Το μελτέμι
←Ο όρθρος των ψυχών | Σκαραβαίοι και Τερρακότες Συγγραφέας: Το μελτέμι |
Η Ζουχραέ→ |
Αδρασσει ὁ ἥλιος ὁ ἁψὺς τ’ ἀκόσιστο χορτάρι,
στὸ κάμμα τὸ μεσημερνὸ ἀχνίζουν τὰ χαλίκια
καὶ πρὶν τὴν ὑστερνὴ δροσιὰ ἡ λαύρα νὰ τοὺς πάρῃ
τὴν ἁρμυρή τους μυρωδιὰ γύρω σκορποῦν τὰ φύκια.
Φωλιὰ καμίνι ἀφήνοντας καὶ τῆς στεριᾶς τἀρείκια
παίρνουν τὰ φίδια, στὸ νερό, τὶς σμυναριὲς ζευγάρι
κι ὅπου διπλὰ καθρεφτιστὰ κοιμοῦνται τὰ καΐκια
μόνοι ἀνεμίζουν μάρμαρο τὴ θάλασσα οἱ γλάροι.
Ξάφνου κρυφὸς παροξυμός· τὸ κῦμα λιανοτρέμει
κι ἀνάρια ἡ θάλασσα ἡ στρωτὴ στὸ σύγκρυο μελανιάζει,
γιατὶ θεριὸ ἀπ’ ἀνοιχτὰ πλακώνει, τὸ Μελτέμι.
Στὴν πρώτη ὁ γλάρος ρουφαλιὰ ἀπὸ ψηλὰ χουγιάζει
καί, σπάνοντας μ’ ἀφροδροσιὰ τὸ κῦμα τὸ γεμᾶτο,
γυρνοῦν τὰ φίδια στὴ στεριὰ κ’ οἱ σμυναριὲς στὸν πάτο.