Ο γέρος καρβονάρος
Συγγραφέας:


῞Ενα πουλάκι λάλησε στῆς ποταμιᾶς τὰ δέντρα,
ἕνα πουλάκι ὁποὺ λαλεῖ τὸ Μάη μὲ τὴν αὐγούλα
κι ὁποὺ ξυπνάει τοὺς πιστικούς, ξυπνάει τοὺς καρβανάρους,
τοὺς καρβανάρους στ’ ἄλογα, τοὺς πιστικοὺς στὰ γίδια.
Ἐξύπνησ’ ἕνα γέροντα, γέροντα καρβανάρον,
ποὺ κόνευε* στὴν ποταμιὰ παράμερα τοῦ δρόμου.
Ξεπεδουκλώνει τ’ ἄλογα καὶ πάει νὰ τὰ ποτίση.
Ἐρόδιζεν ἡ ἀνατολὴ κι ὁ αὐγερινὸς τραβιόταν,
πάηνε στὰ ὀργώματα ὁ ζευγὰς κι ἡ κοπελιὰ στὸ πλύμα
καὶ τὸ πουλάκι ὁλόγλυκον κελαηδισμὸ κρατοῦσε.
Ἄκουγε ὁ γέρος τὸ πουλί, τήραε τὰ κορφοβούνια,
ὁλογυρνοῦσε τὰ δεντρὰ κι ἔλεγε μὲ τὸ νοῦ του:
- Καλότυχα, μωρὲ δεντρά, ποὺ ζᾶτε χίλια χρόνια,
ποὺ ἀνθίζετε καθ’ ἄνοιξη καὶ κάθε καλοκαίρι.
Γεράματα δὲν ἔχετε καὶ χάρο δὲ φοβᾶστε·
τὰ μεσημέρια ἁπλώνετε τὸν ἴσκιο στὸ διαβάτη,
στὸ ζευγολάτη, στὸ βοσκό, στοῦ κοπαδιοῦ τὸν πλῆθο
Τὴν νύχτα ὁλόρθα κι ἄγρυπνα πίνετε καὶ ροφᾶτε
δροσιὰ βουνίσια ἀχόρταγα καὶ τὸ ταχύ, ὅταν φέγγη,
ἐσεῖς παλάτια γίνεστε στὸν κότσυφα, στ’ ἀηδόνι.
Ἐσᾶς σᾶς τρέφουν κρύα νερά, τὰ χιόνια σᾶς πλαταίνουν
μωρὲ βουνά, ψηλὰ βουνά, ψηλὰ καὶ δασωμένα,
τώρα ποὺ ὁ Μάης σᾶς γιόμωσε μ’ ἀνθούς, μὲ χλόη, μὲ νιάτα,
γιατί δὲν ξανανιώνετε κι ἐσεῖς τὸ γέρο ἐμένα,
σάμπως καινούργια γένονται καὶ σάμπως ξανανιώνουν
τοῦτα τὰ χαμηλὰ κλαριὰ καὶ τὰ παλιὰ τὰ δέντρα,
νὰ γίνω πάλι ὡς ἤμουν νιός, νὰ γίνω παλικάρι;