Το Συμβούλιον των Γραμματέων

Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ.


(Μετὰ τὸν ποιητικὸν διαγωνισμὸν τοῦ 1874.)

Δὲν σᾶς εἶπε κἄνα στόμα,
μώρ’ ἀδέρφια μ’ ἐν Πηγάσῳ,
τὸ κακό, ποῦ, λίγ’ ἀκόμα,
καὶ θὰ μ’ ἔκαμνε νὰ σκάσω;
Ἦλθεν ἕνας ἀπὸ τόπο
βάρβαρο καὶ Θρᾳκικό,
καὶ ’θρονιάσθηκε μὲ τρόπο
σὲ σκαμνὶ ποιητικό!
Πρὶν τὸν διῶ καὶ ξεροβήξω
’γώ, ἢ σὺ κι’ ὁ κὺρ Μητάκος,
πρὶν μὲ ’πῆτε νὰ τοῦ δείξω
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος!

Κ’ ἐπειδὴ οἱ κριταὶ μιὰ ’μέρα
τοῦ ’βραβεῦσαν δυὸ τρεῖς ἤχους,
ἄνοιξε κι’ αὐτὸς ’δωπέρα
ἐργοστάσιο γιὰ στίχους.
Νὰ μᾶς παίρνῃ κάθε χρόνο,
ἐὰν δὲν χανδακωθῇ,

ταὶς δραχμαίς, ποῦ κλαίγω μόνο,
καὶ τὴν δάφνη, ποῦ ποθεῖ.
Γι’ αὐτὸ πρέπει, μὰ τὴν πεῖνα,
’γὼ καὶ σὺ κι’ ὁ κὺρ Μητάκος
νὰ τοῦ ’ποῦμε στὴν Ἀθήνα
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος!

Κάθε τάληρο καὶ λίρα
οἱ ἀπ’ ἔξω τἄχουν στείλει
νὰ τὰ τρῶμ’ ἑμεῖς στὴν γύρα,
σὰν συντροφιασμένοι φίλοι.
Θέλουν τώρα συνερίσει
γιὰ νὰ πιοῦν – ἀκοῦς ἐκεῖ!—
ἀπ’ τὴν ἴδια τους τὴν βρύση
καὶ οἱ ἐξωτερικοί;
Δεῦτε, παῖδες τῶν Ἑλλήνων!
—’Γώ, καὶ σύ, κι’ ὁ κὺρ Μητάκος—
Γιὰ νὰ δείξουμε σ’ ἐκεῖνον
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος!

Ποιητής, μὲ λέν, ἐγείνη.
Ποιός τὸν ἔδωκε πατέντα!
Πότ’ ἐμπρός μας ἔχει κλίνει
νὰ μᾶς ’πῇ δυὸ κομπλιμέντα!
Πότ’ ἐσκάρωσε δυὸ στίχους
γιὰ κανέναν ὑπουργό;

Πότ’ ἐπαίνεσε τοὺς ἤχους,
ποῦ μελάζεις σὺ κ’ ἐγώ;
Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τοῦ ’ποῦμε,
’γὼ καὶ σὺ κι’ ὁ κὺρ Μητάκος
εἰς τὴν χώραν ὅπου ζοῦμε
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος!

Μὴν τὸν εἶδ’ αὐτὸν κανείς σας
εἰς τὰ θέατρα, καϋμένοι,
τῶν σκηνῶν τὰς βασιλίσσας
μὲ ποιήματα νὰ ῥαίνῃ;
Μὴν ἀκούσθη στὴν Ἀθήνα,
πῶς τοῦ ’πῆρε μιὰ βολά,
σὰν ἑμᾶς, μιὰ θεατρίνα
τὸ πουγγὶ καὶ τὰ μυαλά;
Τί λοιπὸν τὸν καρτεροῦμε,
’γὼ καὶ σὺ κι’ ὁ κὺρ Μητάκος
καὶ δὲν ’πᾶμε νὰ τοῦ ’ποῦμε
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος;

Λέγουν τάχατες, πῶς εἶναι
ἕνας ποῦ γελᾷ καὶ κλαίει·
πῶς τ’ ἀρέσκουν αἱ Ἀθῆναι,
κι’ ὄχ’ ἐμεῖς οἱ Ἀθηναῖοι.
Καὶ θρηνεῖ, πῶς τὴν Ἑλλάδα
τὴν ἀρμέγουν φοβερὰ

βουλευταὶ μὲ τὴν ἀράδα,
κ’ ὑπουργοὶ μὲ τὴν σειρά.
Μὰ γιὰ τοῦτο δὰ βεβαίως
’γὼ καὶ σὺ κι’ ὁ κὺρ Μητάκος
νὰ τοῦ δείξουμ’ εἶναι χρέος
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος!

Ἀγαπᾷ λὲν τὰ λουλούδια,
καὶ ταὶς εὔμορφαις ’λιγάκι·
κ’ ἔγραψ’ ἕνα δυὸ τραγούδια
διὰ κάποιο χωριατάκι.
Μὰ ποιήσεως προζύμι
δὲν εὑρῆκ’ αὐτοῦ νὰ διῶ:
Δέκα φεῦ καὶ πέντε οἴμοι,
’σ’ ἕνα στίχον, ἢ σὲ δυό.
Καὶ γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει τάχα
’γὼ καὶ σὺ κι’ ὁ κὺρ Μητάκος
νὰ τοῦ δείξουμε τοῦ χάχα
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος!

Φέρτε μου χαρτὶ ’δωπέρα
καὶ βρισιαὶς μιὰ μπαταρία,
νὰ τοῦ πάρω τὸν ἀγέρα
μὲ τὴν ἀνεξαρτησία!
Νὰ τοῦ ’πῶ πῶς ἂν τολμήσῃ
νὰ ξαναπιασθῇ μ’ ἑμᾶς,

πῶς ἂν δὲν μᾶς προσκυνήσῃ,
δὲν ἀφήσῃ τὰς δραχμάς—
Ἀπὸ τούτου τοῦ γραφείου
’γὼ καὶ σὺ κι’ ὁ κὺρ Μητάκος
θὰ τοῦ δείξουμε τ’ ἀχρείου
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος!