Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο Β
←Α'. Στην Αδριανούπολη | Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου Συγγραφέας: Β'. Ο Δεκαπενταύγουστος του 1004 |
Γ'. Στη σκηνή του Σαμουήλ→ |
Πήρε ο Νικήτας το μακρύ διάδρομο και βγήκε πάλι στη μαρμαρόστρωτη σάλα. Μα εκεί σταμάτησε, και χαρούμενο χαμόγελο ζωήρεψε μια στιγμή το σοβαρό και κάπως σκληρό του πρόσωπο. Σε μια σκαλιστή και αργυροκόλλητη βαθιά πολυθρόνα, κάθουνταν ακουμπισμένη σε μεταξωτά μαξιλάρια η οικοδέσποινα, ενώ στα πόδια της τα δυο αγόρια έπαιζαν με το κοριτσάκι και κουτρουβαλούσαν στο παχύ χαλί ξεκαρδισμένα στα γέλια. Ο γερο-Παγράτης, όρθιος, καμάρωνε τα παιδιά, και χαρούμενα δάκρυα έστεκαν στα μάτια του.
- Αλεξία... είπε σιγά η αρχόντισσα, περίεργο όνομα! Γιατί το δώσανε του παιδιού;
- Το θέλησε η μάνα του, αποκρίθηκε ο Παγράτης. Ήταν τ' όνομα του πατέρα του και, δείχνοντας τ' αγόρια που έπαιζαν κυνηγητό, τρέχοντας στα χέρια και στα γόνατα γύρω στο κοριτσάκι: Δικά σου είναι και τα δυο, Κυρία μου; ρώτησε. Ο μικρός δε σου μοιάζει καθόλου.
- Όχι, ο Μιχαήλ δεν είναι δικός μου, αποκρίθηκε η αρχόντισσα, έχομε όμως συγγένεια και είναι ο αχώριστος φίλος του Κωνσταντίνου μου. Δείχνει μικρότερος, μα έχουν την ίδια ηλικία. Δε γνώρισε μητέρα. Και αφότου ξαναπαντρεύτηκε ο πατέρας του, μένει μαζί μας ο μικρός και τον αγαπούμε σαν παιδί μας.
Ο Νικήτας πρόβαλε και χαιρέτησε βαθιά την αρχόντισσα.
- Σου φέρνω ειδήσεις της αδελφής του, Κυρία, είπε. Η πατρικία Ευδοξία είναι καλά.
- Έρχεσαι λοιπόν από τη Θεσσαλονίκη; ρώτησε μ' ενδιαφέρον η γυναίκα του Κατεπάνω. Είδες και τον άντρα της, τον καινούριο μας εξάδελφο, τον Δραξάν;
Πριν προφθάσει ο Νικήτας ν' αποκριθεί, ένας δούλος σήκωσε την κουρτίνα της πόρτας.
- Ο εκλαμπρότατος Κατεπάνω σε περιμένει, Κυρία, είπε. Η αρχόντισσα σηκώθηκε.
- Κωνσταντίνε, Μιχαήλ, γρήγορα, είπε. Ο πατέρας μας περιμένει να πάμε στην εκκλησία.
Με το χέρι χάιδεψε τα σγουρά μαύρα μαλλιά του κοριτσιού.
- Ξεκουράσου ήσυχα, γέρο, είπε του Παγράτη και αύριο φέρε μου πάλι την Αλεξία να την ξαναδώ πριν φύγετε. Πας μακριά;
- Στη Βιδύνη.
- Καληνύχτα λοιπόν, και η Παναγία η Οδηγήτρα να σε προστατεύει.
Ο Παγράτης έσκυψε και φίλησε το χρυσοκέντητο ποδόγυρο της φούστας της.
- Ο Παντοδύναμος να σ' ευλογήσει... μουρμούρισε συγκινημένος.
Με γλυκό χαμόγελο του αποκρίθηκε η αρχόντισα και, παίρνοντας τ' αγόρια από το χέρι, βγήκε έξω.
