Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Λειτουργία


74. Ἡ λειτουργία.

Στὴ λειτουργία τῆς ἄλλης ἡμέρας, ποὺ ἦταν Κυριακή, ξύπνησαν καὶ πῆγαν ἀπὸ τὴ νύχτα ἀκόμη. Ἄκουσαν τὸν ὄρθρο. Γαλάζιο φῶς φάνηκε, τὴν αὐγὴ ἀπὸ τὰ παράθυρα κι ἔδιωξε τὸ σκοτάδι τῆς ἐκκλησίας.

Ἡ ὄψη του ἔφεγγε ἀπὸ τὸ κερὶ...
Ὅταν ὕστερα μπῆκε ὁ ἥλιος, ἡ λειτουργία ἔγινε πιὸ ὡραία. Ὁ παπα-Γαβριὴλ λειτουργοῦσε ἀργά, σιγόφωνα καὶ μὲ τάξη. Ὁ πατερ-Σεραφεὶμ κι ὁ πατερ-Ἀγάπιος κι ὁ πατερ-Δανιὴλ στὰ στασίδια τους, κρατώντας τὰ μακριὰ κομπολόγια, ἔλεγαν πότε καὶ πότε κανένα τροπάρι. Ὅταν ὁ πατερ-Ἀμβρόσιος ἔψαλε τὸ χερουβικό, τί γλυκὰ ποὺ ψήλωσε τὴ φωνή του! Οἱ καλόγεροι καὶ τὰ παιδιὰ σκύβοντας προσκυνοῦσαν τὰ ἅγια ποὺ ἔβγαιναν ἀργά.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ θαρροῦσες πὼς τὰ εἰκονίσματα ἀκοῦνε χαρούμενα τὴν ψαλμωδία. Ὁ Φάνης ἔνιωθε πὼς ἡ ψυχή του πετοῦσε μαζὶ μὲ τὰ ἐλαφρὰ σύννεφα, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ θυμιατήρι...

Ἀμέσως, ἅμα πῆραν τὸ ἀντίδωρο, ὁ κὺρ Στέφανος μὲ τὰ παιδιὰ ἀσπάστηκαν τὶς εἰκόνες, φίλησαν τὸ χέρι τῶν πατέρων καὶ ξεκίνησαν.

Εἶχαν νὰ κάμουν πολὺ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσουν στὶς καλύβες. Ἔφευγαν ὅλα εὐχαριστημένα καὶ στὸ δρόμο θυμόνταν ἀκόμη τὴ λιγερὴ φωνὴ τοῦ πάτερ Ἀμβρόσιου.

Ἀπὸ πέρα γύρισαν κι εἶδαν ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ μοναστήρι. Φαινόταν ἄσπρο σπιτάκι μέσα σὲ δέντρα ἥσυχα, μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο.