Τρελαντώνης
Συγγραφέας:
ΙΒ'. Η βάρκα


Φυσούσε μελτέμι δυνατό. Σκυμμένος στο παράθυρο κοίταζε ο Αντώνης τις βάρκες, δεμένες στην ακρογιαλιά, που χόρευαν στα κύματα τεντώνοντας τα σκοινιά τους, σα να ήθελαν να τα κόψουν και να ξεφύγουν στο πέλαγος.

Είχε τελειώσει το βιβλίο που του είχε δανείσει ο Μαξ, Η Μικρά Καλύβη του Δάσους, και δεν είχε άλλο πρόχειρο. Η Αλεξάνδρα μελετούσε σκάλες στο πιάνο, ο Αλέξανδρος, σαν κορίτσι, έκοβε κυρίες από παλιά φιγουρίνια της θείας, και η Πουλουδιά βρήκε την ώρα να βγάλει την άσχημη κούκλα της, μια Αραπίνα με προβατίσια μαύρα μαλλιά και χρυσές φούσκες γύρω στο λαιμό της, και να παίζει μαμά και μωρό.

Τι κουταμάρες, Θεέ μου, και τι έλλειψη φαντασίας που πρέπει να έχει ένα κορίτσι, για να διασκεδάζει πασπατεύοντας ένα κούτσουρο, με πορτσελανένιο κεφάλι και προβιά για μαλλιά! Δυο τρεις φορές την είχε φωνάξει, μ' αυτή πείσμα, να παίζει με την Αραπίνα της! Την είχε κοροϊδέψει, της είχε πει πως ήταν φρικτό το φόρεμα της κούκλας της, κόκκινο και κίτρινο.

- Τι γούστο, αλήθεια, αυτουνού που την αγόρασε!

- Μου τη χάρισε ο θείος ο νονός μου, κι έχει πολύ γούστο ο αδελφός της μαμάς μου! αποκρίθηκε η Πουλουδιά που άλλη φορά είχε παραδεχτεί πως ήταν πολύ άσχημο το φόρεμα της κούκλας της, μα που τώρα, λέει, άλλαξε γνώμη.

Της είπε πως οι χρυσές φούσκες του λαιμού της την έκαναν σαν καμπούρα. Μα και αυτό δεν το παραδέχθηκε η Πουλουδιά. Και στο τέλος κάκιωσε και δεν του απαντούσε πια. Και κοίταζε ο Αντώνης τις βαρκούλες που ανεβοκατέβαιναν λοξά, σα στραβόλαιμιασμένες, απάνω στα κύματα που σπούσαν και βροντούσαν στα χαλίκια, και θυμούνταν τον Σεβάχ το Θαλασσινό, που σε αμέτρητες βρέθηκε φουρτούνες, που καραβοτσακίστηκε και θαλασσοπνίγηκε τόσες φορές, και όλο τα 'βγαζε πέρα και δεν πνίγουνταν ποτέ.

- Να, επιστρέφει κιόλα η ατμάκατος του κυρίου Μακρονησιώτη! είπε σκύβοντας έξω από το παράθυρο.

Κανένας δεν του αποκρίθηκε.

Κοίταξε ο Αντώνης την ατμάκατο που σα σαΐτα έκοβε τα κύματα, ακίνητη, στερεά, και την εσύγκρινε με τις δεμένες βαρκούλες που χόρευαν σαν άδεια καρυδότσοφλα. Και λαχτάρησε μια παρόμοιαν ατμάκατο που θα δέσποζε και μελτέμι και κύματα.

- Εγώ, σα μεγαλώσω, θα γίνω καπετάνιος! είπε πάλι χωρίς να γυρίσει.

Η Πουλουδιά, κακιωμένη, δεν του αποκρίθηκε. Ο Αλέξανδρος όμως, χωρίς να σταματήσει το ψαλίδι του, αποτελείωσε πρώτα την ουρά μιας κιτρινοντυμένης κυρίας, που την είχε στολίσει το πινέλο της Αλεξάνδρας με του κόσμου τα διαμαντικά, την άπλωσε στο τραπέζι και ύστερα είπε με το συνηθισμένο ήσυχο του τρόπο:

- Εσύ είπες μια φορά πως, σα μεγαλώσεις, θα γίνεις σκύλος!

- Και ύστερα ήθελες να γίνεις και άλογο! πρόσθεσε κοροϊδευτικά η Πουλουδιά, παρατώντας για μια στιγμή την αξιοπρεπή σιωπή της, για να μπει στη μύτη του αδελφού της.

Ο Αντώνης κοκκίνισε. Μα σταύρωσε τα χέρια του και είπε, τάχα αδιάφορα:

- Ήμουν μικρός σαν τα έλεγα αυτά. Τώρα που είμαι μεγάλος λέγω πως θα γίνω καπετάνιος.

- Ναι! Να δούμε τι θα πεις αύριο που θα πάμε στο περιβόλι της Αλίς στην Κηφισιά. Πάλι θα θέλεις να γίνεις περιβολάρης, όπως προχθές που μας προσκάλεσε η Αλίς. Κάθε μέρα θες να γίνεις κάτι άλλο.

- Και συ κάθε μέρα γίνεσαι πιο σαχλή! της αποκρίθηκε ο Αντώνης. Λες κουταμάρες, πως, σα μεγαλώσεις, θα πάρεις τον Γιάννη, και ύστερα παρακαλείς να μην του το πω! Μα θα το πω καμιάν ώρα.

- Αν το πεις, φώναξε φουρκισμένη η Πουλουδιά, θα πω εγώ της μαμάς πως είπες της Αλίς ότι κείνη σταύρωσε το Χριστό!

Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του.

- Και δεν το λες; έκανε ξένοιαστος.

Τι τον έμελε; Την τιμωρία του την είχε φάγει, και η μαμά δεν τιμωρούσε ποτέ δεύτερη φορά. Της Πουλουδιάς όμως της κόπηκε η φόρα και η φωνή. Αν δεν τον έμελε τον Αντώνη να το μάθει η μαμά, το όπλο της σπούσε στα χέρια της. Τι να το κάνει πια; Αλήθεια όμως! Αν έλεγε κι εκείνη πως δεν τη μέλει να το μάθει ο Γιάννης, δε θα τη φοβέριζε πια ο Αντώνης πως θα του μαντατέψει τα λόγια της. Το όπλο του ήταν ο δικός της φόβος. Τι κουτή! Μα τι κουτή! Γύρισε μεμιάς.

- Κι εγώ, άλλη φορά...

Μα μόνο ο Αλέξανδρος κάθουνταν στο τραπέζι κι έκοβε τις χάρτινες κυρίες του. Ο Αντώνης είχε φύγει.

Ο Αντώνης είχε φύγει και, με τα χέρια στις τσέπες, κατέβαινε να πάγει στο σαλόνι, να ξελογιάσει την Αλεξάνδρα που εξακολουθούσε να παίζει τις βαρετές και ατέλειωτες σκάλες της. Μα, περνώντας από την τραπεζαρία, είδε την αγριεμένη θάλασσα που πηλαλούσε αφρισμένη κατά την ακρογιαλιά και κόλλησε τη μύτη του στην τζαμόπορτα. Κοίταζε τον ήλιο που έγερνε και τις βάρκες που σκαμπανεβαίναν όλο και πιο γρήγορα και πιο πηδηχτά, τραβώντας τα σκοινιά τους. Και ηλεκτρίστηκε.

- Σα ζωντανές κάνουν! μουρμούρισε.

Και ανοίγοντας την πόρτα, βγήκε στη βεράντα και κατέβηκε στο δρόμο και από κει στο λιμάνι, για να τις δει από πιο κοντά. Φυσούσε δυνατά και κανένας βαρκάρης δε βρίσκουνταν πια εκεί. Τι κρίμα! Τόσα είχε να ρωτήσει ο Αντώνης... Μια βάρκα ιδιαιτέρως του άρεσε. Ήταν κάτασπρη, με μια γαλάζια γραμμή κοντά στην κουπαστή.

«Σαν τη σημαία μας!» σκέφθηκε υπερήφανα.

Και όταν τη γύριζε λίγο κανένα κύμα, διάβαζε ο Αντώνης τ' όνομα της, που με κομψά μαύρα γράμματα απλώνουνταν στην πλώρη της, «ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ».

«Να 'χεις μια τέτοια βάρκα... και να 'σαι καπετάνιος!» σκέφθηκε με λαχτάρα. Ήταν άραγε δύσκολο να μπεις μέσα; Και μπορούσες να τη φέρεις άραγε ως απάνω στην άμμο;

Έσκυψε ο Αντώνης κι έπιασε το σκοινί που ήταν δεμένο σ' ένα παλούκι και τράβηξε. Ναι, ήταν εύκολο, και η βάρκα ανέβηκε σχεδόν ως απάνω στη στεγνή άμμο. Και ήταν εύκολο να μπεις και μέσα, λίγο μόνο να βουτούσες τα πόδια σου στο νερό.

Πιάστηκε ο Αντώνης στην κουπαστή και πήδηξε μέσα, δεν ήταν δύσκολο. Και βρέθηκε στη βάρκα σα βασιλιάς στο βασίλειο του. Ένα κύμα πήρε τη «Μαγδαληνή» και την τράβηξε πίσω, όσο πήγαινε το σκοινί, που έτριξε από το τέντωμα. Ενθουσιάστηκε ο Αντώνης. Πήρε τα κουπιά, βγαλμένα από τους σκαρμούς και ξαπλωμένα μες στη βάρκα, και τα πέρασε στις τροπωτήρες. Ύστερα στερεώνοντας τα πόδια του στον εμπροστινό μπάγκο, άρχισε να κωπηλατεί, ρίχνοντας πίσω το σώμα του, σαν που έβλεπε τους βαρκάρηδες να κάνουν.

- Τι τσακίζεσαι, Αντώνη; Η βάρκα σου είναι δεμένη! Γύρισε ο Αντώνης και είδε τον Αλέκο Χορν που, όρθιος σ' ένα βράχο, με τα χέρια στις τσέπες, τον κοίταζε.

- Το ξέρω, είπε ακατάδεχτα, μα γυμνάζομαι για όταν γίνω καπετάνιος!

Ο Αλέκος πήδηξε από το βράχο του και πλησίασε.

- Σε τι γυμνάζεσαι; ρώτησε.

- Τραβώ κουπί!

- Μ' αφού είσαι δεμένος;

Κοίταξε ο Αντώνης μελαγχολικά το σκοινί.

- Τι να κάνω; μουρμούρισε.

Ο Αλέκος γέλασε. Γύρισε ο Αντώνης και του είπε:

- Μόνος μου δεν τα καταφέρνω τα δυο κουπιά. Μ' αν έλθεις και συ, λύνομε το σκοινί.

Ο Αλέκος δίστασε.

- Δε ρώτησα τη μαμά... έκανε.

Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε. Έπιασε τα δυο κουπιά, στύλωσε πάλι τα πόδια του στον μπάγκο και τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Η «Μαγδαληνή» ανέβηκε σ' ένα κύμα και όρμησε κατά την αμμουδιά. Θριαμβευτικά ξανατράβηξε ο Αντώνης και η «Μαγδαληνή», που ξανάφευγε, γύρισε πάλι και χώθηκε μαλακά στην άμμο. Ο Αλέκος δε βάσταξε στον πειρασμό. Πιάστηκε στην πλώρη και πήδηξε κι εκείνος στη βάρκα. Χαρούμενα του είπε ο Αντώνης:

- Πιάσε το ένα κουπί! Λύνω εγώ τη βάρκα!

Μα, μόλις τράβηξε τον κόμπο, ξετυλίχθηκε μεμιάς το σκοινί και η «Μαγδαληνή», μ' ένα δυο σκαμπανεβάσματα, άφησε τα ρηχά νερά και παραδόθηκε στα κύματα και στο χορό τους.

- Ε! Αντώνη! Μου φεύγει το κουπί! φώναξε ο Αλέκος.

Ο Αντώνης, που δεν είχε προφθάσει ακόμα να καθίσει στο άλλο κουπί, γύρισε να βοηθήσει τον Αλέκο, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε μες στη βάρκα.

- Πάει! Πάει! Το πήρε η θάλασσα! φώναξε τρομαγμένος ο Αλέκος.

Ο Αντώνης έκαμε να σηκωθεί, μα κάθε του κίνηση έγερνε τη βάρκα πότε από τη μια μπάντα και πότε από την άλλη, και πάλι έπεφτε. Σύρθηκε ως το κάθισμα, σκαρφάλωσε με δυσκολία κι έπιασε το δεύτερο κουπί.

Ο Αλέκος μισοέκλαιγε.

- Αχ, Αντώνη, τι θα κάνομε χωρίς το κουπί μου; έλεγε.

- Δεν ντρέπεσαι να φοβάσαι! του είπε ο Αντώνης. Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός είχε χάσει και τα δυο του κουπιά και το κατάρτι του και πάλι δεν πνίγηκε. Εμείς έχομε το ένα κουπί!

Στηρίχθηκε με τα δυο πόδια στον εμπροστινό μπάγκο και βούτηξε το κουπί στη θάλασσα. Μ' αντί να προχωρήσει, η «Μαγδαληνή» σήκωσε την πλώρη της κι έστριψε, με την κουπαστή της πλαγιασμένη ως το νερό. Ο Αντώνης άρπαξε το κάθισμα για να στηριχθεί, το κουπί έφυγε από τα χέρια του και το πήρε και αυτό η θάλασσα. Και η «Μαγδαληνή», ελεύθερη, ξανάρχισε να χορεύει στα κύματα. Ο Αλέκος τώρα έκλαιγε με τα σωστά του. Ο Αντώνης δεν τα 'χασε, μα ούτε ήξερε τι να κάνει. Γύρευε να σκεφθεί τι θα έκανε σε όμοια περίσταση ο Σεβάχ ο Θαλασσινός και θυμήθηκε πως όσο του έμενε το τιμόνι, τίποτα δεν ήταν χαμένο. Μα τα κύματα φούσκωναν, η «Μαγδαληνή» χόρευε και κυλούσε κι έκανε ν' αναποδογυρίσει με κάθε άτακτη κίνηση των αγοριών.

- Κάτσε ήσυχος, Αλέκο, κάτσε στο βάθος της βάρκας και μην κουνάς! διέταξε σαν αληθινός καπετάνιος ο Αντώνης. Εγώ θα πιάσω το τιμόνι.

Δεν ήταν όμως εύκολο πράμα να φθάσει ως εκεί, να περάσει πάνω από τους μπάγκους. Μ' αυτό δεν τον σταμάτησε· πέρασε από κάτω από τα σανιδάκια και σύρθηκε ως την πρύμη, όπου έπιασε το τιμόνι.

- Τώρα μη φοβάσαι! φώναξε του Αλέκου. Θα φθάσομε σίγουρα στο λιμάνι...

Μα η «Μαγδαληνή» χορεύοντας έφευγε. Έφευγε όλο και πιο μακριά, τα κύματα την έσερναν στο πέλαγος και, όσο και να γύριζε ο Αντώνης πότε δεξιά το τιμόνι και πότε αριστερά, αυτή δε γυρνούσε πίσω. Και δεν ήξερε ο Αντώνης πώς να τη φέρει πίσω. Σωριασμένος στο βάθος της βάρκας, ο Αλέκος έκλαιγε με λυγμούς.

- Αχ, μαμά μου, μαμά μου, γιατί δε σ' άκουσα...

Ο Αντώνης, βαστώντας πάντα το τιμόνι, κοίταζε ολόγυρα, τεντωμένος όλος στην προσπάθεια να βρει κάτι, σαν που θα το έκανε ο Σεβάχ ο Θαλασσινός σ' αυτή την περίσταση.

Μα δεν έβρισκε. Δε θυμούνταν καμιά τέτοια του ιστορία, που να είναι μόνος, μ' ένα παιδί τρομαγμένο που έκλαιγε, σε μια θάλασσα με σπίτια κοντά, και που να φεύγει η βάρκα, αντί να κινδυνεύει να σπάσει στους, βράχους. Πάντα σπάζουν οι βάρκες στους βράχους μες στα βιβλία. Και να βλέπεις, λίγο παραπέρα, τόσες βάρκες δεμένες στην ξηρά, με τόσα κουπιά άχρηστα, και να μην τις φθάνεις! Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός; Αυτός θα έπεφτε στη θάλασσα και θα κολυμπούσε ως την ξηρά να φέρει βοήθεια. Μα έλα που ο Αντώνης δεν ήξερε κολύμπι...

- Εσύ ξέρεις κολύμπι, Αλέκο;

- Όχι! Δεν ξέρω! Και θα πνιγούμε, ε; Και θα νυχτώσει, αχ, Θεέ μου, αχ, Θεέ μου!

Κοίταξε τον ουρανό ο Αντώνης. Αλήθεια, είχαν σβήσει τα κόκκινα σύννεφα, σε λίγο θα ήταν νύχτα. Και τη νύχτα και ο Σεβάχ ο Θαλασσινός τα έχανε. Και μια φορά μάλιστα έκλαιγε κι έλεγε: «Αχ, βαχ! Σπιτάκι μου, σπιτάκι μου!»

Έξαφνα θυμήθηκε ο Αντώνης το σπίτι του στην Αλεξάνδρεια και τη μαμά του, και πρώτη φορά σκέφθηκε πως ήταν όμορφη η μαμά του, πολύ άσπρη, με κόκκινα χείλια και γαλανά μάτια, και πως τα φιλιά της ήταν πολύ γλυκά. Περίεργο! Ποτέ άλλη φορά δεν το είχε συλλογιστεί! Κι επίσης έξαφνα γέμισαν τα μάτια του δάκρυα... Ντράπηκε φοβερά και τ' άνοιξε όσο μπορούσε, για να στεγνώσουν στον άνεμο. Τι, θα κλάψει και αυτός τώρα; Σαν τον Αλέκο θα κάνει και αυτός; Φοβήθηκε μήπως και αυτός; Μα τι να φοβηθεί; Στο σπίτι τώρα... Στο σπίτι τι να γίνουνταν; Πού ήταν η θεία και ο θείος; Και όλα αυτά τα 'φταιγαν οι σκάλες της Αλεξάνδρας! Αν δεν ήταν αυτές οι σκάλες, θα είχε μείνει με την Αλεξάνδρα ή θα τον είχε δει η Αλεξάνδρα πως έφευγε και κατέβαινε στο δρόμο... Να είχε ένα φανάρι, θα έκανε σινιάλα σαν τον Σεβάχ το Θαλασσινό. Μα δεν είχε. Ούτε σπίρτα δεν είχε.

