Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο ΚΣΤ
←ΚΕ'. Δυο χρόνια πέρασαν | Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου Συγγραφέας: ΚΣΤ'. Γίνος Βούγας |
ΚΖ'. Η εκλογή του Χάρου→ |
Σ' ένα μικρό καμαράκι, πλάγι στη μεγάλη σάλα όπου ο Αυτοκράτορας έκαμνε τα συμβούλια του με τους στρατηγούς και ανώτερους του υπαλλήλους, περίμενε η Αλεξία. Ο Βασιλέας έφευγε σε λίγο για τη Μοσυνούπολη όπου τον περίμενε ο στρατός ολόκληρος, έτοιμος να ξεκινήσει για την εκστρατεία εναντίον του Λογγού, που ήταν από τα τελευταία αλλά και τα δυνατότερα κέντρα των ανυπότακτων Βουλγάρων. Είχε διατάξει την Αλεξία να τον περιμένει εκεί, ενόσω τελείωνε μερικές βιαστικές δουλειές και υπέγραφε τις τελευταίες του διαταγές.
Η Αλεξία είχε έλθει ν' αποχαιρετήσει τον Αυτοκράτορα και συνάμα να ζητήσει οδηγίες για το δικό της ταξίδι. Ο Βασίλειος είχε απορήσει κάπως όταν του ζήτησε η κόρη την άδεια ν' ακολουθήσει την εκστρατεία. Αλλά δεν της το αρνήθηκε. Εξηγήσεις δεν του είχε δώσει ακόμα, και τώρα με καρδιόχτυπο περίμενε τα ρωτήματα που θα της έκαμνε βέβαια ο Αύγουστος, για την περίεργη αυτήν επιθυμία της. Ένας δούλος σήκωσε την κουρτίνα της πόρτας και κάποιος μπήκε. Η Αλεξία σηκώθηκε. Μα έξαφνα αναγνώρισε τον άντρα, και με μια φωνή ρίχθηκε στην αγκαλιά του.
- Αχ, Νικήτα! Νικήτα! Ο Νικήτας την έσφιξε στην καρδιά του.
- Μου είπαν πως ήσουν εδώ, και ήλθα αμέσως, είπε χαμηλόφωνα.
Την απομάκρυνε λίγο και την κοίταξε. Είναι αλήθεια, Αλεξία;
- Τι πράμα, Νικήτα;
- Παντρεύεσαι; Σαστισμένη τον ρώτησε:
- Με ποιον;
Ο Νικήτας αναστέναξε.
- Δεν πειράζει με ποιον, είπε, φθάνει που δεν παντρεύεσαι.
- Πού σου ήλθε να ρωτήσεις;
- Λόγια των χασόλογων, είπε ο Νικήτας. Άφησε τους να λέγουν. Ακούστηκε πως φεύγεις. Φεύγεις αλήθεια;
- Ναι, Νικήτα!
- Για πού;
- Για τα Βοδενά.
Ο Νικήτας αναπήδησε.
- Τι πας να κάνεις στα Βοδενά;
- Θ' ακολουθήσω την εκστρατεία. Ο Αύγουστος όμως βρίσκει περιττό να πάγω στη Μοσυνούπολη. Με στέλνει ίσια στα Βοδενά, όπου θα τον βρω σαν έλθει.
- Και στα Βοδενά πού θα μείνεις;
- Στο φρούριο. Μου ετοίμασαν δωμάτια. Και θα φροντίσω τώρα τον τάφο του Γρηγόρη.
Ο Νικήτας γύρισε κατά το παράθυρο.
- Θα τον βρεις χτισμένο, είπε.
Της γύριζε τη ράχη και η κόρη δεν έβλεπε το πρόσωπο του. Μα η φωνή του της φάνηκε αλλαγμένη.
- Τον έχτισες εσύ, Νικήτα;
- Όχι... Τον βρήκα έτοιμο σαν πήγα εκεί τις προάλλες. Και ακούμπησα στην πέτρα ένα κλαδί ροδοδάφνης που άνθιζε κει κοντά.
- Ποιος τον έχτισε;
- Δεν ξέρω. Πες μου, Αλεξία, γιατί ζήτησες να μας ακολουθήσεις;
Η Αλεξία δεν αποκρίθηκε. Ακουμπισμένη στο τραπέζι, αργά- αργά, με την άκρη του δαχτύλου της, γυάλιζε τα ασημένια εγκολλήματα που το στόλιζαν. Ο Νικήτας γύρισε, την είδε, και ήλθε και κάθησε κοντά της.
- Γιατί θέλεις να έλθεις, Αλεξία; της είπε πιο σιγά.
Η επιμονή του τη συγκίνησε.
- Το μαντεύεις, μουρμούρισε.
Ο Νικήτας ακούμπησε το τραχύ του χέρι στο λεπτό χεράκι της.
- Πας να τον βρεις; ρώτησε.
Με το κεφάλι του έκανε νόημα καταφατικό.
- Ξέρεις πού είναι; ρώτησε ο Νικήτας. Η κόρη σήκωσε τα μάτια της.
- Όχι, είπε.
Και θλιβερά πρόσθεσε:
- Μην έμαθες εσύ τίποτα, Νικήτα;
- Μα λοιπόν πού πηγαίνεις; ρώτησε ο Νικήτας χωρίς ν' αποκριθεί.
- Όπου πάγει ο Μιχαήλ.
- Και πού πάγει ο Μιχαήλ;
- Όπου τον οδηγήσει ο Κύριος.
- Στην τύχη;
- Δεν κατόρθωσε να μάθει πού βρίσκεται, Νικήτα.
- Τον άμοιρο... μουρμούρισε ο Νικήτας.
Και πιο σιγά ρώτησε:
- Πώς είναι;
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
- Χειρότερα παρά ποτέ, αποκρίθηκε.
- Και γι' αυτό τον συνοδεύεις;
- Ναι... γι' αυτό, και για να βρίσκομαι πάντα κοντά στον Αύγουστο, ακόμα και σα λείπει ο Μιχαήλ.
- Με ποιο σκοπό;
- Θέλω να δω τον Γίνο Βούγα. Ο Νικήτας ξιπάστηκε.
- Πού τον ξέρεις τον Γίνο Βούγα; ρώτησε.
- Δεν τον ξέρω, μα τον ακούω. Ο Μιχαήλ ως τώρα είχε ατυχία, και δεν κατάφερε ποτέ να τον δει. Πάντα τύχαινε να λείπει σαν έρχουνταν ο ήρωας.
Ο Νικήτας σηκώθηκε και πήγε πάλι στο παράθυρο.
- Γιατί θέλετε να δείτε τον Γίνο Βούγα ο Μιχαήλ κι εσύ; ρώτησε χωρίς να γυρίσει.
- Φαντάστηκε ο Μιχαήλ πως ο Κωνσταντίνος μπορεί να πήγε στο σώμα του.
Ο Νικήτας έμεινε σιωπηλός. Και η Αλεξία άρχισε πάλι να τρίβει αργά - αργά το τραπέζι.
- Σου ζήτησε ο Μιχαήλ να πας μαζί του; ρώτησε ο Νικήτας.
- Όχι. Εγώ του το πρότεινα.
Ο Νικήτας γύρισε απότομα και ήλθε κοντά της.
- Σα φθάσει ο Αύγουστος στα Βοδενά και σε πάρει, μην τον αφήσεις πια ούτε βήμα, είπε.
- Γιατί, Νικήτα;
Εκείνη την ώρα η πόρτα της μεγάλης σάλας άνοιξε και ο Αυτοκράτορας μπήκε μέσα. Ήταν έτοιμος για την εκστρατεία, με το σπαθί στο πλευρό. Φορούσε το πολεμικό του χαμηλό στέμμα, το θώρακα του καμωμένο από χρυσές λεπίδες, τα κόκκινα κεντημένα καμπάγια, και στους ώμους είχε κρεμασμένη τη γαλάζια κοντή χλαμύδα. Έπιασε την Αλεξία από το χέρι την ώρα που πήγαινε να προσκυνήσει και τη σήκωσε.
- Λέγε, Νικήτα, είπε, και κάθησε σε μια πολυθρόνα κοντά στο τραπέζι. Λέγε γρήγορα, τι νέα φέρνεις; Πότε έφθασες;
- Είναι λίγη ώρα, Δέσποτα. Ήλθα ίσια εδώ.
- Είδες τον Δαβίδ Αριανίτη;
- Τον είδα, Δέσποτα. Έφευγε από τα Βοδενά με τον Κωνσταντίνο Διογένη, και κατά τη διαταγή σου, διευθύνουνταν κατευθείαν στην πεδιάδα της Πελαγονίας, όπου θα διοργανωθούν για να χτυπήσουν συγχρόνως απ' όλες τις μεριές τους επαναστατημένους βολιάδες.
- Πόσοι μένουν ακόμα και ποιοι είναι;
- Είναι πολλοί. Ο Ιβάτζης μάζεψε γύρω του πλήθος οπλαρχηγούς που είχαν πάρει τα βουνά, και κατέβηκε πάλι στην Πελαγονία, όπου ο Νικουλιτσάς τρέχει, μεταμφιεσμένος, από χωριό σε χωριό, και ξυπνά και τους πιο δειλούς, και τους παρακινεί σ' επανάσταση.
Ο Βασίλειος είχε ακουμπήσει στη ράχη της πολυθρόνας του, όπου ο βυζαντινός αετός άπλωνε φαρδιά τα χρυσωμένα του φτερά. Συλλογισμένος περνούσε και ξαναπερνούσε το χέρι του στα μαύρα μαλλιά της Αλεξίας, που είχε καθήσει σ' ένα μαξιλάρι στα πόδια του.
- Αν ξαναπέσει ο Νικουλιτσάς στα χέρια μου, είπε, θα μου πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του. Μα τον Ιβάτζη... σήκωσε τη γροθιά του, τα μάτια του έβγαζαν σπίθες· βαστάχθηκε και είπε μόνο: Όποιος μου τον φέρει, ζωντανό ή πεθαμένο, θα κάνει την τύχη του!
Μια στιγμή ο Νικήτας δίστασε. Ύστερα είπε:
- Είναι λίγες μέρες, από τρίχα να την πάθει.
- Ποιος, ο Ιβάτζης;
- Ναι, Δέσποτα! Κάποιος, που από μήνες και χρόνια τον κυνηγά, ρίχθηκε απάνω του με μετρημένους άντρες, κατάκοψε τους ακολούθους του, όρμησε στον Ιβάτζη, και χωρίς άλλο θα του έμπηγε το μαχαίρι στην καρδιά, αν για κακή του τύχη, δεν έπεφτε κείνη τη στιγμή το άλογο του νεκρό. Και πάλι του ξέφυγε ο Ιβάτζης.
- Μα τον Άη-Γιώργη, του παλικαριού τ' όνομα ξέχασες να μου πεις, Νικήτα! αναφώνησε ο Βασίλειος.
