Τα ψηλά βουνά/Ένα σχολείο εκεί που δεν το περίμενε κανένας

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ἕνα σχολεῖο ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περίμενε κανένας


27. Ἕνα σχολεῖο ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περίμενε κανένας.

Ὕστερα ἀπὸ λίγες στιγμὲς ὁ Λάμπρος, ὀρθὸς καθὼς ἦταν, ρώτησε:

«Ποῦ τόχετε τὸ χαρτί;»

—«Ποιὸ χαρτί;» ρώτησαν τὰ παιδιά.

—«Νά, τὸ χαρτί ποὺ σᾶς μαθαίνει τὰ γράμματα».

—«Τὸ βιβλίο θέλεις νὰ πῆς; Τὸ ἔχομε στὸ σπίτιˑ τί νὰ τὸ κάνωμε δῶ. Ἔχομε, βλέπεις, διακοπές».

—«Τ’ εἶν’ αὐτὲς οἱ διακοπές; πράματα;»

—«Ὄχι, Λάμπροˑ θέλομε νὰ ποῦμε πὼς τὸ καλοκαίρι δὲν ἔχομε σχολεῖο· λοιπὸν δὲν ἔχομε καὶ χαρτιὰ κοντά μας. Τὸ θέλεις τίποτα τὸ βιβλίο;»

Δὲ μίλησε. Μὰ σὰν ἔσκαψε πάλι τὸ χῶμα δυὸ τρεῖς φορὲς μὲ τὴν πατούσα του καὶ ξεροκατάπιε, εἶπε ξαφνικὰ καὶ δυνατά:

«Μὲ μαθαίνετε τὴν ἄλφα;»

—«Ποιός, ἐμεῖς;»

—«Ἂμ ποιός! Ἐσεῖς ποὺ ξέρετε τὰ γράμματα».

Τὰ δυὸ παιδιὰ κοιτάχτηκαν καὶ σὰ νὰ συνεννοήθηκαν μονομιᾶς, ἀπάντησαν καὶ τὰ δυό:

«Ἀκοῦς λέει, Λάμπρο!»

—«Τώρα κιόλας» εἶπε ὁ Λάμπρος.

—«Τώρα δά; Μὰ δὲν ἔχομε βιβλίο».

—«Ἔχω γώ». Καὶ βάζοντας τὰ δάχτυλα στὸ σελάχι του, τράβηξε ἀπὸ μέσα ἕνα φύλλο χαρτὶ μὲ τυπωμένα γράμματα μαῦρα καὶ κόκκινα.


Ἦταν ἕνα φύλλο ἀπὸ τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς ἐκκλησίας.

«Ἱλάσθητί μου τῶν ἁμαρτιῶν..» διάβασε ὁ Δῆμος. Τὸ φύλλο εἶχε καὶ σταλάματα κεριῶν ἀπὸ ἑσπερινὸ ἢ ἀγρυπνία. Ποιὸς ξέρει ποῦ τὸ εἶχε βρεῖ ὁ Λάμπρος καὶ τὸ μάζεψε. Ἀπ’ αὐτὸ κοίταζε ὁ καημένος νὰ μάθη γράμματα, μοναχός του!

Τάχα τόσοι παλιοὶ παππούληδες καὶ προσπάπποι μας δὲν ἔμαθαν νὰ διαβάζουν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο;

«Νὰ τὸ ἄλφα!» εἶπε ὁ Λάμπρος, κι ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλό του στὸ φύλλο ἕνα ἄλφα κεφαλαῖο.

—«Ἂ μπράβο! Τώρα νὰ μᾶς δείξης καὶ τὸ βῆτα».

—«Ἂμ ἂν ἤξερα τὸ βῆτα!» εἶπε ὁ Λάμπρος. Τότε τοῦ εἶπαν νὰ καθίση καὶ νὰ βλέπη τί τοῦ δείχνουν στὸ χαρτί, κι ὅ τι λένε, νὰ λέη κι αὐτός.

Ὁ Λάμπρος φράπ! κάθισε σταυροπόδι μὲ μοναδικὴ εὐκολία. Ἐκεῖ ἄρχισε τὸ μάθημα.

«Τοῦτο εἶναι τὸ μικρὸ ἄλφα. Τοῦτο εἶναι τὸ βῆτα...... τοῦτο εἶναι τὸ ἔψιλο...... δδδδ...... μμμμμμμμμ.... δε..ο...με...θα.... σου».

Ἔτσι ἔγινε τὸ πρῶτο μάθημα. Ὁ Λάμπρος κοίταζε νὰ τ’ ἁρπάξη ὅλα τὰ γράμματα ἐκείνη τὴν ὥρα.


Ὄχι λοιπόν, δὲν ἦταν ἀγρίμι. Ἂν φάνηκε ἔτσι τὴν πρώτη φορὰ στὴν καλύβα, ἦταν ἀπὸ τὴ στενοχώρια του, ποὺ εἶδε παιδιὰ τοῦ σχολείου.

Μῆνες τώρα ἔχει τὰ γράμματα κρυφὸ καημό. Ἄκουσε πὼς πολλοὶ πιάνουν μιὰ φυλλάδα καὶ τὴ διαβάζουν ἀπὸ πάνω ὡς κάτω νερό· πὼς ἄλλοι μποροῦν καὶ μετροῦν ἴσαμε τὰ χίλια.

Νὰ ἤξερε κι αὐτὸς νὰ μετρήση τὰ γίδια του! Λέει στὴν τύχη πὼς εἶναι καμιὰ διακοσαριά, μὰ δὲν τὸ ξέρει.

Νὰ γιατί βλέποντας τὰ παιδιὰ πρώτη φορά, ντράπηκε.

Νάξερε νὰ βουτήξη στὸ μελάνι καὶ νὰ βάλη τ’ ὄνομά του, ἔτσι σὰν τὸν παππούλη του τὸ Γεροθανάση!

Τί εἶναι αὐτός, τί εἶναι κεῖνα; Τοῦτος δὲν ξέρει ἄλλο ἀπὸ τὰ γίδια καὶ τὸ σουγιά του· ἐνῶ ἐκεῖνα μποροῦν νὰ βάλουν ὅλα τὰ γράμματα στὴ γραμμή, νὰ τὰ ἐξηγήσουν καὶ νὰ ποῦνε καὶ τὸν Ἀπόστολο.
Νὰ τὸν ἐμάθαιναν καὶ τὸ Λάμπρο! Νὰ ἡ ὥρα. Ἄν τὰ μάθη, τάμαθε· τώρα, τοῦτο τὸ βράδυ.

«Φτάνει γι’ ἀπόψε, Λάμπρο» τοῦ λέει ὁ Φάνης. «Δὲ μαθαίνονται ὅλα μαζί. Τώρα νὰ διαβάσης τὸ χαρτὶ μοναχός σου, κι αὔριο πάλι θὰ δοῦμε τί ἔμαθες».