
- *<ἄτας>
- εἰκαιολογίας. ἀπάτας (Ι 115) AS
- *<ἀτάσθαλα>
- ἁμαρτωλά, ἄδικα (γ 207) b
- <ἀτασθαλίαι>
- ἁμαρτίαι· ἀπὸ τοῦ ταῖς ἄταις θάλλειν (φ 146)
- *<ἀτάσθαλος>
- ἁμαρτωλός vgASn πονηρός, [φρενοβλαβής Sn
- <ἀτάρχυτος>
- ἄταφος
- *<ἄτας κελαδεῖν>
- μάταια εἰπεῖν, ἢ ἠχεῖν (Eur. Tro. 121) AS
- *<ἅτε>
- καθάπερ (Λ 779) vgSn
- <ἀταύρωτος>
- ἄζυγος. καὶ παρθένος, παρ' ὅσον ἐζεῦχθαι γάμοις αἱ γημάμεναι λέγονται (Aesch. Ag. 244)
- *<ἄτεγκτοι>
- ἄβροχοι. vgAS σκληροί gAS ἀσυμπαθεῖς. ἄβρεκτοι Sn
- <ἀτέγκτοις>
- ξηροῖς, [ἀβρόχοις n
- <ἄτεγκτος>
- ὁ μήτε δακρύων, μήτε ἱδρῶν q ἀνένδοτος. καὶ γὰρ ὁ ἐλεῶν δακρύει
- *<ἁτεδή>
- ἐπειδή S ὡς δηλαδή Svg
- <ἀτειρής>
- ὁ στερεός S καὶ ἄτρωτος, οὐ τειρόμενος ὑπὸ Ἄρεως. *ἀκαταπόνητος (Ε 292 ..) ASn
- <ἀτέκμαρτον>
- *ἀτελείωτον (Greg. Naz. or. 4,47) vgAS ἄγνω- στον. [ἄσημον (n)
- <ἄτεκνος>
- ἄγονος
- <ἀτεκνία>
- ...
- *<ἀτέλεια>
- ἀλειτουργησία gASn
- <ἀτελεῖς>
- ἐλλιπεῖς
- <ἀτελεύτητον>
- τὸ μὴ ἔχον τέλος (Α 527)
- <ἀτελῆ>
- ἀδάπανα. οὐκ ἔχοντα τελέσματα. Σοφοκλῆς Θυέστῃ (fr. 246)
- <ἀτέμβεσθαι>
- στέρεσθαι. ὀδυνᾶσθαι
- *<ἀτεμβόμενος>
- στερισκόμενος (Ψ 834) AS
- <ἀτέμβονται>
- στερίσκονται (Ψ 445) (g)
- <ἀτενές>
- ἰθύ. ἀναλγές. συνεχές
- <ἀτενής>
- "ἥκω δ' ἀτενὴς ἀπ' οἴκων" Εὐριπίδης Ἀλκμαίωνι τῷ διὰ Ψωφῖδος (fr. 65), συντείνασα. καὶ <ἀτενίζειν> λέγουσι τοὺς συντείνοντας καὶ ἐπερείδοντας τὴν ὄψιν
- *<ἀτενίζει>
- *<ἄκρως> προσέχει vgAn βλέπει
- *<ἀτέοντα>
- [ἀτιμάζοντα S] ἀτώμενον. [βλαπτόμενον, παρὰ τὴν <ἄτην> (Υ 332) AS
- *<ἀττέλαβος>
- εἶδος κνωδάλου AS
- *<ἄτερ>
- χωρίς vgSPn ἄνευ g ἐκτός vgASn
- <ἀτέραμνον>
- τὸ μὴ ἐνδιδοῦν. σκληρόν. <Τέρεν> γὰρ τὸ ἁπαλόν (ψ 167)
- *<ἀτεράμων>
- σκληρός gASn ἀκαμπής. [ἀκαταπόνητος vgAS ἀνελεήμων S
- *<ἀτεράμοσι>
- σκληροῖς n
- †<ἀτερέα>
- ὄρος γοργόν. Κρῆτες
- <ἀτέρεμνα>
- τὰ μὴ ἑψόμενα ὄσπρια p
- <ἀτέρεμνον>
- σκληρόν
- *<ἄτερ ἥμενον>
- χωρὶς καθήμενον (Α 498) ASn
- *<ἀτέρ γε>
- χωρίς (Ο 292) AS
- *<ἀτερμάτιστος>
- ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος g(ASn)
- *<ἀτέρμονες>
- ἀόριστοι (Eur. Hec. 926) AS
- <ἅτεροι>
- ἕτεροι. ἑτέρωθεν
- <ἁτεροῖον>
- τὸ ἕτερον καὶ χωρισθέν
- *<ἅτερος>
- ὁ ἕτερος, ὁ εἷς τῶν δύο (Eur. Phoen. 1384) gASn
- *<ἀτευχῆ>
- ἄνοπλον (Eur. Andr. 1119) gAS
- <ἀτεύκτου>
- ἀνεπάφου. [ἀτερπές]
- <ἄτακτον>
- ἀσκεύαστον, ἀσύνθετον, <ἀπρεπές>
- [<ἀτερέψατο>
- ἠθέτησεν]
- <ἀρετήσιον>
- ἀπρομηθές
- †<ἀτετόν>
- λευκόν
- <ἀτετῶς>
- ἀφροντίστως
- <ἀτεχνῶς>
- τὸ παράπαν, καὶ τῷ ὄντι, καὶ καθόλου. οἱ δὲ ἁπλῶς, ἢ καθάπαξ
- *<ἄτη>
- βλάβη (Β 111) SPn
- <ἀτημέλητος>
- ἠμελημένος
- *<ἀτημελῶς>
- ἀνεπιστημόνως. ἀμελῶς (Cyr. in Zach. 14) vgAn
- <ἀτήνειν>
- μοχθεῖν
- *<ἀτηρόν>
- βλαβερόν (Eur. Hipp. 630) gASn
- [<ἀτεωρόχοι>
- ἄγαν αὐθάδεις]
- [<ἀτηρής>
- ἀκαταπόνητος]
- *<Ἀτθίδων>
- Ἀθηναίων vgn
- <ἀτιαλλεῖ>
- ἀγαπᾷ
- <ἀτίζει>
- *ἀτιμάζει vgn ἢ ἀφροντιστεῖ (Eur. Rhes. 253)
- *<ἀτίζεις>
- ὑπονοεῖς (Eur. Rhes. 327) gAS [πένεις]
- <ἀτίζεται>
- [πένεται] ἀτιμάζεται
- <ἀτίζων>
- ἤτοι *ἀφροντιστῶν AS ἢ ἄταις περιβάλλων, ἤγουν βλάβαις (Eur. Alc. 1037)
- *<ἀτίθασον>
- ἀνήμερον. <Τιθασεύειν> γὰρ λέγεται τὰ ἄγρια θηρία ἡμεροῦν καὶ χειροήθη ποιεῖν vgAS
- *<ἀτιμαγέλας>
- ὁ ἀτιμάζων. καὶ τῇ ἀγέλῃ μὴ συνυποταττόμενος AS
- *<ἄτιμος>
- ὁ μὴ ἔχων τιμήν (Α 171) P
- <ἀτιμαλφοῦσι>
- τιμὴν οὐχ εὑρίσκουσιν
- <ἀτιμοτάτη>
- ἄτιμος (Α 516)
- <ἀτίνακτα>
- ἄσειστα
- <ἅτιν' οὖν>
- ἅ τινα οὖν
- <ἀτηρὴς χαλκός>
- ἀκαταπόνητος σίδηρος (Ε 292 ..)
- <ἀτισανδρεῖν>
- ἀτιμάζειν ἄνδρα, καὶ ὑπερηφανεῖν
- <ἄτισεν>
- ἠτίμησεν. ἔβλαψεν. ἄτιμον ἐποίησεν
- <ἀτίσεις>
- ἀτιμάσεις. Αἰσχύλος Κερκύωνι (fr. 105)
- [<ἀτισιλινοῖς>
- περὶ τὰ λινὰ ἐξαμάτων δέσιν]
- *<ἀτίταλλον>
- ἔτρεφον (Ξ 203) AS
- *<ἀτίταλλε>
- ἀγάπα. μετὰ ἐπιμελείας τρέφε (S)
- <ἀτίται>
- ἄδικοι
- *<ἀτίτηλα>
- ἀνέθρεψα (Ω 60) gASn
- <ἀτίτην>
- ἀτιμώρητον. ἄπορον. ἄτιμον. τὸν μὴ ἔχοντα ἀποτῖσαι
- <Ἄτης λόφος>
- οὕτως τὸ Ἴλιον ἐκαλεῖτο πρῶτον
- <ἀτιτεῖν>
- ἀδικεῖν
- [<ἀτίτηστον>
- ἀπρομηθεύς]
- *<ἄτιτος>
- ἀτιμώρητος (T). ASn κατὰ στέρησιν τῆς ἄτης (Ν 414)
- <ἄτλαντα>
- ὠμοφόρον
- <ἄτλας>
- ἄτολμος. ἀπαθής S καὶ ἡ διϊοῦσα εὐθεῖα ἕως τῶν πόλων
- <ἀτλατεῖ>
- ἀγωνιᾷ. ἀθυμεῖ. φοβεῖται
- <ἀτλατέω>
- ἀγωνιῶ
- <ἀτλησία>
- ἀμηχανία. ἀνυποστασία
- *<ἄτλητον>
- ἀνυπομόνητον (Τ 367) v(g) AS
- [<ἄτματα>
- καθάρματα]
- <ἀτμενία>
- δουλεία. δυστυχία
- <ἄτμενον οἶτον>
- δουλικὸν μόρον
- <ἄτμενον>
- †ἄπαυστον οἰκέτην
- <ἀτλησίφρων>
- ... οὐδὲ τόλμης ἔννοιαν ἔχων
- <ἄτμητον>
- ἀμέριστον, ἀτραυμάτιστον· Σοφοκλῆς Ἀμφιτρύωνι (fr. 120)
- <ἀτμιδοῦχον>
- ἀτμίδα ἔχον
- *<ἀτμίς>
- ἀπαύγασμα. πνοή (Sap. 7,25) w
- *<ἀτμίς>
- ἀναθυμίασις vgASP σπινθήρ SP ἀνάδοσις vgSPn
- *<ἀτμοῖς>
- ἀναδόσεσιν vgASn
- *<ἀτμός>
- ἡ ἐκ τοῦ ὑγροῦ ἀνάδοσις S ἢ καπνός. ἢ ἀτμίς. [ἢ πνοή n
- <ἀτμοῦσαν>
- ἀναθυμιάζουσαν
- <ἀτόκιον>
- βοτάνη
- *<ἄτομα>
- λεπτά vgn τομὴν μὴ δυνάμενα λαβεῖν vg
- <ἀτονία>
- ἀδυναμία
- *<ἄτοπα>
- πονηρά vgASn αἰσχρά (Iob 4,8)
- *<ἀτοπία>
- αἰσχρότης. [πονηρία AS
- <ἀτόπαστον>
- ἀνείκαστον. <Τοπάζειν> γὰρ τὸ εἰκάζειν· καὶ τὸ <ὑποτοπάσαι> δὲ ἐνθένδε λέγεται. Αἰσχύλος Κρήσσαις (fr. 119)
- <ἄτοπα>
- ξένα. ἐνίοτε δὲ <ἄτοπον> τὸν δεινὸν καὶ ἔκθεσμον καὶ παρηλλαγμένον, ἢ καὶ πονηρὸν καὶ αἰσχρὸν λέγει καὶ χαλεπόν
- <ἄτοπος>
- παράδοξος <λόγος>, ἢ θαυμαστός
- *<ἄτρακτος>
- βέλος [βέλος] μεταφορικῶς (Eur. Rhes. 312) g ὁ καὶ ἄδρακτος
- <ἀτρακτυλλίς>
- φυτὸν ἀκανθῶδες. οἱ δὲ τὴν ἀγρίαν κνῆκον
- <ἀτραπίζειν>
- βαδίζειν. ὁδοιπορεῖν (Pherecr. fr. 26)
- <ἀτραπιτοῖς>
- ὁδοῖς (ps)
- <ἀτραπός>
- ὁδὸς τετριμμένη, μὴ ἔχουσα ἐκτροπάς, ἀλλ' εὐθεῖα S
- [<ἀτρέχως>
- ἀτρίβως]
- *<ἀτρεκές>
- ἀληθές (Ε 208) vgASn
- *<ἀτρεκέως>
- ἀληθῶς vgASn ἀκριβῶς (Β 10 ..) n
- *<ἀτρεκῆ>
- ἀληθῆ gAS ἀκριβῆ
- <ἀτρεκήσασα>
- ἀκριβωσαμένη. Εὐριπίδης Βουσίριδι (fr. 315)
- <ἀτρέμας>
- ἡσύχως, ἡσυχῇ (Eur. Or. 149 ..)
- [<ἀτρέμη>
- ὑγεία]
- <ἀτρεμῆσαι>
- ἡσυχάσαι
- <ἀτρέμητον>
- ἀσάλευτον
- *<ἀτρεμία>
- ἡσυχία vgASn
- (*)<ἀτρεμέων>
- ἡσυχάζων (Greg. Naz. c. 1,1,36,26)
- *<ἄτρεπτον>
- ἀκίνητον AS
- *<ἀτρέστοις>
- ὀξυβλέπτοις AS
- *<ἄτρεστον>
- ἀφόβητον ASn
- <Ἀτρείδα δέ>
- τοὺς Ἀτρέως παῖδας (Α 16)
- <Ἀτρείδαο>
- τοῦ Ἀτρέως παιδός (α 35 ..)
- <Ἀτρείδης>
- ὁ τοῦ Ἀτρέως παῖς Ἀγαμέμνων (Α 7)
- <ἀτριάκαστοι>
- οἱ μὴ μετέχοντες τριακάδος Ἀθηναῖοι
- *<ἀτρίζεται>
- πηνίζεται AS
- <ἄτριον>
- ὕφος λεπτόν. καὶ <εὐάτριοι>· εὐυφεῖς
- *<ἄτρομον>
- ἄφοβον (Ε 126) AS
- (*)<ἄτροπον>
- ἄτρεπτον
- <ἀτροπίη>
- ἀωρία. μεσονύκτιον
- <ἄτροπος>
- ἀμετάτρεπτος
- <ἄτρυφος>
- τυρὸς ὁ πησσόμενος ὑπὸ Λακώνων (Alcm. fr. 34)
- *<ἀτρύτοις>
- ἀκαταπονήτοις vgAS
- *<ἀτρυγέτοιο>
- ἀκάρπου ἀβύσσου καὶ ἀπείρου (α 72 ..)
- <ἀτρύνων>
- ἐγείρων (Ι 709)
- *<ἀτρύγετος>
- ἄκαρπος. ἀκαταπόνητος (Λ 316 ..) (A) S(n)
- *<ἄτρυγον>
- καθαρόν. μὴ ἔχον τρύγα (Exod. 27,20) vgAS
- <ἀτρυγηφάγου>
- πολυφάγου. <Τρύγη> γὰρ ὁ Δημητριακὸς καρ- πός (Archil. fr. 97)
- <ἄτρυτον>
- ἄπονον. ἄκοπον. ἄπληστον
- <ἄτρυτος>
- πολύπονος
- <ἀτρυτώνη>
- *ἀκαταπόνητος AS ἀκοπίαστος S ἄτρωτος ἐν μάχῃ· ἡ Ἀθηνᾶ (Β 157)
- *<ἀτρώτως>
- ἀνικήτως (vgAS)
- <αττα>
- *τινά. ἅτινα vg ὁμοίως καὶ ὁ Δημοσθένης (19,304) ‖ καὶ προσφώνησις φιλοφρονητικὴ νέου πρὸς πρεσβύτερον καὶ τρο- φέα, ὡς ἡ <πάππα> πρὸς τὸν πατέρα. σημαίνει δὲ καὶ ἅτινα καὶ ὁπόσα. καὶ ψιλῶς, ταχέως
- *<ἄττα>
- τινά. ὀλίγα τινά gASn
- *<ᾄττει>
- πηδᾷ, ἅλλεται (d)
- <ἀτταβυγάς>
- εἶδος ὀρνέου, καὶ τὸ ἀτταγᾶς
- <ἀτταγάθη>
- ἀθάρη, παρὰ τῷ Ξάνθῳ
- <ἀτταλαγώσεται>
- μολυνθήσεται
- [<ἀτταλασίξαι>
- ὀμόσαι]
- *<ἀττελάβους>
- ἀκρίδας AS
- *<ἀττέλαβος>
- ἀκρὶς μικρά Pn καὶ εἶδος κνωδάλου, ζώου μικροῦ καὶ λεπτοῦ (Nah. 3,17) AS [γρ. καὶ ἀκρίδος]
- <ἄττεσθαι>
- διάζεσθαι στήμονα (Sophr. fr. 79? Hermipp. fr. 2?)
- <ἀττάλη>
- φόρυξις, ὑπὸ Φρυγῶν
- <ἀτταλίζομαι>
- πλανῶναι. Σικελοί
- <ἄττανα>
- τήγανα. καὶ πλακοῦς ὁ ἐπ' αὐτῶν σκευαζόμενος ...
- <ἀτταλίδες>
- πλακοῦντες, ἔνθρυπτοι
- <ἀττανίτας>
- τηγανίτας (Hippon. fr. 17 Kn.)
- <ἀττάραγος>
- τὸ ἐλάχιστον (Callim. ep. 46,9) οἱ δὲ τὰς ἐπὶ τῶν ἄρτων φλυκταίνας. οἱ δὲ τὰς καλουμένας ψίχας
- <ἀττάρυμα>
- πόμα, σόφισμα Κρητικόν
- <ἄττασι>
- ἀνάστηθι <Λάκωνες>
- <Ἄττης>
- τὸν Ἄττιν φασί (Dem. 18,260) [Λάκωνες]
- <Ἀττικὰ γράμματα>
- τὰ ἀρχαῖα, ἐπιχώρια (Dem. 59,76)
- <Ἀττικουργῆ>
- τὰ ἐπὶ τῆς Ἀττικῆς εἰργασμένα (p)
- *<Ἀττικῶς>
- Ἀθηναίως (vgASPn)
- *<Ἀτθίς>
- Ἀθῆναι AS
- *<ᾄττοντες>
- ὁρμῶντες. πηδῶντες. Λέγεται δὲ ὡς ἀπὸ τῶν σκορ- πίων AS
- *<ᾄττουσα>
- ὁρμῶσα. πηδῶσα (n)
- <ἀτύζει>
- ἐπιτιμᾷ, ταράσσει, ἀπολύει, φοβεῖ
- <ἀτυζηλόν>
- φοβερόν, ἀφανές, ἄσημον
- <ἀτύζεσθαι>
- φοβεῖσθαι, ταράσσεσθαι, ἀπὸ τῆς ἄτης
- *<ἀτυζομένη>
- φοβουμένη. θορυβουμένη. ταραττομένη (Ο 90) AS
- *<ἀτυζόμενος>
- λυπούμενος vgASn ἐκπλησσόμενος S
- <ἄτυκτον>
- ἄκοσμον. σκληρόν. ἀκατασκεύαστον
- †<ἀττύλλα>
- ἀγκύλη
- <ἀτυλόν>
- μικρόν. ἀγεννές
- <ἀτυπίδες>
- κριθαὶ ἀπίτυροι, λεγόμεναι <ἀλέπυροι>
- [<ἀτυχής>
- καταπλαγής]
- <ἀτυχήσεις>
- ἀποτεύξεις (Eupol. fr. 114)
- *<ἀτυχθείς>
- ἀποστραφείς. ἐκπλαγείς (Ζ 468) AS
- <ἀτύχημα>
- ταλαιπωρία
- *<ἀτυχῶν>
- μέτριος (g) A
- <ἄτωρ>
- ἡ μελία, ὑπὸ Αἰγυπτίων
- <ἀτωμένη>
- βλαπτομένη. στερισκομένη (Soph. Ant. 17)
- *<αὖα>
- ξηρά (ε 240)
- <αὖ>
- πάλιν. ἢ ἐπὶ τοῦ δὴ vgSPn συνδέσμου. ἢ ἐπὶ τοῦ παρόντος
- <αὖαι>
- ξηραί (S) φθαρταί
- *<αὐαίνεται>
- ξηραίνεται vg φθείρεται
- *<αὐαινομένοις>
- ξηραινομένοις AS(n) φθειρομένοις
- *<αὖον>
- ξηρόν vgAS
- <αὐαλέον>
- λίαν [ξηρόν S
- [<Αὐαλός>
- ὁ Διόνυσος]
- *<αὐανθείς>
- ξηρανθείς (ι 321) gAS
- <αὐαρά>
- τὰ Ποντικὰ κάρυα
- <αὔας>
- ξηράς (Μ 137) n
- *<αὐγάζομαι>
- βλέπω (Ψ 458) Sn
- <αὔγαρος>
- ἄσωτος, ὑπὸ Κυπρίων
- <αὐγάζουσα>
- ὁρῶσα
- <αὐγάσασθαι>
- ἰδεῖν
- <Αὐγειαί>
- πόλεως ὄνομα (Β 532)
- <αὐγεῖν>
- ἀλγεῖν
- *<αὐγή>
- χροιά gAS λαμπρότης. καὶ φῶς vgAS
- <αὐγῶ>
- αὐγάζομαι
- *<αὔδα>
- λέγε SPn φώνει (Ξ 195) s
- <αὐδάς>
- φωνάς
- *<αὐδᾶται>
- λέγεται (Eur. Phoen. 125) gAS
- *<αὐδή>
- φωνή (Α 249) vgSPn
- <αὐδηέντων>
- τῶν λόγον καὶ φωνὴν ἐχόντων (ζ 125)
- *<αὐδήεσσα>
- ὀνομαστή g ἔνδοξος (ε 334) (n)
- *<αὐδή>
- φωνή vgAS καὶ φθόγγος
- *<αὐδήσας>
- φωνήσας ASn λέξας
- *<αὐδῶ>
- φωνῶ, λέγω vgASn
- <αῦε>
- ψιλῶς μὲν [ἐφώνει Sn ἐβόα AS δασέως δὲ καὶ [ἐξέκαιεν, ἀνῆπτε πῦρ (Υ 51) S
- <ἄυελλαι>. ἄελλαι. παρὰ Ἀλκαίῳ (fr. 125)
- †<αὐεκίζει>
- σφακελίζει. Κύπριοι
- †<αὐερός>
- σκιά
- <αὐερύοντα>
- εἰς τοὐπίσω ἕλκοντα (Θ 325)
- †<αὐῆλαι>
- ἆισαι
- <ἀυετῆ>
- τὸν αὐτοετῆ
- <ἄυητο>
- ἔπνεεν AS
- *<αὐθάδες>
- ἐξουσιαστικόν AS
- *<αὐθάδης>
- ὑπερήφανος vSPb θυμώδης vgSn παράνομος AS αὐτά- ρεσκος vgASPb
- *<αὐθαδία>
- προπετία (Esai. 24,8) n
- <αὐθαδιάζεται>
- ὑπερηφανεύεται
- *<αὐθαίρετοι>
- αὐτεπάγγελτοι AS αὐτοπροαίρετοι S αὐτάρεσκοι P ἑκούσιοι b αὐτόκλητοι (2. Cor. 8,3 ..) P
- <αὐθέκαστα>
- ἁπλᾶ. αὐστηρά
- *<αὐθέκαστος>
- ἀκριβής. αὐστηρὸς τῷ λόγῳ. ἀπαρακάλυπτος, ἢ τῷ τρόπῳ ἁπλοῦς vgASn ἐλευθέριος gAS ἀξιόπιστος AS αὐτά- ρεσκος S
- <αὔθαιμοι>
- ἀδελφοί (Soph. O. C. 1078) p
- *<αὐθεντεῖν>
- ἐξουσιάζειν (1. Tim. 2,12) AS
- <αὐθέντης>
- ἐξουσιαστής. *αὐτόχειρ, φονεύς (Sap. 12,6) vg
- *<αὐτεπισπάστῳ>
- αὐθαιρέτῳ AS
- *<αὐθαιρέτως>
- ἑκουσίως (2. Macc. 6,19 ..)
- *<αὐθημερόν>
- σήμερον, αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ (Prov. 12,16) gAS
- *<αὖθι>
- ἐπὶ τόπου vgASn αὐτόθι (Α 492) vgASn
- *<αὐθιγενής>
- αὐτόχθων γνήσιος vgAS ἰθαγενής AS
- <αὐθιγενές>
- ἐγγενές, ἐπίγονον
- <αὖθι μένων>
- ἐπὶ τόπῳ μένων (Α 492)
- *<αὐθίξας>
- κινήσας AS
- <αὖθις>
- πάλιν, ἐξ ἀρχῆς, εὐθύς. [ἐπὶ τόπου] ἢ μετὰ ταῦτα· τὸ δὲ <αὖτις>· ἐκ δευτέρου· τὸ δὲ <αὖθι> τοπικῶς διχῇ, ὡς ἐπὶ τοῦ παρόντος· "εἰ μέν κ' αὖθι μένων" (Ι 412) ἀντὶ τοῦ ἐν τούτῳ <τῷ> τόπῳ, ποτὲ δὲ ἀναφορικῶς· "αὖθι λιπεῖν ἵππους τε καὶ ἀνέρας" (Μ 111) [ἤγουν ἄνδρας]
- †<αὐθόρης>
- αὐτὸν βλέπων
- <αὐθωρόν>
- σύντομον
- [<ἀθρίζειν>
- ῥιγοῦν. Κύπριοι]
- <αὐθύπαρκτον>
- αὐτοΰπαρκτον
- *†<αὐθορίτους>
- συντόμους gAn
- <αὐΐαχοι>
- *ἄνευ βοῆς gA μετὰ <πολλῆς> ἰαχῆς S ἢ ἀΐαχοι S σιωπῇ. ἄφοβοι. καὶ αὖοι ἠχοῦντες (Α 41)
- <ἀυϊδέτου>
- ἀφανοῦς, ἀοράτου
- <αὐκάν>
- ἀλκήν. Κρῆτες
- †<αὐκήλως>
- ἕως, ὑπὸ Τυῤῥηνῶν
- [*<αὐκηρεσίη>
- ἀφθαρτή S]
- <αὐκυόνα>
- ἀλκυόνα. Κρῆτες
- <αὐλὰ πανδέκτης>
- ...
