Τα ψηλά βουνά/Στους ίσκιους των δέντρων

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Στοὺς ἴσκιους τῶν δέντρων


30. Στοὺς ἴσκιους τῶν πεύκων.

Σήμερα εἶναι Κυριακή. Κάτι ξεχωριστὸ ἔχει τοῦτο τὸ πρωί. Τὰ παιδιὰ εἶναι ξαπλωμένα στοὺς ἴσκιους· εἶναι σὰν ξεχασμένα κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα· ξεκουράζονται.


Πεῦκο, εὐλογηµένο πεῦκο!
Ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῶν κλαδιῶν του βλέπουν τὸν οὐρανό. Τὰ κλαδιά του σκίζονται σὲ πολλὰ κλαδιὰ μικρότερα, κι αὐτὰ πάλι σὲ ἄλλα µικρὰ µικρὰ παρακλάδια, ποὺ μοιάζουν μὲ ἀµέτρητα ψηλὰ σκοινιά, κοµποδεµένα σὰν τὰ δίχτυα.

Τὰ φύλλα του, ποὺ εἶναι σὰ βελόνες, γίνονται κρόσσια, καὶ κεῖ μέσα παίζει ὁ ἀέρας κι ὁ γαλάζιος οὐρανός.


Σαλεύει τὸ πεῦκο, κι ἡ ἄκρη τοῦ ἴσκιου του σαλεύει μαζί. Φυσάει σὰ µακρινὴ θάλασσα. Νὰ μποροῦσαν ν’ ἀκοῦνε ξαπλωµένοι ὧρες πολλὲς αὐτὸ τὸ νανούρισμα.

Μόνο ἡ µάνα τους θὰ τοὺς ἔλεγε τόσο καλὸ τραγούδι, ὅταν τὰ εἶχε στὴν κούνια.

Δὲν εἶπε ἡ βοσκοπούλα τὴν ἄλλη φορά, πὼς τὰ δέντρα ἔχουν χάδι καὶ χαϊδεύουν; Ὅλα τὰ παιδιὰ νιώθουν αὐτὸ τὸ χάδι.

Πεῦκο εὐλογημένο!