Η Αλεξία είχε μισοσηκωθεί, τρέμοντας όλη. Ο Νικήτας την είδε, δίστασε, και σα να πήρε την απόφαση του, είπε ήσυχα:
- Ήταν ο Γίνος Βούγας.
Η Αλεξία στέναξε με καημό. Άλλο όνομα είχε ελπίσει...
- Ο Γίνος, πάλι! είπε ο Βασιλέας. Τον είδες;
- Τον απάντησα τις προάλλες, Δέσποτα. Εκείνος μου έδωσε τις ειδήσεις που σου είπα.
Ο Βασιλέας γύρισε στην Αλεξία.
- Του αξίζει αμοιβή, παιδούλα, τι λες; είπε μισογελώντας. Μιας κι έρχεσαι μαζί στην εκστρατεία αυτή, δεν παίρνεις και τα νυφικά σου στέφανα; Έχω την ιδέα πως δε θα πει όχι ο γενναίος μου Βούγας, σα δει τη λυγερή που του κρυφοφυλάγω. Κι εσύ, παιδί του βουνού και της ρεματιάς...
Έκοψε ξαφνικά τη φράση του:
- Τι έχεις, Αλεξία; ρώτησε ανήσυχα.
Η κόρη είχε ανασηκωθεί και κατάχλωμη ακούμπησε στο τραπέζι να στηριχθεί.
- Αύγουστε, είπε με φωνή που μάταια γύρευε να τη στερεώσει. Σου ζήτησα τη μεγάλη χάρη να σε ακολουθήσω σ' αυτή την εκστρατεία, και συ μου το επέτρεψες. Και στη μεγαλοψυχία σου ούτε καν με ρώτησες γιατί θέλω να φύγω. Μα την αιτία, Δέσποτα, χρεωστώ να σου την πω. Είμαι αρραβωνιασμένη με τον Κωνσταντίνο Κρηνίτη, και πηγαίνω να τον ξαναβρώ.
Μια στιγμή έμεινε άφωνος ο Αυτοκράτορας και κοίταξε την κόρη που ολότρεμη έστεκε μπροστά του. Ύστερα την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στο μέτωπο.
- Θα πας, κόρη μου, είπε συγκινημένος, και η φωνή του, σοβαρή και δυνατή, έδινε στα λόγια του βαρύτητα ιερής υπόσχεσης. Θα με ακολουθήσεις όπου και αν πάγω. Και μαζί θα γυρέψομε τον άξιο γιο του γενναίου μου Κατεπάνω, ώσπου να τον ξαναβρούμε.
Πήρε στα δυο του χέρια το δακρυσμένο της πρόσωπο και της χαμογέλασε. Και το χαμόγελο του, το τόσο σπάνιο, έχυσε στ' αυστηρά του χαρακτηριστικά ασυνήθιστη γλύκα.
- Το ένα παλικάρι δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνούμε το άλλο, πρόσθεσε. Θα τον βρούμε τον αρραβωνιαστικό σου. Και όπου τύχει και είμαστε, εγώ με το χέρι μου θα σας στεφανώσω.
Και γυρνώντας στον Νικήτα, που είχε αποτραβηχθεί στο παράθυρο:
- Σε σένα, Νικήτα, είπε, αναθέτω τη φροντίδα να τον βρεις. Ωστόσο δώσε διαταγή να ετοιμάσουν ευθύς το φορείο της πατρικίας Αλεξίας Αργυρής. Θα έλθει μαζί μας στη Μοσυνούπολη.
Και σα βγήκε ο Νικήτας, και η κουρτίνα σκέπασε την πόρτα:
- Τι έπαθε ο χαλκέντερος στρατιώτης μου; είπε ο Βασίλειος.
Είναι πρώτη φορά αφότου τον γνωρίζω, που είδα τον Νικήτα να κλαίγει. Με τη συνηθισμένη του γρηγοράδα, ο Βασίλειος ξεκίνησε από τη Μοσυνούπολη, έφθασε στο Λογγό, πολιόρκησε και πήρε το κάστρο, το κατάκαψε, και τους αιχμαλώτους τους μοίρασε δούλους στους στρατιώτες του. Από κει, χωρίς αναβολή, προχώρησε ως την Καστοριά και την πολιόρκησε και αυτήν.
Ήταν πρώτη φορά, ύστερα από χρόνια, που πατούσε Βυζαντινός στρατιώτης τα βουνίσια εκείνα μέρη, που ήταν πια τα τελευταία χαρακώματα των Βουλγάρων αρχόντων. Η Καστοριά όμως, χτισμένη στην είσοδο της χερσονήσου που προχωρεί ως μέσα στην ομώνυμη λίμνη, ήταν οχυρωμένη περισσότερο απ' ό,τι περίμενε ο Αυτοκράτορας. Με όλες τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του γενναίου του στρατού, και με όλες τις αιφνίδιες προσβολές και τις αδιάκοπες επιθέσεις, το φρούριο έμεινε απόρθητο. Έξαφνα, μαθαίνει ο Βασίλειος από τον Τσιτζίκιο, στρατηγό του Δορύστολου, πως ο Ιωάννης Βλαδισλάβ συνεννοήθηκε με τον Κρακρά και συμμάχησαν με τους Πετσενέγους, και πως με μεγάλες δυνάμεις ετοιμάζονται να κατέβουν από το βοριά. Ευθύς λύνει ο Βασίλειος την πολιορκία της Καστοριάς, γυρίζει πίσω, παίρνει και καταστρέφει τα Βοσόγραδα, φρούριο κοντά στην Καστοριά, οχυρώνει τη Βέρροια, και φθάνει στ' Όστροβο, αφού πρώτα κυρίευσε κι έκαψε όσα βουλγάρικα κάστρα βρίσκουνταν ακόμα στην περιφέρεια αυτή. Εκεί μαθαίνει την καλήν είδηση πως οι Πετσενέγοι, κατατρομαγμένοι με τα κατορθώματα του, αρνήθηκαν να ενωθούν με τους Βουλγάρους. Αλλάζοντας τότε την πορεία του, φεύγει πάλι ο Βασίλειος, τρέχει και πολιορκεί τη Σέταινα, τη μεγάλη παρακαταθήκη γεννημάτων των Βουλγάρων, όπου ήταν και παλάτια μεγάλα και θησαυροί των Τσάρων, και χωρίς μεγάλη δυσκολία, την κυριεύει και καίει τα παλάτια.
Όλην αυτή την εκστρατεία την είχε ακολουθήσει η Αλεξία, χωρίς ν' απομακρυνθεί ποτέ από τον Αυτοκράτορα. Πότε κατά διαταγή του την κουβαλούσαν δούλοι στο χρυσωμένο της φορείο με τις μεταξωτές πολύχρωμες κουρτίνες, πότε καβάλα στο πλάγι του Βασιλέα πήγαινε η «πατρικία», ενώ πίσω ακολουθούσαν οι γυναίκες της συνοδείας της. Μελαγχολικά κοίταζε η κόρη τα μέρη όπου διάβαινε τώρα με τόση πολυτέλεια, και της φαίνουνταν πως και τις πέτρες του κάμπου τις ήξερε, πως κάθε δέντρο, κάθε βράχο, κάθε ρυάκι τ' αναγνώριζε πάλι σαν παλιούς φίλους, που ανάμεσα τους είχε μεγαλώσει. Και λαχταρούσε να τρέξει στων ρεματιών τα χαμόδεντρα, να κρυφθεί μες στα κλαδιά τους, και όπως στα περασμένα χρόνια να τους πει τον πόνο της καρδιάς της. Γιατί ο πόνος της ήταν βαρύς, και η καρδιά της ήταν μαύρη. Εβδομάδες και μήνες είχαν περάσει, και ακόμα ούτε ίχνος δεν είχαν ανακαλύψει του Κωνσταντίνου.
Δυο - τρεις φορές κατάσκοποι είχαν φθάσει, σταλμένοι από τον Γίνο Βούγα. Μα ο Γίνος ο ίδιος ποτέ δεν είχε έλθει. Και κάθε φορά που ο Μιχαήλ ρωτούσε τους κατασκόπους αν μεταξύ τους ήταν κανένας με τ' όνομα Κρηνίτης, αυτοί αποκρίνουνταν αρνητικά. Τέτοιο όνομα δεν το είχαν ακούσει. Ωστόσο η Αλεξία δεν αποθαρρύνουνταν.
Όσο δεν είχε ρωτήσει τον ίδιο τον Γίνο Βούγα, της έμενε η πίστη πως στο σώμα του ήταν ο Κωνσταντίνος. Ο Μιχαήλ όμως είχε χάσει τις ελπίδες του. Κάθε μέρα μαραίνουνταν περισσότερο, και πάλι τον έπιαναν οι σκοτεινές του μελαγχολίες που μαύριζαν την καρδιά της κόρης. Καθισμένη κοντά του, στο ιδιαίτερο διαμέρισμα, που με πλούσια περσικά χαλιά και μεταξωτά υφάσματα της είχαν φτιάσει μέσα στη βασιλική σκηνή, η κόρη ζητούσε ένα πρωί να τον εγκαρδιώσει, να τον πείσει πως δεν είχε αιτία να χάνει έτσι το θάρρος του, αφού ακόμα δεν είχαν δει τον Γίνο Βούγα. Μα σιωπηλά άκουε ο Μιχαήλ τη φωνή της χωρίς να προσέχει τα λόγια της. Η κόρη είδε πως ο νους του ήταν αλλού και σώπασε κι εκείνη. Στο πλαγινό διαμέρισμα, ο Αυτοκράτορας μιλούσε και συζητούσε μ' ένα - δυο στρατηγούς του. Και όταν ύψωνε τη φωνή, κάθε λέξη ακούουνταν στο καμαράκι της Αλεξίας.
- Μιχαήλ, φώναξε σιγά η κόρη.
Σήκωσε τα μάτια του μα δεν αποκρίθηκε.
- Πες μου τουλάχιστον τι σκέπτεσαι, είπε πάλι η Αλεξία. Με πονεί η σιωπή σου!
Ο Μιχαήλ ανορθώθηκε.
- Όχι, όχι, μη λες πως σε πονώ, παρακάλεσε. Και δε θέλω να με συλλογίζεσαι καθόλου. Κάνε σα να έχω βγει κιόλα από τη ζωή σου.
Η Αλεξία έσκυψε κοντά του και τον κοίταξε στα μάτια.
- Τι εννοείς; ρώτησε.
Ο Μιχαήλ γέλασε και κοίταξε αλλού. Αφηρημένα πήρε το μαξιλάρι όπου ακουμπούσε και άρχισε να ξεφτά τη χρυσή φούντα της άκρης.
