Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΟ ΠΤΩΧΟΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.


(Ἐγράφη κατὰ τὴν ἀνομβρίαν.)

Στὴν Πόλη, ἔρημο πουλὶ
μὲ ’μάτι δακρυσμένο,
ἁπλόνει τὸ καϋμένο
τὸ χέρι του μὲ συστολή.

Θαρρεῖς δὲν ἔχ’ ἀναπνοή.
Ταλαίπωρο παιδάκι!
’Λίγο ξερὸ ψωμάκι
τὸ ξαναφέρει στὴν ζωή!

—Καλέ μου σύ, ἀφεντικὸ
μὲ τὴν χρυσὴ καδένα!
Λυπήσου με κ’ ἐμένα,
ποὖμαι γυμνὸ καὶ νηστικό!

Στὴν Κύπρον ἡ καλοκαιριὰ
τὰ κεραμίδια λυόνει·
κ’ ἐδῶ – Πῶς μὲ παγόνει
τὸ κρύο τοῦ παλῃοβοριᾶ!..

Γιὰ δῶστέ με ’λίγο ψωμί,
νὰ ἰδῶ ἂν μὲ ζεσταίνῃ!
Νὰ ἰδῶ ἂν ἀνασταίνῃ
τὸ κουρασμένο μου κορμί!..

Πῶς μὲ μυρίζουν τὰ φαγιὰ
καὶ τὰ ζεστὰ ψωμάκια!
Γιὰ νηστικὰ παιδάκια,
τί θέαμα τὰ μαγερειά!..

’Θυμοῦμαι πρῶτα, στὸ χωριό—
Ἐπείνασα λιγάκι;
Χαλοῦμι καὶ ψωμάκι,
κ’ εὐθὺς ἐγείνηκα θεριό!

Μὰ ’πέρασαν ’κεῖν’ οἱ καιροί!
Ἡ Κύπρο μας καμῖνι
νομίζεις πῶς ἐγείνη,
γιὰ νὰ μᾶς λυώσῃ σὰν κερί!

Τὰ σύννεφα, τόσον καιρό,
’ξεχάσανε τὴν στράτα
ποῦ τἄφερνε γεμάτα,
κ’ ἐμείναμε χωρὶς νερό.

Κι’ αὐτὸ ποῦ σπέρνουν οἱ γεωργοὶ
φοβᾶται νὰ φυτρώσῃ,

γιατὶ θὰ τὸ κορώσῃ
ὁ ἥλιος κ’ ἡ ψημένη γῆ...

Τὰ ῥοῦχά μου τὰ γιορτερά,
—Πῶς τὰ θυμοῦμ’ ἀκόμα!—
τὸ ’πάπλωμα, τὸ στρῶμα,
τὰ ’δώσαμε στὸν ἀλευρά.

Τὴν μάνα μου μιὰ χαραυγή,
σὰν δάφνη μαραμένη,
—’Πεινοῦσεν ἡ καϋμένη!—
τὴν ’θάψαμε στὴν μαύρη γῆ!..

Πῶς μ’ ἐγελοῦσεν ὁ παππᾶς!
Μὲ εἶπε,—Θὰ σὲ φέρῃ
ἀπ’ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι
ψωμάκι, κι’ ὅ,τι ἀγαπᾷς.—

Κ’ ἐπῆγα τόσαις πρωϊναῖς
στὸ μαῦρό της τὸ μνῆμα
κ’ ἐφώναξα: (Τί κρῖμα!
Ἦσαν ἀδύναταις φωναίς.)

—Πεινῶ, μανούλα μου, πεινῶ!
Ἔβγαξ’ ἀπὸ τὸ χῶμα!
Δὲν ἔψησαν ἀκόμα
κἄνα ψωμὶ στὸν οὐρανό;..—

Ἐκεῖ, μὲ ’σήκωσε χλωμό,
σὰν ἔκλαια μιὰ ’μέρα,
τὸ χέρι τοῦ πατέρα,
ποῦ μ’ ἐφιλοῦσε μὲ καϋμό.

Πῶς μ’ ἦρθε μιὰ κρυφὴ χαρά!
Εἶπα πῶς θὰ μὲ δώσῃ
καμμιὰ κουλούρα, τόση,
ποῦ νὰ χορτάσω μιὰ φορά!

Μὰ ’κεῖνος μ’ ὄψη νεκρικὴ
σὲ βάρκα μ’ ἔχει βάλει·
καὶ ὁ βαρκάρης πάλι
’σὲ μιὰ φεργάδα τουρκική.

Καὶ μ’ ἔχουν φέρει μοναχὸ
ναὑρῶ ψωμὶ νὰ φάγω·
ναὑρῶ ψωμὶ νὰ ’πάγω
καὶ στὸν πατέρα τὸν φτωχό!..—

Ὤ, ’σπλαχνισθῆτε τὸ μικρό!
Δότε ψωμὶ νὰ φάγῃ,
ψωμάκι νὰ τοῦ ’πάγῃ,
πρὶν τὸν εὑρῇ κι’ αὐτὸν νεκρό!