Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΛΙΜΝΗΝ.


Ἡ Πλάσ’ ἀπεκοιμήθη·
κι’ ὁλόγυρα στὴν γῆ
τῆς νύχτας ἐχύθη
ἡ μυστικὴ σιγή.

Καὶ μ’ εὔνοια σκεπάζει
ὁ Οὐρανὸς κρυφὴ
τὴν λίμνη, ποῦ ’μοιάζει
τὴν ἴδια του μορφή.

Κ’ ἀπ’ τ’ ἁψηλά κ’ αἰθέρια
προβάλλουν φωτεινὰ
καὶ παίζουν τ’ ἀστέρια
μαζί της σιγανά.

Γυαλίζουν καὶ σαλεύουν
καὶ σειοῦνται στὸ νερό,
καὶ λὲς πῶς χορεύουν
τρισεύθυμο χορό.

Μονάχα ἕν’ ἀστέρι
βαθιὰ στὸν οὐρανό,
τὸν ἦχο δὲν ’ξέρει
κι’ ἀφέθηκε μονό.

Εἶν’ ἄθωρ’ ἡ θωριά του,
κ’ ἡ λάμψη του θολή,
καὶ ’μοιάζ ἡ ’ματιά του
σὰν νἄκλαψε πολύ.

Τ’ ἀδέρφια τ’ ἀγναντεύει—
Κανεὶς δὲν τὸ ψηφᾷ.
Κι’ ἂν δὲν τὰ ζηλεύῃ,
μὰ θλίβεται κρυφά.

Κ’ ἡ θλίψη κ’ ἡ ὀδύνη
βαραίνουν τὸ φτωχό,
καὶ πέφτει καὶ σβύνει
στὸ κῦμα μοναχό!

Ποῦ πᾷς, δικό μ’ ἀστέρι,
στὸν ἄφωτο βυθό;
Καρτέρει, καρτέρει,
κ’ ἐγώ σ’ ἀκολουθῶ!