Το όνειρον του βασιλέως

Το όνειρον του βασιλέως
Συγγραφέας:


"Ανοίχτε τα παράθυρα, να πάρω, ανοίχτε, αέρα,
να ιδώ του Ήλιου την χαρά, να ιδώ και την Αθήνα.
όνειρο μ' εβασάνισε στα ξημερώματά μου,
τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου 'στα έχω ιδωμένα".
Ανήμερα της εορτής ο ρήγας ονειρεύθη. 5
η εύμορφη βασίλισσα εις την φωνήν του τρέχει.
Οι πρώτοι και του παλατιού τρέχουν κι αυτοί, με βία.
εις το θρονί του ο βασιλιάς κάθεται, διηγείται:
'Ολην την νύκτα αγρύπνησα μυριοσυλλογισμένος,
του Ρούσου και Οθωμανού μελέταα την αμάχη. 10
Στο αίμα εβουτήχθηκαν Ρούσοι και Οσμανλήδες
άλλου νικιέται ο Σταυρός, έπλασε αλλού τεράστια.
Τι μέλλει το βασίλειο μου τώρα κι αυτό να κάμει;
Σαν λάλησαν οι πετεινοί, βαριά αποκοιμιούμαι,
στον ύπνον μου και στες αυγές πολλά τα ονείρατά μου.
μου φάνηκε πως βρίσκουμουν στου παλατιού το μέρος, 15
όπου ζωγράφοι εικόνισαν τα εισόδια μου στ' Ανάπλι.
Λαός κυμάτιζε πολύς εις τα εικονισμένα.
Τα πρόσωπα εθαυμάζουμουν των θαυμαστών Ελλήνων,
που ατιλήδες ή πεζοί μ' εδιπλοχαιρετούσαν.
ήμουν στης νιότης τον ανθό, στα πρώτα παιδιακά μου. 20
Καθώς τες εύμορφες βαφές στέκουμουν κι εθωρούσα,
και χαίρουμουν στην εορτήν της παλαιάς ημέρας,
ζερβιά μου σαν και νόησα, οι ζωγραφιές κινιούνται.
Στρέφομαι και θωρώ ψηλά, τον Κυβερνήτη βλέπω
να παίρνει αέρα της ζωής, να του γελούν τα χείλη. 25
Στα μάτια του όλη έλαμπεν η χάρη της ψυχής του.
'Οπου 'μουν εκατέβηκε, με πιάνει από το χέρι.
εγώ δεν εφοβήθηκα. μ' ευχαριστεί η θωριά του.
με πόθον, πόθεν έρχεσαι; ευθύς τον ερωτάω.
Εις ώραν έρχεσαι καλήν, ν' ακούσω την φωνήν σου, 30
να μάθω δια το γένος μας, να κάμω τι συμφέρει.
Μήνες και χρόνοι επέρασαν ώσπου να ξετιμήσω
τα πάθη σου, τες αρετές, το κάλλος της ψυχής σου.
Φαρμάκι εις τα έργα σου χύσανε οι εχθροί σου.
αλλ' ο καιρός μ' εφώτισε, η χάρη της αλήθειας. 35
και ωσάν τ' αλάφι στα νερά τρέχει το διψασμένο,
φως από την σοφίαν σου τρέχω κι εγώ να πάρω.
Εκείνος αναστέναξε και απόκριση μου δίνει.
μητέρα και πατέρα σου γνωρίζω και τους δύο,
και να γεννήσουν άδικο τέκνο δεν ημπορούσαν. 40

'Ελα μ' εμέ και ακλούθα με του Χάρου εις τα βασίλεια.
Βοή ακούσθη κι αστραπή και σύγνεφο μας παίρνει,
γη και ουρανό περάσαμε, στ' άκρα της κτίσης πάμε.
Φθάναμε εις τείχη φλογερά του σύμπαντος στεφάνι,
και θύρα μια θεόρατη στέκει κλειστή εμπρός μας, 45
ήτον φτιαστή και λαμπηρή από σκληρό διαμάντι.
ο Κυβερνήτης μ' ευκολιά είδα να την ανοίξει.
Καθώς την άνοιξε, θωρώ χάος, σκοτάδι μέγα,
και μουγγητό, σαν άνεμος με κύμα να παλεύει.
Ο νους μου σαν κι εδείλιασε, και η καρδιά μου τρέμει, 50
ο σύντροφός μου ο καλός το νόησε και μου λέγει,
εις το κατώφλιο μου μιλεί της θύρας της μεγάλης:
- Στην άβυσσο σού γίνομαι ποδότης, μη φοβείσαι,
ξεύρω πως είσαι καρδιακλής, θυμήσου το Πενήντα.
οι Έλληνες που γνώρισες, κι άλλοι οπού δεν είδες, 55
εις το σκοτάδι το πυκνό κάθονται, λημεριάζουν
χάρη εζητήσαν του θεού και ο Ύψιστος το στέργει,
στα πρόθυρα να κάθονται Άδου και Παραδείσου.
Περνοδιαβαίνουν οι ψυχές κι αυτοί τες ερωτούνε,
μαθαίνουν δια το γένος τους και την γλυκειά πατρίδα. 60
θα σε ρωτήσουν, ρώτα τους, να πεις και να σου πούνε.
'Οσα 'τον απ' το χέρι μου εγώ να σου διδάξω
η ώρα του θανάτου μου η θλιβερή σου τα 'πε.
εγώ αγαπώντας τον λαόν κείτομαι σκοτωμένος.
Ας μη μας φεύγει ο καιρός κι ας μπούμε στο σκοτάδι. 65

- Μίαν απορία λύσε μου, παρακαλώ, πριν μπούμε:
Πώς θα διακρένω πρόσωπα στο φοβερό σκοτάδι;
Θ' ακούω τάχα τες μιλιές και ανθρώπους δεν θα βλέπω;
- Άκουσε την απόκριση και να σ' ευχαριστήσω:
Τα έρημα τα κόκκαλα τ' ανήλιο μνήμα λιώνει, 70
αλλά το φως του πνεύματος στο χώμα δεν χωνεύει.
αυτό θα 'ναι λαμπάδα μας, καλώς να τους θωρούμε.
Φυλάττει και το πνεύμα τους τον τύπον του κορμιού τους.
Κι άλλη απορία του πρόβαλα και με παρηγοράει:
- Μήνα σε χάσω στο πυκνό και θλιβερό σκοτάδι, 75
όπως εγώ 'μαι ζωντανός, και εσύ με μένα ομοιάζεις.
 
