Τα ψηλά βουνά/Ο γάμος της Αφρόδως
←Λειτουργία | Τὰ ψηλὰ βουνὰ α' έκδοση, 1918 Συγγραφέας: Ὁ γάμος τῆς Ἀφρόδως |
Ὁ Γκέκας ἔκαμε ὅ τι ἔπρεπε→ |
75. Ὁ γάµος τῆς Ἀφρόδως.
Ἔρχεται τὸ συμπεθερικό. Ἔρχεται στ’ ἄλογα μὲ τὰ κόκκινα καὶ μὲ τὰ πράσινα κιλίμια...
Μπροστὰ εἶναι ὁ παπὰς μὲ τ’ ἄσπρα γένια. Εἶναι καὶ τὸ φλάμπουρο μὲ μῆλο κόκκινο στὴν κορυφή.
Ἀκολουθεῖ ὁ νουνός, ὁ γαμπρὸς κι οἱ συμπεθέροι· οἱ ἄντρες μὲ τὴν κάτασπρη φουστανέλα, οἱ γυναῖκες μὲ τὰ φλουριὰ στὸ στῆθος.
Ὅλα τὰ παιδιὰ εἶναι καλεσμένα στὸ γάμο. Ξεκίνησαν μαζὶ μὲ τὸν κὺρ Στέφανο καὶ πᾶνε στὶς βλάχικες καλύβες.
Μέσα σὲ μιὰ καλύβα οἱ γυναῖκες καὶ τὰ κορίτσια στολίζουν τὴ νύφη. Ὅλη τὴν ὥρα ποὺ τὴ στόλιζαν, τὰ βιολιὰ ἔπαιζαν λυπητερὸ σκοπό.
Ἅμα τελείωσε τὸ στόλισμα, ζήτησαν ἕνα παιδὶ νὰ φορέση τῆς νύφης τ’ ἄσπρο παπούτσι, ποὺ τῆς τὸ ἔφερε ὁ γαμπρός. Πρέπει νὰ ἔχη καὶ μάνα καὶ πατέρα τὸ παιδὶ ποὺ θὰ κάμη αὐτό.
Πῆραν τὸ Φουντούλη. Αὐτὸς ἔχει καὶ μάνα καὶ πατέρα καὶ γιαγιὰ καὶ παππού· κι ἔχουν ὅλοι γερὰ δόντια. Ἔσκυψε καὶ φόρεσε στὴ νύφη τὰ παπούτσια της, κι ἡ νύφη τὸν ἐφίλησε στὰ κόκκινα μάγουλά του.
Τὸ ἀπόγευμα ἔγιναν τὰ στεφανώματα. Ὁ παπὰς διάβασε πολλὲς εὐχὲς ἀπὸ ἕνα βιβλίο, ποὺ ἦταν γεμάτο κεριά. Ἔψελνε ὁ παπὰς κι ὁ ψάλτης, καὶ βοηθοῦσε κι ὁ Γεροθανάσης λίγο.
Τὰ ἔχει ἀκούσει πολλὲς φορὲς ὁ Γεροθανάσης. Τόσες κόρες κι ἐγγονὲς πάντρεψε, ποὺ κοντεύει νὰ τὰ μάθη ἀπέξω.
Ἀπάνω στὸ στεφάνωμα ὁ νουνὸς ἔρριξε στὶς πλάτες τῆς νύφης καὶ τοῦ γαμπροῦ ἕνα τριανταφυλλὶ μεταξωτὸ ὕφασμα.
Τὸ βράδυ ἔστρωσαν τὸ τραπέζι ἀπέξω ἀπὸ τὶς καλύβες. Ἡ νύφη κάθισε στὸ ἕνα μέρος μὲ τὶς συμπεθέρες μαζί, καὶ στὸ ἄλλο οἱ ἄντρες.
Τὰ πρῶτα ξαδέρφια τῆς νύφης κι ὁ Λάμπρος μαζὶ ἔφερναν τὸ φαγητὸ καὶ κερνοῦσαν τὸ κρασί.
Ἔπειτα ἦρθε ἡ σειρὰ τοῦ Γεροθανάση νὰ τραγουδήση.
Πάντα στοὺς γάμους τοῦ σπιτιοῦ του λέει τὸ πρῶτο τραγούδι ὕστερ’ ἀπὸ τὸ τροπάρι.
Ὁ τσέλιγκας, κρατώντας τὸ ἄσπρο κεφάλι του ἀκίνητο, εἶπε σιγὰ καὶ σοβαρὰ τοῦτο τὸ τραγούδι:
Ἕνας γέρος γέροντας,
κι οὐδέ τόσο γέροντας,
ἑκατὸν ἐννιὰ χρονῶν,
πότιζε τὸ γρίβα του.
Τὰ βουνὰ τριγύριζε
καὶ τὰ δέντρα κοίταζε.
«Σεῖς βουνά, ψηλὰ βουνά,
τώρα μὲ τὴν ἄνοιξη
δὲ μὲ ξανανιώνετε
μένα καὶ τὸ γρίβα μου,
ὅπως ξανανιώνονται
καὶ καινούρια γίνονται
τοῦτα τὰ χαμόδεντρα,
τὰ χιλιόχρονα κλαριά;
νὰ γινόμουν κι ἐγὼ νιός,
ὅπως ἤμουν μιὰ φορά;
Ὁ παπάς, καθὼς ἄκουε πὼς ὁ Γεροθανάσης ἤθελε νὰ ξανανιώση, τὸν κοίταζε καὶ χαμογελοῦσε.
Ὕστερα οἱ συμπεθέροι τῆς νύφης τραγούδησαν τοῦτο τὸ τραγούδι:
Πουλάκι κλαίει στὸν ποταμό,
κι ἐγὼ ἔτυχε καὶ διάβαιναˑ
ἐστάθηκα καὶ τὸ ρωτῶ:
«Τί ἔχεις καὶ κλαῖς πουλάκι μου;»
—«Ἐχτὲς ἤμουν στὴ μάνα μου,
κι ἀπόψε στὸ πεθερικό».
Κι οἱ συμπεθέροι πάλι τοῦ γαμπροῦ τραγούδησαν:
Ἔβγα, κυρὰ καὶ πεθερά,
γιὰ νὰ δεχτῆς τὴν πέρδικα,
γιὰ νὰ δεχτῆς τὴν πέρδικα
ποὺ περπατεῖ λεβέντικα.
Γιὰ ἰδέστε την, γιὰ ἰδέστε την,
ἥλιο, φεγγάρι πέστε την.
Γιὰ ἰδέστε τὴν πῶς περπατεῖ,
σὰν ἄγγελος μὲ τὸ σπαθί.
Αὐτοῦ ποὺ ζύγωσες νὰ μπῆς,
ἥλιος, φεγγάρι θὰ φανῆς.
Ἔβγα, κυρὰ καὶ πεθερά,
γιὰ νὰ τὴ βάλης στὸ κλουβί,
σὰν τὸ πουλὶ νὰ κελαηδῆ.
Τὸ πρωὶ φόρτωσαν τὰ προικιά.
Ἡ νύφη προχώρησε γιὰ ν’ ἀνεβῆ στὸ στολισμένο της ἄλογο. Τὰ μάγουλά της ρόδιζαν ὅπως οἱ ράχες ἀπὸ τὸν ἥλιο ποὺ πρόβαλε ἐκείνη τὴ στιγμή.
Ὅταν χαιρέτησε τὴ μητέρα της, τὸν ἀδερφό της, τοὺς δικούς της, ἔκλαιαν ὅλα τὰ γεροθανασαίικα. Τὰ δάκρυα ἔτρεχαν νερό. Νὰ τὰ δυὸ ποτάμια ποὺ εἶχε δεῖ ἡ Ἀφρόδω στ’ ὄνειρό της!
Ἡ Ἀφρόδω φίλησε τὸ Λάμπρο πολύ. Ἔπειτα φίλησε καὶ τὰ παιδιὰ σὰν τὸ Λάμπρο· φίλησε τὸ Φάνη καὶ τὸ Δῆμο στὰ δυὸ μάγουλα, φίλησε τὸν Ἀντρέα, τὸ Φουντούλη καὶ τὸν Κωστάκη.
Δάκρυσε ὁ Φουντούλης. Δάκρυσε ὁ Φάνης. Τὰ βιολιὰ ἔπαιζαν τὸ ξεκίνημα, τὰ κορίτσια τραγουδοῦσαν:
Ποῦν’ ἡ νύφη μας,
τὸ κορίτσι μας...
Πῆγε στὸ μπαξέ,
στὰ τριαντάφυλλα...
Ὁ ἀδερφὸς τοῦ γαμπροῦ ἔσυρε τὸ γκέμι ἀπὸ τ’ ἄλογο τῆς νύφης· γιὰ τιμή της αὐτὸς θὰ πάη ὅλο τὸ δρόμο πεζός.
Τὸ συμπεθερικὸ ξεκίνησε, ἀνέβηκε στὸ ψήλωμα, φεύγει γιὰ τὸ Περιστέρι. Τώρα φαίνεται πολὺ μακριά.
Σὲ λίγο χάθηκε πίσω ἀπὸ τὸ βουνό.
Ἀφρόδω, καλή μας Ἀφρόδω!