Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Τὸ ξεκίνημα


3. Τὸ ξεκίνημα.

Στὸν κὺρ Στέφανο τὸ χρωστοῦν πὼς ξεκίνησαν. Αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος, ὅταν γύρισε ἀπὸ τὸ δάσος, ἔδωσε τὸ λόγο του στοὺς γονεῖς τους πὼς θὰ πάη μαζὶ μὲ τὰ παιδιά. Εἶπε πὼς θὰ τὰ προσέχη ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται, πὼς θὰ τοὺς κάνη ὅσες εὐκολίες μπορεῖ καὶ θὰ τοὺς φέρνη νέα τους συχνά, ποὺ θὰ κατεβαίνει στὴν πόλη.
«Χαλκώματα νὰ γανώωω...»

Μόνο ἔτσι κατώρθωσαν νὰ πάρουν τὴν ἄδεια. Πέρασαν δυὸ τρεῖς μέρες ὥσπου νὰ ἑτοιμαστοῦν, καὶ τέλος ἕνα πρωὶ τὸ μεγάλο καὶ ζωηρὸ καραβάνι ξεκίνησε.

Πᾶνε στὰ ψηλὰ βουνά. Εἶναι εἰκοσιπέντε παιδιά. Τὰ δεκαπέντε πήγαιναν πεζῆ. Τὰ δέκα καβάλα στὰ φορτωμένα μουλάρια, ποὺ τὰ ὁδηγοῦν τρεῖς ἀγωγιάτες. Ἀκολουθοῦσε ὁ κὺρ Στέφανος, καβάλα στὴν κόκκινη φοράδα του.

Καὶ τὰ εἰκοσιπέντε παιδιὰ ἔγιναν ἀγνώριστα. Κρατοῦν ἀπὸ ἕνα ραβδί. Σακούλια καὶ παγούρια τοὺς κρέμονται στὴν πλάτη. Φοροῦν μεγάλες ψάθες καὶ χοντρὰ παπούτσια.

Εἶναι ντυμένα γιὰ νὰ ζήσουν σὲ βουνό. Τὸ ἴδιο ροῦχο θὰ φορεθῆ βράδυ καὶ πρωί, θὰ παλέψη μὲ ἀγκάθια καὶ μὲ πέτρες, θὰ σκίζεται καὶ θὰ μπαλώνεται. Τίποτα καινούριο δὲ φοροῦν.

Τί ἁπλὰ παιδιὰ ποὺ ἔγιναν!


Μὲ τὰ βαριὰ σακούλια τους μοιάζουν τοὺς μαστόρους καὶ τοὺς πραματευτάδες ποὺ ἔρχονται κάτω στὴν πόλη.


«Παπούτσια νὰ μπαλώωω...!»

Ὅλους τοὺς θυμοῦνται αὐτὴ τὴ στιγμή, ὅλους τοὺς παραστένουν ἕναν ἕνα, ὅπως εἶναι, ὅπως περπατοῦν, ὅπως φωνάζουν.

Ὁ Δημητράκης κάνει τὸ χαλκωματὰ καὶ φωνάζει: «Χαλκώματα νὰ γανώωω...»

Ὁ Κωστάκης τὸν μπαλωματή: «παπούτσια νὰ μπαλώωω...»

Ὁ Γιῶργος πάλι παραστένει τὸν τροχιστή: «μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι’ἀκόοο...»

Ὁ Φάνης θυμήθηκε ἕναν πραματευτὴ ποὺ τὸν εἶχαν ξεχάσει. Πουλεῖ τὰ βοτάνια, τὴ ρίγανη καὶ τὰ χορταρικά· τὸν λένε κορφολόγο καὶ φωνάζει: «κάπαρη, καλὴ κάπ——»


Μέσα σ’ αὐτὰ τὰ γέλια ὁ Καλογιάννης θυμήθηκε τὸ «Τσιριτρό» κι ἄρχισε νὰ τραγουδῆ. Ὅλη ἡ συνοδεία πῆρε τὸ γελαστὸ τραγούδι καὶ τὸ ἔλεγε χτυπώντας τὰ ραβδιὰ στὴ γῆ:


Ἕνας γανωματής.

Σὲ μιὰ ρῶγα ἀπὸ σταφύλι
ἔπεσαν ὀχτὼ σπουργῖτες
καὶ τρωγόπιναν οἱ φίλοι...
 τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
 τσιριτρί,
 τσιριτρό.

Ἐχτυπούσανε τὶς μύτες
καὶ κουνοῦσαν τὶς οὐρές,
κι εἶχαν γέλια καὶ χαρές,
 τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
 τσιριτρί,
 τσιριτρό.

Πώπω πώπω σὲ μιὰ ρῶγα
φαγοπότι καὶ φωνή!
τὴν ἀφῆκαν ἀδειανή...
 τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
 τσιριτρί,
 τσιριτρό.

Καὶ μεθύσαν, κι ὅλη μέρα
πᾶνε δῶθε πᾶνε πέρα
τραγουδώντας στὸν ἀέρα
 τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
 τσιριτρί,
 τσιριτρό...




Μονάχα ὁ Φουντούλης δὲ μιλεῖ· ἔμεινε τελευταῖος. Ὁ καημένος, ὁ παχύς, ὁ στρογγυλός, ὁ μικρὸς Φουντούλης! Τὸ μουλάρι του εἶναι πολὺ ὀκνό· δὲν ἀκούει ἀπὸ φωνὴ κι ἀπὸ χτύπημα. Γιατί τὸν ἐφόρτωσαν σ’ αὐτὸ τὸ ζῶο; Γιὰ νὰ μὴν κυλήση;

Ὁ Φουντούλης ἀγωνίζεται νὰ τὸ φέρη μπροστά, μὰ κεῖνο μένει τελευταῖο. Στὸ τέλος ὁ Φουντούλης ἀρχίζει νὰ φοβᾶται πὼς τὸ ζῶο του δὲν εἶναι μουλάρι. Τὸ κοιτάζει καλὰ στ’ αὐτιά. «Μήπως κατὰ λάθος, συλλογίζεται, μοῦ ἔδωσαν κανένα γάιδαρο;»

Μὰ κι οἱ ἄλλοι δὲν τὸν ἀφήνουν ἥσυχο, καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν κάμουν νὰ τὸ πιστέψη.

«Τὸ ἄτι σου, Φουντούλη, ἔχει μεγάλα αὐτιά!»

—«Περίμενε, Φουντούλη, καὶ θ’ ἀκούσεις καὶ τὴ φωνή του!»

Μὰ ὁ Φουντούλης, ποὺ δὲ θυμώνει ποτέ, βάζει τὰ γέλια μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους.

Τὸ καραβάνι ἀνέβαινε τὰ Τρίκορφα, ξυπνώντας τὶς λαγκαδιὲς μὲ τὰ γέλια του, τὶς φωνές του καὶ μὲ τὴν περπατησιά του στοὺς πετρωτοὺς δρόμους.