Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΟ ΕΡΗΜΟ ΠΟΥΛΙ.


Ἤλθαν νέφη στὰ βουνά,
στ’ ἀκροβούνια πέφτει χιόνι·
κρύος ἄνεμος περνᾷ
καὶ μὲ τὰ κλαδιὰ μαλόνει.

Κ’ ἕνα ἕνα τὰ πουλιὰ
ἐμισέψαν ἀπ’ τὰ ξένα,
καὶ στὴν ἔρημη φωλιὰ
μόνο μ’ ἄφηκαν ἐμένα.

Πέφτ’ ἡ πάχνη τὴν αὐγὴ
καὶ τὸ δένδρο μου κουρσεύει.
Κι’ ὁ Βοριὰς μὲ κυνηγεῖ,
κι’ ἡ βροχὴ μὲ σημαδεύει.

Πῶς νὰ φύγω δὲν ’μπορῶ,
νὰ σωθῶ τ’ ὠρφανεμμένο—
Ἔχω πόνο στὸ φτερό,
κ’ ἔχω πόδι πληγωμένο!..

’Σὲ βουνὰ κ’ ἐγὼ χλωρά,
σ’ ἀνθισμένα κλωναράκια,
’κελαδοῦσα μιὰ φορὰ,
κ’ ἔλαμνα μὲ τὰ φτεράκια.

Καὶ μιὰ πρώτην Ἀπριλιὰ
τὸ γλυκὸ μ’ εὑρῆκα ’ταῖρι,
κ’ ἐσκαρώσαμε φωλιὰ
’δὼ στὸ πράσινο ’λημέρι.

Μὰ τῆς Μοίρας ἡ καρδιὰ
δὲν μᾶς ἄφηκε ζευγάρι·
καὶ τ’ ἀφτέρωτα παιδιὰ
ἦλθεν ὄφιος νὰ τὰ πάρῃ!

Μὲ τὸν ὄφιο ποιὸ πουλὶ
πολεμᾷ διαφεντευμένα;
Ἐπληγώθηκα πολύ,
δὲν ἐγλύτωσα κανένα!..

Τώρα, ’φύγαν τὰ πουλιὰ
κ’ ηὗραν ἄλλο καλοκαῖρι·
καὶ ’ξανάπλεξαν φωλιά,
καὶ λαλοῦνε ’ταῖρι ’ταῖρι.

Στὰ νεκρόκλαδά μ’ ἐγώ,
μακαρίζοντας ἐκεῖνα,

καρτερῶ τὸν κυνηγό,
ἢ τὸν θάνατ’ ἀπὸ πεῖνα.

Καὶ λυποῦμαι μοναχά,
πῶς δὲν ’μπόρεσα ’ως τόσο
τὰ παιδιά μου τὰ φτωχὰ
ἀπ’ τὸν ὄφιο νὰ γλυτώσω!