 
- Μάννα, μου αποκρίθηκε, δεν στέκει άγρυπνη τόσο
δια να βυζαίνει το παιδί, όταν την νύχτα κλαίει,
καθώς εγώ πλευρό - πλευρό μ' εσέ θα ταξιδεύω.
Διαβάζω εις τα σπλάχνα σου, ποθώ να σε βοηθήσω, 80
τες αγρυπνιές σου εχάρηκα, την συλλογήν σου είδα.
Πρώτος και ο δυνατώτερος είσαι της βασιλείας.
αν το τιμόνι που κρατείς με τέχνη κυβερνήσεις,
δόξα θα λάβει περισσή το Ελληνικό το γένος,
κι η δόξα του χλαμύδα σου θα σούναι στους αιώνας. 85
'Εχει το σκήπτρο σου ζωήν εις τιμημένα χέρια.

Μ' αυτά τα λόγια αφήσαμε την θύρα, άκρην του κόσμου.
Αλλά καθώς αρχίσαμε το σκότος να πατούμε,
μια λαμπυράδα ολόφωτη στον Κυβερνήτη εχύθη,
και γράμματα εσχημάτιζε το φέγγος το καθάριο. 90
'Αγιος, Άγιος, έγραφαν τα γράμματα τα θεία.
Σαράντα μίλια, σαν θωρώ, σχίζαμε το σκοτάδι.
Κι άρχισε σαν ανατολή ηλιού να κοκκινίζει.
'Ητον η λάμψις των ψυχών των φημιστών Ελλήνων.
Ξανοίγω λείψανα πολλά εις κάμπο ανθοστρωμένο 95
αχτίνες απ' τα λείψανα τες ερημιές φωτίζουν.
Δεν ήτον σώματ' άλαλα, ζωήν και κάλλος είχαν.
νέοι εύμορφοι και γέροντες μ' άρματα ματωμένα,
σημαιοφόροι μ' ανοιχτές σημαίες εις το χέρι,
ξανθά κοράσια, σαν αυγής τα δροσερά λουλούδια, 100
μαννάδες με κλαιούμενα βρέφη στην αγκαλιά τους,
γύρω μας εσταθήκανε, χαρά μεγάλη δείχνουν.
Αθώες ψυχές, εφώναξε, ακούω ο Κυβερνήτης,
που την γλυκειάν εχάσατε ημέρα της ζωής σας,
στ' Αϊβαλί και στα Ψαρά, Κασσάνδρα και στην Κρήτη, 105
στο Μεσολόγγι και στην Χιο, στην Κύπρον κι άλλους τόπους,
πολιτικοί και Ιερείς και του πολέμου άνδρες,
χαρήτε, να, σας ήφερα, δέτε τον βασιλιά σας!
'Ηλθε, δεν μένει μετ' εμάς, θ' αργήσει δια να έλθει.
μιλήστε του τι θέλετε, πιστρέφει εις το βασίλειο. 110
Ξεφωνητά, δάκρυα χαράς οι πεθαμένοι χύνουν,
καθώς ακούσαν του σοφού ανδρός την ομιλίαν.
Εις το βυζί τα ορφανά χαμογελούν κι εκείνα.
Βαμμένο το αχειλάκι τους με γάλα και με αίμα.
μικροί μεγάλοι μου μιλούν και κρατημό δεν έχουν. 115
Απ' το πολύ αλαλητό τι λένε δεν κατέχω.
μία ψυχή μπροστοπατεί σ' εμάς ανδρειωμένη,
πατόκορφα λαβωματιές είχε πυκνές στο σώμα,
είχε τα γένια σαν παπάς, ψηλό το ανάστημά του,
με την παλάμην του έδειξε σιγήν να κάμει ο κόσμος. 120
άφωνοι εγενήκανε, μόνος μιλεί εκείνος:
Αν εις τα ζώντα μου, ως γνωστό, αμάρτησα εις άλλα,
τον πόνον της πατρίδος μου σαλπίζουν οι πληγές μου,
πως τον Αιγύπτιο πολεμώ εις πεισματώδη μάχη.
μα τες σπαθιές που μ' έκοψαν, μιλώ και εις τους δύο, 125
καιρός δεν είναι, πέρασε, συμβούλια να κρατούμε,
και τα συμβούλια έπρεπε τετελεσμένα νάναι.
στεριάς το κράτος δυνατό νάναι και δια θαλάσσης.
Εις τούτο κεφαλώνονται οι νόμοι κι οι προφήτες,
κι όχι σ' ένα τρικάταρτο, σαποκαράβια πέντε 130
να καταντήσουν του λαού του Ελληνικού οι θυσίες.
ληστεία, πείνα και ατιμιά το γένος να μαραίνουν!
'Ηλεγε, και τα μάτια του βρύσες τα δάκρυα χύνουν.

Στα λόγια που ξεφώνησε, ο Κυβερνήτης λέγει:
- Εις τούτο αν καταντήσαμε, το ανάθεμα να στένεις 135
εις τες πολλές ανεμυαλιές των πρώτων της Ελλάδος. . .
Κι άλλα πως ήθελε να πει ο Κυβερνήτης μοιάζει.
οι αποθαμένοι εστέκονταν σιωπηλοί ν' ακούσουν,
όταν εφάνη ένα κορμί ενός αποθαμένου.
αγάλι - αγάλι περπατεί, τα γόνατά του τρέμουν, 140
η κεφαλή του με κλωστες ήτον χρυσές δεμένη.
Ως επερπάτειε ετρέμονταν να πέσουν τα κοψίδια.
Ποιος ήτον τον εγνώρισα, εράισε η καρδιά μου,
αλλά αυτός δεν μου μιλεί, στον σύντροφόν μου υπάγει,
κακόφωνα του ομιλεί απ' το βαμμένο στόμα: 145
- Αν ζούσες δεν θ' απόθνησκα το τέλος που 'χω δώσει
ν' ανάψω με το χέρι μου Χάρον του εαυτού μου.
μου φάνηκε πως πνίγονταν το σκάφος της πατρίδος,
μ' έδερναν και της άχαρης πενίας τα μαρτύρια,
έκαμα την απόφασιν, φίλοι, δικοί με κλαίουν. 150
θαρρώ κι αν συ τα ύστερα έφθανες γηρατειά σου,
τα όσα μας υπόσχουσουν θα ήτον τελειωμένα.
τα ορφανά θα κέρδιζαν τους κόπους των γονέων,
οι γέροντες ανάπαυσιν θάχαμε των κινδύνων,
χαιρόμενοι στο δείλι μας τους κόπους της αυγής μας, 155
θ' άνθιζε με την πρόνοιάν σου σαν άνοιξη το δάνειο.
Χάρου, ω Κυβερνήτα μου, κι εγώ εχθρός σου ήμουν,
άλλα κι εγώ σ' εγδίκησα με χέρι αιματωμένο.

