Το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο

Το μαρμαρωμενο βασιλοπουλο
Συγγραφέας:
Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης


Ἔνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
Πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.

Δέρν' ἡ θολούρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἕρμο τὸ παλάτι,
Κι' οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι' ἀνοίγει μάτι.

Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ' ἀηδόνια,
Κ' ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.

Κἄποια νεράϊδα τῆς ὲρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
Τὸ καταράστηκε βαριὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.

Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
Κι' ὠς τόρα πόδι ἀνθρωπινό δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.

Μονάχα ὁ Χρόνος, ποῦ περναει ὁλημερὶς μπροστά του,
Ἔγραψε μεσ' στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ' ὅνομά του:

«Χαρὰ στὴν νιὰ τὴν ὤμορφη ποῦ ἡ Μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
Τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ τὴν πόρτ' αὐτὴ ν' ἀνοίξῃ.

Ν' ἀγκαλιαστῇ τὀ μάρμαρο, σιμά του ν' ἀγρυπνήσῃ
Σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ!»

Εἴνε παλάτι ἐρημικὸ κι' ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
Μαρμαρωμένον βασιλιὰ βαστάει τὸν Ἔρωτά μου.

Χαρὰ στὴν νιὰ τὴν ὠμορφη, ποῦ τὴν καρδιὰ θ' ἀνοίξῃ
Καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ!