Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ.


Εἶχεν ἔγκυο κεφάλι,
πόνους εἶχε στὴν καρδιά,
κ’ ἔχει ῥίψει τὰ παιδιὰ
ὅπου κι’ ὅπως τοὖρθε πάλι!

Κ’ ἔχει κάμει τὰ τραγούδια,
σὰν τὴν γάτα, ποῦ γεννᾷ
μονομιᾶς στὰ σκοτεινὰ
δεκοχτώ στραβὰ γατούδια!

Τί περίδρομος σὲ πιάνει
κάθε ’λίγο, ποιητή,
καὶ ’ξοδιάζεις τὸ χαρτὶ
καὶ σκορπίζεις τὸ μελάνι;

Μὲ τοὺς ἤχους ποῦ μᾶς κρούεις,
τὸ βιολί σου καταλεῖς:
Τὰ τραγούδια ποῦ λαλεῖς,
σὺ τὰ λὲς καὶ σὺ τ’ ἀκούεις.

Γράψε κάλλιο μιὰ φυλλάδα
μὲ δασκαλικὴ καρδιά,
γιὰ νὰ μάθουν τὰ παιδιὰ
τ’ Ἄλφα Βῆτα στὴν Ἑλλάδα.

Κάλλιο γράψε μιὰ καινούργια,
μιὰ ’πιστήμη μυστική:
Ποῦ νὰ ’βροῦν οἱ νηστικοί,
οἱ ἀκαμάτηδες κουλούρια.

Καὶ νὰ διῇς πῶς τὰ χαρτιά σου
τ’ ἀγοράζουν μὲ χαρά·
πῶς δὲν παίζει ταμπουρὰ
κ’ ἡ κακόμοιρη κοιλιά σου.

Ὅλ’ αὐτὰ ποῦ φκιάνεις τώρα
καὶ σκοτόνεις τὸν καιρό,
εἶναι τρύπα στὸ νερό,
κι’ ὄχι διάφορο στὴν χώρα.

Κι’ ὅσο γιὰ νὰ τὰ τυπώσῃς—
Μὴν τὸ κάμῃς! Διατὶ
εἶναι κρῖμα στὸ χαρτί,
κρῖμα στ’ ἄσπρα ποῦ θὰ δώσῃς!

Δὲν τὰ ψάλλουν ᾑ κοπέλαις,
ὁ λαὸς δὲν τὰ λαλεῖ·
ὁ μπακάλης θὰ πουλῇ
μέσ’ στὰ φύλλα σου σαρδέλλαις.

Κι’ ἂν τὸ πρᾶμμα ποῦ παθαίνεις
ἦν’ ἀρρώστια στὰ μυαλά,
ποῦ σὲ βάζει καὶ καλὰ
νὰ λαλῇς νὰ μᾶς κουφαῖνῃς,

Νά, γιὰ συνδρομὴ γενναία,
μιὰ χρυσὴ παραγγελιά:
Πάντα καῖγε τὰ παλῃά,
ἅμα στιχουργεῖς τὰ νέα!