Τρελαντώνης
Συγγραφέας:
ΙΑ'. Αντώνης ο ήρωας


Μέσα στην κάμαρα ωστόσο άλλος θρήνος γίνουνταν. Ο Αλέξανδρος μάζευε φούχτες τους στρατιώτες του, κλαίγοντας, και τους έριχνε φύρδην μείγδην στο κουτί τους, ενώ ο Αντώνης, με τα χέρια στην τσέπη, πήγαινε κι έρχουνταν σα Μεγάλος Ναπολέων μετά τη νίκη.

- Και πρώτον δεν κάνει να κλαις γιατί νικήθηκες! είπε του αδελφού του. Δεν είναι σπορ αυτό!

Ο Αλέξανδρος, που το ήξερε, που είχε ακούσει αυτό το ίδιο μάθημα ύστερ' από κάθε μάχη με τον Αντώνη, δεν αποκρίθηκε, μόνο μουσούνιζε σιωπηλά, γυρεύοντας να καταπιεί τα δάκρυα του.

Η Αλεξάνδρα είχε ξανακαθίσει στο τραπέζι κι έγλειφε το πινέλο της για να το κάνει μυτερό.

- Ο Αλέξανδρος είναι μικρός, είπε μ' επιείκεια. Μα η Πουλουδιά που είναι μεγάλη πρέπει να μάθει να μη θυμώνει, σα χάνει ένα παιχνίδι.

Ο Αλέξανδρος ξέσπασε σε καινούρια κλάματα.

- Η Πουλουδιά είναι πολύ καλή! είπε.

- Βέβαια, γιατί σε βοήθησε! αποκρίθηκε ο Αντώνης.

- Δε με βοήθησε! Αν με είχε βοηθήσει, θα κέρδιζα εγώ τον πόλεμο!

- Κιαμεδέ! Με τέτοιους στρατιώτες, στραβωμένους, σπασμένους...

- Ναι, θα σου σκότωνε η Πουλουδιά τους δικούς σου!

- Κιαμεδέ! είπε πάλι ο Αντώνης.

Ξανάνοιξε το κουτί του, όπου έναν έναν είχε συγυρίσει και φυλάξει τους στρατιώτες του, αφού πρώτα διόρθωσε και ίσιασε όσες ξιφολόγχες είχαν κακοπάθει από την κλοτσιά της Πουλουδιάς, και τους χάιδεψε με αγάπη.

- Τέτοιο στρατό δεν τον νικά κανένας! είπε. Οι δικές μου βάσεις είναι όλες στερεές!

- Η Πουλουδιά θα τους νικούσε, γιατί σημαδεύει πιο καλά από σένα!

- Κιαμεδέ! επανέλαβε κοροϊδευτικά ο Αντώνης.

- Ναι, σημαδεύει πιο καλά! επέμεινε με πείσμα ο Αλέξανδρος. Στο κροκέ, στην Αλεξάνδρεια, πολλές φορές σε κέρδιζε!

- Στο κροκέ! Ένα κουτό, κοριτσίστικο παιχνίδι! έκανε ακατάδεχτα ο Αντώνης. Εγώ σου λέγω για βόλους! Στους βόλους τα βγάζει πέρα μαζί μου;

- Και στους βόλους σε κερδίζει η Πουλουδιά!

- Ποτέ!

- Ναι, σε κέρδισε μια μέρα, εγώ το θυμούμαι!

- Λες ανοησίες!

- Σε κέρδισε μια μέρα!

- Και πρώτον η Πουλουδιά δεν έχει βόλους! Πώς με κέρδισε; Με τι;

- Ο Στάμος της είχε δώσει βόλους!

- Ο Στάμος; Θυμάσαι συ τώρα τι έκανε στην Αλεξάνδρεια ο Στάμος!

- Ναι, εγώ θυμούμαι. Εσύ κάνεις πως ξέχασες. Εσύ έπαιζες με την Αλεξάνδρα κι εκείνη εναντίον σου με τον Στάμο.

- Ο Στάμος κέρδισε κείνη τη μέρα, όχι η Πουλουδιά!

- Ναι, η Πουλουδιά! Εγώ το θυμούμαι! Το είπε και ο Στάμος!

- Και συ λες ό,τι ακούσεις, σαν παπαγάλος!

- Και συ λες ψέματα...

- Αλέξανδρε! φώναξε τρομαγμένη η Αλεξάνδρα.

Πιο μεγάλη προσβολή δεν μπορούσε να γίνει του Αντώνη, παρά να του πουν πως λέγει «ανακρίβειες». Τη λέξη όμως «ψέματα» κανένα απ' τ' αδέλφια δεν είχε τολμήσει ποτέ να την ξεστομίσει. Θα έπεφτε τώρα ξύλο;

Σφίγγοντας φούχτες και δόντια, κατακόκκινος, είπε ο Αντώνης:

- Είσαι μικρός και δε σε δέρνω! Μα στάσου να έλθει η μαμά, να μάθει πως είπες «Βρε συ» στον αξιωματικό, και βλέπεις εσύ!

Ο Αλέξανδρος αναλύθηκε πάλι στα κλάματα.

- Μην το πεις! παρακάλεσε.

- Όχι, τι; Να λες έτσι, πως λέγω εγώ ψέματα; Και σα μάθει η μαμά πως λες αυτή τη λέξη...

- Που δε θέλει ο πατέρας ούτε να περνά το στόμα μας! πρόσθεσε αυστηρά η Αλεξάνδρα.

- Και πως μου την είπες εμένα... εμένα! επανέλαβε ο Αντώνης. Να δεις! Να δεις τι θα πάθεις, κι εσύ και η Πουλουδιά, που είπε μουντζούρα και παλιόχαρτο την ελληνική σημαία!

Αυτή η διπλή φοβέρα αποτελείωσε πια τον Αλέξανδρο. Κάθισε χάμω, έχωσε το κεφάλι του στις δίπλες της φούστας του και αφέθηκε στην απελπισία του. Η πόρτα της κάμαρας άνοιξε και το γελαστό κεφάλι της Αλίς, με τις ξανθές της πλεξούδες στεφάνι, παρουσιάστηκε στο άνοιγμα.

- Καλημέρα! φώναξε χαρούμενα. Μας θέλετε; Και μπήκε μέσα με την Πουλουδιά.

Το μάτι της Πουλουδιάς έπεσε αμέσως στο ξαφνισμένο, όλο δάκρυα και δαχτυλιές πασαλειμμένο πρόσωπο του Αλέξανδρου. Μάντεψε ευθύς καβγάδες και λογομαχίες, όπου ο φυσικός της σύμμαχος θα τις έφαγε πάλι.

- Γιατί κλαις; ρώτησε απότομα, έτοιμη για μάχη.

- Γιατί... γιατί... κλαψαποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. Μα τον διέκοψε ο Αντώνης μ' ένα νόημα.

- Μην πεις! διέταξε σιωπηλά, κρυφοδείχνοντας την Αλίς. Και σκύβοντας πάνω στον αδελφό του, τάχα να τον βοηθήσεινα σηκωθεί, του πρόσταξε στο αυτί:

- Μην πεις για τη σημαία μπροστά της!

Και σώπασε ο Αλέξανδρος κι έγινε σιωπή, και τ' αδέλφια στάθηκαν αδέξια, κουτά, μαγκωμένα.

Μα η Αλίς δεν τους άφησε καιρό να νιώσουν τη στενοχώρια τους. Γελαστή σίμωσε τον Αντώνη και, σπρώχνοντας με το δάχτυλο πίσω το κεφάλι του, είπε:

- Για να δω; Μπα! Περίεργο! Δε φαίνονται τα δαγκάματα του Ντον, μόνο δυο μικρά κοκκινάκια! Πόνεσες πολύ;

- Όχι! Μα πώς το ξέρεις; ρώτησε ο Αντώνης.

- Μας το 'πε χθες βράδυ η Μαρούσα. Μας είπε πως ήλθατε να με φωνάξετε, αλήθεια; Τι κρίμα που είχα φύγει! Και πως ύστερα σε δάγκασε ο Ντον. Καημένε Αντώνη! Πώς θα πόνεσες!

- Όχι, δεν πόνεσα πολύ, με δάγκασε, να, έτσι! είπε ο Αντώνης πιάνοντας το χείλι του ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείχτη.

- Καλέ, τι λες; Σου έκανε, λέει, κιμά το πρόσωπο! Ναι, η Μαρούσα μας το είπε. Και κόντεψες να λυσσάξεις και δεν έκλαψες, ούτε καν φοβήθηκες! Μπράβο σου! Όλοι σε θαυμάσαμε...

Ο Αντώνης, που δεν είχε καταλάβει καθόλου πως έγινε κιμάς το πρόσωπο του, ούτε πως κόντεψε να λυσσάξει, ένιωσε έξαφνα σα να υψώνουνταν μια πήχη πάνω από το μπόι του.