Στρατηγέ Λόντο, μ' αδικείς, του λέγει ο Κυβερνήτης,
δεν χαίρομαι τον λυπηρόν θάνατον που 'χες δώσει, 160
διατί ποτέ δια τα κακά δεν χάρηκε η ψυχή μου.
τέτοιος που ήμουν ζωντανός είμαι κι αποθαμένος.
ομνύω, μα το τέλος σου και μα το ιδικό μου,
αφού και είδα του θεού την τόση ευεργεσία,
η μοίρα μου σ' αιχμάλωτη φυλή μ' έχει γεννήσει, 165
κι η χάρις του με ύψωσεν εις ύψος μεγαλείου,
σκηπτρούχων νάμαι εις συνοδειά μεγάλων βασιλέων,
και να βαραίνει η γνώμη μου του κόσμου εις τα συμβάντα,
έβαλα πόθο εις την καρδιά, άσβεστη πιθυμία,
ευεργετώντας το Έθνος μου να δείξω ευγνωμοσύνη. 170
'Εστησα δια σημάδι μου να είστε ευτυχισμένοι.
Αυτό θα θέλει ο Ύψιστος κι οι άγιοι του αγώνος.
Η αϋπνιά ήτον ύπνος μου, παρηγοριά ο κόπος,
και να τιμήσω τα λευκά μαλλιά της κεφαλής μου.
Δεν νόμιζα κι άλλος κανείς σαν μένα να γνωρίζει 175
το δίκαιο της πατρίδος σας και τα συμφέροντά της.
δεν σου τ' αρνούμαι, στρατηγέ, μ' είχε κι αδημονία
να με ποτίζετε χολή, αντί αγάπης τόσης.
Αλλά τι κλαίμε στα παλιά σαν οι μοιρολογήστρες;
Τα περασμένα απέρασαν, τα μέλλοντα ας ιδούμε. 180
εγώ και εσύ εγεννήθημεν εις άστρο αιματωμένο.
'Ελα στο βασιλέα μας λόγια καλά να πούμε,
καθένας με τη γνώμη του τον νου του να φωτίσει.
 
Απομιλώντας τον θωρώ στον Λόντο και πλησιάζει.
Θυμήθη το φιλάνθρωπο της πρώτης του επιστήμης. 185
Του δένει τ' άχαρα δεσμά στην δόλια κεφαλή του
την καλοσύνη εθαύμασα και στους νεκρούς φωνάζω:
Ακούσετε τα ορφανά, οι γέροντες κι οι νέοι,
υστερηθήκατε πολύ, στερούμενοι τον άνδρα.
Νέος εγώ τον γέροντα πώς να αναπληρώσω, 190
εις έργα που ασπρομάλλιασε ειρήνης και πολέμου!
Ωστόσο αρχίζουν οι ψυχές όλες να μου μιλούνε,
ποια μούλεγε: το σύνταγμα πρέπει να εξορίσω.
το εμποδίζει έλεγα ο όρκος πούχω δώσει.
άλλοι, ν' ανοίξω πόλεμον, στον Όλυμπον ν' ανέβω, 195
τώρα που ο Ρούσος μάχεται του Τούρκου το βασίλειο.
Δεν μας αφίνουν, απαντώ, οι άλλοι βασιλιάδες.
χίλιες μου δίνουν συμβουλές, καμιά γερή δεν μοιάζει
μούπαν κι εθνοσυνέλευσιν νέαν να συγκαλέσω.
λέγω τους πως σημαντικήν ωφέλειαν δεν ξανοίγω. 200
Λόγια πολλά φορτώματα, χιλιάρμενο να πνίξουν
η γνώμη τους κυμάτιζε, σαν το θαλάσσιο κύμα,
όταν ανέμοι προμηνούν χιονιά και κακοσύνη.
 
Σηκώθηκε ένας γέροντας, βροντόφωνη η λαλιά του,
ήτον απ' την Καρύταινα, ο γέρος στρατηγός της, 205
στον Κυβερνήτη εστράφηκε γνώμη καινούργια λέγει:
'Ολοι μιλούμε, δεν μιλείς, πούσαι καλλίτερός μας;
Μήνα σε καίει ο καημός, σε παίρνει και υποψία
που όλοι πιστοί δεν φάνημεν στα λόγια της ζωής σου;
Φοβείσαι μήπως δεύτερα φθόνος κι εδώ κυριεύσει; 210
Μην ομιλήσεις, και εγώ το ασύμφωνο θα καύσω.
- Φίλε μου γέρε, μίλησε, εκείνο; απεκρίθη,
στόλισε και με εύμορφο μύθο την συμβουλή σου,
δια να νοήσουν οι μικροί, να ιδούνε κι οι μεγάλοι.
Ο στερνός μύθος, που έπλασα, ήτον στο σκοτωμό σου. 215
Ακούστε τώρα τι λαλώ, ακούστε τι προβάλλω.
Πρώτα τον Κυβερνήτη μας πολύ ευχαριστούμε,
που ήφερεν εις τες ψυχές τον σεβαστό Μονάρχη,
ν' ακούσει από το στόμα μας την καθαρήν αλήθεια.
Δεύτερα τι γνωμοδοτώ προσέχετε με απάθεια. 220
Συχνά με τους προπάτορας και σμίγω και με σμίγουν,
διδάσκομαι τα παλαιά, τα νέα τους μαθαίνω.
Είναι σοφοί, ως ξεύρετε, κι ως τέκνα τους μας έχουν.
Να τους παρακαλέσομε τη γνώμη τους να πούνε.
Επιτροπή πενταμελή ή τριμελή να στείλουν, 225
εις τέτοιας ώρας κίνδυνον το γένος να βοηθήσουν
προτείνω να τους στέλομε τον γέρο Βαρδαλάχο
πούναι καλός Ελληνιστής, φίλος του Ξενοφώντος,
μην πάει κανένας από μας και λαθεσθεί η φωνή του.
Εκείνοι εδώ συχνόρχουντο, τώρ' άργησαν να έλθουν. 230
Στου γέροντος εχάρηκαν όλ' οι νεκροί τα λόγια.
Ο Βαρδαλάχος με σπουδή τα ρούχα του τινάζει
βρεμένα και πολύ βαριά απ' το θαλάσσιο μνήμα,
λησμόνησεν από χαράν το τέλος το πικρό του,
τον κυβερνήτη εκοίταξε, και τούπε δια να πάει. 235
Μόλις πεντέξη βήματα ο γέρος είχε κάμει,
και τρεις άνδρες εφάνηκαν ηλιοφωτοχυμένοι,
έλαμψαν φως πλιο ζωηρό τα ακοίμητα σκοτάδια,
όχι μακρά εσταμάτησαν, κι ακούετο η φωνή τους.
Οι δυο στα λόγια μάχονται, τους ημερώνει ο τρίτος, 240
καταμεσής τους έστεκε, να μην ελθούν στα χέρια.
Ο ένας ήτον με χρυσά άρματα λαμπροφόρος,
ρομφαία ζώνει η μέση του, στο χέρι το κοντάρι,
άστραφτε στο κεφάλι του μια περικεφαλαία,
πούχε πετράδια ατίμητα, άστρα στο μεσονύκτι. 245
το κάλλος του προσώπου του δεν θάγραφε ζωγράφος.
Η κεφαλή του ήτον γυρτή ολίγο εις τους ώμους.
Ο άλλος ήτον με λευκόν χιτώνα ενδυμένος,
και με φωνή αγγελική έψαλε, ως σας λέγω:
"Πώς βασιλεύς και τύραννος εχθρός ελευθερία" 250
"πώς βασιλεύς και τύραννος τοις νόμοις εναντίος;".
Ο μεσινός σαν φρόνιμος, πολύ τους νουθετούσε:
Ντραπήτε μεγαλόψυχοι, τα εγγόνια σας ντραπήτε.
δεν παύει ο Χάρος άχαρος την έχθρα των καρδιών σας!
 
