Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟΝ.


Ὅταν στέκω καὶ σκοπῶ
τοῦ νεροῦ τὸ κύλιμα,
συλλογιοῦμαι σκυθρωπὸ
τῆς ζωῆς τὸ δίλημμα.

Καθαρὴ πηγὴ γεννᾷ
τὰ θολὰ τὰ κύματα·
κι’ ἀρχινοῦν ἀπ’ τὰ βουνὰ
τὰ γοργά τους βήματα.

Κι’ ὅλο πᾶν, σὰν νὰ ποθοῦν
τί; κι’ αὐτὰ δὲν ξέρουνε.
Μὰ τ’ αὐλάκι’ ἀκολουθοῦν,
ὅπου κι’ ἂν τὰ φέρουνε.

’Βρίσκουν πέτραις καὶ χτυποῦν,
βράχους καὶ σκοντάφτουνε·
κι’ ’ως νὰ φθάσουν νὰ τὸ ’ποῦν
ἄβυσσοι τὰ χάφτουνε!—


Ἔτσι ’βγαίνουμ’ οἱ πικροὶ
ἀπὸ σπλάχν’ ἀπόνηρα·
κι’ ἀρχινοῦμ’ ἀπὸ μικροὶ
κυνηγῶντας ὄνειρα.

Ἀπὸ ’πάνου τὴν ψυχὴ
λὲν πῶς τὴν κατέχουμε,
μὰ, μὲ βάδισμα ταχὺ
ὅλο κάτου τρέχουμε.

Μᾶς σταυρόν’ ἀναποδιὰ
μέσ’ στὰ μονοπάτια μας·
μᾶς φουσκόνετ’ ἡ καρδιά,
πλημμυροῦν τὰ ’μάτια μας.

Μὰ κι’ ἂν ’βγοῦμε, σὰν νερά,
καὶ παραστρατήσουμε,
’ως τὸν τάφο μιὰ φορὰ
πρέπει νὰ κυλίσουμε!..

Ὤ! χαρά στον, ποῦ ’μπορεῖ
στὸ τρεχιὸ τὸ τόσο του,
μιὰ δαφνοῦλα νὰ χαρῇ,
π’ ἄνθησε στὴν δρόσο του!