Οι αδελφές του όμως, φυσικά, έκαναν να τον κατεβάσουν από τα ύψη του.

- Τι; Τι είπε η Μαρούσα; ρώτησε ειρωνικά η Αλεξάνδρα. Και φουριαστά διαμαρτυρήθηκε η Πουλουδιά:

- Καθόλου δεν του έκανε κιμά το πρόσωπο! ενώ με βιαστικά βήματα πλησίαζε ο Αλέξανδρος και σηκώνουνταν στις μύτες του, για να δει από πιο κοντά τις άγνωστες πληγές στο πρόσωπο του αδελφού του.

Μα η Αλίς δεν υποχώρησε.

- Ναι, ναι, σε ξέρω! Είσαι πάντα παλικάρι και ποτέ δε λες πως πονείς! επανέλαβε. Μα κόντεψες να λυσσάξεις και να πεθάνεις! Το είπε και ο πατέρας, και κατατρόμαξαν όλοι εδώ...

- Εμείς; Καθόλου! αναφώνησε η Πουλουδιά. Εκτός, ναι, μόνο σαν έτρεχαν τα αίματα...

- Καλέ, τι αίματα! Τόσο τρόμαξε η θεία σας η Μαριέτα, που έστειλε το θείο σας στο βασιλέα να του πει να σκοτώσει τον Ντον. Και είπε ο βασιλέας: «Πώς λυπούμαι γι' αυτό που συνέβηκε! Να είστε βέβαιος πως θα θέσομε τον Ντον και θα τον παραφυλάξομε!» Και κάθε μέρα, ύστερα, μηνούσε πως ο Ντον ήπιε πολύ νερό...

- Γιατί; ρώτησε η Αλεξάνδρα.

- Γιατί, αν ήταν λυσσασμένος, δε θα έπινε νερό, έτσι λέγει ο πατέρας. Μα ο Αντώνης δεν το ήξερε πως δε θα ήταν λυσσασμένος, και όμως δε φοβήθηκε καθόλου! Οι δυο αδελφές άκουαν κλονισμένες και ο Αλέξανδρος ξέχασε, στη σαστιμάδα του, να κλείσει το στόμα του.

- Και όχι μόνο τον δάγκασε, αλλά τον δάγκασε στο πρόσωπο, που είναι ακόμα πιο επικίνδυνο, εξακολούθησε η Αλίς. Γιατί, όσο πιο κοντά στο κεφάλι σε δαγκάσει ο σκύλος, τόσο πιο άσχημο είναι...

- Γιατί; ρώτησε πάλι η Αλεξάνδρα, θαμπωμένη από τις γνώσεις της Αλίς.

Μ' αυτή τη φορά δεν ήξερε η Αλίς. Σταμάτησε μια στιγμή και πάλι πήρε φόρα:

- Έτσι είπε ο πατέρας. Και είπε: «Πώς θ' ανησύχησαν οι άνθρωποι που τον δάγκασε στο πρόσωπο!» Και μας είπε η Μαρούσα πως και ο Αντώνης θα δάγκανε όλο τον κόσμο και πως θα έπεφτε ξερός! Και όμως ο Αντώνης δε φοβήθηκε!

Άκουσε ο Αντώνης και θαύμαζε. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πόσο ηρωικά είχε φερθεί. Τον γέμιζε λίγο λίγο αίσθημα από συμπόνια και θαυμασμό για τον εαυτό του και συνάμα μια τρυφερή αγάπη για την Αλίς που έβγαζε στη φόρα τον ηρωισμό του.

Μα όταν είδε δάκρυα στα μάτια της Αλεξάνδρας και της Πουλουδιάς τα φρύδια ν' ανεβαίνουν τρομαγμένα κατά τα κατσαρωμένα της μαλλιά, φούσκωσε η καρδιά του από ευγνωμοσύνη και του ήλθε ακράτητη λαχτάρα να διορθώσει την αδικία, την προσβολή που είχε κάνει της Αλίς την τελευταία φορά που την είχε δει.

- Αλίς, της είπε μ' ενθουσιασμό, εσύ δεν είσαι Εβραία! Είμαι βέβαιος πως δεν είσαι Εβραία!

Η Αλίς σώπασε μαζεμένη και ανήσυχα κοίταξε ένα ένα τ' αδέλφια.

- Πες! επέμεινε ο Αντώνης. Δεν είναι αλήθεια πως δεν είσαι Εβραία;

- Δεν ξέρω... μουρμούρισε διστακτικά η Αλίς.

- Εγώ είμαι βέβαιος πως δεν είσαι Εβραία και πως είσαι Ελληνίδα.

- Ναι, είμαι Ελληνίδα, είπε ντροπαλά η Αλίς.

- Αυτό δε σημαίνει, είπε σκοτισμένη η Αλεξάνδρα. Νομίζω πως μπορείς να είσαι και Ελληνίδα και Εβραία...

- Όχι, δεν μπορείς! φώναξε ο Αντώνης. Εγώ ξέρω πως στην Αλεξάνδρεια οι Εβραίοι δεν είναι Έλληνες και δεν πάνε στο δικό μας σχολείο, μόνο πάνε στους ιησουίτες.

- Στάσου να δούμε, έχω μιαν ιδέα και θα καταλάβομε αμέσως, είπε η Αλεξάνδρα. Αλίς, τι μαθαίνεις εσύ στο σχολείο που πας;

- Τι μαθαίνω; ρώτησε ανήσυχα η Αλίς. Γιατί; Τι μαθαίνω;

- Να, σας μαθαίνουν για τον Τρωικό πόλεμο και τον Αχιλλέα;

- Βέβαια!

- Και για τον Σωκράτη; Ξέρεις ποιος είναι ο δίκαιος Αριστείδης;

- Ξέρω!

- Και ο Περικλής; Και ο Λεωνίδας;... Μα τη διέκοψε ο Αντώνης:

- Ξέρεις τι θα πει «Μολών λαβε»; Και «Ή ταν ή επί τας»; Έμαθες το «Πάταξον μεν, άκουσον δε»; ρώτησε ορμητικά.

- Ναι!

- Λοιπόν δεν είσαι βέβαια Εβραία! φώναξε θριαμβευτικά ο Αντώνης.

- Δεν είσαι Εβραία! επικύρωσε η Αλεξάνδρα. Είσαι Ελληνίδα σαν και μας!

Και, στη συγκίνηση της απάνω, φίλησε την Αλίς.

Ήταν το δεύτερο φιλί που δέχουνταν η Αλίς εκείνο το ίδιο πρωί από τις αδελφές. Και χαρούμενη, συγκινημένη κι εκείνη, κάθισε στον καναπέ, ανάμεσα στις δυο αδελφές που της βαστούσαν η καθεμιά από ένα χέρι, σα να είχαν ανακαλύψει ξαφνικά ένα θησαυρό.

Όρθιος, με τα χέρια μπερδεμένα το ένα μες στο άλλο πίσω στην πλάτη, τις κοίταζε ο Αλέξανδρος και συλλογίζουνταν.

- Μα... μα τι πειράζει αν είναι Εβραία η Αλίς; ρώτησε αργά. Ο θείος λέγει πως οι Εβραίοι είναι πάρα πολύ καλοί άνθρωποι και πως ο μπαμπάς της Αλίς...

- Καλά, το ξέρομε, διέκοψε με μεγαλείο η Αλεξάνδρα. Εμείς όμως θέλομε την Αλίς να είναι Ελληνίδα!

Και της χαμογέλασε η Αλίς και χαμογέλασε και του Αλέξανδρου και φαίνουνταν χαρούμενη όσο ποτέ ακόμα.

Μα ο Αντώνης δεν ένιωθε αρκετά ικανοποιημένη την ευγνωμοσύνη του προς την Αλίς. Έκανε να βγει έξω, να πάγει να βρει τη θεία Μαριέτα. Μα το καλοσυλλογίστηκε και προτίμησε να στείλει τον Αλέξανδρο που, σαν πιο μικρός, ήταν πιο χαϊδεμένος κι έτρωγε τις λιγότερες κατσάδες. Τον πήρε ιδιαιτέρως και του είπε:

- Πήγαινε να ρωτήσεις τη θεία αν μπορούμε να προσκαλέσομε την Αλίς στο πρόγευμα.

Και πήγε ο Αλέξανδρος και γύρισε φωνάζοντας:

- Ναι, είπε η θεία πως μπορεί να μείνει η Αλίς το μεσημέρι...

Κατακοκκίνισε η Αλεξάνδρα και ντράπηκε η Πουλουδιά. Αλήθεια, αυτός ο Αλέξανδρος όλο ντρόπιαζε τ' αδέλφια του.

Και, βρουτσίζοντας τα μαλλιά του πριν καθίσουν στο τραπέζι, τον μάλωσε η Αλεξάνδρα:

- Κάνεις σα χωριάτης! του είπε. Δε λεν στους ανθρώπους «μπορείς να μείνεις», τους ρωτούν ευγενικά: «Θες να μείνεις:»

Ο Αλέξανδρος δεν είδε καμιά διαφορά στις δυο προσκλήσεις, μα δεν είπε τίποτα· όλη του την προσοχή τη συγκέντρωνε στις θυμωμένες βρουτσιές της Αλεξάνδρας και κοίταζε πώς να της ξεφύγει και να σμίξει τον Αντώνη, που ακτινοβολούσε όλος και δεν ήξερε πώς να περιποιηθεί καλύτερα την Αλίς.

- Και θα μείνεις το απόγεμα, Αλίς; Και θα παίξεις μαζί μας; Θα έλθει και ο Γιάννης, ο εξάδελφος μας! Να δεις πώς πηδά!...

Θυμήθηκε η Πουλουδιά την πρωινή φοβέρα και όλο της το κέφι έσβησε. Αχ και να μην ήρχουνταν ποτέ πια ο Γιάννης!

Κι έλεγε, έλεγε ο Αντώνης τα καλά και τα κατορθώματα του Γιάννη, και μεγάλωνε και άπλωνε ολοένα η ανησυχία της Πουλουδιάς.

Μα είχε τόσα κέφια σήμερα ο Αντώνης, ήταν τόσο στις καλές του! Αν του το ζητούσε άραγε... Μα πώς να το ζητήσει; Σε παρακάλια δεν ξέπεφτε κανένα από τ' αδέλφια, εκτός από τον Αλέξανδρο που ήταν μικρός...

Κλωθογύριζε λοιπόν η Πουλουδιά γύρω στον Αντώνη και στην Αλίς και άκουε της Αλίς τις διηγήσεις, πως ήταν τόσο ωραία στης θείας της στην Κηφισιά...

- Πού είναι η Κηφισιά; ρώτησε ο Αντώνης. Η Αλίς έδειξε αόριστα κατά το Πασαλιμάνι.

- Να, από κει, μα πέερα, κατά την Πεντέλη. Πας με το τρένο· ανεβαίνεις· είναι βουνό· και όμως δεν είναι βουνό. Κι έχει δέντρα, πολλά δέντρα. Και στο περιβόλι της θείας μου έχει όλα τα φρούτα, δεν έχει πια κεράσια, μα έχει σύκα, σταφύλια, ροδάκινα, αχλάδια... Και τι δεν έχει! Κι έφυγε ο περιβολάρης της θείας μου και κάναμε μεις τον περιβολάρη, σκάβαμε, ποτίζαμε, κόβαμε φρούτα, κλαδεύαμε! Τι ωραία που περάσαμε! Έλα κι συ, Αντώνη, στης θείας μου...

Με τα χέρια ενωμένα και τα μάτια χαμένα κατά πέερα από το Πασαλιμάνι, ο Αντώνης έβλεπε όσα του ζωγράφιζε με τα λόγια της η Αλίς και χαμογελούσε μακαρίως.

- Και θα μ' αφήσει η θεία σου να σκάψω; ρώτησε.

- Και βέβαια! είπε η Αλίς.

- Και να ποτίσω;

- Ακούς λέει! Θα της κάνεις και χάρη, αφού δεν έχει περιβολάρη!

- Εγώ, σα μεγαλώσω, θα δώσω όλα μου τα παιχνίδια του Αλέξανδρου και θα γίνω περιβολάρης! είπε μαγεμένος ο Αντώνης.

Ήταν η ώρα της Πουλουδιάς. Ποτέ δε θα ξανάβρισκε τον Αντώνη σε τέτοια διάθεση.

- Αντώνη, δε θα πεις του Γιάννη... ξέρεις τι, που έλεγες το πρωί... του ψιθύρισε σιγά.

Μια στιγμή στάθηκε ο Αντώνης, ώσπου να βγει από τα όνειρα του και να ξαναμπεί στην πραγματικότητα. Κι έξαφνα θυμήθηκε.

- Εγώ δε μαντατεύω! είπε περήφανα.

Και ξαναγύρισε στην Αλίς.

- Η θεία είναι στην τραπεζαρία, της ανήγγειλε. Πες της εσύ για την Κηφισιά, να μας αφήσει να πάμε. Του έκανε νόημα «Ναι» και πέρασαν στο τραπέζι.