- Θυμάσαι το γερο - Ευθύμιο, Αλεξία; είπε στο τέλος. Θυμάσαι το γερο - Ηγούμενο που με φρόντισε στο φρούριο του Όστροβου;
- Θυμούμαι, αποκρίθηκε η Αλεξία κάπως ταραγμένη με το ύφος του. Πού τον συλλογίστηκες τώρα;
- Έφθασε σήμερα. Είναι δω.
- Τον ζήτησες εσύ;
- Ναι!... Και σα γυρίσει στο μοναστήρι, θα πάγω μαζί του.
- Εσύ; Θα γίνεις μοναχός; Σήκωσε τα μάτια του.
- Ναι! είπε σοβαρά.
Της φάνηκε έξαφνα σα ν' άλλαξε κάτι, σα να έβλεπε τον Μιχαήλ για πρώτη φορά. Και πρώτη φορά της ήλθε η υποψία πως πίσω από την πληγωμένη του φιλία, πίσω από την άγνωστη παρεξήγηση του με τον Κωνσταντίνο, κρύβουνταν ίσως και άλλο μυστικό, καμιά μεγάλη λύπη, βαθιά, τραγική, που δεν τη φαντάζουνταν, που δεν τη γνώριζε, και όμως που τον έσπρωχνε στο μοναστήρι, το νέον αυτό στρατιώτη, στην αρχή ακόμα της ζωής του, με το λαμπρό στάδιο που ανοίγουνταν μπροστά του... Από την άλλη μεριά της κουρτίνας η φωνή του Αυτοκράτορα υψώθηκε επιτακτική. Και πάλι χαμήλωσε. Και κάποιος άρχισε να διαβάζει μιαν αναφορά.
- Μιχαήλ, είπε σιγά η Αλεξία, έχεις και άλλη λύπη στην καρδια! Και δε μου την είπες ποτέ. Κι εγώ δεν τη φαντάστηκα ως τώρα!...
Σήκωσε το κεφάλι ξαφνισμένος. Μα όχι... Από το ύφος της είδε πως την αλήθεια η κόρη δεν τη μάντευε. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
- Το μυστικό σου αυτό, δεν μπορείς να μου το εμπιστευθείς; ρώτησε.
Ο Μιχαήλ δεν αποκρίθηκε. Αφηρημένος την κοίταζε, και μηχανικά κομμάτιαζε τη φούντα του μαξιλαριού. Η κουρτίνα που χώριζε τα δυο δωμάτια τραβήχθηκε, και ο Νικήτας παρουσιάστηκε.
- Μιχαήλ Ιγερινέ, είπε, ο Αύγουστος σε ζητά.
Ο Μιχαήλ σηκώθηκε μονομιάς και πέρασε στο πλαγινό διαμέρισμα, όπου οι τρεις στρατηγοί, Δαφνομήλης, Αριανίτης και Διογένης, περίμεναν όρθιοι, πλάγι στο θρόνο του Αυτοκράτορα, τη διαταγή ν' αποσυρθούν. Ο Διογένης ήταν αρματωμένος, έτοιμος να ξεκινήσει αμέσως για τη μάχη.
- Μιχαήλ Ιγερινέ, είπε ο Αυτοκράτορας, τείνοντας του ένα έγγραφο. Πάρε πενήντα οπλίτες και πήγαινε στο Δυρράχιο. Εκεί θα δώσεις του στρατηγού το γράμμα αυτό. Τις διαταγές μου θα σου τις μεταδώσει ο Ευστάθιος Δαφνομήλης. Θα φύγεις αμέσως με το μικρό σώμα που σου είπα, και με μεγαλύτερες δυνάμεις θα σε ακολουθήσει ο Κωνσταντίνος Διογένης. Η αποστολή που σου δίνω είναι εμπιστευτική και δύσκολη. Οι εχθροί κόβουν το δρόμο. Μα ξέρω την αυτοθυσία που σε χαρακτηρίζει, και σου την αναθέτω. Πρέπει όμως να μπεις στο κάστρο πριν φθάσει ο Βλαδισλάβ στο Θέμα του Δυρραχίου. Πήγαινε, και ο Κύριος βοήθεια σου.
Ο Μιχαήλ έπεσε στα γόνατα, πήρε το μανδύα του Αυτοκράτορα και τον φίλησε. Έπειτα σηκώθηκε και βγήκε με τον Δαφνομήλη, χωρίς να μπορέσει, από την ταραχή του ούτε ένα ευχαριστώ να πει.
Στο πλαγινό χώρισμα η Αλεξία άκουσε τη διαταγή. Ξεπετάχθηκε από τη θέση της. Μα ο Νικήτας, που είχε μείνει όρθιος πλάγι στην είσοδο, της έγνεψε να μην κουνήσει.
- Ναι, να έλθει! ακούστηκε η φωνή του Αυτοκράτορα. Και αμέσως ύστερα:
- Λέγε γρήγορα, Γίνο Βούγα, έρχεσαι από το Δούναβη;
Η Αλεξία σηκώθηκε όρθια, σαν ηλεκτρισμένη. Πάλι της έκανε ο Νικήτας νόημα να σωπάσει και ν' ακούσει.
- Δέσποτα, είπε μια ζεστή αντρίκεια φωνή, δεν έρχομαι από το Δούναβη, αλλ' από τον Αξιό. Ο Ιωάννης Βλαδισλάβ είναι κοντά...
- Νικήτα... μουρμούρισε η Αλεξία σφίγγοντας τα δυο της χέρια στο στήθος της, η φωνή...
- Πώς! αναφώνησε ο Αυτοκράτορας. Μόλις χθες μας ήλθε η είδηση πως βιαστικά γυρνά ο Βλαδισλάβ κατά το Δυρράχιο!
- Ναι, Δέσποτα! Μα χθες άλλαξε πορεία και διευθύνεται στη Σέταινα. Ο Κρακράς τον έσμιξε με όλους τους βουνίσιους που σέρνει πίσω του, και με τις δυνάμεις τους όλες θα πέσουν στο στρατό μας, που τον νομίζουν ανέτοιμο και απληροφόρητο. Έστειλαν και μήνυμα του Ιβάτζη...
Η Αλεξία έτρεξε στον Νικήτα.
- Άφησε με! Άφησε με να δω τον Γίνο Βούγα, είπε πνιγμένη από συγκίνηση.
Ο Νικήτας γέλασε.
- Τον Γίνο Βούγα; επανέλαβε. Είναι δέκα χρόνια που πέθανε ο Γίνος Βούγας στα χέρια μου.
Με ορμή τράβηξε η Αλεξία την κουρτίνα. Αντίκρυ στο Βασιλέα στέκουνταν ένας νέος στρατιωτικά ντυμένος. Κάτω από τη σκόνη που σκέπαζε το ηλιοκαμένο του πρόσωπο, τα χαρακτηριστικά του μαρτυρούσαν γενιά ευγενική. Τα καστανά του μάτια έλαμπαν από ζωή και θέληση. Μα βαθιά χαράκια, που κατέβαζαν το τόξο του στόματος έδιναν στην τολμηρή του φυσιογνωμία έκφραση άπειρης πίκρας.
- Ο Ιβάτζης, έλεγε ο νέος, είχε λάβει διαταγή ν' αφήσει το Δυρράχιο και να έλθει...
Έξαφνα η φωνή του χαλάρωσε, σκόνταψε:
- ...Και να έλθει... επανέλαβε.
Τα χείλια του κούνησαν ακόμα, μα η φωνή έσβησε.
- Κων-σταν-τίνε...
Ο Αυτοκράτορας αναπήδησε. Πίσω του, σφίγγοντας την κουρτίνα στο συσπασμένο της χέρι, στέκουνταν η Αλεξία, σα φάντασμα άσπρη. Ο νέος είχε ακουμπήσει στο τραπέζι, και ακίνητος την έβλεπε.
- Αλεξία! φώναξε ο Αυτοκράτορας.
Όρμησε κοντά της και την έπιασε από τη μέση:
- Αλεξία, τι έπαθες; Παιδί μου, τρελάθηκες;
Με τα δυο της χέρια πιάστηκε στον ώμο του.
- Αύγουστε... τραύλισε, είναι ο Κωνσταντίνος Κρηνίτης...
Οι δυο αυτές λέξεις έπεσαν σαν κεραυνός. Μια στιγμή ο Αυτοκράτορας κοντοστάθηκε, σαστισμένος.
- Εσύ; είπε απλώνοντας το χέρι του προς το νέο. Εσύ... ο Γίνος Βούγας;
Ο Κωνσταντίνος νίκησε την ταραχή που μια στιγμή τον είχε καταπονέσει. Ξέζωσε το σπαθί του, γονάτισε, και το έβαλε στα πόδια του Αυτοκράτορα.
- Δέσποτα, είπε, σου έκρυψα το αληθινό μου όνομα, γιατί έπρεπε ο Κωνσταντίνος Κρηνίτης να χαθεί και να ξεχαστεί. Σε απάτησα, Δέσποτα. Αποφάσισε συ την τιμωρία μου. - Σήκω πάνω! φώναξε ο Βασιλέας, τείνοντας τα δυο του χέρια. Σήκω πάνω και πάρε το σπαθί σου! Είτε Κρηνίτη σε λέγουν, είτε Γίνο Βούγα, ποτέ τιμιότερη καρδιά δεν υπηρέτησε στο δοξασμένο στρατό των Ελλήνων! Σήκω, Κωνσταντίνε Κρηνίτη. Ευχαριστώ τον Κύριο που μου έδωσε την ευκαιρία να σφίξω στην καρδιά μου το γιο του πιστού μου Κατεπάνω.
Και με τα λόγια αυτά πήρε το νέο στη στιβαρή του αγκαλιά και τον έσφιξε στο στήθος του.
- Αλεξία, είπε έξαφνα, έλα δω, παιδί μου. Σου έδωσα μιαν υπόσχεση, και σήμερα θέλω να την εκτελέσω. Ωστόσο...
Πήρε τα χέρια του Κωνσταντίνου. Στο μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού έλαμπε ένα γυναικείο σμαλτωμένο δαχτυλίδι. Ο Αύγουστος του το έβγαλε.
- Ωστόσο, επανέλαβε, φόρεσε το σύμβολο του γάμου σας.
Και παίρνοντας το χέρι της, πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλο της. Ο Κωνσταντίνος ανορθώθηκε. Έριξε μια ματιά στο αναίματο πρόσωπο της κόρης πλάγι του και αντάμωσε το ταραγμένο της βλέμμα.
- Δέσποτα, είπε με σταθερή φωνή. Μια χάρη ζητώ ακόμα από τη μεγαλοψυχία σου. Πριν θεωρήσεις τον αρραβώνα τελειωμένο, Αύγουστε, ευδόκησε να επιτρέψεις της αρραβωνιαστικής μου να με ακούσει ιδιαιτέρως λίγα λεπτά.