- *<αὐλαία>
- ἐν αὐλῇ διατρίβουσα AS ἢ τὸ τῆς σκηνῆς παραπέ- τασμα (Hyperid. fr. 165) vgA
- *<αὔλακας>
- κοίλους τόπους (Ps. 64,11?) A (S)
- <αὖλαξ>
- τὸ σχίσμα gAS τοῦ ἀρότρου. διόρυξ. σπήλαιον
- <αὐλαρός>
- αὐλωρός, οἰκοφύλαξ p
- <αὐλάχα>
- ἡ ὕννις
- <αὐλεία>
- ἡ τῆς αὐλῆς θύρα n
- <αὐληταί>
- ἀκροάματα, αὐλοῦντες
- <αὔληρα>
- ἡνίας (Epich. fr. 178) μανδάκας
- *<αὔληρον>
- χαλινόν. σχοινίον· οἱ δὲ σειράν P
- <αὐλῆς>
- ἐπαύλεως· n "αὐλῆς ἐν χόρτῳ" (Λ 774) ἐν τῷ περιφράγ- ματι τῆς αὐλῆς S περιωρισμένῳ. καὶ γὰρ τὰ ὅμορα <σύγχορτα> λέγουσιν
- *<αὐλῆς>
- τῆς κατ' ἀγροὺς ἐπαύλεως λέγει (Ε 138 ..) (S
- <αὐλητηρία>
- αὐλῶν θήκη
- <αὐλητήριον>
- τόπος παρὰ Ταραντίνοις
- <αὐλητής>
- εἶδος σφηκός
- <αὐλήτην>
- τὸν τοῦ κόπρου ἐπιμελούμενον τῶν προβάτων (Soph. fr. 461)
- *<αὐλία θύρα>
- πυλών vgASn
- <Αὐλίδα>
- λιμένα (Β 303)
- *<αὐλίζεται>
- κοιμᾶται. φυλάττεται vgASn κοιτάζεται (Iob 38,19)
- *<αὐλίζομαι>
- μένω AS ἐνδιατρίβω (Prov. 19,23) ASn
- *<αὐλιζομενάων>
- εἰς κοίτην ἐλαυνομένων (μ 265) S
- *<αὐλίκουροι>
- φύλακες vgAS
- *<αὖλιν>
- κοίτην (χ 470) n ἐπαυλισμόν (Ι 232) ASn
- <αὐλίξαι>
- στασιάσαι. δραμεῖν
- <Αὐλίς>
- πόλεως ὄνομα †ἢ κίλλα τις δίδυμος †ἐπίθετον Ἀπόλλωνος, ὁμοίως καὶ Διός
- *<αὐλίξ>
- φλέψ vgAS
- <αὐλίσκοι>
- ἐνώτια. †Πέρσαι
- *<αὐλισμός>
- διανυκτέρευσις gASn
- <αὐλός>
- κιθάρα. ἢ σῦριγξ
- <αὐλόν>
- τὴν ῥύσιν τοῦ αἵματος (Ρ 297)
- <ἀΰλους>
- ἀσωμάτους
- <αὐλουρός>
- οἰκοφύλαξ
- <αὐλωλάζειν>
- τὸ σύρειν διὰ τῶν δακτύλων
- <αὐλών>
- στενὴ ἀναφορὰ τοῦ ὕδατος. καὶ λειμών, ἢ ἔφυδρος τόπος
- <αὐλῶνες>
- οἱ ἐπ' εὐθείας τόποι. Αἰσχύλος καὶ τὴν τάφρον καὶ τὴν πυράν (fr. 419)
- <αὐλωνίζουσα>
- ἐν αὐλῶσι διάγουσα S
- a) <αὐλώνων>
- (Eur. Rhes. 112) ... b) *<<αὐλῶνες>> φάραγγες <ἢ> τόποι πλατεῖς περὶ τὰ ὄρη (Paralip. 1,12,16) vgAS
- <αὐλωπίαι>
- αὐλοὺς ἔχουσαι
- <αὐλωπίας>
- κοιλόφθαλμος
- <αὐλώπιδι>
- στενῇ περὶ τοὺς ὀφθαλμούς (Ε 182)
- <αὐλῶπιν>
- αὐλοὺς ἔχουσαν. <Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν <αὐλῶπιν> εἶπεν> (fr. 923)
- <αὐλῶπις>
- εἶδος περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν <ὀπὰς> καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης. οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον
- <αὐλωτοὶ φιμοί>
- οἱ κημοί. διὰ τὸ τοῖς κημοῖς κώδωνας προσῆ- φθαι, εἰς οὓς ἐμφυσῶντες οἱ ἵπποι φωνὴν σάλπιγγος προΐεντο (Aesch. fr. 326)
- <αὕμα>
- ἅλμη, ὑπὸ Κρητῶν
- [<αὔξας>
- ὁρμήσας]
- *<αὔξην>
- αὔξησιν (v) gAS <καὶ> αὖξιν S
- *<αὔξησις>
- βλάστησις AS
- <Αὐξίδημος>
- Ἑρμῆς, ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως ...
- *<αὖοι>
- ξηροί gAS
- *<αὖον>
- ξηρόν (Μ 160) vgASn
- <αὐονάν>
- αὐχμόν. [ξηρόν. νεκρόν]
- *<αὖον ὡς <ξύλον>>
- ξύλον ξηρόν AS
- *<αὖ πάλιν>
- πάλιν αὖθις (Greg. Naz. c. 1,1,5,18) S
- <ἀΰπνους>
- κακοΰπνους (ι 404)
- *<αὔραν>
- πνοὴν λεπτήν (Eur. Or. 1427) gAS
- *<αὖραι>
- πνοαί (gn)
- †<αὔη>
- πνοή (ε 469) ἢ ἅψηται (ε 490 v. l.?)
- <αὐριβάτας>
- Αἰσχύλος τὸ αὐρί ἐπὶ τοῦ ταχέως τίθησι (fr. 420) καὶ ὁ αὐτὸς Ψυχοστασίᾳ οὕτως φησὶ τὸ ὄνομα (fr. 280) ταχυβήμων
- <αὐρίζειν>
- ῥιγοῦν. καὶ τὸ εἰς αὔριον ὑπερτίθεσθαι
- †<αὐροί>
- λαγοί [ἴσαυροι] vgASn
- <αὐς - >
- αὐτός. Κρῆτες καὶ Λάκωνες
- <αυσαι>
- βοῆσαι (ι 65) κλαῦσαι n φλέξαι
- <>αυρότερον>
- ἀσθενέστερον (Μ 458)
- *<ἀϋσάντων>
- κραυγασάντων (Β 334) gS
- <ἀΰσας>
- φωνήσας vgASn κράξας (Δ 508) vgAS
- †<αὐσαῖς>
- πνοαῖς. κραυγαῖς
- †<αὐσόν>
- ξηρόν
- <αὖσος>
- ἄλσος. Κρῆτες
- <ἀυσταλέος>
- *κατάξηρος AS αὐστηρός S αὐχμηρός. ἀστόλιστος (τ 327)
- <αὐστηρός>
- σκυθρωπός. ξηρός
- <αὐστήρ>
- μέτρου ὄνομα
- *<Αὐσωνίοις>
- <τοῖς> ὑπὸ τὴν Ἰταλίαν <νόμοις> S
- (*)<Αὐσωνίοισι>
- Ῥωμαϊκοῖς
- *<Αὐσωνίων> <<γλωττῶν>>
- Ἰταλικῶν vgAS
- <αὐτάγγελοι>
- ἑαυτοῖς χρώμενοι ἀγγέλοις
- <αὐτὰ κέλευθα>
- *τὰς αὐτὰς ὁδούς n τὴν αὐτὴν ὁδόν (Μ 225)
- †<αὐτάλεν>
- ἐσκίρτα (Ν 27)
- <αὐτάγρετα>
- αὐθαίρετα. αὐτόλημπτα, ἑτοίμως λαμβανόμενα (π 148)
- *<αὐτάδης>
- αὐτὸς ἐφ' ἑαυτοῦ ...
- <αὐτάγητοι>
- ἀγάμεναι ἑαυτὰς καὶ θαυμαστικῶς ἔχουσαι ἑαυτῶν, Ἴων Ἀλκμήνῃ (fr. 8). ἔνιοι δὲ αὐθάδεις. καὶ Ἀνακρέων οὕτω κέχρηται (fr. 142)
- <αὐτάλκης>
- ζωμός. καὶ ὁ αὐτάρκης
- <αὐταν>
- αὐτῶν, ἢ αὐτήν
- *<αὔτανδρον>
- σὺν αὐτοῖς τοῖς ἀνδράσιν vgAS
- <αὐταιώρητος>
- ὑφ' ἑαυτοῦ μετεωριζόμενος
- [<αὐτανίδας>
- αὖθις πάλιν]
- *<αὐτὰρ δή>. ἢ εὐθέως ASP ἢ ἐπειδή P
- <αὐτάντας>
- ὁ προεστώς τινος πράγματος, καὶ αὐθεντῶν
- <αὐτάρ>
- δέ (Α 118 ..) [ἐγὼ δέ]
- *<αὐτὰρ ἔπειτα>
- μετὰ δὲ ταῦτα (Α 51 ..) Sp
- <αὐτάρεστος>
- ὁ ἐφ' ἑαυτῷ ἀγαλλόμενος
- [<αὐτόγυον>
- μονόβολον]
- †<αὐτάρ>
- αὐτομάτη, ἑκουσία
- *<αὐτάρκης>
- ἱκανός vgASn <ἀρκετός> AS
- *<αὐτὰρ ὁ>
- ὁ δέ AS ἢ ὁ δή (Α 333 ..)
- *<αὐτὰρ ἐγώ γε>
- ἐγὼ δέ (Α 282 ..) gAS
- *<αὖτε>
- πάλιν (Α 206) ASn
- <αὐτὰρ ὑπὸ χθών>
- ὑπὸ δὲ τῶν ποδῶν αὐτῶν ἡ γῆ (Β 465)
- <αὐτεξούσιος>
- ὁ ἀφ' ἑαυτοῦ ἐξουσιάζων
- <αὐτεπίβουλος>
- αὐτοφονεύς
- <αὐτερέται>
- αὐτοὶ ἐρέσσοντες (Thuc. 1,10,4)
- *<ἀύτευν>
- ἐφώνουν, ἐβόων (Eur. Hipp. 168) AS
- <ἀυτή>
- ἐπὶ μὲν τῆς φωνῆς· "ἀυτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν" (Β 153) ἐπὶ δὲ τῆς μάχης· "ῥεῖα δέ κ' ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀυτῇ" (Π 44)
- <ἀυτῇ>
- βίᾳ, τῇ δυνάμει (Λ 802)
- <αὐτὴ κάμινος>
- παροιμία, ἐπὶ τῶν τὰ παραπλήσια πρασσόντων εἰρημένη. ἀπὸ γὰρ τοῦ κεραμεικοῦ τροχοῦ ἡ μεταφορά
- *<αὐτῆμαρ>
- ἐν αὐτῇ ἡμέρᾳ (Α 81) gSn
- *<ἀυτήν>
- κραυγήν ASn φωνήν, βοήν (Α 492 ..) gn
- <ἀυτῆς>
- κραυγῆς, [βοῆς (Β 97) S
- <αὐτῇ κεν γαίῃ>
- σὺν αὐτῇ τῇ γῇ (Θ 24)
- <αὐτῇσι ῥίζῃσι>
- σὺν αὐτῇ τῇ ῥίζῃ (Ι 542)
- *<ἀύτει>
- ἐβόα (Λ 258) S
- *<αὐτίκα μάλα>
- εὐθὺς λίαν S πάνυ Sn πάλιν S παραχρῆμα vgAS σήμερον Sn
- <αὐτίκα> Ἀριστοφάνης μὲν ἐπὶ τοῦ ἐνεστῶτος
- Ὅμηρος δὲ ἐπὶ μόνου τοῦ νῦν. διὸ καὶ παραλλήλως λέγει <αὐτίκα νῦν> (υ 63)
- *<αὐτίκα δὴ μάλα>
- πάραυτα Sn ταχέως δὴ καὶ καλῶς AS
- *<αὖτις>
- πάλιν ἐκ δευτέρου (Α 27) n
- <ἀυτμή>
- *πνοή (Ι 609) ASn φλόξ (π 290)
- <ἀυτμένα>
- τὴν ἀναπνοὴν ASn πνευμάτων (Ψ 765) ἢ καὶ πεφυ- σημένα
- <ἀυτμενώπης>
- πεφυσημένος, πεπνευσμένος
- <αὐτοβοεί>
- τὸ παραχρῆμά τι συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις q ἅμα βοῇ. [Θουκυδίδης (2,81,4 ..) q
- *<αὐτοβοεί>
- αὐθημερόν gAS πάραυτα. ἔτι τῶν βοῶν ἐν τοῖς ζυγοῖς ὄντων AS ἢ αὐτοὶ βοῶντες, κράζοντες ἀπέκτειναν αὐτούς AS
- [<αὐτόγε>
- ἐπ' ἐκεῖνον τὸν τόπον]
- *<αὐτογένεθλον>
- αὐτογέννητον vgASn
- *<αὐτογενής>
- αὐτογένεθλος, οὐκ ἔκ τινος γεννώμενος AS
- *<αὐτόγυον>
- μονόβολον (Hes. op. 433) vgASn
- <αὐτοδάϊκτος>
- ὁ ἑαυτὸν φονεύσας, ἢ καὶ κακοποιήσας
- <αὐτοδακὴς μῆνις>
- πικρά
- <αὐτοδάξ>
- παραχρῆμα ἢ τὸ ἐκ [τῶν] χειρῶν ἀποδεδώκασιν
- <αὐτὸ δείξει>
- παροιμία ἔξω τοῦ ἐπιλόγου λεγομένη, ἧς μνη- μονεύει καὶ Πλάτων (Theaet. 200 e. Hipp. mai. 288 b)
- <αὐτόδειπνος>
- ὅταν τις κεκλημένος ἑαυτῷ φέρῃ τὰ ἐπὶ τὸ δεῖπνον
- *<αὐτοδικεῖ>
- αὐθεντεῖ. ὅταν αὐτὸς λέγῃ AS
- <αὐτόδικοι>
- οἱ ἑαυτοῖς δικασταῖς χρώμενοι, καὶ οὐκ ἀλλαχόθεν παραγινομένοις
- <αὐτόδιον>
- ἐξ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ ἐληλυθότα (θ 449)
- <αὐτοεθείρας>
- κόμας, ἢ καὶ κόσμους
- *<αὐτοέντης>
- αὐτόχειρ S
- *<αὐτοετές>
- ἐν αὐτῷ τῷ ἔτει (γ 322) S
- *<αὐτόθεν>
- ἐκεῖθεν (ν 56 ..) vgAS
- *<αὐτόθι>
- ἐκεῖσε. ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ vgASn ἐπὶ τόπου (Ι 617 ..)
