Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο Κ
←ΙΘ'. Αποκαλύψεις | Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου Συγγραφέας: Κ'. Κατά διαταγή του Ιβάτζη |
ΚΑ'. Το Φρούριο των Βοδενών→ |
Σιωπηλά ξεκίνησε ο Κωνσταντίνος από την ταβέρνα της Σέταινας με τους δυο Βουλγάρους. Ο Δραξάν κρυφομιλούσε του Ρωμαίου, και λίγα βήματα μπροστά προχωρούσε ο Κωνσταντίνος βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο δρόμος ήταν στενός και περνούσε ανάμεσα στους κάμπους. Κάπου - κάπου, από μέσα από τα σκοτεινά σύννεφα ξεπρόβαλε το φεγγάρι και καθρεφτίζουνταν, πότε δω πότε κει, στους νερόλακκους που είχε αφήσει η βροχή. Μια στιγμή φωτίζουνταν ο μαύρος βούρκος του δρόμου, που, γλιστερός, έτρεχε με κορδέλες και σκαρφάλωνε στο βουνό. Και πάλι η νύχτα πλάκωνε, πιο σκοτεινή παρά πριν. Συλλογισμένος και με μαύρη καρδιά πήγαινε ο Κωνσταντίνος, τυλιγμένος στη χωριάτικη του κάπα, και τα γκέμια κρέμουνταν ατέντωτα στο λαιμό του αλόγου του. Ο νους του ήταν αλλού.
Στην περήφανη ψυχή του, η λέξη της κόρης έτσουζε ανυπόφορα, σαν ανοιγμένη πληγή. Ποια ήταν η κόρη αυτή, και τι τον ήθελε; Γιατί, σαν την έβλεπε, ταράζουνταν πάντα η ψυχή του και γέμιζε νοσταλγία για τα περασμένα; Και γιατί, ενώ ποτέ πριν δεν την είχε δει, την έβρισκε τώρα κάθε λίγο στο δρόμο του; Δεν την είχε απαντήσει πριν, και όμως την ήξερε! Πρώτη φορά την είδε απέξω από το μοναστήρι. Και όμως, στα παλιά χρόνια την έβρισκε ανακατωμένη στις ενθυμήσεις του με την εικόνα της μητέρας του, και με κάτι ήχους πάντα τους ίδιους, σαν κρυσταλλένιο νερομουρμούρισμα ανάμεσα στα χαλίκια. Και ήταν Ελληνοπούλα... και τον νόμιζε προδότη...
Η καρδιά του ολοένα σφίγγουνταν περισσότερο. Το αίσθημα του άδικου, και συνάμα της αδυναμίας του να εξηγηθεί, τον πίεζε, του έφερνε δυσφορία. Μα και γιατί να εξηγηθεί; Τι του ήταν το κορίτσι αυτό που τον έλεγε προδότη; Και πού τον ήξερε άραγε κείνη; Και γιατί στη μονή ρωτούσε πάντα γι' αυτόν; ...Την είχε αρπάξει ο Γρηγόρης και την πήγε σηκωτή στο αντικρυνό σπίτι, όπου σε λίγο άναψε και φως. Μα άραγε τη γνώριζε ο καλόγερος; Ναι, αφού στην ταβέρνα έβγαλε μια φωνή κι έτρεξε να την πιάσει μόλις την πήρε το μάτι του. Και όμως στη μονή σαν ήταν, ο Γρηγόρης δεν την ήξερε ακόμα. Τι ήταν λοιπόν η παιδούλα αυτή, που όλοι την ήξεραν βουβή, και που όμως μιλούσε ελληνικά και του θύμιζε τα παιδικά του χρόνια, τη μητέρα του, την είσοδο του σπιτιού τους; Μα στάσου... Μια εικόνα μακρινή μα ζωηρή πέρασε έξαφνα σαν λάμψη στο μυαλό του. Είδε ένα παιδικό πρόσωπο με μαύρα σγουρά μαλλιά, και άκουσε τη φωνή της μητέρας του: «Αλεξία!... είναι παράξενο όνομα...». Αλεξία!... Ήταν η Αλεξία!...
