Τα ψηλά βουνά/Οι μικροί ταξιδιώτες ανεβαίνουν το βουνό
←Τὸ ξεκίνημα | Τὰ ψηλὰ βουνὰ α' έκδοση, 1918 Συγγραφέας: Οἱ μικροὶ ταξιδιῶτες ἀνεβαίνουν τὸ βουνὸ |
Τὸ τραγούδι τοῦ Μπαρμπαφώτη→ |
4. Οἱ μικροὶ ταξιδιῶτες ἀνεβαίνουν τὸ βουνό.
Ὅταν ἔφτασαν σὲ μιὰ ράχη, τοὺς καλωσώρισε ὁ κρύος ἀέρας. Αὐτὸς ὁ ἀέρας εἶχε περάσει ἀπὸ κάθε κορφὴ καὶ κάθε λαγκαδιά. Τὸν πῆραν μὲ μιὰ βαθιὰ ἀναπνοή.
Πουλάκια μὲ ἄσπρη τραχηλιὰ κουνοῦσαν τὴν οὐρά τους στοὺς θάμνους, κι ὕστερα ἔφευγαν μὲ γοργὸ λαρυγγισμό.
Ἕνα κατσίκι κατάμαυρο ἔστεκε στὴν κόψη τοῦ βράχου.
Οἱ βράχοι σχημάτιζαν σὰ θεόρατα σπίτια, ποὺ δὲν ξέρεις ποιὸς τὰ κατοικεῖ. Οἱ γκρεμοὶ ἦταν φυτεμένοι μὲ πουρνάρια καὶ κουμαριές. Ἀλλοῦ κατέβαιναν γυμνοὶ καὶ ἀπότομοι σὰ νὰ τοὺς εἶχες κόψει μὲ σπαθί.
Ὁ βράχος ἀπάνω στὸ βράχο, ὁ λόφος ἀπάνω στὸ λόφο σχημάτιζαν τὸ βουνό.
Πελώρια ἦταν ὅλα.
Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ ὕψος ἀνέβαινε μὲ στροφές, ὅλο ἀνέβαινε ὁ δρόμος.
Εὐτυχισμένοι σὲ τοῦτο τὸ θέαμα οἱ μικροὶ ταξιδιῶτες, κοίταξαν πρὸς τὶς κορφές. Ἕνας τους φώναξε: «Γειά σας ψηλὰ βουνά!»