- Έχεις σπίρτα, Αλέκο;

- Όχι, δεν έχω. Γιατί;

- Δεν πειράζει, είπε ο Αντώνης.

Θα έπεφτε το μελτέμι τώρα... θα ησύχαζε η θάλασσα... Και ξαναγύρισε το τιμόνι, μια εδώ και μια εκεί, μήπως βρει ένα ρεύμα. Μα η «Μαγδαληνή», σειάμενη κουνάμενη, όλο και πιο μακριά έφευγε, και ο ουρανός ολοένα σκοτείνιαζε και το μούχρωμα κατέβαινε, κατέβαινε... Ο Αλέκος έκλαιγε με φωνές, αγριεμένος. Και ο Αντώνης δεν έβρισκε πια τίποτα παρηγορητικό να του πει, που να το πιστεύει και ο ίδιος. Είχε παρατήσει το τιμόνι και, με τα χέρια ενωμένα ανάμεσα στα γόνατα του, κοίταζε τα φώτα που άναβαν και πλήθαιναν στην προκυμαία, δείχνοντας το μούχρωμα όλο και πιο σκοτεινό. Και θυμήθηκε ιστορίες που είχε διαβάσει και ζωγραφιές που είχε δει: βάρκες χαμένες σε θάλασσες μανιασμένες· ανθρώπους με ξεκούμπωτα ή σχισμένα ρούχα, με μαλλιά αχτένιστα, ανακατωμένα ή που κρέμουνταν, σκουλιά βρεμένα· σχεδίες με ξαπλωμένους, μισοπεθαμένους ναυαγούς και άσπρα πανιά για σινιάλα, δεμένα σε κουπιά που τα είχαν στήσει όρθια...

Έξαφνα άκουσε ένα σφύριγμα τσιριχτό. Ανατρίχιασε και κοίταξε ολόγυρα. Από την ξηρά δυο βαρκούλες είχαν ξεκολλήσει και προχωρούσαν κατά το πέλαγος. Μ' από μέσα από τις καρίνες των καραβιών, που ήταν αραγμένα παραπέρα, πάλι ακούστηκε το ίδιο τσιριχτό σφύριγμα και μια μικρή ατμάκατος πρόβαλε, φυσώντας τον καπνό της κολόνα στον ουρανό, κι έτρεχε καταπάνω τους.

- Αλέκο! φώναξε ο Αντώνης. Του κυρίου Μακρονησιώτη η ατμάκατος! Έρχεται! Έρχεται να μας πάρει!

Ευθύς σταμάτησε τις φωνές του ο Αλέκος και ανασηκώθηκε και πέρασε το κεφάλι του πάνω από την κουπαστή.

- Έρχεται; ρώτησε με κλάματα ακόμα στη φωνή του.

- Δεν τη βλέπεις; Σε μας έρχεται! Να, και σφυρίζει πάλι να μας ειδοποιήσει πως μας είδε...

Τωόντι, η ατμάκατος ορμούσε καταπάνω τους με τσιριχτές σφυριγματιές και λαχανιάσματα βιαστικά, φούτου φούτου φούτου φούτου. Έβαζε λες τα δυνατά της να φθάσει γρηγορότερα. Έπιασε πάλι ο Αντώνης το τιμόνι και το γύρισε πάνω στην ατμάκατο, μα η «Μαγδαληνή», σαν από πείσμα, τράβηξε πιο ανοιχτά. Κι έξαφνα, στο σκοτάδι που ολοένα πύκνωνε, ακούστηκε μια φωνή γνωστή, η φωνή του θείου:

- Αντώνη, εσύ είσαι;

- Ναι, εγώ είμαι, και ο Αλέκος! αποκρίθηκε πνιχτά ο Αντώνης.

Και πάλι ντράπηκε, γιατί, χωρίς να το θέλει, ξαναγέμισαν τα μάτια του δάκρυα. Πλησίαζε, πλησίαζε η ατμάκατος, ώσπου έφθασε κοντά τους κι ένα παλικάρι έριξε ένα σκοινί στην πλώρη και γοργά άρπαξε τον Αλέκο και τον πέρασε στην ατμάκατο, ύστερα σα φτερό σήκωσε και τον Αντώνη και μαζί του πήδηξε και αυτός μέσα. Και βρέθηκε ο Αντώνης στην αγκαλιά του θείου που τον φιλούσε και του έλεγε:

- Κακό παιδί, μας κατατρόμαξες... Άλλη φορά να μην το κάνεις... Σου χρειάζεται γερή τιμωρία, η θεία σου είναι πολύ θυμωμένη... και με το άλλο χέρι αγκάλιαζε τον Αλέκο και γύριζε και του έλεγε κι εκείνου: Δεν έπρεπε ν' ακούσεις τον Αντώνη, τρόμαξε πολύ η μαμά σου. Άλλη φορά να μη λύνετε τις βάρκες...

Η ατμάκατος, σέρνοντας πίσω της τη «Μαγδαληνή», έτρεχε πάλι κατά τη στεριά, με τα βιαστικά της φούτου φούτου φούτου φούτου και, όσο πλησίαζαν, τα δυο αγόρια διέκριναν ανθρώπους μαζεμένους στην ακρογιαλιά και, μεταξύ τους, με καρδιόχτυπο ξεχώρισαν οι δυο ένοχοι το άσπρο φόρεμα της μαμάς του Αλέκου και το κιτρινοφορεμένο στρογγυλό κορμί της θείας Μαριέτας. Και τώρα που πέρασε ο κίνδυνος, η καρδιά τους βούλιαζε στα τακούνια τους με την πρόβλεψη της βεβαίας τιμωρίας. Στάθηκε η ατμάκατος και αμέσως μαζεύθηκαν γύρω της οι δυο βάρκες που είχαν ξεκολλήσει από την ακρογιαλιά και που γύρισαν πάλι πίσω. Δυο μαντέρια, από την ατμάκατο στη μια βάρκα και από τη βάρκα στην ακρογιαλιά και, ώσπου να το καλοκαταλάβουν, βρέθηκαν τ' αγόρια στην ξηρά, ο Αλέκος στην αγκαλιά της μητέρας του που έκλαιγε και τον φιλούσε, ο Αντώνης εμπρός στη θεία του που λιγότερο τρυφερά τον έπιασε από το μπράτσο και, σπρώχνοντας τον εμπρός, είπε:

- Πάμε τώρα στο σπίτι! Αρκετή ώρα στεκόμαστε δω, με την καρδιά στον Άδη! Περπατά εμπρός!

Περπατούσε μπρος ο Αντώνης, το κεφάλι σκυμμένο και τα φτερά ακόμα πιο χαμηλωμένα. Πίσω ακολουθούσαν σιωπηλά η θεία και ο θείος. Και υπολόγιζε ο Αντώνης και στοχάζουνταν αν η αναβολή της τιμωρίας από την ακρογιαλιά στο σπίτι σήμαινε πιο γερό ξύλο ή τιμωρία ήρεμη χωρίς ξύλο. Μα σαν έφθασε στο σπίτι και από τη σκάλα είδε τ' αδέλφια του μαζεμένα στη βεράντα, που τον περίμεναν και τον κοίταζαν τρομαγμένα χωρίς να τον πλησιάσουν, η δική του η καρδιά πήγε στον Άδη.

Έριξε μια λοξή ματιά στ' αδέλφια του και, χωρίς να τους μιλήσει, με σηκωμένο όμως τώρα το κεφάλι, σα να μην τον έμελε τι θα γίνει, ακολούθησε τη θεία Μαριέτα μες στο σπίτι. Τον πήγε η θεία στο σπουδαστήριο τους και κάθισε σε μια καρέγλα και τον φώναξε μπροστά της. Σιωπηλά τον κοίταζε και, κάτω από τη ματιά της, που θύμιζε τόσο τα μάτια του πατέρα σαν ήταν θυμωμένα, λίγο λίγο έχανε το θάρρος του ο Αντώνης και, όσο και αν σήκωνε το κεφάλι, η καρδιά του όμως βούλιαζε όλο και πιο βαθιά. Και όλο τον κοίταζε κείνη και όλο δε μιλούσε. Μα επιτέλους μίλησε η θεία και είπε:

- Όταν έκανες αυτή την αταξία, Αντώνη, κι έλυσες την ξένη βάρκα, συλλογίστηκες τη μαμά σου και τον πατέρα σου, τι θα έκαναν αν πνίγουσουν;

Αυτό δεν το περίμενε ο Αντώνης. Ήταν έτοιμος για ξύλο, όχι όμως για συγκινήσεις. Και τις συγκινήσεις τις απεχθάνουνταν ο Αντώνης. Χαμήλωσε τα μάτια του ταραγμένος. Και είπε πάλι η θεία:

- Νόμιζα πως ήσουν αληθινός γιος του πατέρα σου και πως ξένο πράμα δε θα τ' άγγιζες ποτέ. Και νόμιζα πως αγαπούσες τη μαμά σου και δε θα ήθελες ποτέ να την κάνεις να κλάψει. Αντώνη, αν ήταν εδώ ο πατέρας σου, τι θα σου έκανε, νομίζεις, τώρα;

Το ήξερε πολύ καλά ο Αντώνης τι θα του έκανε ο πατέρας και το περίμενε και από τη θεία, και ήταν έτοιμος να τις φάγει. Μα δεν αποκρίθηκε. Και του είπε η θεία:

- Θα σου έδινε, φαντάζομαι, γερό ξύλο, και με το δίκιο του. Και θα σ' έδερνα κι εγώ και θα το άξιζες. Μα να 'χεις χάρη που μεσίτεψε για σένα ο θείος σου, που νόμιζε πως θα πνιγείς και που το νόμισα κι εγώ, μαζί με τον άλλο μικρό, που τον πήρες στο λαιμό σου και πήγε να τα χάσει η μάνα του η κακομοίρα.

Το κεφάλι του Αντώνη χαμήλωνε, χαμήλωνε. Όσο ένιωθε το φόβο ν' απομακρύνεται, τόσο ντρέπουνταν περισσότερο για την αταξία του και τόσο δεν μπορούσε να σηκώσει τα μάτια του. Και είπε πάλι η θεία:

- Ας είναι, θα γίνει η χάρη του θείου σου και δε σε δέρνω. Πιστεύω άλλωστε να τρόμαξες αρκετά μες στη βάρκα, όταν σας έπαιρνε η θάλασσα...

Του ήλθε να πει: «Καθόλου δεν τρόμαξα...» Μα μια ματιά στα μαύρα μάτια της θείας τού έκοψε τη φόρα. Και είπε η θεία, σουρώνοντας τα φρύδια της, του πατέρα τα φρύδια:

- Σου αξίζει όμως μια τιμωρία, μια γερή τιμωρία, και θα την έχεις. Αύριο που θα πάμε μεις με τ' αδέλφια σου στης Αλίς, εσύ θα μείνεις εδώ, μόνος, και θα γράψεις ολόκληρο το ρήμα «λείπω». Και απόψε δε θα καθίσεις στο τραπέζι, μόνο θ' ανέβεις ευθύς στην κάμαρα σου. Μ' άκουσες; Πήγαινε!

Ο Αντώνης δεν περίμενε να του το επαναλάβει η θεία και βγήκε έξω και ανέβηκε στην κάμαρα του. Εκεί αναστέναξε. Η τιμωρία δεν τον πείραζε, όσο και να είχε όρεξη να πάγει στης Αλίς. Και το ξύλο θα το δέχουνταν. Εκείνο που φοβούνταν και που γλίτωσε, που δεν του το επέβαλε η θεία, ήταν να ζητήσει συγχώρηση. Αυτό απ' όλες τις τιμωρίες ήταν η χειρότερη. Ας τον έδερνε η θεία, ας τον σκότωνε, μόνο να μην έχει να πει, «Συγχωρήσετε με, θεία, και δε θα το κάνω πια». Αυτά ήταν για τα μωρά, σαν τον Αλέξανδρο. Αυτός δεν είχε ανάγκη να το υποσχεθεί για να μην το ξανακάνει. Και σα να το κατάλαβε η θεία... ποιος ξέρει; δεν του το ζήτησε... Βήματα ακούστηκαν στη σκάλα. Ανασηκώθηκε ο Αντώνης και κάνοντας τον αδιάφορο, χώνοντας τα χέρια του στις τσέπες, βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να σφυρίζει. Μα ήταν μόνο η Αφροδίτη μ' ένα δίσκο. Ακούμπησε το δίσκο της στο τραπέζι και βγήκε κι εκείνη στο μπαλκόνι.

- Τι μου κάνεις τώρα τον καμπόσο, κακόπαιδο; είπε μ' ένα γοργό χάδι στο κεφάλι του.

Και σκύβοντας ξαφνικά τον φίλησε στις ρίζες των μαλλιών του.

- Κακό, κακόπαιδο! Τρελαντώνη! Καλά σε λέγει η κερα-Ρήνη! Τι τρομάρα πήραμε όλοι για χατίρι σου! Κόπηκε το αίμα μου σα σε είδα να σε παίρνει η θάλασσα μονάχο, στη βάρκα!

- Δεν ήμουν μονάχος, διέκοψε ο Αντώνης, ήταν και ο Αλέκος...

- Ναι! Βοήθεια σού ήταν! αντέκοψε η Αφροδίτη.

- Από πού μας είδες; ρώτησε ο Αντώνης.

- Από πού; Από την τραπεζαρία. Ο Θεός με φώτισε ν' ανέβω να βάλω τραπέζι πιο νωρίς. Είδα μια βάρκα να φεύγει μοναχή της και είπα: «Σε καλό τους, τέτοια ώρα και με τέτοιον άνεμο!» Κι εκεί σε βλέπω σένα να σηκώνεσαι, να πέφτεις μες στη βάρκα και να ξανασηκώνεσαι. Παναγιά μου! Σφάχτης μ' έκοψε! Και την ίδια ώρα ακούω τρεχιό στη σκάλα και τα δυο μικρά κατέβαιναν κι έτρεχαν στο σαλόνι, όπου έπαιζε πιάνο η Αλεξάνδρα, και φώναζαν: «Αλεξάνδρα! Αλεξάνδρα! Ο Αντώνης είναι στη βάρκα!» Τρομάρα τα παιδιά, μην τα ρωτάς! Και φοβούνταν να το πουν στη θεία σου! Τρέχω γω πάνω, που ήξερα πως ήταν στην κάμαρα της κι έραβε στη μηχανή, και με τους τρεις που έτρεχαν το κατόπι μου για να μην της το πω, λέει, της φωνάζω: «Σώστε, κυρία, και πνίγεται ο Αντώνης!» Πώς έγινε η καημένη, κατακίτρινη σαν το φλουρί! Κατέβηκε τρεχάτη, κι εμείς όλοι μαζί, και στο δρόμο, εμπρός στο σπίτι, βρίσκομε το θείο σου που γύριζε απέξω. «Γρήγορα, γρήγορα, Ζωρζή! Τρέχα, ο Αντώνης είναι σε μια βάρκα χωρίς βαρκάρη!» του φώναξε. Τρέχαν και τα παιδιά, μα τα γύρισε μπρος πίσω η θεία σου.

- Ήταν θυμωμένη; ρώτησε ταπεινωμένος ο Αντώνης.

- Θυμωμένη λέει; Πρώτα θύμωσε πολύ. Ύστερα όμως ήταν πιότερο τρομαγμένη. Μα δεν τα έχασε· έχει γερό κεφάλι η θεία σου! Κατέβηκε με το θείο σου να φωνάξει βαρκάρη, να βγει με τη βάρκα του να σας φέρει πίσω· μα δεν ήταν κανένας στην ακρογιαλιά. Εκείνη συλλογίστηκε τότε την ατμάκατο του κυρίου Μακρονησιώτη, και με το αμάξι έφυγε ο θείος σου να τη βρει. Μα κι έτσι δεν ησύχασε κείνη. Πήγε, φώναξε, σήκωσε τον κόσμο στο πόδι, και βρέθηκαν δυο βαρκάρηδες που έλυσαν τις βάρκες τους. Μα στο μεταξύ βγήκε και η ατμάκατος, δόξα να 'χει ο Θεός! είπε η Αφροδίτη και σταυροκοπήθηκε.

Κοίταζε ο Αντώνης τη σκοτεινή θάλασσα ησυχασμένη πια, τώρα που είχε πέσει ολότελα το μελτέμι, και του φάνηκε όλη αυτή η απογεματιανή ιστορία σαν παραμύθι. - Εγώ δεν τρόμαξα, είπε. Διάβασα χειρότερες ιστορίες που...

- Άφησε με που δεν τρόμαξες! Το λες τώρα που πατάς γερά τη γη, διέκοψε η Αφροδίτη. Ακούς, λέει, δεν τρόμαξες! Καλά έλεγε η θεία σου πως σου χρειάζεται ξύλο! - Μα δε μου το 'δωσε, αποκρίθηκε ο Αντώνης σηκώνοντας τους ώμους του.

Και σειώντας το κεφάλι του μια εδώ, μια εκεί, μπήκε στην κάμαρα.

- Εγώ θα σου τις έβρεχα, είπε η Αφροδίτη που μπήκε κι εκείνη στην κάμαρα. Και φαγί απόψε δεν έχει, μόνο μια σούπα με ξερό ψωμί, είπε η θεία σου. Ας έχεις χάρη στην κερα-Ρήνη που σε λυπήθηκε και σου έκοψε λίγο κρέας μες στη σούπα σου! Δε σου άξιζε βέβαια! Και σου βουτύρωσε και το ψωμί, που κακό να μη σε πιάσει, ζουρλόπαιδο! Άιντε, κάτσε τώρα να φας...