Ασυνείδητα σκέπασε τα μάτια του με το χέρι, σα να τον είχε θαμπώσει το ξαφνικό φως που έλαμψε μπροστά του. «Η Αλεξία!...». Πώς δεν το είχε μαντεύσει από την πρώτη ώρα; Το λεπτό χλωμό της πρόσωπο με τα λυτά μαύρα μαλλιά, κοντά και πυκνά, όπως σαν ήταν παιδάκι, τα μεγάλα μαύρα μάτια της με την ίδια αγριεμένη έκφραση που είχαν στη σκηνή του Σαμουήλ, και ύστερα στο δάσος όπου την είδε με το γερο - Παγράτη, πώς δεν τ' αναγνώρισε αμέσως σαν την ξαναείδε;
Και του είχε πει ο Παγράτης πως το κοριτσάκι είχε βουβαθεί από τρομάρα... Και όλοι τώρα νόμιζαν το κορίτσι βουβό, στα χωριά και παντού όπου την ήξεραν για Βουλγάρα, χωρίς να την πειράζει κανένας, γιατί όλοι, και οι σκληροί ακόμα Βούλγαροι, την λυπούνταν που ήταν σημαδεμένη... Ήταν η Αλεξία χωρίς αμφιβολία. Και ο Γρηγόρης, γυρεύοντας τον πατέρα του, είχε ανακαλύψει τη χαμένη ορφανή... Έξαφνα, μια σαίτα σφύριξε στο αυτί του. Μηχανικά έσφιξε τα γκέμια και άδραξε το τσεκούρι του. Δεύτερη σαΐτα σφύριξε. Και την ίδια ώρα σύννεφο από σαίτες τον περιτριγύρισαν. Το άλογο, πληγωμένο, σηκώθηκε στα πίσω πόδια, πετάχθηκε μπρος κι έπεσε σέρνοντας τον καβαλάρη του στη λάσπη. Μα γρήγορος όσο και δυνατός, ο Κωνσταντίνος παράτησε τις πατήτρες και, πριν αγγίξει καλά - καλά στο χώμα, ξαναβρέθηκε στα πόδια του με το τσεκούρι στο ένα χέρι και με το δίκοπο μαχαίρι του στο άλλο.
Στα χωράφια, αρματωμένοι άντρες σηκώθηκαν από παντού, σα φαντάσματα, και πετάχθηκαν απάνω του.
- Ανάθεμα σας! φώναξε ο Δραξάν σπηρουνίζοντας το άλογο του. Σταματάτε, φονιάδες! Είμαι ο Δραξάν και, μα το Θεό, θα σας σουβλίσω όλους ζωντανούς!
- Στάσου πίσω, Δραξάν! φώναξε ένας από τους άντρες που έμοιαζε να διευθύνει τους άλλους. Κακό δε θα σου κάνομε, αν μείνεις εκεί που είσαι.
- Μα τα κόλυβά μου, δε στέκομαι! αποκρίθηκε φουρκισμένος ο στρατηγός. Τι είμαι τάχα εγώ που θ' αφήσω, με σταυρωμένα χέρια, να σφάξετε τον άνθρωπο μου; Πίσω, λέγω! Πίσω, σκυλολόγι!
Και στρώνοντας χάμω ένα στρατιώτη που γύρευε να τον σταματήσει, άρπαξε από τη ζώνη του ένα μακρύ μαχαίρι, και όρμησε στη μέση της μάχης φωνάζοντας:
- Βοήθεια, Ρωμαίε!
Μα ο μονοχέρης έκανε αλλιώτικα το λογαριασμό του. Στοχάστηκε πως πιο φρόνιμο ήταν ν' αποτραβηχθεί παράμερα με το άλογο του και, κατά πώς θα τελείωνε, καλά ή άσχημα, ο καβγάς, να το βάλει στα πόδια ή να σιμώσει και ν' αποτελειώσει τους νικημένους. Παρακάτω, ο Κωνσταντίνος διαφεντεύουνταν σα λεοντάρι, μόνος ανάμεσα σε τόσους. Μεμιάς είχε στρώσει κάτω τον πρώτο που έφθανε καταπάνω του, και άλλος κυλιούνταν στη λάσπη με ανοιγμένο το λαιμό. Εμπρός, πίσω, πλάγια, σα μύλος στριφογύριζε το φοβερό του τσεκούρι, πελεκώντας χέρια, πόδια, κεφάλι ή κορμί, όπου έπεφτε. Το αίμα έτρεχε βρύση από το ανοιγμένο του μέτωπο και μια μαχαιριά τον είχε βρει στο πλευρό. Αν και πληγωμένος όμως, ο Κωνσταντίνος βαστούσε ακόμα καν, όσο έστεκε στα πόδια του, εύκολο δεν ήταν να τον καταπονέσουν.
- Γεια σου, παλικάρι, βάστα κι έρχομαι! φώναξε μ' ενθουσιασμό ο Δραξάν που ζύγωνε με το μαχαίρι σηκωμένο.
- Μη χτυπάς, Δραξάν! φώναξε ο αρχιφονιάς. Είμαστε Βούλγαροι!
Και σηκώνοντας το σπαθί του, το κατέβασε με ορμή στο κεφάλι του Κωνσταντίνου. Μ' αυτός σα χέλι του ξέφυγε, και το σπαθί τον πήρε στον ώμο. Μ' ένα πήδο, τότε, ρίχθηκε ο Κωνσταντίνος απάνω του και, κατεβάζοντας με φόρα το τσεκούρι, του έσχισε την περικεφαλαία πέρα - πέρα και του άνοιξε το κεφάλι σε δυο. Ο Βούλγαρος μούγκρισε σα θηρίο, πέταξε πάνω τα χέρια κι έπεσε βαριά στο χώμα όπου βρόντησε ο θώρακας του.