- <αὐτοὶ θύομεν>
- ἀντὶ τοῦ <αὐτοὶ πίνομεν> ἐνηλλαγμένως, παρό- σον οἱ καλούμενοι εἰς ἑστίασιν λέγουσι· <καὶ αὐτοὶ θύομεν>· ἐπὶ γὰρ τῶν καλουμένων ὑπό τινων λέγεται. Ἀριστοφάνης Γηρυτάδῃ (fr. 171)
- *<αὐτοῖο>
- αὐτοῦ (Α 360) vgn
- *<αὐτοῖσιν>
- αὐτοῖς (Α 51) vgAS
- <αὐτοὶ χελώνας ἔσθετε>
- παροιμία. ἁλιεῖς γὰρ ἑλκύσαντες χελώνην μεγάλην καὶ ἀνασπάσαντες αὐτὴν διαμερίζονται τοῖς παριοῦσιν ...
- <αὐτοκάβδαλα>
- αὐτοσχέδια ποιήματα. εὐτελῆ (Eup. fr. 200)
- †<αὐτοκαλές>
- τὸ ἐπιτυχόν, συμβεβηκός
- <αὐτόκαρνος>
- αὐτοζήμιος. <Κάρνη> γὰρ ἡ ζημία
- <αὐτοκασίγνητος>
- γνήσιος ἀδελφὸς Sn ἐξ ἀμφοτέρων τῶν γονέων (Β 706)
- <αὐτοκέρας>
- ὥρας μέτρον οὐκ ἐπιδεόμενον ἢ θερμοῦ <ἢ ψυχροῦ>, τουτέστιν τὸ τοῦ ἀέρος αὐτόκρατον, εὐκραές
- <αὐτοκτίστους δόμους>
- οὐ κατεσκευασμένους, ἀλλ' ἐκ ταὐτο- μάτου γεγενημένους, ἢ τοὺς οἰκουμένους. Σοφοκλῆς Κηδαλίωνι (fr. 309)
- <αὐτόκλητοι>
- αὐτεπάγγελτοι (n)
- <αὐτόκλητον>
- †ὅταν ἐπὶ δοχὴν μὴ κληθέντα ὑπό τινος, <ἀφ'> ἑαυτοῦ δὲ ἀπαντῆσαι
- <αὐτόκρανα>
- αὐτόδηλα, ἑαυτὰ δηλοῦντα. ἢ κίονα μονόλιθον
- *<αὐτοκράτωρ>
- αὐτεξούσιος n ἢ κοσμοκράτωρ vgASn
- <αὐτόλειον>
- †λειτόν
- <αὐτόλαβον>
- ἑαυτοῦ λαβὴν ἔχον
- <αὐτολήκυθοι>
- οἱ πένητες, οἱ μόνην λήκυθον ἔχοντες· ἢ δι' ἑαυτῶν βαστάζοντες τὴν λήκυθον, οὐ δι' οἰκετῶν (Dem. 54,14)
- *<αὐτολόχευτος>
- <ὁ> θεὸς <ὁ> ἀγέννητος, αὐτογέννητος (Cyr. in Esai. 44 p. 589 C) vgAS
- *<αὐτόμαρτυς>
- ὁ ἑαυτῷ μαρτυρῶν AS
- <αὐτόλυσις>
- δέμα, ἐφ' ᾧ ἀγκύλη ἐφῆπται, καὶ οὐχ ἅμμα γέγονεν
- †<αὐτομάττιτα>
- σπέρμα ἀνδρός
- *<αὐτοματίσαντες>
- ἀφ' ἑαυτῶν πράξαντες (Xen. Cyr. 4,5,21) ASn
- <αὐτόματοι δ' ἀγαθοί>
- παροιμία
- *<αὐτόματον>
- αὐτοφυές vgASPn
- <αὐτομαχεῖν>
- αὐτοδικεῖν (p)
- <αὐτόμοιρος>
- μονόμοιρος. Σοφοκλῆς Θυέστῃ Σικυωνίῳ (fr. 229)
- <αὐτόμολος>
- ὁ πρὸς τοὺς πολεμίους ἀπελθών, προδότης
- <αὐτομόλπως, αὐτόμολπα> ὁμοίως ἐκείνοις
- *<αὐτομόλως>
- προδοτικῶς vgASn [Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ (fr. 629)]
- *<αὐτονυχί>
- αὐτῇ τῇ νυκτί (Θ 197) vgASn
- <αὐτόξυλον>
- αὐτοδημιούργητον ξύλον. ἢ ξύλινα (Soph. Phil. 35)
- <αὐτοξενεῖν>
- ἐν ἴσῳ τῷ προξενεῖν
- <αὐτόπαιδα>
- αὐτὸν τρόπῳ τινὶ παῖδ' ὄντα. <Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ> (fr. 925)
- †<αὐτοπέλις>
- κλῖμαξ
- <αὐτόπαστοι πύλαι>
- παστάδας ἔχουσαι, ποικίλαι
- <αὐτόποδον> καὶ <αὐτοποδητί>
- τὸ ἐκ ποδὸς βαδίζειν
- <αὐτοποίητον>
- εὐτελές
- <αὐτοπάμονα>
- ἐπίκληρον
- <αὐτοπόκιστον>
- μὴ κεκαρμένον. οἱ δὲ εὐτελὲς ἱμάτιον
- *<αὐτόπρεμνος>
- αὐτόῤῥιζος (vgASn)
- *<αὐτόπτης>
- θεατής vgAS
- <αὐτορέγμων>
- ἑαυτῷ ἐργαζόμενος
- <αὐτορέγμονος πότμου>
- ὅσον ἑαυτὸν ἔρεζε καὶ κατέθυσε. <ἢ> αὐτορέγμονος, παρὰ τὸ ὀρέγειν τὴν χεῖρα. Αἰσχύλος Κρήσσαις (fr. 117)
- <αὐτός>
- ἢ ἐγώ. ἢ σύ. ἢ ἐκεῖνος
- *<αὐτόσε>
- ἐκεῖσε vgASn
- <αὐτόσιτον>
- τὸν ἑαυτὸν τρέφοντα. ἢ τὸν σὺν ἑτέρῳ δειπνοῦντα, καὶ ἑαυτῷ φέροντα τὰ ἐπιτήδεια πρὸς τὸ δεῖπνον (Crobyl. com. fr. 1,3,379 K)
- <αὐτόσσυτον>
- αὐτοκέλευστον. Σοφοκλῆς Σκυρίοις (fr. 515)
- <αὐτοστέριφον>
- ἰσχυρόν. αὐτοφυές
- <αὐτόστολον>
- αὐτοσκεύαστον
- <αὐτοσχεδές>
- ὑποδήματος εἶδος γυναικείου (Hermipp. fr. 18)
- *<αὐτοσχεδιάζει>
- πάραυτα λέγει AS
- <αὐτοσχεδίῃ>
- ἀπὸ χειρός. [ἀπὸ τοῦ σύνεγγυς (Ο 510) S
- *<αὐτοσχέδιον>
- τὸ εὐθὺς ῥηθὲν vgAS ἢ ὑπαγορευθέν g ἢ γενό- μενον vgAS
- *<αὐτοσχεδίως>
- αὐτομάτως vg ταχινῇ δυνάμει (Sap. 2,2) n
- <αὐτοσχεδόν>
- ἐγγύς, *ἐκ τοῦ σύνεγγυς (Η 273) An παρ' ἄλληλα (Ο 386?)
- <αὐτότεγον>
- ἀπηρτισμένον, πλῆρες ὅσον δεῖ
- <αὐτόταγος μύλη>
- ἀδέσποτος, παρόσον οὐδεὶς ἔλαυνεν αὐτήν· ταγοὺς γὰρ τοὺς ἡγουμένους ἔλεγον. ἔνιοι δὲ αὐτάγγελον
- <αὐτοτελὲς ψήφισμα>
- τὸ μὴ προβεβουλευμένον
- *<αὐτοτελής>
- τέλειος vgAS(n)
- <αὐτοτελὴς δίκη>
- ἀφ' ἧς μὴ ἔστι ἐφιέναι
- <αὐτοῦ>
- *ἐκεῖ vgAS αὐτόθι. ἐπὶ τόπου (Α 428) εὐθύς
- <αὐτοῦ ἐνεύναιον>
- τὸ ἴδιον ἐγκοίτιον (ξ 51)
- *<αὐτουργός>
- ὁ δι' ἑαυτοῦ ἐργαζόμενος (Eur. Or. 920) vgASn
- <αὐτοφαρίζειν>
- αὐτοματεῖν
- <αὐτόφλοιον>
- αὐτόδερμον
- <αὐτόφορβος>
- αὐτοφάγος p Αἰσχύλος Κίρκῃ (fr. 114)
- <αὐτόφορτοι>
- αὐτοδιάκονοι. κυρίως δὲ οἱ ἐν τοῖς ἰδίοις πλοίοις. Σοφοκλῆς Θυέστῃ Σικυωνίῳ (fr. 230). ὁ δὲ Κρατῖνος ἐν Χείρωσι (fr. 248) τοὺς τὰ κοινὰ φορτιζομένους ἔφη
- <αὐτοφωρία>
- τὸ ἐπὶ αὐτῇ φωρᾷ
- <αὐτόχειρ>
- φονεύς.
- *<αὐτόχειρες>
- οἱ ταῖς ἰδίαις χερσὶ φονεύοντες (Act. ap. 27,19) AS(vg)
- <αὐτοχειρί>
- ὁ ἑαυτὸν φονεύων (Eur. Or. 1040)
- <αὐτοχειρία>
- τὸ τῇ ἑαυτοῦ χειρὶ ποιῆσαί τι
- <αὐτόχειρος>
- ὁ ἑαυτὸν ἐγχειρίσας
- *<αὐτόχθοσι>
- τοῖς ἐν ἰδίᾳ γῇ ἢ τόπῳ οἰκοῦσιν (Levit. 17,15) AS
- *<αὐτόχθων>
- ἐντόπιος n ἐγχώριος, [πολίτης, γνήσιος vg
- <αὐτόχθων ἑστία>
- ἡ τοῦ Χείρωνος παρόσον ἐν τοῖς ὄρεσι διῆγεν (trag. ad. fr. 201)
- †<αὐτοχθηδόν>
- αὐτοποίητον
- *<αὐτόχρημα>
- αὐτὸ τὸ πρᾶγμα vgAS
- *<αὐτοχόωνον>
- αὐτοχώνευτον (Ψ 826) S
- <αὐτοχόωνον>
- αὐτοχώνευτον. ἀπ' αὐτῆς τῆς χωνείας τὸ τέλειον ἔχοντα, καὶ μὴ προσδεόμενον ἄλλου τινὸς εἰς συμπλήρωσιν. ἢ αὐτόχυτον. ὅλον στερέμνιον, οὐ κοῖλον (Ψ 826)
- <αὐτοχροιηδόν>
- πρὸς τὸν χρῶτα
- <αὐτόχρυσα>
- τὰ τίμια
- <αὐτώδης>
- ὑπέρφρων. ἰδιογνώμων
- <αὐτώλης>
- ὑβριστής. αὐτόχειρ
- *<αὔτως>
- μάτην Sb ἁπλῶς n ὡς ἔτυχεν (Α 133 ..) g
- <αὔτως>
- ἐπὶ μὲν τοῦ ματαίου καὶ κατακένου· "αὔτως γὰρ ἐπέεσ' ἐριδαίνομεν" (Β 342). ἐπὶ δὲ τοῦ ὁμοίως· "ὣς δ' αὔτως ...", (Γ 339 ..), <ἐπὶ δὲ τοῦ αὔτως>· "φαγέμεν καὶ πιέμεν αὔτως" (π 143)
- <αὐχάν>
- καύχησιν
- <αὐχαλέοι>
- σεμνοί (Xenophan. fr. 3,5 D.)
