Τα ψηλά βουνά/Ο Λάμπρος οδηγεί το κοπάδι

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ὁ Λάμπρος ὁδηγεῖ τὸ κοπάδι


26. Ὁ Λάμπρος ὁδηγεῖ τὸ κοπάδι.

Μαῦρα ποὺ εἶναι τὰ γίδια!

Πῶς περπατεῖ τὸ κοπάδι, ὅλο μαζί, γρήγορα πολύ, σὰ νὰ βιάζεται. Μαυρίζει καὶ γυαλίζει στὸν ἥλιο· ὅλα τὰ γίδια του εἶναι μαῦρα, πίσσα. Μόνο τὸ μαλλὶ τοῦ σκύλου καὶ τὸ ροῦχο τοῦ τσοπάνη ξεχωρίζουν σ’ αὐτὴ τὴ μαυρίλα.

Μὰ τί μικρὸς τσοπάνης, ποὺ ὁδηγεῖ τόσο μεγάλο κοπάδι; Νάναι ὁ Λάμπρος; Αὐτὸς εἶναι.

«Ἂ τὸ ἀγριοκάτσικο» λέει ὁ Φάνης. «Γιὰ πᾶμε νὰ τοῦ βγοῦμε μπροστά».

Δὲν ἦταν κοντὰ τὸ κοπάδι. Ὁ Φάνης ὅμως κι ὁ Δῆμος θέλουν νὰ δοῦν τὸ βλαχόπουλο, τὸν ἀδερφὸ τῆς Ἀφρόδως. Θὰ τοῦ μιλήσουν. Τάχα θὰ τοὺς ἀπαντήση, ἢ πάλι θὰ ἔχωμε «χὰ» καὶ «τσ»;


Τράβηξαν γρήγορα καὶ τοῦ βγῆκαν μπροστά. Τὸ κοπάδι ἐκείνη τὴν ὥρα εἶχε σκορπίσει κι ἔβοσκε. Ἀπὸ θυμάρι, ἀγκάθι, χορτάρι καὶ κλαράκι κάτι μισοδάγκαναν τὰ γίδια. Ὁ Λάμπρος φώναζε «τσέπ, τσέπ! ἔι!», πετοῦσε πέτρες καὶ τὰ συμμάζευε.

«Γιὰ δές, καημένε Δῆμο» εἶπε ὁ Φάνης. Δέκα χρονῶν παιδί, νὰ κυβερνᾶ τόσο μεγάλο κοπάδι! Μποροῦσες σὺ νὰ κάμης τὸ ἴδιο; Ἐγὼ δὲν μποροῦσα».

—«Οὔτε γώ» εἶπε ὁ Δῆμος.

Σωστὰ ἔλεγαν. Εὔκολο εἶναι νὰ ὁρίζης διακόσια γίδια; Μόνο τὸ πετροβόλημα ποὺ κάνει ὁ Λάμπρος δῶθε κεῖθε, ἡ φωνή, τὸ σφύριγμα, τὸ τρέξιμο γιὰ νὰ συμμαζεύη τόσο ἄταχτα ζωντανά, θὰ κούραζε κι ἕνα μεγάλο.

Ἔπειτα ὁ Λάμπρος περπατεῖ τὴ νύχτα στὶς ἐρημιές· θὰ μποροῦσε νὰ κάμη τὸ ἴδιο κι ὁ Φάνης; Νὰ μείνη ἔτσι ὧρες μοναχὸς μὲ ἴσκιους ἀπὸ δέντρα κι ἀπὸ πέτρες μέσα στὸ σκοτάδι; Νὰ ποὺ ἕνα βλαχόπουλο ξέρει πολλὰ πράματα.

Ὁ Δῆμος κι ὁ Φάνης προχώρησαν κατὰ τὸ Λάμπρο, καθὼς στεκόταν μὲ τὴν γκλίτσα του ὀρθὴ καὶ στημένη. Τώρα τὸ μικρὸ αὐτὸ βλαχόπουλο μὲ τὰ μαῦρα μάτια τὸ ἔβλεπαν σὰν ἄντρα.

«Γειά σου, Λάμπρο!» τοῦ εἶπαν.

Ὁ Λάμπρος ἀφοῦ τοὺς κοίταξε ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια ἀπάντησε:

«Γειά σ’!»

Καλὰ πᾶμε. Εἶπε μιὰ λέξη.
«Τί κάνει ἡ Ἀφρόδω, καλὰ εἶναι; ὁ παππούλης;»

—«Καλὰ, κὶ σὶ χαιρετᾶν!»

Τέσσερες λέξεις κιόλας. Ὁ Δῆμος κι ὁ Φάνης κάθισαν.