- Δώσ' του! Δώσ' του! φώναξε ο Δραξάν κατεβάζοντας το σπαθί του στον πρώτο που βρήκε.
Μα οι άλλοι, βλέποντας τον αρχηγό τους πεσμένο, σήκωσαν τα χέρια.
- Παραδινόμαστε! φώναξαν με μια φωνή. Μη χύνεις αδελφικό αίμα, Δραξάν.
Και όλοι μαζί έριξαν τ' άρματα τους στα πόδια του στρατηγού. Ο Δραξάν πήδησε από το άλογο, και τους διέταξε, όσοι έμειναν ακόμα όρθιοι, να έλθουν μπροστά του.
- Ποιος είναι ο αρχηγός σας, άτιμοι φονιάδες; ρώτησε θυμωμένα.
- Άτιμοι δεν είμαστε, είπε ένας. Μας πρόσταξε ο άνθρωπος του Ιβάτζη, και δε μας έπεφτε εμάς λόγος. Έπρεπε να υπακούσομε.
- Του Ιβάτζη; έκανε σαστισμένος ο Δραξάν.
- Ναι! αποκρίθηκε ο στρατιώτης. Και δείχνοντας τον Κωνσταντίνο:
- Αυτός ας μαρτυρήσει, είπε, ας κοιτάξει τον αρχηγό μας και ας πει ποιος είναι. Τον ξέρει.
Ο Δραξάν έσκυψε πάνω στον πεθαμένο και του σήκωσε το κεφάλι. Το χλωμό φως του φεγγαριού έπεσε σ' ένα τριχωτό άγριο πρόσωπο, όπου ξεχώριζε πέρα - πέρα το σημάδι μιας παλιάς πληγής·
- Τον ξέρεις αυτόν; ρώτησε τον Κωνσταντίνο.
- Ναι! αποκρίθηκε ο νέος. Το σημάδι αυτό που σχίζει το πρόσωπο του το έκανα εγώ μ' ένα βούνευρο. Είναι στρατιώτης του Ιβάτζη.
Το πρόσωπο του Δραξάν σκοτείνιασε.
- Γιατί λοιπόν ήθελε να σε σκοτώσει; ρώτησε.
- Ρώτα τους συντρόφους του, στρατηγέ, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος.
Ο στρατιώτης που και πριν είχε μιλήσει, διηγήθηκε όσα ήξερε.
- Ήμουν στην ταβέρνα με το μακαρίτη, είπε δείχνοντας τον πεθαμένο, και περιμέναμε να έλθει ο Έλληνας...
- Ο Έλληνας; αναφώνησε ο Δραξάν.
- Ναι! είπε ο στρατιώτης. Ο οδηγός σου είναι Έλληνας.
- Είναι απεσταλμένος του Τσάρου! είπε οργισμένος ο Δραξάν. Πώς τολμάς και τον κατηγορείς;
- Εγώ δεν ξέρω τίποτα, αποκρίθηκε φοβισμένα ο στρατιώτης, ούτε τον είχα δει ποτέ. Ο σύντροφος μου τον ήξερε. Έχει, λέγει, κι έναν αδελφό, κρυμμένο κάπου σ' έναν ξενώνα, κοντά στο Βουτέλιο, όπου κάνει το δούλο. Και όσα σου είπε, είναι, λέγει, ψέματα, και δεν τον έστειλε καθόλου ο Τσάρος, και τον ξέρει, λέγει, ο Ιβάτζης πως είναι προδότης και γι' αυτό πρόσταξε να τον σκοτώσομε.
Ο Ρωμαίος, ωστόσο, μόλις είδε πως πέρασε ο κίνδυνος, πλησίασε πάλι με αλεπουδίσιο βήμα. Καθώς άκουσε τη διήγηση του στρατιώτη, έσκυψε στο αυτί του Δραξάν και του είπε σιγά:
- Κόψε τον για καλό και για κακό! Τι σε νοιάζει;
Μα ο Δραξάν τον έσπρωξε από κοντά του.
- Σώπα! είπε με θυμό. Δεν κόβει κανείς έτσι έναν άνθρωπο, πριν βεβαιωθεί... Και αυτός βαστούσε τη βούλα του Τσάρου...
Και όμως, το μέτωπο του ήταν συννεφιασμένο σα ρώτησε πάλι το στρατιώτη:
- Τι άλλο ξέρεις;
- Τίποτα, στρατηγέ μου. Όσα ήξερα σου τα είπα, αποκρίθηκε αυτός όλο και πιο φοβισμένα.
Παρακάτω, με τα χέρια σταυρωμένα, στέκουνταν ο Κωνσταντίνος. Ήταν αίματα γεμάτος, μα έστεκε υπερήφανος και ατάραχος, και με σηκωμένο το κεφάλι άκουε τις εξηγήσεις του Βουλγάρου. Ο Δραξάν τον κοίταξε.