- <αὐχάττειν>
- ἀναχωρεῖν. καὶ τὸ ἐμμένειν ἐγχάττειν
- <>αυχέες>
- καυχώμενοι (Θ 230)
- <αὐχένιοι>
- χιτῶνος εἶδος, ὑπὸ Ἀντιφάνους (fr. 315)
- *<αὐχεῖν>
- καυχᾶσθαι AS
- *<αὐχέω>
- εὔχομαι AS
- <αὐχήεις>
- σεμνός
- *<αὔχημα>
- καύχημα, ἔπαρσις P ὑπερηφάνεια (Eur. Phoen. 1137)
- *<αὐχήμασιν>
- ὑπερηφανείαις ASn
- *<αὐχήματα>
- καυχήματα. σεμνολογήματα vgASn
- *<αὐχήν>
- τράχηλος (κ 559) vgAS
- *<αὐχήσασθαι>
- καυχήσασθαι (P)
- *<αὔχησις>
- σεμνότης AS
- *†<αὐχθῇ>
- αὐξηθῇ S
- *<αὐχμεῖν>
- ξηραίνειν S
- †<αὐχμεῖς>
- ἀστεῖος
- <αὐχμηρόν>
- ξηρόν. *σκοτῶδες (Eur. Alc. 947) v
- *<αὐχμηρῷ>
- ξηρῷ. σκοτώδει (2. Petr. 1,19) gAS
- *<αὐχμοί>
- ἀνομβρίαι AS
- *<αὐχμός>
- ξηρασία, AS ἀνομβρία. ἔνδεια. AS καυματινὸς ἀήρ. g Sn ἢ λιμὸς ἀπὸ ἀβροχίας γενόμενος S
- *<αὐχμώδης>
- ξηρός. ῥυπώδης (Eur. Or. 223 ..) AS(vg)
- *<αὐχμῶντα>
- ῥυπῶντα vgASn
- <αὔω>
- διαχέω. θερμαίνω· τὰ γὰρ προσηνῆ τοῖς θερμοῖς παρέ- βαλλον
- <αὔως>
- ἡμέρα (Sapph. fr. 18 ..)
- <ἀφαγνίσας>
- ἀποδύσας, ἢ συλήσας
- *<<ἀφαγνίσασθαι>·> καθιερώσασθαι, ἀφοσιώσασθαι (Num. 6,2) (AS)
- <ἀφάδιος>
- ἐχθρός, ἀπὸ τοῦ ἀφανδάνειν. λέγεται δὲ καὶ <ἀνφά- διος>
- <ἀφαδίαν>
- τὴν πολεμικὴν ναῦν, διὰ τὸ ἀφανδάνειν (Eupol. fr. 34)
- <ἁφάζει>
- ἀναδέχεται, ἀπὸ τῆς ἁφῆς
- <Ἀφαία>
- ἡ Δίκτυννα, καὶ Ἄρτεμις
- <ἀφαιμάσαι>
- δαπανῆσαι, ἀπολειτουργῆσαι καὶ ἀπολέσαι. ὁ αὐτὸς Δελφοῖς (com. ad. 1128)
- <ἄφαιμοι>
- ἀπόγονοι. εὐγενεῖς
- [<ἄφακες>
- εὐηθές]
- *<ἀφαιρεῖται>
- ἀποσπᾷ (Α 182) vgAS
- *<ἀφαίρεμα>
- ἀνάθημα. δῶρον (Exod. 29,28 ..) vgASn
- <ἀφαιρήσασθαι>
- λαβεῖν. στερήσασθαι (Α 160?)
- *<ἀφελοῦνται>
- ἀποστεροῦνται AS
- *<ἁφαῖς>
- πληγαῖς (2. Reg. 7,14) vgAS
- <ἀφάκη>
- ὄσπριον
- <ἀφαλέον>
- συνηγμένον, κοινόν
- <ἄφαλον>
- φάλον μὴ ἔχον (Κ 258)
- *<ἄφαλόν τε>
- μήτε προμετωπίδα (Κ 258) ASn
- <ἄφαλος>
- περικεφαλαία S μὴ ἔχουσα φάλους. Φάλοι δέ εἰσιν οἱ λαμπροὶ ἧλοι, ἢ τὰ ποικίλματα (Κ 258)
- <ἄφαλτοι>
- οἱ ἀναπηδῶντες
- <ἀφαμιῶται>
- οἰκέται ἀγροῖκοι, περίοικοι
- <ἀφανδάνει>
- ἀπαρέσκει (π 387)
- a) <ἄφαντος>
- ἀθεώρητος b) *<ἀφανές>· μὴ φαινόμενον (Pp)
- *<ἀφανῆ>
- μὴ ὁρώμενον (AS)
- †<ἀφανίαν>
- συναγωγὴν ἑστιάσεως
- <ἀφανίζειν>
- σήπειν. ἀπολλύειν
- *<ἀφανίσαι>
- σκεπάσαι (Matth. 6,16?) [προνομεῦσαι (Ezech. 30,9 ..) n
- †<Ἀφάνναι>
- χωρίον τῆς †Δαμαρτίδος φυλῆς, πόῤῥωθεν ...
- *<ἀφάμαρτεν>
- ἀπέτυχεν (Θ 119) Sn
- *<ἀφαμαρτοεπής>
- ἁμαρτάνων ἐν τῷ λέγειν (Γ 215) n
- *<ἄφαρ>
- ταχέως ἢ εὐθέως (Α 349) vgASn <ῥᾳδίως> (θ 270) S
- [<ἄσπετος>
- πολύς.] ἄριστος. βοηθός [ῥᾳδίως]
- <ἄφαρβαν>
- ἐλεύθερον
- †<ἀφαρεῖ>
- ἱδροῖ †ἀνιμᾶται
- <ἀφαρεύς>
- τοῦ θήλεος θύννου τὸ ὑπὸ τῇ γαστρὶ πτερύγιον
- <ἀφαρκίδευτον>
- ἄγρυπτον. ἀρυτίδωτον
- <ἄφαρκτος>
- ἀφύλακτος
- <ἀφάρμακον χρῶμα Οἰδίποδος>
- ἄνευ ἄνθους. <Ἄνθη> γὰρ τὰ φάρμακα. καὶ τὰ βαφεῖα <φαρμακῶνας> Σοφοκλῆς (fr. 1004) ἔφη
- <ἄφαρον>
- ἀνήροτον (Callim. fr. 287)
- <ἄφαροι>
- ἀνείματοι, ἀνένδυτοι
- [<ἄφαρ>
- εὐθέως]
- *<ἀφάρτερος>
- ταχύτερος (Ψ 311) (AS)
- <ἀφάρυμος>
- ἄτολμος
- <ἀφάρωτος>
- ἀναροτρίαστος pd
- <ἀφασία>
- *ἀφωνία vgP ἔασις. στέρησις. *σιωπή A ἀναυδία
- *<ἁφάσσειν>
- ψηλαφᾶν g(P) παρὰ τὴν ἁφήν (Hdt. 3,69,3 ..)
- [<ἀφατῆλες>
- μαστοί, θῆλες]
- <ἄφατον>
- ἀμήχανον. *πολύ. ἄῤῥητον. ἀμέτρητον vgAS δεινόν
- <ἀφαυροῖσιν>
- ἀσθενέσι AS ταπεινοῖς
- <ἀφαυρότατος>
- ἀσθενέστατος S ταπεινότατος (Ο 11)
- *<ἀφαυροῦ>
- ἀσθενοῦς (Η 235) (vg)AS
- *<ἀφαυρότερος>
- ἀσθενέστερος (Η 457) (vg)ASP
- <ἀφάψαι>
- συνδῆσαι. σμῦξαι
- <ἀφείδιτος>
- ἡμέρα παρὰ Λάκωσιν, ἐν ᾗ θύουσιν
- †<ἀφεδρῆ>
- ἀποπνίγη
- †<ἀφεδνήν>
- ἀναιδῆ
- <ἀφεδρεῦσαι>
- ἐπὶ δίφρῳ καθίσαι
- *<ἀφέδρῳ>
- ἀκαθαρσίᾳ (Levit. 15,19 ..) vgAS
- *<ἀφεδρῶνες>
- σέλλαι vgn σελλάρια gn σωτήρια vg ἀναγκαῖα
- *<ἀφεθῆναι>
- ἀπολυθῆναι AS
- *<ἀφειδήσας>
- μὴ φεισάμενος. καταφρονήσας, ἢ περιϊδών vgASn
- *<ἀφειδία>
- καρτερία (Coloss. 2,23) vgASn
- <ἀφεικνούμενος>
- παραγενόμενος
- *<ἀφείλαντο>
- ἀπεστέρησαν (Iob 24,10 ..) vgAS
- <ἀφεῖλεν>
- ἦρεν. ἔκοψεν (Matth. 26,51)
- <ἀφελής>
- ἀσινής. καθαρός. ὁλόκληρος, ὁ μήτε πλεονάζων μήτε δέων τι τοῦ σώματος. καὶ <πεδία ἀφελῆ>· τὰ σύνδενδρα (Ar. Eq. 524)
- <ἀφελγύνουσα>
- κακοῦσα
- <ἀφελλίαι>
- μέλανες ἀλφοί
- <ἄφελμα>
- τὸ κάλλυντρον (Hippon. 51,4)
- *<ἀφελομένη>
- ἐπάρασα AS
- *<ἀφέμενον>
- ἀποστάντα, ἀντιλέγοντα gASn
- <ἄφενος>
- ὁ ἐξ ἑκάστου ἐνιαυτοῦ πλοῦτος. ἢ ἄπενος, ὁ κεχωρισμένος πενίας
- *<ἄφενος>
- ὁ ἐνιαυσιαῖος καρπός· ἔνος γὰρ <ὁ> ἐνιαυτός vgASn [καὶ ἔνος ὁ ἐνιαυτός (Α 171 ..) S]
- *<ἀφέξει>
- ἀποστήσει ἢ ἀποκωλύσει vgAS ἢ ἀποσχήσει AS
- <ἀφέξομαι>
- ἀποστήσομαι (τ 489)
- [<ἄφεος>
- ἄφωνος]
- [<ἀφέρεμα>
- ἀνάθημα. δῶρον. ξένιον]
- <ἀφέριστα>
- ἄχρηστα
- *<ἀφέρτεροι>
- ἥσσονες An
- <ἀφερτέρους>
- πολὺ φερτέρους. ταχυτέρους (Ψ 311 v. l.)