Ακούμε κι ο πολεμιστής απόκριση του δίνει: 255
Δάσκαλε του δασκάλου μου, μην πεις να υποφέρω
τον ρήτορα που τους ρηχούς στόλιζε στοχασμούς του
μ' εύμορφα λόγια και πολλούς πλάνεσε των Ελλήνων.
Κάλλιο πολύ σου ταίριαζε, άκριτε Δημοσθένη,
στους βράχους να παραμιλείς, να δέρνεις τ' ακρογιάλια, 260
παρά να σύρεις στην σφαγήν τους νέους της Αθήνας.
Δήμιε! καθώς τους έβλεπα στον πόλεμον να πέφτουν,
έτρεχε με το αίμα τους το αίμα της καρδιάς μου,
τόσο η ανδρεία τους μ' άρεσε και τόσον τους λυπούμουν!.
Για δέτε το μπουμπουνητό της κούφιας κεφαλής του! 265
Εθάρειε γη και ουρανός και βασιλείες και έθνη,
από Ιλισσό εις Κηφισσό να 'ναι περικλεισμένα,
κι όταν εγώ πολέμαγα θηρία και ανθρώπους,
της γλώσσας το φαρμάκι του δεν έπαυε κατάρες.
Μάθε κι η βασιλεία μου δόξα Ελλάδος ήτον, 270
άπλωσα της σοφίας της το φως στην οικουμένη,
ήμουν προφήτης μ' άρματα, θείας προνοίας τέκνο,
του σταυρωμένου του Θεού, άνοιξα εγώ το δρόμο,
έσμιξα δύση, ανατολή, κι εγίνηκε το θαύμα,
και η ρομφαία που βαστώ έχει μεγάλη χάρη. 275
Είπε κι εβροντολόγησε την χέρα του εις την σπάθα.
ο Δημοσθένης, και αυτός κακά του απηλογέται.
να μην παραλογείς πολύ, υιέ Διός μεγάλου!
Στα γεννητάτα σου ασχήμια φέρει η παραλογιά σου.
λησμόνα ότι ήσουνα θεός, κι άνθρωπος ακούσέ με. 280
σ' εσένα και στον Φίλιππο ήμουν εχθρός και είμαι
δεν σβένουν τ' άδικο ποτέ αιώνες και αιώνες.
Κι οι δυο να βασιλεύσετε θέλατε στην Ελλάδα.
Είναι θεμέλιο αρετής ελευθερία και νόμος.
σας κοίταξα, σας νόησα και άναψε η καρδιά μου. 285
Φλόγα πολέμου έχυσα στα στήθη των Ελλήνων
μην πεις πως νικηθήκαμε, εσύ 'σαι ο νικημένος.
Φονιά του Παρμενίωνος, Κλείτου και Καλλισθένη!
'Ηθελες να σε προσκυνούν τα τέκνα της Ελλάδος;
Το απαλό το σώμα σου δεν πνέει ευωδίες, 290
μυρίζει από τα αίματα των φίλων σου χυμένα.
θηρίο, καθώς ήσουνα, θρέφουσουν μες στους φόνους.
εσένα που με τη βροντή και μ' αστραπή στο χέρι
ζωγράφιζαν οι κόλακες της μέρας σου ζωγράφοι.
Ξεύρεις πως τα Ολύμπια σου δεν σ' έσωσαν προσόντα 295
από τη μέθη του κρασιού ζωήν σου να μη χάσεις!
Ξεζώσου αυτά τα άρματα, που ζώνει το κορμί σου.
Ελληνικά είναι άρματα, και συ Περσιάνος είσαι.
από τη θήκη το σπαθί ο Μακεδόνας σέρνει,
όταν ωργίσθη ο Πλάτωνας και λέγει και στους δύο: 300
- Δια του Θεoύ τους οικτιρμούς τ' είν' τα καμώματά σας!
Από πολλούς σας διάλεξα εγώ στην συντροφιά μου.
Μονάρχης και πολεμιστής ο ένας ξακουσμένος,
ο άλλος γενναιόψυχου πολίτου να 'ναι εικόνα.
Να πούμε λόγια φρόνιμα εις τον σκηπτρούχον νέον 305
το παλαιό το γένος μας που τώρα βασιλεύει.
να μας γνωρίσει θέλετε πρώτη φορά μ' αυτά σας;
Ποια χάρη η ομιλία μας θάχει στην ακοήν του;
Δεν βλέπετε αθεόφοβοι, πως απ' αυτόν τον έναν
κρέμεται δόξα και τιμή του κράτους των Ελλήνων; 310
 
