Το ταξίδι μου/Δόξα και μοναξιά
←Παρίσι | Το ταξίδι μου Συγγραφέας: Δόξα και μοναξιά |
Ο Ποιητής→ |
Προτοῦ νὰ τὸν πάρῃ γιὰ πάντα ἡ μάβρη γὶς καὶ ἡ πλάκα νὰ σκεπάσῃ τὸ πρόσωπό του, θέλησε τὸ Παρίσι νὰ προσκυνήσῃ τὸν ποιητή του, νὰ γονατίσῃ στὸ μνῆμα του µπροστά. Ξέρει τὸ Παρίσι νὰ τιμᾷ τὰ µεγάλα του τὰ παιδιά. Τὸν ἔβαλε νὰ κοιμηθῇ μιὰ µέρα καὶ μιὰ νύχτα στὴν ἄκρη τῆς Πόλης, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη τὴν τροπαιόφορη καμάρα ποὺ εἴχε χτίσει ὁ μεγάλος ὁ Ναπολέοντας μὲ δόξα καὶ μὲ πέτρα. Κοντὰ στὸ µέρος ὄπου εἶχε χαράξει ὁ ἀφτοκράτορας τὶς χίλιες νῖκες τοῦ στρατοῦ του, βάλανε τοὺς τίτλους τοῦ ἄλλου τοῦ νικητῆ, γράψανε τῶν ἐργῶνε του τὰ ὀνόματα. Ἔτυχε κιόλας, τὸ µάβρο σκέπασμα ποὺ εἴχανε κρεµάσει στὴν ἀψίδα, ἐκείνη τὴν ἡμέρα, καὶ ποὺ ἔπεφτε ἀπὸ πάνω ἴσα μὲ τὴ μέση, πέφτοντας νἀγγίξῃ μὲ τὴν ἄκρη του τὸν πέτρινο στέφανο ποὺ φορεῖ ὁ ἀφτοκράτορας κάτω στἀνάγλυφα τῆς πόρτας. Ἔμοιαζε τώρα καὶ κεῖνος νὰ λυπᾶται. Ἔτσι μιὰ νύχτα ἁλάκαιρη κοιµήθηκε ἀδερφικὰ ἡ μιὰ δόξα κοντὰ στὴν ἄλλη.
Τὸ Μάη, στὶς τριάντα µιά, ἡ ὥρα ὀχτὼ τὸ πρωί, μέρα Κεριακή, εἴτανε νὰ φέρουνε τὸ λείψανο γιὰ νὰ τἀπιθώσουνε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη τὴν Καμάρα. Τριγῦρο στεκότανε πολὴς λαός, τὸν πρόσµενε κόσµος πολὴς µαζωμένος. Μὲ σέβας, μὲ λύπη, µὰ καὶ μὲ κάποια περηφάνεια γιὰ τέτοιο ποιητή, τὸν καρτεροῦσε τὸ πλῆθος, κι ἅμα τὸν εἴδανε ξεσκεπαστήκανε ὅλα τὰ κεφάλια. Πρὶ νἄρθῃ ἴσα μὲ κεῖ κάτω, πρωῒ πρωῒ εἶχα πάει στὸ σπίτι του κι ἀπὸ τὸ σπίτι του μὲ λίγους φίλους, μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ ἐγγόνια του, ἀκολουθούσαμε τὸ λείψανο μοναχοί µας. Δὲ συλλογιόµεστα τὸ λαὸ ποῦ μᾶς περίμενε· μόνο γεμίζανε τὰ ματία μας δάκρια, γιατὶ ξέραμε πὼς δὲ θὰ ξαναδιοῦμε τὸ καλό του, τὸ σοβαρό του πρόσωπο, πὼς ποτέ μας δὲ θὰ ξανακούσουμε πιὰ τὴ φωνή του. Ναί, εἶχε δίκιο ἡ μεγάλη πατρίδα νὰ προσκυνᾷ τὸ μεγάλο της τὸν πατριώτη· εἶχε δίκιο ὁ λαὸς νὰ δοξάζῃ τὄνομά του· βλέπαμε φανερὰ τῆς ποίησης τὴ νίκη, τὴν ἀποθέωση τοῦ ποιητῆ. Μὰ τί μᾶς φελοῦσε ποὺ τὸ βλέπαμε; Κλαίγαμε τὸν ἄθρωπο κι ὄχι μόνο τὸν ποιητή. Ὅ τι κι ἂν τοῦ ἔκανε τώρα τὸ Παρίσι, ὅσο κι ἂν τιμοῦσε τὴ μνήμη του, τί μ’ ἀφτά; Ἐμεῖς ποὺ τὸν εἴχαμε γνωρίσει, βαριαναστἐναζε μέσα ἡ καρδιά μας. Πάει, πάει καὶ μᾶς ἄφησε γιὰ πάντα. Καλές οἱ πολυτέλειες καὶ τὰ μεγαλεῖα, μὰ τί κατάλαβες τώρα ποῦ κοίτεται πεθαμμένος, τί θὰ κάμουμε τώρα ποὺ πιὰ τὰ μάτια μας δὲ θὰ τὸν ξαναδιοῦνε;