- Άκουσες τι σε κατηγορούν; ρώτησε σουφρώνοντας τα φρύδια του.
- Άκουσα, στρατηγέ.
- Τι έχεις ν' αποκριθείς;
- Πως μ' έστειλε ο Τσάρος.
- Ξαναλές την ίδια ψευτιά; φώναξε ο Ρωμαίος.
- Δεν είναι ψευτιά, είπε ήσυχα ο Κωνσταντίνος.
- Δεν είναι ψευτιά; Τολμάς να το επαναλάβεις; Και ο αδελφός σου; Στην υπηρεσία του Τσάρου είναι και αυτός;
- Δεν έχω αδελφό.
- Λες ψέματα! ξεφώνισε ο Ρωμαίος. Άκουσες τι είπε ο στρατιώτης!
Ο Δραξάν τον παραμέρισε με το χέρι.
- Στάσου, είπε νευρικά. Άφησε με να του μιλήσω.
Και γυρνώντας στον Κωνσταντίνο:
- Πώς σε λένε; ρώτησε.
- Κωνσταντίνο Κρηνίτη. Ο Δραξάν αναπήδησε.
- Κρηνίτη; έκραξε με φωνή πνιγμένη. Ο γιος του...
- Του Κατεπάνω της Αδριανούπολης, ναι! είπε ο Κωνσταντίνος.
Ένα λεπτό, ο Δραξάν δεν μπόρεσε να μιλήσει. Με κάποια δυσκολία νίκησε τη συγκίνηση του.
- Είσαι λοιπόν αλήθεια Έλληνας;
- Είμαι Έλληνας, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος.
Τα ξανθά γένια του Δραξάν έτρεμαν στο στήθος του. Ήταν βαθιά ταραγμένος.
- Ξέρεις... ξέρεις πως αυτά που μου είπες μου δίνουν το δικαίωμα να σε σουβλίσω; είπε βαστώντας το θυμό του.
- Το ξέρω.
- Και δε βρίσκεις τίποτα να πεις που να δικαιολογήσεις την παρουσία σου εδώ;
- Τι θέλεις να σου πω; είπε ατάραχα ο Κωνσταντίνος. Στα χέρια σου έχεις το γράμμα του Τσάρου με τη βούλα του.
Ο Δραξάν πήρε το γράμμα από τον κόρφο του και το εξέτασε στη λάμψη του δαυλού που άναψε ένας στρατιώτης.
- Ξέρει ο Τσάρος ποιος είσαι; ρώτησε έξαφνα. Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε.
- Ο πατέρας του, ο Τσάρος Σαμουήλ, με πήρε από την Αδριανούπολη και μ' έκανε παιδόπουλό του, είπε.
Ο Δραξάν έμεινε λίγην ώρα σκεπτικός.
- Για ό,τι ρώτημα σου κάνω μοιάζεις να έχεις έτοιμη την απάντηση, είπε πικρά. Μα ένα πράμα δεν εξηγώ. Γιατί θέλησε ο Iβάτζης το θάνατο σου;
- Ρώτησε τον, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος.
Ο Δραξάν θύμωσε.
- Η ελληνική σου υπερηφάνεια δε σε παράτησε, βλέπω, ούτε στη σκλαβιά όπου σέρνεσαι από δω και δέκα χρόνια, είπε. Μα μη νομίζεις πως με τα λόγια σου αυτά θα μου ξεφύγεις, ούτε πως θα με γελάσεις! Το γράμμα μοιάζει γνήσιο, το ίδιο και η βούλα του Τσάρου, που ο Άγιος Κύριλλος να τον έχει στην προστασία του. Μα ο Ιβάτζης δεν είναι άνθρωπος να σε δολοφονήσει χωρίς σοβαρό λόγο. Ούτε μπορώ πια να σε ακολουθήσω για οδηγό.
Και γυρνώντας στον Χειρότμητο:
- Ρωμαίε, είπε, καβαλίκεψε ευθύς και τρέχα στην Αχρίδα, έβρε τον Τσάρο, ακόμα και τον Ιβάτζη αν μπορείς, πες τους όσα είδες, μάθε την αλήθεια και γράψε μου, αν δεν μπορείς να έλθεις ο ίδιος. Αν ο Τσάρος αλήθεια με καλεί, θα κάνω φτερά να φθάσω γρηγορότερα κοντά του. Αν όμως δε με θέλει... - το άγριο βλέμμα του έπεσε στον Κωνσταντίνο, - ...θα μου το πληρώσεις ακριβά, είπε.
Ο Ρωμαίος είχε καβαλικέψει.
- Πού θα σε βρω! ρώτησε.
- Στα... στη «φωλιά», αποκρίθηκε ο Δραξάν και του έκανε ένα κρυφό νόημα. Κι ένα άλλο, πρόσθεσε: Μάθε τι είναι ο δεύτερος αυτός Έλληνας που κρύβεται κοντά στο Βουτέλιο, και πιάσε τον.
Σκληρό χαμόγελο χώρισε τα χείλια του κουλού.
- Έννοια σου, είπε, θα τον βρω.
Και σπηρουνίζοντας το άλογο του έφυγε.
- Δέσετε αυτό τον άνθρωπο, διέταξε ο Δραξάν τους στρατιώτες, μαζέψτε τους πληγωμένους και ακολουθείτε με.
Και η συνοδεία, όλη μαζί, με τον Δραξάν μπροστά, γύρισε ανατολικά στο μεγάλο δρόμο. Με τα χέρια πισθάγκωνα πήγαινε ανάμεσα τους ο Κωνσταντίνος. Στις βρισιές των στρατιωτών αποκρίνουνταν μόνο με την άφοβη ματιά του, περιφρόνηση γεμάτη. Από την αγωνία της ψυχής του τίποτα δεν έδειχνε το πρόσωπο του. Και όμως, η ψυχή του βασανίζουνταν.
Είχε παίξει παιχνίδι επικίνδυνο και το είχε χάσει. Για τη ζωή του λίγο τον έμελε. Την είχε αποφασισμένη από τη μέρα που παραδέχθηκε να μπει στο Τάγμα των Κατασκόπων του Αυτοκράτορα και να δουλεύει ανάμεσα στους εχθρούς. Και, δέκα χρόνια τώρα, ζούσε με την ιδέα του θανάτου πάντα μπροστά του, την είχε συνηθίσει πια σαν κάτι μοιραίο. Γι' αυτό, και σαν τον ρώτησε ο Δραξάν, ψέματα δεν καταδέχθηκε να πει για να σώσει τη ζωή του. Πως θα τον σκοτώσουν το ήξερε. Μα τι σημαίνει; Φθάνει να πέσει όμορφα. Αυτό μονάχα ήθελε, για να δει και να πεισθεί και ο Μιχαήλ πως καμιά δουλειά δε λερώνει μια ψυχή που έχει μέσα της ευγένεια και υπερηφάνεια. Και θα πιστέψει τότε ο Μιχαήλ πως, όποιος ξέρει και στέκει ψηλά, ψηλότερα από τις πράξεις του, υψώνει κάθε δουλειά και την κάνει ευγενική, ανεβάζοντας την στο δικό του σκαλοπάτι. Για την Πατρίδα του δούλευε. Τι σημαίνει με τι λέξη ονομάζουνταν η δουλειά του; Τη φιλοτιμία του σαν ολοκαύτωμα την πρόσφερε στην Πατρίδα, παραμερίζοντας το άτομο του μπροστά στο μεγάλο έργο. Και ποιος ξέρει αν μια μέρα δεν το μάθει και η Αλεξία... αν μια μέρα δε της πουν πως πέθανε Έλληνας τίμιος, για μια ιδέα... την ιδέα της κοινής τους Πατρίδας... Μα και αν δεν το μάθαινε, τι σημαίνει; Φθάνει που το ήξερε κείνος...
Από τις ανοιχτές του πληγές έχανε πολύ αίμα, και με το νυχτερινό κρύο οι πόνοι ολοένα δυνάμωναν, γίνουνταν πιο σουβλεροί. Κάθε βήμα ήταν μαρτύριο. Μα όλα αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στο βάσανο της ψυχής του! Το σχέδιο του γκρεμίζουνταν πριν το επιτύχει. Με όλους του τους κόπους και τις ενέργειες, δεν κατόρθωσε να τραβήξει τον Δραξάν στα βουνά, όπως είχε τραβήξει τον Ρωμανό. Ο Δραξάν του ξέφευγε πάλι, και τώρα πήγαινε στη «φωλιά». Με τη λέξη «φωλιά» εννοούσαν τη χώρα όπου μαγειρεύουνταν η προδοσία, αυτό το ήξερε. Μα τ' όνομα της χώρας δεν το είχε μάθει ακόμα. Και τώρα τον πήγαιναν και αυτόν στη «φωλιά», μα με τα χέρια δεμένα, αιχμάλωτο, κατάδικο! Απελπισμένα κοίταξε γύρω. Ένας άνθρωπος δε βρίσκουνταν, για το Θεό, να του κάνει νόημα να τους ακολουθήσει; Τόσοι Έλληνες γύριζαν τώρα ελεύθεροι στην Εγνατία οδό, αφότου ο Αυτοκράτορας την είχε ξαναπάρει! Ένας δε θα βρεθεί στο δρόμο του, να τον στείλει με το μήνυμα που θα έσωζε ίσως ένα ελληνικό φρούριο; Να είχε τον Μιχαήλ... Και άλλη ανησυχία, άλλο φίδι τον δάγκασε στην καρδιά, με την ενθύμηση του Μιχαήλ. Ποιος άραγε να τον αναγνώρισε, τον υπηρέτη του ξενώνα κοντά στο Βουτέλιο, και να τον πρόδωσε; Και πώς να του μηνύσει να φύγει πριν τον πιάσουν;
Τη ζωή τους με χαρά την έδιναν και οι δυο. Μα πήγαινε χαμένος, περιττός ο θάνατος τους, αφού δεν πρόφθασαν να σώσουν το κάστρο... Περπατούσαν οι στρατιώτες με γρήγορο βήμα, και ακολουθούσε κι εκείνος ανάμεσα τους. Μα το αίμα που είχε χάσει, και οι πόνοι, τον είχαν αδυνατίσει τόσο, που με κόπο έστεκε στα πόδια του. Αφανισμένος σέρνουνταν, μα δεν καταδέχουνταν να δείξει το μαρτύριο του. Κάθε τόσο το φως του σκοτείνιαζε, και σκόνταφτε στο δρόμο, και πάλι αντρειεύουνταν, και σφίγγοντας τα δόντια του προχωρούσε μερικά βήματα. Ώσπου απόκανε, απόστασε, τα πόδια του σκάλωσαν στο χώμα σα να είχαν ριζώσει, κι έξαφνα, μονοκόμματος, έπεσε σα δέντρο ξεριζωμένο.