- <ἀφέρτερος>
- ταχύτερος
- <ἄφερτος>
- ἀφόρητος
- *<ἀφέσθαι>
- ἀποσχέσθαι g
- *<ἄφεσιν>
- ὕσπληγα AS
- *<ἄφεσις>
- ἀπόλυσις (Act. ap. 13,38 ..) vgASn συγχώρησις n
- †<ἀφεστακέναι>
- ἀπεσταλκέναι
- *<ἀφέστατε>
- ἀφεστήκατε (Δ 340) (S)
- *<ἀφέστηκας>
- ἐμακρύνθης (Ps. 9,22) S
- *<ἀφεστηκώς>
- μακρυνθείς S
- <ἀφεστής>
- †ἀγαθός
- <ἄφετος>
- ἀφειμένος
- <ἀφ' Ἑστίας ἀρχόμενος>
- παροιμία. μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν περὶ τὰ ἱερὰ δρωμένων. ἔθος γὰρ ἦν τῇ Ἑστίᾳ τὰς ἀπαρχὰς ποιεῖσθαι
- <ἀφέτην>
- ἀφήκασιν (Λ 642)
- *<ἀφετηρία>
- ἀρχή g(ASn) [ἡγεμονία]
- <ἄφετοι>
- οἱ ἱεροὶ βόες. *καὶ [ἀπολελυμένοι (vgASn)
- *<ἀφέξομαι>
- παύσομαι n
- <ἀφεύς>
- ἀδύνατος
- <ἀφεψάλου>
- ἄνευ σπινθῆρος λαμπροῦ
- <ἀφέψειν>
- βάπτειν τρίχα
- <ἀφεψιασάμην>
- ἀφωμίλησα. Σοφοκλῆς Ἀντηνορίδαις (fr. 134)
- *<ἁφή>
- αἴσθησις SΣ χειρῶν, ἤγουν ψηλάφησις. ἢ χροιὰ λέπρας (Levit. 14,3 ..) vgAS
- *<ἀφηγεῖσθαι>
- διηγεῖσθαι vgASn
- <ἀφηγήμων>
- ὁ ἀφηγούμενος ὁδοῦ, ὁδηγός
- <ἀφηγητής>
- ὁμοίως
- †<ἀφήγουσα>
- μεταστρέφουσα
- *<ἀφῆκεν>
- ἐξέπεμψεν (Gen. 45,2 ..) S
- †<ἀφηκές>
- εὐηθές
- *<ἀφηλικεστέραν>
- νεωτέραν ASn
- *<ἀφῆλιξ>
- καταδεής AS, ἀτελὴς S τὴν ἡλικίαν ASn
- *<ἀφήμαρτεν>
- ἀπέτυχεν (Θ 319) ASn
- <ἀφ' ἡμείων>
- ἀφ' ἡμῶν (Ε 258)
- <ἀφήμενος>
- ἄποθεν καθήμενος (Ο 106)
- <ἀφημιάστους>
- ἀγροικίας
- <ἀφημίζεσθαι>
- ἀθερίζεσθαι
- <ἄφημοι>
- ἀνώνυμοι, ἀκλεεῖς
- <ἀφήμονες>
- ἄῤῥητοι. οὐκ ὀνομαζόμενοι
- <ἀφημοῦντας>
- ἀγροίκους
- (*)<ἀφ' ἡμῶν>
- ἄποθεν (Greg. Naz. c. 1,2,10,583)
- <ἀφήμως>
- ἐν κόσμῳ, ἡσυχῇ (Thuc. 3,104,5)
- <ἄφηνα>
- ἔκοψα
- <ἀφῆναι>
- τὸ τὰς ἐπτισμένας κριθὰς ταῖς χερσὶ τρῖψαι
- *<ἀφηνιάζετο>
- ἐχωρίζετο Sn
- *<ἀφηνιάσαντες>
- ἀποχωρισθέντες vgAS ἐκ μεταφορᾶς ἵππων ἁρμάτων AS
- *<ἀφηνιαστήν>
- ὑπερήφανον, ἀνυπότακτον AS
- †<ἀφηράαν>
- μακράν
- <ἀφῄρημαι>
- ἐστέρημαι
- <ἀφης>
- ἀδύνατος, †ἄλλος. ἢ ἐξ ἧς
- <ἁφήσασθαι>
- ἅψασθαι
- <ἀφητορεία>
- μαντεία
- <ἀφήτορος>
- προφητεύοντος. ἢ τοῦ τοξότου (Ι 404)
- <ἀφθίβορον>
- ὁ βορῶς ἐσθίων
- <ἄφθα>
- ἡ ἐν στόματι ἕλκωσις. καὶ <φθόη> δὲ τὸ αὐτό
- *<ἄφθιτον>
- ἄφθαρτον ASP θεῖον (Β 46)
- <ἀφθίτους γνώμας>
- ἀμετατρέπτους. Σοφοκλῆς Μυσοῖς (fr. 381)
- <ἀφθονία>
- *πλῆθος n καὶ ἀκακία
- <ἄφθονον>
- πολύ. καὶ πλούσιον
- <ἀφθόνους>
- τοὺς ἅλας
- <ἀφίας>
- βωμός
- *<ἀφῖγμαι>
- παραγέγονα (Eur. Tro. 58) vgASn
- <ἀφιγμένος>
- παραγεγονώς, *[παραγενόμενος (Eur. Alc. 772 ..) vgASn
- *<ἀμφιγύοισιν ἔγχεσι>
- δόρασι ἑκατέρωθεν ἐστομωμένοις (N 147 ..) AS
- *<ἀφιδήσας>
- ἀφροντιστήσας S
- <Ἄφιδνα>
- δῆμος τῆς Πτολεμαΐδος φυλῆς
- †<ἀφνιδρόν>
- ἀκοίμητον
- *<ἀφίδρυμα>
- ἱερόν vgS
- *<ἀφίει>
- ἀπέπεμπεν (Α 25) S
- <ἀφ' ἱερᾶς>
- οὕτως ἐλέγετο γραμμὴ [ἱερὰ] παρὰ τοῖς πεττεύουσιν
- <ἀφιερισμένα>
- περικεκαθαρμένα
- *<ἀφιερωμέναι>
- αἱ τῷ θεῷ ἀνακείμεναι S
- *<ἀφιέρωσε>
- τῷ θεῷ ἀνέθηκεν vgS
- <ἀφίζειν>
- ἀποκαθίζειν
- *<ἀφικάνει>
- παραγέγονεν (Ζ 388) S
- <ἀφ' ἱκετηρίας>
- ἐπὶ τῶν κατασπουδαζομένων καὶ λόγου τυγχα- νόντων οὕτως ἔλεγον
- *<ἀφίκετο>
- παρεγένετο (α 332) vgAS
- *<ἀφικνεῖται>
- παραγίνεται Sn
- <ἀφικμῶντο>
- ἀπεσείοντο. ἢ ἀπηλοῶντο
- *<ἀφικομένῳ>
- παραγινομένῳ v(g) AS
- <ἀφικόμην>
- ἀφῖγμαι (Eur. Or. 215)
- *<ἀφίκου>
- παραγενοῦ (Iob 11,7) vgSn
- *<ἀφῖκται>
- παραγέγονεν vgASn
- <ἀφικτόν>
- ἀκάθαρτον. μισητόν
- <Ἀφίκτορα>
- τὸν ἱκέσιον Δία (Aesch. Suppl. 1)
- <ἀφικτρός>
- ἀκάθαρτος. μιαρός
- [<ἀφίλης>
- καθαρός. ὑγίης. ὁλόκληρος]
- [<ἀφιλία>
- καρτερία]
- *<ἀφιλοικτίρμονες>
- ἀνελεήμονες v(g)
- *<ἀφιλότιμος>
- ταπεινός. παρὰ τὸ μὴ φιλεῖν τιμὴν <ἢ> ἡττᾶσθαι <δόξης> vgAS
- <ἀφινιάζει>
- ...
- *<ἀφίξεται>
- παραγενήσεται (Σ 270) vgASn
- *<ἄφιξις>
- ἔφοδος vg(n) παρουσία gP
- <ἄφιπποι>
- οἱ ἀπείρως ἔχοντες ἱππικῆς (Plat. rep. 1,335 c)
- <ἀφίστησιν>
- σταθμῷ παραδίδωσιν
- [<ἀφλάσαι>
- ἀπολέσαι]
- <ἄφλαστον>
- τὸ ἀκροστόλιον p τὸ ἄκρον τῆς πρύμνης, ἀποτετα- μένον εἰς ὕψος (Ο 717)
- <ἀφλετῆρες>
- μαστοί, θηλαί
- [<ἀφλοισβός>
- ἀφρὸς ὁ ἐκ ταραχῆς]
- *<ἀφλοισμός>
- ἀφρός (Ο 607) Sn
- <ἄφλους>
- ἄφλοιος
- <ἀφνίδια>
- ἀφνίδαν, ἄφνω
- *<ἀφνειός>
- πλούσιος (Ε 9) vgSn
- <ἀφνός>
- ἐξαίφνης
- <ἀφνύει, ἀφνύνει>
- ὀλβίζει
- *<ἄφνω>
- ἐξαίφνης S αἰφνιδίως (Prov. 1,27) Sn
- *<ἄφοδος>
- ἀποχώρησις n ἐπὶ τὸ ἀφοδεῦσαι
- <ἀφόδιοι>
- ἐχθροί
- <ἀφοίβατον>
- ἀκάθαρτον. Αἰσχύλος Νεανίσκοις (fr. 148)
- <ἀφοιδεῖν>
- μὴ φροντίζειν
- <ἀφοίνους>
- <ἀ>φόνους. ὑγιεῖς
- [<ἀφοισμός>
- ἀφρός]
- <ἀφόπλισον>
- ἀπόδυσον
- <ἀφοπλίζειν>
- ἀφαιρεῖσθαι ...
- <ἀφοπλίττονται>
- ἀπολύονται στρατείας
- *<ἀφόρητον>
- ἀβάστακτον vgSn ἀνυπομόνητον (2. Macc. 9,10?)
- *<ἀφορήτως>
- δεινῶς, ἀβαστάκτως (g) S
- <ἀφορίαν>
- ἀκαρπίαν
- [<ἀφόριος>
- θρασύς. ἄπιστος]
- *<ἀφωρισμένος>
- ἐκλελεγμένος, διακεκριμένος (Rom. 1,1) n
- <ἄφορκος>
- θρασύς. ἄπιστος
- <ἀφορμή>
- ἡ νῦν <ἐνθήκη> λεγομένη. Ἀριστοφάνης· μέλλει δὲ πέμπειν [τοὺς] εἰς ἀφορμήν <τοὺς - > (fr. 724) *ἢ πρόφασις. ἢ αἰτία. vgSn
- <ἄφοροι>
- ἀσύλητοι
- <ἀφόρτιον>
- ἄχρηστον. ἀκάθαρτον
- *<ἀφορολόγητον>
- φόρον μὴ τελοῦν (3. Esdr. 4,50) vgS
- <ἄφορτος>
- οὐκ ἠγμένος τὴν Λυκουργείαν ἀγωγήν
- *<ἀφορῶντες>
- ἀποβλέποντες (Hebr. 12,2) (vg) S
- <ἄφος>
- ἡ τραγάκανθα
- *<ἀφοσιούμεθα>
- τὸ ὅσιον ποιούμεθα gSn
- *<ἀφοσιούμενοι>
- ἐν ὑποκρίσει gSn θωπεύοντες S τιμῶντες Sn
- *<ἀφοσιούμενος>
- πληροφορῶν gS ποιήσας τὴν ὁσίαν (Hdt. 4, 154,4) gSn
- *<ἀφοσιοῦν>
- καθαίρειν S
- <ἀφοσιοῦσθαι>
- ἀποκαθαίρεσθαι
- <ἀφοσιώματα>
- καθάρματα, καθάρσια.
- *<ἀφοσίωσις>
- <θυσία, καθιέρωσις> p
- <ἀφοσιωμέναι>
- ἀνόσιαι. ἄποθεν τοῦ ὁσίου γεγενημέναι. Σοφο- κλῆς Θυέστῃ β# (fr. 232)
- *<ἀφοσιούμενοι>
- τιμῶντες wΣ
- <ἀφοσιώσεται>
- ἀπάρξεται ὁσίας χάριν
- <ἀφ' οὗ γοῦν μνῆστις>
- ἀφ' οὗ μέμνημαι
- *<ἁφόωντα>
- ψηλαφῶντα (Ζ 322) S
- *<ἀφραίνεις>
- μωραίνεις. παραφρονεῖς (Η 109) S
- *<ἀφραίνοντι>
- παρανοοῦντι. ἀσυνετοῦντι S
- <ἀφραδέα>
- [ἐχθρά, πολέμια] †ἀδιαμέλητα. μωρά
- <ἀφραδέες>
- ἀδιανόητοι (λ 476)
- *<ἀφραδέοντι>
- παρανοοῦντι (Ι 32) S(s)
- <ἀφραδέουσιν>
- ἀφρονεύονται (η 294)
- <ἀφραδέως>
- ἀνεπιστημόνως. *ἀπείρως gS ἀδιανοήτως (Γ 436) vgSP
- <ἀφραδίῃ>
- ἀπειρίᾳ. ἀμηχανίᾳ (Β 368)
- <ἀφραδίῃσι>
- μωρίαις, ἀνοίαις, ἐξηχίαις (Κ 122 ..)
- <ἄφρακτος>
- ἀφύλακτος. Σοφοκλῆς Αἴαντι μαστιγοφόρῳ (910)
- <ἀφράκτους οἰκήσεις>
- τὰς μὴ ἐχούσας περιβολάς (Thuc. 1,6,1)
- <ἀφράδμων>
- ἀσύνετος. ἀμαθής. Σοφοκλῆς Τριπτολέμῳ (fr. 556)
- [<ἀφράσμων>
- ἀσύνετος]
- <ἀφράσσει>
- ἀσυνετεῖ
- <ἄφραστον>
- ἀπρονόητον, ὥστε μηδένα νοῆσαι. *ἀνεκλάλητον SP ἀνεκδιήγητον, ὃ μὴ φράζεται. ἄλεκτον (Eur. Hipp. 820) vgSn
- <ἀφραττίας>
- ἰσχυρός. Κρῆτες
- †<Ἄφραττος>
- ἡ Ἑκάτη, παρὰ Ταραντίνοις
- *<ἄφρεον>
- ἤφριζον n ἵδρουν (Λ 282)
- *<ἀφρήτωρ>
- φρατρίαν οὐκ ἔχων S οἷον συγγένειαν (Ι 63)
- <ἀφρίους>
- ἀθέρας
- <ἀφρῖνον>
- τάλαρον. †τῶν ἐκ τῶν ἑλκυσμάτων τῶν ἐρίων
- <ἄφρις>
- μύρτον
- <ἀφροδισία ἄγρα>
- Σοφοκλῆς Δανάῃ (fr. 169). "†γόνοιον μήλων καὶ ἀφροδισίαν ἄγραν" οἱ μὲν τοὺς πέρδικας, οἳ δὴ πρὸς τὸν καθαρμὸν ἁρμόζουσιν (τῇ δὲ θηλείᾳ παλεύοντες αἱροῦσιν αὐτούς), κακῶς δέ· χοίρῳ γὰρ καθαίρουσι καὶ ἀρνίῳ, ἀλλ' οὐ πέρδικι. λέγει οὖν τὴν τῶν συῶν διὰ τὸ καταφερὲς εἶναι τὸ ζῷον πρὸς συνουσίαν. <Καπρᾶν> γέ τοι καὶ <κάπραιναν> ἀπὸ τούτου. Δύναται δὲ καὶ τὴν τῶν αἰγῶν γονὴν δηλοῦν. καὶ γὰρ καὶ τοῦτο τὸ ζῷον λίαν ἐπτόηται πρὸς τὰ ἀφροδίσια· ὥστε καὶ εἰς ἑαυτὸ ὑβρίζειν
- <ἀφροδισιάζεσθαι>
- γυναικίζεσθαι
- <Ἀφροδίτη ψίθυρος>
- ...