Ο Αυτοκράτορας κοίταξε πρώτα τη μια, ύστερα τον άλλο. Το διαπεραστικό του βλέμμα σταμάτησε στην αντρίκεια όψη του νέου και στην τολμηρή και ίσια του ματιά. Με το χέρι έδειξε το πλαγινό διαμέρισμα, της κάμαρας της Αλεξίας.
- Εκεί μέσα, είπε, μπορείς να της μιλήσεις χωρίς να σας ανησυχήσει κανένας.
Και σαν είδε την κουρτίνα που έπεσε και τους σκέπασε, χτύπησε ένα μαλαματένιο κουδουνάκι που βρίσκουνταν πάντα στο τραπέζι του. Ένας υπασπιστής παρουσιάστηκε.
- Φώναξε το στρατηγό Ευστάθιο Δαφνομήλη, διέταξε ο Βασιλέας.
Κάθησε στο τραπέζι του και βιαστικά έγραψε λίγα λόγια. Ο Δαφνομήλης παρουσιάστηκε με τον υπασπιστή.
- Δώσε αυτό στο στρατηγό Κωνσταντίνο Διογένη, πρόσταξε ο Βασίλειος, δίνοντας του υπασπιστή το γράμμα. Και σαν έφυγε:
- Ευστάθιε Δαφνομήλη, είπε ο Βασίλειος, η μάχη που μήνες τώρα τη ζητούμε, θα γίνει σήμερα ή αύριο. Ο Βλαδισλάβ διευθύνεται δω. Έδωσα διαταγή του Διογένη να φύγει ευθύς και να τον προϋπαντήσει. Σταμάτησε και τον Ιγερινό. Έχω άλλη αποστολή να του δώσω.
Το δωμάτιο της Αλεξίας ήταν άδειο: Ο Νικήτας είχε φύγει. Όρθιος, με τη ράχη ακουμπισμένη σε μια ψηλή καρέγλα, ο Κωνσταντίνος γύρευε να βαστάξει τη συγκίνηση που τον συνέπαιρνε πάλι, ενώ η Αλεξία, πεσμένη στο σοφά, τον κοίταζε με αγωνία, φοβούνταν να μιλήσει, ένιωθε πως κάτι τους χωρίζει και βασάνιζε την καρδιά της να μαντέψει τι. Πρώτος ανέλαβε κείνος.
- Τι υπόσχεση σου έκανε ο Βασιλέας; ρώτησε ο Κωνσταντίνος γυρεύοντας να στερεώσει τη φωνή του.
Σιωπηλά του έδειξε το δαχτυλίδι του που έλαμπε στο χέρι της.
- Να μας στεφανώσει; ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
- Ναι! είπε η κόρη.
Λίγο ακόμα στάθηκε να δαμάσει την ταραχή της ψυχής του. Ύστερα ρώτησε πάλι:
- Του είπες πως... σ' αγαπώ;
Η λέξη, η φωνή, το βλέμμα του την ζέσταιναν. Όχι, δεν είχε αλλάξει... Η καρδιά του ήταν δική της.
- Του είπα πως είμαι η αρραβωνιαστική σου, αποκρίθηκε.
Με τα δυο του χέρια στηρίχθηκε πίσω στη ράχη της καρέγλας, κι έσκυψε πάνω της.
- Ξέρεις γιατί έφυγα; τη ρώτησα.
- Όχι!
- Δε σου το είπε;
- Ποιος;
- Ο Μιχαήλ.
- Το ξέρει λοιπόν εκείνος; Το μάντευα.
- Δε σου είπε τίποτα; επανέλαβε.
- Όχι!
Σταμάτησε πάλι, νικημένος από τη συγκίνηση. Και πάλι είπε:
- Έφυγα γιατί σ' αγαπά κι εκείνος.
- Ο Μιχαήλ!...
Η Αλεξία είχε ανασηκωθεί, μα τα γόνατα της κόπηκαν και ξανάπεσε στο σοφά. Τον κοίταζε άφωνη.
- Δεν το εννόησες ποτέ; Σιωπηλά έκανε νόημα αρνητικό.
- Και δε σου το είπε;
- Όχι, Κωνσταντίνε!
Ο νέος έκανε δυο - τρία βήματα, και πάλι ακούμπησε στη ράχη της καρέγλας.
- Δυο χρόνια δεν έπαυσε να με γυρεύει, είπε. Σαν αγρίμι κυνηγημένο έφευγα μπροστά του, κρύβουμουν. Κατάφερα ως τώρα να μη με δει. Εγώ όμως τον είδα. Είναι λίγη ώρα, τον ξαναείδα που βγήκε από τη σκηνή του Αυτοκράτορα... Μίλησα και με τον πάτερ Ευθύμιο, και μου είπε για ποιο λόγο ήλθε αυτός εδώ. Εσύ, Αλεξία, που βλέπεις τον Μιχαήλ κάθε μέρα, το νιώθεις βέβαια, όπως το νιώθω κι εγώ, πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς χαρά, πως την έχει ανάγκη όσο και τον αέρα που αναπνέει. Να του πάρω εγώ τη γυναίκα που αγαπά, δε θα το κάνω ποτέ. Αλεξία... δώσε του λίγη ευτυχία!
Η κόρη αναπήδησε. Ίσια και υπερήφανη στάθηκε μπροστά του.
- Στάσου, είπε, και κατάφερε να μιλήσει χωρίς να τρέμει η φωνή της... έχε το θάρρος να μου πεις την αλήθεια. Δε μ' αγαπάς πια!
Δίστασε κείνος μια στιγμή, ζητώντας να βρει στο βλέμμα της τη δύναμη που του χρειάζουνταν.