Μερικά βήματα μπροστά ο Δραξάν άκουσε τον κουφό γδούπο και τις φωνές και την οχλοβοή των στρατιωτών, και γύρισε στη σέλα του να δει τι τρέχει. Στο σκοτάδι μισοδιέκρινε τους στρατιώτες του μαζεμένους, άλλους σκυμμένους, άλλους χειρονομώντας. Και γύρισε πίσω.
- Τι τρέχει; ρώτησε απότομα. Τι φωνάζετε όλοι μαζί;
- Ο Έλληνας πέθανε! του αποκρίθηκε ένας.
- Δε σαλεύει πια, είπε ο άλλος.
- Δεν πέθανε ακόμα, μα ξεψυχά, είπε τρίτος.
Και όλοι μαζί γύρευαν να εξηγήσουν πώς έπεσε ξαφνικά, εκεί που περπατούσε όμορφα και καλά. Ο Δραξάν ξεκαβαλίκεψε, ζήτησε ένα φως κι έσκυψε απάνω στον πληγωμένο. Έξαφνα ακούστηκε τρέξιμο αλόγου. Ήταν ο Γρηγόρης που έφθανε με την Αλεξία. Ξεκαβαλίκεψαν και ζύγωσαν τους στρατιώτες. Με μια ματιά, στο φως του δαυλού, ο Γρηγόρης αναγνώρισε τον Κωνσταντίνο και τον Δραξάν σκυμμένο πάνω του.
- Τι τρέχει; ρώτησε τάχα αδιάφορα.
Ο Δραξάν σήκωσε το κεφάλι και τον αναγνώρισε.
- Στην ώρα έφθασες, παπά! είπε με ανακούφιση. Πες μου αν ζει ή αν πέθανε αυτός.
Και βλέποντας την Αλεξία που ασάλευτη, σα μαρμαρωμένη, κοίταζε τον πεσμένο νέο:
- Μπα, είπε, η Βουβή; Πού βρέθηκε δω τέτοια ώρα μαζί σου;
- Έφευγα για το Άγιον Όρος, είπε ο Γρηγόρης, και βρήκα το κορίτσι στο δρόμο. Το λυπήθηκα που περπατούσε στις λάσπες, και το πήρα στα κάπουλα... Μα τι του κάνατε αυτουνού του άμοιρου; ρώτησε με συγκίνηση. Όλο πληγές είναι!
- Μη χάνεις την ώρα σου σε ρωτήματα, παπά, είπε ο Δραξάν σκοτεινιασμένος, και μην πολυεξετάζεις, παρά βλέπε και κάνε ό,τι σου λέγω. Πες μου ζει;
- Ναι, ζει, μα είναι σε κακά χάλια.
- Μπορείς να τον γιάνεις;
- Ισως, είπε με δισταγμό ο Γρηγόρης, μα θα μ' αφήσεις να κάνω όπως θέλω.
- Τι εννοείς; ρώτησε υποψιάρικα ο Δραξάν.
- Θα σταματήσεις στο πρώτο χωριό και θα μου τον αφήσεις εκεί.
- Αδύνατο, είπε ξερά ο Δραξάν, θα πάγει εκεί που πάγω κι εγώ.
- Αν πεθάνει στο δρόμο, θα έχεις εσύ την αμαρτία, είπε σοβαρά ο καλόγερος, και η φωνή του σα να έτρεμε λίγο.
- Ας έχω εγώ την αμαρτία, είπε ο Δραξάν, και ο Κύριος να με συγχωρήσει.
Και πρόσθεσε:
- Δέσε τις πληγές του. Εσείς οι καλόγεροι τα ξέρετε αυτά.
Ο Γρηγόρης είδε πως ο Δραξάν ήταν αποφασισμένος τον αιχμάλωτο του να μην τον αφήσει, και πως άδικα έχανε τα λόγια του. Το δράμα το μάντευε. Αφού γύριζε πάλι ανατολικά, θα πει πως ο Δραξάν είχε μάθει τι ήταν ο Κωνσταντίνος... Έβγαλε από τον κόρφο του ένα μποτιλάκι, και με το φάρμακο που είχε μέσα έπλυνε τις πληγές και τις έδεσε πρόχειρα με ό,τι πανί βρήκε. Στο μεταξύ, οι στρατιώτες είχαν φτιάσει ένα φορείο με κλαδιά και φύλλα και, με τη βοήθεια του καλόγερου, σήκωσαν τον αναίσθητο Κωνσταντίνο.
- Σκεπάσετε του τα μάτια, πρόσταξε ο Δραξάν, και συ, καλόγερε, ακολούθα μας. Ο άρρωστος έχει την ανάγκη σου.
Και πήρε πάλι το δρόμο του. Με την πρόφαση να διορθώσει το σαμάρι του αλόγου του, ο Γρηγόρης έμεινε πίσω λίγα βήματα με την Αλεξία. Η κόρη δεν τόλμησε να μιλήσει, σιωπηλά έσφιξε το χέρι του.
- Μη φοβάσαι, γρήγορα θα γίνει καλά, της αποκρίθηκε σιγά, οι πληγές δεν είναι βαριές... Άλλος είναι ο φόβος μου! Είδες πως ο Δραξάν αρνήθηκε να μου τον αφήσει...
Πήρε την κόρη στα κάπουλα, και με βήμα αργό ακολούθησε το φορείο. Κατά τα χαράματα έφθασαν σ' ένα χωριό. Ο Δραξάν πρόσταξε να βρουν μια βωδάμαξα για να κουβαλήσουν τον πληγωμένο. Στο χωριό άφησε τους στρατιώτες, πήρε μαζί του δυο μονάχα, για να φυλάγουν τον Κωνσταντίνο, και, αφού τους έβαλε ν' αλλάξουν ρούχα και να φορέσουν χωριάτικα, έφυγε πάλι, πιο βιαστικός ακόμα, σέρνοντας μαζί τον Γρηγόρη και την Αλεξία. Ο Γρηγόρης ζήτησε την άδεια να βάλει τη «Βουβή» στην άμαξα, με την ελπίδα πως θα κατάφερνε να συνεννοηθεί με τον πληγωμένο, όσο και να φύλαγαν οι στρατιώτες. Μα με θυμό αρνήθηκε ο Δραξάν.
- Πάρε την στο ζώο σου, σα θέλει να μας ακολουθήσει, είπε, ειδεμή ας πάγει πεζή.
Κι έτσι την πήρε πάλι ο Γρηγόρης στα κάπουλα του αλόγου του και ακολούθησαν τον Δραξάν. Μπροστά πορεύουνταν η βωδάμαξα, ένα μακρύ σανιδένιο κάρο για γεννήματα, όπου είχαν βάλει μια πρόχειρη κουκούλα από καραβόπανα, κλεισμένα απ' όλες τις μεριές, τάχα για να προφυλάγουν τον πληγωμένο από τη βροχή που αδιάκοπα έπεφτε, αλλά προπάντων για να μην τον αφήσουν να δει πού πήγαιναν. Στα περίχωρα του Όστροβου σταμάτησαν. Ο Δραξάν και οι σύντροφοι του πήγαν σ' ένα χωριατόσπιτο, έξω από τη χώρα. Ο Δραξάν φώναξε τότε τον Γρηγόρη, και τον πρόσταξε μπροστά του να φροντίσει και να δέσει τις πληγές του Κωνσταντίνου. Ο νέος είχε συνέλθει και ανεγνώρισε τον Γρηγόρη. Η καρδιά του πήρε αέρα, μα δεν είπε λέξη, ούτε έκανε σημείο. Τα μάτια του Δραξάν ήταν καρφωμένα πάνω του. Όλη μέρα έμειναν κλεισμένοι. Τη νύχτα πάλι ξεκίνησαν. Ο Δραξάν είχε φροντίσει για την Αλεξία ένα μουλάρι, μα πρόσταξε να μείνει πίσω με τον Γρηγόρη και να μη σιμώσει το αμάξι, από φόβο μην τύχει και συνεννοηθεί ο Κωνσταντίνος με κανένα.
Πριν χαράξει έφθασαν στα Βοδενά. Ο Δραξάν σταμάτησε, φώναξε έναν από τους δυο στρατιώτες και του μίλησε κρυφά. Ο στρατιώτης έφυγε ευθύς για την πόλη, και οι άλλοι περίμεναν κρυμμένοι ανάμεσα σε κάτι δέντρα. Σε λίγο επέστρεψε ο στρατιώτης, μα δεν ήταν μόνος. Τρεις άνδρες τον συνόδευαν. Από πίσω από την κουκούλα του αμαξιού, ο Κωνσταντίνος ούτε φαίνουνταν ούτε μπορούσε να δει. Ο Γρηγόρης όμως είχε ξεκαβαλικέψει και, καθισμένος χάμω με την Αλεξία, τους κοίταζε.
Οι τρεις άντρες φαίνουνταν πολύ συγκινημένοι. Αγκάλιασαν και φίλησαν τον Δραξάν, και κάμποση ώρα μίλησαν κρυφά. Ύστερα έβγαλαν τον Κωνσταντίνο από το αμάξι, αφού πρώτα έδεσαν τα μάτια του, τον έβαλαν σ' ένα φορείο, και, κάνοντας νόημα του Γρηγόρη ν' ακολουθήσει, γύρισαν κατά τα Βοδενά. Η πόλη των Βοδενών απλώνουνταν στην έξοδο μιας στενής κλεισούρας, και από παντού κρυσταλλένια νερά κατέβαιναν, καταρράχτες, από τα γύρω βουνά, πότιζαν τα κατάφυτα τους περιβόλια και χύνουνταν στη λίμνη Λουδία. Ψηλά, σ' ένα γιγαντένιο βράχο απάνω, έστεκε το φρούριο. Οι πύργοι και τα περιτειχίσματα του κάστρου, κλιμακωτά χτισμένα, φύλαγαν το μπροστινό μέρος, το μόνο απ' όπου μπορούσε να το προσβάλει εχθρός. Πίσω και στα πλάγια, γκρεμνός απότομος το προφύλαγε. Και στην κορυφή, απειλητικός και υπερήφανος, υψώνουνταν πάνω από τη ζώνη των περιτειχισμάτων ο μεγάλος πύργος. Με απορία παρατήρησε ο Γρηγόρης πως ο Δραξάν και η συνοδεία του δε σταματούσαν στην πόλη, παρά γύριζαν κατά το φρούριο. Είχαν κάνει κάμποσο δρόμο, όταν, γυρνώντας έξαφνα, ο Δραξάν έγνεψε σε δυο από τους συντρόφους του, κι ευθύς έπιασαν τον Γρηγόρη και του έδεσαν τα μάτια.
- Μην ανησυχείς, είπε ο Δραξάν του καλόγερου, κανένας δε θα σε πειράξει, φθάνει να μη ζητήσεις να δεις πού πηγαίνομε. Δέσετε και τα μάτια της Βουβής, και να μας ακολουθήσει κι εκείνη.
Μα η Βουβή είχε χαθεί.
- Πώς την αφήσατε να φύγει; ρώτησε με θυμό ο Δραξάν.
- Ως τώρα ήταν εδώ, αποκρίθηκε ένας, δεν μπορεί να πήγε μακριά.
Τη ζήτησαν λίγη ώρα, μα άδικα. Η Αλεξία είχε εξαφανιστεί.
- Δεν μπορούμε να περιμένομε περισσότερο, είπε ένας, σε λίγο θα ξημερώσει.
- Αγκαλά δεν πειράζει και αν έφυγε, είπε ο Δραξάν. Είναι απείραχτο και δυστυχισμένο πλάσμα.
Και ξαναπήραν το δρόμο τους. Δυο άντρες βαστούσαν τον Γρηγόρη από τα χέρια και τον πήγαιναν σιωπηλά, ανεβαίνοντας πάντα. Σε λίγο έφθασαν σε μέρος επίπεδο, κι εκεί σταμάτησαν. Ένα τρίξιμο ακούστηκε, κάτι έγειρε, μια γέφυρα ή μια βαριά πόρτα, και οι δυο του φύλακες τον έσπρωξαν μπροστά. Έκανε μερικά βήματα, πόρτες άνοιξαν και σφάλισαν σιγά, και ύστερα τον ανέβασαν μια ψηλή σκάλα γυριστή, τον πέρασαν από διαδρόμους, όπου σιωπηλά πήγαιναν, με κουφά βήματα, και τον έσπρωξαν σε μια κάμαρα.
- Τώρα μπορείς ν' ανοίξεις τα μάτια σου, του είπαν, κι έκλεισαν την πόρτα και την κλείδωσαν απέξω.
Ο Γρηγόρης έβγαλε το μαντίλι. Βρίσκουνταν σ' ένα στενό κελί, αναπαυτικά επιπλωμένο, με μικρό παράθυρο καγκελωτό. Κατάλαβε πως ήταν αιχμάλωτος του Δραξάν. Κατάλαβε πως ήταν σε φρούριο, και πως το φρούριο αυτό ήταν η «φωλιά», όπου μαγειρεύουνταν από καιρό η προδοσία. Ήταν το φρούριο των Βοδενών, το κλειδί της Εγνατίας οδού.