Τί κρύο, τί ψυχρό, τί ἔρημο πρᾶμα ποὺ εἶναι ἡ δόξα! Ὅσο κοιµότανε ἔτσι στὸ κιβούρι, σὲ τόσο κόσμο μπροστά, μοῦ φαινότανε πὼς εἴτανε ὁλομόναχος καὶ ξενιτεμένος. Φύγανε οἱ φίλοι· γυρίσανε οἱ δικοί του καταλυπημένοι στὸ σπίτι. Μιὰ στιγμὴ στάθηκε στὸν τάφο κοντὰ τὸ δύστυχό του τὸ ἐγγόνι· γύρεβε καμιὰ κόχη, καμιὰ γωνιὰ γιὰ νὰ μπορέσῃ κρυφὰ νὰ γονατίσῃ, ἴσως κάτι νὰ τοῦ πῇ. Τοῦ κάκου! Μπορεῖ τώρα νἀκκουμπήσῃ πουθενὰ τὀρφανό, τώρα ποὺ τὰ χίλια μάτια τοῦ λαοῦ τοὺς κοιτάζουνε καὶ τοὺς δυό, τώρα ποὺ τοῦ πῆρε τὸ Παρίσι τὸν παπποῦ του; Ποῦ θὰ πέσῃ, νὰ τὸν προσκυνήσῃ; Σὲ ποιὸ μέρος θὰ τραβηχτῇ νὰ χύσῃ ὅσα δάκρια ἔχει μέσα του ἡ καρδιά του; Πῶς θἀναστενάξῃ, δίχως νὰ τὸν ἀκούσῃ κανεῖς: Πῶς θὰ πάῃ νὰ πῇ σιγὰ σιγὰ στἀφτὶ τοῦ περίφηµου γέρου· «Παπποῦ µου, παπποῦ µου, ἔτσι µ’ ἀφίνεις καὶ φέβγεις καὶ δὲ μὲ λυπᾶσαι!» Ἀχ! τὸ πλῆθος ποὺ στέκεται τριγῦρο στὸν τάφο, τί μοναξιὰ ποὺ τὴν ἔχει, τέτοια ὥρα, γιὰ τοὺς πεθαµένους!
Κι ὡςτόσο τὸ καλὸ τὸ γεροντάκι ἀγαποῦσε, λάτρεβε τὰ παιδιά του. Ἄλλη φροντίδα στὴν ἀῤῥώστια του δὲν εἶχε, παρὰ νὰ μὴ νοιώσουνε τὰ ἐγγόνια του τὰ βάσανα ποὺ τραβοῦσε. Πάλεψε μὲ τὸ Χάρο μέρες καὶ νύχτες. Ψυχομαχοῦσε κ’ ἔκρυφτε τοὺς πόνους του. Τὸ κακὸ ποὺ τὸν εἶχε πλακώσει τοῦ ῥάγιζε τὴν καρδιά· πιανότανε ἡ ἀναπνοὴ του κι ἀρχινοῦσε νὰ τρέμῃ σὰν τὸ φύλλο, ὅταν ὁ ἄνεμος δέρνει καὶ ταράζει τὸ δέντρο καὶ πάει νὰ τὸ ῥίξῃ κατὰ γῆς. Πρόσεχε ὅμως νὰ μὴν τὸ καταλάβῃ κανένας. Ὅσο εἴτανε τὰ παιδιά του μπροστά, στὸ πλάγι του κοντά, χαμογελοῦσε γλυκὰ καὶ τὰ σπλάχνα του τὰ θέριζε ὁ θάνατος. Τὴ νύχτα, ὅπου δὲν εἴτανε κεῖνα µπροστά, σηκωνότανε ὄρθιος, τίναζε χέρια καὶ ποδάρια, χτυποῦσε τὸ κεφάλι του στοὺς τοίχους, ἔτριζε τὰ δόντια του, καὶ δίχως φόβο νὰ διοῦνε τίποτις τὰ παιδιά, ἥσυχα καὶ στὰ γεμάτα ἄφινε τὸν πόνο νὰ τοῦ τρώῃ κορμὶ καὶ ψυχή.
Καὶ τώρα κοίτεται μόνος. Εἴτανε πεπρωμένο, γραμμένο στὸν οὐρανό. Ὅποιος θυσιάζεται γιὰ τὴν πατρίδα καὶ δουλέβει γιὰ τὸ ἔθνος, ὅποιος φανῇ μεγάλος, ὅποιος ὑψωθῇ, µήτε πατέρα, μῆτε μάννα, μήτε παιδιά, μήτε φίλους πρέπει νἄχῃ. Ἁλάκαιρο τὸν παίρνει ἡ πατρίδα. Τὸν ἔχει μοναχή της, μὲ σιδερένιο χέρι τὸν ἀρπάζει καὶ τὸν κάνει δικό της – ἴσα μὲ τὸν τάφο καὶ παρέκει… Τί κρύο, τί ψυχρό, τί ἔρημο πρᾶμα ποὺ εἶναι ἡ δόξα!