- Ναι, είπε, θα έχω το θάρρος να σου πω την αλήθεια. Σ' αγαπώ... όπως τότε... Κι εσύ θα έχεις τώρα το θάρρος να κάνεις παλικαρίσια εκείνο που πρέπει. Και θα χωριστούμε.
Η κόρη γέλασε.
- Αχ, Κωνσταντίνε, είμαι, λες, πέτρα; Τώρα που μου μίλησες έτσι, πού να βρω το θάρρος που μου ζητάς;
- Θα το κάνεις, Αλεξία... Πρέπει.
Όρθια μπροστά του τον κοίταζε θλιμμένη.
- Και συ πόνεσες... το βλέπω από το πρόσωπο σου, μουρμούρισε. Άλλαξες!...
- Ναι! Πόνεσα. Και θα πονέσω ακόμα χρόνια ίσως. Μα τι σημαίνει! Αλεξία, εσύ κι εγώ είμαστε από τους ανθρώπους που μπορούν να σηκώσουν πολλά, και όμως να μην τσακίσουν. Εκείνος όχι. Γι' αυτό πρέπει να με ξεχάσεις.
- Κι εσύ;
- Εγώ έχω τη δουλειά μου, είπε με απόφαση.
- Και σου αρκεί αυτή για να είσαι ευτυχισμένος;
- Δε ζητώ ευτυχία, μπορώ να ζήσω και χωρίς χαρά. Ο Μιχαήλ όμως δεν μπορεί. Τον βλέπεις τι έχει γίνει.
Η Αλεξία σκέπασε το πρόσωπο της με τα δυο της χέρια.
- Κι εγώ δεν μπορώ, μουρμούρισε.
Σουβλερός πόνος του έστριψε την καρδιά. Τη δική της λύπη δεν την είχε προϊδεί. Του ήλθε να την αρπάξει, να τη σηκώσει, να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να της πει λόγια τρυφερά, καυτά. Να της πει... Έπνιξε τον πειρασμό. Καταπόνεσε τη λιγοψυχία του. Έπιασε τα χέρια της και της ξεσκέπασε το πρόσωπο.
- Θα μπορέσεις, είπε σκληρά. Αλεξία, δεν άξιζε τον κόπο να φύγω, αν ήταν να ξανάρθω σε δυο χρόνια και να σε πάρω. Από τότε, μεταξύ των τριών μας, τίποτα δεν άλλαξε. Ούτε έφυγα τότε από θυμό ή πείσμα. Αλλά είπα πως από τους τρεις μας, δυο ήταν οι πιο δυνατοί. Στους δυνατούς λοιπόν ο σταυρός, αφού μπορούν να τον βαστάξουν.
Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε πάλι. Της φάνηκε πιο μεγάλος, όμορφος, σα θεός μπροστά της.
- Δεν μπορώ να πάρω άλλον... μουρμούρισε.
- Τώρα δεν μπορείς... Αργότερα όμως... σαν περάσουν χρόνια.
Αργοκούνησε το κεφάλι.
- Δε θα σε ξεχάσω ποτέ, του είπε.
Ξαναπήρε τα χέρια της και τα έσφιξε στο στήθος του. Ύστερα έσκυψε και τα φίλησε.
- Κι εγώ δε θα σε ξεχάσω ποτέ, είπε με αλλαγμένη φωνή. Και όμως δε θα σε πάρω ποτέ...
Άφησε τα χέρια της και κοίταξε γύρω του να βρει άλλην έξοδο παρά εκείνην απ' όπου είχαν μπει. Η Αλεξία ακολούθησε το βλέμμα του, κατάλαβε πως ήταν αλύγιστος. Έβγαλε από το χέρι της το δαχτυλίδι, που λίγην ώρα πριν της το είχε βάλει ο Αυτοκράτορας, και του το έτεινε. Τα χείλια του τεντώθηκαν νευρικά.
- Κράτησε το, της είπε. Ήταν της μητέρας μου... Γύρισε κατά την πόρτα και σήκωσε την κουρτίνα.
Απέξω φύλαγε ο σκοπός. Η κόρη έκανε ένα βήμα.
- Να το ξέρεις... του φώναξε, όποταν και αν είναι, όπου και αν είσαι, να το ξέρεις... θα σε περιμένω πάντα.
Έτοιμος να βγει, γύρισε και την κοίταξε. Μια στιγμή ακόμα τον είδε μπροστά της, με μάτια βαριά από πόνο ανείπωτο που φύλαγε μέσα του. Κάτι σα χαμόγελο πέρασε στο στόμα του, κάτι τόσο απόκοσμο, που η ψυχή της συνταράχθηκε. Η κουρτίνα ξανάπεσε στη θέση της και τον έχασε από μπροστά της. Τότε έξαφνα αντιλήφθηκε πως όλα τελείωσαν και πως για πάντα τον είχε χάσει. Έκανε δυο βήματα και πιάστηκε στην πλάτη της καρέγλας όπου στέκουνταν εκείνος πριν.
- Θεέ μου... μουρμούρισε.
Έγειρε το πρόσωπο της στα χέρια της που ήταν σκαλωμένα στην ξύλινη ράχη.
- Θεέ μου, επανέλαβε.
Μα τα μάτια της έμεναν στεγνά, τίποτα δεν ξαλάφρωσε τα παρατεντωμένα της νεύρα. Ούτε βρήκε λόγια για να προσευχηθεί. Η καρδιά της ήταν όλη επαναστατημένη.