Στα λόγια αυτά του Πλάτωνος κι ο δύο εκαταλαγιάσαν
με πρόσωπο γελούμενο και οι τρεις σ' εμένα ήλθαν,
τον Κυβερνήτη χαιρετούν και εκλεκτούς τους άλλους,
εγνωρισθήκανε καλώς, ποίοι κι οι τρεις να ήτον.
Ο Πλάτωνας γλυκόφωνα να μου μιλεί αρχίζει 315
όπου 'ναι ο τάφος του Σκουζέ και του σοφού του Μύλλερ
χρόνους πολλούς εδίδαξα τους νέους της Ελλάδος.
καθήμια ακόμη τον καλούν τον εύμορφον τον τόπον.
Νέος και εσύ, τα λόγια μου με προθυμία ακροάσου.
τρία η βασιλεία σου πρέπει να έχει τέλη: 320
Τα έθνη και τους βασιλείς φίλους σου να κερδίσεις
το κράτος εσωτερικώς καλώς να θεμελιώσεις
να διώξεις τον αλλόφυλλο απ' την Ευρώπη πέρα.
αν θέλεις όμως ως βαθιά το πράγμα να εξετάσεις,
τα δύο τα ζητήματα το μεσινό τα λύει. 325
Αν βρίσκεται το κράτος σου καλώς οργανισμένο,
τους βασιλείς τους κέρδισες. ή και αν κακογνωμούνε,
πίστευε και η κακία τους πολύ δεν κατορθώνει,
και μισθωτός προδότης τους τον θρόνον σου δεν βλάπτει.
της βασιλείας σου ο σκοπδς ο τρίτος ο μεγάλος, 330
σαρκώνεται απ' τον δεύτερο, παίρνει ζωήν και λάμπει.
Δια να διαδώσεις φως ζωής, πρέπει ζωήν να έχεις.
το κάλλος και η δύναμις γέννημα είναι υγείας,
σίδερο βάλε στην καρδιά και χάλκωμα στα στήθη
τα όσα μέλλει από μας ακόμη δια ν' ακούσεις. 335
'Οταν κυριεύει εγωισμός, και όχι πατρίδος πόνος,
θηριομανεί πως έσωσε κανένας την πατρίδα,
και προς αντιμισθίαν του θέλει αυτήν να φάγει.
του Δεκαλόγου τους χρησμούς καταπατεί ο κόσμος.
άλλο δεν είναι μυστικό προς σωτηρίαν του κράτους 340
ειμή σοφός και δυνατός να γεννηθεί μονάρχης.
Κέντρον είναι δυνάμεως η άκρα εξουσία,
παράδειγμα 'ναι αρετής, βασιλική η χάρις.
Δέσε εις την παλάμην σου τους χαλινούς του κράτους,
και μην αφίνεις τα λουριά ν' αεροκυματίζουν. 345
φόβητρο και της ηθικής κοινής να μην φοβείσαι,
κυβέρνα με ηρωισμόν στας φρένας και στο έργον.
Σωτήρας φέρνεις πρόσωπον, κράτειε καλά στον νουν σου.
Διάβασε και το τέταρτον των Νόμων μου βιβλίον,
να ιδείς ακόμη πλιο ανοικτά το τι σου παραγγέλνω. 350
Θα ιδείς πως και φρονήσεως και δίκιου και ανδρείας
πλήρωμα θέτω αρετής την παινεμένη εγκράτεια,
ζυγός των τρίων αρετών, καλόν καρπόν να δώσουν.
Δικαιοσύνης πλησμονή, φρονήσεως και ανδρείας
στρέφει εις το ελάττωμα, ζημία το καλό τους. 355
εγκράτεια είναι χαλινός ατιού εις τους πολέμους,
του κυβερνάει τον θυμόν το σίδερο εις το στόμα.
θυμήσου πως κι ο φίλος μου, δικός μου και δικός σου,
ο Σέλιγκ, σου παρήγγειλε λατρείαν σωφροσύνης,
όταν σ' αποχαιρέτησε στον πρώτον μισευμόν σου. 360
Το σώφρον και το εγκρατές χάριν σημαίνουν μίαν.
χαίρου χαράν, σου ευχόμεθα οι τρεις, και ευτυχίαν".
Αφού και απωμίλησε, κι οι τρεις μαζί μισεύουν.
Τον Κυβερνήτη έπιασα στο χέρι και ερωτώ τον:
Τι λες σ' αυτά που ήκουσα; συλλογισμόν μου φέρνουν! 365
- Όλα σου τα 'πε φρόνιμα, τους άνδρας να τιμήσεις.
της εγκρατείας τον θησαυρό σου διπλοπαραγγέλνω.
 
Το όνειρό του ο βασιλιάς, ως γράφω διηγείτο
στον θάλαμο του ύπνου του, καθήμενος εις θρόνον.
διέκοψε την διήγησιν, να ανασάνει ολίγο. 370
του παλατιού όσοι έντεσαν ακροαταί, ως είπα,
και έκθαμβοι και άφωνοι θαυμάζουν τ' ακουσμένα.
Πίσω των άλλων έστεκε και ο Πολωνός Ταλίνσκης,
έτυχε στο βασιλικό γραφείο να νυχτερεύει,
να ερωτήσει επιθυμεί, αλλ' άτολμος οκνεύει, 375
με ποίον ήχον μουσικής, με ποίαν αρμονίαν
παιάνισε τους στίχους του ο ρήτωρ Αθηναίος.
Ο Πολωνός της ψαλτικής είναι εραστής αρχαίας.
Μονάχη η βασίλισσα τα χείλη της ανοίγει,
το στόμα που τριαντάφυλλα και χάρες πνέουν τόσες. 380
Αν είδες βασιλέα μου, πες μου, τον ερωτάει,
τον Υπουργό που εσκότωσαν ομπρός των οφθαλμών μου,
Απ' το παλάτι αγνάντευσα, τον είδα ματωμένον.
Τι σου 'πε βασιλέα μου, ποθώ πολύ να μάθω.
'Εχε, της λέγει, υπομονή, θ' ακούσεις και θα μάθεις, 385
Αλλ' άφησε με την σειράν να ειπώ τα ιδωμένα.
Ο Κυβερνήτης μου μιλεί, το λόγο του αποσώνει.
Είναι καιρός επιστροφής, ο ήλιος πάει να φέξει.
Οράματα και ακρόαμα θύμου καθώς ξυπνήσεις.
'Οσα μου λες τα δέχομαι μ' αγάπη, του απαντάω, 390
αλλά και ακόμη αν ημπορείς μίαν χάρη σου ζητάω.
Μου 'πες πως εις τα πρόθυρα Άδου και Παραδείσου
θα ιδούμε τους αγωνιστάς της φημιστής Ελλάδος.
θαρρώ λοιπόν πως απ' εδώ πολύ μακρά δεν θα 'ναι
αυτες οι δύο οικοδομές της πρόνοιας του Υψίστου, 395
της δόξας και σοφίας του και της πολλής του αγάπης,
κάμε να ιδώ καλλίτερα, σοφή να μάθω αλήθειαν,
να λείψει από τας φρένας μου γνώμης αμφιβολία,
να δίδω φόβο στους κακούς, στους εναρέτους θάρρος".
Την πεθυμιά μου εξέφρασα, χαίρεται ο Κυβερνήτης 400
στο μέτωπο μ' εφίλησε, πατέρας μου σα νάτον.
μια ηδονή εχύθηκε στα μέλη του κορμιού μου,
χαρά δεν εδοκίμασα τόση ποτέ στον κόσμο,
πάλι σαν κι ελυπήθηκε, και μου μιλεί ως θ' ακούστε:
Μοιάζει και σαν αβέβαιο στον νουν σου κυματίζει 405
κρίσις καλού, κρίσις κακού και μέλλουσα μία ζήση.
Ελπίδος φως Ελληνικής, πρόσεχε στη φωνή μου
αν δοκιμή είναι καλή θνητού φρονίμου ανθρώπου
να έχει εις τα έργα του αρχή, μέση και τέλος,
σημάδι νάχει το καλό, θεμέλιο δικαιοσύνην, 410
τάχα ο Ύψιστος Θεός και αυτουργός σοφίας
την τάξη αυτήν την παινετήν δύνατο να παρέβει;
Τον άνθρωπο πλαστούργησε, χάριν νοός του δίδει,
άναψεν εις τα στήθη του ακοίμητη λαμπάδα,
το φως της συνειδήσεως, - και σκήπτρο ελευθερίας, 415
καλό να πράττει ή κακό, του έστησε στο χέρι.
Θεός ο παντοδύναμος, πανόπτης, δικαιοκρίτης
καλό οφείλει εις τον καλόν και τιμωρίαν στον πταίστην,
αξίαν το ελεύθερο και παραξίαν μορφώνει.
η μοίρα η ανθρώπινη στην γην δεν έχει πέρας, 420
το ευαγγέλιο εφώτισε ζωήν και αφθαρσίαν.
'Ελα ν' ακούσεις και να ιδείς τα θεία τα μυστήρια".
 
