Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΟ ΜΕΛΙΣΣΙ.


Στὸ γυαλὶ τὸ θολωμένο
ντζιντζιρίζει κάτι τί:
Τὸ μελίσσ’ εἶναι κλεισμένο,
καὶ νὰ’ ’βγῇ ζητεῖ.
—Μεῖνε, μυῖα, φυλακή,
ἔξω κάμνει χιόνι.
Τὸ θωρεῖς ἐκεῖ;
Σὲ παγόνει!

Ἔξ’ ὁ κάμπος ἐμαράνθη
μὲ τὸ φύσα τοῦ Βοριᾶ,
κι’ ἀφανίσθηκ’ ἀπό τ’ ἄνθη
γλύκα καὶ θωριά.
Νὰ βυζάξῃς μὴ θαρρεῖς,
σὰν καὶ πρῶτα, μέλι;
Μὴ νὰ ξαναβρῇς
τὴν κυψέλη;

Τὰ ’ματάκια σ’, ὅπου στρέψουν,
θαὕρουν πάγους καὶ νερά·
κι’ ᾑ χιονιαὶς θὰ σοῦ μουσκέψουν,
τὰ λεπτὰ φτερά...
Ἄχ! σὰν στρέψω καὶ σὲ ἰδῶ,
’μένα συλλογιοῦμαι—
Μυῖα, μεῖν’ ἐδώ,
νὰ τὰ ’ποῦμε.

Ξένο κ’ ἔρημο καὶ ’μένα
μ’ ηὗρ’ ἀρρώστια καὶ κακό,
καὶ στενάζω, σὰν κ’ ἐσένα,
δίχως ἐδικό.
Ναί, ἀδερφή μ’ ἐργατική!
Σὰν κ’ ἐσένα μόνο,
μέσ’ στὴν φυλακὴ
τελειόνω!

Ὅμως μεῖνε. Γιὰ τὰ δυό μας
ἔχω ’να φελὶ ξερό·
Ἔχω ’κόμα στὸν καϋμό μας
δάκρυ γιὰ νερό·
Κ’ ἴσως σώσουν στὴν γωνιὰ
δυὸ χλωμαὶς τσιμπλίδες
ἀπ’ τὴν παγωνιὰ
ταὶς ἐλπίδες.

Τὴν ὀδύνη, ποῦ μᾶς τρώγει,
ἴσως γιάνῃ μ’ ὀμορφιὰ
τὸ κοινό μας μοιρολόγι
καὶ ἡ συντροφιά.
Ἄκου, μυῖα, νὰ σὲ ’πῶ,
δίχως μέλι μεῖνε.
Κ’ ἐγώ τ’ ἀγαπῶ,
μὰ δὲν εἶναι.

Μιὰ φορά, κάθε λουλοῦδι
μέλι μ’ ἔσταζ’ ἀττικό,
κ’ ἤτανε κάθε τραγοῦδι
ζάχαρι γλυκό.
Μὰ τὰ ἄνθη ὁ χειμὸς
βλέπεις τὰ σκορπίζει·
τ’ ᾄσματα ὁ καϋμὸς
τὰ πικρίζει!

Τώρα στὰ γλυκά μου χείλη
μέλι ναὕρῃς ἂν θαρρῇς,
μήτε μιὰ σταλίτσα, φίλη,
πίστευσε, θὰ ’βρῇς.
Μόνο στὴν καρδιὰ κρατῶ
’κόμα δὰ ’λιγάκι,
μἄγεινε κι’ αὐτό,
σὰν φαρμάκι!..—

Μόλις ἤλθε τὸ τραγοῦδι
’ως τὸ τέλος τὸ πικρό,
ἐσωριάσθη τὸ μαμμοῦδι
κ’ ἔμεινε νεκρό!..
Ἄχ! πῶς τρέμω, σὰν σταθῶ
καὶ τὸ διακρίνω,
μὴ κ’ ἐγὼ χαθῶ,
σὰν κ’ ἐκεῖνο!