- <Ἀφροδίσιον>
- Ἀφροδίτης ἄγαλμα, *ἢ Ἀφροδίτης ἔργον vgS
- <ἀφροδίσιος ὅρκος>
- παροιμία, ἣν καὶ ἀναγράφουσιν· <Ἀφρο- δίσιος ὅρκος οὐ δάκνει>· πρῶτος δὲ Ἡσίοδος (fr. 187 Rz.) ἔπλασε τὰ περὶ τὸν Δία καὶ τὴν Ἰώ. Ὤμοσεν, ἀλλὰ <λέγουσιν> ... (Callim. ep. 25,3)
- <<Ἀφροδίτης>·> περὶ μὲν τῆς θεοῦ Ἀφροδίτης· "ἐϋστεφάνου τ' Ἀφροδίτης" (θ 267), ἐπὶ <δὲ> τῆς συνουσίας· "καὶ ἐκλελάθοιντ' Ἀφροδίτης" (χ 444)
- <Ἀφρόδιτος>
- Θεόφραστος μὲν τὸν Ἑρμαφρόδιτόν φησιν, ὁ δὲ τὰ περὶ Ἀμαθοῦντα γεγραφὼς Παίων εἰς ἄνδρα τὴν θεὸν ἐσχηματίσθαι ἐν Κύπρῳ λέγει
- <ἀφρονῆσαι>
- ἄφρονα γενέσθαι
- <ἀφρόν>
- κυρίως θαλάσσιον. καὶ ἀφρῶδες δὲ διαχώρημα, ὡς Ἀριστοφάνης (Lys. 1258)· πολὺς †δέμας κατὰ τὴν ...
- *<ἀφροντιστεῖν>
- ἀμελεῖν S
- <ἀφροντιστίας>
- ἀμελείας
- [<ἀφρός>] *ἄφρων
- μωρός n ἄνους (Eur. Med. 885) S
- <ἀφύα>
- μεμβράς
- <ἀφυδραίνεσθαι>
- περιῤῥαίνεσθαι. ἀπολούεσθαι (Eur. Ion 97)
- <ἀφύει>
- ἀπολευκαίνεται, καὶ ὥσπερ ἀφύης χρῶμα ἴσχει (Hippocr. aff. int. 40)
- <ἄφυζε>
- ἀπόλαβε
- <ἀφύη>
- τὰ μικρὰ ἰχθύδια
- *<ἀφυής>
- δυσχερής vgS
- *<ἄφυκα>
- ἀκαλλώπιστα· παρὰ τὸ μὴ ἔχειν φυκάριον vgSPn ὃ βάλλουσιν αἱ γυναῖκες Sn πρὸς φιλοκαλίαν. ῥοιδάριον S
- *<ἀφύκτοις>
- οἷς οὐκ ἔστιν ἐκφυγεῖν (Eur. Hipp. 1422) vgSPn
- <ἄφυκτον>
- *ἄφευκτον S ἀνεξάλειπτον (Eur. Med. 634)
- <ἀφύκτως>
- ἀνεξαλείπτως
- <ἀφύλλοις>
- ξηροῖς (Β 425) (p)
- <ἀφύλλου στόματος>
- ἄνευ ἱκετηρίας. Εὐριπίδης Ὀρέστῃ (383)
- <ἀφύλλωτον πέτραν>
- ἄπορον. ἄδενδρον. οἷον λεωπετρίαν. Σοφοκλῆς Ἰοβάτῃ (fr. 276)
- <ἄφυλλον>
- λεῖον. ξηρόν. ἄνοζον. ψιλόν
- <ἄφυλλος αὐχήν>
- οἱ δὲ ἄτρακτον
- *<ἀφύξειν>
- ἀπαντλήσειν (Α 171) Sn
- <ἀφυπνίσας>
- ἀφύπνισεν· ...
- <ἅφυρσιν>
- ἀκαθαρσία<ν>
- *<ἀφυσγετόν>
- συρφετόν (T)S(n) ἀκαθαρσίαν S(n) κόπριον [συρφετόν] (Λ 495)
- *<ἀφυσσάμενοι>
- ἀντλήσαντες (Γ 295) S
- <ἄφυσσαν>
- τὴν κοτύλην <παρὰ> Ταραντίνοις
- <ἀφύσσειν>
- [ψηλαφᾶν]. ἀπαρύεσθαι, ἀπαντλεῖν
- <ἀφύσσων>
- *ἀπαντλῶν gn ἐκχέων (Α 598)
- <ἀφύστα>
- κοτύλη. στάμνος
- <ἀφυτρίς>
- ἀρύταινα
- <ἀφύων τιμή>
- τὸ ἔλαιον, ἐπεὶ ἐν τούτῳ ἕψονται (Ar. Ach. 640). λέγουσι δὲ Ἀττικοὶ πληθυντικῶς <τὰς ἀφύας>, ἑνικῶς δὲ οὐδέποτε· λέγουσι δὲ καὶ αὐτὰς <ἀφρὸν> διὰ τὴν λευκότητα
- <ἀφωσιωμένε>
- ἄποθεν τοῦ ὁσίου ἀφωρισμένε ...
- <Ἀχαία>
- ἐπίθετον Δήμητρος. ἀπὸ τοῦ περὶ τὴν Κόρην ἄχους, ὅπερ ἐποιεῖτο ἀναζητοῦσα αὐτήν. Λάκωνες δὲ ἀγαθά. οἱ δὲ [ἔρια p μαλακά
- [<ἀχαίας>
- λύπας]
- <Ἀχαΐδα γαῖα<ν>>
- ἡ τῶν Ἑλλήνων γῆ (Η 124)
- <ἀχαΐζειν>
- ἑλληνίζειν
- <Ἀχαιμένης>
- Πέρσης, ἀπὸ Ἀχαιμένους βασιλέως· καὶ <Ἀχαι- μενίδαι> αἱ Περσεῖδαι
- <ἀχαιῖναι> <καὶ <σπαθίναι>>
- ἐλάφων ἡλικίαι
- <ἀχαίνει>
- σαίνει. [παίζει (S) κολακεύει
- <Ἀχαιοί>
- οἱ Ἕλληνες S κυρίως δὲ <Ἀχαιοὶ> οἱ κατοικοῦντες μέρος τι τῆς Πελοποννήσου, τὴν καλουμένην Ἀχαΐαν (Α 22 ..)
- <ἀχαιομάντεις>
- οἱ τὴν τῶν ... θεῶν ἔχοντες ἱερωσύνην ἐν Κύπρῳ
- *<Ἀχαιοῖς>
- τοῖς Ἕλλησιν (Α 2) n
- <Ἀχάζ>
- κατάσχεσις
- <ἀχανά>
- κλήματα s
- <ἀχάνας>
- τινὲς μὲν Περσικὰ μέτρα. Φανόδημος (fr. 19 J.) δὲ κίστας, εἰς ἃς κατετίθεντο τοὺς ἐπισιτισμοὺς οἱ ἐπὶ θεωρίας [ἰόντες οἱ εἰς θεοὺς] στελλόμενοι (Ar. Ach. 108)
- <ἀχάλκευτα τρύπανα>
- τὰ φρύγια πυρεῖα. Σοφοκλῆς Φινεῖ β#ῳ (fr. 642)
- *<ἀχανεῖ>
- ἀνανοίκτῳ (Sap. 19,17) gS
- *<ἀχανές>
- ἡπλωμένον gSPn
- <ἀχάνη>
- μέτρον σίτου ἐν Βοιωτίᾳ, χωροῦν μεδίμνους με#
- <ἀχανής>
- ἄφθογγος. *ἄφωνος vg μὴ ἀνοίγων στόμα
- [<ἀχανόωσαν>
- ἐπιθυμοῦσαν]
- *<ἀχαρές>
- λυπηρόν vgS
- <ἀχάριστα>
- ἀγνώμονα
- <ἀχάριστα>
- ἀχαρίστως, ἢ ἄνευ χάριτος (θ 236)
- <ἀχαριστεῖν>
- μὴ χαρίζεσθαι
- <ἀχαρίστερον>
- ἀχαριστότερον "δόρπου δ' οὐκ ἄν πως ἀχαρί- στερον" (υ 392) οἱ δὲ λυπηρότερον
- <ἀχάρνα>
- εἶδος ἰχθύος
- <Ἀχάρνη>
- δῆμος τῆς Ἀττικῆς. <Ἀχαρνικαὶ πύλαι> Ἀθήνησιν
- <Ἀχαρνικοὶ ὄνοι>
- ἐπὶ τῶν μεγάλων οὕτως ἔλεγον
- *<ἄχεα>
- λύπη (Γ 412 ..) Sn
- *<Ἀχαιΐς>
- γυνή (Β 235) vgSn
- <ἄχεϊ προτραπέσθαι>
- τῇ λύπῃ ὑπεῖξαι, καὶ οἷον ὑποχωρῆσαι (Ζ 336)
- <ἄχειλον>
- ἄτροφον. πολύχορτον
- <ἀχείμαστον>
- ἀτάραχον (Aesch. Suppl. 136)
- *<ἀχείρωτος>
- ἀπόρθητος SPn ἀήττητος, ἀνίκητος vgS. <Χειροῦ- σθαι> γὰρ λέγεται νικᾶσθαι S
- <ἀχέλιον>
- τὸ λεπτομερές <τῶν ἀχύρων>
- <ἀχέλουρις>
- [τῶν ἀχύρων] ποίμην τις, παρὰ Ταραντίνοις
- *<Ἀχελῷος>
- ποταμὸς Ἀκαρνανίας vgS καὶ πᾶν ὕδωρ οὕτως λέγεται (Φ 194) Sn
- <ἄχεος νεφέλη>
- περιφραστικῶς λύπη (Ρ 591)
- *<ἄχερδος>
- ἄκανθα ποιά S "καὶ ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ, (ξ 10)
- †<ἄχερλα>
- ἰχθὺς ποιός
- *<ἀχερούσια>
- ὕδατα S ἑλώδη
- <ἀχερωΐς>
- δένδρου γένος ἀκάρπου. λεύκη (Ν 389) (S)
- *<Ἀχέρων>
- ποταμὸς ἐν ᾅδου (κ 513) g
- †<ἄχεται>
- στυγεῖ. μέμφεται
- <ἀχέτας>
- ὁ τέλειος, καὶ φωνήεις
- *<ἀχέτης>
- ὁ ἄῤῥην τέττιξ, ὁ λαλίστερος S
- *<ἀχεύων>
- λυπούμενος (Ε 869) Sn
- <ἀχήν>
- ἄπορος
- *<ἀχηνεῖς>
- κενοί S
- <ἀχῆνες>
- πένητες
- <ἀχηνία>
- ἀπορία (Ar. fr. 20) gS ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν. καὶ οἱ πένητες <ἀχῆνες>· τινὲς δὲ ὅτι τὰ κενὰ ἠχεῖ
- <ἀχείμονα>
- ἁγνήν
- <ἀχειρές>
- ἀχρεῖον
- <ἄχηρον>
- ἀχράδα. Κρῆτες
- <Ἀχηρώ>
- ἡ Ἀχηρὼ καὶ Ὠπὶς καὶ Ἐλλήγηρις καὶ Γῆ καὶ Δημήτηρ ἡ αὐτή
- <ἀχητεῖς>
- ἀζήτητοι. ἀσύνετοι. ἄποροι
- <ἄχθεος>
- βάρους
- †<ἄχητι>
- λυπήθητι
- <Ἀχθεία>
- ἡ Δημήτηρ, μυστικῶς
- *<ἄχθεσθαι>
- βαρεῖσθαι n
- *<ἄχθεται>
- λυπεῖται gSn
- [<ἄχθη>
- ἀκαθαρσία. ἀφρὸς θαλάσσης]
- <ἀχθηδόνα>
- λύπην. ὀδύνην. βάρος (Thuc. 4,40)
- <ἀχθηρές>
- λυπηρόν
- *<ἀχθίσας>
- γομώσας AS ἤγουν πληρώσας
- <ἀχθηφόρος>
- νωτοφόρος. βάρη φέρων
- <ἀχθεινόν>
- ἐπίπονον. ὀδυνηρόν (Eur. Hec. 1240)
- *<ἀχθομένη>
- βαρυνομένη (Ε 354) S
- *<ἀχθόμενος>
- βαρούμενος. λυπούμενος ASn
- *<ἄχθος>
- λύπη. βάρος (Μ 452 ..) gSPn
- <ἀχθών>
- κορμὸς ἐκ †λιπαροῦ †δαδίου. Λάκωνες
- <ἇχι>
- ὅπου. *ἢ χόρτῳ χλωρῷ (Sirac. 40,16) AS
- [<ἀχιά>
- ἔρια μαλακά]
- [<ἀχίκητα>
- ἀκατάληπτα S]
- <Ἀχίλλειον πλάκα>
- τὴν Ἀχιλλέως νῆσον, τὴν Λεύκην λεγο- μένην (trag. ad. 202) <εἰσὶ δὲ καὶ <Ἀχιλλέως δρόμοι> περὶ ταύτην τὴν νῆσον>
- <Ἀχιλλείων>
- Ἱππεῦσιν Ἀριστοφάνης (819) καὶ Σοφοκλῆς Σκύθαις (fr. 507) Ἀχιλλείων, ἔνιοι δὲ τῶν λευκῶν. τινὲς δὲ σπόγγον φασί, οἷς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀποψῶνται
- †<Ἀχινάων>
- τῶν Ἐχινάδων (Β 625)
- †<ἀχληρόν>
- ἀπεχθές
- <ἀχλιδιᾶν>
- θρύπτεσθαι
- [<ἀχλύμενος>
- λυπούμενος]
- *<ἀχλύν>
- σκοτίαν AS καὶ ἀορασίαν (Ε 127) S
- *<ἀχλυοέσσης>
- σκοτεινῆς (Greg. Naz. c. 2,1,1,206) S
- <ἀχλύς>
- ἡ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς λεπτὴ ὕλη. *ὀμίχλη. σκοτία. ἀμ- βλυωπία (Act. Ap. 13,11) vgAS
- *<ἄχνα>
- ἄχυρα gAS λεπτά (Ε 499) g, ἀποβράσματα (Ο 626) AS
- <ἀχνάζει>
- ἄχθεται, μισεῖ, ψέγει
- <ἄχναν>
- τὴν †οἴκησιν. καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ σίτου λεπτὴν καλάμην
- <ἄχνη>
- τὸ ἄχυρον "ὡς δ' ἄνεμος ἄχνας φορέῃ" (Ε 499) ἄχνη δὲ καὶ *[ὁ ἐπιπολάζων S ἀφρὸς vgn τῷ κύματι S τῆς θαλάσσης g
- [<ἄχνημος>
- νῆστις]
- <ἄχνην Λυδῆς κερκίδος>
- Σοφοκλῆς Αἰχμαλώτοις (fr. 42) <Ἄχνην> τὸ ἄκρον, κατὰ τὴν ἐργασίαν ἄκρως ἔχον, ἢ ἀπὸ τῆς θαλασσίας ἄχνης· [ἔστι γὰρ λαμπρὰ καὶ διαφανής. γράφεται δὲ καὶ ἴχνη]
- <ἄχνη πυρός>
- ὁ καπνός (Aesch. fr. 336) καὶ Ἀριστοφάνης (Vesp. 92) οὕτως <ἄχνην ὕπνου>. ὁ δὲ Ἱπποκράτης (Vect. 2?) <τοῦ λίνου ἄχνη>· δηλοῖ δὲ καὶ τὸ λεπτὸν ξύσμα.