Σαν το γεράκι το άγριο χουμά ν' αρπάξει ορνίθι
με τόση, μου εφάνηκε, κινούμε ογληγοράδα.
από το χέρι με κρατεί, εις χώμα δεν πατούμε. 425
Σαϊτα σαν πηγαίναμε, από ζερβιά μου ακούω,
κλαψομανιό, φωνές πολλές, κουδουνητό αλύσσων,
γλώσσες φωτιάς υψώνονται, πυρός πελάγη αφρίζουν,
στην φλόγα ανθρώποι κολυμβούν, με το στοιχείο παλεύουν,
το πυρ που χύνει τους αφρούς και λόγια γαργαρίζει. 430
παίρνει τ' αυτί μου τες μιλιές και ήτον κακιές βλασφήμιες:
- Ανάθεμα τους αίτιους μας, πατέρα και μητέρα,
να μη είχε φέξει αυγερινός, να 'χε καεί η κτίσις,
παρά που γεννηθήκαμε στον ήλιο της ημέρας.
Εχάθηκε! αγέννητοι να ήθελε βρεθούμε! 435
Στάσου, τα βλέπω, ξήγα μου, στον κυβερνήτη λέγω.
- Εις τα καμίνια που θωρείς καίονται ψεύτες, κλέφτες,
όσοι μ' ανόσια άρματα δικαίους πολεμούνε,
τα έθνη, σαν και τους θνητούς, το πυρ τα βασανίζει,
όσοι και την πατρίδα τους επρόδωσαν δια αργύρια, 440
όσοι στους ευεργέτας τους αχάριστοι εφανήκαν,
όσα 'ναι αμαρτήματα που καταριέται η πίστις,
στα δεσμωτήρια που θωρείς αιώνια, τιμωρούνται.
Βεβαίως, τ' αποκρίθηκα, θάρρευσα και του λέγω:
Εδώ 'χουν και την κλίνην τους φονείς και συνωμότες, 445
που την πολύτιμον κλωστήν έκοψαν της ζωής σου.
θαρρώ πως θάτανε πολλοί. τους έμαθες; τους ξεύρεις;
Τέτοιο ποτέ ανοσιούργημα οι δυο δεν θα τολμούσαν.
- Μη με λυπείς, μου απάντησε, θυμώντας με ποιοι ήτον.
κάλλιο εις την παράδεισον τους οφθαλμούς σου στρέψε. 450
απ' την δεξιά μου με κρατεί και το δεξί του χέρι
δεξιά μας την παράδεισο μου δακτυλοδεικτούσε.
Φθάνομε. Πώς να σας ειπώ τα μάτια μου τι είδαν.
Ψαλμούς ακούω μουσικής, που του κυμβάλου η χάρις
άρπας φωνή γλυκόφωνη και κορασιών τραγούδι, 455
θα 'τον αρκούδας φωνητά, μοιρολογήστρας κλάιμα.
'Ελαμπε και υπέρλαμπρο το φως της παραδείσου,
που όποιος φωτεινότερος ήλιος στην γην αστράφτει
τυφλής νυκτός θα ώμοιαζε σκοτίδι πυκνωμένο:
Αγγέλοι δισκοπότηρα στα χέρια τους κρατούσαν, 460
άλλοι κρατούνε θυμιατά, παλαιάν Γραφήν ή νέαν,
εις μέγα δισκοπότηρο ήτον Χριστού το αίμα,
ήτον εις άλλα πλιο μικρά μαρτύρων και αγίων.
'Ητον και ωραίος άγγελος τα μάτια δακρυσμένος,
του Κυβερνήτου εκράτουνε το αίμα το αθώο. 465
Ελληνικά είδα αίματα πολλά εις χέρια αγγέλων.
Εις λάμψιν ακτινοβολής στην μέσην των αγίων,
θωρώ πατέρα και υιόν στην μέσην τ' άγιο πνεύμα.
Το περιστέρι το άγιο, χρώματα χίλια δείχνει
εις τα φτερά του τ' ανοικτά, στην χάριν του λαιμού του. 470
Το χέρι μου ελευθέρωσα απ' τον καλό οδηγό μου.
Γονατισμένος έπεσα, δέομαι στην Τριάδα:
"Θεία Τριάς και αμόλυντη, αγέννητη και αιώνια,
δόσε μου φώτιση καλή λαούς να κυβερνήσω,
ν' απλώσει και το σκήπτρο μου εις την Ελλάδα όλην. 475
Το σκήπτρο, που μου χάρισε η χάρη σου η μεγάλη!"
το περιστέρι μου μιλεί, αρχίζει κιλαδώντας.
φωνή ανθρώπου και αηδονιού εσμίγουτον εις μίαν
άκουσε, βασιλέως υιέ, και βασιλιάς ο ίδιος,
είναι ο κόσμος λογισμός ακοίμητος του Πλάστου, 480
οργή την βασιλείαν σου Θεού την βασανίζει,
αφού στη θύρα του ναού όσιος ανήρ φονεύθη.
Της γης μαραίνει τους καρπους η θεία τιμωρία,
ασχυμοσύνη και αλαλία θνητών στας φρένας χύνει.
είναι λουτρός των ανομιών της μετανοίας το δάκρυο, 485
η λύπη την διόρθωσιν θα φέρει στες ψυχές σας.
Θυμιάσετε τους άγιους, ν' αγιάσουν και άγιοι νέοι,
και τότε στο βασίλειο σου μέλλει καλό να ελπίσεις,
μάχου εις τιμήν κι εις αρετήν να προσπερνάς τους άλλους.
Καθώς και με το σκήπτρο σου πρωτεύεις στον καθένα. 490
Μην σε δειλιάζει βόλι εχθρού, κρυφή δολοφονία.
εχάθηκαν, απέθαναν αυτοί που γύρω βλέπεις.
Αν είσαι δίκαιος, άδικος τάχα πώς είσαι ομοιάζεις;
Τρυγάς τον εντελέστερον καρπόν δικαιοσύνης.
άξιζε να 'σαι βασιλιάς μεγάλης βασιλείας, 495
και να γενείς του Ύψιστου κοίτα θεού το νεύμα.
Χριστιάνευσε τον Οσμανλή, η πρόνοια του το στέργει.
είπε, σιγάει την εύμορφη φωνήν του το άγιο πνεύμα.
κλίνει τα ουράνια βλέφαρα θεός ο παντοκράτωρ.
το θέλημά του ετίμησε του Πνεύματος τα λόγια, 500
από χαράν εδάκρυσεν ο εύσπλαχνος υιός του,
άγγελοι ψάλλουν και άγιοι "δόξα θεώ εν υψίστοις,
ειρήνη, καλή θέλησις στο γένος των ανθρώπων"
η τρομερή που ήκουσα αγγελική αρμονία
μου φάνη πως μ' εξύπνησε απ' το βαθύ όνειρό μου. 505
από τον πόθον της χαράς αποκοιμιούμαι πάλι.
Να μην είχα αποκοιμηθή! να ήθελε ξυπνήσω!
Μάθετε πως τελείωσε η αυγινή οπτασία.
Ζητάω με τα μάτια μου να ιδώ τον Κυβερνήτη.
Τονέ θωρώ πλησίον μου, σιμά του άγιος ήτον. 510
ήτον με διάδημα χρυσό ο μέγας Κωνσταντίνος.
τον είδα, τον εγνώρισα απ' τα Κωνσταντινάτα.
πολλά κι οι τρεις μιλήσαμε δια την χριστιανοσύνην.
την θαυμαστήν εθαύμαζεν ημέρα ο Κωνσταντίνος
που των Ελλήνων τ' όνομα δόξασε εις τα έθνη. 515
Αν κάμεις ότι σου λαλώ, ο Άγιος μου είπε,
το σκήπτρο μου, τον θρόνο μου, την Αυτοκρατορίαν
τα παραδίδω εις εσέ, ως κληρονόμον γνήσιον.
'Ωρα αναχωρήσεως, μου λέγει ο Κυβερνήτης,
σοφίας ανθρώπου κα θεοό όσ' άκουσες σου φθάνουν. 520
 