- Όμορφη όσο και καλή, ε, γερο-Παγράτη; είπε ο Νικήτας σαν έκλεισε το παραπέτασμα. Έλα τώρα να σε πάγω στην κάμαρα σου, γιατί θα πάγω κι εγώ στην εκκλησία.
Και βαστώντας τη μικρή από το χέρι, μπήκαν σ' ένα διάδρομο όπου όλα τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Από το δρόμο ανέβαινε η βοή των ψαλμών, που από εκατοντάδες στήθη υψώνουνταν προς τον καθαρό αυγουστιάτικο ουρανό.
- Τι είναι αυτό, παππού; ρώτησε η Αλεξία, τραβώντας το γέρο από το ρούχο.
- Είναι η λιτανεία που περνά, αποκρίθηκε ο Νικήτας. Ο Κατεπάνω με τη συνοδεία του και οι αρχόντισσες της χώρας πηγαίνουν στην εκκλησία. Έλα να τους δεις. Και σηκώνοντας το παιδί έσκυψε στο παράθυρο.
Ο δρόμος ήταν ολοφώτιστος από τις αναμμένες λαμπάδες που βαστούσε η συνοδεία. Εμπρός προπορεύουνταν ο Κατεπάνω με τη μεγάλη του στολή, κρατώντας από το χέρι το γιο του τον Κωνσταντίνο. Πίσω του ακολουθούσαν μεγιστάνες και αξιωματικοί, όλοι με τις πλούσιες τους φορεσιές και τα λαμπερά τους άρματα. Οι γυναίκες τους, στολισμένες με τα λαμπρότερα διαμαντικά τους, περιτριγύριζαν την Αρχόντισσα, πιο όμορφη και πιο στολισμένη απ' όλες. Και μες στα χίλια φώτα των λαμπάδων άστραφταν τα χρυσάφια και τα πολύτιμα πετράδια, σκορπώντας σπίθες πολύχρωμες και φωτεινές σε κάθε κίνηση, σε κάθε βήμα.
- Τι ωραία! Αχ, τι ωραία! φώναξε η μικρή καταχαρούμενη, χτυπώντας τα χεράκια της και αναγνωρίζοντας μέσα στο πλήθος τον καινούριο φίλο της: Μιχαήλ! φώναξε, πάρε με μαζί σου!
Το αγόρι σήκωσε τα μάτια και είδε το προσωπάκι της Αλεξίας, που ξεχώριζε ολόφωτο και κάτασπρο ανάμεσα στα μαύρα της κατσαρά μαλλιά, εμπρός στο αφώτιστο παράθυρο, και με το χέρι τη χαιρέτησε ζωηρά, και παρακάτω πάλι ξαναγύρισε και της γέλασε.
- Πάμε, παππού! Πάμε και μεις μαζί τους! φώναξε η μικρή γυρεύοντας να ξεφύγει από τα χέρια του Νικήτα και να πηδήσει κάτω.
- Πάμε ως το δρόμο αφού το θέλει, είπε ο Νικήτας, και σαν περάσει η λιτανεία, ξανανεβαίνομε. Και με το παιδί στα χέρια κατέβηκε στην αυλή.
Από την ανοιχτή πύλη το φως των λαμπάδων χόρευε κι έπαιζε στα τρεχάμενα νερά και φώτιζε το περιβόλι, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί, ούτε ο φρουρός βρίσκουνταν στη θέση του ούτε φαίνουνταν κανένας δούλος. Ο Νικήτας σούφρωσε τα φρύδια κι έκανε αψά την παρατήρηση.
- Πανηγύρι είναι, πήγαν κι αυτοί να διασκεδάσουν, είπε ο Παγράτης που περπατούσε κοντά του.
Έξαφνα, ανάμεσα στις ψαλμωδίες, φώναγμα φρουρού ακούστηκε από μακριά. Ο Νικήτας σταμάτησε απότομα και τέντωσε τ' αυτί. Δεύτερο φώναγμα ακούστηκε, μαζί κι ένα σύνθημα, κι αμέσως φωνές τρομαγμένες αποκρίθηκαν. Και μακριά πολύ, ένα σήμαντρο χτύπησε.
Μεμιάς πνίγηκαν οι ψαλμωδίες. Ρωτήματα κι απαντήσεις πέταξαν από τον ένα στον άλλο, κι όλοι σώπασαν ν' ακούσουν. Απομακρυσμένο ακόμα και ασυνάρτητο, ένα βοητό ανέβαινε. Χώριες φωνές ξέσπασαν εδώ κι εκεί, άλλες αποκρίθηκαν από πέρα. Μουρμούρισμα φοβισμένο έτρεξε από στόμα σε στόμα, φούσκωσε, απλώθηκε. Μια γυναικεία στριγλιά έσχισε τον αιθέρα. Άλλες στριγλιές και πάλι άλλες ακούστηκαν, που σπάραζαν την καρδιά. Κι έξαφνα, απ' όλα τα στήθια, μια φωνή ανέβηκε τρομακτική, απαίσια, φρίκη γεμάτη: «Βούλγαροι! Βούλγαροι!...». Και απερίγραπτη αναμπουμπούλα ακολούθησε. Μ' έναν πήδο βρέθηκε ο Νικήτας στην ανοιχτή πύλη, και σφίγγοντας το κοριτσάκι στην αγκαλιά βγήκε στο δρόμο. Η λιτανεία είχε σκορπίσει, τα φώτα είχαν σβήσει. Χάμω μερικές λαμπάδες κοίτουνταν εδώ κι εκεί τσαλαπατημένες στο χώμα. Άντρες και γυναίκες, στολισμένοι με τα εορτάσιμα ρούχα τους, έτρεχαν δώθε - κείθε. Μητέρες φώναζαν απελπισμένες τα παιδιά τους. Μερικοί, χάνοντας το μυαλό τους, έμπαιναν σ' όποιαν ανοιχτή πόρτα έβρισκαν, και ύστερα, βλέποντας πως δεν ήταν σπίτι τους, ξανάβγαιναν τρεχάτοι, ζαλισμένοι από το ξαφνικό κακό. Άλλοι έστεκαν σα μαρμαρωμένοι από το φόβο. Οι περισσότεροι ορμούσαν προς το ποτάμι, χωρίς λόγο, χωρίς σκέψη. Ο πανικός τους τρέλαινε, η φρίκη ήταν ζωγραφισμένη σ' όλα τα πρόσωπα.
- Τι τρέχει; Τι τρέχει; φώναξε λαχανιασμένος ο Παγράτης αρπάζοντας το χέρι του Νικήτα.
Με το κεφάλι ψηλά και τα χείλια σφιγμένα, σαν άτι που αναθρεμμένο στην αγριάδα του πολέμου ακούει το σμίξιμο των όπλων και μυρίζει το αίμα, ο Νικήτας ακίνητος ακροάζουνταν το βοητό που, απομακρυσμένο ακόμα, ολοένα πλησίαζε, και μεγάλωνε, και αγρίευε. Απότομα γύρισε στον Παγράτη.
- Πάρε το παιδί! είπε ρίχνοντας το κοριτσάκι στην αγκαλιά του γέρου, γύρισε στο παλάτι, αμπάρωσε την πύλη, κρύψου, κρύψε το παιδί, και ο Παντοδύναμος να σας λυπηθεί...