- †<ἀχνητόν>
- δαψιλές. ἄφατον. πολύ. ἄφθονον
- <ἄχνυλα>
- κάρυα. Κρῆτες
- *<ἀχνύμενος>
- λυπούμενος (Α 102 ..) AS
- <ἀχνῶδες>
- ἄχνῃ ὅμοιον
- <ἄχολον>
- ἀποσκευαζόμενον τὴν ὀργήν. κωλυτικὴν ὀργῆς δύναμιν ἔχον "νηπενθές, ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων" (δ 221)
- <ἄχορα>
- τὰ πίτυρα. ἔνιοι δὲ κρανίον
- <ἀχώρητος>
- ὁ μὴ χωρούμενος
- <ἀχώριστος>
- ὁ μὴ χωριζόμενος
- *<ἀχόρους>
- κακοχόρους (Eur. Andr. 1037 v. l.) vgASn
- <ἀχόρταστος>
- ἄπληστος
- *<ἄχος>
- λύπη vgAS
- <ἄχουσα>
- κραυγάζουσα (Ι 567)
- <ἀχράδα>
- ἄπιον (p) καὶ βοτάνη
- <ἀχραδαμύλα>
- ὁ κοχλίας. Ταραντίνοις
- <ἀχράδας>
- τοὺς ἀπίους
- <ἀχράδα>
- ἄπιον Λάκωνες
- <ἀχραδῖναι>
- ζῶά τινα [καὶ] ξυλοφάγα
- [<ἀχρανές·] *ἄχραντον>· ἀμόλυντον n καθαρόν, Pn ἀμίαντον. ASPn <Χραίνειν> γάρ ἐστι τὸ μιαίνειν AS
- <ἄχρατοι>
- οἱ πολέμιοι
- <ἀχρέα>
- βλάσφημον. ἄμορφον. ἀχρεῖον. λυπηρόν
- <ἀχρεῖον ἰδών>
- εἰς οὐδεμίαν χρείαν ἐμβλέψας. σκυθρωπάσας, καὶ διαστρέψας τὴν ὄψιν B 269 καὶ ἐπὶ τῆς Πηνελόπης· "ἀχρεῖον δ' ἐγέλασε" (σ 162) τὴν μὴ ἀπὸ γνώμης γελῶσαν δηλοῖ
- <ἀχρήματον>
- ἀδάπανον. Σοφοκλῆς Σκυρίοις (fr. 516)
- <ἀχρημοσύνη>
- πενία. ἔνδεια. ἀπορία (ρ 102)
- <ἀχρήεις>
- μάταιος. ἐλαφρός. ἄχρηστος
- <ἀχρήϊστον ὄλεθρον>
- μέχρι τοῦ ἐσχάτου καὶ ἀπεράντου
- <ἄχρηστος>
- ὁ μὴ χρηστηριασάμενος
- <ἀχρήμων>
- πένης s καὶ αὐτάρκης
- <ἄχρις ἀπηλοίησεν>
- παντελῶς ἀπέκοψεν (Δ 522)
- *<ἄχρι, ἄχρις>
- μέχρι. ἕως. vgASn
- *<ἄχριον>
- ἄχριστον n
- †<ἀχρισατέες>
- ἀληθές
- <ἀχροΐην>
- ὁμόχροιαν, καὶ συγχρωματισμόν
- <ἄχρονον>
- τὸ μὴ ἀρξάμενον ἀπὸ χρόνου S
- *<ἀχρονοτριβές>
- σύντομον. ταχύ. παρὰ τὸ μὴ τετρῖφθαι ἐν χρόνῳ, ἢ χρόνον πολὺν διατρῖψαι AS
- <ἄχροοι>
- πυῤῥαὶ ἡμίονοι
- [.. ἄχροον, πονηρόν. Λακωνόθον]
- <ἀχύνετον>
- πολύν S
- *<ἀχυρμιαί>
- τόποι, εἰς οὓς τὰ ἄχυρα ἐκπίπτει gS λικμώμενα (Ε 502) g
- <ἄχυρος>
- ὁ ἀχυρών. ἀχυροδόκη. ἀποθήκη τῶν ἀχύρων
- <ἀχώνευτον>
- ἄκαυστον
- <ἀχῶρα>
- "τὸν ἀχῶρα." εἴρηται δὲ τὸ πιτυρῶδες <τῆς> κεφαλῆς p
- <ἄχωρος>
- ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ μήτε τάξιν βίου μήτε κατάστασιν οἰκίας ἔχων
- *<ἄψ>
- πάλιν. vgASn εἰς τὰ ὀπίσω. ἐκ δευτέρου A6o gSn
- †<ἀψάκειν>
- ἀποτυχεῖν S
- †<ἄψαλα>
- ἀψοφητὶ πορεύεται
- <ἀψάλακτος>
- ἀκίνητος. ἀψηλάφητος. ἀκράτητος. Σκύθαις Σοφο- κλῆς (fr. 89)
- <ἀψάμαθον>
- ἄψ<αμμ>ον
- <ἅψασθαι>
- ἀναφθήσεσθαι· "ἅψασθαι, χλωρός περ ἐών" (ι 379)
- <ἁψάσθην>
- ἐπελάβοντο· "χειρῶν ἁψάσθην" (Κ 377)
- *<ἄψαυστον>
- ἀπροσπέλαστον vgAS ἀνέπαφον (n) ἀψηλάφητον
- *<ἄψ ἀπιών>
- πάλιν ὑποστρέφων (Κ 289) s(p)
- <ἂψ αὖθις>
- πάλιν ἐκ δευτέρου (Θ 335)
- <ἂψ δέ>
- πάλιν δέ (Μ 390)
- <ἅψεα>
- αἱ συναφαὶ τῶν μελῶν. οὐχὶ τὰ μέλη (δ 794) Sh
- <ἄψεκτον>
- ἄμωμον, ἄμεμπτον [ἀψευδές]
- †<ἀψελές>
- ὑγιές S
- <ἄψερον>
- ὕστερον S πάλιν
- <ἀψεφές>
- ἀφρόντιστον. Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ (fr. 630)
- <ἀψεφέων>
- ἀμελῶν (S)
- <ἀψηλάφητον>
- ἀνέπαφον
- <ἄψητος>
- ἀνυπότακτος p
- <ἄψηφον>
- πολύ. μέγα. ἰσχυρόν
- <ἀψίαι>
- ἑορταί. S Λάκωνες
- <ἁψῖδες>
- τὰ κύκλα τῶν τροχῶν. αἱ περιφέρειαι. *ἢ καμάραι vgAS
- <ἁψίκορον>
- ἄπλησμον. ἢ ἅμα τῷ ἅψασθαι κορεννύμενον καὶ ταχέως <πληρούμενον>
- *<ἁψίκορος>
- καματηρός. S ταχέως ὀλιγωρῶν, καὶ κόρον λαμβά- νων AS
- *<ἁψικόρως>
- εὐμεταβλήτως (vg) AS
- <ἄψιλον>
- ἄπτερον S ἢ πολύπτερον
- *<ἁψιμαχία>
- συναφὴ μάχης vgASn
- <ἁψίμαχος>
- ἐπίμαχος. ἐπίφορος μάχης
- *<ἁψιμεσία>
- πρὸς ὀλίγον διαφορά gAS
- <ἀψίον>
- τὸ πρόσωπον
- [<ἀψίορ>
- μέγα. πλατύ. πολύ. ἰσχυρόν S]
- <ἁψῖσι>
- συναφαῖς (Ε 487)
- *<ἁψῖσι λίνου>
- ἅμμασιν gSn ἀπὸ τῆς συναφῆς (Ε 487)
- <ἂψ ἴτω>
- ἐπανίτω
- <ἁψός>
- θηρίον τι κατεσθίον ἀμπέλους S
- <ἄψοῤῥον>
- ὀπισθόρμητον (Δ 152) (vgAn)
- <ἄψοῤῥον>
- παλινόρμητον, *ἐξ ὑποστροφῆς AS
- <ἀψοῤῥόου>
- ἀνάπαλιν [ῥέοντος gS ταχυῤῥόον (Σ 399) A
- <ἀψοφητί>
- ἠρέμα. ἡσύχως vgA Κόλακι (Men. fr. 298) vg
- <ἀψόφητος>
- ἄνευ κραυγῆς
- <ἀψυθές>
- ἀληθές, S οὐ ψευδές
- <ἀψυχίη>
- λειποθυμία
- <ἄψυχον>
- εἴδωλον μὴ ἔχον ψυχήν
- <ἄψυχος>
- δειλός. καὶ ὁ τῶν Πυθαγορικῶν <βίος>
- <ἅψω>
- προσεγγίσω. δήσω. Κρατῖνος (fr. 390)
- a) <ἀῶ>
- ὑγεία. b) *<<ἀῶ>>· ἡμέραν Sn
- <ἀωδυνεῖν>
- ἀπονεῖν. ὑγιαίνειν
- <ἀώϊος>
- πρωϊνός, [ὀρθρινός n
- <ἀώλυπον>
- τὸ οὐκ ἀπολλύμενον
- <ἀών>
- ἰχθὺς ποιός
- <Ἄωοι>
- θεοὶ οἱ ἐκ Δρόμου μετακομισθέντες εἰς Σαμοθράκην νῆσον. καὶ Κίλικες ἀπὸ Ἀώου τοῦ Κεφάλου <ἢ> τοῦ παραρέοντος ποταμοῦ
- *<ἀωρεῖν>
- ὀλιγωρεῖν. ἀπειθεῖν n ... φυλάσσειν
- <ἀώρησις>
- κρέμασις Sp
- *<ἀωρία>
- σκοτία. μεσονύκτιον. ἄπρακτος ὥρα (Ps. 118,147) vgAS
- <ἄωροι>
- εἰ μὲν δασέως γράφεται τὸ ω ὠμοί, <ὥριμοι> γὰρ οἱ πέπειροι· εἰ δὲ ψιλῶς [ἀφύλακτοι S βέλτιον δὲ μὴ δυνάμενοι ὀρούειν· ἐνεῤῥίζωται γὰρ ταῖς πέτραις ἡ Σκύλλα S καθάπερ οἱ κοχλίαι (μ 89)
- [<ἀώριοι>
- ὠμοί. ἄγριοι. σκληροί]
- *<ἄωρον>
- ἀπρεπές. vgASn ἄχαρι. ἄκαιρον. AS ἄμορφον n
- *<ἄωρτο>
- ἐκρέματο (Γ 272) vgAS
- *<ἀωτεῖτε>
- ἀπανθίζετε S τὸν ὕπνον (Κ 548) p
- *<ἀωτεύειν>
- [ἀπανθίζεσθαι] <ὑφαίνειν> vgAn
- <ἄωτοι>
- ὦτα μὴ ἔχοντες
- *<ἄωτον>
- ἐρίου S ἄνθος vgAS "ἀώτου θεσπεσίοιο" (Ι 657) ἐρίου θείου. <Ἄωτον> γὰρ τὸ ἄνθος
- †<ἀωτόρ>
- παρήρτητο (Γ 272) n
- <ἄωτος>
- τὸ ἄνθος, n ἀρσενικῶς. ἢ [μὴ ἔχων ὦτα p
- <ἀωτοῦσιν>
- ἀνθοῦσιν p
- *<ἀωτεῖς>
- ἀπανθίζεις. κοιμᾷ. (Κ 159) gp