Τον δρόμον όπου ήλθαμε γυρίζομε απ' τον ίδιο.
τα πέλαγα επεράσαμε π' αφρίζουν τες βλασφήμιες,
και των ηρώων τες ψυχές πλησιάζαμε να ιδούμε,
όταν εμπρός μας στάθηκαν στοιχειά, ανθρώποι δύο.
'Ητον ζωσμένοι με φωτιές κι εφαίνουτον μεγάλοι. 525
Καθένας εις το δίκτυ του αιχμάλωτος θρηνείται
τες σάρκες τους εδάγκαναν, τα κρέατά τους τρώγουν:
Αφού τα εκατάπιναν μεταγενιούνταν πάλε.
δίδουν θροφή τα δάκρυα τους στην φλόγα που τους καίει.
Και, σταματήστε, μας μιλούν, κλαίοντας μας φωνάζουν 530
ποιοι είσθε σας γνωρίζομεν, σας έχομεν ανάγκην.
ο Κυβερνήτης και εγώ αμέσως σταματούμε.
- Ω βασιλέα, μου μιλεί ο νεώτερος των δύο,
δια όσους αγαπάς πολύ, και δεν είναι παρόντες,
νάχει κι η βασιλεία σου τιμή και μεγαλείο, 535
φωνήν κι αν ήκουσες καλήν, από τους θείους αγγέλους
παρακαλούμε ικέτευσε δια μας τον Κυβερνήτη,
να συγχωρήσει το κακό πούχομε γεναμένο
φίλος μας ήσουν μια φορά και συ ο Κυβερνήτης,
θεώρησε τα πάθη μας, κρίνε τα βάσανά μας. 540
αλλά, σου το ομνύομεν, οι λαύρες που μας καίουν
δεν έχουν την δριμύτητα του πόνου της καρδιάς μας,
δια τ' άδικο που κάμαμε εις φίλο και πατέρα
και της φυλής μας χύσαμε το φως των ομματιών της.
τους δύο που σε φονεύσαμε βλέπεις ορθούς εμπρός σου, 545
τον Άδην ημερώσαμε κι ήλθαμε να σ' ευρούμε.
Ελέησέ μας και εσύ, δέξου την δέησή μας,
ρίξε δροσιά στα πάθη μας, τον φόνο συμπαθώντας,
αν σώζεις εις τα στήθη σου την πρώτη αγαθοσύνη.
Ρονιές τα δάκρυα έχυνεν είδα ο Κυβερνήτης, 550
μαζί του και εγώ έκλαια, κι οι άλλοι δυο μαζί μας,
κι οι τέσσαροι εκάναμε μια θλιβερή αρμονία,
που ήτον διαφορετική από την ακουσμένη
στα άγια και φωτεινά λημέρια των αγγέλων.
Αν δεν σας ξύπνησε θαρρώ το κλάιμα που 'χα κάμει 555
ήτονε θέλησις Θεού δια να μη με ξυπνήστε
κι υστερηθώ το μίλημα του δολοφονημένου.
Εκράτησε τα δάκρυα του και λέγει και στους δύο,
(όμοιαζε σαν τρεμάμενη η εύμορφη φωνή του:)
- Στη σπλαγχνική καλόβουλη καρδίαν του βασιλέως 560
κανένα ευκολώτερο παρ' ό,τι επιθυμήτε.
ούτ' εις εμέ ευκολώτερο στο λόγο του να στέρξω.
Αλλά συλλογισθήκατε το ανδραγάθημά σας;
Δεν εσκοτώσατε άνθρωπο, το κράτος εσκοτώστε.
εις το τιμόνι εκάθουμουν, ναύτης απλός δεν ήμουν. 565
Σας φύλαγα απ' τα κύματα, ν' αράξουμε εις λιμένα,
δεν ημερώνει το κακό, και αν αγαπηθούμε.
όταν με βία καταστροφή της εξουσίας το κύρος,
πλακώνουν μύρια τα κακά, το δίκιο ναυαγίζει,
οι μεινεμένοι οπίσω μας το έχουν δοκιμάσει. 570
Εις τον εμφύλιο πόλεμο, στην αρπαγή, στους φόνους
άφαντοι εγενήκανε οι κόποι των Ελλήνων.
Δεν είδαν τες θυσίες μας νεόφερτοι ανθρώποι
είθε κι οι βραδυγέννητοι απ' τους ομογενείς μας
αιτίαν να μην έχουνε εμάς να καταριώνται! 575
Η βλάβη να θεραπευθή μες νέες ευτυχίες!
Και να μη βόσκει το κακό που 'χετε φυτευμένο!
Κι εμέ να συγχωρήσουνε π' άφοβος περπατούσα,
χωρίς να βάνω μέριμνα φονέως εις τον νουν μου!
'Αδικοι! που το καύχημα το κάλλιο της ζωής μου 580
εις αμαρτίαν εγράφατε κι εκαίατε την καρδιά μου!
Τολμούν εμένα να καλούν προδότη οι προδότες!
Του Λεοπόλδου όσα μιλώ και όσα γραμμένα τούχω,
(Μάρτυς μου να 'ναι ο Θεός κι οι φρόνιμοι του Έθνους).
Δηλούνε. Γίνου βασιλιάς Έλληνας, και όχι άλλο. 585
και βασανίζω το παρόν, το μέλλον να ωφελήσω,
Ξεύρω πως σαν λαλούμενα, ξένη πνοή τα παίζει,
ανόσιον ήχο εψάλατε, ζημίαν της φυλής σας.
Νόμος αγάπης ήτανε στα σπλάγχνα μας γραμμένος
ενός δενδρού και μιας φυλής κλαδιά καρποί και άνθη. 590
εγώ δεν τον αθέτησα, θεός και γη ας το πούνε.
Την αδικίαν των έχθρων θα την νικούσα μόνος,
και σώους θα σας άραζα εις ασφαλή λιμιώνα.
Ποιοι σας εκεντούσαν γνώριζα, την πλάνην σας λυπούμουν.
Αλλά δεν επαντήχαινα φονέων κακοσύνη. 595
Με το δικό μου φονικό πολλούς εθανατώστε,
και ατιμίαν εσπείρατε στο γένος των Ελλήνων.
Κλαίουν οι δύο του φονείς, μιλεί ο ένας πάλι:
- Να 'μαι, εγώ σε φόνευσα και ο θείος μου που βλέπεις.
τα φλογισμένα χείλη μου είναι αυτά τα ίδια, 600
που το πιστόλι εφίλησαν και τόδωσαν στα χέρια
τόδωκα και τ' αφιέρωσα στον πρέσβυν του Φιλίππου
με το φιλί σου λούσε μου τα χείλη τα μιασμένα.
από το εθνομίσητο φιλί του πυροβόλου.
Δείξε την εύσπλαχνη ψυχή στα ζώντα σου που είχες. 605
 
Βλέπω και τες αγκάλες του ανοίγει ο Κυβερνήτης
το αδελφικό το φίλημα στα χείλη τους να δώσει,
όταν μακρόθεν, σαν βροντή, άγρια φωνή ακούσθη.
Νέος ξανθός και γαλανός, ψηλός το ανάστημά του,
αγκομαχώντας έτρεχε, φωνάζει απελπισμένα. 610
μου φώναξε, την άνασσα, ρώτα την Αμαλίαν.
Εννιά ήμερες πέρασαν από τον μισευμόν σου.
Την Αμαλίαν ρώτησε, την Αμαλίαν ρώτα.
Το όνομά σου, ως ήκουσα, συμβία ποθητή μου
σαν κίνδυνος μου φάνηκε βαρύς σε κινδυνεύει. 615
Και τρομασμένος ξύπνησα κι είδα εσάς ομπρός μου
η αγάπη σου μ' εξύπνησε, και όχι του άδου οι φλόγες.
Στα μάτια της βασίλισσας τρέμει γλυκό το δάκρυ,
μοιάζει του Μάη η δροσιά στα ευωδικά λουλούδια,
λύπη κυριεύει και χαρά την συνοδείαν όλην 620
δια τ' όνειρο π' ακούσανε, κι άφωνοι συλλογιούνται
τον λόγον του απόσωσεν ο βασιλιάς και είπε:
Πιστεύω τα ονείρατα, θεόθεν τ' όνειρό μου,
το πού 'ν το δίκιο εγνώρισα και ο σκοπός του γένους,
ή θε να ζήσω βασιλιάς μεγάλης βασιλείας, 625
ή οι λαοί μου μάρτυρα θα με δοξολογήσουν.
 
'Ητον ο μήνας τρυγητής, ο μήνας ο αφράτος,
που τ' όνειρόν του ο βασιλιάς, καθώς το γράφω είδε.
αυλάρχης το εμαρτύρησε, τρίτος μου το 'πε φίλος,
πράγμα δεν μένει μυστικό στην εύμορφην Ελλάδα. 630