Κοπάδι άνθρωποι χύθηκαν ξεφωνίζοντας στο δρόμο, και τους ξεχώρισαν. Μέσα στην ταραχή και την αναμπουμπούλα, ο Νικήτας έχασε το γέρο. Ζήτησε να τον ξαναβρεί, να τον βοηθήσει να μπει στο παλάτι, μα άλλοι κι άλλοι έφθαναν, τον σκουντούφλησαν, τον παρέσυραν μαζί τους φεύγοντας κατά τον Έβρο, και με δυσκολία κατόρθωσε να τους ξεφύγει και να χωθεί στη βαθιά καμάρα μιας πόρτας. Η βοή ολοένα πλησίαζε. Ανάμεσα στην οχλαγωγία και στα ποδοβολητά ανθρώπων και αλόγων, διακρίνουνταν απελπισμένες γυναικείες φωνές, βογγητά και παράπονα πληγωμένων, στριγλιές πόνου, θρήνος, κατάρες, και συνάμα θριαμβευτικά ξεφωνητά άγριας χαράς. Ο Νικήτας έτριξε τα δόντια του.
- Βούλγαροι!... μούγκρισε. Σκυλιά καταραμένα! Ποια κόλαση σας ξέβρασε, δαιμόνια απαίσια, ανάμεσα σε άοπλο πληθυσμό...
Σαν βροντή τ' ουρανού ο ανθρώπινος χείμαρρος χύθηκε στο δρόμο. Σε μια στιγμή οι πέτρες βάφηκαν με αίμα. Γυναίκες, άντρες, παιδιά, αδιάλεχτα, έπεφταν αιματοκυλισμένοι, και τα πτώματα στοιβάζουνταν σωροί. Η εύκολη αυτή σφαγή, άοπλου πληθυσμού συναγμένου για πανηγύρι, είχε μεθύσει τους άγριους Βουλγάρους. Αλαλάζοντας ορμούσαν, έσφαζαν, κατέστρεφαν, αρπάζοντας από τα κομματιασμένα πτώματα ό,τι πολύτιμο φορούσε ο καθένας, κόβοντας αυτιά, χέρια, κεφάλια, για να πάρουν πιο γρήγορα τα διαμαντένια στολίδια.
Περνώντας εμπρός στο παλάτι, είδαν την ανοιχτή αφύλαχτη πύλη και, σε μια στιγμή, ο άγριος όχλος πλημμύρισε την αυλή, χύθηκε στη μαρμαρένια είσοδο κι από κει στους διαδρόμους και σ' όλα τα δωμάτια. Και η λεηλασία άρχισε. Μερικοί δυστυχισμένοι, μέσα στην άταχτη τους φευγάλα, βλέποντας κι αυτοί την ανοιχτή πύλη, φαντάστηκαν πως θάβρισκαν στου Κατεπάνω το παλάτι άσυλο και προστασία, κι ανέβηκαν και κρύφτηκαν στ' αδειανά δωμάτια. Μα εκεί τους βρήκαν οι δολοφόνοι και τους έσφαξαν, κι έριξαν τα σώματα από τα παράθυρα. Χωμένος στη βαθιά του καμάρα, οπλισμένος με το μαχαίρι του, κι αποφασισμένος να ξαποστείλει μερικούς Βουλγάρους πριν του πάρουν τη ζωή, ο Νικήτας άκουσε τις στριγλιές και τα βογγητά των θυμάτων, ανακατωμένα με τα χαρούμενα ξεφωνητά των δολοφόνων, και είδε τα σώματα που γκρεμίζουνταν στις πέτρες του δρόμου μαζί με τα έπιπλα, τα χαλιά και τα πολύτιμα σκεύη του Κατεπάνω. Μια γυναίκα, με το παιδί της στην αγκαλιά, για να ξεφύγει τους μέσα φονιάδες, έτρεξε στο δρόμο. Μα εκεί βρήκε πιο γρήγορο θάνατο, κι ένας στρατιώτης, αρπάζοντας το παιδί της, το βρόντησε στον τοίχο και πέταξε τα μυαλά του. Το σωματάκι έπεσε στα πόδια του Νικήτα. Η δυστυχισμένη μάνα, αιματωμένη και μισοπεθαμένη, βρήκε ακόμα δύναμη να συρθεί ως το παιδί της, μα άλλος στρατιώτης, βλέποντας το διαμαντένιο της διάδημα, για να της το πάρει, με μια σπαθιά της έκοψε το κεφάλι. Ο Νικήτας έγινε θηρίο. Έπεσε πάνω στο σκυμμένο Βούλγαρο και του έμπηξε το μαχαίρι του στο λαιμό. Τότε τράβηξε το κορμί μέσα στη σκιασμένη καμάρα, πήρε τα ρούχα του πεθαμένου, τυλίχθηκε στο μανδύα του, φόρεσε την περικεφαλαία και, παίρνοντας από χάμω το αιματωμένο σπαθί βγήκε από την κρυψώνα του, χώθηκε στο πλήθος, και μαζί με τους βαρβάρους έτρεξε κατά τον ποταμό.
Σε όλους τους δρόμους οι ίδιες σκηνές· ποτάμι έτρεχε το αίμα, οι φωνές και τα ψυχομαχητά έσχιζαν τον αέρα. Με δυσκολία απέφευγε ο Νικήτας να πατά τα κορμιά που γέμιζαν τους δρόμους. Από ένα παράθυρο κάποιος στρατιώτης διασκέδαζε σφενδονίζοντας παιδιά στο δρόμο. Ένα χτύπησε τον Νικήτα στον ώμο και κομματιάστηκε στις πέτρες.
- Ρίξε το πίσω! είπε ο πλαγινός του στρατιώτης.
Και μ' ένα βλάκικο γέλιο σήκωσε το κορμάκι και το πέταξε κατά το παράθυρο. Ο Νικήτας έσφιξε τους γρόθους του, αλλά συγκρατήθηκε, κι εξακολούθησε το δρόμο του. Στη ζωή του είχε δει πολλές άγριες σκηνές και απανθρωπίες. Τέτοια όμως κτηνωδία δεν την είχε φαντασθεί. Στην όχθη του Έβρου πλήθος μεγάλο ήταν συναγμένο.
- Τι τρέχει εδώ; ρώτησε ο Νικήτας που μιλούσε τα βουλγάρικα σαν Βούλγαρος.
- Κάποιον άρχοντα Έλληνα έχουν πιάσει και τον δικάζει ο Ιβάτζης, αποκρίθηκε ένας στρατιώτης.
Ο Νικήτας χώθηκε στο πλήθος. Τον Ιβάτζη τον ήξερε σκληρό όσο και τολμηρό. Η δίκη δεν μπορούσε να είναι παρά καταδίκη, κι αυτό το ήξερε! Και ήθελε να δει ποιος ήταν ο άρχοντας που δικάζουνταν. Μα έξαφνα σταμάτησε. Μπροστά του έστεκαν δυο αγόρια σφιχταγκαλιασμένα. Τα κατάχλωμα πρόσωπα τους φωτίζουνταν από το πηδηχτό φως των δαυλών, και ο Νικήτας αναγνώρισε τον Κωνσταντίνο Κρηνίτη και τον Μιχαήλ Ιγερινό.
- Τι του κάνουν; ψιθύρισε ο Μιχαήλ. Δε φθάνω να δω...
Με προσοχή άπλωσε ο Νικήτας το χέρι και σκέπασε το στόμα του Μιχαήλ. Το παιδί ανατρίχιασε, μα δε γύρισε. Τότε σκύβοντας τάχα να μαζέψει κάτι, ο Νικήτας ψιθύρισε στο αυτί του:
- Μη μιλάς ελληνικά εδώ, και μη με αναγνωρίσεις...
Και το παιδί δεν κούνησε. Ο Κωνσταντίνος δεν είχε αποκριθεί. Ακίνητος, σαν απολιθωμένος, κοίταζε ίσια μπροστά του, και μόνο τα γυαλιστά του μάτια φαίνουνταν ζωντανά στο αναίματο πρόσωπο του, σαν να είχε μαζευθεί στο βλέμμα του η ζωή του όλη. Ο Νικήτας κοίταξε κατά την ίδια διεύθυνση και αναγνώρισε τον Ιβάτζη και, αντίκρυ του, δεμένο πισθάγκωνα σ' ένα δέντρο, είδε τον πατέρα του Κωνσταντίνου. Τα αιματωμένα ρούχα του Κατεπάνω κρέμουνταν κουρέλια πάνω του, τα διαμαντικά του όλα είχαν εξαφανιστεί. Μα ο στρατηγός δεν είχε χάσει το αγέρωχο του ύφος, και με το κεφάλι ψηλά κοίταζε κατάματα τον Ιβάτζη, αψηφώντας τις φοβέρες του.
- Άκουσε, Κρηνίτη, έλεγε ο Ιβάτζης συγκρατώντας το θυμό του, σ' έχω στα χέρια μου. Ελπίδα σωτηρίας για σένα δεν υπάρχει. Γράψε το γράμμα που σου ζητώ, πες του Βασιλέα σου, με τρόπο που να το πιστέψει, πως τα Βοδενά παραδόθηκαν και πως η Βέροια πολιορκείται, ή πες του μονάχα πως τα δυο του φρούρια βρίσκονται σε κίνδυνο, βεβαίωσε τον πως μόνος ο δρόμος από τη Βιδύνη ως εδώ είναι ανοιχτός, και σου χαρίζω τη ζωή.
Ο Κατεπάνω δεν αποκρίθηκε. Με το ατάραχο του βλέμμα εξακολουθούσε να προκαλεί τον Βούλγαρο.
- Θα γράψεις; φώναξε ο Ιβάτζης ξεσπάνοντας. Θα γράψεις;
Ο Κατεπάνω έμεινε σιωπηλός. Ένας στρατιώτης πλησίασε με τη λόγχη σηκωμένη περιμένοντας τη διαταγή του αρχηγού του.
- Για τελευταία φορά θα γράψεις; ξεφώνισε ο Ιβάτζης έξω φρενών.
Ένα λεπτό, οι δυο άντρες έμειναν αντίκρυ ο ένας του άλλου. Τα μάτια του Κατεπάνω δε χαμήλωσαν, ούτε μαλάκωσε το περιφρονητικό του βλέμμα. Με το χέρι ο Ιβάτζης έκανε νόημα. Ο στρατιώτης κατέβασε τη λόγχη του με τόση ορμή, που το σίδερο πέρασε τις σάρκες και μπήχθηκε στο δέντρο. Το σώμα του Κατεπάνω ανατινάχθηκε σπασμωδικά, κι ευθύς σωριάστηκε. Και το κεφάλι έγειρε στο στήθος... Μια φωνή, σαν θρήνος, σπαρακτική ακούστηκε. Ο Ιβάτζης ανατρίχιασε και γύρισε. Ένας στρατιώτης, μ' ένα αναίσθητο παιδί στην αγκαλιά, έτρεχε κατά τη σκηνή του Σαμουήλ, και πλάγι του, κατατρομαγμένο ακολουθούσε ένα άλλο αγοράκι ξανθό.
- Τι τρέχει; ρώτησε ο Ιβάτζης. Και πού πάγει ο στρατιώτης;
- Ένα παιδί λιγοθύμησε, αποκρίθηκε ένας Βούλγαρος.
- Πρέπει να ήταν γιος του Έλληνα, πρόσθεσε άλλος. Ήταν με τους αιχμαλώτους.
- Γιος του; αναφώνησε ο Ιβάτζης, και άγριο χαμόγελο στράβωσε το στόμα του. Έπρεπε να το ξέρω πριν! Με το γιο του και το δήμιο κάτι γίνουνταν...
Και γυρνώντας σ' έναν αξιωματικό που με φόβο υποκλίνουνταν περιμένοντας διαταγές:
- Να φέρουν του Τσάρου όλους τους αιχμαλώτους και ό,τι πολύτιμο βρέθηκε, πρόσταξε. Και αφού διαλέξει ο Τσάρος, θα μοιράσω σε κάθε στρατιώτη το μερδικό του.